You are currently browsing the tag archive for the ‘λογοδοσία’ tag.
Μετά δέκα χρόνια στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο αποχωρήσας Πορτογάλος Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, μιλάει ανοιχτά για τα χρόνια της κρίσης, που άρχισε επισήμως το 2010 και συνεχίζεται. Σε συνέντευξή του στη γερμανική «Die Welt», περιγράφει τη διγνωμία των Ευρωπαίων ηγετών, μεγάλων και μικρών χωρών: άλλα αποφάσιζαν στις συναντήσεις κορυφής και άλλα έπρατταν ή έλεγαν στις χώρες τους. Οι επικρίσεις του στρέφονται κατά του Ελληνα πρωθυπουργού, αλλά και κατά του Γάλλου προέδρου.
«Μόνο λίγοι συμμετέχοντες στα συμβούλια κορυφής είχαν γενική θεώρηση των πραγμάτων, μικρές και μεσαίες χώρες συμμετείχαν μόνο λόγω των δικών τους συγκεκριμένων θεμάτων, άλλες χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον», λέει ο Πορτογάλος πολιτικός. Αναφέρεται στην εποχή «Μερκοζί»: «Μερικοί πολιτικοί από μεγάλες χώρες δεν διακατέχονταν από υπευθυνότητα για την Ευρώπη. Δεν αντιλαμβάνονταν τις αποφάσεις σαν να ήταν δικές τους. Και όταν δημιουργείται η εντύπωση ότι δύο χώρες αποφασίζουν μόνες τους, ερμηνεύεται αυτό από τις άλλες ότι οι αποφάσεις τους επιβάλλονται».
Ο Μπαρόζο υπερασπίζεται εκ των υστέρων τον φεντεραλισμό και την ομόφωνη λήψη αποφάσεων στα συμβούλια αρχηγών. Ωστόσο, κατά τη μακρά θητεία του, η επιρροή και το κύρος της Επιτροπής βρέθηκαν στα χαμηλότερα σημεία, ο διακυβερνητισμός εκ μέρους των ισχυρών κρατών θριάμβευσε και ο ίδιος κατηγορήθηκε ότι πρόσδεσε την Επιτροπή στο άρμα της Γερμανίας. Οι παρεμβάσεις του συνήθως εξαντλούνταν σε παρασκηνιακές ενέργειες, που υπηρετούσαν τις αποφάσεις του γαλλογερμανικού άξονα ή και μόνο του Βερολίνου. Στη Σύνοδο του G20 στις Κάννες, τον Νοέμβριο 2011, όπως κατέγραψαν εκ των υστέρων οι Financial Times, όταν ο Γ. Παπανδρέου προπηλακίστηκε από τον πρόεδρο Σαρκοζί για το δημοψήφισμα, ο Μπαρόζο παρασκηνιακά κανόνιζε τηλεφωνικώς τη διάδοχη κυβέρνηση.
Ο πρώην στενός συνεργάτης του (2010-2014) Φιλίπ Λεγκρέν, επικεφαλής του Γραφείου Ευρωπαίων Συμβούλων Πολιτικής του Προέδρου, μετά την παραίτησή του, έγραψε το μπεστ σέλερ «European Spring. Why our Economies and Politics are in a Mess and How to Put Them Right», στο οποίο περιγράφει την αποτυχία της Ε.Ε. να αντιμετωπίσει γρήγορα και αποτελεσματικά την κρίση. Σε μία από τις πολλές συνεντεύξεις του, ο Λεγκρέν λέει τα εξής για την Επιτροπή και τον πρόεδρό της: «Ο ρόλος της Επιτροπής είναι να εκπροσωπεί το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον. Αντ’ αυτού, κατά τη διάρκεια της κρίσης, είτε αναδεικνυόταν ολοένα και περισσότερο ευθυγραμμισμένη με τη Γερμανία είτε κατέστη ενεργά το όργανο για να επιτύχει τους στόχους της η Γερμανία. Αυτό ήταν εξόχως καταστροφικό για την Επιτροπή, υπονόμευσε τη νομιμοποίησή της, υπονόμευσε την υποστήριξη για το ευρωπαϊκό εγχείρημα».
Ο σύμβουλος του πρώην προέδρου εντοπίζει μία από τις αιτίες της αφλογιστίας της Επιτροπής: έλλειψη λογοδοσίας. «Η Επιτροπή είναι αποστασιοποιημένη από τους ανθρώπους που επηρεάζει με τις αποφάσεις της. Δεν λογοδοτούν σε αυτούς. Σε μια κανονική χώρα, αν ο Ολι Ρεν ήταν υπουργός Οικονομικών και προκαλούσε βαθιά ύφεση εξαιτίας των λαθών του, πιθανότατα στις επόμενες εκλογές αυτός και το κόμμα του θα έχαναν την εξουσία. Στην Επιτροπή μπορείς να κάνεις όσα λάθη θέλεις. Συμβαίνουν σε μια ξένη χώρα μακριά, δεν σε επηρεάζουν στην καθημερινότητά σου, οπότε δεν λογοδοτείς ποτέ και σε κανέναν».
Ο Ζ.Μ. Μπαρόζο μέμφεται τους αρχηγούς των μικρών κρατών για ανακολουθία. Ομως αυτοί λογοδοτούν στους λαούς τους και συχνά πληρώνουν κόστος: καταψηφίζονται, τους καταπίνει η Ιστορία. Ο ίδιος δεν λογοδότησε σε κανένα πολιτικό σώμα, απέφυγε τα διλήμματα και τις σκληρές αποφάσεις, δεν αντιτάχθηκε ποτέ στη βούληση των ισχυρών.
Το ερώτημα ετίθετο και παλαιότερα, αλλά η κρίση το παρόξυνε: Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη; Ετσι διατυπωμένο το ερώτημα προκαλεί σύγχυση, ενίοτε σκόπιμη: Ταυτίζει την Ευρώπη με την ευρωζώνη. Φυσικά δεν είναι έτσι. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση ανήκουν πολλά κράτη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Πολύ περισσότερο, στη γεωγραφικά και πολιτισμικά οριζόμενη Ευρώπη περιέχονται κράτη που δεν ανήκουν καν στην Ε.Ε.
Το παραπάνω ερώτημα τίθεται συνήθως εκτός ελληνικής επικράτειας. Στο εσωτερικό της χώρας το ερώτημα τίθεται διαφορετικά, περισσότερο με ανθρωπολογικούς, πολιτισμικούς και ψυχολογικούς όρους: Είναι οι Ελληνες Ευρωπαίοι; Στο πολύ πρόσφατο παρελθόν αδρά και κάποτε χοντροκομμένα σχήματα φιλοευρωπαϊσμού, ευρωσκεπτικισμού και αντιευρωπαϊσμού, χρησιμοποιήθηκαν σε έναν ιδιότυπο διχασμό ή τριχασμό της λαϊκής βούλησης και εθνικής αυτοαναγνώρισης, σχεδόν με οπαδικούς όρους· συχνά και για να συγκαλυφθεί η απουσία ουσιαστικής πολιτικής σκέψης και πράξης. Προφανώς: Ποιος Ελληνας δεν θα αυτοοριζόταν Ευρωπαίος; Μόνο οι καθυστερημένοι και οι νοσταλγοί του οθωμανισμού.
Η συζήτηση αυτή είχε ίσως κάποιο νόημα τη δεκαετία του ’70, εποχή Ψυχρού Πολέμου άλλωστε, όταν η σοβιετόφιλη Αριστερά και η τρικοκοσμίτικη κεντροαριστερά αντετίθεντο στο ΕΟΚ-και-ΝΑΤΟ-το-ίδιο-συνδικάτο, για τους δικούς τους λόγους. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος ενταξιακής ευδαιμονίας, καθώς έρρεαν οι πόροι των πακέτων στήριξης· η οποία κορυφώθηκε στα χρόνια της ένταξης στην ΟΝΕ: εν τω μεταξύ ο ευρωπαϊσμός είχε γίνει μπλοκ εξουσίας, που εκμεταλλευόταν το χρήμα, έφτιαχνε απαράτ, έστηνε μπίζνες και καριέρες.
O παρ’ ημίν ευρωπαϊσμός ως μαγικός αλγόριθμος κάλυπτε αμήχανα, πλην αυτάρεσκα, την πραγματική έλλειψη μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής για την παραγωγή, τη διοίκηση του κράτους, την παιδεία: όσο βαθύτερα εισχωρούσε η χώρα στο ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα, τόσο λιγότερο παραγόταν αυτοτελής πολιτική, τόσο περισσότερο η κυρίαρχη ελίτ εγκατέλειπε την παραγωγή σκέψης και πράξης και αφοσιωνόταν στην αυτοναπαραγωγή της, πάντα εν ονόματι της Ευρώπης.
Εντούτοις, πολλοί Ελληνες επηρεάζονταν από την ευρωπαϊστική φενάκη, αυτοτοποθετούμενοι σε μια αφετηρία μειονεξίας, κι έτσι παραμελούσαν την ουσιώδη εμπλοκή τους στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, κατανάλωναν ευρωπαϊσμό και δεν έβλεπαν την Ευρώπη ως ιστορικό πείραμα, ως πρωτοφανή πρόκληση για τα δημοκρατικά κράτη και τις πολιτικές κοινωνίες.
Σήμερα δεν έχει νόημα τέτοια συζήτηση, αν ο Ελληνας είναι ανατολίτης ή δυτικόφρων, τουλάχιστον με σκληρούς πολιτικούς όρους, διότι μετά την ευρωφενάκη του 2001, ήρθε η διεθνής κρίση του 2008, που κατέδειξε την ασύμμετρη, ελαττωματική αρχιτεκτονική του ευρώ και οδήγησε στη χρεοκοπία της Ελλάδας.
Καθώς ξετυλίγεται μπροστά μας ένας μείζων ιστορικός μετασχηματισμός, μια σύγκρουση για την κυριαρχία, μεταξύ τάξεων, κοινωνικών ομάδων, εθνικών συνόλων, συστημάτων σκέψης, καθώς η Ευρώπη βρίσκεται σε δημογραφική κάμψη και με μειωμένη ανταγωνιστικότητα έναντι των αναδυομένων δυνάμεων, τα ερωτήματα που τίθενται είναι διαφορετικά:
Τι εννοούμε σήμερα όταν λέμε Ευρώπη; Τι είναι και τι ήταν η Ε.Ε.; Πώς υπηρετεί το κοινό νόμισμα την πολιτική ένωση, την οικονομική ολοκλήρωση, την πολιτισμική σύνθεση; Ποιος ελέγχει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Πάντως όχι οι πολίτες. Πώς υπόκειται η υπερεθνική εξουσία των Βρυξελών στη δημοκρατική νομιμοποίηση και λογοδοσία; Με ανά πενταετία εκλογή ενός κοινοβουλίου λίαν περιορισμένων δυνατοτήτων. Πώς προστατεύεται και προωθείται η ίδια η δημοκρατία στο εσωτερικό των εθνών-κρατών; Οταν μάλιστα έχει εκχωρηθεί οικειοθελώς η η εθνική κυριαρχία·όταν όχι μόνο το νόμισμα, αλλά και ο προϋπολογισμός και οι φόροι, μέγα μέρος της νομοθεσίας ελέγχονται και εγκρίνονται υπερεθνικά. Οταν η ίδια η δομή του κράτους και της εθνικής οικονομίας μεταμορφώνονται ριζικά, για να ταιριάξουν στο κυρίαρχο δόγμα.
Στο φόντο τέτοιων θεμελιωδών ερωτημάτων διακρίνουμε ήδη κοινωνικά ερείπια, έκρηξη των ανισότητας, άνοδο της ακροδεξιάς, διαρκή εξασθένηση της δημοκρατίας και διαρκή παράκαμψη της λαϊκής βούλησης, βλέπουμε χώρες όπου η κρίση και η κατάσταση εξαίρεσης παγιώνονται, παίρνουν ενδημικά χαρακτηριστικά. Μια Ευρώπη, στην οποία η ηγεμονεύουσα ελίτ προσκομίζει «πολιτικό εξευτελισμό ολόκληρων λαών», «καταστροφή ολόκληρων γενεών και περιοχών», όπως πικρά είπε ο αφοσιωμένος Ευρωπαίος Γιούργκεν Χάμπερμας στους συγκυβερνώντες ηγέτες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος πρόσφατα. Ο 84χρονος φιλόσοφος, όπως και ο πρώην καγκελάριος Χέλμουντ Σμιντ, εκπροσωπούν τους Ευρωπαίους που θυμούνται τη φρίκη του ευρωπαϊκού πολέμου και του ολοκληρωτισμού. Αυτοί θέτουν τα καίρια ερωτήματα για τη σχέση των Ελλήνων με την Ευρώπη, τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουμε.
Η εισηγητική έκθεση των δύο ευρωβουλευτών προς το Ευρωκοινοβούλιο για τα πεπραγμένα της τρόικας στις χώρες της ευρωζώνης υπό Μνημόνιο αναγνώσθηκε με δύο παράλληλους τρόπους από τους συντάκτες της. Αλλα είναι τα συμπεράσματα και οι εκτιμήσεις του Γάλλου σοσιαλιστή Λίεμ Χοάνγκ-Νγκοκ, άλλα του Αυστριακού συντηρητικού Οτμαρ Κάρας. Πάντως και οι δύο συμφωνούν: η τρόικα στερείται νομικής βάσης, η λειτουργία της δεν καλυπτόταν από εγγυήσεις για διαφάνεια, κοινοβουλευτικό έλεγχο και δημοκρατική νομιμοποίηση, και εν πάση περιπτώσει ο ρόλος της τέλειωσε εκ τω πραγμάτων· εφεξής πρέπει να βρεθεί άλλο σχήμα επιτήρησης.
Τις διαφορετικές προσεγγίσεις τις είχαμε αντιληφθεί από τις πρώτες στιγμές που δημοσιεύτηκε η έκθεση, πολύ πριν φτάσουν οι δύο εισηγητές στην Αθήνα και προκληθεί τοπική τρικυμία από τις αιχμηρές δηλώσεις του κ. Κάρας σχετικά με τι του είπε και τι δεν του είπε ο κ. Τσίπρας στο Στρασβούργο, στις 11 Δεκεμβρίου.
Η διαφορά προσεγγίσεων όμως έχει την πολιτική της σημασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η προσέγγιση Κάρας, έτσι όπως εκδηλώθηκε ως προς τον Ελληνα αρχηγό της αντιπολίτευσης, δείχνει πώς αντιλαμβάνεται ένα μέρος της ευρωηγεσίας την παραγωγή πολιτικής σε εθνικό επίπεδο: μάλλον συγκαταβατικά, ενοχλημένα, και σίγουρα πατερναλιστικά. Κατά βάθος η ηγεμονεύουσα ελίτ αντιμετωπίζει με καχυποψία τη δυνατότητα των εθνών-κρατών, ιδίως των μικρών, να χαράσσουν πολιτική, ακόμη και αν κινούνται εντός των συνομολογημένων στενότατων ορίων. Η παρατήρηση, οιονεί επίκριση, του κ. Κάρας ότι ο κ. Τσίπρας δεν του υπέβαλε το κυβερνητικό του πρόγραμμα για την Ελλάδα, διπλωματικά είναι τουλάχιστον ατυχής· ένας πολιτικός ηγέτης δεν θα εκφραζόταν ποτέ με αυτό τον τρόπο. Ούτε ο Ολι Ρεν ούτε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μίλησαν έτσι, και δεν μπορούμε να πούμε ότι διάκεινται ευμενώς ή φιλικά υπέρ του κ. Τσίπρα.
Τέλος πάντων, ο κ. Κάρας δεν είναι πολιτικός ηγέτης, ένας ευρωβουλευτής είναι που ζητά τώρα την ψήφο του αυστριακού λαού για να επανεκλεγεί· του δόθηκε σημασία δυσανάλογη προς το πραγματικό του εκτόπισμα, όπως κάνουμε άλλωστε με τον παράφορο ευρωαρνητή Νάιτζελ Φάραντζ.
Στην επιτηρούμενη Ελλάδα δίδεται υπερβολική, μη αρμόζουσα σημασία σε δευτερεύοντα πρόσωπα, εντολοδόχους ή τεχνοκράτες. Γιατί όμως; Διότι υπό πολλές έννοιες η Ευρωπαϊκή Ενωση διοικείται από τεχνοκράτες και εντολοδόχους. Ακόμη και οι μεγάλες πολιτικές αποφάσεις, που λαμβάνουν οι ηγέτες στην Σύνοδο Κορυφής, ή η περίπλοκη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εξειδικεύονται και εφαρμόζονται από δαιδαλώδεις επιτροπές και απρόσωπους τεχνοκράτες, με ανύπαρκτη νομιμοποίηση και λογοδοσία. Και βέβαια, μετά το ναυάγιο των δημοψηφισμάτων για το Ευρωσύνταγμα, είναι καταφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση αποφεύγει με κάθε τρόπο τη λαϊκή ετυμηγορία και τη δημοκρατική λογοδοσία. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, λ.χ., εφαρμόστηκε με συνοπτικές διαδικασίες από την κορυφή, ενώ σε όλη την περίοδο της κρίσης χρέους είδαμε ότι η ευρωπαϊκή πολιτική πηγάζει κατά κύριο λόγο από το Βερολίνο υπό την σκιά μιας άτυπης Διεθνούς των αγορών. Η, κατά τον Οτμαρ Κάρας μη έχουσα νομική και δημοκρατική βάση, τρόικα ορίστηκε από τις Βρυξέλες και το Βερολίνο, βάζοντας το ΔΝΤ να εφαρμόσει την εσωτερική υποτίμηση αλά καρτ σε χώρες του ευρώ.
Ποια σχέση έχει αυτή η παραγωγή ανισοβαρούς πολιτικής με τα φεντεραλιστικά, ουμανιστικά οράματα του Ζαν Μονέ και του Αλτιέρο Σπινέλι, ή και του Ζακ Ντελόρ; Η κρίση δοκιμάζει τα πολιτικά και διανοητικά θεμέλια της Ευρώπης.
Την Τετάρτη η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση, ηλικίας 75 ετών, ήταν τρεις μαύρες οθόνες στην τηλεόραση και βουβές συχνότητες στο ραδιόφωνο. Ενα θρυμματισμένο απεργιακό πρόγραμμα έβγαινε ψηφιακά. Η βροχή εμπόδιζε συναυλίες και άλλα υπαίθρια. Οι φίλαθλοι συνωστίζονταν στις οδογέφυρες του Φαλήρου για να δουν τον τελικό Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού. Η ζωή συνεχιζόταν με πολλά πρόσωπα.
Αυτή τη βροχερή δυσοίωνη μέρα, ένας δεκαοκτάχρονος μου ζήτησε να του πω με δύο λόγια, τα υπέρ και τα κατά του κλεισίματος της ΕΡΤ. Πολύ περιληπτικά, με δυο λόγια ― επέμεινε. Ηταν πολύ δύσκολο, ιδίως το «πολύ περιπληπτικά». Βρήκα να πω δυο λόγια για την έννοια του δημόσιου αγαθού, ότι δηλαδή το εκπεμπόμενο υλικό της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης προσφέρεται ανταποδοτικά σε όλους τους πολίτες, αφενός. Και αφετέρου η ΕΡΤ δεν είναι μόνο το ενημερωτικό και ψυχαγωγικό της πρόγραμμα, αλλά ένας πολύπλευρος οργανισμός που περιλαμβάνει ορχήστρες, που κρατάει επαφή με τη διασπορά, που τροφοδοτεί το σημαντικότερο οπτικοακουστικό αρχείο του ελληνισμού του 20ού αιώνα. Δηλαδή, τι αρχείο; Με ρώτησε. Να, φαντάσου μια κιβωτό όπου φορτώνονται διαρκώς ενθύμια, τεκμήρια, φωτογραφίες, ταινίες, ηχογραφήσεις, οι σκέψεις και οι πράξεις των ανθρώπων, τα τραγούδια και τα ποιήματά τους, τα θέατρα, οι αθλητικοί αγώνες. Μια ζωντανή κιβωτός με φωτογραφίες του Πουλίδη, ταινίες του Ανδρέα Εμπειρίκου, το παίξιμο του Μινωτή, τον οίστρο της Λιλιπούπολης και τον Κίκι Ντιάμπολι του Κυριακούλη με τη φωνή του Λευτέρη Βογιατζή.
Ο δεκαοκτάχρονος έδειξε ικανοποιημένος. Εγώ όχι. Εν συνεχεία, βρέθηκα σε παρομοίως δύσκολη θέση, όταν συνάδελφοι από ξένα ειδησεογραφικά δίκτυα ζητούσαν δυο λόγια για το τι ακριβώς συμβαίνει στη χώρα. Δεν μπορούσα να χωρέσω σε ένα-δύο λεπτά on camera ό,τι στροβιλιζόταν στο κεφάλι μου επί τρία-τέσσερα χρόνια. Αντιλήφθηκα ότι δεν είχα τρόπο ικανοποιητικό για μένα, να συνοψίσω τι συνέβαινε και γιατί. Αισθάνθηκα την κόπωση σχεδόν τεσσάρων ετών γεμάτων με περιγραφές, εξηγήσεις και σενάρια· με εκρήξεις ανησυχίας, με βυθίσεις στην απαισιοδοξία, με διαδοχικές ανακάμψεις και παραιτήσεις.
Προσγείωση στο συγκεκριμένο, πάλι να καταλάβουμε. Η ΕΡΤ με όλες τις αμαρτίες και τις αδυναμίες της, με τις αδράνειες και τους συντεχνιασμούς της, δεν είναι μια οποιαδήποτε ΔΕΚΟ· είναι ένας οργανισμός με μεγάλο συμβολικό φορτίο, σαν την Εθνική Βιβλιοθήκη, υπό αναλογία. Δεν κλείνει, δεν σβήνει. Μένει αναμμένη, ακόμη και θαμπή, αδύναμη, να τρεμοσβήνει, έως ότου αναταχθεί και αναμορφωθεί, βαθιά ριζικά, χειρουργικά. Αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί δουλειά, επιμονή, μέθοδο. Σκέψη. Οραμα.
Ο αιφνιδίως φιμωμένος Τσοπανάκος με έστελνε στο πεδίο του συμβολικού. Η γενίκευση περί «αμαρτωλής ΕΡΤ» μου θύμιζε μια άλλη χυδαία γενίκευση περί «διεφθαρμένης χώρας», σε πρόσφατη κρίσιμη ώρα, πάλι από χείλη πρωθυπουργού, που δεν άντεξε την ιστορική ευθύνη και γύρεψε έναν φταίχτη έξω από τον ίδιο. Και τότε, όπως και τώρα, ηγέτες που δεν έχουν αίσθηση του συμβολικού και της ιστορικότητας, στις χειρονομίες, στους λόγους, στα εκπεμπόμενα σήματα. Ηγέτες που προσέρχονται στον δημόσιο χώρο και τα δημόσια αγαθά σαν προνομιακοί και υπεράνω λογοδοσίας ιδιοκτήτες, και όχι σαν πρόσκαιροι διαχειριστές με βαριά ευθύνη συνέχειας.
Αυτή η ελαφρότης και η αδυναμία διάκρισης με τρόμαζε περισσότερο απ’ όλα, διότι με οδηγούσε να σκεφτώ ότι αυτοί οι ηγέτες μένουν ανέπαφοι από τη δραματικότητα των περιστάσεων, δεν νιώθουν το ιστορικό βάρος σαν τραγικοί πρωταγωνιστές, αλλά σαν παίκτες σε ένα συνηθισμένο παίγνιο τακτικών κινήσεων και πληγμάτων. Ωσάν η χώρα να βρίσκεται ακόμη στον αφρό της ευφορίας του 2004. Σάν να μην έχει περάσει απ’ τη σπονδυλική μας στήλη το υλικό άχθος της πτώχευσης και μιας ψυχικής ήττας.
Η κακομεταχείριση των συμβόλων είναι κακομεταχείριση της συλλογικής ψυχής που αναγνωρίζεται σε αυτά, που αντλεί από αυτά, που βρίσκει ριζώματα και συνέχειες, που τα προεκτείνει στον χρόνο και τα εμπλουτίζει και τ’ αλλάζει. Η βίαιη επέμβαση στα, υποβαθμισμένα έστω, σύμβολα, η υποστολή της σημαίας χάριν τακτικού αιφνιδιασμού των αντιπάλων (ποιων αντιπάλων άραγε;) μπορεί να αποβεί μοιραία, καταστροφική σε στρατηγικό βάθος. Καταστροφική όχι για τους τυχάρπαστους παίκτες που παίζουν ζάρια, αλλά για το διακύβευμά τους: μια παραπαίουσα χώρα. Και έναν ολόκληρο λαό εν συγχύσει, που εναγωνίως αναζητεί ελπίδα και τιμόνι― όχι ζαριές.
φωτ.: murplejane
Τι σκεφτόταν ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου όταν διέγραφε τα ονόματα των συγγενών του από τη λίστα Λαγκάρντ; Εφόσον φυσικά αποδειχθεί η παραποίηση των στοιχείων, η αναρώτηση περί των κινήτρων του πρώην υπουργού θα επανέρχεται και δεν θα βρίσκει εύκολη απάντηση.
Η πρώτη απάντηση που έρχεται στον νου είναι η αλαζονία. Η υπέρμετρη, τυφλή, τοξική, αλλά και εντός της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλαζονία. Αλαζονία φυσική ίσως, προϋπάρχουσα, αλλά στην παρούσα περίπτωση ενισχυόμενη από τη μέθη της εξουσίας και μια αίσθηση παντοδυναμίας και μη ελέγχου.
Μια εξήγηση για την αλαζονία μπορεί να αναζητηθεί στον τρόπο που ανέρχονται στο πολιτικό στερέωμα άνθρωποι σαν τον κατηγορούμενο υπουργό: σαν κομήτες. Με ελάχιστο ή και μηδαμινό πολιτικό ίχνος, χωρίς κοινωνική παρουσία, χωρίς ιδιαίτερες επιστημονικές ή επαγγελματικές διακρίσεις, απλώς με ένα αξιοπρεπές βιογραφικό σπουδών, στο οποίο περιλαμβάνονται ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο και μεταπτυχιακό στο LSE.
Η πολιτική άνοδος, ακόμη και στο πηδάλιο του κορυφαίου υπουργείου, οφείλεται άρα σε έναν συνδυασμό ελιγμών, δημοσίων σχέσεων, και κυρίως σε πλασάρισμα πλάι στο κατάλληλο ισχυρό πρόσωπο, την κατάλληλη στιγμή. Η τέτοια ανέλιξη, χωρίς έκθεση στην λαϊκή ετυμηγορία, χωρίς κοινωνική καμίνευση, χωρίς καν φιλτράρισμα από κομματικούς μηχανισμούς, συγκροτεί αφεύκτως μια παρα-δημοκρατική πολιτική συνείδηση: εκτός ελέγχων, άνευ νομιμοποίησης, άνευ λογοδοσίας. Αυτή είναι εν πολλοίς η περίπτωση του Γ. Παπακωνσταντίνου, έτσι όπως και ο ίδιος την έχει διατυπώσει, λ.χ. στη μακρά τηλεοπτική συνεντευξή του στον Αλέξη Παπαχελά (23 Μαίου 2011): αντλεί νομιμοποίηση μόνο από τον πρωθυπουργό, τον ηγέτη-φύλαρχο, και λογοδοτεί μόνο σε αυτόν· η Βουλή, οι δημοκρατικοί θεσμοί, ο λαός, η κοινωνία, η πατρίδα δεν προσφέρουν νομιμοποίηση ούτε βέβαια ζητούν λογοδοσία. Ιδού: «Θα κριθώ και κρίνομαι καθημερινά καταρχάς από τον Πρωθυπουργό που μου ανέθεσε αυτή τη δουλειά να τη κάνω, θα την κάνω όσο θεωρεί ότι πρέπει να την κάνω εγώ και όχι κάποιος άλλος.»
Στο ίδιο πλαίσιο, η διακυβέρνηση, οι πολιτικές αποφάσεις σε μια δραματική στιγμή, χαρακτηρίζονται απλώς «δουλειά», η οποία εκτελείται ερήμην της πολιτικής βούλησης και της ιστορίας, πάντα υπό τη σκέπη του ηγέτη: «Μου έχει ανατεθεί μια δουλειά, θα την κάνω, όσο θεωρεί ο Πρωθυπουργός, βεβαίως οι πολίτες που κρίνουν, ότι αυτή η δουλειά γίνεται σωστά. Εάν κάποια στιγμή κριθεί ότι η αξιοπιστία του συγκεκριμένου Υπουργού έχει τρωθεί, είναι μια απόφαση που θα την πάρει ο Πρωθυπουργός και κανένας άλλος.»
Η «δουλειά» λοιπόν… Αnd the Good Fellas.
Δεν υπάρχει πολιτική, αποφάσεις ιστορικής σημασίας για τις ζωές γενεών, αλλά «δουλειά» ουδέτερη, άχρωμη, αυτονομημένη από πρόσωπα, πάθη, βούληση, επιλογές· οι πράξεις του είναι σαν φυσικό φαινόμενο, αναπόδραστο, συνοψιζόμενες όλες στο δικό του ‘There is no alternative’: «Έστω ότι εγώ φεύγω αύριο το πρωί. Και λοιπόν; Θα υπάρχει μια άλλη οικονομική πολιτική; Αυτός ο οποίος θα με αντικαταστήσει, θα κάνει μια διαφορετική πολιτική;»
Δεν έπεσε και πολύ έξω. Εκτός του ότι η «δουλειά» του θα τον εξευτέλιζε τόσο.
Ας μη βιαστούμε να συμπεράνουμε. Η δικαστική και κοινοβουλευτική έρευνα, τώρα πια, θα δείξουν ποιοι παρανόμησαν ή απίστησαν κατά τον χειρισμό της λίστας Λαγκάρντ. Και ασφαλώς θα αποδοθούν ευθύνες. Εως τότε, ας παραμείνουμε νηφάλιοι και κριτικοί: η οργή είναι κακός σύμβουλος. Και η μνησικακία ακόμη χειρότερος.
Φυσικά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί καμία ενδεχόμενη πλαστογραφία, απόκρυψη ή απιστία, καμία πράξη ή παράλειψη που έβλαψαν το δημόσιο συμφέρον. Ούτε πρέπει να υποτιμηθεί η παιδευτική και εκτονωτική λειτουργία των θεσμισμένων διαδικασιών προς απόδοσιν δικαιοσύνης. Αλλωστε η ιδιοτελής έκνομη συμπεριφορά ενός κορυφαίου υπουργού στο έλασσον δίνει το μέτρο της υπευθυνότητας του ανδρός και στο μείζον· το ίδιο πρόσωπο που χειρίζεται μια λίστα, με την ίδια ηθικοπνευματική συγκρότηση, χειρίζεται τις τύχες μιας χώρας και μιας-δυο γενεών. Και δεν είναι ένας ο κορυφαίος, ούτε ενός η ιδιοτέλεια και η ολιγωρία.
Αυτή είναι η μία εξήγηση: άνθρωποι μικροί σε μεγάλες θέσεις, σε μεγάλες στιγμές· που δεν λογοδοτούν σε κανέναν, παρεκτός στον εαυτό τους και σε έναν νομιμοποιό αφέντη, πρίγκιπα-ηγεμόνα ή αφανή ολιγάρχη, πάντως όχι στον λαό, στους δημοκρατικούς θεσμούς, στην ιστορία, στην έγνοια για το όλον. Η άλλη εξήγηση, χλωμή ωστόσο, θα ήταν ο ντοστογιεφσκικός ήρωας: ο ικανός ταυτοχρόνως για το υψηλό και το βδελυρό. Πολύ χλωμή.
Παρ’ όλ’ αυτά: αν δοθούμε ολόψυχα στην καταδίωξη, κινδυνεύουμε να περιπέσουμε στην υπερβολή του παλλαιού «δίκιου», και να χάσουμε το δίκιο του παρόντος και του μέλλοντος. Υπάρχει μια δυσδιάκριτη πλην κρίσιμη γραμμή μεταξύ του δίκιου και της μνησικακίας, μεταξύ της απαιτητής τάξης και του εκτονωτικού κανιβαλισμού. Οι τελετές εκδίκησης αποσυμπιέζουν προσωρινά, αλλά κατόπιν το άχθος επανέρχεται οδυνηρότερο, διότι εν τω μεταξύ ο χρόνος τρέχει αμείλικτος, η ζωή βαριοκυλάει με άλλες δεσμεύσεις και ήττες. Να μη λησμονούμε το παρελθόν, αλλά να μην ξεχνιόμαστε κιόλας από τα παρόντα.