You are currently browsing the tag archive for the ‘μεσαία τάξη’ tag.

Μέχρι πού φτάνει το Χαλάνδρι; Μέχρι τους πρόποδες της Πεντέλης. Το έμαθα την περασμένη Δευτέρα αναζητώντας το νεκροταφείο Χαλανδρίου· τοποθετημένο στην απόληξη μιας γλώσσας γης που εκτείνεται βαθιά μες στα Βριλήσσια, μου εξήγησε ένας φίλος. Είχα χαράξει διαδρομή από Φάληρο έως τις εσχατιές της Δουκίσσης Πλακεντίας.

Οδηγώντας τη βέσπα σε αστικούς και περιαστικούς αυτοκινητόδρομους έχεις την ευκαιρία να δεις την πόλη σε άλλη προοπτική, άλλη από τις γνωστές διαδρομές στο πυκνοκατοικημένο κέντρο. Να δεις άλλη πόλη. Αντικρίζεις τις προεκτάσεις της μητρόπολης, τις παραφυάδες, τα προσαρτήματα, την ποικίλη και αχανή ενδοχώρα που ενσωματώνεται κοπιαστικά ή καρκινικά στον καθαυτό αστικό κορμό, αντικρίζεις έναν μεταβατικό χώρο, ας την πούμε suburbiana.

Στην αρχιτεκτονική τυπολογία, κυριαρχεί η προαστιακή πολυκατοικία και η μεζονέτα, μόνη της ή σε συστάδες. Η προαστιακή πολυκατοικία κατάγεται προφανώς από την τυπική αθηναϊκή αλλά έχει αέρα, piloti, παρτέρια, μοντέρνα υλικά. Μέχρι εκεί. Ο κατεξοχήν αρχιτεκτονικός και κοινωνιολογικός τύπος των προαστίων είναι η μεζονέτα: φιλοδοξεί να υπερπηδήσει το στάδιο της μεταπολεμικής μικροαστικής πολυκατοικίας, αυτής που φθάρηκε από τον υπερκορεσμό και την πληθωριστική χρήση των εσωτερικών μεταναστών, πολύ πριν καταληφθεί από τους έξωθεν μετανάστες. Η μεζονέτα αφήνει πίσω την «μεταναστευτική» πολυκατοικία και φιλοδοξεί να πλησιάσει τον τύπο της έπαυλης, της βίλας, του μεγάλου σπιτιού με κήπο, σαν αυτά του Ψυχικού, της Φιλοθέης, της Εκάλης. Αυτή είναι η φιλοδοξία, ο στόχος, υπόρρητα.

Στην πράξη βεβαίως δεν ανασυστήνονται Ψυχικά και Εκάλες· το κοινωνικό και υλικό περικείμενο δεν αναπαράγεται με παραγγελία σε αρχιτέκτονα ή εργολάβο. Στην πράξη δημιουργούνται αποικίες ομοιόμορφων λίγο-πολύ κτισμάτων σε περιοχές με υποτυπώδη ρυμοτομία, με ελλιπείς δημόσιους χώρους, με πολλούς θύλακους μικτών χρήσεων και αδόμητα κενά, με τα μαγαζιά, παλιά και καινούργια, παρατεταγμένα στους διελαύνοντες αυτοκινητόδρομους. Αποικίες-υπνωτήρια, ακριβό real estate.

Είναι η Ελλάδα μετά τη δεκαετία ’80, η Ελλάδα της πιστωτικής επέκτασης, του οικοδομικού οργασμού, της φούσκας ακινήτων, της προαστιοφιλίας. Ο,τι χτίστηκε ώς το 2005 περίπου, ό,τι πρόλαβε να κατοικηθεί, ό,τι πιαθνότατα δεν θα αποπληρωθεί. Και είναι η πιο απτή αποτύπωση του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης έως την τομή της κρίσης: συγκοινωνιακές υποδομές, οικοδομή, κατανάλωση.

Προσπαθώ να δω το Πρότζεκτ Μεζονέτα όχι με αισθητικούς ή αρχιτεκτονικούς όρους, αλλά σαν ιδεότυπο και σαν αναπαράσταση. Τι σήμαινε η μετοίκηση ενός μικροαστού από το αθηναϊκό κέντρο στα παρθένα εδάφη στις ρίζες των βουνών, μακριά από τη θάλασσα, σε νεόδμητες κατοικίες αγορασμένες από τα σχέδια. Μεταξύ άλλων σήμαινε φαντασιακή μετακόμιση, όχι μόνο προς τα βόρεια προάστια, αλλά και προς την αρχετυπική suburbiana του αμερικανικού σινεμά, τα αυτόνομα σπίτια της μεσαιοανώτερης τάξης, με γκαζόν και φράχτη. Εστω ως ντόπιο υβρίδιο, με σωμόν επίχρισμα και ριχτή στέγη, σμίγοντας τη hacienda με το χαγιάτι, το τζάκι με το μπάρμπεκιου και το playroom.

Προσπαθώ να δω ποιο αστικό ήθος, ποιο ανθρωπολογικό habitus παράγεται στο Πρότζεκτ Μεζονέτα, στο μέτρο που προβάλλει ως διάδοχη κατάσταση στο αθηναϊκό κέντρο, δηλαδή στον αστικό βίο που διαμορφώθηκε επί ενάμιση αιώνα γύρω από εμβληματκούς λόφους και ποτάμια. Θα ‘λεγα ότι πάνω που διαμορφώθηκε ένας συμπαγής και ευρύς αστικός πολιτισμός μετά τον Β’ Πόλεμο, όταν πια αφομοιώθηκαν οργανικά οι επήλυδες της αστυφιλίας, πάνω που το κέντρο απέκτησε μακρά μνήμη και μητροπολιτικό βάθος, άρχισε μια ιδιόμορφη αποκέντρωση, μια αραίωση νοήματος, μια διάχυση ζωτικότητας.

Η υλική γήρανση της αθηναϊκής πολυκατοικίας δεν αρκεί ως μόνη εξήγηση. Ο χαλαρός δεσμός που συγκροτεί κοπιαστικά ο έπηλυς με τον αθηναϊκό ιστό και που εύκολα σπάει, είναι ίσως μια μερική εξήγηση. Η σφοδρή κρίση, που πρόλαβε τον επανεποικισμό και την ανανοηματοδότηση του αθηναϊκού κέντρου, είναι άλλη μια μερική εξήγηση. Η άσκοπη και ασυλλόγιστη μεταφορά μεγάλων δημόσιων υπηρεσιών εκτός κέντρου, για να εξυπηρετούνται οι υπάλληλοι κάτοικοι των προαστίων, συνέβαλε κι αυτή στο μαρασμό του Σίτυ και στον πολλαπλασιασμό της μεζονέτας.
Ωστόσο το Πρότζεκτ Μεζονέτα παραμένει χωρίς πλήρη ερμηνεία, πολύ περισότερο που η λογική του και η μορφολογία του έθαλλε και εκτός Αττικής.

Επιστρέφοντας το σούρουπο, βιάζομαι να αφήσω πίσω τα μελαγχολικά κενά ανάμεσα στις μεζονέτες και τους άξενους αυτοκινητόδρομους. Στο παλιό Χαλάνδρι νιώθω σε γνώριμα μέρη· κατεβαίνω την Αλεξάνδρας με φώτα, μπαίνω στο φαράγγι της Ιπποκράτους.

Σε κάθε ελληνική οικογένεια υπάρχει ένας τουλάχιστον άνεργος. Συνήθως είναι ένα «παιδί», 20, 25, 30, 30-κάτι χρονών, που μπορεί να μην έχει προλάβει καν να μπει στον κόσμο της εργασίας· να σπούδασε 4, 5, 10 χρόνια, να κρέμασε τα πτυχία, τα μάστερ και τα ντοκτορά και τώρα να αποστέλλει βιογραφικά, όλο και πιο μελαγχολικά. Δεν είναι υπόθεση, δεν είναι μεγεθυμένη προβολή, είναι εμπειρία καθημερινή και διαρκής, σε εκατοντάδες νοικοκυριά συνομηλίκων.

Πού θα φτάσει; Δύο στους τρεις νέους Ελληνες αδυνατούν να βρουν την πρώτη μυητήρια δουλειά τους· και ο τυχερός ένας βρίσκει συνήθως δουλειά κατώτερη των τυπικών προσόντων του και με μισθό που δεν του επιτρέπει να στήσει σπιτικό, να κάνει παιδί. Το ιστορικό σοκ, διαρκές από το 2010 έως σήμερα, έδειξε γυμνούς τους αρμούς του ελληνικού παραγωγικού σχηματισμού: από δεκαετίας ήδη, οι πολυπτυχιούχοι, υπερειδικευμένοι βλαστοί της μεσαίας τάξης δεν απορροφούνταν· η καχεκτική ελληνική οικονομία απλούστατα δεν τους χρειαζόταν, δεν μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει. Η εγχώρια αγορά εργασίας είχε προσανατολιστεί στις υπηρεσίες, που ζητούσαν χαμηλή ή μέση ειδίκευση· δεν ζητούσαν ερευνητές και καινοτόμους επιστήμονες, πόσο μάλλον πολυπτυχιούχους ανθρωπιστικών επιστημών. Εχει περιγραφεί άριστα από το 2010, σε έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας υπό τον καθηγητή Λόη Λαμπριανίδη. Το διάστημα 2009-11, σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, από τους 120.000 μεταναστεύσαντες, οι μισοί είχαν μάστερ ή διδακτορικό, ενώ το 60% δεν αναζήτησε εργασία στην Ελλάδα προτού φύγει.

Οι νέοι με τις λαμπρές σπουδές, που τώρα μεταναστεύουν ή μένουν άεργοι στα σπίτια των γονιών τους, αποτελούν την ουρά μιας μακράς διαδικασίας σχηματισμού μεσαίας τάξης κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Οι γονείς τους είναι οι εγχώριοι baby boomers, που απήλαυσαν σε μεγάλο βαθμό τις εκπληρωμένες προσδοκίες της ειρηνικής αναπτυσσόμενης Ευρώπης μετά τον Δεύτερο Πόλεμο. Ειδικότερα, στην Ελλάδα, οι γεννηθέντες μετά τις αρχές της δεκαετίας ’50, ήταν οι γενιές που βρήκαν ανοιχτές τις πόρτες των δημόσιων γυμνασίων και πανεπιστημίων και τις διάβηκαν μαζικά και δημοκρατικά. Για αυτές τις περίπου δύο γενιές, η μόρφωση, τυπική και ουσιαστική, το πανεπιστημιακό «χαρτί» και η διάχυτη αγάπη για τα γράμματα, ήταν διαβατήριο κοινωνικής ανόδου αλλά και ηθική καταξίωση. Για τους φοιτητές του ’60, του ’70, του ’80, η πανεπιστημιακή ζωή αποτελούσε συχνά πέρασμα σε μια άλλη πνευματική πίστα, και όχι μόνο με όρους επαγγελματικής σταδιοδρομίας και κοινωνικής κινητικότητας. Ηταν μια μακρά περίοδος μύησης στην τέχνη και στον αστικό βίο, στον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τις ιδέες, την ποπ κουλτούρα, τα ταξίδια. Οχι για όλους, και όχι με την ίδια ένταση, αλλά σε αυτές τις δεκαετίες μέσα από το πανεπιστήμιο αναδύθηκε μια νέα τάξη μορφωμένων μεσοαστών, που προσπάθησε εν συνεχεία να διαμορφώσει δικό της αξιακό πλαίσιο, πρώτα-πρώτα προεκτείνοντας τη λατρεία της μόρφωσης στα παιδιά τους ― αυτά τα πολυπτυχιούχα παιδιά της ανεργίας ή της υπερορίας, που λέγαμε στην αρχή.

Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι τα πτυχία είναι μόρφωση ―κάθε άλλο―, θέλω εντούτοις να επισημάνω ότι το σοκ της πτώχευσης μαζί με την εν εξελίξει υλική ταπείνωση της μεσαίας τάξης συνεπιφέρει και έναν άλλον μετασχηματισμό: αξιακό. Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν έχει αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας· οι πολυετείς δαπάνες των οικογενειών δεν οδηγούν σε επαγγελματική εξασφάλιση των τέκνων. Οι πληγωμένες μικρομεσαίες οικογένειες τα τελευταία χρόνια δυσκολεύονται ή αδυνατούν να σπουδάσουν τα παιδιά τους, σε μακρινό ή ξένο πανεπιστήμιο. Το πάνδημο προνόμιο της ανώτατης εκπαίδευσης, φαλκιδευμένο ήδη, θα περιορίζεται, θα στενεύει.

Μαζί με την τρέχουσα εργασιακή απαξίωση του πτυχίου, μαζί με την αναδυόμενη δύσκολη πρόσβαση στο πανεπιστήμιο, για μια μεταβατική περίοδο τουλάχιστον, θα έρθει και μια περαιτέρω υποτίμηση της αξίας των γραμμάτων, της ουσιαστικής μόρφωσης. Η οποία είχε ήδη αρχίσει να συντελείται με την ποσοτικοποίηση και την υπερειδίκευση των πανεπιστημιακών σπουδών και με την απογύμνωση της μέσης εκπαίδευσης. Νέα αξία θα είναι η επιβίωση παντί τρόπω, το γυμνό μεροκάματο του νεοπληβείου.

Πώς θα ανανεωθεί πνευματικά αυτή η δημογραφικά φθίνουσα κοινωνία, όταν τα παιδιά της βιαίως συρρικνούμενης μεσαίας τάξης πάψουν να την τροφοδοτούν με τη ζωτικότητα, το πνεύμα, τα ταλέντα και τις δεξιότητες τους; Αδηλον. Προς το παρόν, κινούμαστε με τα έτοιμα, και με το, πληθωρικό ακόμη, συμβολικό κεφάλαιο των βλαστών μας.

Ο Δημήτρης με είχε προειδοποιήσει: Η Ζωή της Αντέλ είναι πολιτική ταινία. Είχε δίκιο, ως συνήθως. Αλλωστε και η έξοχη προηγούμενη ταινία του Αμπντελατίφ Κεσίς ήταν μια διεισδυτική πολιτική-κοινωνική ματιά, το «Κουσκούς με φρέσκο ψάρι».

Πίσω από τον πρωτεϊκό έρωτα της έφηβης Αντέλ για την ζωγράφο Εμα περιγράφεται το σαλπάρισμά προς τη ζωή· και μέσα από την παθιασμένη σχέση της περιγράφεται η ασύμπτωτη πορεία της προς τον ταξικά άλλο, τον πολιτιστικά, αξιακά, σχεδόν ανθρωπολογικά διαφορετικό. Στον κόσμο της μεσοαστής Εμας ύψιστη αξία είναι η επιτυχία, η ανάδειξη στον δημόσιο χώρο ως μοναδικότητα, η αυτοπραγμάτωση μέσω της τέχνης, μια ντερτεμινιστική πρόοδος· η ύπαρξη έχει νόημα μόνο αν φωλιάζει στο Υψηλό, στο διακεκριμένο, στις sublime κορυφές του αστικού ευρωπαϊκού Κανόνα. Ο επιτυχημένος πρέπει να ζωγραφίζει, να γράφει, να δημοσιεύει, να ξεχωρίζει τα κρασιά, να γεύεται στρείδια, να συναναστρέφεται beautiful πρόσωπα, γκαλερίστες, θεωρητικούς τέχνης, αποδομιστές χίπστερ, να είναι κουλ.

Ο κόσμος της λαϊκής Αντέλ, Γαλλίδας πρώτης γενιάς, γόνου μεταναστών, συγκροτείται πρωτίστως από την ανάγκη, τις αισθήσεις, τα αισθήματα. Η απλή καρδιά της είναι σαν της φλωμπερικής Φελισιτέ· χορταίνει με μακαρόνια και κυμά, με φιλιά, με μια απλή δουλειά, απολαμβάνει σουβλάκι με γύρο, ολοκληρώνεται πνευματικά δουλεύοντας νηπιαγωγός και δασκάλα. Η απλή καρδιά της χορταίνει με αμερικανικό σινεμά, με λικνιστική ρέγκε και γαλλομαγκρεμπιανά υβρίδια· ο Μπομπ Μάρλεϊ είναι στο ίδιο σκαλί στράτευσης με τον Σαρτρ. Η απλή καρδιά της διψά για ζωή, και δίνεται της ζωής με αφέλεια και λαιμαργία, ανεπιτήδευτα, ζωικά. Ολοκληρωτικά.

Αλλά η ζωή είναι σκύλα. Η σοφιστικέ αστή Εμα, η μορφωμένη, η λιμπερτίνα, η καλλιτέχνις-ήρωας της νεωτερικότητας, θέλει την Αντέλ αλλιώς, άλλη, τη θέλει Υψηλή, ντρεσαρισμένη εντός του Κανόνα. Και η σοφιστικέ καρδιά της δεν περιέχει συγχώρεση· μόνο πρόοδο και επιτυχία.

Στο πρόσωπο της Εμας βλέπω τα εμβρόντητα παιδιά της παρ’ ημίν μεσαίας τάξης, των καλών σχολείων, των πτυχίων, των μεταπτυχιακών, των διδακτορικών· των παιδιών που πίστεψαν, και πιστεύουν ακόμη, ότι η ζωή ξετυλίγεται ντετερμινιστικά διαρκώς προς τα άνω, σκαλί-σκαλί, πτυχίο-πτυχίο, όλο και πιο άυλη, όλο και πιο στυλιζαρισμένη, όλο και πιο συμμορφούμενη στον Κανόνα, με εκλεπτύνσεις του πνεύματος και πειθάρχηση του σώματος, με χτίσιμο ενός μοναδικού εαυτού λάμποντος στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Είναι τα παιδιά της μεσαίας τάξης των πρόσφατων δυο-τριών δεκαετιών, που βρέθηκαν στη ράχη του ευδαιμονιστικού κύματος και γαλουχήθηκαν ως περιούσια και μοναδικά, προνομιούχα πλάσματα με συνεχές οικογενειακό μπακ-απ για την επιμηκυμένη εφηβεία και το τυπικά πλούσιο βιογραφικό.

Η κρίση αιφνιδίασε αυτά τα ευάλωτα ελληνόπαιδα, τα προστατευμένα από την ανάγκη, τα προφυλαγμένα ακόμη κι από τις ίδιες τους τις αισθήσεις και τα αισθήματα, από τις δοκιμασίες του σώματος και της ύλης τους. Τα βρήκε προς το τέλος της μακράς, άληκτης εφηβείας, με τυπικά πλούσιο βιογραφικό· κατά τα άλλα όμως απαράσκευα, υπερφίαλα, ανώριμα, καλοαναπτυγμένα φυτά εσωτερικού χώρου που εκτέθηκαν αίφνης στο ξεροβόρι και στον καύσωνα.

Η δυσχέρεια είχε γίνει αντιληπτή πριν από την κρίση. Ενα-δυο χρόνια μετά την ολυμπιακή φαντασμαγορία του 2004, μιλούσαμε ήδη για τη γενιά των 700 ευρώ· το καλοκαίρι των πυρκαγιών του 2007 μερικοί από τους ήδη ανήσυχους κατέβηκαν στο Σύνταγμα και στάθηκαν βουβοί με μαύρα τι-σερτ. Ηταν τυπικά πολυπροσοντούχοι, αλλά το πολιτικό σύστημα και η παραγωγική δομή της χώρας δεν τους χρειάζονταν, περίσσευαν, θα έπρεπε να συνεχίσουν να ζουν με οικογενειακό επίδομα· οι πόρτες της κοινωνίας ήταν κλειστές. Ηταν ένα αχνό προείκασμα των Αγανακτισμένων του 2011, όταν μαζί με τους μηδέποτε ενταχθέντες νέους κατέβηκαν και οι γονείς τους και οι άνεργοι και όλη η λαχταρισμένη μικρομεσαία Ελλάδα.

Η δυσχέρεια έχει πάρει πλέον χαρακτήρα δημογραφικού σοκ. Η γενιά των 700 ευρώ έγινε γενιά των 476 ευρώ, έγινε γενιά της μετανάστευσης, έγινε χαμένη γενιά. Οι υψηλές προσδοκίες βίου και καταξίωσης των πολυπροσοντούχων style conscious βλαστών της μεσαίας τάξης έχουν πέσει στον καιάδα της πληβειοποίησης.

Ξαναγυρνάμε στην Αντέλ, την απλή καρδιά: στέρεες αιματώδεις αξίες, ο τρόπος που αισθάνεται το σώμα της, τη δουλειά, τις σχέσεις, την ίδια τη ζωή σαν θαύμα. Είναι μια οδός.

Munoz-boxer

Εχουμε κουραστεί να μετράμε απώλειες. Τέσσερα χρόνια τώρα. Απώλειες υλικές, κοινωνικές, πολιτικές. Η ύστατη και ίσως σημαντικότερη απώλεια με την οποία απειλούμαστε είναι η απώλεια ταυτότητας. Οχι ότι θα τη χάσουμε και θα είμαστε το τίποτε, αλλά υπό την έννοια ότι τα σοκ των μεταβολών ήταν και είναι τόσο πολλά, οι μετασχηματισμοί τόσο απότομοι και βίαι οι, που δεν ξέρουμε πια πού στεκόμαστε, πού πατάμε, ποιοι είμαστε μέσα στη δίνη.

Από τις πρώτες μέρες της αναγγελίας της χρεοκοπίας και της επιβολής των μνημονίων οι Ελληνες βίωσαν μια καταιγίδα δημοσιότητας, σχετική με τον χαρακτήρα τους, με αυτή την συχνά ισοπεδωτική γενίκευση που αφορά τον εθνικό χαρακτήρα, τα χαρακτηριστικά ενός εθνικού συνόλου. Τα εντυπωσιοθηρικά ιδίως μήντια της Βορείου Ευρωπης ανέσυραν πλήθος στερεοτύπων για τον συνοπτικό ανθρωπότυπο του πονηρού, οκνηρού, απείθαρχου, ηδονιστή Ελληνα. Από κοντά, και εγχώριοι θυμόσοφοι.

Το παράδοξο είναι ότι πολλοί Ελληνες συμμερίζονται αυτή την στερεοτυπική περιγραφή τους, για διάφορους λόγους: ίσως επειδή ενσωματώνουν μια ραγιάδικη στάση ζωής, ισχυρό κατάλοιπο υποτελούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας· ίσως επειδή βαυκαλίζονται ότι με την πονηριά ξεγελούν τον κουτόφραγκο· ίσως επειδή νιώθουν διαρκώς σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι ενός εξιδανικευμένου, μυθικού Ευρωπαίου ανθρώπου. Πολλά ίσως. Και μια βεβαιότητα: η πλημμύρα και η ένταση της προπαγάνδας για τον ένοχο Ελληνα ήταν τέτοιες που ακόμη και οι μη στερεοτυπικά κομπλεξικοί λύγισαν, υπέκυψαν, έφτασαν ώς τις εσχατιές της μειονεξίας, της αυτοενοχοποίησης, της αυτοϋποτίμησης· εντέλει της αποπροσωποίησης. Με αυτή την έννοια μιλάμε για απώλεια, για ράγισμα ταυτότητας.

Στο ζενίθ της κρίσης, μετά τέσσερα σχεδόν χρόνια αβεβαιότητας και πόνων, μετά αλλεπάλληλες απώλειες, μέγα πλήθος Ελλήνων στέκεται βουβό, μουδιασμένο, με παγωμένη την ψυχή και το μυαλό. Δεν είναι ακριβώς ήττα, αλλά είναι ασφαλώς μια ορισμένη ηττοπάθεια. Εχουν δοθεί μάχες, αλλά όλες σχεδόν έχουν χαθεί στο συλλογικό πεδίο. Ολες οι μάχες ήταν αμυντικές και όλες ήταν στατικές, σε χαρακώματα και απηρχαιωμένες γραμμές Μαζινό. Εδώ και καιρό πια, ο αγώνας μεταφέρθηκε στο ατομικό πεδίο, στο πεδίο της επιβίωσης, με κυρίαρχες τις πρωταρχικές ενορμήσεις, το ένστικτο αυτοσυντήρησης.

Και στα δύο πεδία, συλλογικό και ατομικό, επικρατούν ο φόβος, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, η σύγχυση, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, η απαισιοδοξία. Αλλά και η οργή, το μίσος, η μνησικακία, η μοχθηρία. Στο συλλογικό πεδίο αυτά τα αισθήματα, αυτές οι στάσεις, εκφράζονται με διασταυρούμενα πυρά ασυνεννοησίας, με ιδεοληπτικές καθηλώσεις ασύμπτωτες, με πηχτή κακία, με διαρκώς εντεινόμενη δυσπιστία προς το κράτος, τους θεσμούς, το πολιτικό σύστημα. Με έναν διχασμό να σιγοβράζει· διχασμό ωστόσο που δεν έχει σαφείς πόλους, με διακριτά ιδεολογικά περιγράμματα. Η πολλαπλώς και ατυπικά εκδηλούμενη σύγκρουση δεν μορφοποιείται ακόμη πολιτικά, πλην όμως μπορούμε να διακρίνουμε ευκρινώς πλέον το υλικό της υπόστρωμα: την αναδιανομή πλούτου και τον ανασχηματισμό τάξεων.

Η πολύμορφη μεσαία τάξη, με τις ποικίλες διαστρωματώσεις στο εσωτερικό της, οικονομικές, ιδεολογικές, ανθρωπολογικές, καθώς διαρρυγνύεται βιαίως από την κρίση, σκορπίζεται στα θραύσματά της και σκορπίζει μαζικά δυσφορία, ανοικειότητα, αποξένωση, φόβο. Στο μέτρο που, τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες, η μεσαία τάξη καθόριζε τη συλλογική ψυχή και τη γενική διάνοια, η παρούσα θραύση της καθορίζει το νέο habitus: ένα παγωμένο ρευστό φόβου, καχυποψίας, έχθρας. Αυτά τα υλικά είναι τα πρωτεύοντα περιεχόμενα μες στην υδραργυρική ταυτότητα των ανθρώπων της κρίσης. Και αυτά τα ψυχοτοξικά υλικά οδηγούν στην αδράνεια, το μούδιασμα, το πάγωμα του νου· σε μια δομική απαισιοδοξία, ότι όλα μπορούν να πάνε και χειρότερα, σε μια ενδιάθετη ηττοπάθεια και μοιρολατρία, ότι ο άνθρωπος δεν είναι κύριος της μοίρας του, ανώτερες δυνάμεις την ορίζουν.

Από τη μια, η τρόικα, οι δανειστές, οι ξένοι: το έξω κακό. Από την άλλη, οι ανάξιοι ή αδύναμοι κυβερνήτες, το πολιτικό σύστημα, το ριζικό της φυλής: το έσω κακό. Η οψέποτε σωτηρία δεν θα έρθει από έξω ή από έσω, αλλά εκ των άνω, μ’ ένα θαύμα, έναν Μεσσία. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.

Η ανάγνωσή μας είναι ασφαλώς μερική και στατική· οι άνθρωποι και οι κοινωνίες κινούνται δυναμικά και μη γραμμικά. Ο,τι διαβλέπουμε σήμερα ως ηττοπάθεια, αύριο ίσως αναδυθεί ως αναγεννητική ορμή. Αλλά ας δούμε τουλάχιστον πώς είμαστε, ποιοι είμαστε, εδώ και τώρα.

εικ.: José Antonio Muñoz

Η δήλωση του επιτρόπου Ολι Ρεν περί Ελλάδος υπό επιτήρηση έως τον μακρύ καιρό υπενθύμισε με πικρό τρόπο το Καστελόριζο του Γιώργου Παπανδρέου. Ο τότε πρωθυπουργός για να αναγγείλει την είσοδο της χώρας στο Μνημόνιο είχε επιλέξει το ακριτικό νησί, τη φυσική και συμβολική εσχατιά της επικράτειας. Για να αναγγείλει την έναρξη μιας ιστορικής περιόδου πόνων και δακρύων, αλλά και τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Η χονδροειδής σκηνοθεσία του Καστελόριζου μάλλον δεν ήταν προϊόν αφέλειας· κι αν ήταν, έδειχνε παρ’ όλ’ αυτά ανάγλυφο το μέλλον, για όσους μπορούσαν να το διακρίνουν: η χώρα εφεξής θα λειτουργούσε σαν γραφική καρτ-ποστάλ, σαν ένα πανέμορφο νησί, ξεμοναχιασμένο, διεκδικούμενο, μια γκρίζα ζώνη, με ανυπεράσπιστους κατοίκους και μια κεντρική διοίκηση πολύ μα πολύ μακρινή. Ο Γ. Παπανδρέου, πάντα ρηξικέλευθος και απρόβλεπτος, εσήμανε εξωλεκτικά για την ιστορική μετάβαση όσα δεν μπορούσε να χωρέσει κανένας λόγος: εθνική κυριαρχία και λαϊκή κυριαρχία ετίθεντο υπό περιστολή και επιτήρηση για όσο χρόνο θα κρατούσε η περιπέτεια του χρέους, άγνωστο πόσο.

Ο Ολι Ρεν είπε το προφανές, το αμοιβαία συμφωνημένο, και ψηφισμένο από τη Βουλή των Ελλήνων. Είπε αυτό που είχε αναγγείλει ο τότε πρωθυπουργός, το 2010, και όσα εγνώριζαν οι μετέπειτα πρωθυπουργοί, εκλεγμένοι ή μη. Άλλωστε, η συρρίκνωση του έθνους-κράτους κατά την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας ήταν γνωστή, καίτοι μη πλήρως κατανοητή, από την εποχή της Συμφωνίας του Μάαστριχτ και της ένταξης στην ΟΝΕ. Η πρόσφατη απόφαση για επιτήρηση των χωρών υπό μνημόνιο ελήφθη και με την ελληνική ψήφο· και ακολούθως από την επιτηρούμενη χώρα αφαιρέθηκε το δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

Προφανές λοιπόν. Μια διαφορά: το 2010 το σοκ του καινούργιου ήταν τόσο σφοδρό, που ο καθείς προσπαθούσε καταρχάς να φανταστεί τη ζωή του, πώς θα επιζήσει στους δύσκολους καιρούς που θα έρχονταν. Κατάπληξη, οργή, στρατηγικές επιβίωσης, και κάποιες σπίθες ελπίδας ζωντανές ακόμη για διάσωση· η μεγάλη εικόνα, η ιστορική τροπή, δεν είχε γίνει αντιληπτή. Στα τέλη του 2013, μετά αλλεπάλληλες θυσίες και κύματα οριζόντιου κανιβαλισμού, η κρίσιμη μάζα των μεσοστρωμάτων αντιλαμβάνεται τη διάρκεια και το βάθος της ιστορικής μεταβολής. Και αντιλαμβάνεται την ιστορική μεταβολή σαν καταστροφή εν διαρκή προόδω. Σε αυτό τον αντιληπτικό ορίζοντα, η ατομική και κοινωνική υποβάθμιση αρχίζουν να συνδέονται με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και την περιορισμένη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Ότι αυτά τα φαινόμενα, σε άλλοτε άλλη έκταση, συμβαίνουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπό επιτήρηση ή και χωρίς επιτήρηση, ουδόλως παρηγορεί τον ελληνικό λαό, κατά τον έκτο χρόνο ύφεσης.

Ένας έμπειρος φίλος πρόσφατα βρήκε μια αναλογία της παρούσας εθνικής κατάστασης με την καταστροφή του 1922: τότε επλήγη ο εκτός κρατιδίου μείζων ελληνισμός, τώρα απειλούνται με σαρωτική αλλαγή οι όροι ύπαρξης του ελληνισμού εντός της επικράτειας. Η συνέχιση της παράτολμης αναλογίας ίσως είναι παρηγορητική: οι πληγές του ’22 επουλώθηκαν και οι πρόσφυγες μπόλιασαν ευτυχισμένα τον ισχνό κορμό. Η καταστροφή έδωσε και δημιουργικούς καρπούς, όχι μόνο συντρίμμια. Η γνώση αυτή όμως ήρθε εκ των υστέρων, πολύ αργότερα. Προς το παρόν, η αναλογία μάς βρίσκει στη φάση της εθνικής ταπείνωσης και της κοινωνικής αγωνίας, στη φάση της θραυσμένης ταυτότητας, των συλλογικών διαψεύσεων, της ηττοπάθειας, της σύγχυσης, της μοιρολατρίας, της ετερονομίας. Για διάφορους λόγους, υπερτοπικούς και εγχώριους, οι άνθρωποι χάνουν την πίστη στον εαυτό τους, χάνουν την ικανότητα να αγωνιστούν για να ανατρέψουν τη δυσμενή συνθήκη, και περιμένουν τη σωτηρία από έναν εξωτερικό παράγοντα, έναν Μεσσία. Ηγέτη, προφήτη, σωτήρα, ποιμένα και πατέρα, όλα. Υπό αυτή την έννοια, πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι είδαν στην εξωγενή τρόικα έναν παράγοντα υπέρβασης της εγχώριας παθογένειας, μια δύναμη που θα ξεπερνούσε τους εγχώριους φαύλους ηγέτες και θα έβαζε τη χώρα σε τροχιά νοικοκυρέματος και εξορθολογισμού. Με παρόμοια διάθεση, άλλοι προσέβλεψαν σε μια διακυβέρνηση τεχνοκρατών-σωτήρων, απαλλαγμένων από την μολυσματική πολιτική, αλλά και από την πολιτική νομιμοποίηση.

Όλες αυτές οι προσδοκίες, θεμιτές, αφελείς, ιδιοτελείς, είναι απότοκες της απόγνωσης· γεννιούνται από την αγωνία ενώπιον του άδηλου μέλλοντος, από την σπασμένη ταυτότητα, από την κατάρρευση του πολιτικού, από τη βίαιη απομείωση των δημόσιων αγαθών, τη βίωση του δημόσιου χώρου ως χώρου ανοίκειου και εχθρικού. Η απογοήτευση από την εγκατάλειψη των εταίρων, που μετετράπησαν τώρα σε άκαρδους δανειστές, τείνει να λάβει χαρακτηριστικά ιδεαναγκασμού, μανίας καταδίωξης, ακριβώς διότι δεν πιστεύουμε στις δικές μας δυνάμεις, διότι έχει σβήσει μέσα μας η εικόνα ενός εαυτού αυτεξούσιου και αγωνιστή, αυτόνομου και αυτάρκους, που θα σταθεί όρθιος παρ’ όλες τις αντιξοότητες, όρθιος μαζί με τους άλλους. Μα τέτοιοι είναι οι απαιτητοί χαρακτήρες του ελεύθεροι πολίτη και παραγωγού στη δημοκρατία.

Η ανάκαμψη της Ελλάδας μπορεί να έρθει μόνο με την ψυχική ανάκαμψη των Ελλήνων. Με αναπτέρωση του φρονήματος, ατομικού και συλλογικού. Η διαπίστωση ότι περιεστάλη η εθνική κυριαρχία, ότι απειλείται να μείνει χωρίς περιεχόμενο η λαϊκή κυριαρχία, ότι μεσοπρόθεσμα η χώρα κινδυνεύει να κατοικείται από γέροντες και παρίες, είναι καταλύτες αποφασιστικής σημασίας, είναι αφετηρίες αυτογνωσίας και αυτενέργειας. Σε δέκα χρόνια η χώρα μπορεί να πετάει, μου είπε φίλος οικονομολόγος· το θέμα τι θα κάνουμε εμείς αυτά τα δέκα χρόνια.

Κάτι έχει αλλάξει. Το νιώθεις στον αέρα, το αντιλαμβάνεσαι στην κίνηση των ανθρώπων στο δρόμο, στις συναλλαγές στα μαγαζιά, το νιώθεις στις συνομιλίες με ανθρώπους προερχόμενους από ποικίλες τάξεις και επαγγέλματα. Στο τυπικό «πώς πάνε τα πράγματα» η συνέχεια της συζήτησης δεν είναι μια πρόβλεψη, αλλά καταρχάς η πανθομολογούμενη διαπίστωση πως «έτσι δεν πάει άλλο». Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ξέρει πώς είναι το αλλιώς, εντούτοις όλοι συμφωνούν ότι έτσι δεν πάει, δεν οδηγεί πουθενά. Και πολλοί τείνουν να αποδεχθούν ότι οποιαδήποτε άλλη πορεία είναι προτιμότερη έναντι της ακολουθούμενης.

Το πιο ουσιαστικό στοιχείο όμως, σε αυτή τη διάχυτη αίσθηση αλλαγής κλίματος, είναι ότι πολλοί Ελληνες περνούν βαθμηδόν από το στάδιο της ατομικής διάσωσης με κάθε τρόπο, στο στάδιο της επίγνωσης ότι κάτι πρέπει να γίνει από κοινού, συλλογικά· κι αυτό το κάτι να είναι ριζικό, άμεσο και δραστικό, προκειμένου να ανακοπεί η καταστροφή. Πολλοί, ακόμη και όσοι δεν έχουν πληγωθεί βαριά από την κρίση, αναγνωρίζουν την ανάγκη μιας ριζικά άλλης προσέγγισης των προβλημάτων και των προκλήσεων· η τριετής εμπειρία υποδεικνύει ότι οι συμβατικοί τρόποι όχι μόνο δεν επιλύουν αλλά καταστρέφουν όλο και βαθύτερα.

Η επίγνωση φτάνει ακόμη πιο μακριά: όλο και περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι πολλές από τις επώδυνες αλλαγές που έχουν συμβεί στην καθημερινή ζωή και τη δημόσια σφαίρα, δεν είναι αναστρέψιμες ― τουλάχιστον όχι άμεσα και όχι εύκολα. Αναγνωρίζεται άρα ότι η απόλυτη προτεραιότητα είναι η σταθεροποίηση της παρούσας κατάστασης, να σταματήσει τουλάχιστον η καταστροφή. Αναγνωρίζεται επίσης ότι η ανάκτηση πόρων και επιπέδου διαβίωσης θα είναι αργή, κοπιώδης και πρό πάντων ότι θα απαιτήσει άλλη οργάνωση του οικονομικού και κοινωνικού βίου.

Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι αυτές τις παραδοχές και την αναδυόμενη νέα επίγνωση τις εντοπίζουμε περισσότερο στα πιο μορφωμένα μέλη της μεσαίας τάξης· ίσως επειδή αυτή η τάξη πλήττεται περισσότερο από κάθε άλλη, όχι μόνο κατά την υλική συνθήκη, αλλά και ψυχολογικά-διανοητικά: σε ελάχιστο χρόνο και με εξαιρετικά βίαιο τρόπο, της αμφισβητείται ακόμη και το δικαίωμα να υπάρχει. Στην Ελλάδα η μεσαία τάξη αναπτύχθηκε κοπιαστικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών, και η αποσάθρωσή της συντελείται σε διάστημα τριών ετών. Ου μην αλλά: από τη μεσαία τάξη του τελευταίου μισού αιώνα προέρχονται οι πιο μορφωμένες νέες γενιές του 20ού αιώνα και τα δυνάμει στελέχη της ελίτ του 21ου αιώνα. Η βίαιη ανακοπή αυτού του κοινωνικού ρεύματος ισοδυναμεί με εθνικό αυτοκρωτηριασμό, με αυτοκτονία.

Υπό αυτή την έννοια, φαίνεται να αναδύεται εντονότερα η τάση για πολιτική ανατροπή, για υπέρβαση, για πανεθνική συστράτευση. Ο εντός συνόρων ελληνισμός αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης, επιβίωσης υλικής αλλά και επιβίωσης συλλογικής, με όρους συντεταγμένου κοινωνικού και πολιτικού βίου. Οι διοικούσες ελίτ έχουν αποτύχει πολλαπλώς και κατ΄εξακολούθησιν, πρακτικά, πνευματικά και ηθικά· στην παρούσα δε φάση γεννούν κινδύνους για την κοινωνική συνοχή και για την ειρηνική συνύπαρξη πληγωμένων ετερόκλητων ομάδων του πληθυσμού. Απαιτούνται άλλες ηγετικές ελίτ, με άλλες νοοτροπίες, άλλο πολιτικό ήθος, άλλες προσεγγίσεις της ιστορικής συγκυρίας. Η Ελλάδα έχει μεταβεί σε άλλη ιστορική πίστα, σε ένα ολισθηρό πρανές γεμάτο κινδύνους. Αυτό έχουν καταλάβει οι περισσότεροι Ελληνες, και γι’ αυτό είναι πρόθυμοι να ρισκάρουν μιαν αλλαγή.

Unexposed_Iran

Αρκετούς μήνες μετά την πρώτη αποκάλυψη των οικονομολόγων του ΔΝΤ, στη σύνοδο του Τόκυο, ότι οι παραδοχές και οι προβλέψεις για το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας ήταν λανθασμένες, η εγερθείσα συζήτηση συνεχίζεται ενόσω εν παραλλήλω εφαρμόζεται καταλεπτώς το ατελές πρόγραμμα ― με τα γνωστά σε όλους τους Ελληνες οδυνηρά αποτελέσματα. Οι δανειστές της Ελλάδας, που επιβάλλουν τον θανατηφόρο συνδυασμό λιτότητα και ύφεση, δεν αμφισβητούν το «λάθος» του πολλαπλασιαστή ούτε την ακαδημαϊκή επάρκεια του επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ. Ομως τα θεωρούν ακριβώς ακαδημαϊκή συζήτηση. Οι πολιτικές τους επιλογές είναι άλλες, είναι ορθές και απαιτούν να εφαρμοστούν, εφόσον έχουν επικυρωθεί άλλωστε από τρεις διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις.
Κατά τούτο, οι δανειστές πράττουν ορθά, προς το δικό τους συμφέρον, το ορατό τουλάχιστον. Ο,τι βιώνουμε εμείς ως καταστροφή και ιστορική υποβάθμιση, μπορεί για τους δανειστές να είναι ακριβώς το επιδιωκώμενο: η ορθολογική, αν και βίαιη, προσαρμογή σε αυτό που πράγματι αξίζει να είναι η Ελλάδα, μια χώρα λίγο πάνω από τη Βουλγαρία.

Το ζήτημα είναι, πρώτον, πώς αυτή η πολιτική λιτότητας και ύφεσης βοηθά την Ευρώπη συνολικά να σταθεί στα πόδια της, χωρίς να πυροδοτεί κοινωνικές εκρήξεις και πολιτική αστάθεια. Δεύτερον, πώς αυτή η πολιτική χτίζει μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, με τεράστιες αποκλίσεις και με αλλεπάλληλες παραβιάσεις του κοινοτικού κεκτημένου και του ευρωπαϊκού νομικού-πολιτικού πολιτισμού· άρα μπορεί να πυροδοτήσει κύμα αντιευρωπαϊσμού. Τρίτον, πώς η Ελλάδα αντιμετωπίζει την τρομερή ύφεση που την πλήττει: με ποιές ιδέες, ποια βούληση και ποιο φρόνημα αντιμάχεται την κρίση και προσπαθεί να σταθεί όρθια.

Στα δύο πρώτα ζητήματα, στο ευρωπαϊκό πεδίο, η Ελλάδα δεν μπορεί να αλλάξει τον ρου ή να ανατρέψει συσχετισμούς δύναμης, αλλά μπορεί να πράξει το θεμελιώδες: να θέσει το πρόβλημά της και να προτείνει κοινές λύσεις που θα περιλαμβάνουν την ίδια. Στο τρίτο όμως η ευθύνη και η δράση είναι δικές μας, των Ελλήνων.

Τα τρία χρόνια ύφεσης, με όλο τον πόνο που έχουν προκαλέσει, έχουν προσφέρει και μια πολύτιμη, παρότι επώδυνη, πείρα. Η πτώση έδειξε τις αδυναμίες του παραγωγικού μοντέλου, τις αδυναμίες της διοίκησης και των θεσμών, την ενδημική διαφθορά, τις ενδοταξικές αδικίες· όλα όσα εκαλύπτοντο κάτω από το δάνειο χρήμα και την αμοιβαία εξαχρείωση ελίτ και πελατών. Δεν υπάρχει γυρισμός σε αυτό το χρεοκοπημένο μοντέλο δημόσιου βίου και παρασιτικής οικονομίας.

Αντιμετωπίζουμε ήδη το υπαρκτό πρόβλημα της «χαμένης γενιάς», με όρους όχι μόνο εργασιακούς και οικονομικούς, αλλά και δημογραφικούς, ιστορικούς και εθνικούς. Οι νέοι που μεταναστεύουν και οι νέοι που ενηλικιώνονται στο πουργατόριο της ανεργίας αφαιρούνται πολλαπλασίως από τον εθνικό κορμό, σε βάθος χρόνου και με πολλούς δυσμενείς τρόπους. Επιπλέον, αντιμετωπίζουμε το επίσης υπαρκτό πρόβλημα της πληβειοποίησης της μεσαίας τάξης, με ανάλογους όρους. Μπορούμε να φανταστούμε την Ελλάδα, σαν ευρωπαϊκή, δυτική χώρα, αναπτυσσόμενη και με στοιχειώδη συνοχή, χωρίς νέους ανθρώπους και χωρίς μεσαία τάξη; Χωρίς νέο αίμα και χωρίς ραχοκκαλιά; Αυτό πρέπει να σκεφτούμε, πρώτα απ’ όλα, σε συλλογικό επίπεδο, δηλαδή πολιτικά· αυτή η σκέψη θα ορίσει και το ατομικό. Κανείς δεν θα σωθεί μόνος του ενάντιος σε όλους τους άλλους.

εικόνα: Unexposed, 40 νέες γυναίκες εικαστικοί που ζουν και δημιουργούν στο Ιράν εκθέτουν 70 έργα τους.

Τις τελευταίες ημέρες, είναι διάχυτη η εντύπωση ότι οι πολιτικοί χειρισμοί της κυβέρνησης στο εργασιακό και κοινωνικό πεδίο της προσφέρουν ελάχιστο πολιτικό όφελος ― μάλλον τη φθείρουν. Οι επιστρατεύσεις στις συγκοινωνίες και την ακτοπλοΐα, ως επίδειξη πυγμής, κατάφεραν προσώρας να αποκαστατήσουν την κανονική ροή σε κρίσιμους τομείς της κοινωνικής ζωής, αλλά την ίδια στιγμή η αμείλικτη υλική πραγματικότητα υπονόμευσε καίρια το μεταδιδόμενο κλίμα ότι αρχίζει το τέλος των θυσιών. Οι μεγάλες περικοπές στις συντάξεις, η η δρομολόγηση χιλιάδων απολύσεων στο δημόσιο, και κυρίως οι διαρροές για την υπερφορολόγηση των ακινήτων, προκαλούν αίσθηση ασφυξίας στη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού.

Η διευρυνόμενη ένδεια σημαδεύτηκε από παράλληλα γεγονότα στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, φαινομενικά ασύνδετα, που όμως πυροδοτούν το καθένα με τον τρόπο του μια έντονη φυγοκέντρηση στο κοινωνικό σώμα, στα όρια της εξάρθρωσης και της ανθρωπιστικής κρίσης. Τέτοια γεγονότα με συμβολικό περιεχόμενο ήταν, ας πούμε, η διανομή δωρεάν λαχανικών έξω από το υπουργείο, που οδήγησε σε εικόνες αναγκεμένου όχλου· η επίδειξη ισχύος του νεοναζιστικού μορφώματος στην καρδιά της πρωτεύουσας αλλά και σε τόπους παροχής υπηρεσιών υγείας· τέλος, η συζήτηση που συνόδεψε τη σύλληψη των νεαρών αναρχικών ληστών.

Στα παράλληλα, ασύνδετα γεγονότα, διαβλέπουμε μια ισχυρή ροπή προς συμπεριφορές ακραίες και κυρίως καινοφανείς, αδιανόητες πριν ελάχιστα χρόνια. Για τον προσεκτικό παρατηρητή είναι προφανές ότι η κρίση, με τη φτώχεια και την ανεργία που συνεπιφέρει, οδηγεί σε πρωτόγνωρες ρηγματώσεις του κοινωνικού σώματος· πλήττει σκληρά τον κόσμο των μισθωτών και μικροεπιχειρηματιών, πλήττει τους μικροϊδιοκτήτες και τη μεσαία τάξη, πλήττει ανελέητα τη νεολαία. Σταδιακά, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αισθάνονται ανήμπορα και αποκλεισμένα, εκτοπισμένα, εκτός κοινωνίας και ιστορίας. Ακόμη και όσοι αντέχουν υλικά, αφενός, αισθάνονται πια ασήκωτο το βάρος των υπολοίπων, όσων βουλιάζουν, αφετέρου, δεν βλέπουν φως, δεν έχουν κάτι να πιαστούν. Κατά κάποιο τρόπο, το κεϋνσιανό παράδοξο της φειδούς στην υφεσιακή οικονομία συνυπάρχει με μια παράλυση του ηθικού και του φρονήματος σε κάθε κοινωνική ομάδα.

Ιστορικά, η πολιτική πυγμής δεν μπορεί να συνεχίζεται επί μακρόν· η αυστηρή τιμωρία των απειθών χωρίς παράλληλη επιβράβευση των ευπειθών, κινδυνεύει να φτάσει στο αντίθετο αποτέλεσμα: να απευθύνεται σε μια κοινωνία ανθεκτική στην τιμωρία, αναίσθητη στο φόβο, επιρρεπή στη βαναυσότητα και την ακραία αντίδραση. Αυτό μας δείχνει η αυξανόμενη επιρροή της ακραίας Χρυσής Αυγής: το απωλεσθέν νόημα αναζητείται στη βαναυσότητα και την ένστολη αγέλη. Αυτό δείχνει η απόδραση μέρους της νεολαίας προς τον μηδενισμό και τη βία: δεν βρίσκουν νόημα και αξιακό πλαίσιο, αλλά ούτε και δουλειά.

Για την ανάσχεση της ροπής προς βαναυσοποίηση και μηδενισμό, αυτού του άλογου κύματος, οι λύσεις αναμένονται πρωτίστως από έναν ριζικά ανανεωμένο πολιτικό λόγο και πράξη, από μια νέα γενική διάνοια γαλβανισμένη μες στην οδυνηρή συγκυρία. Αυτή είναι η τεράστια πρόκληση, αμφίπλευρα, προς τους υπάρχοντες σχηματισμούς και τις ηγεσίες τους: θα απαντήσουν ή θα διαλυθούν.

stoma

Κάποιος εκ του προχείρου αναλύει τους γονείς των νεαρών αναρχικών ληστών. Οχλος, απόγνωση, σύγχυση, κατάκριση των πάντων, και μια δριμεία ανησυχία όλα τα τυλίγει και περουνιάζει κόκκαλα.

Από την περασμένη Κυριακή η ανησυχία γυρνούσε εναλλάξ σε θλίψη και δύσπνοια, διαρκώς: σκεφτόμουν τα παιδιά και τους γονείς σε αυτόν τον χαλασμό της μεσαίας τάξης, ένιωθα δυσοίωνο το εγγύς μέλλον, έβλεπα κλειστές πύλες μπρος στον κάθε εικοσάχρονο, κι ένιωθα επίσης το μίσος και το χάσμα, τον γκρεμό: «Οτι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής. Τί στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. Ζ13)

Ακαριαία ανέτρεξα σ’ ένα γραφτό πριν δύο χρόνια ακριβώς, (και αυτό) που μου το θύμισε κι ένας φίλος. Εγραφα με μια τεράστια απορία: Για τον θυμό των νέων και για τη διακοπή στην επαφή με τους γονείς, με αφορμή όσα αφηγούντο οι γονείς των συλληφθέντων μελών της Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς. Αυτό:

«[…] Σε αυτούς τους γονείς και σε αυτά τα παιδιά αναγνώριζα κάτι από τις οικογένειες των φίλων μου, και από τη δική μου οικογένεια, οικογένειες, ας πούμε, κανονικές, συνηθισμένες, μικρομεσαίες οικονομικά, με δύο γονείς που δουλεύουν και λείπουν αρκετά απ’ το σπίτι, με παιδιά που παρακολουθούν βαριεστημένα το σχολείο, που ακούνε ροκ και χιπ-χοπ, παίζουν γκέιμς, σουλατσάρουν σε ίντερνετ καφέ, τυραννιούνται με φροντιστήρια, δίνουν πανελλήνιες, φλερτάρουν, κοιμούνται μέχρι αργά, ξενυχτάνε, ψιλοκαυγαδίζουν με τους γονείς τους, τρώνε μαζί τις Κυριακές, επισκέπτονται τους παππούδες και τους νονούς δις τους έτους κ.ο.κ.

»Και ξάφνου, διαβάζω, η σχέση διακόπτεται, απότομα. Το παιδί αναχωρεί απ’ την εστία, μετακομίζει σε δικό του σπίτι, η επαφή αραιώνει ή χάνεται για μήνες, τα τηλεφωνήματα αραιώνουν, γίνονται με “απόκρυψη”. Αυτή η διακοπή με πάγωσε πιο πολύ απ΄όλα. Γιατί; Πώς; Τι θέλει να πει αυτή η διακοπή, η απόκρυψη, η απόσταση, η ρήξη;

»Μπαίνω στη θέση του ‘διακοπέντος’ γονιού: Τι έκανα στραβά; Τι κάνω λάθος; Μπορεί όλα να είναι λάθος, μπορεί και τίποτε. Είναι θυμός, είναι πλήξη, είναι αίσθηση αποκλεισμού; Τι θυμώνει τον νέο τόσο, που διακόπτει τη σχέση με το σπίτι του και ενώνει το θυμό και το χνώτο του με συνομηλίκους όμοια θυμωμένους; Θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει κάτι μόνος του, ενάντιο ίσως στον ‘σάπιο’ κόσμο των μεγαλύτερων, των εξουσιών, των συστημάτων που τον ντρεσάρουν και τον αποκλείουν; Ενδεχομένως. Είναι η βία ενδημική πια στους νεότερους, κατοπτρική ενός βίου αποθηριωμένου, βίου ευκαιριών ανταγωνισμού, βίου δυνητικής χλιδής και διαρκούς φενάκης, βίου με είδωλα πλουτισμού και καμία ηθική ευθύνη, βίου ατομοκεντρικού και άπιστου, χωρίς σταθερές, χωρίς αξιακές αναφορές; Κι αυτά ισχύουν.

»Κάτι λείπει όμως για να το καταλάβω ολόκληρο. Πιάνω κομματάκια μόνο, κομματάκια ενός θρυμματισμένου κόσμου, που παράγει απέραντο θυμό, βία, αυτοκαταστροφή, διακοπή σχέσεων και αποκλεισμό. Αυτοτροφοδοτούμενες παρέες οργισμένων νέων, αγέλες υπαρξιακά θυμωμένων, που επιστρέφουν στην κοινωνία τον δηλητηριώδη θυμό που τους έχει προξενήσει. Αμετουσίωτη οργή, χωρίς μετασχηματισμό της, χωρίς διέξοδο για ανακούφιση, για αυτοσυγχώρεση και συγχώρεση του άλλου, χωρίς συμπόνια και έλεος, σαν ένα αρχέγονο τραύμα που διαρκώς πονάει. Αυτό το τραύμα, βουβό και χαίνον, βρίσκεται στο σώμα της κοινωνίας, ακατανόητο και ου φωνητό, αυτό δεν θέλουμε όχι να το ψαύσουμε αλλά ούτε καν να ακούσουμε ότι ίσως υπάρχει. Κι ας πονάει.

»Μακάρι να μας γελάει το ένστικτο, μακάρι να πέφτουμε έξω, μακάρι οι φόβοι να είναι παράλογοι, αλλά αυτά τα σημάδια του θυμού, της ρήξης του κανονικού, της “διακοπής” και της “απόκρυψης”, της υπαρξιακής οργής της αγέλης, είναι σημάδια για πέτρινα, για μολυβένια χρόνια. Μακάρι να πέφτουμε έξω.»

Εξακολουθώ να απορώ· και να εύχομαι, με μεγαλύτερη ένταση, με πυρετό: Μακάρι να πέφτω έξω.

[«Βρισκόμαστε στο χώρο της σιωπής. Είτε μιλήσεις, είτε όχι, ούτε θ’ αποκαλύψεις ούτε θα προσθέσεις τίποτα σε τούτη την επίγεια κόλαση. Καλύτερα λοιπόν να μη μιλήσεις. Και τι θα πεις εσύ ο νεκρός, με τόσα χώματα στη γλώσσα;» – Τάκης Σινόπουλος, Ο Χάρτης]

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Τα παιδιά του Δεκέμβρη (PDF): Από τον συλλογικό τόμο «Τάξη και Αταξία. Οι νέοι φωνάζουν», επιμέλεια: Αιμίλιος Λιάγκης. Εκδόσεις Ακρίτας, 2011.
Πύλη προς το έλλογο, 21 Δεκεμβρίου 2008
Πώς μιλάμε το συμβάν; 4 Δεκεμβρίου 2009

implosion

Η έλευση της δόσης χαιρετίζεται ως αρχή του τέλους της βαβυλώνειας αιχμαλωσίας. Ο πονεμένος λαός επιστρέφει πάλι στη γη Χαναάν, του δίδεται η χάρις της ευρωπαϊκής του οικογένειας. Μακάρι να είναι έτσι. Μακάρι να πλησιάζουμε σε ένα ορατό πέρας. Η δύσκολη χρονιά που ανοίγεται μπροστά μας θα είναι κρίσιμη από κάθε άποψη, θα δοκιμάσει τις υλικές και ψυχικές αντοχές μας, και δεδομένης της πλούσιας ήδη εμπειρίας βασάνων και δοκιμασιών, θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε αν φτάνουμε σε ένα ανακουφιστικό τέλος.

Εν τω μεταξύ, η συνολική πολιτική κίνηση εντός της Ευρώπης και εντός του κόσμου μάς δείχνει ότι η επιστροφή στην προτέρα κατάσταση, προ κρίσεως, δεν είναι απλή ούτε κοντινή. Η μείζων ιστορική κίνηση που ξεκίνησε το 1989-90, με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ακολουθήθηκε από σκληρούς περιφερειακούς πολέμους και αναστατώσεις. Η μείζων χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 κορύφωσε την αστάθεια σε όλο τον κόσμο, και αρχής γενομένης με την ελληνική πτώχευση, μεταφέρθηκε σφοδρή και μεταμορφωμένη στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού σχηματισμού ως κρίση χρέους και ως κρίση κυριαρχίας. Για πολλούς λόγους, αυτή η ευρωπαϊκή κρίση μπορεί να θεωρηθεί όχι παροδική και επιλυόμενη με τεχνικά-οικονομικά εργαλεία, αλλά δομική, στάδιο ενός μείζονος ιστορικού μετασχηματισμού, κατά τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ενωση και τα έθνη που την απαρτίζουν καλούνται να επαναπροσδιορίσουν ριζικά τη θέση τους στον κόσμο, τις σχέσεις μεταξύ τους, τις εθνικές ταυτότητες, την ταυτότητα της ομοσπονδίας, και πάνω απ’ όλα τις σχέσεις ηγεμονίας και εξουσίας εντός του όποιου ομοσπονδιακού μορφώματος.

Στην Ελλάδα έχουμε το τραγικό προνόμιο να ζούμε αυτόν τον μετασχηματισμό πρώτοι και με μοναδική σφοδρότητα. Είμαστε ένα είδος πειραματόζωου, πάνω στο οποίο δοκιμάζονται λύσεις και μη λύσεις, αποφάσεις και αναβολές, αν η κοινωνία αντέχει και για πόσο καιρό, αν η κοινωνία και η κρατική δομή μπορούν να μετασχηματιστούν με άνωθεν εντολές και έξωθεν βούληση, αν η δημοκρατία αντέχει να λειτουργεί με παρακάμψεις και δολιχοδρομίες.

Αντέχουμε; Πόσο θα αντέξουμε; Από τη διαπίστωση της πτώχευσης, την άνοιξη του 2010, έως σήμερα, το ερώτημα της κατάρρευσης επανέρχεται διαρκώς, και μαζί του η πιθανολόγηση μιας κοινωνικής έκρηξης. Το ερώτημα περιέχει την υπαρξιακή αγωνία ημών των αυτοχθόνων, που ζούμε την κρίση, που είμαστε η κρίση· αλλά και την ειλικρινή διερώτηση των ετεροχθόνων, πλησιέστερων ή πιο απομακρυσμένων από τα δικά μας πάθη, στο μέτρο που η ελληνική εμπειρία προδιαγράφει εξελίξεις για όλη την Ευρώπη. Εξ ου και η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος.

Τι διαισθάνεται λοιπόν ένας αυτόχθων που βιώνει την κρίση αδιαλείπτως επί τριετία; Κατά την προσωπική μας άποψη, η κατάρρευση είναι πάντα πιθανή, αν και λιγότερο πιθανή όσο περνά ο καιρός και εφόσον η Ευρώπη συνεχίσει να δρά και όχι να αναβάλλει. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι έτσι ενεργεί η Ευρώπη, με αναβολές και ημίμετρα, συχνά και με εσκεμμένα λάθη. Ο κίνδυνος ενός ατυχήματος λοιπόν, η εμφάνιση ενός μαύρου κύκνου δεν μπορεί να αποκλειστεί κατ’ ουδένα τρόπο· πολύ περισσότερο, που η παρελθούσα τετραετία είναι γεμάτη από μαύρους κύκνους του Ταλέμπ.

Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μιας ανεξέλεγκτης κοινωνικής έκρηξης. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τις αντοχές μιας κοινωνίας που χάνει το 25% του ΑΕΠ και οδεύει προς το 30% ανεργίας, με εκτενή τμήματά της να πληβειοποιούνται, που μέσα σε μια διετία χάνει όρους διαβίωσης κερδισμένους στη διάρκεια τουλάχιστον μιας γενιάς. Η βία αυτής της υλικής αλλαγής, μια πολεμική απώλεια σχεδόν, διαμορφώνει αναλόγως βίαια το συλλογικό φαντασιακό, και δοκιμάζει την κοινωνική συνοχή.

Ολα τούτα όμως δεν συνεπάγονται γραμμικά μια κοινωνική έκρηξη, τουλάχιστον όχι όπως τη προεικονίζουμε νοερά, με όσα γνωρίζουμε από την ιστορία. Διότι η ιστορία παρέχει και άλλα αντιδιαμετρικά παραδείγματα, το παράδειγμα της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ λ.χ.: Η καταστροφική διακυβέρνηση του Γέλτσιν, η ακραία φτώχεια, η μαζική μετανάστευση και η πειρατεία των ολιγαρχών επί του εθνικού πλούτου δεν οδήγησαν τον ρωσικό λαό σε έκρηξη, αλλά σε παράλυση. Χωρίς παράδοση πολιτικών αγώνων επί μακρόν, χωρίς δημοκρατική παιδεία, οι Ρώσοι, ένας μεγάλος ιστορικός λαός, υπέμειναν παθητικά και τον Γέλτσιν, τους ολιγάρχες και τις μαφίες και την ταπείνωση, έως την εμφάνιση του νεοτσάρου Πούτιν.

Οι διαφορές της ελληνικής περίπτωσης από τη ρωσική είναι ίσως περισσότερες από τις ομοιότητες. Στην Ελλάδα η δημοκρατική παράδοση είναι ζωντανή και με ρίζες, η πολιτική αγωνιστικότητα υψηλή, το επίπεδο διαβίωσης υψηλό· οι άνθρωποι δεν δέχονται να τα χάσουν όλα χωρίς αντίδραση. Από την άλλη, η υπερδιογκωμένη μεσαία τάξη, τυπικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας, δεν μπορεί να διατηρήσει την ευημερία της χωρίς σύστοιχη ανάπτυξη της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής, ιδίως της βιομηχανικής. Οι υπηρεσίες, η οικοδομή, το χρηματιστήριο, τα δανεικά, μπορούν να παρατείνουν την ευημερία, αλλά όχι για πολύ. Οι φούσκες της ισχυρής Ελλάδος έσκασαν όλες ― και έσκασαν και σε άλλες χώρες. Η διαρκής και άφρων πιστωτική επέκταση του ’90 και η έκρηξη δημόσιου χρέους στα χρόνια του ευρώ, επέτρεψαν μεν στη μεσαία τάξη να ευημερεί, αλλά πάνω σε πήλινα πόδια, διότι δεν συνοδεύτηκε από κανενός είδους παραγωγική αναδιάρθρωση. Ούτε ο τουρισμός ούτε οι αλυσίδες λιανικής με γκάτζετ και σάντουιτς μπορούν να θεωρηθούν βιομηχανία με υψηλή προστιθέμενη αξία και δυνατότητες απασχόλησης.

Πάνω σε αυτή την υλική βάση πρέπει να δούμε τα ψυχοκοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της κρίσης, άρα και την αγωνιώδη διερώτηση περί έκρηξης και κατάρρευσης. Πλάι σε όλα τα ενδεχόμενα λοιπόν, της ανάσχεσης της πτώσης, της ανάκαμψης, του μετασχηματισμού, της έκρηξης, ας έχουμε κατά νου και το ενδεχόμενο της ενδόρρηξης, μιας κατάρρευσης προς τα έσω, με χαρακτήρες παθητικότητας, παράλυσης, μοιρολατρικής υποταγής και αυτοεγκατάλειψης. Ενα ενδεχόμενο ετερόνομης δυστοπίας, ανάμεσα σε άλλα. Το οποίο όμως προϋποθέτει ότι θα έχουν εν τω μεταξύ χαθεί η πολιτική βούληση, η πίστη στη ζωή, η εθνική μνήμη, η δημοκρατική παράδοση ― αυτό κανείς δεν μπορεί να το πιστέψει.

[…]

Μέσα σε δύο χρόνια, η ελληνική μεσαία τάξη, απέραντη και αδιαφοροποίητη, είδε να καταστρέφεται ανεπανόρθωτα η συνθήκη ευπρεπούς διαβίωσης και να απειλείται η συνθήκη αξιοπρεπούς επιβίωσης. Η κατάσταση ραγδαίας αποπτώχευσης επιδεινώνεται από την απουσία κοινωνικού διχτυού προστασίας και από την ταυτόχρονη αποδυνάμωση του κράτους λόγω δημοσιονομικής αποστράγγισης.

Αυτή η απότομη μετάπτωση των υλικών προϋποθέσεων του βίου δεν είναι δυνατόν να απορροφηθεί ομαλά· το ένστικτο επιβίωσης αφυπνίζεται βίαια και εκβάλλει ορμητικά, ανά πίδακες: σαν αγανάκτηση, σαν τυφλή οργή, σαν φόβος, σαν απόγνωση. Την πολυτέλεια της έλλογης αντίδρασης έχουν πλέον μόνο όσοι διατηρούν την εργασία τους, κάποια υλικά αποθέματα: αυτοί διαπνέονται από φόβο, μήπως χάσουν και αυτά τα λίγα που διαθέτουν. Ως εκ τούτου ο φόβος μετριάζει την οργή και υπαγορεύει μια συμπεριφορά πιο συντηρητική. Οι υπόλοιποι, όσοι δεν έχουν να χάσουν τίποτε, διότι τα έχουν χάσει όλα, δεν έχουν καν την πολυτέλεια της οργής: παραδίδονται στην απόγνωση.

Η διάκριση θυμικού – λογικής άρα, που ακούγεται τώρα σαν ερμηνευτικό σχήμα του θρυμματισμένου και πολωμένου πολιτικού τοπίου, πρέπει να τεθεί ορθότερα με τέτοιους όρους: φόβος – απόγνωση. Οσοι μπορούν ακόμη να νιώσουν φόβο κι όσοι είναι τόσο απελπισμένοι που δεν φοβούνται τίποτε χειρότερο.

Ισως είναι άκαιρο, αλλά ας το επιχειρήσουμε: Κάτω από το υλικό ρήγμα, το ρήγμα στη βιοτή και στην ύπαρξη, χάσκει κι άλλο ρήγμα πιο σκοτεινό και βαθύ· ρήγμα στην κοινωνική συνοχή, στην αίσθηση του συνανήκειν, ρήγμα πολιτισμικό και ψυχικό. Η ραγδαία επιδεινούμενη ανισότητα καταδεικνύει νέους ταξικούς διαχωρισμούς, με πρωτοφανή ένταση, τέτοια που η νεοελληνική κοινωνία δεν θυμόταν επί σχεδόν μισό αιώνα. Ο διαχωρισμός μάλιστα βιώνεται ψυχικά όχι μόνο βάσει της διάκρισης “έχοντες και μη έχοντες”, αλλά πολύ βαθύτερα, στο πεδίο της γυμνής ύπαρξης: σαν διάκριση μεταξύ αυτών που σώζονται και αυτών που βουλιάζουν. Αυτή η ελλοχεύουσα διάκριση δρα σαν βόμβα διασποράς στο κοινωνικό σώμα, στο μέτρο που θραύει τις συμβατικές κοινωνικές αναπαραστάσεις και μετασχηματίζει βίαια τη συλλογική ψυχή.

Μετά το κατώφλι του φόβου, στην περιοχή της απόγνωσης, αίρονται οι αυτοπεριορισμοί, οι αναστολές, οι ενοχές, οι μετουσιώσεις των αρχέγονων ενορμήσεων, όλα τα σχήματα που παράγουν πολιτισμό. Τώρα ο πολιτισμός, ο δύσθυμος πολιτισμός της πτώχευσης και της χρεοκοπίας του βίου, προσλαμβάνεται σαν πηγή δυστυχίας. Σε κατάσταση αθυμίας, σε υπαρξιακό limbo, όταν η ύπαρξη βιώνεται σαν διαρκές ρήγμα και πτώση, χωρίς προσδοκία φωτός, όλα μπορούν να συμβούν.

Κάπως έτσι μπορεί να αναγνωσθεί η λεγόμενη ακραία πολιτική συμπεριφορά, η ακραία ψήφος λόγου χάριν, η ψήφος εναντίον του συστήματος ― ό,τι κι αν εννοεί σύστημα ο εκλογέας μέσα σε τέτοια θυμική-υπαρξιακή καταιγίδα. Κάπου εκεί θα ανιχνεύσουμε το υλικό υπόστρωμα της πολιτικής αστάθειας: σε ένα κοινωνικό σώμα που το διατρέχουν ηλεκτρικά φορτία φόβου και απόγνωσης.

Ενώπιον αυτής της πολυρηγμάτωσης υπάρξεων και συνειδήσεων, τα καθήκοντα όποιας ηγεσίας αναδυθεί, όποιας κυβέρνησης προκύψει από την εκλογή της 17ης Ιουνίου, είναι τεράστια και πολύμορφα. Το πιο επείγον όμως είναι η άμεση υλική ανακούφιση των απελπισμένων και η ψυχική τους επανασύνδεση με το σώμα των επιπλευσάντων. Αυτή είναι η ουσιώδης επαναδιαπραγμάτευση: η ανάκτηση της ανθρωπιάς. Τα θύματα της κρίσης δεν είναι οι ανάξιοι, οι χειρότεροι, οι απόβλητοι, όπως πιθανότατα αισθάνεται ένας νοικοκύρης οικογενειάρχης που έμεινε άνεργος. Ο κοινωνικός βίος δεν είναι άλογος, δεν είναι αρένα μίσους, δεν είναι το χομπσιανό σύμπαν του bellum omnium contra omnes: αυτό πρέπει πρώτα να αποκατασταθεί.

Αυτή η αποκατάσταση, που τίποτε δεν έχει να κάνει με αποκατάσταση της παλαιάς ερειπωμένης τάξης, είναι δυνητικά έναρξη αναγέννησης. Είναι οι σπίθες μες στη στάχτη.

H προχθεσινή δημοσκόπηση της Public Issue για την Καθημερινή συγκεφαλαιώνει το πολιτικό μωσαϊκό: εννέα κόμματα στη Βουλή, κάμψη της αποχής, απαισιοδοξία για τη χρεοκοπία της χώρας, απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στη μεταβατική κυβέρνηση συνεργασίας. Οι προορισμοί της δημοσκοπικής προτίμησης θα μπορούσαν να μπουν σε τρεις κατηγορίες.

Πρώτη, η κατηγορία των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων: και τα δύο μεγάλα κόμματα μαζί πασχίζουν αθροιζόμενα να συγκεντρώσουν ποσοστό αυτοδυναμίας, δηλαδή ό,τι συγκέντρωναν από μόνα τους στο παρελθόν. Είναι φανερό ότι η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει με μόνιμη καχυποψία τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα επί τριάντα χρόνια και την οδήγησαν στη γνωστή κατάσταση. Αρα ακόμη και η κυβέρνηση συνασπισμού των δύο κομμάτων εξουσίας, που φαίνεται να προωθείται, δεν θα καθησυχάσει την κοινή γνώμη ούτε θα εξασφαλίσει ευρύτερη συναίνεση. Λογικό: οι πολίτες της χρεοκοπημένης χώρας έχουν μνήμη και πικρή πείρα από τις ικανότητες των προσώπων που κυβέρνησαν τα χρόνια του εκτροχιασμού. Η αυτοκριτική στην οποία πολύ όψιμα και πολύ άτολμα καταφεύγει αυτές τις μέρες, εν όψει εκλογών, δεν μπορεί να σώσει το μοιραίο πολιτικό προσωπικό από την κατακραυγή και την εκλογική συντριβή.

Δεύτερος πόλος δημοσκοπικής προτίμησης, η άκρα δεξιά. Ο ΛΑΟΣ διακινδυνεύει πλέον τη θέση του στο κοινοβούλιο, λόγω του ακραίου καιροσκοπισμού του, και λόγω της ορμητικής εισόδου στο ακροδεξιό φάσμα δύο νέων δυνάμεων. Η μία είναι παλιά, καταγραμμένη ήδη στον Δήμο Αθηναίων: η νεοφασιστικής-ρατσιστικής ρητορικής Χρυσή Αυγή. Η άλλη είναι η εθνικιστικής-αντιμνημονιακής ρητορικής κίνηση του βουλευτή Πάνου Καμμένου, διαγραμμένου από τη ΝΔ. Αθροιζόμενη η άκρα δεξιά φτάνει το 11,5%, ποσοστό πρωτοφανές αλλά αναμενόμενο: τα αστικά κόμματα του μεσαίου χώρου δεν μπορούν πλέον να παράγουν πολιτική, αδυνατούν ακόμη και να διαχειριστούν την σφοδρή κοινωνική κρίση και τον φόβο. Σε αυτό το περιβάλλον της παγωμένης μεταδημοκρατίας και απουσίας πολιτικής διεξόδου, η μεσαία τάξη, έμφοβη και πληβειοποιημένη, στρέφεται προς τα άκρα. Ο σκληρός, ωμός λόγος της άκρας δεξιάς σπεκουλάρει πάνω στην ανασφάλεια, την ανεργία και την ξενοφοβία. Και κερδίζει.

Τρίτος προορισμός, η πλειοψηφική, πλην όμως πολυδιασπασμένη, ετερόκλητη και αλληλοαποκλειόμενη αριστερά. Μόνο κοινό χαρακτηριστικό, η ολοφάνερη απροθυμία όλων των αριστερών κομμάτων να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πτωχευμένης, εξαρθρωμένης χώρας. Η αντιπολίτευση, λιγότερο ή περισσότερο συνεπής ως προς τον εαυτό της, είναι το προσφιλές πεδίο των κομμάτων της αυτοαναφορικής αριστεράς. Κανένα δεν προβάλλει πειστική πρόταση εξουσίας. Ακόμη και η δημοσκοπική φούσκα της ΔΗΜΑΡ συντηρείται χάρη στην επαμφοτερίζουσα αντιπολίτευσή της, και στη ροή κεντρογενών ψηφοφόρων από το διαλυόμενο ΠΑΣΟΚ.

Με όσα βλέπουμε τώρα: Οι επικείμενες εκλογές θα σαρώσουν παλαιά πρόσωπα, θα φθείρουν παλαιούς σχηματισμούς, θα πολώσουν, αλλά δεν θα αρκέσουν να δώσουν ένα νέο βιώσιμο μπλοκ εξουσίας. Θα χρειαστούν κι άλλες εκλογές.

Η ιστορία δεν τέλειωσε. Δεν τελειώνει. Τώρα όμως η ιστορία εκδηλώνεται ως κρίση, διαρκής, αμείλικτη, σφοδρή, και επιπλέον εκδηλώνεται επί των κεφαλών μας, σαρώνοντας ρουτίνες βίου και νοητικά εργαλεία. Ημασταν απροετοίμαστοι πολλαπλώς, αλλά και ποιος δεν ήταν σε Ευρώπη και ΗΠΑ; Ελαχε στην Ελλάδα όμως να είναι ο πρώτος κρίκος που σπάει.

Ας υποθέσουμε τώρα, βάσιμα δυστυχώς, ότι η κρίση θα διαρκέσει ― ίσως μια γενιά. Πώς θα επιζήσουμε; Τα τελευταία δύο χρόνια, αν μη τι άλλο αποκτήσαμε την πικρή γνώση ότι λύσεις ανώδυνες δεν υπάρχουν, μάθαμε επίσης ότι από την πολιτική τάξη που οδήγησε σε παρακμή το κράτος και τους θεσμούς, δεν έχουμε να ελπίζουμε τίποτε, ειμή μόνον την εξαφάνισή της. Αρα; Η κοινωνία, οι πολίτες, πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη του βίου τους και της οργάνωσής του. Επειδή μάλιστα η κρίση έχει καινοφανείς χαρακτήρες και επειδή δεν υπάρχουν διεθνείς αναφορές ή, έστω, εύκολα παραδείγματα, οι απαιτήσεις είναι ακόμη υψηλότερες: απαιτείται να επινοήσουμε νέα εργαλεία για να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε την κρίση.

Η δυστυχία μας, υπό όρους, είναι και ιστορικό πλεονέκτημα: εφόσον ο μετασχηματισμός είναι global και εφόσον εκδηλώνεται πρώτα στη δική μας αυλή, η κατανόηση και αντιμετώπισή του μπορεί να μας προσφέρει ένα χρονικό πλεονέκτημα· ναι μεν είμαστε οι πρώτοι που πληττόμεθα, αλλά ίσως να είμαστε και οι πρώτοι που θα εξέλθουμε από την κρίση με γνώση και ορμή.

Κατά τούτο και εφόσον ξεπεράσουμε εγκαίρως το σοκ και τον φόβο, εφόσον δεν διαρραγεί ανέκκλητα ο κοινωνικός ιστός, οι εγχώριες διεργασίες, νοητικές και πρακτικές, για την υπέρβαση της κρίσης και την εύρεση νέας ισορροπίας, θα είναι πολύτιμες για όλη την Ευρώπη. Η Ελλάδα μπορεί πράγματι να αποβεί εργαστήριο του μέλλοντος, όχι όμως προς την κατεύθυνση της δυστοπίας που βιώνουμε τώρα, αλλά προς την κατεύθυνση μιας άλλης ευτοπίας, ενός άλλου μοντέλου ευημερίας που θα οικονομεί πιο σοφά τους φυσικούς και ανθρωπογενείς πόρους. Για να φτάσουμε όμως στην φωτεινή θύρα, που την φανταζόμαστε τώρα μακριά, οφείλουμε καταρχάς να συγκλίνουμε και να ενώσουμε δυνάμεις. Και να δούμε τους εαυτούς μας με τόλμη και παρρησία, αφήνοντας πίσω ναρκισσιστικές διαφορές και παλαιές ιδεολογίες· απαντώντας επίσης αποφασιστικά στα κυνικά ιδεολογήματα του καταστροφικού καπιταλισμού, τα οποία αυτοπροβάλλονται ως μόνη εναλλακτική.

Η δράση, η vita activa, η αποτελεσματικότητα δεν αποκλείουν τη σκέψη· μάλιστα η σκέψη είναι η διαρκής τους προϋπόθεση. Μαζί με την δράση, ξανασκεφτόμαστε λοιπόν τους εαυτούς μας, ως προς την παράδοση, τη λησμονημένη ή υπερερμηνευμένη και αποχυμωμένη, και ως προς το ρευστό παρόν, ξανασκεφτόμαστε τις γεωπολιτικές μας δυνατότητες, τις τώρα παραμερισμένες λόγω φόβου και αυτοϋποτίμησης, ξανασκεφτόμαστε την ευρωπαϊκή μας μοίρα. Ας γυρίσουμε τη φόδρα: Αν δεν νοείται Ελλάδα εκτός Ευρώπης, πώς άραγε νοείται Ευρώπη χωρίς Ελλάδα; Και ας το θέσουμε όχι μόνο πολιτισμικά, που ήδη είναι σημαντικό, αλλά και γεωπολιτικά και γεωοικονομικά· η Ελλάδα συνεισφέρει μοναδικά πλεονεκτήματα στην Ευρώπη. Ετσι πρέπει να συζητάμε με τους συνευρωπαίους μας: στέλνοντας τους αληθινή πληροφορία, αληθή αισθήματα, ειλικρινείς πρωτογενείς σκέψεις. Διότι η δεινή μοίρα τώρα μας αναγκάζει να υπερασπισθούμε την Ελλάδα για να την παραλάβουμε σώα και ανακαινισμένη, λειτουργική σε νέα ιστορικά συμφραζόμενα· αυτός ο αγώνας, και η εμπειρία της διάσωσης-ανακαίνισης θα είναι η ελληνική κληρονομιά προς την Ευρώπη για τη δική της ανάκαμψη-ανακαίνιση. Βοηθώντας τους εαυτούς μας, βοηθάμε και την Ευρώπη.

Γι΄αυτό έχει τεράστια σημασία: Τι θα υπερασπισθούμε και τι θα διασώσουμε; Την κοινωνία και τη δημοκρατία, πρωτίστως, έτσι όπως νοηματοδοτήκαν και βιώθηκαν από τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς κατά τη μεταπολεμική περίοδο, τη μακρότερη περίοδο ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας σε όλη την ιστορία της ηπείρου. Αυτά τα ιστορικά επιτεύγματα δοκιμάζονται τώρα βάναυσα, από τη δικτατορία των αγορών, ξεκινώντας από τους αδύναμους κρίκους της ευρωπεριφέρειας.

Σε ό,τι αφορά την εγχώρια σκληρή μοίρα: Ο πιο αμείλικτος εχθρός είναι ο χρόνος, έως ότου αναδειχθεί σύμμαχος. Ο χρόνος του πακέτου διάσωσης είναι πανάκριβα αγορασμένος, έχει υποθηκευτεί το κοινωνικό κράτος και δοκιμάζεται ήδη η δημοκρατική ομαλότητα. Αρα όλες οι δράσεις είναι επείγουσες ― όχι όμως και αστόχαστες. Επί του πεδίου διερωτήσεων τίθενται πλέον στρατηγικά ερωτήματα, τα οποία οι δημοκρατικοί πολίτες και οι διανοούμενοι τα προσπερνούσαν ακόπως ή απλώς ιδεολογούσαν. Ποιο είναι το περιεχόμενο του ευρωπαϊσμού ως ιδεολογίας; Ποια η σχέση του λαϊκού με τον λαϊκισμό; Ποια η σχέση του εθνικού με το κοινωνικό; Τι σημαίνει απώλεια της εθνικής κυριαρχίας; Εγγυάται τα σύνορα της Ελλάδας η Ε.Ε.; Σε ποια δημοκρατική νομιμοποίηση στηρίζεται ο ευρωπαϊκός φεντεραλισμός; Πώς υποτάσσεται η χρηματοπιστωτική βιομηχανία στις πολιτικές κοινωνίες και τα δημοκρατικά κράτη; Τι είδους πολιτικό υποκείμενο είναι η πολλαπλώς πληττόμενη μεσαία τάξη;

Αυτά τα ερωτήματα ζητούν επειγόντως απαντήσεις, προκειμένου να μείνουμε όρθιοι, μέρος της Ευρώπης, μέρος του Πρώτου Κόσμου. Και πρέπει να τις δώσουμε εμείς τις απαντήσεις, βασιζόμενοι καταρχάς στις δικές μας δυνάμεις, στο δικό μας think tank. Υπάρχουν; Μια πρωτοβουλία διανουμένων που παρακολούθησα την περασμένη εβδομάδα, η πολυσυλλεκτική, πλουραλιστική «Κίνηση για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας», μου γέννησε την ελπίδα ότι υπάρχουν οι αναγκαίες πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις. Δεν συμφωνούν σε όλα, ευτυχώς, αλλά συγκλίνουν σε μια ελάχιστη βάση: η κρίση να συζητηθεί, να κατανοηθεί και να ξεπεραστεί χωρίς προϊδεασμούς, χωρίς εμφυλιοπολεμικές κραυγές, χωρίς βόμβες τρομολαγνίας και φοβικά σύνδρομα.

Ο χρόνος πιέζει.


Aν μπορούμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από τα συμβάντα της Κυριακής και τις διεθνείς αντιδράσεις της Δευτέρας, είναι ότι η Ελλάδα κέρδισε αφενός κάποιο χρόνο για τη βραχυπρόθρεσμη σωτηρία της χρηματοδότησής της, αλλά ακόμη αιωρείται επικίνδυνα, δεν έχει βρει το ιστορικό τέρμα καθόδου, εκ του οποίου θα αρχίσει την εκδίπλωσή της. Δεν έχουμε βρει πάτο.

Στις τηλεοπτικές οθόνες η Αθήνα εικονιζόταν φλεγομένη, full frame, και σε ένθετα μικροκάδρα οι ηγέτες των (πρώην) μεγάλων κομμάτων να αγορεύουν στη Βουλή. Οι φλόγες που κατέτρωγαν εμβληματικά αστικά κτίρια και το πλιάτσικο στους εμπορικούς δρόμους έδειχναν δραματικά τη σύγχυση και την αυτοκαταστροφή που κατατρώει το κοινωνικό σώμα, σε αντιδιαστολή με τις εικόνες λογοδιάρροιας που μεταδίδονταν από το βήμα του κοινοβουλίου ή τις εικόνες χαλάρωσης στο καφενείο της Βουλής που διασπείρονταν μέσω κινητών και τουίτερ.

Ηταν δύο κόσμοι ασύμπτωτοι, το φουλ κάδρο των καιομένων Αθηνών και τα ένθετα καδράκια της αμήχανης ηγεσίας. Η πόλη είχε παραδοθεί στους δαίμονές της και το πολιτικό σύστημα προσπαθούσε απεγνωσμένα να περισώσει ράκη εαυτού, εις μάτην, ασκώντας αυτοκριτική ισοπόσως με αλληλοκατηγορίες.

Βαθύτερα στις εικόνες της Κυριακής. Το ευρύτερο κάδρο της ηλιόλουστης Δευτέρας περιείχε όχι μόνο αποκαϊδια από το Αττικόν και τη Λαϊκή Τράπεζα, αλλά και ρημαγμένα φανάρια κυκλοφορίας στα σταυροδρόμια. Ξεκοιλιασμένα, με κάτοπτρα και καλώδια να κρέμονται, νεκρά. Αυτή η εικόνα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, προξενεί φόβο για άλλα πλησιάζοντα: είναι ο ρημαγμένος δημόσιος χώρος, ο κατεστραμμένος κοινωνικός πλούτος, η καταστροφή του κοινόχρηστου και του δημόσιου χωρίς καν πλιάτσικο, είναι η αναδυόμενη αστική δυστοπία. Το ξεκοιλιασμένο φανάρι δείχνει αδυναμία κυκλοφορίας, χαοτική κίνηση, στάση κοινωνίας και σύγκρουση κυκλοφορούντων. Δείχνει ακινησία. Και δείχνει επέλαση του ανορθολογισμού, του μηδενισμού, χωρίς δυστυχώς προς το παρόν να αφουγκραζόμαστε, έστω, τα σπέρματα της αναδημιουργίας που εμπεριέχονται μες στην καταστροφή, τα σημάδια μιας αναγέννησης.

Ο απεγνωσμένος άνεργος, ο βουλιαγμένος οικογενειάρχης, ο αποκλεισμένος νέος, απορροφημένος από τον δικό του διαρκή πόνο και την έλλειψη προοπτικής, ενδεχομένως δεν βλέπει ότι η καταστροφή του δημόσιου χώρου επιτείνει και πολλαπλασιάζει εκθετικά την ατομική καταστροφή. Η μεσαία τάξη λειτουργούσε πάντα σαν εξομαλυντής κοινωνικών τριβών και συγκρούσεων, απορροφούσε κραδασμούς· η πληβειοποιούμενη μεσαία τάξη, ενώπιον της δικής της αποσάθρωσης, φαίνεται ότι αδυνατεί πλέον να λειτουργήσει εξομαλυντικά, ούτε καν σαν ανάχωμα. Το ορμέμφυτο ατομικής επιβίωσης κονιορτοποιεί τη συλλογικότητα και το αίσθημα του συνανήκειν. Η μνησικακία, η μοχθηρία, η οργή, η απόγνωση εδραιώνονται σαν κοινωνικές συμπεριφορές, δηλαδή σαν γενικευμένη τυφλότητα.

Ανάχωμα, λοιπόν. Αυτό είναι το ιστορικό καθήκον, σήμερα, των πολιτών της Ελληνικής Δημοκρατίας: να διασώσουν τον ορθό λόγο, τον κοινόκτητο δημόσιο χώρο, το συλλογικό φρόνημα, τα μόνα εφόδια για τις πολλές δύσκολες μέρες που ακολουθούν.

Ο πρώτος Ελληνας αξιωματούχος που μίλησε περί μειωμένης εθνικής κυριαρχίας ήταν ο κ. Βαγγέλης Βενιζέλος, αμέσως μόλις ανέλαβε αντιπρόεδρος και υπουργός Οικονομικών, τον Ιούνιο 2011. Το τετράμηνο που ακολούθησε, επανέλαβε αυτή την οδυνηρή διαπίστωση, έως και χθες, από το βήμα της Βουλής. Τώρα όμως πολύ πιο κουρασμένος και κατηφής, ηττημένος.

Είναι φανερό και στον πιο αδαή περί τα πολιτικά Ελληνα ότι η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν κυβερνά. Η δημοσιονομική και η εν γένει οικονομική πολιτική πηγάζει από την τρόικα, και μαζί τους και η εργατική και ασφαλιστική-προνοιακή νομοθεσία. Η κυβέρνηση απλώς εκτελεί, με παλινωδίες, δισταγμούς, αντιφάσεις, εκβιάζοντας εαυτήν και αλλήλους. Αυτή η πολιτική, όπως και όσο εφαρμόζεται, μαζί με την συνακόλουθη εφιαλτική ύφεση, οδηγεί με καταιγιστικό ρυθμό σε βίαιη υποτίμηση εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων, ιδιωτικών και δημόσιων, σε τεράστια ανεργία και σε πληβειοποίηση της μεσαίας τάξης.

Το πιο επίφοβο αποτέλεσμα που επιφέρει το σοκ της εσωτερικής υποτίμησης είναι η βίαιη κοινωνική αποδιάρθρωση. Η πληβειοποίηση των εκετενέστατων μεσοστρωμάτων συνιστά μείζονα ιστορικό μετασχηματισμό, τέτοιας εντάσεως που υπονομεύει τα θεμέλια της κοινωνίας, της ειρηνικής συνύπαρξης. Διότι η Ελλάδα απαρτίζεται, σε συντριπτικό ποσοστό, από μεσοστρώματα· ήταν και είναι μια μικρομεσαία θάλασσα. Η υπερχείλιση του χρέους απεκάλυψε τις βαθύτερες δομές της κλεπτοκρατίας, δηλαδή κατέδειξε το δριμύ πολιτικό πρόβλημα, αλλά κατέδειξε επίσης το παραγωγικό κενό. Τώρα εκλείπει βιαίως το εισόδημα, η συνέχουσα ύλη των μεσοστρωμάτων, η τροφοδοτούσα την ευημερία και την απορρέουσα κοινωνική ειρήνη.

Το φαινόμενο, η πληβειοποίηση της μεσαίας τάξης, δεν είναι μόνο ελληνικό, συμβαίνει, με άλλη ένταση, και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Ο διακεκριμένος πολιτικός φιλόσοφος John Gray το διατύπωσε ως εξής: «Η μεσαία τάξη συνιστά μια πολυτέλεια την οποία ο καπιταλισμός δεν είναι πια σε θέση να πληρώνει». Η διαπίστωση αυτή εντούτοις ελάχιστα μάς παρηγορεί.

Η αναγγελθείσα αποτυχία της επένδυσης του Κατάρ στον Αστακό προϊδεάζει και για την τύχη της άλλης θορυβώδους εξαγγελίας για μεγάλη επένδυση κεφαλαίων ιδίας προελεύσεως στο Ελληνικό. Κυρίως όμως περιγράφει τον τρόπο πολιτεύεσθαι του νέου ΠΑΣΟΚ, όπως αυτό αυτοορίσθηκε έναντι του παλαιού ή βαθέος εαυτού του. Νά όμως που η προπαγανδιζόμενη από ομιλούσες κεφαλές νέα πολιτική του νέου ΠΑΣΟΚ δεν διαφέρει ουδόλως από την δοκιμασμένη παλαιά: άκρατος, άφρων, αλαζονικός επικοινωνιασμός τότε, το ίδιο και σήμερα.

Με μια κρίσιμη διαφορά: στη δεκαετία του ’80, του ’90, του ’00, η χώρα δεν βρισκόταν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, υπό κηδεμονία και υπό διαρκή απειλή πτώχευσης. Ως εκ τούτου ο ερασιτεχνισμός, οι νεωτεριστικές μονομανίες, η άγνοια ή και περιφρόνηση της πραγματικότητας, τα επικοινωνιακά βεγγαλικά, όσα επιδεικνύουν σήμερα οι κυβερνώντες, είναι ασυγχώρητα, είναι μοιραία. Οι μεταρρυθμίσεις που σκέφτεται η κυβέρνηση, παρότι νεφελώδεις, συχνά έρχονται να καλύψουν υπαρκτές ανάγκες, μα κάποτε έρχονται να καταστρέψουν τις υπάρχουσες δομές, χωρίς ποτέ να βάζουν κάτι άλλο στη θέση τους. Σαν μια παράδοξη πατροκτονία, σαν τελετή αυτοκαταστροφής που βιώνεται σαν τελετή ενηλικίωσης· από ποιον; Πάντως όχι από τον χειμαζόμενο, εξουθενωμένο και έμφοβο λαό.

Αυτή την ασταθή, απρόβλεπτη, χωρίς συνοχή, συχνά αυτοκαταστροφική πολιτική βλέπουν οι κατέχοντες τον πλούτο και την οικονομική ισχύ και ανησυχούν. Δεν ανησυχούν τόσο και με τον ίδιο τρόπο που ανησυχούν οι γονατισμένοι μικρομεσαίοι· ο προσωπικός τους πλούτος είναι ασφαλής. Οι κατέχοντες ανησυχούν διότι η απρόβλεπτη πολιτική μιας ασταθούς ηγεσίας απειλεί να ξεθεμελιώσει το σύνολο σύστημα, άρα απειλεί και τις δικές τους θέσεις στον ελληνικό χώρο, θέσεις προσπορισμού πλούτου, και κυρίως θέσεις ισχύος και κύρους. Το εγχώριο σύστημα έχει λόγους να αισθάνεται απειλούμενο από την επέλαση νέων, ξένων παικτών σε ένα ξέφραγο γήπεδο ευκαιριών, όπως η πτωχευμένη Ελλάδα. Αλλωστε μέγα μέρος των εγχώριων πλουσίων ουδέποτε επεχείρησε ανοιχτά, με όρους διακινδύνευσης, καινοτομίας, υγιούς ανταγωνισμού. Επλούτισαν εγκαθιστώνας ολιγοπώλια, επλούτισαν απομυζώντας και επηρεάζοντας τον μεγάλο εργοδότη και πελάτη, το κράτος· ήσαν το κράτος. Αυτή η επιρροή επί της κρατικής δομής, αυτό το προνομιακό πεδίο άσκησης ισχύος και προσπορισμού πλούτου, απειλείται τώρα σε συνθήκες κρίσης. Υπό την πίεση της διεθνούς κρίσης και ενώπιον των εγχώριων αδιεξόδων το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα μεταχηματίζεται βίαια. Ποιος θα διατηρήσει τις θέσεις και τα κεκτημένα στο αναδυόμενο, άγνωστο ακόμη, τοπίο;

Μέρος των ισχυρών, παρά την ανησυχία και επειδή δεν στηρίζονται αποκλειστικά στην προειρηθείσα προσοδοθηρία, προσβλέπει σε μετριοπαθείς λύσεις· αναζητεί εναλλακτικές λύσεις στην πολιτική ηγεσία, ομαλή διαδοχή, άρα και ομαλότητα στις αναμενόμενες ενέργειές της. Αντιλαμβάνονται επίσης ότι η οικονομική συντριβή της μεσαίας τάξης είναι ασύμβατη με οποιαδήποτε έννοια ανάκαμψης της χώρας· η ογκούμενη ανεργία δυναμιτίζει την κοινωνική συνοχή και την κοινωνική ειρήνη. Αλλοι όμως εμμένουν φανατικά στον δραστικό περιορισμό του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ζητούν απολύσεις εκατοντάδων χιλιάδων υπαλλήλων. Η άθροιση 300 ή 400 χιλιάδων απομακρυνόμενων στους ήδη 650 χιλιάδες καταγεγραμμένους και διαρκώς πληθυνόμενους ανέργους, το ένα τέταρτο και πλέον του ενεργού πλυθυσμού, δεν φαίνεται να απασχολεί τους ακραιφνείς υποστηρικτές του νεοθατσερισμού.

Τέτοια νευρικότητα και διχοστασία, που θολώνει τον νου και παρακινεί είτε σε αδράνεια είτε σε ριζοτόμες αλλαγές χωρίς προβλέψεις και οικονόμηση των συνεπειών, χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος των ελίτ που βρίσκονται στα κέντρα αποφάσεων σήμερα.

Αν η κρίση καθιστά ανήσυχους τους ισχυρούς, τους μικρομεσαίους τους πλήττει με σφοδρότητα και τους γεμίζει φόβο και οργή.
Προς το παρόν υπερισχύει ο φόβος ενώπιον του άδηλου, σκοτεινού μέλλοντος· και όλη η ενεργητικότητα διοχετεύεται σε στρατηγικές επιβίωσης, οικονόμησης του βίου, εξασφάλισης της οικογένειας. Ταυτόχρονα όμως σωρεύεται αγανάκτηση, βουβή και ανεκδήλωτη, βαθιά δυσαρέσκεια και δυσπιστία προς το πολιτικό σύστημα, οι οποίες ενδέχεται να εκδηλωθούν και κατά τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Παρότι πολλοί πολίτες αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ανάγκη για βαθιές και εκτενείς μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης και της οργάνωσης της παραγωγής, η δυσαρέσκεια συχνά τρέπεται προς αντισυστημικές κατευθύνσεις, με οργισμένη τυφλή απόρριψη των κομμάτων και του κοινοβουλευτισμού. Οι περισσότεροι δεν πείθονται από τους κυβερνητικούς αυτοσχεδιασμούς, πιστεύουν ότι την πορεία πλέον την χαράζει η τρόικα, και επιπλέον δεν έχουν πεισθεί ότι οι θυσίες πιάνουν τόπο και στο βάθος αχνοχαράζει φως ανόρθωσης. Απογοήτευση και ζάρωμα, δυσπιστία και εσωστρέφεια. Το ελατήριο ωστόσο μπορεί να εκτιναχθεί ανά πάσα στιγμή, όσο πιεζόμενο πλησιάζει στο όριο θραύσεως.

Σε μια διεθνή συγκυρία διόλου ευνοϊκή για όλους, με την Ευρώπη σε σύγχυση ταυτότητας και αναπροσανατολισμού έναντι της αναδυόμενης Ασίας, με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες να βαρύνονται ασύμμετρα με το κόστος της χρηματοπιστωτικής κρίσης, με το εθνικό κύρος τρωθέν εξ ιδίων βελών, με τα εθνικά θέματα ανοιχτά και εμάς αδύναμους διαπραγματευτές, με την κοινωνία διχασμένη και αποκαρδιωμένη, γίνεται όλο και πιο φανερή στην Ελλάδα η απουσία ζωηρού συλλογικού φρονήματος αφενός, αλλά και ηγέτιδος τάξεως με πειθώ και όραμα, αφετέρου. Καμία κοινωνική δύναμη, κανένας πολιτικός χώρος, καμιά δεξαμενή προσώπων, δεν φαίνονται τούτη τη στιγμή στον ορίζοντα, ικανά να απαντήσουν σε αυτές τις επείγουσες ιστορικές ζητήσεις, να δώσουν νέο υλικό περιεχόμενο και νόημα στα κενά πεδία της ηγεμονίας και του συλλογικού σχεδίου. Τούτη τη στιγμή.

Ζητιάνοι, πρεζάκια, πλανόδιοι πωλητές, φυλές των φαναριών. Ανάμεσά τους, με το φως της μέρας, κυκλοφορούν και μικρομεσαίοι Ελληνες, από ανάγκη, επειδή πρέπει να βρίσκονται εκεί, επειδή περνούν απ’ εκεί, επειδή ξέμειναν οι δουλειές τους εκεί. Οταν πέσει η νύχτα, οι μικρομεσαίοι εξαφανίζονται, εκτός από όσους έχουν τα σπίτια τους εκεί: είναι αυτοί που ζουν εκτός πολιτεύματος, όπως περιγράφει τον εαυτό του φίλος κάτοικος Πατησίων.

Κάθε περιγραφή της παρούσας κατάστασης στο ιστορικό κέντρο υπολείπεται της πραγματικότητας· κάθε περιγραφή είναι πιο ζοφερή από την προηγούμενη. Καθώς σωρεύονται οι περιγραφές, αποσπασματικές και περιπτωσιολογικές, μετατρέπονται ακαριαία σε κοινοτοπία, καταντάνε αναμενόμενη μικροφρίκη. Οι μικρομεσαίοι δεν θέλουν να μαθαίνουν, δεν θέλουν να βλέπουν λιώμα πλάσματα χυμένα στα ρείθρα, δεν θέλουν να μυρίζουν ούρα, δεν θέλουν να ακούνε για εγκληματικότητα, δεν θέλουν να δεχτούν ότι η πόλη τους, η πρωτεύουσα του κρατιδίου, καρδιά και πνεύμονας της Δημοκρατίας, κατελήφθη από αλλότριες δυνάμεις, από υπέρτερες δυνάμεις, από τις δυνάμεις της απόλυτης φτώχειας, της εξαθλίωσης, των ανθρώπινων ναυαγίων. Οι μικρομεσαίοι δεν θέλουν να ξέρουν ότι η Αθήνα μετασχηματίζεται σε χωματερή, ότι η εξαθλίωση απλώνεται σαν γιγάντιος μύκητας που όλα τα σκεπάζει και τα κατατρώει, από το κέντρο, εστία της λοίμωξης, προς την περιφέρεια, προς τις γειτονιές, τις συνοικίες, τα προάστια.

Οι μικρομεσαίοι Ελληνες δεν θέλουν να ξέρουν το προφανές: Στη χωματερή του ιστορικού κέντρου καθρεφτίζεται εν μέρει η παρούσα Ελλάδα, και εν όλω η επελαύνουσα Ελλάδα του σκληρού χειμώνα 2010-11. Καθρεφτίζεται ένα κράτος, μια διοίκηση, ένα πολιτικό σύστημα και ένας λαός, που περιφρόνησαν τον δημόσιο χώρο, τον συλλογικό βίο, το κοινό καλό, το σχέδιο, την ταυτότητα, που στρουθοκαμήλισαν ενώπιον της ζωής με κλισέ ορθοφροσύνης, που φάνηκαν οπισθόβουλοι, συμφεροντολόγοι, απαθείς, κυνικοί, κατά συρροήν και κατ΄εξακολούθησιν.

Η μεσαία τάξη, παγωμένη και έμφοβη, δεν θέλει να δει την προεικόνισή της: Εξω από κάθε μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας, που κλείνει και μένει ξενοίκιαστο, πένθιμο, στήνεται σκουπιδαριό και δημόσιο ουρητήριο. Το άφησε ο μαγαζάτορας, ο ιδιώτης, έγινε οιονεί δημόσιο, το άφησαν όλοι: ακόμη και οι οδοκαθαριστές του δήμου. Αυτή η εικόνα, βγαλμένη από δυστοπικά μυθιστορήματα και ταινίες, βγαλμένη από βίαια ντοκιμαντέρ και βίντεο ειδήσεων, θα ‘πρεπε να στοιχειώνει τον ύπνο των Ελλήνων. Με υπερφορτωμένες και υποβαθμιζόμενες υποδομές, με σχολεία και νοσοκομεία σε φθίση, με τον κοινωνικό μισθό ισχνό ή ανύπαρκτο, με το νόμιμο εισόδημα συρρικνούμενο, με την παραοικονομία υπό πίεση, με το κράτος χρεοκοπημένο, με τους κυβερνήτες λίγους και άσχετους, ελπίζει άραγε ο Ελληνας ότι τα πράγματα θα φτιάξουν; Μαγικά;

Θα βουλιάζουμε. Κάθε μέρα, κάθε μήνα. Η ύφεση φέρνει φτώχεια στη μικρομεσαία Ελλάδα, φέρνει μνήμες υπανάπτυξης, φέρνει τον μικρομεσαίο, αυτόν που ξέχασε τη φτώχεια και την σπάνιδα, πιο κοντά, όλο και πιο κοντά στο επίπεδο του οικονομικού πρόσφυγα, του μετανάστη, του απεγνωσμένου. Ο βούρκος του περιθωριακού απειλεί να ρουφήξει και τον ενταγμένο μικρομεσαίο. Μοιράζονται τον ίδιο δημόσιο χώρο, την ίδια ζούγκλα, την ίδια χωματερή.

Στην κρίση καλύτερος δρομέας είναι ο πλούσιος, έγραψε ένας τραπεζίτης πρόσφατα. Ουδέν αληθέστερον. Οι έχοντες δεν ζουν καν στην Αθήνα, δεν τους νοιάζει· και ίσως βλέπουν την παρακμή της μεσαίας τάξης σαν αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης, της απόλυτης κυριαρχίας τους, της φεουδαρχίας με νεωτερικά ψιμμύθια. Οι περισσότεροι πολιτικοί υπηρετούν αυτή τη λογική, ή ανήκουν σ’ αυτήν· έχουν εγκαταλείψει προ πολλού και τη δημοκρατία και την πατρίδα.

Το θέμα είναι τι κάνουν οι μικρομεσαίοι, οι πολλοί, όσοι δεν είναι πάνω από τη φτώχεια, αλλά μακριά από τον πλούτο· τι κάνουν για να σωθούν. Εκαναν το κουνέλι, λούφα και φυγή· μήπως και ωφεληθούν οι ίδιοι από την αδικία, την ανισότητα, την ανομία. Τώρα όμως απειλούνται με ισοπέδωση όλοι, κανείς δεν μπορεί να σωθεί μόνος του. Μόνο αν δράσουν συλλογικά, μόνο αν μεταβούν στο Εμείς, θα μπορέσουν να αποτρέψουν την εξολόθρευσή τους, υλική, ηθική, πνευματική. Μόνο αν αποφασίσουν να δράσουν για τον συλλογικό εαυτό, μόνο τότε υπάρχουν ελπίδες ανάσχεσης και αναστροφής τα χρόνια που έρχονται. Οποιος δεν καταλαβαίνει, όποιος δεν αντιλαμβάνεται την ιστορική θραύση, ας κάνει μια βόλτα on the wild side.

Μετά το σοκ της προσαρμογής στο νέο περιβάλλον που υπαγορεύει το Μνημόνιο, οι Ελληνες αντιλαμβάνονται ότι μερικά μέτρα, έστω με τον βίαιο τρόπο που επιβάλλονται, μπορούν πράγματι να συντελέσουν σε εξορθολογισμό της διοίκησης και των δημόσιων οικονομικών. Υπό τον όρο ότι οι αναδιαρθρώσεις θα εμπεδωθούν και φτιάξουν νέα σκέψη και δράση.

Το Μνημόνιο ωστόσο δεν αφορά μόνο τις δημοσιονομικές ελλείψεις, περιλαμβάνει μείζονες επεμβάσεις στα πεδία της εργασίας και της επιχειρηματικότητας. Εδώ, τα προβλήματα είναι πολύ πιο σύνθετα και δυναμικά, απ’ ό,τι στον δημόσιο τομέα. Πολύ περισσότερο που οι τεχνοκράτες της τρόικας ούτε αλάνθαστοι είναι ούτε δρουν με πολιτικά και κοινωνικά κριτήρια· αριθμούς βλέπουν, όχι ανθρώπους, ενώ βασικός διακηρυγμένος στόχος τους είναι να διασφαλίσουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες από τις επιπτώσεις μιας αλυσιδωτής κρίσης χρέους, όχι να σώσουν την Ελλάδα.

Αυτό συνειδητοποιούν τώρα οι Ελληνες. Συνειδητοποιούν τις επιπτώσεις των αναδιαρθρώσεων όχι πια στα οικονομικά του νοικοκυριού, αλλά στο ίδιο το σώμα της κοινωνίας. Τα χιλιάδες μαγαζιά που κλείνουν, τα χιλιάδες ξενοίκιαστα στους ακριβούς αστικούς δρόμους και στα πολυσύχναστα τουριστικά στέκια, τα μειωμένα έσοδα από τον τουρισμό, το πάγωμα στην αγορά, η πίτα που διαρκώς συρρικνώνεται, η αυξανόμενη φειδώ των νοικοκυριών, η καλπάζουσα ανεργία, οι περικομμένοι μισθοί και οι συντάξεις, όλα αυτά συντίθενται σε μια λέξη: ύφεση. Και αυτή η ύφεση πλήττει κατά κύριο λόγο τη μεσαία τάξη, τον κορμό της κοινωνίας. Καταστηματάρχες, έμποροι, βιοτέχνες, τεχνίτες, ελεύθεροι επαγγελματίες κάθε ειδικότητας, αυτοί είναι οι πνεύμονες της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας. Και από αυτή την απέραντη και ρευστή μεσαία τάξη, κατά τεκμήριο, αναδεικνύονται οι νέες πνευματικές και κοινωνικές δυνάμεις, που ανανεώνουν το κοινό σώμα.

Βρισκόμαστε ενώπιον ενός κοινωνικού μετασχηματισμού, αργού προς το παρόν, αλλά βίαιου, όλο και βιαιότερου· και με απρόβλεπτες συνέπειες. Μόνο η εν τω βάθει αντίληψη αυτού του ιστορικού προβλήματος και η συλλογική δράση μπορούν να αποτρέψουν τον κίνδυνο: ο μετασχηματισμός να μετατραπεί σε αποσύνθεση.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια η αγορά χρήματος ήταν μια αντεστραμμένη πυραμίδα· όλο το πράγμα στηριζόταν πάνω στην κορυφή του. Και τώρα έπεσε. Κάπως έτσι άκουσα στο ραδιόφωνο έναν οικονομολόγο σύμβουλο επενδύσεων να περιγράφει την παρούσα κρίση που σαρώνει αγορές και εδραιωμένες πεποιθήσεις.

Αντεστραμμένη, στη μύτη: αστάθεια, επισφάλεια, μέγιστο ρίσκο. Πυραμίδα: αεροπλανάκι, τζόγος, σώρευση προσδοκιών, ποντάρισμα στην «ψυχολογία». Η πτώση της πυραμίδας σημαίνει και πτώση μιας ιδεολογίας, αυτής που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη τις τελευταίες δυόμισι δεκαετίες. Δεν είναι καν ιδεολογία, αλλά μια διεσταλμένη πίστη (αλλά και ποια ιδεολογία δεν καταλήγει εντέλει σε πίστη;), μια θρησκόληπτη δοξασία: η ελεύθερη αγορά αυτορρυθμίζεται και λύνει τα προβλήματά της, το κέρδος είναι η μόνη κινούσα δύναμη της ανθρωπότητας, η τεχνολογία φέρνει μόνο θεία δώρα και λύσεις, η πρόοδος είναι γραμμική, διαρκής και αιώνια.

Οταν όλοι οι μηχανισμοί μίντια, οι τεχνοκράτες, οι ακαδημαϊκοί, οι πολιτικοί κηρύττουν τη νέα θρησκεία, υποβάλλουν το New Speak, είναι φυσικό οι μάζες να πεισθούν ή να βυθιστούν ακόμη βαθύτερα στην αδιαφορία και στη χειραγώγηση. Αλλωστε, οι μάζες, ακόμη και στις προηγμένες δυτικές δημοκρατίες, διαδραματίζουν όλο και πιο ασήμαντο ρόλο στην πολιτική, είναι όλο και πιο ασήμαντες στις hi-tech οικονομίες. Η απέραντη πρώην μεσαία τάξη που ξανάχτισε την Ευρώπη μετά τους παγκόσμιους πολέμους, που ανατράφηκε με εθνικό σύστημα υγείας, με κράτος πρόνοιας και ιδέες περί κοινωνικής συνοχής, είναι τώρα η απέραντη μάζα των κρυπτόπτωχων και νεόπτωχων που ζουν με δανεικά, τζογάρουν τις αποταμιεύσεις τους, βλέπουν τις συντάξεις τους να επενδύονται σε σύνθετα προϊόντα, βλέπουν τα πτυχία και τις καριέρες να μην οδηγούν ούτε καν στην ανία του μεσαίου εισοδήματος, αντικρίζουν μπροστά τους μόνο ανασφάλεια και πλήξη· και ταυτοχρόνως βλέπουν τους ολίγους πλούσιους να πετούν στη στρατόσφαιρα, όλο και πιο πλούσιοι, ανέπαφοι, ασφαλείς, μακριά από το πτωχευμένο πλήθος.

Η πυραμίδα που πέφτει κλονίζει εύθραυστες δοξασίες. Ακόμη και οι χειραγωγούμενες, υπνωτισμένες μάζες μπορούν να δουν τώρα ότι η τυφλή πίστη στην παγκοσμιοποιημένη ελεύθερη αγορά, στην τεχνολογία, στη διαρκή σωρευτική πρόοδο είναι μια φενάκη, ένας φονταμενταλισμός με εκκοσμικευμένο μανδύα. Πίσω από τον μανδύα της επιστήμης και του ορθολογισμού, πίσω από τις παραδοχές και τις αξιώσεις του φιλελεύθερου ανθρωπισμού, πίσω από την ουσιοκρατική πίστη ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και ικανός να ορίσει όχι μόνο τη μοίρα του αλλά και όλη τη Φύση, βρίσκεται ο προτεσταντικός καπιταλισμός, δηλαδή η χριστιανική εσχατολογία. Βρίσκεται ο χριστιανισμός του Παύλου· η ανθρωπότητα υπό τη σκέπη της θείας πρόνοιας, δηλαδή, διασταλτικά, η ανθρωπότητα υπό τη σκέπη της προόδου, η Φύση υπό την κυριαρχία του ανθρώπινου ζώου.

Στο προτεσταντικό αφήγημα η ιστορία των ανθρώπων είναι ιστορία αμαρτίας και σωτηρίας, ο ενάρετος αλλάζει τον κόσμο, πλουτίζει και σώζεται. Και όλα κινούνται προς τα εμπρός και άνω. Και όλοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, να τον υποτάξουν στα μέτρα του οράματός τους. Ο νεωτερικός άνθρωπος δεν θέλει να καταλάβει τον κόσμο, θέλει να τον αλλάξει· είναι ταγμένος να δρα, να κολυμπά στη vita activa, όχι να στοχάζεται. Ο μοντερνισμός, ο μαρξισμός, ο καπιταλισμός συμμερίζονται πυρηνικά αυτήν την πίστη. Και συμβαδίζουν με τη Βιομηχανική Επανάσταση, με τους παγκόσμιους πολέμους, με τη γέννηση του προλεταριάτου, με τη μαζική εξολόθρευση του προλεταριάτου, με το ολοκαύτωμα· οι ναζί και οι φασίστες λάτρευαν την αλλαγή και την πρόοδο, τον χάλυβα και τo Zyklon B.

Ωστόσο, η αμφισβήτηση της αιώνιας προόδου, της τυφλής πίστης στην τεχνική έχει εγερθεί από πολύ νωρίς, από τα πρώτα φανερώματα του ρομαντισμού, έως την απομυθοποίηση του ανθρωπισμού και της νεωτερικής φαντασμαγορίας που έφεραν, διαφορετικά ο καθένας, ο Δαρβίνος, ο Φρόιντ, ο Νίτσε, ο Χάιντεγκερ, ο Μπένγιαμιν. Αυτοί, όπως ο Πλάτων παλαιότερα, όπως ο Πλωτίνος και οι Επικούρειοι, όπως οι Στωικοί, μας κάλεσαν να στοχαστούμε την ύπαρξη, να ατενίσουμε τον κόσμο, να καταλάβουμε.

Ο κλονισμός της πυραμίδας του χρήματος είναι κλονισμός της κυριαρχίας του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού ως μόνης αλήθειας· είναι κλονισμός της θρησκομανούς πίστης στη διαρκή πρόοδο. Είναι πρόκληση για αναστοχασμό, προς την απέραντη μάζα της πρώην μεσαίας τάξης: Μα θα ακούσει τη βοή;

Ένα βλέμμα, Καθημερινή 05.10.2008

Βλ. και Υπηρέτες μιας άυλης φούσκας.

buzz it!

Twitting

  • Νταήδες του γλυκού νερού επιτέθηκαν στον Γιάνη #Βαρουφάκης στα Εξάρχεια. Για τους νταήδες, στόχος είναι όποιος κυκλ… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Eξέλιξη ιστορικής σημασίας. Ο Global South αναδατάσσεται εκτός αγγλοσαξωνικού-ευρωπαϊκού άξονα. Η Κίνα σε ηγεμονικό… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Η ΝΥΧΤΑ ΔΕΡΝΕΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ Ο τουρισμός υπεράνω κράτους δικαίου. Η Μύκονος εκτός Συντάγματος. Η Ελλάδα μαφιο-μπανανία.… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Η ΜΠΑΝΑΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΝΟΥΜ' ΕΥΡΩΠΗ Η αντιδραστική Παλινόρθωση της Νεοδεξιάς πέτυχε. Ερείπια το κοινωνικό κράτος, κουρέλι… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • https://t.co/8DQHFkaqGo 3 weeks ago
  • Ο Πρίαμος πήγε ικέτης για τ' απομεινάρι του Έκτορα, και ο Αχιλλέας τον σεβάστηκε. Οι μισάνθρωποι δεν σέβονται ούτε… twitter.com/i/web/status/1… 3 weeks ago

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.159 hits
Αρέσει σε %d bloggers: