You are currently browsing the tag archive for the ‘λαϊκισμός’ tag.

H 39η επέτειος ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ λειτουργεί σαν πρόβα κηδείας του συγκεκριμένου πολιτικού σχηματισμού, αλλά και σαν ευκαιρία ιστορικού απολογισμού σε εθνικό επίπεδο. Οι συνιδρυτές και κληρονόμοι του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, οι λαθρεπιβάτες και οι εκσυγχρονιστές, οι αποσυνάγωγοι και οι αποδράσαντες, έχουν να πουν τη δική τους εκδοχή της ιστορίας. Σε καμία απ’ όσες ακούστηκαν εντούτοις δεν περείχετο αυτοκριτική· περίσσεψαν η αυταρέσκεια, η αμηχανία κι ένας μόλις κρυπτόμενος πανικός για το άδηλο μέλλον, ευνοήτως: το κόμμα συγκροτήθηκε διαχρονικά ως αυτοαναπαραγόμενο απαράτ, ως συμπαγής συντεχνία προεστών, οι οποίοι ενέμοντο όχι μόνο την κυβερνητική εξουσία αλλά κάθε πεδίο του δημόσιου χώρου, από τις ΔΕΚΟ και τα συνδικάτα έως την αυτοδιοίκηση και τις τράπεζες. Ιδου ο πανικός: ο ανθρωπότυπος ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να επιζήσει εκτός εξουσίας. Ούτε μπορεί να παράγει πολιτική. Ως εκ τούτου, τα φρόνιμα, πλην ανιαρά και προβλέψιμα, λόγια του Κ. Σημίτη για ανασύσταση της κεντροαριστεράς με νέες ιδέες όπως το 1974, απευθύνονταν σε μια σάλα γεμάτη ερείπια και στάχτες. Και το κυριότερο: σε μια ριζικά διαφορετική ιστορική συγκυρία από του ’74.

Το ΠΑΣΟΚ εφάρμοσε ένα μείγμα σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος και λαϊκισμού. Η μαζική δημόσια παιδεία, που είχε ξεκινήσει από τη μεταρρύθμιση Παπανούτσου, το ΕΣΥ, η δειλή αλλά υπαρκτή αναδιανομή εισοδήματος, η διαχείριση ελλειμμάτων και χρέους, ήταν η καθυστερημένη εφαρμογή του δυτικοευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος, μετά τις ανώμαλες περιόδους του μετεμφυλίου και της δικτατορίας. Ελλιπώς και αδόμητα. Σημαντικότερες ήταν οι μεταρρυθμίσεις που επηρέασαν το συλλογικό φαντασιακό: η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, η αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου. Και βέβαια η μερική ανανέωση των ηγεμονικών ελίτ με νέα πρόσωπα, που εξέφραζαν τα ανερχόμενα μικρομεσαία στρώματα, την ατμομηχανή του ΠΑΣΟΚ.

Η παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη παρέσυρε αφεύκτως και το ΠΑΣΟΚ, ιδίως μετά το ιστορικό ρήγμα του 1989. Η πολιτική του εφεξής τροφοδοτήθηκε από την παραδοσιακή δεξαμενή του λαϊκισμού και του κορπορατισμού, εμπλουτιζόμενη από την ευρωλατρία και έναν εκλεκτικιστικό μπλερισμό. Σοσιαλισμός συν χρηματιστήριο. Τσάροι οικονομίας και τραπεζίτες όμνυαν στους θεούς των αγορών που έφερναν φτηνό χρήμα, και το ΠΑΣΟΚ κέρδισε δύο εκλογές υποσχόμενο ευρωπαράδεισο και κινητοποιώντας τις φυλές των ΔΕΚΟ.

Η πολιτική, ηθική και διανοητική φθορά είχε επέλθει πολύ πριν την μοιραία κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου. Οι κορυφές είχαν παραδοθεί ή αλωθεί στις δυνάμεις της διαπλοκής προ πολλού, από τη δεκαετία του ’90. Ο πλουτισμός και ο καθεστωτισμός είχαν διαποτίσει τα στελέχη μέχρι μυελού, το μεγάλο κόμμα της μεταπολίτευσης είχε χάσει κάθε ηθικό έρεισμα, και η κατάρρευση του 2009-10 ουσιαστικά έδειξε και τη διανοητική αποσάθρωση.

Αυστηροί, σκληροί, οργισμένοι, απορριπτικοί ― είμαστε με το ΠΑΣΟΚ. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι η 39χρονη ιστορία του είναι εν πολλοίς και η ιστορία μας, η ιστορία της ελληνικής μεταπολίτευσης, οι αντινομίες, τα επιτεύγματα, οι προσδοκίες, οι διαψεύσεις. Και η ώριμη στιγμή για το ξεπέρασμά του.

Από την αρχή της ελληνικής κρίσης, το 2009, και πολύ περισσότερο από την αναγγελία εισόδου στο πρώτο μνημόνιο, ήταν σαφές ότι η πολιτική γεωγραφία, όπως λίγο πολύ παρέμενε σταθερή από τη δεκαετία ‘80, θα άλλαζε βαθιά και διαρκώς. Σε κανένα κράτος υπό τη δοκιμασία της χρεοκοπίας και των προγραμμάτων του ΔΝΤ το πολιτικό σύστημα δεν παρέμεινε αλώβητο· αντιθέτως, πρόσωπα και δυνάμεις που οδηγούν μια χώρα στην οδυνηρή επιτήρηση είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν από το προσκήνιο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Αυτή η τεκτονική μετατόπιση συμβαίνει ήδη και στην Ελλάδα, παρότι δεν έχει ολοκληρωθεί. Το πολιτικό σκηνικό του φθινοπώρου 2009, μετά τις τελευταίες προμνημονιακές εκλογές, παρουσιάζει ελάχιστα κοινά τυπικά χαρακτηριστικά με το σημερινό. Εν τω μεταξύ, στη διαρρεύσασα τετραετία, έχουν συμβεί πρωτογανή γεγονότα: ο εκλεγμένος πρωθυπουργός του πρώτου μνημονίου απεπέμφθη και ο υπουργός του επί των Οικονομικών σύρεται κατηγορούμενος για κακούργημα. Ενας τραπεζίτης αναγορεύθηκε πρωθυπουργός και υπέγραψε το δεύτερο μνημόνιο. Το κεντροαριστερό κόμμα που σφράγισε τη μεταπολίτευση και έβαλε τη χώρα σε καθεστώς επιτήρησης κατέρρευσε. Ενα ακροδεξιό κόμμα συνήργησε στο μνημόνιο και εξαερώθηκε. Ενα άλλο ακροδεξιό μόρφωμα, με νεοναζιστικούς χαρακτήρες και αντισυστημική ρητορική, εκτοξεύθηκε από το πουθενά και διεκδικεί την τρίτη θέση. Ο ηγέτης της μείζονος αντιπολίτευσης, που αντιτάχθηκε στο πρώτο μνημόνιο, υπέγραψε το δεύτερο και το τρίτο και εφάρμοσε πολτική εκ διαμέτρου αντίθετη προς τις διακηρύξεις του, όταν έγινε πρωθυπουργός. Τέλος, ένα μικρό αριστερό κόμμα, κινούμενο ιστορικά μεταξύ 3%-5,5%, απογειώθηκε στη στρατόσφαιρα του 27% και του ουσιαστικού ρυθμιστή των εξελίξεων εφεξής.

Οι αλλαγές δεν σταματούν εδώ. Στο ρευστό παρόν, πέραν της υπό διαμόρφωσιν πολιτικής γεωγραφίας, διακρίνουμε ήδη μείζονες μετασχηματισμούς στο κοινωνικό ανάγλυφο, δηλαδή στην ταξική διάρθρωση, και στις συλλογικές αναπαραστάσεις, στις συμπεριφορές και στις ιδέες. Το υλικό, κοινωνικό και διανοητικό σοκ της χρεοκοπίας και της φτώχιας διαμορφώνει νέες συσσωματώσεις, νέα συλλογικά και ατομικά υποκείμενα, με τέτοια σφοδρότητα και ταχύτητα που δεν είχαμε υποψιαστεί στην Ελλάδα τον τελευταίο μισό αιώνα. Τόσο που, στο πολιτικό επίπεδο, μπορούμε να μιλάμε για νέα δεξιά και νέα αριστερά, σε αντιπαραβολή με την έως πρόσφατα παλαιά δεξιά και αριστερά.

Θα αποτολμήσουμε να περιγράψουμε αδρά μερικά χαρακτηριστικά του αναδυόμενου τοπίου, σε σύγκριση με τους χαρακτήρες του παλαιού.

Η παλαιά δεξιά, επηρεασμένη βαθιά από τον καραμανλισμό της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου («σοσιαλμανία» και ευρείες κρατικοποιήσεις), σταδιακά προσέγγισε και τον κεντρώο χώρο, όπως και τον φιλελεύθερο-νεοφιλελεύθερο. Η νεοφιλελεύθερη στροφή, υπό τον αστερισμό του θατσερισμού, επιχειρήθηκε από τον Κων. Μητσοτάκη στο κυβερνητικό διάλειμμα του ‘90. Η κεντρώα στροφή της λαϊκής δεξιάς ολοκληρώθηκε υπό την ηγεσία τον Κώστα Καραμανλή. Ηδη όμως από τη δεκαετία ‘90, η νοοτροπία των στελεχών της δεξιάς επηρεάζεται από τον κυβερνητισμό και τη συμπαγή κομματική οργάνωση του αντιπάλου του, του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Μετά το 2004, και ιδίως μετά το 2007, η τυπική δεξιά παρουσιάζεται κουρασμένη, χωρίς νέα πρόσωπα και νέες ιδέες, στηριζόμενη στην περιστασιακή, μεγαλύτερη ή μικρότερη, ακτινοβολία του ηγέτη της παράταξης.

Η κρίση μεταμορφώνει δραστικά τη δεξιά. Η χρεοκοπία, τα μνημόνια και η συνακόλουθη εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και των μικρομεσαίων, απομακρύνουν μεγάλα μέρη της εκλογικής πελατείας. Ταυτόχρονα, οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες, εφαρμοζόμενες από την ξένη επιτροπεία, καθίστανται απεχθείς για τις μάζες. Τα πληγέντα στρώματα, που ακολουθουσαν τη δεξιά, είτε ως πελάτες είτε από οικογενειακή παράδοση, αποκολλώνται ψυχικά και σκορπίζουν. Παρά τη στροφή της πληγείσας ΝΔ προς τον σκληρό λόγο και την απορρόφηση ακροδεξιών από τον ΛΑΟΣ, ένα σημαντικό μέρος ψηφοφόρων καταφεύγει στον οιονεί αντισυστημικό, υπερεθνικιστικό, λαϊκιστικό και βάναυσο λόγο της Χρυσής Αυγής. Υπό αυτή την έννοια, η παλαιά ΝΔ και η νέα ΧΑ είναι όμορες και ανταγωνιστικές εντός του ευρύτερου δεξιού πλαισίου.

Αξιοσημείωτο: η νυν ΝΔ διατηρείται ενιαία μόνον λόγω της συγκολλώσας κυβερνητικής εξουσίας. Κατά τα άλλα, εφόσον η κατάσταση οξύνεται, θα αποκαλύπτονται οι τώρα λανθάνουσες φυγόκεντρες τάσεις: οι σαμαρικοί της σκληρής λαϊκής δεξιάς, οι καραμανλικοί κεντροδεξιοί, οι νεοφιλελεύθεροι, οι ακροδεξιοί.

Στα μήντια, συμβατικά και δικτυακά, η δεξιά εκφράζεται με ισχυρή φωνή κυρίως μέσω των νεοδεξιών, οι οποίοι προέρχονται από μη τυπικούς δεξιούς χώρους· κυρίως από την πρώην εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, το ερειπιώδες ΠΑΣΟΚ του Β. Βενιζέλου, φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους των μικροσκοπικών μορφωμάτων, αλλά και αρκετούς πρώην αριστερούς. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φωνής είναι η επιθετική ρητορική της καθολικής ευθύνης ή της συνευθύνης, και ένα κράμα ηθικολογίας και οικονομισμού.

Η αριστερά έχει υποστεί κι αυτή βαθιές μεταμορφώσεις. Η παλαιά ήταν κατά βάσιν ηττοπαθής, περιχαρακωμένη, αναχρονιστική, εκφραζόμενη ως τέτοια από το ΚΚΕ έως και σήμερα. Η σοσιαλδημοκρατία, στην επικρατήσασα ελληνική εκδοχή της, ήταν μαζική, νικήτρια, συμπαγής, λαϊκιστική, πελατειακή και συντεχνιακή, εντέλει διεφθαρμένη. Τώρα πλέον δεν υπάρχει.

Ο τελευταίος, μικρότερος παίκτης της ευρύτερης παλαιάς αριστεράς, ο πρώην Συνασπισμός, είναι αυτός που άλλαξε πιο θεαματικά από οποιονδήποτε πολιτικό σχηματισμό. Ο μικρός ΣΥΝ καρδιοχτυπούσε να μπει στη Βουλή, ήταν μια περίπου λέσχη μοιρασμένη ανάμεσα στον δικαιωματισμό και έναν αντιπαγκοσμιοποιητικό κινηματισμό, ταλαντευόμενος επίσης ανάμεσα στον φετιχιστικό ευρωπαϊσμό και τον εγγενή συντηρητισμό της πρωην ΕΑΡ, αφενός, και τις παλαιοαριστερές καθηλώσεις των κουκουεδογενών, αφετέρου. Κοινωνικά και ανθρωπολογικά, η παλαιά αριστερά ήταν συμμαζεμένη και υστερόβουλη, λεηλατημένη πολιτικά αλλά και βολεμένη εντός του κοινωνικού συμβολαίου του ΠΑΣΟΚ. Η περιλάλητη πνευματική ηγεμονία της είναι μάλλον για γέλια.

Η νεά αριστερά όπως την ανέδειξε η τεκτονική κρίση έχει διαφοριστεί σε πολύ σύντομο χρόνο. Είναι επιθετική και αυθάδης, με σχετική αυτοπεποίθηση, είναι ηγεμονική αλλά και σαστισμένη, υπό το βάρος της ιστορικής ευθύνης και με τη διεθνή κοινή γνώμη στραμμένη πάνω της. Η αναδυόμενη μαζική αριστερά φέρει την απόγνωση της κρίσης και της υλικής εξαθλίωσης, υποφέρει και αυτή από τη σύγχυση των καινοφανών προκλήσεων, δεν διαθέτει νέα διανοητικά εργαλεία, αλλά πολιτικά για πρώτη φορά καταφέρνει να είναι πιο ανοιχτά λαϊκή, συχνά και λαϊκιστική. Υπάρχουν κι εδώ πολύς οπορτουνισμός, υστεροβουλία, εξουσιομανία. Ελάχιστες νέες ιδέες. Τα πιο νεανικά της τμήματα είναι τα πιο μοντέρνα, ανοιχτά στη νέα γνώση, τα νέα μέσα και τον κοσμοπολιτισμό· αυτά συμπεριφέρονται πλουραλιστικά επιθετικά στα κοινωνικά δίκτυα, αποκόπτουν εαυτούς από τη σταλινική παράδοση και ταυτόχρονα βδελύσσονται την παλαιά σοσιαλδημοκρατία, ιδίως τον εκσυγχρονισμό που βούλιαξε στη διαφθορα και την χρεοκοπία.

Κι ακόμη δεν έχουμε δει τίποτε.

Η αποχώρηση της Δημοκρατικής Αριστεράς από την κυβέρνηση σήμανε αλλαγή πολιτικής του κεντροαριστερού κόμματος: παύει να αναλαμβάνει ευθύνες που δεν μπορεί να τις αντέξει ηθικά, ιδεολογικά αλλά και υλικά. Η απαγκίστρωσή του από τη διακυβέρνηση προκαλεί κλυδωνισμούς στο εσωτερικό του, αλλά ίσως αυτή η αναστάτωση οδηγήσει σε αποσαφήνιση της φυσιογνωμίας του και ουσιαστικότερη σχέση με την εκλογική του βάση, ωφέλιμη εν όψει πολλαπλών ανακατατάξεων. Αν δεν εμπλακεί σε έριδες και πόλωση, η πολιτική πείρα των στελεχών του και, ιδίως, η ιδεολογική τους συγκρότηση, θα είναι η μαγιά για ανασυγκρότηση του χαμένου σοσιαλδημοκρατικού πόλου, στην οποία μάλλον αποκλείεται πια να παίξει ρόλο το ΠΑΣΟΚ.

Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η ΔΗΜΑΡ θα πλησιάσει προς τον φυσικό της όμορο και ετεροθαλή αδελφό, τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αυτές τις μέρες με το ιδρυτικό του συνέδριο παύει να είναι ιδιότυπη ομοσπονδία συνιστωσών και συγκροτείται ως πολυτασικό μεν, πλην ενιαίο κόμμα, με πρόεδρο μάλιστα αντλούντα ισχύ και νομιμοποίηση απευθείας από το συνέδριο. Δεν είναι λίγοι άλλωστε όσοι υποστηρίζουν ότι η ανάδυση της μεγάλης κεντροαριστεράς δεν μπορεί παρά να συνυπολογίζει σαν πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, μπορούμε να πούμε ότι μόλις τώρα αρχίζει να φαίνεται ο πυρήνας μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης. Εως τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, εκπλαγείς από το εντυπωσιακό εκλογικό του σκορ, δεν είχε κατορθώσει να συνθέσει μια πρόταση διακυβέρνησης, αν όχι ολοκληρωμένη και τολμηρή, τουλάχιστον ρεαλιστική και πειστική. Ηταν διστακτικός διττά: και ως προς την πρόταση εξουσίας και ως προς την άντληση ζωτικότητας και ιδεών από την κοινωνία. Η οργανωτική και κυρίως η πνευματική του δομή δεν προέβλεπαν τέτοιο άλμα μεγέθυνσης, μαζί με τα συνοδά αμφίπλευρα ανοίγματα και τις αυτοϋπερβάσεις.

Το συνέδριο πιθανότατα θα τερματίσει την εσωστρέφεια του μικρού αριστερού κόμματος, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό· το νέο κόμμα πρέπει να απαντά στην κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσείλκυσε ψήφους πολιτικά αστέγων και προσφύγων που εξέφραζαν ταυτοχρόνως οργή, απόγνωση, προσδοκία. Θα πρέπει να διασκεδάσει τον φόβο και την απόγνωση και να ανταποκριθεί στην προσδοκία, στην ελπίδα για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, για κοινωνική δικαιοσύνη, για μεταρρύθμιση του κράτους: αυτά άλλωστε εμπεριέχονται ιστορικά στο πρόγραμμα και της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Κάποιες από τις εξυγιαντικές του πελατειακού κράτους μεταρρυθμίσεις, λ.χ., που ζητούνται από την τρόικα, θα μπορούσαν να είναι μέρος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ· και σίγουρα μπορεί να διεκδικήσει να είναι αυτός ο κατεξοχήν φορέας αλλαγής και μεταρρυθμίσεων.

Υπό μία έννοια, πρόκειται για την παραγωγή ενός μοντέρνου ουσιώδους λαϊκισμού ανάλογου προς τον Ομπάμα του 2008, ριζικά διάφορου από το ελληνικό ’80, με αναφορές στις εθνικές, δημοκρατικές και κοινοτικές παραδόσεις, αλλά και με τολμηρές απαντήσεις στους παρόντες καταναγκασμούς της μόνιμης κρίσης και της «μη υπάρχουσας εναλλακτικής». Ναι, υπάρχει ζωή χωρίς κρίση ― αυτό.

Μπορεί να τα συλλάβει, να τα πιστέψει και να τα αναπτύξει αυτά ο νέος ΣΥΡΙΖΑ με τους όποιους συμμάχους του; Θα δούμε σύντομα, ο καιρός δεν περιμένει. Πάντως αυτά περιμένει το χειμαζόμενο πλήθος: τόλμη, ηθική ακεραιότητα, συνθέσεις, υπερβάσεις, ειλικρίνεια, παρρησία. Αυτή είναι η ιστορική πρόκληση, και η ευθύνη.

Το μαύρο στις οθόνες της ΕΡΤ ήταν ενδογενές ατύχημα, το οποίο ανεξαρτήτως της αρχικής στόχευσης, εντέλει εκτροχίασε την τρικομματική συνεργασία και γέννησε μια ασθενή κυβέρνηση. Πέραν του εσπευσμένου κυβερνητικού ανασχηματισμού, το ατύχημα ΕΡΤ φαίνεται ότι θα είναι αφετηρία βαθύτερων πολιτικών εξελίξεων. Η αποσκίρτηση της ΔΗΜΑΡ σημαίνει την απαρχή ριζικών διαφορισμών στην κομματική γεωγραφία και, περαιτέρω, στην πολιτική ψυχογεωγραφία.

Οι δυνάμεις που συγκροτούν την παρούσα κυβέρνηση είναι οι δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, για καλό και για κακό. Οι πολιτικές επιλογές ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έφτασαν τη χώρα στο σημείο ρήξης του 2009-10 και οι ίδιοι λίγο-πολύ άνθρωποι διαχειρίζονται το ναυάγιο έκτοτε. Ο παλαιός δικομματισμός συναιρεμένος θα αποτελέσει πιθανότατα τον ένα μεγάλο πόλο στο πολιτικό σκηνικό προσεχώς. Οι ιδεολογικές διαφορές, δυσδιάκριτες ήδη από καιρό, τώρα πλέον έχουν εξαλειφθεί· στη μέλλουσα ρητορική του νέου δεξιού-κεντροδεξιού πόλου η μόνη συνέχουσα ύλη θα είναι ο φιλοευρωπαϊκός προσανατολισμός, στο μέτρο βεβαίως που θα εξακολουθήσει να υπάρχει η ευρωζώνη όπως την ξέρουμε τώρα. Εν πάση περιπτώσει η συναίρεση των δύο πρώην αντιπάλων στην κυβέρνηση εφαρμογής του μνημονίου προοιωνίζεται την ανάδυση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, με προσχωρήσεις και τρίτων, νυν αστέγων. Οι αποχωρήσεις φαίνονται λιγότερο πιθανές.

Ιδεολογικά, ο νέος σχηματισμός θα δέχεται διαρκώς πίεση από την ακροδεξιά, ως εκ τούτου, αντανακλαστικά, θα είναι δυσχερής έως αδύνατη η επέκταση προς το κέντρο. Ενδεχομένως να διαμορφωθεί ένας λόγος οιονεί νεοθατσερικός, με λαϊκιστικές και αυταρχικές αποχρώσεις, πάντως ο πολιτικός φιλελευθερισμός συρρικνώνεται διαρκώς.

Ο άλλος πόλος του μεταμνημονιακού-μεταπτωχευτικού δικομματισμού συγκροτείται γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το μεγαλύτερο μέρος της ΔΗΜΑΡ και ένα μέρος του κερματισμένου ΠΑΣΟΚ συγκλίνουν ήδη προς τα εκεί. Κεντρώος χώρος δεν υπάρχει, οποιαδήποτε ανασύστασή του είναι προς τα παρόν καταδικασμένη. Ο αριστερός-κεντροαριστερός πόλος της νέας εποχής έχει να επιλύσει δύσκολα προβλήματα φυσιογνωμίας και λόγου, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με απώτατο ορίζοντα τις ευρωεκλογές και τις περιφερειακές εκλογές στα μέσα του 2014 ― ίσως και νωρίτερα. Κυρίως επείγεται να βρει ιδέες και ζωτικότητα, πρόσωπα και δυνάμεις, ώστε να εμφανιστεί ως επί της ουσίας κυβερνώσα δύναμη.

Κωδικά, τρία είναι τα κρίσιμα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει: Πρώτον, ποια είναι η εθνική συλλογική ταυτότητα, αυτή που θα συνέχει και θα συνεγείρει τους πολίτες επί ελαχίστης βάσεως, και θα τοποθετεί γεωπολιτικά τη χώρα στο ασταθές περιβάλλον της. Δεύτερον, ποιο είναι το παραγωγικό μοντέλο με το οποίο θα ανορθωθεί η χώρα και θα μειωθούν οι στρατιές των ανέργων. Τρίτον, πώς θα επανιδρυθεί το μεταπελατειακό κράτος, με όρους λειτουργικότητας και ανοιχτής κοινωνίας. Σε αυτό το τρίπτυχο εντάσσονται και κρίσιμες απαντήσεις για την ασφάλεια, το μεταναστευτικό, τη δραστική αξιοποίηση της νεολαίας, τις στρατηγικές αντιμετώπισης του δημογραφικού κ.λπ.

Ο νέος αριστερός-κεντροαριστερός πόλος φέρει το βάρος της «μικρής» καταγωγής και της μεγάλης προσδοκίας, πιέζεται αμείλικτα από τον χρόνο και από πρωτόγνωρες ιστορικές προκλήσεις. Η προσδοκία είναι διττή: αφενός υλική ανακούφιση, αφετέρου ηθική-πολιτική αναγέννηση. Αμφότερα δύσκολα, κατεπείγοντα· το δεύτερο ίσως ακόμη περισσότερο.

grillo-dario-fo

Το νέο πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία, πολύμορφο και ασταθές, με νέους και παλαιούς παίκτες, ενδεχομένως προοικονομεί άλλες ισορροπίες μέσα στην Ευρώπη της κρίσης. Το εκλογικό αποτέλεσμα αναδεικνύει πρώτη την Κεντροαριστερά του Μπερσάνι, αλλά σε απόσταση αναπνοής από τη Δεξιά του Μπερλουσκόνι και από τον απρόβλεπτο λαϊκιστή Γκρίλο. Και οι τρεις μπορούν να ισχυρίζονται ότι νίκησαν: Ο Μπερσάνι διότι πιθανόν θα βρεθεί επικεφαλής μιας κυβέρνησης, αν και μάλλον αδύναμης. Ο Μπερλουσκόνι διότι νεκραναστήθηκε και απειλεί να τιμωρήσει αυτούς που τον ανέτρεψαν. Και φυσικά ο Γκρίλο, που ανέβηκε στην κορυφή από το πουθενά.

Ποιος έχασε; Ο κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός Μόντι είναι ο μεγάλος ηττημένος, όχι τόσο λόγω του χαμηλού σκορ, όσο επειδή εγκατέλειψε τη θέση τού υπεράνω κομματικών παθών τεχνοκράτη και τις υποσχέσεις του, εκτέθηκε στη λαϊκή κρίση και βρέθηκε ελλιπής. Ηττημένη άρα μπορεί να θεωρηθεί εν συνόλω η πολιτική λιτότητας, που εφάρμοσε η διακομματική κυβέρνηση Μόντι, ακολουθώντας τη γραμμή των Βρυξελλών και του Βερολίνου για δημοσιονομική πειθαρχία και περιορισμό των μισθών. Υπό αυτή την έννοια, τραυματίζεται και η πολιτική Μέρκελ, για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρωζώνη και για εμπέδωση της γερμανικής ηγεμονίας.

Μεγάλος νικητής είναι ο κωμικός Μπέπε Γκρίλο με το Κίνημα Πέντε Αστέρων: το καινοφανές μόρφωμα μεταμοντέρνου λαϊκισμού εν πολλοίς εκφράζει τους ποικίλους Αγανακτισμένους των εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων, οι οποίοι πλήττονται από την κρίση και απορρίπτουν βίαια τα παραδοσιακά κόμματα. Οι Γκριλίστι, κινούμενοι εκτός των συμβατικών ΜΜΕ, με χαρακτηριστικά κοινοτισμού grassroots που εκδηλώνονται με δημόσιες συναθροίσεις και έντονη χρήση των διαδικτυακών κοινοτήτων και εργαλείων, υπό μία έννοια είναι η άναρθρη, άγαρμπη, τυφλή, πλην αποτελεσματική, εκδίκηση των άφωνων πολιτών απέναντι στον μαρασμό της αντιπροσώπευσης και την κατίσχυση των αγορών έναντι της πολιτικής. Η δική τους ατελής αντι-πολιτική είναι μια έκφραση του πολιτικού από το πλήθος στην εποχή της μεταδημοκρατίας.

Αν αναζητούσαμε κάποιες αναλογίες, στην Ελλάδα οι Αγανακτισμένοι κινήθηκαν εκλογικά προς τρεις κατευθύνσεις: τους συνταγματικούς ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητους Ελληνες και τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Στην Ιταλία τους απορρόφησε όλους σχεδόν ο αντισυστημικός μη φασίστας Γκρίλο σε μια διαρκή καρναβαλική εκδραμάτιση, και εν μέρει ο παλαιοκομματικός φθαρμένος Μπερλουσκόνι με τους δικούς του θεατρινισμούς.

Ενα χαρακτηριστικό, εκτός του λαϊκισμού, που μοιράζονται, σε διαφορετικό βαθμό, Μπερλουσκόνι και Γκρίλο: η εναντίωση στην ηγεμονία της Γερμανίας και η αφύπνιση της εθνικής υπερηφάνειας. Ο κωμικός επιπλέον διακηρύσσει ανοιχτά τον ευρωσκεπτικισμό του. Αυτό το στοιχείο ίσως έχει τη μεγαλύτερη διευρωπαϊκή επιρροή: η τρίτη μεγαλύτερη χώρα της Ευρωζώνης, η έβδομη οικονομία του πλανήτη, με 2 τρισ. χρέος και βυθισμένη στη μακρύτερη ύφεση των τελευταίων είκοσι χρόνων, αμφιβάλλει για την κοινή ευρωπαϊκή μοίρα.

Ο σπασμός του μεγάλου ιταλικού λαού, υπό την πίεση της κρίσης, διατυπώνεται τώρα με όρους που μπορούν να αυξήσουν απρόβλεπτα την εντροπία του ήδη ασταθούς ευρωσυστήματος.

balibar POLITIS[1] elefantis

Καθώς κοντεύουμε να κλείσουμε τρία χρόνια βύθισης στην κρίση, και ενώ διανύουμε ήδη την δεύτερη μνημονιακή εποχή, με την τρίτη κατά σειρά κυβέρνηση, αντιλαμβανόμαστε ότι, παρ’ όλα τα πάθη και τον πόνο, είμαστε τουλάχιστον λίγο σοφότεροι πολιτικά. Μετά το παρατεταμένο σοκ, αντιλαμβανόμαστε ότι ο πρώτος χωρισμός σε φιλομνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, που προσέλαβε εμφυλιακούς χαρακτήρες, έχει λίγο-πολύ ξεθυμάνει. Σήμερα, μέσα από τα σωρευόμενα ερείπια του παλαιού συστήματος διακρίνονται ήδη άλλοι διαχωρισμοί και άλλες συγκρούσεις, στο πολιτικό και στο κοινωνικό πεδίο.

Στο κοινωνικό πεδίο επανεμφανίζονται οι ταξικοί διαχωρισμοί με πρωτοφανή σφοδρότητα, σχεδόν ξεχασμένη κατά τις πρόσφατες δεκαετίες του ευδαιμονισμού και ενός ιδιότυπα «βολεματικού» κοινωνικού συμβολαίου. Η κρίση ανέστειλε βιαίως τους όποιους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς, τους πελατειακούς έστω, εξοντώνοντας τους αδύναμους και βάζοντας τους μικρομεσαίους σε κατάσταση διαρκούς απειλής. Η τέτοιας έντασης και βάθους υπονόμευση του κοινωνικού συμβολαίου κινητοποιεί αναλόγως σφοδρά τους απειλούμενους: το αμέριμνο πλήθος καταναλωτών/πελατών αναγκάζεται να θυμηθεί την ιδιότητα του πολίτη, να γίνει λαός. Ή να μεταπέσει σε όχλο, έρμαιο της μνησικακίας.

Αυτές οι διαδοχικές μεταπτώσεις μάς φέρνουν ενώπιον νέων διακρίσεων και διαχωρισμών στο πολιτικό πεδίο. Εδώ βλέπουμε, από τις απαρχές ήδη της κρίσης, να φουντώνει η διάκριση σε λαϊκιστές και αντιλαϊκιστές. Πολύ αδρά, οι αντιλαϊκιστές, συνήθως υποστηρικτές ή ανεχόμενοι τα μνημόνια, χαρακτηρίζουν υποτιμητικά λαϊκιστές τους συνήθως πολέμιους των μνημονίων. Υπό τους όρους αυτούς συναθροίζονται γενικευτικά και απλουστευτικά δεξιοί, αριστεροί, ακροαριστεροί, φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι, κομμουνιστές, νεοναζί, εθνικιστές, ακόμη και μετριοπαθείς. Είναι η νέα διαχωριστική γραμμή, μια μαγική, αποτροπαϊκή κορδέλα διαρκώς μετατοπιζόμενη και διαστελλόμενη για να τους χωρίζει όλους σε όλα.

Βεβαίως η συζήτηση περί λαϊκισμού δεν είναι τόσο νέα όσο η εμπειρία ύφεσης και πτώχευσης, όσο η εμπειρία μνημονιακής λιτότητας. Είναι πολύ παλαιότερη. Με μια μεγάλη διαφορά: στο παρελθόν, το φαινόμενο του εγχώριου λαϊκισμού, όπως αυτός εκφράστηκε κυρίως στην πασοκική πρακτική στη δεκαετία ’80, απασχόλησε αριστερούς διανοουμένους και επιστήμονες, μεταξύ άλλων τους Αγγελο Ελεφάντη (Στον αστερισμό του λαϊκισμού, 1991), Αντώνη Λιάκο (1989), Λυριτζή και Σπουρδαλάκη (1990). Σήμερα, αντιθέτως, παλαιοδεξιοί, συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, πρώην και νυν πασόκοι, κατηγορούν για λαϊκισμό τους αριστερούς κυρίως, και μια μερίδα της λαϊκής δεξιάς. Παρατηρείται λοιπόν το εξής παράδοξο: οι κυβερνώντες αδιαλλείπτως τις τελευταίες δεκαετίες, θεμελιωτές της λαϊκιστικής διακυβέρνησης και τροφοδότες του πελατειακού κράτους, βγάζουν τους εαυτούς τους έξω από το ιστορικό συνεχές, και κατηγορούν τους αντιπολιτευόμενους επί λαϊκισμώ.

Αλλά ποιον ακριβώς λαϊκισμό; Τον ακροδεξιό, αντιδραστικό, εθνορατσιστικό, εσωστρεφή, μισαλλόδοξο λαϊκισμό του ΛΑΟΣ ή της Χρυσής Αυγής; Ή τον αριστερό λαϊκισμό που ρητορεύει για την απώλεια της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας; O Ετιέν Μπαλιμπάρ ορίζει ακόμη και έναν «θετικό λαϊκισμό», και ο κάθε άλλο παρά λαϊκιστής Ντανιέλ Κον Μπεντίτ βρίσκει σε αυτόν τον «θετικό λαϊκισμό» μια χρήσιμη λειτουργία υπό τις παρούσες συνθήκερς αποπολιτικοποίησης.

Ο λαϊκισμός δεν είναι ένας, ομοούσιος, στατικός και ουσιοκρατικός· ως έκφραση του πολιτικού είναι δυναμικός και διαρκώς ανασημασιοδοτούμενος. Στη σημερινή συγκυρία ερειπίων επιπλέον, μια πολιτική αφήγηση που βασίζεται σε στατικές εννοιολογήσεις κινδυνεύει να αποβεί περισσότερο αντιδραστική από τον καταγγελόμενο εχθρό: εν προκειμένω, η αντιλαϊκιστική ρητορική αλληθωρίζει έναντι της ποικιλόμορφης ζέουσας πραγματικότητας, πετώντας μαζί με τα βρωμόνερα του λαϊκισμού και τον λαό.

Κι εδώ φτάνουμε στον κρίσιμο πυρήνα της συζήτησης: τι σημαίνει σήμερα λαός, λαϊκή κυριαρχία, νομιμοποίηση πηγάζουσα από τη λαϊκή βούληση; Η κρίση κατέδειξε τις αδυναμίες και τον φενακισμό της μεταδημοκρατίας, όσες εκάλυπτοντο ή ελάνθαναν κάτω από την ευμάρεια των δανεικών· κατέδειξε δραματικά τις ανισότητες, τα δημοκρατικά ελλείμματα στην αντιπροσώπευση, ακόμη και την απειλητική υποκατάσταση της ισοπολιτείας από την κυριαρχία ανεξέλεγκτων ελίτ, κατ’ ευφημισμόν αρίστων. Τη στιγμή της ρήξης, οι ελίτ αναδιπλώθηκαν, αλλά όχι για ανανέωσή τους με νέες δυνάμεις και νέες ιδέες, αλλά για να επιβάλουν μια τεχνοκρατική διακυβέρνηση έναντι μιας πολιτικής κυβέρνησης, δηλαδή για να επιβάλουν ένα κλειστό αυτοαναπαραγόμενο σύστημα εξουσίας, που λογοδοτεί περιορισμένα ή και καθόλου, και να αποκλείσουν ένα ανοιχτό, διαρκώς ανανεούμενο και ανακλητό σύστημα εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με την εγχώρια αργκό, το ανοιχτό ονομάζεται λαϊκιστικό, ανατολικό, βαλκάνιο, κοντολογίς κακό· το κλειστό και ελεγχόμενο από αυτοοριζόμενους «άριστους», ονομάζεται αντιλαϊκιστικό, εκσυγχρονιστικό, φιλοευρωπαϊκό κ.ο.κ.

Ας κινηθούμε προς τα εμπρός, πέραν των διαχωρισμών. Το μέγα πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, δεν είναι το δίπολο λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός. Το πρόβλημα είναι η επαναφορά της πολιτικής στο προσκήνιο, δραστικής, και η επαναθεμελίωση της δημοκρατίας.

Διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου των Νικόλα Σεβαστάκη και Γιάννη Σταυρακάκη, «Λαίκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση», εκδ. Νεφέλη.

Η πρωτοφανής κρίση που πλήττει την Ελλάδα, ακόμη κι ενταγμένη στο διεθνές περιβάλλον κρίσης, καταδεικνύει εγχώριες αδυναμίες και ασθένειες του πολιτικού συστήματος, του δημόσιου βίου, της παραγωγικής δομής. Σχεδόν όλοι κάνουν λόγο για το τέλος της μεταπολίτευσης· πολλοί μάλιστα σπεύδουν να εντοπίσουν όλες τις πηγές της κρίσης στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και στις νοοτροπίες που αναπτύχθηκαν. Κάποιοι φτάνουν να υποστηρίζουν ότι όλη η μεταπολίτευση ήταν ένα τεράστιο και διαρκές σφάλμα· ο τρόπος που έζησαν και πολιτεύθηκαν οι Ελληνες οδηγούσε αναπόδραστα στην παρούσα καταστροφή.

Ηταν όλη η μεταπολίτευση ένα λάθος; Πήραμε τη ζωή μας λάθος; Υπάρχει καταφανής ανάγκη για αυτοκριτική και αναχώνευση των όσων ζήσαμε μετά το 1974. Η ανάλυση και κατανόηση είναι το πρώτο βήμα για ανάκαμψη και υπέρβαση της κρίσης. Χρειάζεται όμως προσοχή: η σφοδρότητα των συμβαινόντων θολώνει την κρίση· ο πόνος, η οργή, η κατάπληξη μπορεί να οδηγούν σε βιαστικά συμπεράσματα, σε ισοπεδωτικές κρίσεις, σε μαζικές απορρίψεις. Αναλύοντας τα τερατώδη λάθη της μεταπολίτευσης μπορεί να οδηγηθούμε σε άλλα τερατώδη λάθη, αναλόγως μοιραία.

Ενα πρώτο λάθος σε αυτή την σαρωτική κριτική της μεταπολίτευσης είναι η αυθαίρετη και αδιαφοροποίητη περιοδολόγηση: η πτώση της δικτατορίας είναι αναμφίβολα ένα πολιτικό ορόσημο, αλλά οι κοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες δεν ξεκίνησαν αιφνιδίως το 1974 ούτε διακόπηκε όλη η ζωή το 1967. Πολλές κοινωνικές διεργασίες που είχαν αρχίσει στη δεκαετία του ’60 έχασαν την ορμή τους με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, αλλά δεν εξαφανίστηκαν· άλλαξαν κοίτη και δυναμική. Εξάλλου μέσα στην επταετία εμφανίζονται καινοφανείς συμπεριφορές, αναδύονται νέες κοινωνικές ομάδες ευνοημένων, αρχίζει να εμπεδώνονται νέες τάσεις καταναλωτισμού και διασκέδασης. Η χώρα μπορεί να υπέφερε από έλλειψη πολτικών ελευθεριών, αλλά δεν ήταν στεγανή στα μηνύματα της διεθνοποιημένης ποπ κουλτούρας, ούτε καν στο πνεύμα αμφισβήτησης του Μάη ’68 και των χίππις.

Υπό αυτή την έννοια, πολιτισμικά και κοινωνικά η «χαμένη άνοιξη» του ’60 προβάλλει μέσα στην επταετία 1967-74: τα λαϊκά-εργατικά στρώματα συνεχίζουν να μικροαστικοποιούνται, η ανοικοδόμηση και η αστυφιλία εντείνονται, η κοινωνική κινητικότητα συνεχίζεται απρόσκοπτα. Η δωρεάν παιδεία, η επέκταση της μέσης εκπαίδευσης και τα πανεπιστήμια προσφέρουν στα παιδιά των ασθενέστερων στρωμάτων όχι μόνο μόρφωση και επαγγελματική κατάρτιση, αλλά και τα ασφαλή μέσα για κοινωνική-οικονομική άνοδο. Και ακριβώς αυτή η πληθυσμιακή ομάδα με τα ρευστά κοινωνικά χαρακτηριστικά, οι απρόβλεπτοι φοιτητές, θα διαδραματίσουν ρόλο καταλύτη στις πολιτικές εξελίξεις όταν η χούντα θα έχει πια κουραστεί.

Οι φοιτητές, περιβεβλημένοι την αίγλη της αντιδικτατορικής αντίστασης και του Πολυτεχνείου, θα πρωταγωνιστήσουν και τα πρώτα χρόνια μεταπολιτευτικά χρόνια: από τις τάξεις τους θα αντλήσουν νέο αίμα τα αριστερά κόμματα, τα οποία επανέρχονται στο προσκήνιο της νομιότητας αποδεκατισμένα και γερασμένα, έχοντας χάσει επαφή τόσο με την μεταλασσόμενη ελληνική κοινωνία, όσο και με τα νέα πολιτιστιτικά ρεύματα του ’60-’70. Μαζί τους οι ποικίλης προέλευσης και νοοτροπίας αντιστασιακοί.
Από αυτές τις δεξαμενές, και από τη δεξαμενή του προδικτατορικού ανδρεϊκού Κέντρου, θα αντλήσει στελέχη και ιδεολογία το ΠΑΣΟΚ, συγκροτούμενο γύρω από τη χαρισματική και ριψοκίνδυνη προσωπικότητα του αρχηγού του Ανδρέα Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε το προειρηθέν συνεχές, από το ’60 ώς το ’80, συμπεριλαμβάνοντας στους κόλπους του νοοτροπίες, συμπεριφορές, ιδέες και ήθη υπό διαμόρφωσιν, αλλά κυρίως τις πυρακτωμένες προσδοκίες των διευρυνόμενων και ανερχόμενων μικρομεσαίων. Το ΠΑΣΟΚ τους έδωσε όνομα, πρόσωπο και χώρο.

Το μικρομεσαίο πλήθος διεκδίκησε πρωταγωνιστική θέση στην κοινωνία με το σφρίγος του, με την ενισχυμένη οικονομική και επαγγελματική του θέση, και με την πανεπιστημιακή μόρφωσή του. Η συμβατικά ονομαζόμενη γενιά του Πολυτεχνείου και η αμέσως επόμενη γενιά της Μεταπολίτευσης απαρτίζονται εν πολλοίς από άτομα με πτυχίο ανώτατης σχολής. Εχουν από πολύ νωρίς εμπειρίες πολιτικών αναμετρήσεων, εξουσίας και διοίκησης. Αναπόφευκτα, αρκετοί απ’ αυτούς θα εισέλθουν στις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ και θα τις ανανεώσουν εν μέρει. Μαζί τους θα κουβαλήσουν και τις αποσκευές της καταγωγής τους, μικροαστικής ή αγροτικής-επαρχιακής, τις πολιτιστικές αναζητήσεις τους, το γούστο τους. Ολα αυτά κυμαίνονται: από τη δημώδη και λαϊκή παράδοση, αμετουσίωτη ή περασμένη από τις επεξεργασίες της Γενιάς του ’30 και της ηττημένης μεταπολεμικής Αριστεράς, έως τα ελαφρολαϊκά και τα ντίσκο της χούντας, έως τη ροκ κουλτούρα που βαθμαία προβάλλει ηγεμονική στους νεότερους.

Μετά τη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, και ιδίως μετά το άλλο μεταπολιτευτικό ορόσημο, το βρώμικο ’89, που συμπίπτει με την ιστορική πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όλα τα προηγούμενα ρευστά, ταξικά, ιδεολογικά, πολιτιστικά, συγκροτούνται σε μια νέα δυναμική. Το μικρομεσαίο πλήθος οργανώνεται σε συντεχνίες, με την παρότρυνση του ΠΑΣΟΚ και προς όφελός του: από εκεί και από το υπερτροφοδοτούμενο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ, το ΠΑΣΟΚ αντλεί στελέχη, νομιμοποίηση και ισχύ. Η Ευρώπη προσφέρει αφειδώς οικονομικούς πόρους για συνοχή και σύγκλιση. Η Νέα Δημοκρατία αντιγράφει το ΠΑΣΟΚ.

Το τελευταίο ορόσημο πριν την παρούσα πτώση, είναι η κορύφωση της φενάκης, από τα τέλη της δεκαετίας ’90, με την έκρηξη του Χρηματιστηρίου έως την ένταξη στην ευρωζώνη το 2002 και το καλοκαίρι της ολυμπιακή και ποδοσφαιρικής μέθης. Το 2004 το κύμα, που φούσκωνε από τη δεκαετία του ’60, έσκαγε αυτάρεσκα στον κόλπο της Ισχυράς Ελλάδος, δαφνοστεφούς και ευρωπαίας.

Εξι χρόνια αργότερα, το μικρομεσαίο πλήθος, πληβειοποιημένο και διαψευσμένο, έκαιγε την Αθήνα. Είχε περάσει μισός αιώνας.

«Απαγορεύεται να σου μιλάω». Στίχοι: Ντέλλα Ρουφογάλη. Μουσική: Χάρης Παμφίλης. Πρώτη εκτέλεση: Τόλης Βοσκόπουλος. Φωτ.: Η Ντέλλα με τον τότε σύζυγό της, υποστρατηγό Μιχάλη Ρουφογάλη, διοικητή της ΚΥΠ επί δικτατορίας.

Η σημερινή επέτειος του Πολυτεχνείου, εντός της δυσμενούς ιστορικής συγκυρίας, δίνει αφορμή για απολογισμό όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η δικτατορία έπεσε με πάταγο, αλλά η επάνοδος της δημοκρατίας συνοδεύτηκε από μια εθνική καταστροφή, τη διχοτόμηση και κατοχή της Κύπρου. Ωστόσο η δικτατορία των συνταγματαρχών άφησε κάποια ίχνη στην νεογέννητη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, αυτούσια ή τα κατοπτρικά τους αντίστροφα.

Το ελληνοχριστιανικό Kitsch της χούντας λ.χ. λοιδωρήθηκε, αλλά ο λαϊκισμός της επταετίας, όπως ακφραζόταν από τις νέες φυλές των ατσίδων θαλασσοδανειούχων και των γλετζέδων της παραλιακής, έμεινε αλώβητος. Ισως κρύφτηκε την πρώτη περίοδο, αλλά αναδύθηκε παντοδύναμος αργότερα. Η μέθη της ελευθερίας και η εκ των υστέρων αναχώνευση του Μάη ’68 εσκέπαζαν το βαθύτερο kitsch, το ηθικό και κοινωνικό, το ήθος των ανερχόμενων μεσοστρωμάτων, των ωφεληθέντων της χούντας. Ο μεταγενέστερος λαϊκισμός του ’80 άντλησε και από αυτά τα κοιτάσματα.

Ωστόσο η Μεταπολίτευση δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τις ποικίλες φανερώσεις του λαϊκισμού. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία πρόσφερε πρωτόγνωρη πολιτική ελευθερία και μοναδικές ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού· πρακτικά, διεύρυνε τα μεσοστρώματα ως προς την έκτασή τους και την επιρροή τους. Υπό μία έννοια ολοκληρώθηκε επιταχυμένα η κοινωνική ανακατάταξη που είχε αρχίσει τη δεκαετία του ’60.

Η τέτοια ταξική αναδιευθέτηση είχε θετικές και αρνητικές όψεις. Τα μεσοστρώματα απέκτησαν υψηλή παιδεία και πλήθυναν τις τάξεις των επιστημόνων, των επαγγελματιών και μικρομεσαίων επιχειρηματιών: αυτή ενδεχομένως να είναι και η πολυτιμότερη προίκα για ανάκαμψη από την παρούσα κρίση. Ωστόσο δεν κατάφεραν να ανανεώσουν εξυγιαντικά τις κυβερνώσες ελίτ, ενώ ο διαρκώς ογκούμενος κομματισμός και πελατειασμός κατέλυε βαθμιαία τις λειτουργικές ιεραρχίες, την αξιοκρατία, την ισοπολιτεία εντέλει. Ο,τι προσεφέρετο με το ένα χέρι ―παιδεία, κινητικότητα―, αφαιρείτο με το άλλο. Η Κρίση εσήμανε τη μεγάλη ήττα του μικρομεσαίου πλήθους, που είχε αρχίσει προ πολλού.

Από τους πρώτους μήνες της κρίσης είδαμε να αναδύονται στην Ευρώπη, στην πολιτιστική και πολιτική μας οικογένεια, οι βλαστοί της ασυνεννοησίας και των εθνικιστικών στερεοτύπων. Η οικονομική κρίση του 2008 βρήκε την Ευρώπη ανέτοιμη, με ευάλωτη αρχιτεκτονική στο κοινό της νόμισμα, αλλά κυρίως χωρίς κοινή οικονομική και πολιτική διακυβέρνηση, άρα χωρίς μηχανισμούς αντιμετώπισης κρίσεων. Η πτώση της Ελλάδας στην παγίδα του χρέους δεν αντιμετωπίστηκε ως τέτοια, έγκαιρα και αποφασιστικά.

Αντιθέτως, η δογματική Γερμανία που απολάμβανε αυτάρεσκα την ενοποίησή της και τα εμπορικά της πλεονάσματα, όπως απέτρεπε τη δημοκρατική συμμετρική ενοποίηση της Ευρώπης για να χαίρεται την εφήμερη ηγεμονία της, με τον ίδιο ακριβώς δογματισμό στοχοποίησε την όντως άφρονα Ελλάδα ως μοναδικό ασθενή στον ευρωπαϊκό παράδεισο. Σπατάλη χρόνου, ανανακόλουθες πράξεις, τιμωρητικός και ηθικολογικός λόγος: οι Ελληνες στιγματίστηκαν στα λαϊκά ταμπλόιντ ως υβριστές τζίτζικες και το Βερολίνο παρήγαγε ευρωπαϊκή πολιτική βάσει αυτού του στιγματισμού εσωτερικής κατανάλωσης. Το αδύναμο και καιροσκοπικό Παρίσι του Σαρκοζί ακολούθησε. Ακολούθησαν κι άλλες θραύσεις ασθενών κρίκων, αλλά η αλυσίδα παρέμενε υπερηφάνως υγιής, προσηλωμένη στα ιδεώδη της δημοσιονομικής ορθοδοξίας. Αλλωστε τα PIIGS του Νότου και της περιφέρειας ήταν ανέκαθεν προσφιλείς, καίτοι ου φωνητοί, στόχοι του πλούσιου και εύτακτου Βορρά. Ηταν οι συνήθεις ύποπτοι.

Δύο χρόνια μετά την πρώτη τιμωρητική χημειοθεραπεία του Ελληνος ασθενούς και τις άλλες δύο οδυνηρές διασώσεις σε Πορτογαλία και Ιρλανδία, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να χάσει όσα πολιτικά κέρδη αποκόμισε επίπονα επί μισό αιώνα. Η ακαμψία και μυωπία του γαλλογερμανικού άξονα οδηγεί σε κατάρρευση το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, αφού προηγουμένως έχει σπρώξει στην απόγνωση την κοινωνία της. Πορτογαλία και Ιρλανδία στενάζουν κάτω από μνημόνια· η Ισπανία παραλύει κοινωνικά από την ανεργία και την ύφεση· η Ιταλία του G7 απειλείται από τις αγορές και κυβερνάται από εξωκοινοβουλευτικούς.

Η κρίση του 2008 έδειξε ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα εκινείτο έως τότε αυτονομημένο και ανεξέλεγκτο από το πολιτικό σύστημα· όταν εκτροχιάστηκε, όμως, διασώθηκε από τους πολιτικούς με χρήματα των φορολογουμένων πολιτών. Τέσσερα σχεδόν χρόνια αργότερα, τα δημοκρατικά κράτη της Ευρώπης, τα οποία έσωζαν τράπεζες, γκρεμίζονται, κλονίζονται, απειλούνται. Και οι φορολογούμενοι λαοί παρακολουθούν ενδεείς την απομείωση της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και σύνολης της δημόσιας σφαίρας.
Η Ελλάδα βρίσκεται στο βαθύτερο, στο σκοτεινότερο σημείο αυτής της δίνης. Ο λαός της υποφέρει και θυσιάζεται επί δύο χρόνια, χωρίς να δει μια χαραμάδα με φως. Ο ανορθολογισμός εισβάλλει με βήμα χήνας στο πολιτικό προσκήνιο· μια μεταμοντέρνα Βαϊμάρη ξεπροβάλλει πάνω σε οικονομικό φόντο με δείκτες πολέμου. Η Ευρώπη τώρα αρχίζει να μαθαίνει από το ελληνικό πάθημα, αργά, βασανιστικά αργά: ο πολιτικός δογματισμός, η ακαμψία, η θρησκοληψία του σκληρού νομίσματος, σκοτώνουν τους λαούς, τη δημοκρατία, την ίδια την Ευρώπη.

Η σεισμική αναδιάταξη του εκλογοπολιτικού χάρτη, που συνέβη την περασμένη Κυριακή, οφείλεται ασφαλώς στην αναστάτωση που έχει επιφέρει στο κοινωνικό σώμα μία διετία ρήξεων. Η κρίση και τα αλλεπάλληλα Μνημόνια γκρέμισαν τις ζωές πολλών Ελλήνων και απειλούν τις ζωές πολλών περισσότερων. Η οικονομική-κοινωνική καταστροφή μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού συνοδεύτηκε από την επίγνωση των πολλών δομικών αδυναμιών του κράτους και του παραγωγικού ιστού, οι ρίζες των οποίων πάνε πολύ πίσω.

Μαζί με τον ατομικό πόνο της κρίσης οι Ελληνες αναγκάστηκαν να δουν καθαρά πια την αδικία, τη σπατάλη και τον ανορθολογισμό του ισχύοντος κλεπτοκρατικού συστήματος, το οποίο επιβράβευαν λίγο-πολύ με τις ψήφους τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο φόβος και η απόγνωση επί του ατομικού διοχετεύθηκαν σε μια αντικαθεστωτική συμπεριφορά επί του συλλογικού πεδίου. Με ασαφή απεύθυνση και ισχυρά συναισθηματικά φορτία, στην αρχή. Με πιο έλλογο τρόπο, εν συνεχεία. Εν συνόλω όμως με αγανάκτηση και φόβο, εναλλάξ.

Το πλήθος παρέμενε σιωπηλό, σχεδόν παγωμένο, πριν από κάθε μείζονα εξέλιξη· ακούγαμε τη σιωπή πηχτή και απειλητική. Κατόπιν, το πλήθος αντιδρούσε, διαρκώς από την 5η Μαΐου 2010 έως και τον Φεβρουάριο του 2012, με κλιμακούμενη ένταση και ποικίλα μέσα, με αποκορύφωση το άτυπο πλην μαζικότατο «κίνημα» των Αγανακτισμένων, το περασμένο καλοκαίρι. Το κύμα του πλήθους ορμούσε, έσκαγε και αποσυρόταν, επί περίπου δύο χρόνια. Τυπικά, πάντα ηττημένο. Το τελευταίο κύμα έσκασε στην κάλπη: εκεί το άμορφο πλήθος, και ενίοτε όχλος, έδρασε ως λαός, ως πολιτικό σώμα. Η ψήφος του έσκασε σαν βόμβα διασποράς, κερματίζοντας τον πολιτικό χάρτη και, κυρίως, πλήττοντας καίρια τον πυρήνα του παλαιού καθεστώτος: τα δύο κόμματα που ενέμοντο την εξουσία επί 38 χρόνια.

Το πιο έντονο χαρακτηριστικό αυτής της πολύσημης, πολυδύναμης και δαιμονικά κερματισμένης ψήφου είναι αυτός ο αντικαθεστωτικός χαρακτήρας, η μήνις εναντίον των αξιωματούχων, των προυχόντων, των μάγιστρων της πελατειακότητας και της διαπλοκής. Τους έστειλε στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας.

Από τους προύχοντες του ΠΑΣΟΚ λόγου χάριν, διεσώθησαν εκλογικά μόνο οι κ. Λοβέρδος και Χρυσοχοΐδης, επιθετικά μνημονιακός ο πρώτος, κυνικά «αδιάβαστος» ο δεύτερος. Και οι δύο τα τελευταία προεκλογικά 24ωρα αποδύθηκαν σε ένα ρεσιτάλ εντυπωσιασμού της κοινής γνώμης πυροδοτώντας τα εύφλεκτα ρεφλέξ της ασφάλειας. Ο κατεπείγων εγκλεισμός μερικών δεκάδων μεταναστών σ’ ένα στρατόπεδο και η φωτογραφική κατάδοση μερικών οροθετικών τοξικομανών του πεζοδρομίου προβλήθηκαν σαν μακρόπνοη πολιτική για το μεταναστευτικό, την ασφάλεια και τη δημόσια υγεία. Στην πραγματικότητα καταπατήθηκαν ατομικά και ανθρώπινα δικαιώματα, ιατρική πρακτική και διεθνή πρωτόκολλα, χωρίς ουσιαστικό και χρονοανθεκτικό αποτέλεσμα. Προσποιήθηκαν ότι θα κάνουν σε μερικές ημέρες ό,τι δεν έκαναν επί δυόμισι χρόνια.

Ακόμη χειρότερα, σε τόσο σοβαρά θέματα έβαλαν την εθνική πολιτική και τον δημόσιο διάλογο να ρυμουλκούνται από την ατζέντα των λούμπεν λαϊκιστών και νεοναζί. Ο άνευ ορίων και όρων διωγμός εξουθενωμένων θυμάτων του δουλεμπορίου και της αρρώστιας υιοθέτησε μια υγειονομική γλώσσα που θυμίζει τρομακτικά τη γλώσσα με την οποία οι Αριοι ναζί έβαλαν στο στόχαστρο Εβραίους, Τσιγγάνους και άλλους υπάνθρωπους, κατά τη διείσδυσή τους στις φοβισμένες μάζες της θνήσκουσας Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Είναι τόσο πολλά τα σημασιακά φορτία, τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα, τα ρητά και τα υπόρρητα αυτού του ασύλληπτα πυκνού ιστορικού χρόνου… Αδυνατούμε να τα προλάβουμε, πόσω μάλλον να τα αναλύσουμε και να τα αναχωνέψουμε. Ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε μια κρίσιμη μετατόπιση του λόγου των καταψηφισθέντων του Ancien Regime προς τα ξενοφοβικά, αρρωστοφοβικά, ρατσιστικά και βίαια παραληρήματα των νεοναζί, που έχει βαρύνουσα σημασία όταν τελείται από παράγοντες του σοσιαλδημοκρατικού, κεντρώου, συντηρητικού ή φιλελεύθερου χώρου. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι ειδικές ζώνες εργασίας για αλλοδαπούς, η διαπόμπευση και η ποινικοποίηση αρρώστων δεν συνάντησαν ιδιαίτερες αντιστάσεις στους κόλπους των δημοκρατικών-φιλελεύθερων κομμάτων.

Η απάντηση του πλήθους που παρέμεινε όχλος, φοβισμένος και έξαλλος ακόμη και στην κάλπη, απέναντι σε αυτά τα σήματα για πογκρόμ και υγειονομική κάθαρση, ήταν να βάλει στο Κοινοβούλιο τους αυθεντικούς εκφραστές του μίσους: τους νεοναζί, κατεξοχήν αντισυστημικούς και εχθρούς της δημοκρατίας, αφιονισμένους λούμπεν. Η εγκαθίδρυση της φαιάς πανώλης είναι η πραγματική υγειονομική βόμβα για την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία.

Η ιστορία δεν τέλειωσε. Δεν τελειώνει. Τώρα όμως η ιστορία εκδηλώνεται ως κρίση, διαρκής, αμείλικτη, σφοδρή, και επιπλέον εκδηλώνεται επί των κεφαλών μας, σαρώνοντας ρουτίνες βίου και νοητικά εργαλεία. Ημασταν απροετοίμαστοι πολλαπλώς, αλλά και ποιος δεν ήταν σε Ευρώπη και ΗΠΑ; Ελαχε στην Ελλάδα όμως να είναι ο πρώτος κρίκος που σπάει.

Ας υποθέσουμε τώρα, βάσιμα δυστυχώς, ότι η κρίση θα διαρκέσει ― ίσως μια γενιά. Πώς θα επιζήσουμε; Τα τελευταία δύο χρόνια, αν μη τι άλλο αποκτήσαμε την πικρή γνώση ότι λύσεις ανώδυνες δεν υπάρχουν, μάθαμε επίσης ότι από την πολιτική τάξη που οδήγησε σε παρακμή το κράτος και τους θεσμούς, δεν έχουμε να ελπίζουμε τίποτε, ειμή μόνον την εξαφάνισή της. Αρα; Η κοινωνία, οι πολίτες, πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη του βίου τους και της οργάνωσής του. Επειδή μάλιστα η κρίση έχει καινοφανείς χαρακτήρες και επειδή δεν υπάρχουν διεθνείς αναφορές ή, έστω, εύκολα παραδείγματα, οι απαιτήσεις είναι ακόμη υψηλότερες: απαιτείται να επινοήσουμε νέα εργαλεία για να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε την κρίση.

Η δυστυχία μας, υπό όρους, είναι και ιστορικό πλεονέκτημα: εφόσον ο μετασχηματισμός είναι global και εφόσον εκδηλώνεται πρώτα στη δική μας αυλή, η κατανόηση και αντιμετώπισή του μπορεί να μας προσφέρει ένα χρονικό πλεονέκτημα· ναι μεν είμαστε οι πρώτοι που πληττόμεθα, αλλά ίσως να είμαστε και οι πρώτοι που θα εξέλθουμε από την κρίση με γνώση και ορμή.

Κατά τούτο και εφόσον ξεπεράσουμε εγκαίρως το σοκ και τον φόβο, εφόσον δεν διαρραγεί ανέκκλητα ο κοινωνικός ιστός, οι εγχώριες διεργασίες, νοητικές και πρακτικές, για την υπέρβαση της κρίσης και την εύρεση νέας ισορροπίας, θα είναι πολύτιμες για όλη την Ευρώπη. Η Ελλάδα μπορεί πράγματι να αποβεί εργαστήριο του μέλλοντος, όχι όμως προς την κατεύθυνση της δυστοπίας που βιώνουμε τώρα, αλλά προς την κατεύθυνση μιας άλλης ευτοπίας, ενός άλλου μοντέλου ευημερίας που θα οικονομεί πιο σοφά τους φυσικούς και ανθρωπογενείς πόρους. Για να φτάσουμε όμως στην φωτεινή θύρα, που την φανταζόμαστε τώρα μακριά, οφείλουμε καταρχάς να συγκλίνουμε και να ενώσουμε δυνάμεις. Και να δούμε τους εαυτούς μας με τόλμη και παρρησία, αφήνοντας πίσω ναρκισσιστικές διαφορές και παλαιές ιδεολογίες· απαντώντας επίσης αποφασιστικά στα κυνικά ιδεολογήματα του καταστροφικού καπιταλισμού, τα οποία αυτοπροβάλλονται ως μόνη εναλλακτική.

Η δράση, η vita activa, η αποτελεσματικότητα δεν αποκλείουν τη σκέψη· μάλιστα η σκέψη είναι η διαρκής τους προϋπόθεση. Μαζί με την δράση, ξανασκεφτόμαστε λοιπόν τους εαυτούς μας, ως προς την παράδοση, τη λησμονημένη ή υπερερμηνευμένη και αποχυμωμένη, και ως προς το ρευστό παρόν, ξανασκεφτόμαστε τις γεωπολιτικές μας δυνατότητες, τις τώρα παραμερισμένες λόγω φόβου και αυτοϋποτίμησης, ξανασκεφτόμαστε την ευρωπαϊκή μας μοίρα. Ας γυρίσουμε τη φόδρα: Αν δεν νοείται Ελλάδα εκτός Ευρώπης, πώς άραγε νοείται Ευρώπη χωρίς Ελλάδα; Και ας το θέσουμε όχι μόνο πολιτισμικά, που ήδη είναι σημαντικό, αλλά και γεωπολιτικά και γεωοικονομικά· η Ελλάδα συνεισφέρει μοναδικά πλεονεκτήματα στην Ευρώπη. Ετσι πρέπει να συζητάμε με τους συνευρωπαίους μας: στέλνοντας τους αληθινή πληροφορία, αληθή αισθήματα, ειλικρινείς πρωτογενείς σκέψεις. Διότι η δεινή μοίρα τώρα μας αναγκάζει να υπερασπισθούμε την Ελλάδα για να την παραλάβουμε σώα και ανακαινισμένη, λειτουργική σε νέα ιστορικά συμφραζόμενα· αυτός ο αγώνας, και η εμπειρία της διάσωσης-ανακαίνισης θα είναι η ελληνική κληρονομιά προς την Ευρώπη για τη δική της ανάκαμψη-ανακαίνιση. Βοηθώντας τους εαυτούς μας, βοηθάμε και την Ευρώπη.

Γι΄αυτό έχει τεράστια σημασία: Τι θα υπερασπισθούμε και τι θα διασώσουμε; Την κοινωνία και τη δημοκρατία, πρωτίστως, έτσι όπως νοηματοδοτήκαν και βιώθηκαν από τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς κατά τη μεταπολεμική περίοδο, τη μακρότερη περίοδο ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας σε όλη την ιστορία της ηπείρου. Αυτά τα ιστορικά επιτεύγματα δοκιμάζονται τώρα βάναυσα, από τη δικτατορία των αγορών, ξεκινώντας από τους αδύναμους κρίκους της ευρωπεριφέρειας.

Σε ό,τι αφορά την εγχώρια σκληρή μοίρα: Ο πιο αμείλικτος εχθρός είναι ο χρόνος, έως ότου αναδειχθεί σύμμαχος. Ο χρόνος του πακέτου διάσωσης είναι πανάκριβα αγορασμένος, έχει υποθηκευτεί το κοινωνικό κράτος και δοκιμάζεται ήδη η δημοκρατική ομαλότητα. Αρα όλες οι δράσεις είναι επείγουσες ― όχι όμως και αστόχαστες. Επί του πεδίου διερωτήσεων τίθενται πλέον στρατηγικά ερωτήματα, τα οποία οι δημοκρατικοί πολίτες και οι διανοούμενοι τα προσπερνούσαν ακόπως ή απλώς ιδεολογούσαν. Ποιο είναι το περιεχόμενο του ευρωπαϊσμού ως ιδεολογίας; Ποια η σχέση του λαϊκού με τον λαϊκισμό; Ποια η σχέση του εθνικού με το κοινωνικό; Τι σημαίνει απώλεια της εθνικής κυριαρχίας; Εγγυάται τα σύνορα της Ελλάδας η Ε.Ε.; Σε ποια δημοκρατική νομιμοποίηση στηρίζεται ο ευρωπαϊκός φεντεραλισμός; Πώς υποτάσσεται η χρηματοπιστωτική βιομηχανία στις πολιτικές κοινωνίες και τα δημοκρατικά κράτη; Τι είδους πολιτικό υποκείμενο είναι η πολλαπλώς πληττόμενη μεσαία τάξη;

Αυτά τα ερωτήματα ζητούν επειγόντως απαντήσεις, προκειμένου να μείνουμε όρθιοι, μέρος της Ευρώπης, μέρος του Πρώτου Κόσμου. Και πρέπει να τις δώσουμε εμείς τις απαντήσεις, βασιζόμενοι καταρχάς στις δικές μας δυνάμεις, στο δικό μας think tank. Υπάρχουν; Μια πρωτοβουλία διανουμένων που παρακολούθησα την περασμένη εβδομάδα, η πολυσυλλεκτική, πλουραλιστική «Κίνηση για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας», μου γέννησε την ελπίδα ότι υπάρχουν οι αναγκαίες πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις. Δεν συμφωνούν σε όλα, ευτυχώς, αλλά συγκλίνουν σε μια ελάχιστη βάση: η κρίση να συζητηθεί, να κατανοηθεί και να ξεπεραστεί χωρίς προϊδεασμούς, χωρίς εμφυλιοπολεμικές κραυγές, χωρίς βόμβες τρομολαγνίας και φοβικά σύνδρομα.

Ο χρόνος πιέζει.

Το Μνημόνιο Ι, και πολύ περισσότερο το Μνημόνιο ΙΙ, έδειξαν την ελληνική κοινωνία να χωρίζεται αδιόρατα πλην σαφώς σε όσους τα υποστήριξαν και τα υποστηρίζουν και όσους αντιτάσσονται. Ο διαχωρισμός δεν έχει να κάνει μόνο με λογικά επιχειρήματα και τοποθετήσεις, αλλά και με παράδοξες ομαδώσεις του πολιτικού θυμικού, ατταβιστικές αντιδράσεις, ακόμη και με διαφορισμούς γούστου. Κατ΄αρχάς το δίλημμα “μνημόνιο ή θάνατος”, έτσι όπως δραματικά και εκβιαστικά ετέθη, φυσικό ήταν να τρομοκρατήσει το πλήθος των Νεοελλήνων: κανείς δεν ήθελε να πεθάνει. Αλλωστε κανείς δεν διέθετε τις αναγκαίες πληροφορίες και τα διανοητικά εργαλεία για να αναλύσει επαρκώς την κατάσταση. Οι ομιχλώδεις τεχνικοί όροι, οι δαιδαλώδεις απρόσωπες αγορές και η απειλή μη πληρωμής συντάξεων, διαμόρφωσαν την ικανή συνθήκη πρόκλησης πανικού. Εξ ου και πολύς κόσμος συμμορφώθηκε στα οδυνηρά μέτρα του Μνημονίου, αναμένοντας την επιστροφή στις μαγικές αγορές και την έξοδο από το τούνελ της κρίσης. Σε αυτό το σημείο καταλυτικό ρόλο για τη συμμόρφωση έπαιξε και η συλλογική ενοχοποίηση: το “μαζί τα φάγαμε” περιείχε μια μερική αλήθεια μέσα με μια τερατώδη προπαγάνδα. Ελάχιστοι γνώριζαν ότι το τούνελ της κρίσης οδηγεί στη βαθιά ύφεση, στην μακροχρόνια ανεργία και την καταστροφή πολυπληθών κοινωνικών ομάδων. Μόνο όταν ο Τομάζο Παντόα Σκιόπα, ο εκλιπών Ιταλός σύμβουλος του πρωθυπουργού, μίλησε για δεκαπέντε χρόνια οδύνης και μια χαμένη γενιά, αρκετοί αντελήφθησαν τη σφοδρότητα της κρίσης.

Αυτό που μας απασχολεί όμως είναι η διαίρεση του κόσμου και η ανάδυση νέων διακρίσεων σε φιλο- και αντι- μνημονιακούς. Ενα ιδαίτερο γνώρισμα αυτού του διαχωρισμού είναι ότι υπερβαίνει την παραδοσιακή διάκριση Δεξιά-Αριστερά. Το αντιλαϊκό Μνημόνιο και την αφόρητη πίεση στα αδύναμα μικρομεσαία στρώματα εισηγείται η κεντροαριστερά, και αντιτάσσεται η δεξιά παράταξη μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς. Ωστόσο με τη σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά συντάσσεται ανοιχτά υπέρ του Μνημονίου και η άκρα δεξιά και μια ορισμένη φιλελεύθερη δεξιά-κεντροδεξιά. Επαμφοτερίζουσα, μα βαθύτερα υπέρ Μνημονίου, εμφανίζεται μια άλλη μερίδα αριστεράς, η οποία και στο παρελθόν είχε φλερτάρει ανοιχτά με τον πασοκικό εκσυγχρονισμό της ισχυρής Ελλάδας του Χρηματιστηρίου και των διαπλεκομένων.

Οι, ούτως ειπείν, φιλομνημονιακοί εκφράζουν την απέχθειά τους προς τον λαϊκισμό και την πίστη τους στις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και της σώφρονος διαχείρισης. Στην πράξη, συχνά ο αντιλαϊκισμός μετά βίας διαφορίζεται από μια απροκάλυπτη αποστροφή προς τον λαό και τη λαϊκή κυριαρχία, ενώ ο εκσυγχρονισμός νοείται ως λατρεία μιας δημοκρατίας των διευθυντών, εξ ου και οι πυκνές αναφορές σε κυβερνήσεις τεχνοκρατών, σοφών κ.λπ. Πίσω από τη ρητορική των εκσυγχρονιστών περί αριστείας, συναίνεσης, σωφροσύνης κ.ο.κ. λανθάνει η εδραία πεποίθησή τους ότι ο λαός μπορεί να κυβερνηθεί μόνο από Illuminati, προερχόμενους από συγκεκριμένα σχολεία, κομματικά θερμοκήπια ή συγκεκριμένες οικογένειες και παρέες. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ισχύει ούτε αυτή η ιδιοτέλεια· επικρατεί η καθαρή ιδεολογία, καθαρή μεν αλλά τόσο ξεροκέφαλη που αρνείται να δει την πραγματικότητα, και καταντάει εμμονική ηθικολογία.

Περιγράφουμε ατελώς μια νέα Δεξιά, αυτή που ο Ιταλός στοχαστής Ραφαέλε Σιμόνε ονομάζει Μειλίχιο Τέρας, και την οποία βλέπει να κυριαρχεί στη Δύση. Το μόρφωμα αυτό απορροφά και ομογενοποιεί παραδοσιακούς δεξιούς και αριστερούς σε ένα νέο πολιτικό σύνθεμα, υπεράνω παθών, δυσάρεστων συναισθημάτων, συμπόνιας, ενοχών, διεκδικήσεων. Στα καθ΄ημάς, το φιλομνημονιακό μόρφωμα αποδέχεται περιστολή της λαϊκής κυριαρχίας, εφόσον κρίνεται αναποτελεσματική, περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, εφόσον κρίνεται περιττός μπελάς καθ’ οδόν προς την παγκόσμια διακυβέρνηση, περιστολή του κοινωνικού κράτους εφόσον δεν είναι ανταποδοτικό, συρρίκνωση του κράτους επειδή οι λειτουργοί του αποδείχτηκαν ανάξιοι. Με μια κουβέντα: Αφού αποτύχαμε οι Ελληνες, ας έρθουν οι Γερμανοί να μας βάλουν τάξη.

Η εθελοδουλία είναι περιγραφή και εξήγηση αυτής της διάχυτης στάσης. Η ιδιοτέλεια και ο αριβισμός είναι μια εξήγηση. Η καθίζηση της αριστεράς, πνευματική και ψυχική, είναι μια άλλη εξήγηση. Η ηθική απαξίωση του φιλελευθερισμού μετά τη σύμπλευσή του με τη γυμνή κερδοσκοπία, εξήγηση επίσης. Η νεωτερικότητα ως επισώρευση ερειπίων, κατά Μπένγιαμιν, είναι μια σκοτεινή πλην βαθιά εξήγηση αυτού του μειλίχιου ζόφου.

Στην ελληνική περίπτωση, ρευστή σαν νιτρογλυκερίνη, η αναπάντεχη παρουσία του πλήθους δρα ενάντια στο μειλίχιο τέρας της ομογενοποιημένης σκέψης, συνενώνοντας κατεστραμμένους μικροαστούς, πατριώτες, δεξιούς, εθνικιστές, λαϊκιστές, αριστερούς, αντιεξουσιαστές. Το Μνημόνιο ΙΙ, έκφραση της αυτοκαταστροφικής αμηχανίας των ευρωπαϊκών ελίτ και της παράλυσης των ελληνικών ελίτ, δείχνει το κρατίδιο και πάλι σαν πεδίο ιστορικών ρήξεων.

Mια φήμη από τη Μαδρίτη, την Πουέρτα ντε Σολ: «Κάνουμε ησυχία, για να μην ξυπνήσουμε τους Ελληνες», είπαν οι Indignados. Ψεύδος, αλλά το αναπαρήγαγαν εγχώρια μέσα, και δια της μικροσυκοφάντησης, ξύπνησαν το ήδη ερεθισμένο νεύρο του μουγγού λαού, του μεγάλου άγνωστου. O λαός, αυτός ο άγνωστος, πλημμύρισε τις πλατείες σχεδόν χωρίς συγκεκριμένο κάλεσμα, με την τουϊτερική κοινότητα διστακτική ή και ειρωνική, με το φέισμπουκ χαοτικό, με μεμονωμένα μπλογκ αγνώστου προλεύσεως να προσκαλούν διάσπαρτα. Ουσιαστικά το κάλεσμα έρχεται από την Πουέρτα ντελ Σολ, ως θεαματική αφορμή, και από το δεύτερο τσουνάμι που ανήγγειλε ο Παπακωνσταντίνου ως αναπότρεπτη μοίρα. Η απέραντη μικρομεσαία τάξη, αφού λούφαξε για αυτοσυντήρηση, ξεδιπλώνεται ενώπιον της επελαύνουσας καταστροφής της.

Μικρομεσαίο πλήθος είδα στην πλατεία Συντάγματος. Μέσο όρο Ελληνα, οικεία πρόσωπα και εμφανίσεις, νέοι ±30 στη συντριπτική πλειοψηφία, αλλά και μεγαλύτεροι, περιποιημένοι, με τζελαρισμένα μαλλιά και τσιτωμένα smartphones να βιντεοσκοπούν τους εαυτούς τους βρίζοντας το Κοινοβούλιο και όλο το πολιτικό σύστημα, κάτι μεταξύ χάπενινγκ, αυτοσχέδιας περφόρμανς και χαβαλέ. Χωρίς κεντρική καθοδήγηση, χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς αιτήματα άλλα από “φύγετε!” και «κλέφτες!»

Πλήθος μεγάλο και ανάμικτο, με πολλούς ολοφάνερα πρωτόβγαλτους στην εμπειρία του πεζοδρομίου, μη τυπικά πολιτικοποιημένους: σαν να είχαν μόλις σχολάσει ή να άφησαν το καφενείο και το λάπτοπ οι άνεργοι, και επιδόθηκαν σε άγρια συνθηματολογία, ακραία, σαρωτική, εναντίον του πρωθυπουργού, του αντιπροέδρου και του σύνολου πολιτικού προσωπικού.

Αγρια αντιπολιτικά συνθήματα από απολιτίκ πλήθος; Είναι μια επιπολής περιγραφή, παρακινδυνευμένη. Σίγουρα όμως ο πρωτοφανής παλμός και η μαζικότητα δεν προέρχονται από διάθεση χαβαλέ. Είναι πασίδηλη η αγανάκτηση, τη νιώθεις σωματικά, νιώθεις το θυμό, τον σπασμό αυτοσυντήρησης στο χείλος της καταστροφής που όλοι τη βλέπουν να επελαύνει. Ο χαβαλές άρα είναι φόρμα, δεν είναι κίνητρο.

Στόχος της οργής είναι οι συλλήβδην “κλέφτες” πολιτικοί, και ο ηγέτης πρωθυπουργός, πρώτα απ’ όλα· με συνθήματα, απεικονίσεις και εκφράσεις τέτοιας ωμής αποδοκιμασίας που κανένα τυπικά πολιτικό κίνημα δεν θα διενοείτο να εκφέρει. Υπό μία έννοια, και εφόσον συνεχιστεί αυτή η στάση, ο Γ. Παπανδρέου θα τελειώσει πολιτικά στον δρόμο, σύντομα, από ένα ανοργάνωτο, ανώνυμο πλήθος που έχει ελάχιστους ή κανένα ανθρωπολογικό δεσμό με το σύμπαν της Μεταπολίτευσης και του ΠΑΣΟΚ, και με το αφελές ναυάγιο του opengov.

Αυτή η ιδιότυπη μεταπολιτική του δρόμου και του πλήθους, όπως φάνηκε να αναδύεται στην πλατεία Συντάγματος, εμπεριέχει δυνάμεις δημιουργικής καταστροφής, και δυνάμεις αντιπολιτικές. Η οργή εφόσον μείνει τυφλή και διάχυτη, μπορεί να εκτονωθεί από δημαγωγούς, να χιεραγωγηθεί, να διοχετευθεί προς αλυσιτελείς, σκοτεινές οδούς. Αλλά και όχι.

Η πρόσφατη πείρα από τις πλατείες του Μαγκρέμπ και της Ισπανίας δείχνει ότι μπορεί ταχύτατα να προκύψουν αποτελεσματικές μορφές αυτοοργάνωσης, συντεταγμένος λόγος, ακόμη και ηγετικά πρόσωπα. Το αυθόρμητο δεν είναι χαοτικό, και το χαοτικό δεν είναι μηδενιστικό: από το άμορφο χάος μπορούν να προκύψουν έμμορφα σχήματα, ιδέες, νοήματα· αυτό περιγράφει η Γένεσις, καταγωγικό κείμενο της δυτικής σκέψης.

Οι πολιτικότεροι ημών, οι ντρεσαρισμένοι σε έναν ορισμένο τρόπο πολιτικής σκέψης αριστερορθόδοξο, κορέκτ, εκσυγχρονίζοντα ή νεοφιλελεύθερο, ασφαλώς θα παραξενευτούν απ’ όσα διαδραματίστηκαν την περασμένη Τετάρτη στο Σύνταγμα και τις άλλες πλατείες. Θα είναι σκεπτικιστές, θα εντοπίσουν νεολαϊκισμό, θα ανατριχιάσουν με τη ρητορική του κραυγάζοντος όχλου. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί τη δυναμική του πλήθους, πώς εισβάλλει στη σκηνή και αλλάζει συσχετισμούς, ανατρέπει στερεότυπα, πρωταγωνιστεί. Οταν το βουβό πλήθος αποκτά φωνή, μπορεί να ακουστεί και παράφωνο, τσιριχτό, υστερικό. Ομως έτσι ακούγεται η σιωπηλή πλειοψηφία, όταν αποφασίσει να σπάσει τη σιωπή της. Εχει πολλούς λόγους να τη σπάσει, κι αυτός είναι ο σημαντικότερος: νιώθει ότι απειλείται η ύπαρξή της, η υπόστασή της, η ίδια η ράθυμη πολυτέλεια της σιωπής.

Αφουγκραστήκαμε τη σιωπή μας, το φόβο, την αυτοσυγκράτηση. Κάναμε τα κουμάντα μας με το περίφημο “λίπος”. Τώρα ακούμε κραυγές.

[sneak preview]

φωτ.: Ελισάβετ Μωράκη

Οι αυριανές αυτοδιοικητικές εκλογές λαμβάνουν χώρα σε μια ιστορική στιγμή για την Ελλάδα, σε ένα μεταίχμιο. Ο παλιός κόσμος ψυχορραγεί από καιρό, και θα συνεχίσει για πολύ ακόμη. Ταυτοχρόνως, ο νέος κόσμος δεν ξεπροβάλλει, κανείς δεν μπορεί να διακρίνει το πρόσωπό του. Ολοι αισθάνονται όμως ότι η νέα Ελλάδα θα είναι πολύ διαφορετική· οι αλλαγές θα είναι βαθιές, και θα συντελεστούν γρήγορα, πολύ πιο γρήγορα και δραματικά απ’ όσο μπορούμε να σκεφτούμε τώρα, γιατί τώρα σκεφτόμαστε ακόμη με παλιά δεδομένα, παλιούς όρους.
Διάβασε παρακάτω

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.892 hits
Αρέσει σε %d bloggers: