You are currently browsing the tag archive for the ‘κυριαρχία’ tag.
Η επαπειλούμενη ιδιότυπη χρεοκοπία της Αργεντινής, που τόσο εξάπτει τα πνεύματα στην πτωχή Ελλάδα, προσθέτει τη δική της αστάθεια σε ένα διεθνές σκηνικό ήδη αβέβαιο, σκοτεινό, ασταθές. Η απόφαση του δικαστή της Νέας Υόρκης Τόμας Γκρίεζα, που υποχρεώνει την Δημοκρατία της Αργεντινής να πληρώσει στο κερδοσκοπικό fund NML το 100% της αξίας των αργεντίνικων ομολόγων που διακρατά, κατά προετεραιότητα έναντι των αναδιαρθρωμένων πιστωτών, έβαλε φωτιά στις διεθνείς χρηματαγορές αλλά και κλόνισε τη διακρατική πίστη.
Ο επίμονος δικαστής ανατρέπει πάγιες πρακτικές στην αναδιάρθρωση κρατικών χρεών, γεγονός που οδήγησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να εκφράσει την έντονη ανησυχία του για το πώς μελλοντικά θα αναδιαρθώνουν τα χρέη τους τα κυρίαρχα κράτη, σε συμφωνία με τους πιστωτές. Δια της αποφάσεώς του, ο δικαστής ανατρέπει την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών (pari passu), και αυτή την απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ δια της σιωπής του την άφησε να περάσει, ούτε την απέρριψε ούτε την ενέκρινε. Παρόμοιες ενστάσεις και ανησυχίες με του ΔΝΤ διατυπώνονται από πολλούς αναλυτές χρηματοπιστωτικών οργανισμών, νομικούς και έγκυρες εφημερίδες: Η Αργεντινή δεν χρεοκοπεί, περιγράφουν, λόγω αρνήσεως ή αδυναμίας πληρωμής, αλλά λόγω δικαστικού εξαναγκασμού, που μπλοκάρει την ροή πληρωμών προς τους αναδιαρθρωμένους πιστωτές, προς όφελος του «γύπα» Πολ Σίνγκερ, αγοραστή αργεντίνικων ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά έναντι ελαχίστου κλάσματος της ονομαστικής αξίας. Το μπλοκάρισμα της εξυπηρέτησης του αναδιαρθρωμένου χρέους δεν αμφισβητεί μόνο την κυριαρχία του κράτους της Αργεντινής, αλλά και την κυριαρχία όλων των κρατών επί των ομολόγων που εκδίδουν.
Γιατί όμως το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε αυτή την απόφαση που θέτει το δόλιο κέρδος υπεράνω της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους και της συμφωνίας του με τους πιστωτές του; Φυσικά δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την τελική έκβαση της υπόθεσης, αλλά μπορούμε να συνδέσουμε την επίδειξη ισχύος του αμερικανού δικαστή, με την επίδειξη ισχύος που κάνουν οι ΗΠΑ τους τελευταίους αρκετούς μήνες επί των μεγάλων ευρωπϊκών τραπεζών: τα πρόστιμα που επιβάλλουν στους αμερικανικούς κλάδους των ευρωπαϊκών οίκων είναι ασύλληπτου μεγέθους, προκαλούν τριγμούς στα οικοδομήματά τους, έχουν πλέον χαρακτηριστικά πολέμου. Οι γαλλικές, γερμανικές και ελβετικές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ και υπόκεινται στο αμερικανικό δίκαιο έχουν πληρώσει πολλά δισ. δολάρια. Η οικονομική πίεση είναι πολιτικό όπλο: οι ΗΠΑ υπενθυμίζουν την ισχύ τους σε όποιον αμφισβητεί την επιρροή και τις νουθεσίες τους.
Η Ευρώπη και η απρόθυμη ηγεμονεύουσα Γερμανία αισθάνονται την πίεση περισσότερο και από την Αργεντινή. Δεν τιμωρούνται μόνο οι μεγάλες τράπεζες για τα βρώμικα παιχνίδια τους, η Ευρώπη μοχλεύεται στην Ουκρανία, και πιέζεται να αντιπαρατεθεί με τη Ρωσία, στρατηγικό προμηθευτή ενέργειας και εμπορικό εταίρο. Η κλιμακούμενη αντιπαράθεση περί του ουκρανικό, με τα μέτρα εμπάργκο, θα πλήξει όχι μόνο τη Ρωσία αλλά και τους Ευρωπαίους.
Ετσι, η Ρωσία απομακρύνεται από την Ευρώπη και στρέφεται προς τους εταίρους της των BRICS. Συμφωνεί ενεργειακή προμήθεια με την Κίνα, εδραιώνει τις συνεργασίες της με την Ινδία στην αμυντική βιομηχανία, προσκαλεί την Αργεντινή στη σύνοδο των BRICS τον περασμένο μήνα. Στη σύνοδο αυτή άλλωστε οι πέντε μεγάλες χώρες συμφώνησαν στη δημιουργία της δικής τους αναπτυξιακής τράπεζας, με προίκα 50 δισ. δολ. και συναλλαγματκά διαθέσιμα 100 δισ., μια φιλόδοξη δομή παραπληρωματική και ανταγωνιστική προς το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, παραδοσιακά επηρεαζόμενες από τις ΗΠΑ. Οι BRICS είχαν λάβει υπόσχεση το 2010 στη σύνοδο των G20 για αύξηση των ψήφων τους στο ΔΝΤ κατά 6%, αλλά η υπόσχεση δεν τηρήθηκε.
Στο περιθώριο της συνόδου επίσης ο Κινέζος Πρόεδρος επισκέφθηκε την Αργεντινή και υπέγραψε με την πρόεδρο Κριστίνα Φερνάντες συμφωνίες για παραγωγικές επενδύσεις 7,2 δισ. δολ. και για τόνωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της διψασμένης χώρας, ύψους 11 δισ. Τις ίδιες μέρες εκτυλισσόταν εκ παραλλήλου στη Νέα Υόρκη το θρίλερ του δικαστή Γκρίεζα και του γύπα Σίνγκερ…
Η αστάθεια του μεταψυχροπολεμικού κόσμου πρέπει να εξετάζεται από πολλές γωνίες θέασης: οικονομικά, στρατιωτικά, γεωπολιτικά. Ακόμη και πολιτισμικά. Κυρίως όμως ως αγώνας για κυριαρχία, ή ισορροπία διά αποτροπής μεγέθυνσης του δυνητικού αντιπάλου. Βεβαίως οι μη μετρήσιμες παράπλευρες συνέπειες, οι απρόβλεπτες μεταβλητές, η ετερογονία των σκοπών είναι πάντα παρούσες και ανατρέπουν τους σχεδιασμούς. Το πλήγμα της 11/9 και ο εν συνεχεία πόλεμος σε Ιράκ και Αφγανιστάν σηματοδότησαν μια μείζονα αναταραχή στον πλανήτη, που ντύθηκε με όρους σύγκρουσης πολιτισμών. Εν συνεχεία οι ΗΠΑ απεσύρθησαν από τα πεδία των πολέμων, χωρίς εμφανή κέρδη. Ιδού όμως, η σύγκρουση πολιτισμών συμβαίνει στη Μοσούλη και στην Τρίπολη. Στα εγκαταλειφθέντα πεδία ανοίγονται τώρα ιστορικά ρήγματα πρωτοφανή, μαίνονται ιεροί πόλεμοι, αναχαράσονται σύνορα ύστερα από μισό αιώνα, ιδρύονται χαλιφάτα τζιχαντιστών και εμιράτα φυλάρχων. Η Ευρώπη αποκτά σύνορα με πεδία πολέμων και εθνοτικού χάους, από την Ουκρανία έως τη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή. Υποδέχεται βουβά κύματα μεταναστών και προσφύγων.
Η Ευρώπη… Προς το παρόν είναι η μεγάλη χαμένη, διπλωματικά, πολιτικά και οικονομικά, παρότι δεν ενεπλάκη ευρέως στους πολέμους της περασμένης δεκαετίας, παρότι δεν εγέννησε το κραχ του 2008. Παραμένει πάντα η κατ’ εξοχήν ζώνη ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας στον πλανήτη. Οχι πια όμως αδιάβροχη. Δοκιμάζεται βάναυσα η εσωτερική συνοχή της, δοκιμάζεται το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών της, δοκιμάζονται οι προσδοκίες των νεότερων γενεών, δοκιμάζεται η ίδια η υπόσταση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Το Μπουένος Αϊρες, το Κίεβο, η Μοσούλη, η Τρίπολη, η Γάζα, δεν είναι μακριά.
Το 1974 το θυμόμαστε στην Ελλάδα σαν χρονιά πτώσης της δικτατορίας και επανόδου της δημοκρατίας. Απωθούμε το άλλο μείζον συμβάν του 1974, απότοκο της προδοτικής δράσης της δικτατορίας Ιωαννίδη: το πραξικόπημα κατά του Προέδρου Μακαρίου στην Κύπρο και τη συνακόλουθη εισβολή τουρκικών στρατευμάτων. Το 1974 είναι η χρονιά μιας μείζονος εθνικής ήττας, η οποία άφησε την Κύπρο διαιρεμένη, με το βόρειο τμήμα υπό στρατιωτική κατοχή· ένα ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος μέλος του ΟΗΕ, η Κυπριακή Δημοκρατία, είχε εν μέρει καταληφθεί από δυνάμεις ξένης χώρας.
Ακολούθησαν πολλές αποφάσεις και ψηφίσματα του ΟΗΕ και πολλές διπλωματικές δράσεις, για να επιτευχθεί η ειρηνική επανένωση και η συγκρότηση ενός κράτους που θα περιλάμβανε τις δύο κοινότητες, την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή. Ολες απέβησαν άκαρπες. Τελευταία διεθνής πρωτοβουλία ήταν το Σχέδιο Ανάν, το 2004, το οποίο ετέθη σε δημοψήφισμα και καταψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία από τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ υπερψηφίστηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Δέκα χρόνια μετά την αποτυχία του, το Σχέδιο Ανάν επανέρχεται υπό άλλη ενδυμασία αλλά με την ίδια ουσία. Το κείμενο της κοινής διακήρυξης Αναστασιάδη-Ερογλου, βάσει του οποίου θα ξεκινήσουν συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού, έχει δημοσιευθεί, έχει σχολιασθεί, και έχει προκαλέσει ήδη τους πρώτους τριγμούς στο πολιτικό σύστημα της Λευκωσίας: το συγκυβερνών κόμμα ΔΗΚΟ αποχώρησε από την κυβέρνηση Αναστασιάδη ασκώντας δριμεία κριτική στο κείμενο της κοινής διακήρυξης.
Σε αδρές γραμμές η κοινή διακήρυξη αντλεί στοιχεία τόσο από το απορριφθέν Σχέδιο Ανάν, όσο και από τις διμερείς διαπραγματεύσεις Χριστόφια-Ταλάτ που τερματίστηκαν πριν από τρία χρόνια. Τα αγκάθια παραμένουν: προβλέπεται η διάλυση της Κυπραικής Δημοκρατίας και η δημιουργία μιας ομοσπονδίας με δύο συνιστώσες κρατικές οντότητες, με δύο κυριαρχίες, με δύο ιθαγένειες, και σταθμισμένη ενίσχυση 4:1 της ψήφου των Τουρκοκυπρίων έναντι των Ελληνοκυπρίων στις ομοσπονδιακές εκλογές. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, σε περίπτωση αδιεξόδου λόγω διαφωνίας, προστρέχουν οι εγγυήτριες δυνάμεις ως διαιτητές, δηλαδή Τουρκία, Βρετανία, Ελλάδα ― πρόσφατα ακούστηκε ότι μπορεί να προστεθεί το ΝΑΤΟ.
Είναι πρόδηλο, σχεδόν βέβαιο, ότι ένα τέτοιο κρατικό μόρφωμα, που υιοθετεί καινοτομίες όπως η διπλή κυριαρχία και διπλή ιθαγένεια και που καταπατά τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, βρίσκεται εκτός ευρωπαϊκού δικαιικού κεκτημένου αλλά και εκτός των αρχών που διέπουν τον ΟΗΕ, και σίγουρα θα αποδειχθεί δυσλειτουργικό και εντέλει μη βιώσιμο. Εμπειροι διεθνολόγοι λένε ότι ανάλογες κατασκευές μπορούμε να συναντήσουμε μόνο σε νεοπαγή μορφώματα που προέκυψαν μετά από πολέμους, όπως στη Βοσνία και το Κόσσοβο, ή στην περίπτωση του Καμερούν· σε καμία περίπτωση όμως δεν σημειώθηκε αυτοδιάλυση κυρίαρχου κράτους, μέλους του ΟΗΕ.
Είναι δίκαιο ασφαλώς να προστατεύεται μία εθνική μειονότητα έναντι της πλειονότητας και να διασφαλίζεται η ισοτιμία των ομόσπονδων μερών, αλλά και παράλογο να καταργείται εντελώς η ισοτιμία των πολιτών και το δημοκρατικό δικαίωμα της πλειοψηφίας να κυβερνά. Επί της ουσίας, προωθείται μια εσωτερική διχοτόμηση, από την οποία οι Ελληνοκύπριοι μόνο απώλειες και ανασφάλεια μπορούν να περιμένουν.
Η ασφυκτική πίεση του διεθνούς παράγοντα, που επιθυμεί μια διευθέτηση στη ΝΑ Μεσόγειο, είναι δεδομένη. Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ εστιάζεται στην ανασυγκρότηση του τουρκοϊσραηλινού άξονα, με υπομόχλια τους υδρογονάνθρακες και την Κύπρο. Οι ενεργειακοί πόροι δεν αφήνουν αδιάφορη και τη Γερμανία, η οποία δια του bail in και του Mνημονίου έδειξε ότι μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τις τύχες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αλλωστε η ρητορική των υποστηρικτών της νέας λύσης εντός της νήσου χρωματίζεται από τον επείγοντα χαρακτήρα και από το πακετάρισμα του πολιτικού με το οικονομικό: αν δεν δοθεί η λύση τώρα, θα χαθούν οι υδρογονάνθρακες. Οι υποστηρικτές του σχεδίου υπολογίζουν ακόμη στην κόπωση και τον φόβο του κυπριακού λαού, μετά το επιθετικό bail in και την βαθιά κρίση που μαστίζει την εγχώρια οικονομία. Υπολογίζουν ότι με τους κατάλληλους χειρισμούς θα καμφθεί το 75,83% που καταψήφισε το σχέδιο Ανάν το 2004· άλλωστε από τουρκοκυπριακής πλευράς έχει δηλωθεί ότι τώρα δημοψήφισμα θα γίνει μόνο αφού διασφαλιστεί μέσω δημοσκοπήσεων ότι το αποτέλεσμα θα είναι θετικό.
Μια καλυμμένη διχοτόμηση της Κύπρου θα έχει ασφαλώς δυσμενέστατες επιπτώσεις και στο ελλαδικό κράτος, του οποίου η γεωπολιτική σημασία θα εξασθενήσει αποφασιστικά, κυρίως έναντι του νευρικού μεγάλου γείτονα. Πολύ περισσότερο, που και τα δύο κράτη σήμερα, η Ελληνική και η Κυπριακή Δημοκρατία, εξασθενημένα από την σφοδρή οικονομική κρίση, στερούνται διπλωματικού κεφαλαίου και συμμαχιών, ενώ το διεθνές περιβάλλον καθίσταται διαρκώς ασταθέστερο.
Αναμένονται βεβαίως πάντα οι αντιδράσεις των πολιτικών δυνάμεων και των πολιτών. Στην Κύπρο το ΔΗΚΟ, υπό τον Νικόλα Παπαδόπουλο, διαφώνησε ανοιχτά με τις πρωτοβουλίες του Προέδρου Αναστασιάδη και αποχώρησε από την κυβέρνησή του. Το ΑΚΕΛ τηρεί επιφυλακτική στάση, καθώς οι οπαδοί του είναι αποδεδειγμένα εχθρικοί προς το σχέδιο Ανάν, ενώ η ηγεσία είναι βαριά τραυματισμένη από την αποτυχημένη διακυβέρνηση του Προέδρου Χριστόφια. Τα υπόλοιπα «αντι-ανανικά» κόμματα είναι σκόρπια.
Στην Ελλάδα επικρατεί επιφυλακτικότητα. Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς είχε ταχθεί ανοιχτά εναντίον του Σχεδίου Ανάν, τώρα σιωπά· και είναι γνωστό ότι οι σχέσεις του με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη δεν είναι οι καλύτερες. Ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμως κρατά πολύ προσεκτική στάση δια του προέδρου του, Αλέξη Τσίπρα· ο οποίος θυμάται τον υπερβάλλοντα φιλοανανικό ζήλο του προδρόμου Συνασπισμού το 2004, και ασφαλώς γνωρίζει ότι τα παρόντα διακυβεύματα είναι απείρως σοβαρότερα. Το ΚΚΕ και οι ΑΝ.ΕΛ. τάσσονται εναντίον της κοινής διακήρυξης. Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα γνωρίζουν ότι κάθε βεβιασμένη κίνηση και κάθε τετελεσμένο στο Κυπριακό μπορεί αίφνης να αποκτήσει εξαιρετικά βαρύνουσα σημασία στο εσωτερικό μέτωπο, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ελα με τη βέσπα, άνοιξαν οι ουρανοί, χαρά Θεού! Το επείγον τηλεφώνημα του Γιώργου με οδήγησε ως το μπαλκόνι, να διαπιστώσω το γλαυκό θάμβος πάνω απ’ τον Λυκαβηττό.
Δεν είχα καλοξυπνήσει, βρισκόμουν ακόμη στην προηγούμενη νύχτα, υπό βροχήν, στη μακριά συζήτηση με τον ομήλικο Χρήστο. Ψαύαμε ολονυχτίς καταγωγικά ίχνη, παγωμένες κουβέντες αμίλητων γερόντων, συναντήσεις με σαλούς και λεβέντες, πλαγιομετωπικές με καθάρματα, σκόρπιους στίχους, μυρωδιές χώματος και σβουνιάς, παρηγοριές εικόνων, μισό αιώνα σαν νερό, με ένδοξες ουλές και νέα τραύματα. Η συνομιλία ξετυλιγόταν ελικοειδώς, άλλοτε πυρετική κι άλλοτε σιγαλόφωνη, με ουσιώδεις παρεκβάσεις, με μόνο σχέδιο τη συνάντηση, την κοινωνία. Κατοπτρική εξομολόγηση στο διάσελο της ηλικίας, καταλύοντες ιχθύν και οίνον.
Από τη βροχερή νύχτα συγκρατώ ένα διαυγές μουρμουρητό, που ανεβαίνει ντροπαλά, σταθερά: Ποιοι είμαστε, ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε, τι ξεχάσαμε, τι χάσαμε, τι αφήσαμε πίσω, τι μπορούμε να γίνουμε. Συνεχώς αυτό. Στον πυρήνα του και σε όλη την υποδόρια έκταση, το ελληνικό πρόβλημα είναι πρόβλημα πολιτικό και διερώτηση ταυτότητας. Τίθεται εν χρόνω· όχι μόνο σαν συνέχεια εκ του παρελθόντος, αλλά κυρίως μες στη δυναμική του παρόντος: πώς αφομοιώνεις και μετουσιώνεις την παράδοση, πώς ισορροπείς στη διεθνή συγκυρία μετασχηματιζόμενος και προσαρμοζόμενος, χωρίς να χάσεις το πρόσωπό σου.
Το έθνος-κράτος τήκεται και μεταμορφώνεται μες στην άνιση ευρωπαϊκή συνομοσπονδία και την παγκοσμιοποίηση, η δημοκρατία αδυνατίζει από τις πολλές διαμεσολαβήσεις και τις παρακάμψεις της γενικής βούλησης, οι αποφασίζοντες για τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων δεν λογοδοτούν και δεν ελέγχονται. Η εργασία, η πρόνοια, η κατοικία, η ισότητα, ό,τι περιείχε το κοινωνικό συμβόλαιο από την αυγή των Φώτων έως σήμερα, βρίσκονται στον αέρα, χωρίς το παλαιό περιεχόμενο. Οι αγορές απαιτούν και κερδίζουν χώρο, ελευθερία κινήσεως, χρόνο· οι άνθρωποι της Ευρώπης περιορίζονται σε όλο και μικρότερο χώρο, με όλο και πιο ρηχές προσδοκίες, στριμωγμένοι στην ανάγκη. Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει πού θα καταλήξει αυτή η ταυτόχρονη άσκηση φυγόκεντρων δυνάμεων και κεντρομόλου ηγεμονισμού, η διελκυνστίδα μεταξύ άφωνων λαϊκών μαζών και άδηλων κέντρων ισχύος.
Το βλέπουμε καθαρά εδώ στην Ελλάδα, γιατί είμαστε οι πιο στριμωγμένοι απ’ όλους, διαθέτουμε το επώδυνο προνόμιο να προοικονομούμε το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών υπό τους πιο ακραίους όρους. Αυτή η επώδυνη προπόρευση μας κάνει πειραματόζωα και αποσυνάγωγους, μας προκαλεί ταυτοτική σύγχυση και αδυναμία χάραξης πορείας στα αχαρτογράφητα τοπία του αναδυόμενου κόσμου. Εντούτοις η πειραματική, μερική προοικονόμηση του γενικού μέλλοντος μπορεί να αποβεί σχετικό πλεονέκτημα, εφόσον κατορθώσουμε να απαντήσουμε στις προκλήσεις με κάποια επιτυχία, κυρίως αν απαντήσουμε στην πρόκληση του αυτοκαθορισμού, της ταυτότητας. Αν ανασυγκροτήσουμε λυσιτελώς μια ταυτότητα δυναμική, ευλύγιστη και συμπαγή, ικανή να αμβλύνει τις ανισότητες, να απαλείψει δευτερεύουες ή επίπλαστες αντιθέσεις, μια ταυτότητα που να συναιρεί δημιουργικά τις υπαρκτές αντιθέσεις παράγοντας ενέργεια και ώθηση, αντί για διχασμό και κανιβαλισμό.
Για να πετύχουμε αυτή την κατάσταση δυναμικού αυτοκαθορισμού, χρειάζεται να πορευτούμε στο ραγδαία μεταλασσόμενο διεθνές περιβάλλον με ένα είδος ριζοσπαστικού πραγματισμού. Ούτε δειλιάζοντας ούτε υπνοβατώντας. Ριζοσπαστικά, με την έννοια μιας πολυμήχανης πολιτικής που θα υπερβαίνει τα στερεότυπα του παρελθόντος, χωρίς να αγνοεί τα ουσιώδη διδάγματά του. Και πραγματιστικά, με την έννοια ότι επικεντρώνεται στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, υλικές και πνευματικές· στο ψωμί και στο όνειρο ταυτοχρόνως και ισοβαρώς, στις υλικές και ηθικές προϋποθέσεις του αξιοπρεπούς αυτόνομου βίου.
Για να πετύχουμε, χρειάζεται να γνωρίζουμε και να αισθανόμαστε ποιοι είμαστε· ούτε πιο σπουδαίοι ούτε ασήμαντοι. Χωρίς αυτοϋποτίμηση και επαρχιώτικα συμπλέγματα, χωρίς μειονεξία και δουλοπρέπεια, αλλά και χωρίς πρωτόγονους μηχανισμούς υπεραναπλήρωσης, αναδελφισμού και απομονωτισμού. Στις δύσκολες μέρες μας, περισσεύουν και οι δύο στάσεις παροξυμένες, εκδιπλώνονται συγκρουσιακά και αλληλοαποκλειόμενες. Αδρομερώς, μπορούμε να πούμε ότι πίσω από μια απατηλή πρόσοψη σύγκρουσης Δύσης και Ανατολής, εκσυγχρονισμού και λαϊκισμού, κρύφτηκε εντέχνως η διαπάλη για την κυριαρχία, μια διαπάλη με βαθύτερα κοινωνικά, ταξικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά ― τώρα, σαν λεηλασία επί ερειπίων. Η κρίση ρηγμάτωσε στην πρόσοψη, βάθυνε τα χάσματα και αποκαλύπτει εν τω βάθει ραφές και ουλές του ιστορικού σώματος, φωτισμένες επιπλέον απο την καινοφανή ανθρωπολογία της παγκοσμιοποίησης.
Απαντήσεις υπάρχουν. Η ομορφιά υπάρχει, εμείς πρέπει να την ανακαλύπτουμε, να ανασκάπτουμε, είπε ο Χρήστος. Στο βρεγμένο δάσος των Αγράφων, στη γλαυκή διαύγεια της Αττικής, σε αυτή την οικουμενικότητα.
ζωγραφική: Μποκόρος, Φωτισμένη σκιά, 2001
Αν η ζωή εμπνέει την τέχνη, ισχύει και το αντίστροφο: συχνά η ζωή προοικονομείται μέσα στα έργα τέχνης. Στην προσπάθειά μου να συλλάβω στοιχειωδώς το σπασμένο ελληνικό μωσαϊκό, με ψηφίδες από τη μεγάλη πολιτική, από τη φανερή καθημερινή ζωή, από τα αφανή συμβαίνοντα πίσω από κλειστά παράθυρα διαμερισμάτων και επαύλεων, από τα θραύσματα ομιλιών και από πληροφορίες εξωχώριες, έλαμψαν μπρος στα μάτια μου δύο μεγάλα έργα του Λουκίνο Βισκόντι, μεγάλα ως προς το περιεχόμενο των αφηγήσεων και ως προς τη φόρμα.
Είναι δύο έργα που πραγματεύονται ιστορικούς και ανθρωπολογικούς μετασχηματισμούς, χωρίς ωστόσο εύκολα συμπεράσματα, χωρίς διδακτισμό, αλλά με διεισδυτικότητα και με όλο το δράμα και την αμφισημία της ανθρώπινης κατάστασης. Το ένα παρακολουθεί τη δύση της αριστοκρατίας και την ανάδυση της μπουρζουαζίας, το άλλο, την άνοδο του ναζισμού και την επικράτησή του στην καρδιά της μεγαλοαστικής τάξης. Πρόκειται προφανώς, για τον «Γατόπαρδο», βασισμένο στο περίφημο μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα, και για τους «Καταραμένους».
Η Μεγάλη Υφεση μετασχηματίζει ήδη την ελληνική κοινωνία, βαθιά και ανεπίστρεπτα. Ενα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το πιο αδύναμο, που κρεμόταν γαντζωμένο στο χείλος της ευημερίας, έπεσε πρώτο, και δεν θα ξανασηκωθεί· αισθάνονται αποκλεισμένοι και εφεξής είναι άγνωστο πώς θα αυτοαναγνωριστούν κοινωνικά και πολιτικά. Η μεσαία τάξη θρυμματίζεται, αλλάζει υλική συνθήκη, ολισθαίνει βιαίως προς την ένδεια, και μαζί αλλάζει ο αυτοπροσδιορισμός, θρυμματισμένος ομοίως και ρευστός.
Από τον ψυχικό μετασχηματισμό δεν μένουν άθικτα ούτε τα ανώτερα και ανώτατα στρώματα· η γενική απαισιοδοξία και ο φόβος οδηγούν σε αναδίπλωση και εσωστρέφεια. Η αναδίπλωση εν προκειμένω προέρχεται από την απειλή μείωσης της υλικής ισχύος, αλλά και από τις ραγδαίες εξελίξεις στη νομή της εξουσίας· η κυριαρχία της παλαιάς τάξεως δεν είναι διόλου δεδομένη, όλα αλλάζουν.
Εδώ θυμόμαστε τον Γατόπαρδο: «Εάν θέλουμε να παραμείνουν όλα ως έχουν, πρέπει όλα να αλλάξουν», λέει ο νεαρός αριστοκράτης Τανκρέντι στον θείο του, πρίγκιπα της Σαλίνα. Ο νεαρός γατόπαρδος δεν αφήνει εύκολα απ’ τα νύχια του τον πλούτο και την εξουσία. Θα ελιχθεί, θα συμμαχήσει με την ανερχόμενη τάξη πραγμάτων, θα επωφεληθεί: μ’ ένα γαμήλιο σμίξιμο θα εξασφαλίσει καταρχάς την οικονομική γαλήνη, που είναι παντοτινή. Κατόπιν, θα έχουν τον χρόνο να συνεχίσουν στην επόμενη πίστα της ιστορίας, άθικτοι από την ρεπούμπλικα και τον αστικό χείμαρρο: «δεν θα τα καταφέρουν, γιατί είμαστε θεοί», παρατηρεί ο πρίγκιπας.
Αν ο ένας κρυφός πίνακας του ιστορικού παρασκηνίου είναι η μετατόπιση της άρχουσας ελίτ, ο άλλος, διόλου κρυφός, είναι η άνοδος του ναζισμού. Στους βισκοντικούς Καταραμένους, ο ναζισμός ενοφθαλμίζεται στην πανίσχυρη οικογένεια της χαλυβουργίας Εσεμπερκ. Κλιμακωτά, το κακό εξοντώνει τα πιο ηθικά και φιλελεύθερα στοιχεία, και καταλαμβάνει όλο το πεδίο, εκφράζεται πλήρως μέσω του πιο βίαιου, του πιο έκφυλου προσώπου, που οδηγείται πέραν πάσης αναστολής και φόβου τιμωρίας. Είναι μια ελεγεία του κακού: η πορεία προς την μοιραία κατίσχυση του κακού.
Στο καθ΄ημάς πεδίο, ο ερζάτς ναζισμός είναι προσώρας χυδαίος και λούμπεν, και φουσκώνει διαρκώς προσελκύοντας σαν φανός τις απελπισμένες πεταλούδες, τα συντρίμμια της Μεγάλης Υφεσης. Αλλά η φυλετική μισαλλλοδοξία του και ο υπερεθνικισμός του μολύνουν σταθερά την κεντρική πολιτική σκηνή, υπαγορεύουν συνθήματα και κραυγές. Το κατάκοπο κοινωνικό σώμα απορροφά τώρα το δηλητήριο σαν φάρμακο, και οι δόσεις μεγαλώνουν.
Η τάξη των γατόπαρδων προς το παρόν περιφρονεί τους λούμπεν ακραίους· άλλωστε αυτοί δρουν στα γκέτο και στις λαϊκές, όχι στα πράσινα προάστια. Δεν αποκλείεται όμως ο μετασχηματισμός των γατόπαρδων σε καταραμένους· απούσης της αναδυόμενης αστικής τάξης, ο ελιγμός τούτη την ιστορική στιγμή δεν μπορεί να είναι προς το απόν ρωμαλέο καινοτομικό στρώμα, αλλά προς την αναδυόμενη κακία. Ούτε καν ελιγμός, αλλά μοιραία μόλυνση, στο μέτρο που το ναζιστικό κακό πατροκτονεί, αιμομικτεί, κατατρώγει ακόμη και τις σάρκες του.
[Από την τέχνη στη ζωή: Μένω κατάπληκτος από την απληστία και τη σκληρότητα των πλούσιων γερόντων ― μου είπε πρόσφατα ένας σοφολογιώτατος φίλος, βαθύς γνώστης της αθηναϊκής ανώτερης κοινωνίας. Ηταν η απάντησή του στην κοινή διαπίστωση για το μαύρο μέλλον που περιμένει τους σημερινούς νέους, την ήδη ονομαζόμενη χαμένη γενιά. Τότε έλαμψαν εντός μου ο Γατόπαρδος και οι Καταραμένοι.]
Λαχτάρα για ελπίδα, να κάνουμε κάτι μαζί, cruel optimism, έγραψε μια αγγλίδα, σκληρή αισιοδοξία… Ο λόγιος φίλος έφυγε κι άφησε στο δωμάτιο τις ιδέες του να στέκουν λάμπουσες, σαν ρωγμές στο αδιάφανο παρόν. Δεν τις συμμερίστηκα όταν τις πρωτάκουσα, τραβήχτηκα ενστικτωδώς απ’ τη θέρμη τους, αλλά αρκετή ώρα μετά, οι ρωγμές είχαν εγκατασταθεί για τα καλά στον δικό μου, προφυλαγμένο, μισοσκότεινο χώρο.
Κατά κάποιο τρόπο, η ελπίδα και η αισιοδοξία ήρθαν από τη φλεγόμενη Αθήνα, από τον καύσωνα, μες στο κλιματιζόμενο μικροπεδίο μου, το θέρμαναν, κι ύστερα ξαναβγήκαν στον καύσωνα, στο τρέμισμά του, σ’ έναν κόσμο που αιωρείται αβέβαιος και σπασμένος ανάμεσα στο σβησμένο παρελθόν και στο άδηλο μέλλον.
Ο άγγελος του καύσωνος, με τη μορφή του Δ., έφερνε ένα μήνυμα: το παρόν. Μου το ‘πε καθαρά, ότι μόνο αυτό υπάρχει, και πάνω σε αυτό διεξάγεται η πάλη για κυριαρχία: όποιος υπόσχεται διάσωση στο μέλλον, ζητάει ταυτόχρονα να ξεχάσουμε το παρόν. Το παρόν θα κυλάει με θυσίες, με μια προπάντων: με την απάρνησή του. Και στο μέλλον θα έρθει η ανταμοιβή. Ας απαρνηθούμε το παρόν, λοιπόν. Αυτό ζητάει ο κυρίαρχος του παρόντος, που τυχαίνει να είναι και παραγωγός της κρίσης. Πίσω από τα ταξίματα του μέλλοντος, κρύβεται άγαρμπα η τόσο προφανής δίψα του για κατίσχυση.
Μα ποιος εγκαταλείπει το παρόν, την ίδια τη ζωή, να κυλήσει μεσ’ απ΄τα χέρια του, για μια αόριστη υπόσχεση μέλλοντος; Θα ήταν σαν να αφήνεις τη ζωή σου παρακαταθήκη στα χέρια τρίτων. Ενα αβέβαιο ενέχυρο, μια ολοκληρωτική ήττα. Κι όμως, πολλοί πείθονται, ακουμπάνε τις ζωές τους ενέχυρο σε μαγαζάκια “Αγοράζεται χρυσός, ασήμι, τιμαλφή”. Οι άνθρωποι χάνουν την πίστη στον εαυτό τους, αφού έχουν ήδη χάσει την αίσθηση ότι η ζωή τους ανήκει, ότι είναι ανεξαγόραστη, όση λίγη, όση είναι. Δεν έχουν φως.
Σε αυτό το κομβικό σημείο, της πτώσης στη γυμνή ζωή, ξεπροβάλλει ο cruel optimism, η σκληρή αισιοδοξία, η ελπίδα παρά την απόγνωση, και ο άνθρωπος της κρίσης προσπερνά το σαράφικο “Αγοράζεται χρυσός”. Δεν ενεχυριάζει την υπόστασή του, τον παρόντα χρόνο του, την αξίωση να ελπίζει και, κυρίως, την αξίωση να ζει εδώ και τώρα. Η αμυντική κίνηση, το “δεν”, είναι ουσιαστικά νικηφόρος μάχη, και είναι κατάφαση της ζωής. Είναι ξεπέρασμα ενός ντετερμινισμού, ότι το μέλλον θα είναι a priori καλύτερο, άρα ας δεχτούμε τώρα να υποφέρουμε. Είναι απόρριψη της συλλογικής ενοχής για το άφρον παρελθόν, για τις παλαιές ευτυχισμένες μέρες, που δεν τις αξίζαμε. Είναι εντέλει διεκδίκηση του σύνολου χρόνου και του χώρου, ξεκινώντας από την καυτή υλικότητα τού εδώ και τώρα.
Αισιοδοξία, ελπίδα, παρόν: η αξίωσή τους, η διεκδίκηση τους, δεν συνεπάγονται έλλειψη πραγματισμού ή σχεδίου για τα ερχόμενα, ούτε εξωραϊσμό του παρελθόντος και αγνόηση των σφαλμάτων. Κάθε άλλο. Η διεκδίκηση του παρόντος προϋποθέτει αλλαγές, προσαρμογές, μεταρρυθμίσεις, ρήξεις, τομές, γεννήσεις. Προϋποθέτει επίσης ξαναδιάβασμα του παρελθόντος και δημιουργική οικειοποίηση του, αναχώνευση μες στο διαρκές χυτήριο του παρόντος. Κυρίως όμως σημαίνει διεκδίκηση της κυριαρχίας, αυτόφωτη ζωή, αυτόνομα υποκείμενα, αυτοτελείς συνειδήσεις. Οχι ετεροχρονισμένη ζωή και ετερόνομους ανθρώπους.
Δεν είναι εγωισμός, δεν είναι ιδεολογία. Το αντίθετο: είναι υγιής έκφραση του ενστίκτου επιβίωσης και του ενστίκτου διαώνισης, είναι υγιής μετουσίωση των καταστροφικών ενορμήσεων και του πολυσυζητημένου ενστίκτου του θανάτου, αυτών ακριβώς που στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν οδήγησαν τους ανθρώπους να μαζοποιηθούν σε σκοτεινές αγέλες και να απαρνηθούν τη ζωή, την ελευθερία, την αυτονομία, έναντι του υπεσχημένου κήπου της μίας αλήθειας και της μίας καθαρότητας.
Η κρίση κλονίζει τη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη χρόνου που συνέχει τον άνθρωπο της μεσαίας τάξης ― πώς θα σπουδάσει τα παιδιά του, πώς θα εξοφλήσει το δάνειο, πότε θα πάρει σύνταξη. Η εξάλειψη μεσοπρόθεσμης προβλεψιμότητας αποσαθρώνει ψυχοδιανοητικά τους ανθρώπους, υπονομεύει την αυτοκυριαρχία, κλονίζει την αίσθηση ότι ορίζουν ουσιώδεις παράμετρους του βίου, τη ζωή τους την ίδια. Η υπόσχεση ενός κάποιου μέλλοντος, με οδυνηρό αντάλλαγμα την εκχώρηση του παρόντος, της μόνης σαρκωμένης βεβαιότητας, της μόνης μας προίκας, αυτή η απατηλή υπόσχεση δεν προσφέρει ούτε καν πρόσκαιρη ανακούφιση. Μόνο υποταγή στην αχλή μιας άθυμης ουτοπίας, σε μια ναρκωτική πλάνη, σε μια αγωνιώδη προσδοκία: να ζούμε σαν φοβισμένα ζούδια στο άχρονο σύμπαν.
Τώρα δίνεται η μάχη των δυνάμεων της αλλαγής, των μεταρρυθμίσεων, του ορθολογισμού, εναντίον των δυνάμεων του θυμού, της ανυπακοής και της αδράνειας. Ο φίλος μού περιέγραφε αυτή τη μάχη με πάθος, με πίστη. Μιλήσαμε πολλή ώρα, διαφωνώντας και συμφωνώντας, για το πού βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα, που βρίσκεται η Ευρώπη, τι είδους μετασχηματισμοί συμβαίνουν, πώς φανταζόμαστε το μέλλον, τι συμβαίνει στη γειτονιά του τον Αγιο Παντελεήμονα. Δεν με έπεισε, δεν τον έπεισα, άλλωστε δεν θέλαμε να πειστούμε, να συναντηθούμε θέλαμε, σαν φίλοι από παλιά, και να αναγνωρίσουμε πάλι κοινά καταγωγικά ίχνη, διαβάσματα, αναζητήσεις.
Μείναμε αρκετά στο δίπολο “θυμός-νηφαλιότητα”. Με συμβούλεψε να μην έχω θυμό. Δεν είχα, εκείνη την ώρα τουλάχιστον. Είχα όμως πολλά ερωτήματα, αμφιβολίες, απορίες, που μου προκαλούσαν δυσφορία· θα προτιμούσα να μπορώ να αποδεχτώ ένα σχήμα που τα εξηγεί όλα, όπως αυτό το διπολικό «ορθολογισμός εναντίον θυμικού» ή «μεταρρυθμίσεις εναντίον αδράνειας». Ενστικτωδώς όμως διακρίνω σε αυτά τα διπολικά σχήματα μια τεράστια αυθαιρεσία κατά τον ορισμό των πόλων, αφενός, και κατά το γέμισμά τους με περιεχόμενο, με υποκείμενα, αφετέρου.
Ας πούμε, τι ορίζουμε σήμερα ως ορθολογισμό; Τον λόγο του Γαλιλαίου, του Καρτέσιου, του Καντ; Ή τον λόγο όπως τον συζητούμε στον 21ο αιώνα, μετά τον Βιτγκενστάιν, τον Φουκώ, τον Ντελέζ, τον Μπουρντιέ; Είναι ο ορθός λόγος άχρωμος, άμοιρος του κυρίαρχου λόγου, του λόγου των νικητών, του λόγου της εξουσίας; Πώς ορίζουμε το θυμικό; Αριστοτελικά, φροϋδικά, λακανικά, λεξικογραφικά; Ποιος ορίζει το περιεχόμενο και τα υποκείμενα των μεταρρυθμίσεων; Σε αυτό θα απαντούσα με μια διερώτηση, τυπική στην πολιτική σκέψη: Who rules and who benefits? Ποιος είναι ο κυρίαρχος και ποιος ωφελείται; Εν ονόματι των μεταρρυθμισεων έχουν διαπραχθεί τα μεγαλύτερα εγκλήματα: τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι πάντα ιδιαιτέρως ριζοσπαστικά. Και γιατί η αδράνεια, υπό τη μορφή του συντηρητισμού, της διατήρησης δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη δυσμενή συγκυρία, να μην αποτελεί μιαν άμυνα των πληττομένων αδύναμων απέναντι σε δυνάμεις που τους σαρώνουν;
Ας μείνουμε σε αυτό: Ποια είναι τα υποκείμενα που καλούνται να δώσουν νόημα και πρακτικό περιεχόμενο στον ορθολογισμό ή τη μεταρρύθμιση; Και πάνω σε ποια άλλα υποκείμενα; Αναπόφευκτα, θα πρέπει να μιλήσουμε για σχέσεις εξουσίας, ξανά: Who benefits? Αναπόφευκτα βλέπουμε ότι τα δίπολα, “καθαρά” σε πρώτη ματιά, είναι στερεοτυπική ηθικολογία, δεν είναι πολιτικά προτάγματα, πόσω μάλλον πολιτική ανάγνωση της κρίσης.
Καταλαβαίνω την ανάγκη του φίλου μου για ξεκαθάρισμα του τοπίου, για αποσαφήνιση, για επιλογή δρόμου και τρόπου. Είναι θεμιτή και ανθρώπινη, είναι και δική μου. Πολύ φοβούμαι εντούτοις ότι απαιτείται πολύ μεγαλύτερος πνευματικός και ψυχικός μόχθος για να κατανοήσουμε ό,τι μας συμβαίνει, προτού διαλέξουμε δρόμους και στρατόπεδα. Και χρόνος, που είναι η ζωή μας.
Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: Η κρίση είναι σύμφυτη με τη νεωτερικότητα, μας θύμισε πρόσφατα ο φιλόσοφος Γιώργος Ξηροπαϊδης. Πιθανότατα βρισκόμαστε ενώπιον μιας μείζονος ρήξης της μεταπολεμικής κανονικότητας, στην ουρά ενός ιστορικού κύκλου που κλείνει, σύμφωνα με τη θεωρία του Ρώσου οικονομολόγου Ν. Κοντράτιεφ που εκτέλεσε ο Στάλιν. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πρόδηλο ότι απαιτούνται άλλα διανοητικά εργαλεία, άλλες ψυχοπνευματικές προϋποθέσεις για να αντεπεξέλθουμε τη ρήξη και να φανταστούμε τον κόσμο στην άλλη όχθη του ρήγματος.
Η κρίση οδηγεί στην παραγωγή ενός νέου λόγου-discours, και ενός νέου ορθολογισμού, μάλιστα με αξίωση καθολικής ισχύος. Τα κράτη, μεγάλα και μικρά, αναπτυγμένα, παρηκμασμένα και αναδυόμενα, οι υπερεθνικοί σχηματισμοί όπως η Ε.Ε. και διεθνείς ρυθμιστικοί οργανισμοί, πραγματικές οικονομίες και κεφάλαια σωρευμένα σε σκιώδεις τράπεζες, δίκτυα γνώσεων και εμπορικοί δρόμοι, όλα θα αναδιαταχθούν, ενδεχομένως με κρότο και βία. Πάνω απ’ όλα, τα ίδια τα υποκείμενα της ιστορίας, οι άνθρωποι, θα αναδιαταχθούν: σαν έθνη, σαν λαοί, σαν μέλη κοινοτήτων, θα προχωρήσουν σε μια άλλη αυτοκατανόηση. Αυτό γινόταν πάντα.
Σε κάθε περίπτωση, το βολικό, ανακουφιστικό δίπολο «ορθολογισμός-θυμικό, φως-σκοτάδι» όχι μόνο δεν βοηθά αλλά συσκοτίζει και βυθίζει στο ανορθολογικό· είναι μάλλον μια προσευχή για απελπισμένους, ένα μάντρα προς εξορκισμόν των οβίδων. Μεταρρυθμίσεις θα έρθουν, αλλά δεν θα είναι αυτές που φανταζόμαστε τώρα ― αυτό ήθελα να πω στο φίλο μου, μα δεν το κατάφερα. Η ειρήνη δεν είναι αιώνια, και η πρόοδος δεν είναι απεριόριστη: είναι όση αντέχει ο πλανήτης.
Η πολλαπλή πίεση προς τα ασθενέστερα στρώματα του πληθυσμού και η ύφεση που διαρκώς βαθαίνει, προκαλούν αγωνία, σύγχυση, εντάσεις. Η ελληνική κοινωνία, είναι πασίδηλο, περνά μεταιχμιακή φάση, με πολλή οδύνη για πολλούς, και άγνωστη κατάληξη για όλους. Είναι επίσης πασίδηλο ότι σε αυτό το μεταίχμιο διάφορες ομάδες ανταγωνίζονται, είτε για να επιπλεύσουν είτε για να αποκτήσουν καλύτερες θέσεις στο νέο τοπίο που θα προκύψει, θέσεις νομής ισχύος και πλούτου. Το φανερό διακύβευμα, σε πρώτη ανάγνωση, είναι υλικό: ποιοι θα ξεπέσουν οικονομικά-κοινωνικά, ποιοι θα διατηρήσουν το status τους, ποιοι θα ενισχυθούν. Στον πυρήνα του κοινωνικού ανταγωνισμού, διαρκώς σιγοκαίνε φωτιές: η πάλη για ηγεμονία, αφενός· και μια αυξανόμενη ροπή προς διχασμό του κοινωνικού σώματος, αφετέρου, μια άτυπη σχάση, πολυμετωπική και πολυσθενής. Ατυπος εμφύλιος.
Το Μνημόνιο ήταν η αφορμή, ο πυροκροτητής. Από καιρό, από χρόνια, από τα χρόνια ήδη του «εκσυγχρονισμού», τέλη του 20ού, αρχές του 21ου αι., διαφαίνονταν οι πρώτες ραγισματιές στο ελλαδικό κοινωνικό σώμα. Ο ίδιος ο εκσυγχρονισμός σαν αίτημα πολύ σύντομα φάνηκε ότι δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι καθολικός: δεν μπορoύσε να αφορά όλο το κοινωνικό σώμα, ούτε καν το κήρυττε με ιδιαίτερη ζέση. Η πρώτη ραγισματιά συνέβη με το στρίμωγμα του επενδυτή λαού στο κάγκελο του Χρηματιστηρίου ― αλλά την είδαν πολύ λίγοι, διότι το Zeitgeist επέβαλε λατρεία των αγορών, λατρεία της κερδοσκοπίας και της σπατάλης, θαυμασμό της μίζας. Η ιστορική του φιλοδοξία εξαντλήθηκε με την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη ― καταφεύγοντας σε μαγειρέματα του χρέους και των δημοσιονομικών στοιχείων από την Goldman Sachs, φευ! Οταν δε το κράτος, ρυμουλκούμενο από προσωπικές φιλοδοξίες και διαπλεκόμενα συμφέροντα, ανέλαβε και τη διοργάνωση των πολυδάπανων Ολυμπιακών, εξατμίστηκε κάθε ίχνος της πρωθητικής ικμάδας του εκσυγχρονισμού: εφεξής, το κράτος τροφοδοτούσε αμήχανο μια τελετή υπεραναπλήρωσης.
Η μέθη του συλλογικού φαντασιακού, κατά το αλησμόνητο καλοκαίρι 2004, έφερε τον ύπνο και την αδράνεια, έδειξε μεγεθυμένες τις αδυναμίες και τα κενά. Aλλά η αδράνεια, η ευθυνοφοβία, η αναβλητικότητα, οι υπεκφυγές ξεχείλιζαν. Σχεδόν τρομακτικά. Τρία καλοκαίρια αργότερα, όταν οι πυρκαγιές κατέκαιγαν ανθρώπους και βεβαιότητες, εξεπέμφθη το πρώτο SOS: το πλοίο έπλεε ακυβέρνητο, διασπασμένο, χωρίς φρόνημα. Ο Δεκέμβρης ’08 επιβεβαίωσε και βάθυνε το ρήγμα. Τρομακτικά. Και πάλι η αδράνεια ενίκησε· οι υπεκφυγές επικράτησαν, κι ήταν τόσο ισχυρή η εθελοτυφλία ώστε ακόμη κι όταν εκέσκηψε η κρίση, οι διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια της εθνικής οικονομίας και των καταθέσεων υπερίσχυσαν της ανησυχίας, απέτρεψαν τη λήψη μέτρων…
Η κρίση διέλυσε τη φενάκη του ενός και ομοούσιου λαού των μη προνομιούχων, της δεκαετίας ΄80, διέλυσε τις μονολιθικές βεβαιότητες με τη λήξη του Ψυχρύ Πολέμου, το ’90, διέλυσε τον ατομικιστικό και καταναλωτικό παραδαρμό του 2000. Τη στιγμή της κρίσης, ο λαός αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ενιαίος και ομοούσιος, ότι υπάρχουν ισχυροί και ασθενείς, σύννομοι και άνομοι, ορθόφρονες και λαϊκιστές, ηθικοί και νόμιμοι, συντεχνίες και κλειστά ισνάφια, κοπρίτες και υπεράριθμοι. Οταν δεν το αντιλαμβάνεται, του το υπενθυμίζουν, του το διατυμπανίζουν, με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο. Το νιώθει στο πετσί του, στην υλική του ταπείνωση, στην απομείωση της προσδοκίας, στο φόβο που τρώει τα σωθικά τα αμέριμνα, τα αδρανή.
Οι λαοί είναι πολλοί… Και νιώθουν ένοχοι όλοι. Δυσφορούν. Οργίζονται, μετακυλίουν την οργή, αλληλοϋποβλέπονται. Βαθιά μέσα τους, τα κέρματα λαού νιώθουν να φουσκώνει η ήττα αλλά και η επίνοια: για να μην αφανιστούν πρέπει να κινηθούν, να παλέψουν, να σκεφτούν τους εαυτούς τους εξαρχής, ριζοτομικά, να δράσουν. Δεν είναι εύκολο: στο πεδίο ανταγωνίζονται πολλές ομάδες, αλλά οι περισσότερες απ’ αυτές είναι γυμνές: χωρίς ένυλο οπλισμό, αλλά κυρίως χωρίς ιδέες, χωρίς συνείδηση χώρου και εαυτού, χωρίς ηγέτες. Αυτές οι ομάδες, ασθενείς οι περισσότερες, συχνότατα έχουν κοινά συμφέροντα, αλλά δεν το ξέρουν ή αδυνατούν να συναντηθούν. Αν μείνουν διάσπαρτες, θα ηττηθούν. Αυτή την αδυναμία τους γνωρίζουν άλλες ομάδες ολιγάριθμες, οι οποίες κατέχουν υπέρτερα μέσα, και επιπλέον δρουν πιο συντονισμένα έναντι του κερματισμένου πλήθους, του “εχθρού λαού” που τείνει προς την οχλοκρατία. Εξ ου και η αναμέτρηση έχει μεταφερθεί, υπόγεια αλλά σταθερά, στο πεδίο της ψυχολογίας, των εντυπώσεων, της ηγεμονίας επί του φαντασιακού. Η κυριάρχηση του ενός ή του άλλου πιθανότατα δεν θα προκύψει από μια τυπική σύγκρουση, αλλά στο πεδίο της πειθούς και της χειραγώγησης, με την επιβολή ενός επικρατούντος ρευστού δόγματος τάξεως και την εσωτερίκευση του φόβου.