You are currently browsing the tag archive for the ‘κρίση’ tag.

Aπό το 2010 ώς την αρχή του 2015 αλλάξαμε πολύ. Οχι μόνο ατομικά, αλλά και συλλογικά, σαν κοινωνία. Για πολλούς, η κρίση βιώθηκε σαν καταστροφή· έχασαν τη δουλειά τους, είδαν την επιχείρησή τους ή το επιτήδευμά τους να φθίνει, δεν καταφέρνουν να τα φέρουν βόλτα, αισθάνονται ότι χάνουν την αξιοπρέπειά τους. Για πολλούς περισσότερους η κρίση σήμανε την συρρίκνωση των προσδοκιών και την αδυναμία σχεδιασμού του μέλλοντος, σήμανε την είσοδό τους σε μια περιοχή φόβου και επισφάλειας, ακόμη κι αν διατηρούν τη δουλειά τους, ακόμη κι αν μπορούν να συντηρήσουν κάποιο ευπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Για μια μερίδα, μάλλον την πιο ολιγάριθμη, η κρίση δεν άλλαξε τις ορίζουσες του βίου, αλλά ακόμη κι αυτοί κατά βάθος δεν έχουν μείνει ανέπαφοι συναισθηματικά και διανοητικά.

Ολες αυτές οι ατομικότητες, διαφοροποιημένες ποιοτικά και με διαφορετική ένταση, επηρεαζόμενες από εξωχώριες επιδράσεις, από καχεκτικούς θεσμούς προστασίας και δικαιοσύνης, συνθέτουν στην αυγή του 2015 μια κοινωνία πολύ διαφορετική από την κοινωνία προ του 2010. Πρόκειται καταρχάς για μια κοινωνία που έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό τις αυταπάτες και τα αυτονόητα της προ κρίσης εποχής· ταυτοχρόνως, έχει κλονιστεί το αξιακό σύστημα, έστω αυτό της άκοπης ευμάρειας και της πίστης στην γραμμική πρόοδο, μαζί ωστόσο με θεμιτές προσδοκίες και κανονικότητες, ιστορικά θεμελιωμένες. Το έδαφος τρέμει.

Και πρόκειται επίσης για μια κοινωνία που χαράζεται από καινοφανείς ταξικές τομές: το απέραντο μικρομεσαίο πλήθος διασπάστηκε βίαια και αιφνιδιαστικά, σε πολλών ειδών ομάδες: ολοσχερώς αδύναμους, νεόπτωχους, χρόνια άνεργους, επισφαλείς, μερικώς απασχολούμενους, συντηρούμενους με συντάξεις γονέων, προσωρινά σωζόμενους, διασωθέντες.

Ολες τούτες οι φανερές υλικές αλλαγές, και οι άδηλες ψυχοδιανοητικές μαζί, οδηγούν αναπόδραστα σε έναν καινοφανή ρευστό κοινωνικό σχηματισμό, με νέες ορίζουσες και νέους διαχωρισμούς, ο οποίος αναζητεί σύστοιχες πολιτικές εκφράσεις. Η μετατόπιση είναι φανερή ήδη από τις διπλές εκλογές του 2012, ιδίως τον Μάιο, όταν κονιορτοποιήθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα και άλλαξε όλη η γεωγραφία της Μεταπολίτευσης. Θα ήταν σφάλμα να αποδώσουμε την τέτοιας έκτασης αναδιάταξη μόνο σε οργή, αγανάκτηση ή τιμωρητική διάθεση.

Μια σκέψη για το άμεσο μέλλον. Μάθαμε να λέμε μετά το κραχ του 2008, ότι η πολιτική υπακούει στα κελεύσματα και τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις των αγορών. Κάποιοι συγγραφείς το περιγράφουν ως μεταδημοκρατία και, πρόσφατα, ως τυραννία των μεγάλων εταιρειών. Υπάρχει μια επιπλέον διάσταση: η πολιτική έχει μετατραπεί σε διαμάχη ομάδων συμφερόντων, έχει χάσει τον καθολικό και ενοποιητικό της χαρακτήρα. Κάθε ομάδα συμφερόντων, λόμπι ισχυρών ή συντεχνία, διεκδικεί για λογαριασμό της μια προνομιακή μερίδα παροχών του κράτους πρόνοιας ή των κρατικών επενδυτικών πόρων, και κατά τη διεκδίκηση αυτή αποκλείει όχι μόνο κάθε άλλη ομάδα, αλλά, ακόμη χειρότερα, αποκλείει τη δυνατότητα να αρθρωθεί ένας καθολικός πολιτικός λόγος, να διατυπωθούν διεκδικήσεις με οικουμενικό χαρακτήρα, που θα αφορούν ολόκληρη την κοινωνία και όχι μεμονωμένες ομάδες. Ο συντεχνιασμός, τα προνόμια προστατευμένων θυλάκων, τα ολιγοπώλια, η νομή της εξουσίας και των δημόσιων πόρων από αυτοαναπαραγόμενες ελίτ, ο κατακερματισμός εντέλει του κοινωνικού σώματος, είναι αιτίες της κρίσης που θα πρέπει να αρθούν.

Η έξοδος από την κρίση δεν εξαρτάται μόνο από τη ρύθμιση του χρέους· εξαρτάται πρωτίστως από την λυσιτελή πολιτική έκφραση των νέων κοινωνικών υποκειμένων και από την αποτελεσματική σύνθεση των επιμέρους θεμιτών διεκδικήσεων σε μια πανεθνική επιδίωξη, με αξίωση καθολικότητας, με φιλοδοξία διάρκειας και μακράς πνοής.

Τις τελευταίες μέρες η ιστορία επύκνωσε και επιταχύνθηκε, πάλι, με τρόπους που θυμίζουν μεν στιγμές της παρελθούσας πενταετίας, αλλά και τις υπερβαίνουν. Η κρίση συνεχίζεται· άλλωστε κανείς προσεκτικός παρατηρητής μετά το 2010 δεν πίστεψε ότι αυτή η κρίση με τα πανευρωπαϊκά και διεθνή χαρακτηριστικά θα παρήρχετο σύντομα ή ανώδυνα ― το αντίθετο.

Η αμφίρροπη προεδρική εκλογή, οι πιθανές εθνικές εκλογές και η ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή συμβαίνουν σε διεθνές περιβάλλον ιδιαιτέρως περίπλοκο και ασταθές, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας. Καταρχάς είναι ταραγμένη η ίδια η Ευρώπη, στην οποία είναι βαθιά ενσωματωμένη η Ελλάδα, οικονομικά και πολιτικά, τουλάχιστον από το 1979, και πολύ περισσότερο στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων μνημονιακών χρόνων. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ανέδειξε τις δομικές ασυμμετρίες του ευρωπαϊκού οικονομικού ολοκληρώματος, αλλά και την επιδεινούμενη θέση της ηπείρου στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος και πλούτου. Ο κλονισμός των μεγάλων χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα, ιδίως της Γαλλίας και της Ιταλίας, ανατρέπουν την ισορροπία δυνάμεων, αλλά όχι αναγκαστικά προς όφελος της Γερμανίας. Η Γερμανία υπό το βάρος των ευρωπαϊκών προβλημάτων, αναγκαζόμενη επιπλέον από τις ΗΠΑ να πάρει αποστάσεις από τη Ρωσία και να της επιβάλει κυρώσεις, βρίσκεται μόνη της να υπερασπίζεται τα βραχυπρόθεσμα εθνικά της συμφέροντας πέραν ή και εναντίον των Ευρωπαίων εταίρων της. Η «σκληρή» στάση της Γερμανίας είναι ουσιαστικά συνέχιση της απόφασης που ελήφθη κατά την έναρξη της κρίσης: ο καθένας για τον εαυτό του. Εκτοτε η δοκιμασία μετετέθη στα κράτη-μέλη και στους δεσμούς συνοχής της ευρωζώνης.

Για την Ελλάδα επιπλέον σημασία έχει η κλιμακούμενη γεωπολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Μεσόγειο, και η εκ παραλλήλου επιθετική στάση της γείτονος Τουρκίας. Οι γεωπολιτικές τρύπες στο Ιράκ και τη Συρία, η τήξη των συνόρων, το ογκούμενο ρεύμα προσφύγων πολέμου, η τουρκική διεκδίκηση των κυπριακών υδρογονανθράκων, είναι μερικές μόνο όψεις της κρίσης που διηθείται στην Ελλάδα από τον Νότο και την Ανατολή. Τέλος, μακάρι να μπορούσαμε να θεωρήσουμε τα Βαλκάνια ως ζώνη σταθερότητας, αλλά ούτε αυτό είναι δεδομένο.

Τούτων δοθέντων, ο ελληνικός λαός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ιστορική πρόκληση· η χρεοκοπία ήταν ο δικός της παράδοξος ελκυστής. Η πρόκληση: Πώς θα σταθεί η χώρα στο διεθνές περιβάλλον, με ποιες συμμαχίες και σε ποιους συσχετισμούς ισχύος, αφενός. Αφετέρου, πώς θα ανακαινίσει τον οίκο του, εξυγιαίνοντας το κράτος και ανασυγκροτώντας τον παραγωγικό ιστό, για να σταθεί στον μεταβαλλόμενο κόσμο. Το δεύτερο καθήκον, το εσωτερικό, αλλά και το πρώτο, προϋποθέτει μια κοινωνία που συνειδητοποιεί και αντιλαμβάνεται την ένταση των προκλήσεων. Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν όλα τα κοινωνικά στρώματα να έχουν κοινή αντίληψη και προσέγγιση σε όλα τα θέματα, αλλά μερικά ζητήματα, τα κρισιμότερα, αφορούν όλους.

Είχαμε περιγράψει παλαιότερα, στο ξέσπασμα της κρίσης, την ανάγκη για ενίσχυση του φρονήματος και για μια νέα γενική διάνοια. Παράλληλα, είχαμε επισημάνει συχνά τον φόβο για την πάντα ελλοχεύουσα διχόνοια, τον διαρκή διχασμό χαμηλής έντασης, ένα χαρακτηριστικό της νεότερης ιστορίας, που το είχαμε μισολησμονήσει και που ασφαλώς δεν είναι μόνο ελληνικό. Εν πάση περιπτώσει, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας ιστορικής φάσης, που άρχισε το 2008-10 και δεν πρόκειται να κλείσει σύντομα ή εύκολα.

Ωστόσο, τώρα συνειδητοποιούμε εναργέστερα ότι η μέχρι τούδε δοκιμασία, με τον πόνο και τη σύγχυση που έχει σωρεύσει, προσφέρει ένα δίδαγμα, υπό τη μορφή ερωτήματος-πρόκλησης: Μπορούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για επανεκκίνηση, για ανακαίνιση, της οικονομίας, της κοινωνίας, του δημοκρατικού κράτους; Μπορούμε να ανατρέψουμε, ή να ανασχέσουμε τουλάχιστον, τη βραχυμεσοπρόθεσμη δυσμενή τάση που διαμορφώνουν η μετανάστευση των νέων, η δημογραφική φθίση, η διοικητική καχεξία, η απουσία εθνικού παραγωγικού σχεδίου; Προ πάντων: Μπορούμε να ανατρέψουμε ―όχι να ανασχέσουμε― τη διάχυτη μοιρολατρία, τη θλίψη και τον αυτοοικτιρμό, αλλά συστοίχως και την τυφλή οργή, το μίσος, την εκδικητικότητα, τον κερματισμό και την εξαίρεση;

Οι απαντήσεις σε αυτά τα επιτακτικά, σκληρά ερωτήματα οφείλουν να δοθούν από τους Ελληνες πολίτες καταρχάς προς τους εαυτούς τους, με το βλέμμα στο μέλλον, δηλαδή στους νέους και την ιστορική συνέχεια, δηλαδή στο αν θέλουμε να ανασυγκροτήσουμε τους όρους υγιούς αναπαραγωγής της κοινωνίας. Είναι το διαρκώς επανερχόμενο ζήτημα της ενεργού βούλησης και της απόφασης. Η έκφρασή τους θα διαμορφώσει τα πολιτικά υποκείμενα του νέου ιστορικού κύκλου.

Albrecht Dürer, Ο Αγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριο.

Η ελληνική κρίση είναι πολιτική, λέγαμε προ ετών. Κατόπιν, προσθέσαμε: η κοινωνία μετασχηματίζεται βαθιά και βίαια, εξαιτίας της κρίσης και με μοχλό την κρίση. Σήμερα, στην ανήσυχη, δυσοίωνη ακινησία μπορούμε να δούμε δια γυμνού οφθαλμού την κρίση σαν κλειστό βρόγχο, σαν αυτοτροφοδοτούμενη λούπα.

Στο πολιτικό πεδίο, η κρίση έχει ταπεινώσει τους διαχειριστές της, όσον αφορά την εκλογική τους νομιμοποίηση, και έχει αναδείξει νέες πολιτικές δυνάμεις. Ο μεγάλος ασθενής είναι προφανώς το Κέντρο, ό,τι κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται Κεντροαριστερά, αλλά και ο συντηρητικός χώρος, η Κεντροδεξιά ή Δεξιά. Στην κρίσιμη στιγμή, το Κέντρο δεν κατόρθωσε να υπερασπιστεί το παραδοσιακό εκλογικό του κοινό· πρόσδωσε τις προσδοκίες του, θεμιτές ή αθέμιτες, έσπασε το υπόρρητο συμβόλαιο. Ο εκλογικός καταποντισμός του και ο ηθικός ξεπεσμός του ήταν αναμενόμενα.

Το ίδιο παθαίνει τώρα και η δεξιά παράταξη, διαχειριζόμενη την κρίση με τρόπο που πλήττει καίρια τους εκλογείς της. Ουσιαστικά, τα δύο μεγάλα κόμματα, που συγκέντρωναν έως και 86% του εκλογικού σώματος, εφάρμοσαν δια του μνημονίου έναν βίαιο μετασχηματισμό της κοινωνίας, πλήττοντας κυρίως τα ποικίλα μεσοστρώματα, τον βασικό αιμοδότη τους. Στις ευρωεκλογές 2014 και τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα συγκέντρωσαν 31%. Στις παρελθούσες εθνικές εκλογές είχαν συγκεντρώσει: 42% το 2012, 77% το 2009, 86% το 2004.

Για να υπάρχει λειτουργούσα η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, χρειάζονται ορισμένως υγιείς πολιτικές εκφράσεις όλου του πολιτικού φάσματος. Προς το παρόν, ας δούμε τον τελευταίο οργανισμό που δεν έχει πληγεί από την κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει εκ σκεδάσεως την λαϊκή εντολή, μετά επιφυλάξεων, να ανασχέσει την πτώση και να εφαρμόσει ένα υλοποιήσιμο σχέδιο εθνικής σωτηρίας, ήτοι σχέδιο κοινωνικής και πολιτικής ανασυγκρότησης.

Η αμφίπλευρη διεύρυνση που εξαγγέλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, και δεδομένης της θρηκόληπτης άρνησης του ΚΚΕ για οποιαδήποτε συνεργασία, κατ’ ουσίαν είναι απόπειρα κατάληψης του κεντρώου χώρου, που αφήνει κενό το διαλυμένο ΠΑΣΟΚ. Αυτό με πολιτικούς όρους.

Με κοινωνικούς όρους, η περαιτέρω διεύρυνση απαιτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσει λυσιτελώς τις ανάγκες και τις προσδοκίες ευρύτατων στρωμάτων· να γίνει το συνέχον και συμπεριλαμβάνον πολιτικό υποκείμενο για ποικίλα, απογοητευμένα, θραυσμένα και έμφοβα κοινωνικά υποκείμενα. Πρόκειται για εγχείρημα εξαιρετικά απαιτητικό διανοητικά και ψυχικά, αν συνυπολογισθεί η τελεσθείσα φθορά του δημοκρατικού κράτους και των θεσμών, η ιδεολογική αμηχανία της Αριστεράς διεθνώς μετά το ρήγμα του 1989, και το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη.

Το ερώτημα είναι με ποιους όρους θα διευρυνθεί: με συμμαχίες πολιτικής κορυφής ή με εξάπλωση ριζών στη βάση; Το πρώτο είναι εύκολο και θεαματικό· το δεύτερο είναι δύσκολο και απαιτητικό. To συμβολικό φορτίο των προβεβλημένων προσώπων είναι χρήσιμο, εντούτοις είναι πεπερασμένης αξίας. Όθεν, πρέπει να αναζητηθούν όχι μόνο οι προβεβλημένοι επώνυμοι, αλλά πρωτίστως οι άνθρωποι με «όνομα» και ηθικό βάρος στην κοινότητα, στο μικροπεδίο, στα σπλάχνα της κοινωνίας. Η ιστορική πρόκληση είναι η κατασκευή ενός ρωμαλέου πολιτικού υποκειμένου, ικανού να αντέξει το βάρος ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης και ικανού επίσης να εμπνεύσει στην κοινωνία των πολιτών πίστη για το εθνικό σχέδιο και ένα νέο ήθος στη δημόσια σφαίρα.

Εφόσον η διεύρυνση επιχειρηθεί μόνο με μετεγγραφές στελεχών του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, το όλο εγχείρημα κινδυνεύει να γίνει συνάθροιση δημογερόντων και ανακύκλωση οιονεί τεχνοκρατών του Ancien Régime· και το πολιτικό υποκείμενο να καταλήξει μια ασπόνδυλη συνομοσπονδία ομάδων και οπλαρχηγών, ο καθείς με τη δική του ατζέντα, την ιδιοτέλεια, το χαβά του. Την τέτοια αποτύπωση του κοινωνικού στο πολιτικό, τις διαμεσολαβήσεις και τις στρεβλώσεις του κρατικοκομματικού απαράτ ―ας πούμε τις κυβερνώσες φυλές των αυλικών, των golden boys, των ΔΕΚΟ και των προστατευμένων θυλάκων― τα είδαμε εν δράσει τις δεκαετίες της αμέριμνης ισχυράς Ελλάδος, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.

kyklades_MG_3636web

Τις επόμενες εβδομάδες η συνομιλία με το κοινό της «Καθημερινής» θα αραιώσει. Αλλά δεν θα χαθούμε, θα ξαναβρεθούμε, ό,τι κι αν συμβεί. Προς το παρόν θα εκτεθώ στην κρίση των συμπολιτών σε ένα πεδίο άλλο από το οικείο της εφημερίδας που με στεγάζει είκοσι δύο χρόνια, εντούτοις όχι τόσο μακρινό: στο πεδίο των εκλογών. Θα είμαι υποψήφιος ευρωβουλευτής, συνεργαζόμενος με τη λίστα του ΣΥΡΙΖΑ.

Γιατί; Ας πούμε ότι είναι μια καμπή στη μακρά διαδρομή στον δημόσιο χώρο. Από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, χρόνια σχολικά για μένα, έως τα χρόνια της κρίσης. Σε αυτό το διάστημα πολλά άλλαξαν στην Ελλάδα, στην κοινωνία, στα ήθη· οι άνθρωποι αλλάξαμε. Η πολιτική ζωή άλλαξε: τα αιτήματα, τα συνθήματα, οι προσδοκίες, οι σχέσεις, οι οργανωμένοι σχηματισμοί, οι συνειδήσεις. Η οικονομία πληγώθηκε. Τώρα αλλάζει γοργά και ο κοινωνικός σχηματισμός, παρότι δεν το βλέπουν όλοι από την ίδια γωνία θέασης: άλλοι έχουν πέσει, πολλοί· άλλοι ισορροπούν, έστω δύσκολα· άλλοι ολίγοι δεν πλήττονται από την κρίση. Ολοι αντιλαμβάνονται ότι κάτι αλλάζει, βαθιά. Πολλοί αντιλαμβάνονται αυτή την αλλαγή σαν ένα παντοδύναμο χέρι που μας αρπάζει και μας εκσφενδονίζει σε σκοτεινά τοπία, ανεξερεύνητα.

Αυτό αισθάνομαι κι εγώ: σαν να ανοίγονται μπροστά μας δρόμοι, δρόμοι παλιοί και νέοι, ξεχασμένοι και απερπάτητοι, σκονισμένοι απ’ τη λήθη, τυλιγμένοι απ’ την ομίχλη του μέλλοντος. Είναι οι διακλαδώσεις της ιστορίας, εκεί όπου όλα είναι δυνατά, ανοίγουν όλα τα ενδεχόμενα, εκεί που νιώθεις όμως ότι δεν τα ορίζει όλα η τύχη, αλλά το φρόνημα και η βούληση, η φρόνηση και η τόλμη, η απόφαση και η ευθύνη της πράξης.

Σε αυτό τον κόμβο ο καθείς ακούει την κλήση του. Και δεν έχεις περιθώριο να κρυφτείς από το μέλλον, να αδρανήσεις πάνω στις ράγες της συνήθειας. Επώδυνα, με πολλές αμφιβολίες, με επιφυλάξεις, με τα βάρη της ηλικίας και τις υποχρεώσεις του βίου, με παλινδρομήσεις – ακούς την κλήση, βλέπεις έναν φανό να τρεμανάβει στο βάθος. Ζυγίζεις. Αποφασίζεις. Βγαίνεις σαν υπνοβάτης από το παλιό σου δέρμα και εισχωρείς στη λεπτή ομίχλη του μέλλοντος, οδηγημένος από τον προσωρινό φανό. Εκεί βρίσκεται η νέα Ελλάδα, τεμνόμενη με την αναδυόμενη νέα Ευρώπη, συναρτημένη με τον αναδυόμενο περίπλοκο κόσμο.

Η ευτυχής τομή ωστόσο δεν θα προκύψει μόνη της, είναι δικό μας έργο να την ορίσουμε και να την κάνουμε να βλαστήσει· θα είναι καρπός της βούλησης και των ενεργειών μας. Στα πεδία της Ευρώπης θα δοθούν σκληρές μάχες, πολιτικές και πνευματικές, που θα αλλάξουν τον ρου της ιστορίας. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, με τον δικό μας σχεδιασμό, σύμφωνο με τις δικές μας ανάγκες, με τις δυνάμεις μας και τη φυσιογνωμία μας, σε αλληλεπίδραση με ό,τι δημιουργικό και ελπιδοφόρο συμβαίνει στην Ευρώπη, για την ανοικοδόμηση μιας Ελλάδας που θα τρέφεται από ελευθερία και δημοκρατία, και θα ανατρέπει τις βάρβαρες ανισότητες που γεννά η κρίση.

Κάτι αλλάζει στην Ευρώπη, και τώρα είναι ευκαιρία να ακουστεί η φωνή των σιωπηλών, των θυμάτων, των φοβισμένων, των λαχταρισμένων, των αποφασισμένων, των υπερήφανων, των αγωνιστών της ζωής, των νέων, των μεσήλικων, των βετεράνων της εργασίας, να ακουστεί η φωνή των Ελλήνων. Σε αυτές τις φωνές προσθέτω τη δική μου φωνή και τη δική μου πράξη. Τόσο.

Καθημερινή, 15.04.2014 / φωτ.: Αλέξανδρος Φιλιππίδης

H ζωή αντιγράφει την τέχνη, η τέχνη καθρεφτίζει τη ζωή, η τέχνη προεικονίζει το μέλλον. Ολα ισχύουν. Το σκέφτομαι όταν βλέπω ταινίες του Κέν Λόουτς, του Μάικ Λι, του Πάολο Σορεντίνο, του Γιάννη Οικονομίδη· αυτοί μου έρχονται στο νου πρόχειρα, κυρίως επειδή πρόσφατα ξαναείδα το Il Divo μαζί με το νέο Grande Belezza του Σορεντίνο και το Μικρό Ψάρι του Οικονομίδη.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να δεις στο Il Divo, τυπικά μια προσωπογραφία του Τζούλιο Αντρεότι, την πυκνή περιγραφή της ιταλικής πολιτικής ζωής στα μολυβένια χρόνια του ’70 και την εκβολή της στον μπερλουσκονισμό. Είναι μια ευτυχής συναίρεση της τέχνης με την πολιτική, της φόρμας με το περιεχόμενο, της ενόρασης του καλλιτέχνη με την διαύγεια του δοκιμιογράφου. Ο Πάολο Σορεντίνο αφηγείται τον σκοτεινό πυρήνα της πολιτικής, της εξουσίας, σκιτσάροντας ταυτοχρόνως μες στις σκιές την ανθρώπινη ψυχή, και δείχνοντας την εξουσία ως κοινοτοπία με τεράστια τονικότητα. Ο Μακιαβέλι κινηματογραφημένος σαν docudrama.

Με άλλη φόρμα στην Grande Belezza, λιγότερο μπαρόκ αλλά αναλόγως φαντασμαγορική και πολυπρισματική, ο Σορεντίνο κινηματογραφεί πλονζέ και κοντρ-πλονζέ, σε ομόκεντρους κύκλους, την ψυχή της Ρώμης, της Ιταλίας, της Ευρώπης. Σήμερα. Την ψυχική πτώση, την ηθική παρακμή, το πνευματικό γήρας, τη μοναξιά, τον ναρκισσισμό, τον εγωτισμό του Ευρωπαίου διανοούμενου, του αστού, του ανέστιου. Η Ευρώπη υψώνεται σαν σωρός ερειπίων προς το μέλλον· στη βάση του σωρού απομένει το μεταφυσικό ρίγος, η αναζήτηση του απολεσθέντος ιερού, μέσα από οράματα και αμφισημίες.

Εδώ ο ιδιοφυής Ναπολιτάνος προεκτείνει τους κινηματογραφικούς διδάχους της italianità, οι οποίοι μέσα απ’ τις «ιταλικές» ταινίες τους έδωσαν αισθητό σχήμα στην ευρωπαϊκότητα, στην ψυχή της Ευρώπης. Ταυτοχρόνως, ανατρέχει και πάλι στους μαέστρους της Αναγέννησης· μετά τον Μακιαβέλι, στον νεοπλατωνικό Μπαλτασάρε Καστιλιόνε. Μα προπάντων ζωγραφίζει την Αιωνία Πόλη, λίκνο της ελληνορωμαϊκής-χριστιανικής Ευρώπης, σαν ενιαίο χώρο ζώντων και νεκρών, όπου η τέχνη είναι πιο δραστική από τους ανθρώπους. Χωρίς να θρηνεί όμως: ο κόσμος αυτός τελειώνει με έναν γδούπο, όχι μ’ έναν λυγμό. Ο Ματέο Ρέντσι χορεύει κάτω από την φωτεινή επιγραφή Martini το ρεμίξ της Ραφαέλα Καρρά.

Στο Μικρό Ψάρι, ο ρεαλιστής Γιάννης Οικονομίδης ακολουθεί τη στέρεη φόρμα του νουάρ, ειδικότερα του μελβιλικού νουάρ, για να φτιάξει μια διαυγή πολαρόιντ της Ελλάδας της διαρκούς κρίσης, της Ευρώπης της κρίσης, της Ευρώπης-κρίσης. Κάτω από το ψυχρό διαυγές φως του αττικού χειμώνα, περιαστικές γειτονιές χωρίς κανένα χαρακτήρα, απαράλλαχτες με τα γαλλικά, ιταλικά, σκοτσέζικα εργατικά προάστια, μια μεσογειακή-βαλκανική suburbiana, ρημαγμένα εργοτάξια, καφενεία φορτηγατζήδων στα ρέλια της Εθνικής οδού, οι ου τόποι ενός ευρωπαϊκού Mid-West.

Διπλές ζωές, κρυμμένες ζωές; Ουτε καν. Γυμνές ζωές. Κενές νοήματος, σαν τα άδεια βλέμματα, σαν τα ασυνάρτητα λόγια. Ολα πουλιούνται, όλα προδίδονται. Οι ήρωες κινούνται σαν ανδρείκελα που τα σπρώχνει βίαια μια μοίρα απανθρωπισμού, που τα καίει η εκδίκηση και η άγρια χαρά της σύγκρουσης, ας είναι και μάταιης, χαμένης από χέρι. Ετσι κινείται αμίλητα ο εκτελεστής Στράτος, το χέρι του δεν το οπλίζει το σχέδιο μιας βούλησης, αλλά το ένστικτο και η ανάγκη, το κακό ως αναπόφευκτο, έως ότου ξεχειλίσει από την αίσθηση του τραγικού.

Στις προηγούμενες ταινίες του (ιδίως, «Σπιρτόκουτο» και «Ψυχή στο στόμα») ο Οικονομίδης προεικόνιζε τη γυμνή ζωή της κρίσης που δεν είχε σκάσει ακόμη, ανασκάπτοντας στα ρείθρα του μέινστρημ, στα χαμηλά της οικογένειας, στο λαϊκό περιθώριο· φιλμάριζε νατουραλιστικά την εξαίρεση και την πρόβαλε στο όλον. Στον καιρό της κρίσης, η εξαίρεση είναι κανόνας. Το Μικρό Ψάρι αποπλέει από αυτό τον κανόνα· μπαίνει πια στα νερά του πιο σκοτεινού pulp, στον ψυχρό κόσμο των διαταραγμένων του Jim Thompson, στον κόσμο των κινηματογραφημένων The Killer Inside Me και Pop. 1280 (Coup de Torchon). Πρόκειται για ατομικές διαδρομές στη δυστοπία, εκτός κοινωνίας· η κοινωνία απλώς ζωγραφίζεται σαν δυσφορικό φόντο.

Σε αυτή τη διαδρομή, η διαυγής σιωπηλή δυστοπία του Οικονομίδη, ένας χορός νεκροζώντανων, συναντά υπογείως, στο πλατωνικό τούνελ της απόδρασης, το ρωμαϊκό κοιμητήριο μορφών, ιδεών και αγαλμάτων του Σορεντίνο, έναν χορό υπερκορεσμένων της παρακμής. Το pulp συναντά απρόσμενα το κάλλος, εφάπτονται, τέμνονται, ανακατεύουν τα χρώματά τους, σκιαγραφούν την Ευρώπη του 21ου αιώνα σαν προσδοκία και σαν φόβο.

fra_angelico

Συναντάς έναν γνωστό, ανταλλάσσετε χαιρετισμούς, μεσολαβεί μικρή σιωπή, κενός χρόνος· αισθάνεσαι τον δισταγμό, το μετέωρο βήμα, προτού ακουστεί το «πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» Ακούγεται ίδιο με παλιά, τετριμμένο, κοινότοπο, αλλά στον τωρινό καιρό έχει πια άλλο βάρος. Περιέχει αγωνία. Μια αγωνία που σωρεύεται χωρίς να εκτονώνεται, απεναντίας μεταλλάσσεται και πολλαπλασιάζεται. Μια αγωνία που αφορά το μέλλον, μάλιστα το απολύτως κοντινό.

Αρκετούς συμπολίτες η τέτοια αγωνία τους έχει οδηγήσει σε μια παραδοχή: η κρίση δεν είναι περαστική, έχει εγκατασταθεί μόνιμα και έχει αλλάξει ήδη τις υποκείμενες δομές του βίου. Εχουμε αλλάξει ιστορική πίστα και η πιθανότητα επανόδου στην προ κρίσης κατάσταση είναι μηδαμινή, ανύπαρκτη. Η παραδοχή αυτή, παρότι πραγματιστική, δεν παρηγορεί και βέβαια δεν φωτίζει το άδηλο μέλλον. Βοηθά όμως να μετουσιωθεί ο φόβος, να μεταμορφωθεί δυνητικά σε πιο δημιουργικές συμπεριφορές. Ορισμένως διαλύει τις αυταπάτες και αποδυναμώνει την ποικιλόμορφη προπαγάνδα. Δεν παρηγορεί.

Αλλοι πάλι αρνούνται να παραδεχτούν ότι όλα έχουν αλλάξει και ότι δεν θα επανέλθουμε σε μια κατάσταση ίδια ή παρόμοια με την προ κρίσης. Η διάγνωσή τους: η κρίση είναι παροδική, η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση είναι δύσκολη, επίπονη, αλλά δεν αποκλείεται, είναι θέμα χρόνου. Αναγνωρίζουν το ζοφερό παρόν όπως και οι πραγματιστές, αλλά βλέπουν διέξοδο πάνω στο ίδιο επίπεδο πραγματικότητας, στην ίδια ιστορική πίστα, στο ίδιο παράδειγμα. Η τέτοια στάση απέναντι στο παρόν είναι παρηγορητική, στο μέτρο που ορίζει το μέλλον ως ανάκαμψη, ως επαναφορά στα πρότερα· σε αυτή την προσέγγιση, ο χρόνος εκτυλίσσεται ελικοειδής επί του ιδίου επιπέδου. Οι συμπολίτες αυτοί δεν βλέπουν ότι έχουμε αλλάξει ιστορική πίστα ― μάλλον: δεν θέλουν να δουν. Κι είναι πολύ περισσότεροι από τους προηγούμενους.

Η δεύτερη στάση είναι πλησιέστερη προς την αυθόρμητη αντίδραση των ανθρώπων ενώπιον μιας αλλαγής, μιας ανατροπής, μιας διάρρηξης της κανονικότητας. Η διάρρηξη εκλαμβάνεται ως παροδική και ανατάξιμη: με πόνο και κόπο ενδεχομένως, αλλά εντέλει θα επανέλθει η κανονική ροή, θα αποκατασταθεί η γραμμική πορεία προς το ολοένα καλύτερο. Αυτό συμβαίνει πράγματι σε αρκετές περιπτώσεις, όχι όμως στην παρούσα περίπτωση, όχι σε ό,τι συντελέσθηκε και συνεχίζει να συντελείται.

Καθώς διανύουμε τον τέταρτο χρόνο της κρίσης ας αναγνωρίσουμε τουλάχιστον αυτό: η κρίση έχει λάβει μόνιμα χαρακτηριστικά. Η ζωή, ατομική και κοινωνική, στο προβλεπτό μέλλον θα κυλάει με κρίση, σαν κρίση. Κρίση διττά: ως διαταραχή και ρήξη, και ως εξέταση, ζύγισμα, λογάριασμα. Αρνούμενοι να δούμε την κρίση ως νέα μόνιμη κατάσταση αρνούμαστε τη δυνατότητα να κρίνουμε τη νέα κατάσταση, να την εξετάσουμε, να τη ζυγίσουμε, να προσαρμοστούμε, να εξοπλιστούμε με νέα εργαλεία. Μόνο έτσι όμως, με κριτική παραδοχή και γνωστικό εξοπλισμό, με ενσυναίσθηση, θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε τα δυσμενή δεδομένα για να πετύχουμε μια ευνοϊκή νέα ισορροπία.

Η φύση απεχθάνεται το κενό; Μάλλον οι άνθρωποι το φοβούνται, γι’ αυτό επινοούν πληρώματα, γεμίζουν το φοβερό ιστορικό κενό με ελπίδες, το επενδύουν με αυταπάτες. Ουσιαστικά αυτό που ζούμε δεν είναι καν κενό, είναι μετάβαση, μεταίχμιο, μετασχηματισμός, μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας· αυτό μας φοβίζει, όλους. Μια εκδήλωση αυτού του αρχέγονου φόβου, η οδυνηρότερη ίσως, είναι η αίσθηση αδυναμίας να ορίζουμε τις ζωές μας, σαν να μας αρπάζει ένα σιδερένιο χέρι και να μας τινάζει στο μέλλον ενώ ταυτόχρονα το ίδιο αυτό χέρι σβήνει όλα τα φώτα, τους φάρους και τις σταθερές.

O κίνδυνος του μέλλοντος μάς φέρνει ενώπιον του παρελθόντος: όλο το παρελθόν μας αναρριπίζεται μπρος στα μάτια μας, σαν έλλαμψη, γιατί κι αυτό κινδυνεύει μαζί μας. Ο πραγματιστής και ο αισιόδοξος συμμερίζονται το κοινό παρελθόν και τον κοινό κίνδυνο, γι’ αυτό συγκλίνουν, από διαφορετικούς δρόμους, στην κοινή ελπίδα της λύτρωσης· να λυτρωθούν από το χρονικό συνεχές των γεννητόρων της κρίσης, προσδοκώντας ένα ρήγμα που θα τους ξανοίξει σε ένα διαφορετικό μέλλον, ανακουφιστικό, απελευθερωτικό.

Η κρίση είναι η ιστορία· αποκτά νόημα αν τη δούμε μέσα από τα ρήγματα και τα ερείπια της, ιδίως αν τη δουν έτσι τα ανθρώπινα θύματα της κρίσης, τα οποία προσδοκούν μια διάρρηξη, μια ασυνέχεια λυτρωτική, ώστε να ισορροπήσουν στη νέα πίστα. Αυτό, ναι, μπορεί να ονομάζεται ελπίδα.

Fra Angelico, Ευαγγελισμός, 1442-43

tzamouranis_web

Καθημερινά περισσότεροι Ελληνες, όχι όλοι, ρωτούν εαυτούς και αλλήλους εάν υπάρχει εναλλακτική οδός. Είναι πεισμένοι ότι ο δρόμος που ακολουθούμε εκτός από οδυνηρός είναι και αδιέξοδος. Δεν χρειάζεται καν να μελετήσουν στοιχεία, μοντέλα, αναλύσεις· αρκεί μια ματιά στο νοικοκυριό ή στο άμεσο περιβάλλον, μια ματιά στα άνεργα παλικάρια, στους μαραμένους μεσήλικες, τέκνα, ανίψια, φίλους, τους δικούς τους ανθρώπους.

Οι καλόπιστοι και ευαίσθητοι Ελληνες λοιπόν αναρωτιούνται αν υπάρχει άλλη οδός, με διέξοδο, ας περιέχει και πόνο. Η αναρώτηση δεν είναι τυπικά πολιτική, αλλά είναι βαθύτατα πολιτική, υπό την έννοια ότι δεν αναζητούν τη Μία Λύση και τον Μεσσία σε έναν κομματικό σχηματισμό και ένα πρόσωπο, αλλά σε ένα σχέδιο, ένα όραμα, μια στρατηγική, που θα περιέχει σκληρές αλήθειες, κόπο, ρίσκο, αλλά και που οπωσδήποτε θα εγγυάται ισότητα, δικαιοσύνη, διαφάνεια, αξιοκρατία, αποτελεσματικότητα, δημοκρατία. Το ερώτημα λοιπόν βρίσκεται στα χείλη πολλών, όλο και περισσότερων, ανεξαρτήτως τυπικών κομματικών προτιμήσεων του παρελθόντος. Διότι τίποτε σημερινό δεν μοιάζει με το παρελθόν, τουλάχιστον με το βιωμένο παρελθόν των περασμένων σαράντα-πενήντα χρόνων· είναι τόση η ένταση και τέτοια η φύση των ιστορικών αλλαγών, ώστε αδρές αναλογίες με τα σημερινά μπορείς να βρεις μόνο με αναδρομές στον μακρύ ιστορικό χρόνο: στον εμφύλιο και στον επαχθή δανεισμό μετά το ξέσπασμα του Αγώνα του ’21, στη χρεοκοπία του 1893, στην καταστροφή του ’22, στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου. Εντούτοις, η μελέτη της ιστορίας δεν περιέχει συνταγές· ούτε καν παρηγοριά.

Υπάρχει άλλη οδός; Η αναρώτηση περί της άλλης οδού παίρνει χαρακτηριστικά υπαρξιακής αγωνίας. Για μέγα μέρος του πληθυσμού τίθεται με όρους ζωής ή θανάτου – και δεν εννοώ μόνο όρους υλικούς, που ασφαλώς είναι αλλά και πνευματικούς: Υπό ποίους όρους θα συνεχίσουμε να ζούμε, εφόσον επιβιώσουμε από την καταιγίδα; Σε ποια κοινωνία, ποιο κράτος; Σε χώρα ή χώρο; Με ποια ταυτότητα, ποια συνείδηση εαυτού και συνόλου;

Το σοκ έχει σπάσει βίαια τη ροή του χρόνου για όλους· σε πολλούς έχει αφαιρεθεί ο χρόνος, επιζούν σε κενό. Εξ ου και μεγάλο μέρος του πληθυσμού τείνει να εναποθέσει τη μοίρα του σε έναν Μεσσία, σε έναν σωτήρα που θα θυσιαστεί υπέρ αυτών, ή σε έναν Μωυσή που θα αρπάξει τους γιους του Ισραήλ και θα τους οδηγήσει μακριά από την κοιλάδα των δακρύων. Η αναμονή του Μεσσία ή του Μωυσή είναι κατά κάποιον τρόπο παρηγορητική, ναρκωτική, μουδιάζει τον νου και την ψυχή, να μην πονούν, να μην αισθάνονται το δάγκωμα του φόβου, τις τρυπανιές της αμφιβολίας και της διερώτησης. Τα πνεύματα οργωμένα από τη χειραγώγηση, εθισμένα στην ανάθεση, ποτισμένα από την ετερονομία, έτοιμα από καιρό, τρέπονται αβίαστα προς την εθελοδουλία και τον ανδραποδισμό. Και είναι τόσο βαθιά ποτισμένη η ύπαρξη από την ετερονομία που ακόμη και συντριβόμενοι, μπορεί να βιώνουν την καταστροφή τους ως θέαμα, ως την αναπόφευκτη πτώση, ως δίκαιη τιμωρία για το προπατορικό αμάρτημα. Και να πιστεύουν ότι ο πραγματικός Μεσσίας θα έρθει αργότερα.

Μια άλλη μερίδα, όχι κατ’ ανάγκην ολιγομελέστερη, δεν αναρωτιέται καν αν υπάρχει άλλη οδός, αν η σωτηρία θα έρθει έξωθεν ή έσωθεν ή άνωθεν. Σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, πιστεύουν ότι μόνο αυτή η οδός υπάρχει και καμία άλλη, τουλάχιστον έτσι λένε για να απεμπλακούν από σχετικές συζητήσεις. Κατά βάθος αισθάνονται ότι τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν δεν τους αφορούν ― ίσως διότι δεν τους αγγίζουν. Δεν βλέπουν τον πόνο των άλλων, δεν αντιλαμβάνονται την κατάρρευση του δημόσιου χώρου, ορισμένως δεν αισθάνονται μέλη μιας δοκιμαζόμενης συλλογικότητας. Πιστοί στο δόγμα «ο καθείς για τον εαυτό του» και στο «there is not such thing as society», πορεύονται την ευθεία οδό της ατομικής σωτηρίας παντί τρόπω, επανερχόμενοι στην πρωταρχική φύση του πολέμου όλων εναντίον όλων.

Ανάμεσα στις αδρομερώς σκιαγραφηθείσες ομάδες, υπάρχουν ασφαλώς και πολλές άλλες· συμπολίτες μας που παλινδρομούν ή δοκιμάζουν περισσότερες της μιας απαντήσεις. Τα ερωτήματα άλλωστε ποικίλλουν σε ένταση και εξειδίκευση, η κρίση πλήττει διαφορετικά την κάθε ζωή, τον κάθε άνθρωπο. Θα διακινδύνευα όμως ακόμη μία παρατήρηση, πάνω σε αυτό την ήδη ριψοκίνδυνη ανθρωπολογική σκιαγραφία: Οι περισσότεροι, κι αν όχι οι περισσότεροι σίγουρα οι πιο ενεργοί, αυτοί που με το βάρος τους θα επηρεάσουν την ιστορική ζυγαριά, είναι όσοι αναρωτιούνται και ήδη αναζητούν διεξόδους, εναλλακτικές οδούς, χαραμάδες φωτός.

Επαναλαμβάνω: όσοι αναζητούν δεν αθροίζονται σε ένα ομοιογενές ή ομοιόχρωμο σύνολο, δεν ανήκουν σε ίδιες κοινωνικές ομάδες, δεν ταυτίζονται πολιτικά με τυπικούς όρους, δεν συμμερίζονται καν ίδιες κοσμοθεωρήσεις ή άλλες πεποιθήσεις. Εχουν κοινή όμως την αγωνία: Τι μπορούμε να κάνουμε, εδώ και τώρα και εφεξής, για να ανακόψουμε τη διαρκή πτώση και να σταθούμε στα πόδια μας; Τι μπορούμε να κάνουμε για μας, τα παιδιά μας, την κοινωνία και την πατρίδα μας; Αυτό το απλό, το πυρηνικό, το κατεπείγον ερώτημα είναι η κοινή αγωνία, και σπαθίζει ήδη το σκοτάδι μπροστά μας.

ζωγραική: Δημήτρης Τζαμουράνης, Νύχτα.

Οι επερχόμενες ευρωεκλογές του Μαϊου, σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, θα σηματοδοτηθούν από μια έντονη τάση ευρωσκεπτικισμού, τέτοια που δεν έχει καταγραφεί ποτέ στο παρελθόν. Ηδη τα μεγάλα ακροδεξιά κόμματα, που εκφράζουν τους ευρωσκεπτικιστές, προχωρούν σε άτυπη δικτύωση, προκειμένου να συγκροτήσουν ενιαία ομάδα στο επόμενο ευρωκοινοβούλιο. Φυσική ηγέτις σε αυτή την κίνηση είναι η Μαρίν Λεπέν, επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία, το οποίο κινείται σταθερά ανοδικά αναστατώνοντας την φιλοευρωπαϊκή γκωλική δεξιά. Η επιρροή των ευρωσκεπτικιστών είναι ανοδική, εκτός της Γαλλίας, σε χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ιταλία, αλλά και η Γερμανία, δηλαδή σε χώρες που συγκροτούν τον πυρήνα και τον βασικό κορμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης.

Τα περισσότερα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα είναι υπερσυντηρητικά, ακροδεξιά, συχνά εκφράζονται αντισημιτικά ή ρατσιστικά, είναι εχθρικά προς τους μετανάστες, συχνά επίσης είναι εχθρικά προς τους Νοτιοευρωπαίους. Εξ αριστερών ο ευρωσκεπτικισμός εκφράζεται πάγια ως υποστήριξη της Ευρώπης των λαών και όχι των οικονομικών και γραφειοκρατικών ελίτ, δηλαδή η στάση της αριστεράς λίγο-πολύ είναι φεντεραλιστική, υπέρ μιας συνομοσπονδίας με κυρίαρχα κράτη-μέλη.

Τα αίτια του ευρωσκεπτικισμού είναι πολλά, προϋπήρχαν της διεθνούς οικονομικής κρίσης, και δεν είναι παντού ίδια. Στον υπερχρεωμένο Νότο, λ.χ. στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, η αγριότητα της επιβαλλόμενης λιτότητας από τους εταίρους δανειστές, οδηγεί τους πολίτες να επανεξετάσουν τις πεποιθήσεις τους και την αφοσίωσή τους στον ευρωπαϊκό φεντεραλισμό: την δύσκολη στιγμή, θεωρούν ότι η ευρωπαϊκή οικογένεια φέρθηκε σκληρά και τιμωρητικά. Στον Βορρά, ο ευρωσκεπτικισμός τροφοδοτείται από την ξενοφοβία, τον φόβο επιμόλυνσης από την κρίση του Νότου, αλλά και από εθνοτικά στερεότυπα. Εν συνόλω, η Ευρωπαϊκή Ενωση ως ιδεώδης οικονομική και πολιτική ένωση τελεί υπό αμφισβήτηση, στο μέτρο που δεν ικανοποιεί πλέον τις ανάγκες των Ευρωπαίων πολιτών και δεν διασκεδάζει τους φόβους τους ενώπιον της επελαύνουσας παγκοσμιοποίησης και της απειλής φτώχειας και περιθωριοποίησης.

Μια βαθύτερη και διαρκής αιτία για την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού, με την παράλληλη διαρκή άνοδο της ακροδεξιάς, είναι η απογοήτευση των Ευρωπαίων πολιτών από τις πολιτικές τους ηγεσίες, οι οποίες βαθμιαία παρεχώρησαν μέγα μέρος της εθνικής κυριαρχίας χωρίς τα οφέλη από μια ουσιαστική ενοποίηση. Την δύσκολη στιγμή της κρίσης, ο καθείς βρέθηκε μόνος του. Σοβαρή αιτία ευρωσκεπτικισμού είναι επίσης η δικαιολογημένη αδυναμία των πολιτών να κατανοήσουν και να αποδεχθούν την απρόσωπη εξουσία των γραφειοκρατών των Βρυξελών με τα τόσα στρώματα διαμεσολαβήσεων· δικαίως τους θεωρούν μια υπερεθνική ελίτ ευρωκρατών χρυσοκάνθαρων, αποκομμένη από τα προβλήματα των κρατών-μελών.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και τη διαρκή υποχώρηση της αίσθησης συμμετοχής των πολιτών στην εθνική και υπερεθνική μοίρα· η μοίρα διαμορφώνεται από εξωκοινοβουλευτικά ή και εξωπολιτικά κέντρα αποφάσεων. Οι πολίτες βυθίζονται στην ετερονομία. Η τέτοια εγκατάλειψη του πολιτικού συνέβη με ευθύνη τόσο των σοσιαλδημοκρατών όσο και των συντηρητικών, και επιτάθηκε από την ιστορική ήττα της αριστεράς μετά το 1989. Στο πολιτικό κενό εισπήδησε η λαϊκιστική ακροδεξιά, προσφέροντας ρητορική, παραμυθία και εχθροπάθεια ως ενοποιητική ύλη· αυτή ακριβώς η ακροδεξιά που σήμερα τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τον ευρωσκεπτικισμό. Δυστυχώς όχι χωρίς επιχειρήματα.

 

Από την αρχή της ελληνικής κρίσης, το 2009, και πολύ περισσότερο από την αναγγελία εισόδου στο πρώτο μνημόνιο, ήταν σαφές ότι η πολιτική γεωγραφία, όπως λίγο πολύ παρέμενε σταθερή από τη δεκαετία ‘80, θα άλλαζε βαθιά και διαρκώς. Σε κανένα κράτος υπό τη δοκιμασία της χρεοκοπίας και των προγραμμάτων του ΔΝΤ το πολιτικό σύστημα δεν παρέμεινε αλώβητο· αντιθέτως, πρόσωπα και δυνάμεις που οδηγούν μια χώρα στην οδυνηρή επιτήρηση είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν από το προσκήνιο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Αυτή η τεκτονική μετατόπιση συμβαίνει ήδη και στην Ελλάδα, παρότι δεν έχει ολοκληρωθεί. Το πολιτικό σκηνικό του φθινοπώρου 2009, μετά τις τελευταίες προμνημονιακές εκλογές, παρουσιάζει ελάχιστα κοινά τυπικά χαρακτηριστικά με το σημερινό. Εν τω μεταξύ, στη διαρρεύσασα τετραετία, έχουν συμβεί πρωτογανή γεγονότα: ο εκλεγμένος πρωθυπουργός του πρώτου μνημονίου απεπέμφθη και ο υπουργός του επί των Οικονομικών σύρεται κατηγορούμενος για κακούργημα. Ενας τραπεζίτης αναγορεύθηκε πρωθυπουργός και υπέγραψε το δεύτερο μνημόνιο. Το κεντροαριστερό κόμμα που σφράγισε τη μεταπολίτευση και έβαλε τη χώρα σε καθεστώς επιτήρησης κατέρρευσε. Ενα ακροδεξιό κόμμα συνήργησε στο μνημόνιο και εξαερώθηκε. Ενα άλλο ακροδεξιό μόρφωμα, με νεοναζιστικούς χαρακτήρες και αντισυστημική ρητορική, εκτοξεύθηκε από το πουθενά και διεκδικεί την τρίτη θέση. Ο ηγέτης της μείζονος αντιπολίτευσης, που αντιτάχθηκε στο πρώτο μνημόνιο, υπέγραψε το δεύτερο και το τρίτο και εφάρμοσε πολτική εκ διαμέτρου αντίθετη προς τις διακηρύξεις του, όταν έγινε πρωθυπουργός. Τέλος, ένα μικρό αριστερό κόμμα, κινούμενο ιστορικά μεταξύ 3%-5,5%, απογειώθηκε στη στρατόσφαιρα του 27% και του ουσιαστικού ρυθμιστή των εξελίξεων εφεξής.

Οι αλλαγές δεν σταματούν εδώ. Στο ρευστό παρόν, πέραν της υπό διαμόρφωσιν πολιτικής γεωγραφίας, διακρίνουμε ήδη μείζονες μετασχηματισμούς στο κοινωνικό ανάγλυφο, δηλαδή στην ταξική διάρθρωση, και στις συλλογικές αναπαραστάσεις, στις συμπεριφορές και στις ιδέες. Το υλικό, κοινωνικό και διανοητικό σοκ της χρεοκοπίας και της φτώχιας διαμορφώνει νέες συσσωματώσεις, νέα συλλογικά και ατομικά υποκείμενα, με τέτοια σφοδρότητα και ταχύτητα που δεν είχαμε υποψιαστεί στην Ελλάδα τον τελευταίο μισό αιώνα. Τόσο που, στο πολιτικό επίπεδο, μπορούμε να μιλάμε για νέα δεξιά και νέα αριστερά, σε αντιπαραβολή με την έως πρόσφατα παλαιά δεξιά και αριστερά.

Θα αποτολμήσουμε να περιγράψουμε αδρά μερικά χαρακτηριστικά του αναδυόμενου τοπίου, σε σύγκριση με τους χαρακτήρες του παλαιού.

Η παλαιά δεξιά, επηρεασμένη βαθιά από τον καραμανλισμό της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου («σοσιαλμανία» και ευρείες κρατικοποιήσεις), σταδιακά προσέγγισε και τον κεντρώο χώρο, όπως και τον φιλελεύθερο-νεοφιλελεύθερο. Η νεοφιλελεύθερη στροφή, υπό τον αστερισμό του θατσερισμού, επιχειρήθηκε από τον Κων. Μητσοτάκη στο κυβερνητικό διάλειμμα του ‘90. Η κεντρώα στροφή της λαϊκής δεξιάς ολοκληρώθηκε υπό την ηγεσία τον Κώστα Καραμανλή. Ηδη όμως από τη δεκαετία ‘90, η νοοτροπία των στελεχών της δεξιάς επηρεάζεται από τον κυβερνητισμό και τη συμπαγή κομματική οργάνωση του αντιπάλου του, του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Μετά το 2004, και ιδίως μετά το 2007, η τυπική δεξιά παρουσιάζεται κουρασμένη, χωρίς νέα πρόσωπα και νέες ιδέες, στηριζόμενη στην περιστασιακή, μεγαλύτερη ή μικρότερη, ακτινοβολία του ηγέτη της παράταξης.

Η κρίση μεταμορφώνει δραστικά τη δεξιά. Η χρεοκοπία, τα μνημόνια και η συνακόλουθη εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και των μικρομεσαίων, απομακρύνουν μεγάλα μέρη της εκλογικής πελατείας. Ταυτόχρονα, οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες, εφαρμοζόμενες από την ξένη επιτροπεία, καθίστανται απεχθείς για τις μάζες. Τα πληγέντα στρώματα, που ακολουθουσαν τη δεξιά, είτε ως πελάτες είτε από οικογενειακή παράδοση, αποκολλώνται ψυχικά και σκορπίζουν. Παρά τη στροφή της πληγείσας ΝΔ προς τον σκληρό λόγο και την απορρόφηση ακροδεξιών από τον ΛΑΟΣ, ένα σημαντικό μέρος ψηφοφόρων καταφεύγει στον οιονεί αντισυστημικό, υπερεθνικιστικό, λαϊκιστικό και βάναυσο λόγο της Χρυσής Αυγής. Υπό αυτή την έννοια, η παλαιά ΝΔ και η νέα ΧΑ είναι όμορες και ανταγωνιστικές εντός του ευρύτερου δεξιού πλαισίου.

Αξιοσημείωτο: η νυν ΝΔ διατηρείται ενιαία μόνον λόγω της συγκολλώσας κυβερνητικής εξουσίας. Κατά τα άλλα, εφόσον η κατάσταση οξύνεται, θα αποκαλύπτονται οι τώρα λανθάνουσες φυγόκεντρες τάσεις: οι σαμαρικοί της σκληρής λαϊκής δεξιάς, οι καραμανλικοί κεντροδεξιοί, οι νεοφιλελεύθεροι, οι ακροδεξιοί.

Στα μήντια, συμβατικά και δικτυακά, η δεξιά εκφράζεται με ισχυρή φωνή κυρίως μέσω των νεοδεξιών, οι οποίοι προέρχονται από μη τυπικούς δεξιούς χώρους· κυρίως από την πρώην εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, το ερειπιώδες ΠΑΣΟΚ του Β. Βενιζέλου, φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους των μικροσκοπικών μορφωμάτων, αλλά και αρκετούς πρώην αριστερούς. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φωνής είναι η επιθετική ρητορική της καθολικής ευθύνης ή της συνευθύνης, και ένα κράμα ηθικολογίας και οικονομισμού.

Η αριστερά έχει υποστεί κι αυτή βαθιές μεταμορφώσεις. Η παλαιά ήταν κατά βάσιν ηττοπαθής, περιχαρακωμένη, αναχρονιστική, εκφραζόμενη ως τέτοια από το ΚΚΕ έως και σήμερα. Η σοσιαλδημοκρατία, στην επικρατήσασα ελληνική εκδοχή της, ήταν μαζική, νικήτρια, συμπαγής, λαϊκιστική, πελατειακή και συντεχνιακή, εντέλει διεφθαρμένη. Τώρα πλέον δεν υπάρχει.

Ο τελευταίος, μικρότερος παίκτης της ευρύτερης παλαιάς αριστεράς, ο πρώην Συνασπισμός, είναι αυτός που άλλαξε πιο θεαματικά από οποιονδήποτε πολιτικό σχηματισμό. Ο μικρός ΣΥΝ καρδιοχτυπούσε να μπει στη Βουλή, ήταν μια περίπου λέσχη μοιρασμένη ανάμεσα στον δικαιωματισμό και έναν αντιπαγκοσμιοποιητικό κινηματισμό, ταλαντευόμενος επίσης ανάμεσα στον φετιχιστικό ευρωπαϊσμό και τον εγγενή συντηρητισμό της πρωην ΕΑΡ, αφενός, και τις παλαιοαριστερές καθηλώσεις των κουκουεδογενών, αφετέρου. Κοινωνικά και ανθρωπολογικά, η παλαιά αριστερά ήταν συμμαζεμένη και υστερόβουλη, λεηλατημένη πολιτικά αλλά και βολεμένη εντός του κοινωνικού συμβολαίου του ΠΑΣΟΚ. Η περιλάλητη πνευματική ηγεμονία της είναι μάλλον για γέλια.

Η νεά αριστερά όπως την ανέδειξε η τεκτονική κρίση έχει διαφοριστεί σε πολύ σύντομο χρόνο. Είναι επιθετική και αυθάδης, με σχετική αυτοπεποίθηση, είναι ηγεμονική αλλά και σαστισμένη, υπό το βάρος της ιστορικής ευθύνης και με τη διεθνή κοινή γνώμη στραμμένη πάνω της. Η αναδυόμενη μαζική αριστερά φέρει την απόγνωση της κρίσης και της υλικής εξαθλίωσης, υποφέρει και αυτή από τη σύγχυση των καινοφανών προκλήσεων, δεν διαθέτει νέα διανοητικά εργαλεία, αλλά πολιτικά για πρώτη φορά καταφέρνει να είναι πιο ανοιχτά λαϊκή, συχνά και λαϊκιστική. Υπάρχουν κι εδώ πολύς οπορτουνισμός, υστεροβουλία, εξουσιομανία. Ελάχιστες νέες ιδέες. Τα πιο νεανικά της τμήματα είναι τα πιο μοντέρνα, ανοιχτά στη νέα γνώση, τα νέα μέσα και τον κοσμοπολιτισμό· αυτά συμπεριφέρονται πλουραλιστικά επιθετικά στα κοινωνικά δίκτυα, αποκόπτουν εαυτούς από τη σταλινική παράδοση και ταυτόχρονα βδελύσσονται την παλαιά σοσιαλδημοκρατία, ιδίως τον εκσυγχρονισμό που βούλιαξε στη διαφθορα και την χρεοκοπία.

Κι ακόμη δεν έχουμε δει τίποτε.

VISKADOURAKIS
Το βαρύ πυκνό καλοκαίρι του 2013, πολλοί άνθρωποι που συναντώ, πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, μεταφέρουν την ίδια αίσθηση: ότι εκμετράται ο χρόνος της παρούσας κρίσης, ότι βαδίζουμε προς μια κορύφωση. Η κορύφωση έχει ποικίλες καταλήξεις, αναλόγως του συνομιλητή, πάντως όλες είναι δραματικές, οδυνηρές και λυτρωτικές συνάμα.

Τριάμισι χρόνια μετά την κατάπληκτη ομολογία πτώχευσης, τριάμισι χρόνια αλεπάλληλων θυσιών των Ελλήνων της μείζονος πλειοψηφίας και αλλεπάλληλων σφαλμάτων και σφαγών, τριάμισι χρόνια συνεχούς καταβύθισης. Δεν πάει άλλο. Ας γίνει κάτι ριζικό, ας είναι επώδυνο, αρκεί να μη συνεχιστεί αυτή η βύθιση, άλλωστε δεν έχουμε πια και πολλά να χάσουμε. Το λένει άνθρωποι υψηλής μορφώσεως, νοικοκύρηδες έως πρόσφατα, που τώρα αγκομαχάνε να τα βγάλουν πέρα, γονατισμένοι από φόρους, περικοπές μισθών, εξανεμισμένα εισοδήματα, με άνεργους συζύγους και παιδιά, με δάνεια και με σχολάζοντα κληρονομικά ακίνητα που κουβαλάνε φόρους και χαράτσια.

Τρία και πλέον χρόνια από το ιστορικό διάγγελμα του Καστελόριζου, όταν και επισήμως έμαθαν ότι η εθνική κυριαρχία αναστέλλεται επ’ αόριστον, οι αμέριμνοι νοικοκύρηδες της απέραντης μεσαίας τάξης έχουν μάθει εν τω μεταξύ ότι η κρατική χρεοκοπία συνεπιφέρει συρρίκνωση της λαϊκής κυριαρχίας, ιδιωτική πενία, κοινωνική υποβάθμιση έως πληβειοποίησης, πολιτική αστάθεια. Οι περισσότερες σταθερές του βίου γκρεμίστηκαν, για όλους. Για πολλούς, ο βίος εξέπεσε σε γυμνή ζωή, σε γυμνή επιβίωση. Γι’ αυτούς τους πολλούς δεν υπάρχει πια τίποτε να χάσουν, ούτε να φοβηθούν. Αυτή είναι η κορύφωση, η ρήξη, που την αφουγκράζονται να έρχεται πολλοί Ελληνες τούτο το καλοκαίρι.

Αυτοί οι άνθρωποι, οι ήδη χαμένοι, όσοι ακόμη χάνουν, και κυρίως όσοι ακόμη σκέφτονται και αισθάνονται, παρά τα αλλεπάλληλα κύματα ενοχοποίησης, σύγχυσης και προπαγάνδας, αυτοί οι άνθρωποι είναι σε θέση ακόμη να αρθούν υπεράνω της οργής και του μίσους του ανήμπορου ηττημένου, και να πάρουν τις ζωές τους στα χέρια τους. Φρονώ ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι πολλοί. Και είναι το πολυτιμότερο κοίτασμα της ελληνικής γης. Αλλά είναι ασύνδετοι, σκόρπιοι, σαστισμένοι, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν μοιράζονται μια κοινή εικόνα εαυτού και ένα κοινό σχέδιο πορείας. Πορεύονται μόνοι στα τυφλά.

Η χώρα πορεύεται αφεύκτως, βρίσκεται ήδη, σε μια οικονομία πολέμου, χωρίς τον συμβατικό πόλεμο. Είναι ήδη εμπλεγμένη στον πρώτο γεωοικονομικό πόλεμο του 21ου αιώνα, και στο εγγύς μέλλον θα τον δούμε εναργέστερα. Οπως σε κάθε πόλεμο, την πρωταρχική σημασία την έχει το φρόνημα του εμπλεκομένου και το τι καλείται να υπερασπιστεί, δηλαδή το τί είναι, τι θεωρεί ότι είναι. Ακριβώς αυτό έχει κλονιστεί πρώτο, με το ξέσπασμα της κρίσης: η ταυτότητα. Ποιοι είμαστε, ποιοι ήμασταν, ποιοι καλούμαστε να είμαστε. Πώς βλέπουμε τώρα τους εαυτούς μας, μετά τα χαστούκια, τις ήττες και τους εξευτελισμούς. Αντέχουμε; Αυτό συζητείται εντόνως, όλα αυτά τα τριάμισι χρόνια του Γολγοθά, και αυτό αιωρείται ακόμη αναπάντητο στην κορύφωση του δράματος. Είναι η περιλάλητη «αφήγηση», το όραμα, το σχέδιο, η απόφαση και η πράξη της αναγέννησης.

Τολμώ να υποστηρίξω ότι η κοινή αφήγηση, τέλος πάντων η αφήγηση που θα χωράει πολλούς, όχι όλους, αλλά πολλούς, δεν θα προκύψει πρώτη αυτή και μετά η δράση. Δεν θα σχηματισθεί ακεραία και πλήρης, και κατόπιν θα σπεύσουμε προς εφαρμογήν της. Αντιθέτως, η αφήγηση θα ξεκινήσει σαν δράση και λόγος μαζί, και θα εκκινήσει μερική, αποσπασματική, επείγουσα, από πολλές πηγές συμβάλλουσα σε ρυάκια και κοινά ποτάμια· και θα σχηματίζεται βαθμιαία, αλλάζοντας και αυξάνοντας δυναμικά διαρκώς σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων, των δρώντων σκεπτόμενων υποκειμένων. Θα αναδύεται μια νέα γενική διάνοια.

Είμαστε τα πιο προχωρημένα θύματα μιας κρίσης διπλής, εσωτερικής και εξωτερικής. Αυτή η πρωτοπορία είναι πλεονέκτημα και κατάρα μαζί: μας επιτρέπει να πειραματιστούμε και να καινοτομήσουμε στην επίλυση της δικής μας κρίσης, αφενός· να δούμε πώς μπορούμε να σώσουμε τη χώρα και τους εαυτούς μας. Αφετέρου, η έκβαση της δικής καινοτομίας-σωτηρίας εξαρτάται εν πολλοίς από το διεθνές περιβάλλον. Συγκεκριμένα: Δεν μπορούμε πια να περιμένουμε να μας σώσει η Ευρώπη, αλλά και δεν μπορούμε να σωθούμε αγνοοώντας παντελώς τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Ολα θα κρίνονται διαρκώς πάνω στην κόψη του καιρού και στο ζύγισμα οφέλους-ζημίας. Η επίκληση μιας ιδεατής Ευρώπης που είναι μοναδικός προορισμός, ακόμη κι αν έχουμε μετατραπεί σε προτεκτοράτο εξαθλιωμένων νεοπληβείων, εκτός από σφαλερή είναι και δόλια και επικίνδυνη. Το ίδιο σφαλερή και επικίνδυνη μπορεί να είναι η άκριτη αποδοχή ενός δρόμου που οδηγεί σε ευθεία σύγκρουση με την Ευρώπη ή τέλος πάντων με τις ηγεμονεύουσες δυνάμεις της, κυρίως τη Γερμανία. Σε κάθε περίπτωση, η μονοσήμαντα ραγιάδικη ή η τρελοαντάρτικη στάση, με ιδιοτέλεια ή ιδεοληψία, είναι ολέθριες αμφότερες.

Επιστρέφουμε στην ταυτότητα· όχι ουσιοκρατικά, αλλά δυναμικά. Δεν θα αποφασίσουμε τώρα ποιοι ακριβώς είμαστε εφεξής και τι θα παραδώσουμε στα παιδιά μας. Αυτό διαμορφώνεται διαρκώς στο άμεσο μέλλον. Αλλά για να επιζήσουμε σε συνθήκες οικονομίας πολέμου, πρέπει να συμφωνούμε σε κάποιο ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Ας είναι τα πιο πρακτικά, τα πρώτα: μια νέα σχέση του επανιδρυμένου κράτους με την εργασία και τη νέα επιχειρηματικότητα, τη μικροαμεσαία κυρίως, τη ραχοκοκκαλιά της εγχώριας οικονομίας. Η ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που τόσο θαυμαστά και απρόσμενα βλάστησε στους δύσκολους καιρούς. Επιστροφή στη γη και στις τέχνες υπό νέους όρους. Και ταυτοχρόνως, υποκάτω: Αποδοχή και ανανέωση της παράδοσης. Σύνδεση με τη διασπορά. Σύνθεση του πατριωτικού αισθήματος με την οικουμενική εξακτίνωση. Τέτοια.

Ε2Α_2012

Οσοι έχουν δουλειά, έχουν και θερινή άδεια. Το ελληνικό καλοκαίρι παρασύρει ήδη σώματα και πνεύματα στην δική του γλυκιά χαύνωση, χαλαρώνει τα τανυσμένα νεύρα, διοχετεύει ευφορία, ακόμη και εγκαρτέρηση και αγάπη, μια θυμόσοφη διάθεση έναντι της σκληρής ζωής. Αν ανατρέξουμε στους ποιητές και τους φιλόσοφους του μεσογειακού κόσμου, θα βρούμε περιγραφές και εξηγήσεις αυτής της ωκεάνειας αίσθησης, της διεύρυνσης των αισθήσεων και της ευρυχωρίας του πνεύματος.

Και πόσο τα χρειαζόμαστε τέτοια αισθήματα… Πώς μας γειώνουν στην ζεστή πέτρα και το δροσερό νερό, σε έναν σμαραγδένιο κολπίσκο κυκλάδος νήσου, κάτω από μια καλαμωτή με τζιτζίκια, την πιο ψηλή ώρα του μεσημεριού ή στο μυστήριο του δειλινού, κάτω από σκιερά δέντρα σε ρίζες βουνών. Ολοι οι Ελληνες και οι παρεπιδημούντες κοινωνούν αυτή την αίσθηση καλοκαιριού.

Και πόσο ανάγκη την έχουμε την καλοσύνη που σταλάζει στις φλέβες το θέρος… Πρώτα απ’ όλα μήπως και αποσυμπιεστεί η οργή, το μίσος που χύνεται από κάθε πλευρά και έχει θολώσει κρίση, νου και βλέμμα. Με τον καθένα μας να ψάχνει έναν φταίχτη απέναντι, έναν άλλο, να ψάχνει το φταίξιμο, την κύρια και πρώτη αιτία του κακού, και να ’ναι τόσος ο πυρετός που παντού γύρω ν’ αντικρίζεις κακό και φταίχτες. Η μεγαλύτερη ζημιά της κρίσης είναι η πανδημία μίσους· πίσω της φωλιάζει η ήττα, σαν βουβή φλεγμονή.

Πώς χρειαζόμαστε χρόνο, έστω τον γρήγορο χρόνο του καλοκαιριού, να μαλακώσει τις ψυχές, να διαυγάσει τις διάνοιες. Κάθε καλοκαίρι απ΄το ’09 και μετά είναι επείγον, κάθε φορά και περισσότερο, και του ’13 πιο επείγον απ’ όλα. Η κρίση είναι η μόνη σταθερά πλέον, και η κορύφωσή της διαρκής. Μία μία οι σταθερές κλονίζονται, ραγίζουνε και σπάνε· η υλική επάρκεια, η κανονικότητα του καθ΄ημέραν βίου, η μέριμνα της κοινωνίας, η προστασία της οικογένειας, η πολιτεία η ίδια κλονισμένη κι αυτή.

Ο πιο ανησυχητικός κλονισμός: ο ηθικός κλονισμός και ο κλονισμός της δημοκρατίας ως ροής· η εγκαθίδρυση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης ως κανονικότητας, η κατάσταση εξαίρεσης ως διαρκής συνθήκη βίου. Καλοκαίρι ’10: χρεοκοπία και μνημόνιο. Καλοκαίρι ’11: πλατείες και διαδηλώσεις. Καλοκαίρι ’12: εκλογές και νέα γεωγραφία, χωρίς ορατή ανάκαμψη. Καλοκαίρι ’13: εξωγενές ατύχημα Κύπρου, ενδογενές ατύχημα ΕΡΤ, η ανάκαμψη μακραίνει ακόμη.

Προσβλέπουμε λοιπόν στο χρόνο του καλοκαιριού: για ανακούφιση των κατάκοπων νεύρων και για νοητική ανασύνταξη. Καταφυγή στο φως και τη θάλασσα, μακριά από την κουρασμένη ασήκωτη πόλη, απ’ τα μελαγχολικά πρωινά και τις πυρετικές νύχτες. Με τα ελάχιστα ― και θα γυρίσουμε πλήρεις, άνευ μίσους. Κρατώντας ένα φτενό κλειδάκι, κληρονομιά του Οδυσσέα Ελύτη:

«Στις Κυκλάδες οι μικρές εκκλησίες αφθονούν και λάμπουν όπως τα βότσαλα. Άλλου πουθενά χριστιανοί δεν εφάνηκαν ποτέ τόσο ειδωλολάτρες. Και είναι με το μέρος τους ο Θεός».

φωτ.: Κωνσταντίνος Μάνος

naomi

Δεν είδα τα σημάδια της κρίσης στους δρόμους της Αθήνας, όπως τα είχα δει στους δρόμους του Μπουένος Αϊρες, μάς είπε προχθές η Ναόμι Κλάιν. Είναι ίσως αυτή η διαφορά της παλαιάς Ευρώπης από τη νέα Λατινική Αμερική, συμπλήρωσε η διάσημη Καναδέζα συγγραφέας, η βαθύτερα ριζωμένη κοινωνική συνοχή. Ισως επειδή οι μηχανισμοί της οικογένειας διασώζουν τα πληγέντα μέλη, συμπληρώσαμε εμείς. Η Κλάιν βρίσκεται στην Ελλάδα για μια διάλεξη και για τα γυρίσματα μιας ταινίας με θέμα την περιβαλοντική και οικονομική κρίση ανά τον κόσμο. Δεν είχε δει πολλά, γ’ αυτό μιλούσε προσεκτικά και άκουγε εξίσου προσεκτικά τη μικρή νυκτερινή παρέα.

Κατά τη συζήτηση, κάναμε υποθέσεις: Συνηθίζουν οι άνθρωποι στην ανεργία και στην πτώχευση; Μετά το σοκ και τις σφοδρές αντιδράσεις του πρώτου καιρού, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού συμπεριφέρεται σαν να υποτάσσεται στη νέα κατάσταση, να προσαρμόζεται, να το παίρνει απόφαση. Ως εάν η κρίση, αυτή η διαρκής κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, να γίνεται η νέα κανονικότητα.

Από μια άποψη, αυτό συμβαίνει συνήθως μετά μία καταστροφή· η ζωή συνεχίζεται, το ποτάμι κυλάει σε νέα κοίτη. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να βολτάρουν, να απολαμβάνουν ένα τραγούδι, να συγκινούνται με μια χειρονομία, να ερωτεύονται, να κάνουν παιδιά, να αστειεύονται. Φέρνουν τη ζωή στα μέτρα τους, πιο στενόχωρα ίσως, διαφορετικά, αλλά αυτό είναι.

Βέβαια, προσαρμόζονται όσοι μπορούν να προσαρμοστούν: όσοι περισώζουν ακόμη μια δουλειά και κάποιο εισόδημα, έστω μειωμένο. Οσοι δεν έχουν απορριφθεί ολοσχερώς. Διότι, όπως μετά από κάθε καταστροφή, έναν πόλεμο λ.χ., πίσω μένουν πολλά θύματα. Στην περίπτωση της Μεγάλης Υφεσης, που δεν είναι μόνο ελληνική, τα θύματα είναι τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Και οι περισσότεροι νέοι. Αυτοί έχουν πέσει τώρα, κι αυτοί θα μείνουν πίσω, πεσμένοι ή βραδυπορούντες, όταν θα έρθει η σταθεροποίηση και η ανάκαμψη. Γι΄αυτούς η κρίση λειτουργεί σαν ένα αχανές διαρκές πουργατόριο· το νέο περιβάλλον, όταν και όπως διαμορφωθεί, δεν θα τους χωράει όλους, κάποιοι θα περισσεύουν και θα ξεμείνουν σε άλλη βιοτική πίστα, στις παρυφές, στα χαμηλά, κοντά στους sans papier μετανάστες, ένα σκαλί πάνω από τους ανώνυμους των τράνζιτο. Πόσοι; Μισό, ένα, ενάμισι, δύο εκατομμύρια; Αγνωστο.

Οι υπόλοιποι θα προχωρούν, θα ανοίξουν το βήμα· οι περισσότεροι θα ρίξουν ένα βλέμμα πίσω και μετά δεν θα ξανακοιτάξουν. Η διαφοροποίηση αυτή δεν είναι τόσο απλή, όσο ακούγεται· το κοινωνικό τραύμα δεν επουλώνεται τόσο απλά και τόσο γρήγορα, αφήνοντας απλώς μια αντιαισθητική ουλή. Το τραύμα ενδέχεται να παραμείνει χαίνον. Σε κάθε περίπτωση, θα έχουν χαθεί η όποια συνοχή και η όποια ομοιογένεια του παλαιού σώματος, προ Υφεσης. Θα έχουν αλλάξει οι όροι της συμβίωσης και οι προσδοκίες ― μα ήδη αυτό συμβαίνει για πολλούς. Το σοκ παράγει αφειδώς νέα ανισότητα, βίους κινούμενους σε παράλληλες ασύμπτωτες πίστες.

Η Ναόμι Κλάιν περιέγραψε την κοινωνική μηχανική του σοκ. Ζούμε μια εφαρμοσμένη εκδοχή του.

pikionis-elpis

Δεν πρόκειται για κρίση, αλλά για καταστροφή. Ο φίλος που μου το έλεγε αυτό χθες είναι πολύπειρος δημοσιογράφος, καλλιεργημένος και κοσμοπολίτης, συνήθως πολύ νηφάλιος και συγκρατημένος στις εκφράσεις του. Η κρίση είναι παροδική, τα αποτελέσματά της είναι αναστρέψιμα· η καταστροφή αφήνει πίσω της ερείπια, μη αναστρέψιμα ― συμπλήρωσε. Μου εξήγησε κι άλλα, για τον βαθύ κοινωνικό μετασχηματισμό που προκαλούν η μακρόχρονη ύφεση και ανεργία, για την οριστική πτώση των αδύναμων στρωμάτων κάτω από το όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, για τη δομική φτώχεια και την απελπισία. Δεν μπορούσα να διαφωνήσω. Αλλωστε την ίδια μέρα διαβάζαμε στον τύπο την αγωνιώδη έκκληση δώδεκα επιφανών Ευρωπαίων συγγραφέων· υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη δεν περνά κρίση, αλλά πεθαίνει όπως την ξέραμε, ότι απειλείται η δημοκρατία και ο πολιτισμός της. (Και νωρίτερα, αλλιώς, οι Γιούργκεν Χάμπερμας, Πέτερ Μπόφινγκερ και Γιούλιαν Νίντα- Ρίμελιν)

Από την αρχή της ελληνικής κρίσης διακρίναμε την βαθύτατα πολιτική φύση της, τα ηθικά και πνευματικά αίτια που μας οδήγησαν στο οικονομικό ρήγμα. Αλλωστε δεν είναι μόνο ελληνική, είναι κρίση αξιακή στον πυρήνα των δημοκρατικών κρατών της Δύσης, είναι κρίση της δημοκρατίας και κρίση της πολιτικής, και είναι κρίση ανθρωπολογική, στο μέτρο που οι πολίτες-παραγωγοί εξέπεσαν σε υπερχρεωμένους πελάτες και καταναλωτές, χειραγωγούμενοι και τρομοκρατούμενοι. Στο φόντο πάντα υπέβοσκε η σύγκρουση για την κυριαρχία· η κρίση κατέδειξε τη σύγκρουση και μαζί έδειξε το αποκρουστικό πρόσωπο της ανισότητας: η διαρκώς μεγεθυνόμενη ανισότητα υπονομεύει την ελευθερία και τη δημοκρατία, αλλά και την ιστορική μοίρα της Δύσης.

Η πνευματική παρακμή είναι φανερή και στο ελληνικό παράδειγμα, τόσο ως αίτιο όσο και ως αποτέλεσμα της συντελούμενης καταστροφής. Οι Ελληνες στον εικοστό αιώνα πέρασαν δια πυρός και σιδήρου: αλλεπάλληλοι πόλεμοι, εμφύλιοι, μαζική προσφυγιά και μαζική μετανάστευση, πτωχεύσεις. Εμειναν όρθιοι παρ’ όλ’ αυτά, επειδή ταυτόχρονα σφυρηλατούσαν ταυτότητα, συνείδηση, γλώσσα, τέχνη, πολιτικές στρατηγικές ― με έναν λόγο: πολιτισμό. Λαϊκό και λόγιο, εν παραλλήλω και εν συνθέσει. Η αλληλουχία ταπεινώσεων, θριάμβων και καταστροφών έως το ’22 οδήγησε στη μεγάλη σύνθεση της γενιάς του ’30, η οποία επηρέασε βαθιά τις τέχνες και τα γράμματα στον καιρό της, αλλά κυρίως έδωσε ιδεολογικούς καρπούς στη μεταπολεμική περίοδο, όταν εσίγασαν τα τουφέκια του εμφυλίου. Tότε, μέσα απ’ τις στάχτες εμπεδώθηκε το λαϊκό τραγούδι, το εκ του ρεμπέτικου καταγόμενο, απενοχοποιημένο και ενωτικό, και τότε η υψηλή τέχνη της γενιάς του ’30 μπήκε στα χείλη των μαζών, ενοποιητικά και ανυψωτικά, παρότι εν περιλήψει. Η άνοιξη του ’60 σηματοδότησε την εν τω βάθει αναχώνευση των αισθητικών και ιδεολογικών συνθέσεων που είχαν αρχίσει ήδη απ΄τη δεκαετία του ’20, και απ΄αυτή την πλούσια ύλη εξακολούθησε να τρέφεται ο ελληνισμός έως και σχετικά πρόσφατα.

Εως ότου το ήθος του νεόπλουτου και του σκυλάδικου, αυτό που είχε ξεμυτίσει μές στην χουντική επταετία, ανέλαβε αυτό να ενοποιήσει τα μικροαστικά και εργατικά στρώματα με την ελίτ του πλούτου. Λίγο πριν μάς χτυπήσει η καταστροφή, λαός και κολωνάκια συναγελάζονταν εν κραιπάλη στα ίδια διασκεδαστήρια: ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος συγκεφαλαίωσε τον εξισωτισμό της σκυλοπόπ κραδαίνοντας γαρδένιες και κυλότες, οι δε ιδεολογικοί μηχανισμοί είχαν μετεγκατασταθεί στα γκλόσι περιοδικά και κανάλια. Με αυτή την πνευματική και αισθητική σκευή, με αυτή τη βιοθεωρία οικοδομούσαμε vita activa. Και το απόθεμα της γενιάς του ’30, εν τω μεταξύ, το τολμηρό ζεύγμα λαϊκού και μοντέρνου, εντόπιου και διεθνούς, εξανεμίστηκε και θάφτηκε. Η ελληνική ιδιοπροσωπία εξέπεσε σε χυδαία αυταρέσκεια και πνευματική οκνηρία, σε ακηδία και απάθεια, σε βαθύ επαρχιωτισμό και εθελοδουλία. Πολύ πριν την πτώχευση.

Επειδή λεφτά δεν υπάρχουν ούτε θα εμφανιστούν σύντομα και άφθονα. Επειδή η υλική καταστροφή θα πολλαπλασιάζει τη σύγχυση και την αμάθεια, επειδή η παιδεία γίνεται πιο ταξική και από τα χρόνια του ’50, επειδή κανείς εξωχώριος δεν θα μάς σώσει, μόνη ελπίδα είναι ένα σχέδιο πνευματικής ανασυγκρότησης απολύτως συγχρονισμένο με την ανάσχεση της ένδειας. Χρειαζόμαστε ιδέες, ταυτότητα, σκελετό, χρειαζόμαστε σύνδεση με την παράδοση, μια επανερμηνεία που να μπολιάζει το ζοφερό παρόν, επινόηση του μέλλοντος. Χρειαζόμαστε υπερβάσεις. Ας μην είναι Το Σχέδιο ― μεγάλες κουβέντες. Ας είναι σκέψη και πράξη, διαρκείς, αγωνιώσες. Αρετή και τόλμη.

Ζωγραφική: Δημήτρης Πικιώνης: Ελπίς, τέμπερα σε χαρτί, 1940-1950.

Την περασμένη εβδομάδα, μετά πολλούς αλλεπάλληλους μήνες αγωνίας, κι ενώ τα διλήμματα περί την εκλογή κορυφώνονταν, εν μέσω διάχυτου δέους και απειλών Αποκαλύψεως, διαβάζοντας λαχανιασμένα ξένους αναλυτές, οικονομοπροφήτες και γεωπολιτικούς, έλαμψε το μέλλον: Η παρτίδα υπό τους τρέχοντες όρους δεν σώζεται. Αλλά το παιχνίδι δεν τέλειωσε.

Η δοκιμασία, κλιμακούμενη επί τριετία, φέρνει κατάπληξη, φόβο, πόνο, ασφυξία, αλλά και αστραπές ελπίδας. Οσο μεγαλύτερα τα βάρη της δοκιμασίας, τόσο πιο αβάσταχτη η αναμονή, σε έναν χρόνο που πήζει γύρω μας και μας φυλακίζει. Αλλά και τόσο εναργέστερη η αίσθηση ότι στο τέρμα αυτού του σπιράλ δεν καραδοκεί μεγαλύτερος πόνος, αλλά ανακούφιση και λύτρωση. Διότι τώρα το μεγαλύτερο άχθος είναι η αναμονή, να νιώθεις τα ζωτικά υγρά να ρέουν έξω απ’ το σώμα και να μην μπορείς να διακόψεις την απορροή, να μην μπορείς να αναπληρώσεις τις απώλειες.

Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή, ο δε καιρός οξύς, η δε πείρα σφαλερή, η δε κρίσις χαλεπή… Ο Ιπποκράτης ψιθυρίζει το ίαμα της σοφίας του κάτω απ΄τα πλατάνια του Ακληπιείου της Κω. Μας διδάσκει υπομονή, καρτερία, να δεχόμαστε ότι ο καιρός ολισθαίνει συνεχώς, κι η εμπειρία δεν διδάσκει πάντα για το πώς να αντιμετωπίσουμε τα ερχόμενα, κι η κρίση και η απόφαση είναι πάντα δύσκολες. Δεν είναι μοιρολατρία, αλλά αποδοχή του πεπερασμένου, του περατού μας ορίζοντα, του βραχέος βίου. Και με την αποδοχή, ήδη αρχίζει η εκτίναξη, η αποκατάσταση και η ανακαίνιση. Ως εκ τούτου, καλούμαστε να διοεχετεύσουμε τη ζωτικότητά μας και το πνεύμα μας, στην ίδια τη ζωή, τη δρώσα ζωή, τη vita activa. Είμαστε τα έργα μας, η τέχνη μας, η δημιουργία μας και η μαστορική μας, η μήτις που πηδαλιουχεί τον βίο εν δράσει.

Φτάνει να κρατάμε «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας», καθώς λέει ο Σολωμός. Καθώς το μαρτυρά η παράδοση: Ego dormio et cor meum vigilat. Καθώς το μεταγράφει ο άλλος ποιητής, ο Σεφέρης: Κοιμούμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά. Λόγια βγαλμένα από το Ευαγγέλιο: οι φρόνιμοι περιμένουν την Κρίση κάθε ώρα, κάθε στιγμή, και είναι άγρυπνοι. Οι λιγόψυχοι ολιγωρούν· σ’ αυτούς η Κρίση θα έρθει σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα, όταν ο νοικοκύρης κοιμάται. «Nα είναι η μέση σας πάντα ζωσμένη και τα λυχνάρια σας αναμμένα», υποδεικνύει ο Ευαγγελιστής.

Ετσι διασχίζουμε τη νύχτα της δοκιμασίας, ζωσμένοι με καρτερία, με πικρά αποκτημένη πείρα, αγρυπνούντες και ιστορικοί. Τα βάσανα δεν έχουν τελειώσει, αλλά τουλάχιστον τώρα αισθανόμαστε ότι το τέρμα πλησιάζει, και μες στην αντάρα και τη σκόνη της πρόσκρουσης θα συμβαίνει ήδη η επανεκκίνηση. Τώρα, για πρώτη φορά μετά την μακρά αγωνία της διαρκούς ολίσθησης, χαράζει ως πραγματικό το στερεοτυπικό: κάθε καταστροφή φέρει μέσα της τη δυνατότητα για δημιουργία. Είναι η μόνη δυνατότητα. Αλλά εν τω μεταξύ έχουμε να αντέξουμε ενδιαμέσως τον πόνο· ας είναι ωδίνη λοιπόν.

Ο Ιπποκράτης, ο Σολωμός, ο Σεφέρης, το Ευαγγέλιο, η amor fati του Μάρκου Αυρήλιου και του Νίτσε, όλα έρχονται παραμυθητικά και σκεπάζουν την ψυχή και τον νου. Το μέλλον φανερώνεται σαν έλλαμψη και σαν προαναγγελία κινδύνου, και μαζί σαν κάμπος φωτός, σαν να περνάς διαμιάς τη χρονοσήραγγα και βρίσκεσαι στη διάδοχη πίστα, σαν να ακολουθείς ανοδικό σπιράλ. Οσο διαρκεί η λάμψη της μετάβασης, το σώμα θα υποφέρει, ο βίος θα λυγίζει· αλλά μόνο για να εκτιναχθεί ξανά.

Ας το πάρουμε απόφαση. Θα διαγράψουμε το παρελθόν, αλλά δεν θα λησμονήσουμε. Δεν θα ξεχάσουμε τη φενάκη και την ύβρη, όσο και όπως υποκύψαμε. Η μνήμη είναι η μόνη αποσκευή, θα τη μεταφέρουμε ακούσια αλλά αγόγγυστα, θα είναι η μαρτυρία και η προίκα μας. Κάθε ρήξη εμπεριέχει συνέχεια και ανέλιξη.

Στεκόμαστε όρθιοι στην οδό Μπενάκη, πλάι σ’ έναν κάδο με υλικά κατεδαφίσεως, ανακαινισμένο με γκραφίτι. Ο σεβαστός μου φίλος αναρωτιέται τι δίνουμε στα παιδιά μας, στο χείλος της Κρίσεως. Κρίση είναι ζωή που τους ανοίγεται. Τους παραδίδουμε μια φλογίτσα αγάπης, ελευθερία. Και τη μαρτυρία του βίου μας: είμαστε τα έργα μας, οι πράξεις, το ζωντανό μας παράδειγμα και τα αισθήματά μας. «Κοιμούμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά, / κοιτάζει τ’ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι / και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι.»

Η πλημμύρα δημοσιευμάτων και αναφορών στα διεθνή Μέσα για τη σημασία του εκλογικού αποτελέσματος αύριο και για την κρίσιμη θέση της μικρής Ελλάδας στη μεγάλη εικόνα μεταφέρει δυσβάστακτο βάρος στους ώμους του Ελληνα ψηφοφόρου. Η ψήφος του επηρεάζει όχι μόνο το ζοφερό παρόν του, όχι μόνο το δυσοίωνο μέλλον των παιδιών του, αλλά και το μέλλον της Ευρωζώνης και απειλεί να πυροδοτήσει μια νέα μεγαλύτερη διεθνή κρίση.

Τώρα λέγεται απροκάλυπτα ό,τι επιμελώς απεκρύβετο κατά τη διετία της ελληνικής κρίσης, όταν οι πλείστοι πολιτικοί ηγέτες και δημοσιολογούντες επέμεναν ότι η ασθένεια ήταν ενδημική και ότι το αίτιο ήταν οι άφρονες Ελληνες πολίτες. Για διαφορετικούς λόγους, το Βερολίνο, το Παρίσι, οι Βρυξέλλες, η Φρανκφούρτη και η Αθήνα καθυστερούσαν να λάβουν μέτρα ριζικά και τολμηρά. Αντ’ αυτών, ημίμετρα και ηθικολογία, τέτοια που κατέληξαν σε ένα παράλογο σαδισμό, καταστροφικό για την οικονομία και την κοινωνία και απειλητικό για όλη την Ευρώπη.

Οι Αμερικανοί, οι μόνοι που αντιμετώπισαν με σχετική επιτυχία την παγκόσμια ύφεση τη δεκαετία του ’30, διέγνωσαν εγκαίρως το ευρωπαϊκό αδιέξοδο – από τον Κρούγκμαν έως τον Ομπάμα. Στην Ευρώπη, όμως, ηγεμονεύουν οι Μέρκελ – Σόιμπλε, φύλακες της γερμανικής ορθοδοξίας και οραματιστές μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας με προδιαγραφές DIN – ενδεχομένως και μιας αποσκίρτησης από την Ευρωζώνη.

Το ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα κλονίζεται· και όχι εξαιτίας της Ελλάδας. Είδαμε ότι υπάρχουν πολλοί αδύναμοι κρίκοι. Αυτό που προέχει τώρα είναι η διάσωση. Προς τούτο απαιτείται εθνική συστράτευση και ηγεσία ικανή να εμπνεύσει πρωτίστως ένα λαό κατάκοπο και αποθαρρυμένο. Καμία κομματική κυβέρνηση, απαρτισμένη από φθαρμένα πρόσωπα, φορτωμένα αμαρτίες, δεν είναι ικανή να σηκώσει αυτό το ιστορικό βάρος. Θα καταρρεύσει.

Η κάλπη θα δώσει ένα αποτέλεσμα, η λαϊκή βούληση θα εκφραστεί μέσα από συμπληγάδες. Η ηγεσία μένει να βρεθεί.

φωτ.: Πέραμα, του Ηλία Τσαουσάκη.
sneak preview

[…]

Σαν Ελληνaς, Hellene, Greek, Ρωμιός, Γραικός, Γιουνάν, βλέποντας την υστερική κλιμάκωση του βίντεο με τον εθνικό ύμνο στο τέλος, ένιωσα, πώς το λένε, embarassed.

Η στερεοτυπικότητα και εντέλει το kitsch, που σφραγίζουν το περιεχόμενο και τη φόρμα του viral, προκύπτουν αναπόφευκτα από την εννοιολογική προσέγγιση του θέματος. Οι Ελληνες, η Ελλάδα, η ελληνικότητα προσεγγίζονται ως προϊόν για rebranding. Αλλά μια χώρα, ένας λαός, ένα έθνος, οι αναπαραστάσεις τους και το συμβολικό πεδίο το οποίο συγκροτούν διαχρονικά, δεν είναι βεβαίως ένα προϊόν ή μια εταιρεία, δεν είναι μπίρα, κινητό ή αυτοκίνητο, δεν είναι καν τουριστικός προορισμός. Είναι δυναμικές έννοιες και ιστορικά υποκείμενα, με περιεχόμενα και ζητήσεις διαρκώς ανασημασιοδοτούμενα, είναι διαρκή διακυβεύματα και πολύσημη ανοιχτότητα. Η εννοιολογική αστοχία οδηγεί αναπόφευκτα στα απλοϊκά δίπολα του βίντεο, όπου το καλό στερεότυπο αντιπαραβάλλεται στο κακό στερεότυπο.

Η συμπαθητική, ερασιτεχνική και ανυστερόβουλη προσπάθεια της νέας καλλιτέχνιδος, προκαλεί εντούτοις το ενδιαφέρον μας: ακριβώς διότι μέσα από την εννοιολογική της σύγχυση δείχνει πράγματι την πολλαπλή πνευματική σύγχυση στην οποία βρίσκονται οι Ελληνες σήμερα. Η κρίση ράγισε την εικόνα εαυτού, μάλλον, τις εικόνες εαυτού που είχαμε στα χρόνια της πλησμονής και της αμεριμνησίας. Ας συγκρίνουμε μόνο την αυτοαντίληψη του Ελληνα το 2004 και το 2010-12· μέσα σε ελάχιστα χρόνια εξατμίστηκε η αυταρέσκεια, γκρεμίστηκε η πίστη στην Ισχυρά Ελλάδα, φάνηκε τοξική η λατρεία της συσσώρευσης.

Ράγισε η εικόνα: θα ήταν ορθότερο να λέγαμε ότι ραγίζει ο εαυτός· η κρίση μας κάνει άλλους, δεν μας δείχνει απλώς άλλους. Ζώντας όμως βυθισμένοι σε έναν κόσμο εικόνων, σε έναν κόσμο θεάματος και φενάκης, περιτριγυρισμένοι από αντίγραφα και ομοιώματα, όταν ραγίζει ο εαυτός, το σώμα κι η ψυχή, νομίζουμε ότι ραγίζει η εικόνα του, ενώ ο πυρήνας, το ον, παραμένει αδιατάρακτος. Γι’ αυτό λαχταράμε: βλάπτεται η εικόνα, να διορθώσουμε την εικόνα, τι βλέπουν οι ξένοι, τι θα πουν οι άλλοι.

Είπαμε: εικόνες εαυτού. Δεν μοιράζοντα όλοι οι Ελληνες μία εικόνα εαυτού. Απλώνονται σε ένα συνεχές: από τον υπεραυτάρεσκο Ελληναρά, που κακοβλέπει όλους όσοι δεν του μοιάζουν, έως τον κομπλεξικό που μυκτηρίζει την Ελλάδα και τη συγκρίνει διαρκώς με το Εξω. Κλειστότητα, υπεραναπλήρωση, στασιμότητα, πτωχαλαζονία. Κατωτερότητα, εθελοδουλία, σουσουδισμός, υποτέλεια. Και στα δύο άκρα εξόριστες είναι η υπερηφάνεια, η αυτογνωσία, η αυτονομία, ο αυτοκαθορισμός, οι στοχαστικές προσαρμογές.

Η ελληνικότητα δεν είναι προϊόν που αποζητά branding. Την φέρεις και σε φέρει, την ξεχνάς ενώ υπάρχει, την αλλάζεις και σε τρέφει. Είναι πολιτική και πνευματική αναζήτηση, είναι ταυτότητα υπό διαπραγμάτευση, είναι υπόσταση δυναμική εντός ιστορίας, με ρηγματώσεις, με τομές, με συνοχή και συνέχεια· έχει πριν, έχει μετά, αλλά κυρίως έχει τώρα. Η κρίση είναι πικρή και viral ― και μας διδάσκει.

Τώρα δίνεται η μάχη των δυνάμεων της αλλαγής, των μεταρρυθμίσεων, του ορθολογισμού, εναντίον των δυνάμεων του θυμού, της  ανυπακοής και της αδράνειας. Ο φίλος μού περιέγραφε αυτή τη μάχη με πάθος, με πίστη. Μιλήσαμε πολλή ώρα, διαφωνώντας και συμφωνώντας, για το πού βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα, που βρίσκεται η Ευρώπη, τι είδους μετασχηματισμοί συμβαίνουν, πώς φανταζόμαστε το μέλλον, τι συμβαίνει στη γειτονιά του τον Αγιο Παντελεήμονα. Δεν με έπεισε, δεν τον έπεισα, άλλωστε δεν θέλαμε να πειστούμε, να συναντηθούμε θέλαμε, σαν φίλοι από παλιά, και να αναγνωρίσουμε πάλι κοινά καταγωγικά ίχνη, διαβάσματα, αναζητήσεις.

Μείναμε αρκετά στο δίπολο “θυμός-νηφαλιότητα”. Με συμβούλεψε να μην έχω θυμό. Δεν είχα, εκείνη την ώρα τουλάχιστον. Είχα όμως πολλά ερωτήματα, αμφιβολίες, απορίες, που μου προκαλούσαν δυσφορία· θα προτιμούσα να μπορώ να αποδεχτώ ένα σχήμα που τα εξηγεί όλα, όπως αυτό το διπολικό «ορθολογισμός εναντίον θυμικού» ή «μεταρρυθμίσεις εναντίον αδράνειας». Ενστικτωδώς όμως διακρίνω σε αυτά τα διπολικά σχήματα μια τεράστια αυθαιρεσία κατά τον ορισμό των πόλων, αφενός, και κατά το γέμισμά τους με περιεχόμενο, με υποκείμενα, αφετέρου.

Ας πούμε, τι ορίζουμε σήμερα ως ορθολογισμό; Τον λόγο του Γαλιλαίου, του Καρτέσιου, του Καντ; Ή τον λόγο όπως τον συζητούμε στον 21ο αιώνα, μετά τον Βιτγκενστάιν, τον Φουκώ, τον Ντελέζ, τον Μπουρντιέ; Είναι ο ορθός λόγος άχρωμος, άμοιρος του κυρίαρχου λόγου, του λόγου των νικητών, του λόγου της εξουσίας; Πώς ορίζουμε το θυμικό; Αριστοτελικά, φροϋδικά, λακανικά, λεξικογραφικά; Ποιος ορίζει το περιεχόμενο και τα υποκείμενα των μεταρρυθμίσεων; Σε αυτό θα απαντούσα με μια διερώτηση, τυπική στην πολιτική σκέψη: Who rules and who benefits? Ποιος είναι ο κυρίαρχος και ποιος ωφελείται; Εν ονόματι των μεταρρυθμισεων έχουν διαπραχθεί τα μεγαλύτερα εγκλήματα: τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι πάντα ιδιαιτέρως ριζοσπαστικά. Και γιατί η αδράνεια, υπό τη μορφή του συντηρητισμού, της διατήρησης δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη δυσμενή συγκυρία, να μην αποτελεί μιαν άμυνα των πληττομένων αδύναμων απέναντι σε δυνάμεις που τους σαρώνουν;

Ας μείνουμε σε αυτό: Ποια είναι τα υποκείμενα που καλούνται να δώσουν νόημα και πρακτικό περιεχόμενο στον ορθολογισμό ή τη μεταρρύθμιση; Και πάνω σε ποια άλλα υποκείμενα; Αναπόφευκτα, θα πρέπει να μιλήσουμε για σχέσεις εξουσίας, ξανά: Who benefits? Αναπόφευκτα βλέπουμε ότι τα δίπολα, “καθαρά” σε πρώτη ματιά, είναι στερεοτυπική ηθικολογία, δεν είναι πολιτικά προτάγματα, πόσω μάλλον πολιτική ανάγνωση της κρίσης.

Καταλαβαίνω την ανάγκη του φίλου μου για ξεκαθάρισμα του τοπίου, για αποσαφήνιση, για επιλογή δρόμου και τρόπου. Είναι θεμιτή και ανθρώπινη, είναι και δική μου. Πολύ φοβούμαι εντούτοις ότι απαιτείται πολύ μεγαλύτερος πνευματικός και ψυχικός μόχθος για να κατανοήσουμε ό,τι μας συμβαίνει, προτού διαλέξουμε δρόμους και στρατόπεδα. Και χρόνος, που είναι η ζωή μας.

Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: Η κρίση είναι σύμφυτη με τη νεωτερικότητα, μας θύμισε πρόσφατα ο φιλόσοφος Γιώργος Ξηροπαϊδης. Πιθανότατα βρισκόμαστε ενώπιον μιας μείζονος ρήξης της μεταπολεμικής κανονικότητας, στην ουρά ενός ιστορικού κύκλου που κλείνει, σύμφωνα με τη θεωρία του Ρώσου οικονομολόγου Ν. Κοντράτιεφ που εκτέλεσε ο Στάλιν. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πρόδηλο ότι απαιτούνται άλλα διανοητικά εργαλεία, άλλες ψυχοπνευματικές προϋποθέσεις για να αντεπεξέλθουμε τη ρήξη και να φανταστούμε τον κόσμο στην άλλη όχθη του ρήγματος.

Η κρίση οδηγεί στην παραγωγή ενός νέου λόγου-discours, και ενός νέου ορθολογισμού, μάλιστα με αξίωση καθολικής ισχύος. Τα κράτη, μεγάλα και μικρά, αναπτυγμένα, παρηκμασμένα και αναδυόμενα, οι υπερεθνικοί σχηματισμοί όπως η Ε.Ε. και διεθνείς ρυθμιστικοί οργανισμοί, πραγματικές οικονομίες και κεφάλαια σωρευμένα σε σκιώδεις τράπεζες, δίκτυα γνώσεων και εμπορικοί δρόμοι, όλα θα αναδιαταχθούν, ενδεχομένως με κρότο και βία. Πάνω απ’ όλα, τα ίδια τα υποκείμενα της ιστορίας, οι άνθρωποι, θα αναδιαταχθούν: σαν έθνη, σαν λαοί, σαν μέλη κοινοτήτων, θα προχωρήσουν σε μια άλλη αυτοκατανόηση. Αυτό γινόταν πάντα.

Σε κάθε περίπτωση, το βολικό, ανακουφιστικό δίπολο «ορθολογισμός-θυμικό, φως-σκοτάδι» όχι μόνο δεν βοηθά αλλά συσκοτίζει και βυθίζει στο ανορθολογικό· είναι μάλλον μια προσευχή για απελπισμένους, ένα μάντρα προς εξορκισμόν των οβίδων. Μεταρρυθμίσεις θα έρθουν, αλλά δεν θα είναι αυτές που φανταζόμαστε τώρα ― αυτό ήθελα να πω στο φίλο μου, μα δεν το κατάφερα. Η ειρήνη δεν είναι αιώνια, και η πρόοδος δεν είναι απεριόριστη: είναι όση αντέχει ο πλανήτης.

Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στεγάζεται προσωρινά (για χρόνια) στο μοντερνιστικό κτίριο του Ωδείου Αθηνών, στα γυμνά του υπόγεια. Το ημιτελές κτίριο του Γιάννη Δεσποτόπουλου, μέρος ενός απραγματοποίητου φιλόδοξου συγκροτήματος, στέκεται ατημέλητο αλλά κομψό μες στο παρκάκι, ένα μαρμάρινο δείγμα αττικού Bauhaus, με σταθμευμένα οχήματα μες στην πόρτα του, με έφηβους σκεϊτάδες να ακροβατούν στα πεντελικά του μάρμαρα. Το όλον συνιστά καλλιτεχνικό συμβάν, προτού καν διαβείς την πόρτα. Μια οσμή βαλκάνιας φτώχειας ξεπροβάλλει, αλλά αποκρούεται από την κομψότητα του κτιρίου, την αρχοντιά των πεύκων, την ευγένεια των υπαλλήλων, την εισχώρηση του παρελθόντος μες στο παρόν, το υπεραισιόδοξο ’60-’70 του Ωδείου ξαποσταίνει μες στο ζοφερό 2012. Μια αίσθηση ξεπεσμένου αστισμού, λοιπόν, αλλά όχι παρακμή, μια αιώρηση ανάμεσα στο οικείο και το άγνωστο, ασταθής ισορροπία σε ιστορικό μεταίχμιο· προσλήψεις του υλικού περιβάλλοντος που εκβάλλουν σε μια μεταφυσική σύλληψη του τρέχοντος.

Δεν ξέρω αν μπήκα στο ωδείο-μουσείο με αυτή την αίσθηση, ή αν κατακάθισε εντός μου, αφού είδα στα έγκατά του τον «Ζωγράφο Α.Κ.», ένα ζωγραφικό μυθιστόρημα του Γιώργου Χατζημιχάλη. Διότι και το έργο του Χατζημιχάλη μου μετέδωσε παρόμοιες μεταφυσικές δονήσεις μέσα από εξόχως υλικά σημάδια. Ενας ζωγράφος αφηγείται ζωγραφικά τον βίο, το πνεύμα και την ψυχή ενός επινοημένου προσώπου, εν προκειμένω του Α.Κ., ζωγράφου το επάγγελμα, που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924 και πέθανε στα μέσα της δεκαετίας ’80. Ο Α.Κ. βιογραφείται μέσω των έργων του, από το πρώτα του 1939 έως τα τελευταία, των χρόνων του αυτοεγκλεισμού του, στην οικία Πολυλά 51, Κυπριάδου. Εξπρεσιονισμός, ανθρώπινες φιγούρες, αφαίρεση, τοπία, ξανά φιγούρες, κιβούρια, κενά, απουσίες· φουλ χρώμα, ολίγο χρώμα, καθόλου χρώμα, σκοτάδι· ζωγραφική, φωτογραφία, βίντεο, μακέτα. Διάφορα μέσα, διάφορες φόρμες, ένα χέρι όμως, ένα μάτι, και μια ψυχή που τρικυμίζει, επιπλέει, και στο τέλος βυθίζεται στη σιωπή. Στη σιωπή, σαν τον Παρθένη, διδάχο των Ελλήνων ζωγράφων. Στη γειτονιά των μεγάλων ζωγράφων, στην Κυπριάδου, του Κόντογλου και του Παπαλουκά, εκεί όπου ο Πικιώνης εντόπιζε μυστικά ρεύματα δροσιάς να κατεβαίνουν απ’ την Πάρνηθα.

Τα οκτώ χρόνια του εγκλεισμού του ο Α.Κ. ζωγραφίζει λεπτομέρειες του σπιτιού, όταν όλος ο κόσμος συστέλλεται και γίνεται σπίτι: πλακάκια, διακόπτες, ρουμπινέτα, σοβατεπί, δυο φέτες καλοριφέρ, μωσαϊκά, πόμολα, σύρτες, μεντεσέδες, γύψινες ροζέτες, ρωγμές, σκασίματα, κενά. Δεκάδες τετράγωνα πινακίδια, σελίδες τετραδίου, το ένα πλάι στ’ άλλο, φύλλα ημερολογίου. Είναι μια βαθύτατη, λεπταίσθητη ελεγεία για τον αστικό βίο εν Αθήναις, μια καθολικότητα κατορθωμένη με υλικά θραύσματα, βαθιά συγκινητική και ταυτόχρονα κλινικά ακριβής.

Ολα τα υπόλοιπα κεφάλαια, τα έργα, υπάρχουν για να καταλήξουν σε αυτή την αισθητική και πνευματική κορύφωση. Ζωγραφίζοντας, φωτογραφίζοντας, εικονίζοντας, ο Α.Κ. κυνηγάει την ψυχή των ανθρώπων, και τη βρίσκει όταν όλα βουβαίνονται και σιωπούν· όταν έχει στεγνώσει η ζωή, του αποκαλύπτεται η ουσία της τέχνης, και τότε σαν να γνέφει πάλι στη ζωή, δοξάζοντας τα πράγματα.

Ο βίος του Α.Κ. είναι η ζωγραφική στον 20ό αιώνα, οι αναζητήσεις και τα βάσανα των ζωγράφων, που παύουν να είναι αφηγητές του κόσμου και παρηγορητές των ανθρώπων, και γίνονται μοναχοδαρμένοι ήρωες, δημιουργοί των εαυτών τους. Κι είναι ακόμη μια σύνοψη του νεοελληνικού αστικού βίου, ένα τυραννισμένο χρονικό, φόρος τιμής στους δασκάλους των τεχνών, αλλά και φόρος τιμής στους σιωπηλούς ήρωες της ζωής, στους ανώνυμους, πλην όχι απρόσωπους, του ιστορικού πλήθους. Ο Α.Κ. δεν έχει ολόκληρο όνομα, κατάγεται από τους συνοπτικούς ήρωες του Κάφκα και του Καμύ, είναι υπαρξιακός ήρωας αλλά και ιστορικός άνθρωπος: πρωτοεκφράζεται στην αυγή του Δευτέρου Πολέμου, και σβήνει κατά τη δύση του Ψυχρού Πολέμου.

Εντοπίζω την ελληνικότητά του: τόση όση και η οικουμενικότητά του. Υπολογίζω το βάρος αυτού του μυθιστορήματος, του χρονικού, της παραβολής, στη σημερινή ιστορική σύμφραση: μου δείχνει τον Ελληνα του 21ου αιώνα, βασανισμένο, ραγισμένο, άτυχο, αλλά και βαθύ, πλούσιο, ποικίλο. Δεν εξωραΐζει, δεν νοσταλγεί, παρηγορεί κι εγκαρδιώνει, εξημερώνει. Ισως είναι ένα έργο που το γέννησε η κρίση: το άτομο τυρρανισμένο από την ύπαρξη, ζωγραφισμένο στο κάδρο της ιστορικής διάρκειας. Σίγουρα ένα έργο που έτσι είχα ανάγκη να το εισπνεύσω, ζεστό, ψυχρό, οικείο, απόμακρο, αθηναϊκό, οικουμενικό, θραυσμένο, καθολικό, σαν τις ψηφίδες των μωσαϊκών και τις ραγισματιές στα σπίτια μας. Ανάμεσα στην ύλη και τη μεταφυσική της.

Οπως και να παρουσιαστούν στον ελληνικό λαό τα αποτελέσματα του νέου Μνημονίου, η πραγματικότητα δεν αλλάζει: η χώρα έχει εισέλθει σε νέα ιστορική φάση, κατά την οποία η οικονομική υποδούλωση στους δανειστές συνεπιφέρει, εκτός από πολιτικές εξαρτήσεις, πτώση του βιοτικού επιπέδου και συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Οσα κερδήθηκαν μετά την εθνική καταστροφή του 1974 χάνονται, τα περισσότερα, με την παρούσα, άλλης τάξεως, καταστροφή. Με μια ουσιώδη διαφορά: η απώλεια τότε ήταν οριστική και πικρή μεν, πεπερασμένη και συγκεκριμένη δε. Η εθνική τραγωδία της Κύπρου έφερε την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος και τη διάλυση του κράτους του. Ωστόσο, η πτώση άνοιγε μια νέα περίοδο, κατά την οποία μόνο τα καλύτερα μπορούσε να προσδοκά κανείς. Και συνέβησαν πολλά καλύτερα. Ο ελληνικός λαός ξεδίπλωσε τις δυνάμεις του, αξιοποίησε γεωπολιτικές και ιστορικές ευκαιρίες, στερέωσε δημοκρατικό κράτος και κοινωνία ευημερίας. Διήρκεσε ένα τρίτο του αιώνος.

Κατά αντιδιαστολή, σήμερα η πτώση, αφενός, βρίσκεται εν εξελίξει· άρχισε στο τέλος του 2009, αρχές του 2010, και δύο χρόνια αργότερα συνεχίζεται και βαθαίνει ακόμη. Δεν έχουμε πιάσει πάτο. Αφετέρου, πρόκειται για μια καταστροφή πολύμορφη, βαθιά, με ποικίλες προεκτάσεις, πέραν της οικονομικής αφετηρίας: κοινωνικές, πολιτικές, πολιτιστικές, ψυχικές. Δεν είναι εύκολο να εντοπίσεις εξωτερικό εχθρό: Είναι οι Γερμανοί; Η Ευρωπαϊκή Ενωση; Το ΔΝΤ; ΄Η μήπως η ίδια η διάρθρωση της Ευρωζώνης και η διεθνής οικονομική κρίση; Ακόμη πιο δύσκολο είναι να εντοπίσεις εσωτερικούς εχθρούς, προδότες και επίορκους – δεν είναι το ίδιο με τους χουντικούς που κατέλυσαν τη δημοκρατία και ξεπούλησαν την Κύπρο.

Η οικονομική δυσπραγία υποβαθμίζει βίαια το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, αλλά το χειρότερο είναι η αδυναμία κατανόησης και η αβεβαιότητα: δεν μπορούν να κατανοήσουν πώς έφτασαν ώς εδώ, δεν γνωρίζουν πότε θα σταματήσει ο κατήφορος και, κυρίως, πώς θα ανακάμψουν. Αυτή η αδυναμία κατανόησης και η απώλεια αίσθησης του χρόνου είναι ο χειρότερος εχθρός: οι Ελληνες σήμερα ζουν σε μια χρονοδίνη που τους ρουφάει διαρκώς προς τα κάτω, προς το σκοτάδι. Αυτή η διαρκής πτώση παραλύει τον νου και παγώνει την ψυχή. Ως εκ τούτου οι Ελληνες αδυνατούν να μετρήσουν τις δυνάμεις τους, τις πολλές και αναξιοποίητες, που ασφαλώς υπάρχουν και που με αυτές ακριβώς θα αναδυθούν από την κρίση. Και αδυνατούν επίσης να ενεργοποιήσουν πλήρως τις δυνάμεις προφύλαξης από το σοκ, τις οποίες ασφαλώς εν αφθονία διαθέτουν.

Παγωμένοι, ζαρωμένοι, ακίνητοι, οι Ελληνες παρακολουθούν ένα πολιτικό σύστημα απαξιωμένο και θρυμματισμένο να διαπραγματεύεται εν πανικώ τις ιστορικές τύχες παρουσών και μελλουσών γενεών. Δεν πιστεύουν τίποτε απ’ όσα ακούνε, παρότι διακαώς θα ήθελαν να πιστέψουν και να ελπίσουν. Δυστυχώς, δεν πιστεύουν ούτε στους εαυτούς τους, στις αναγεννητικές τους δυνάμεις. Προς το παρόν. Διότι μετά κάθε καταστροφή, από το ’22 ώς το ’74, ακολούθησε μια ορισμένη αναγέννηση.

Οι τελευταίοι μήνες και ιδίως οι θερμοί Ιούλιος και Αύγουστος βρήκαν την Ελλάδα σε μια ιστορική καμπή. Η οικονομική κρίση ασφαλώς είναι αυτή που ορίζει τις συμπεριφορές, ατομικές και συλλογικές, αλλά γίνεται όλο και πιο φανερό, ακόμη και στον πιο ανυποψίαστο, ότι η κρίση είναι και κοινωνική και πολιτική. Θα τολμούσα να πω και πνευματική, υπό την έννοια ότι η κρίση αχρηστεύει τα εν χρήσει γνωστά εργαλεία και τις ορθόδοξες προσεγγίσεις· απαιτεί νέα σκέψη, τολμηρά βήματα, αυτοαναίρεση, κι αυτά λείπουν.

Οι εκτιμήσεις για το προσεχές μέλλον είναι δυσοίωνες. Τα οικονομικά στοιχεία της χώρας επιδεινώνονται σταθερά, η ύφεση ως το τέλος του 2011 εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 5%, ίσως και το 6%, η ανεργία θα υπερβεί το 17,5%. Οι δείκτες αυτοί περιγράφουν μια οικονομία που πλήττεται από πολεμική σύρραξη. Το πολεμικό φόντο καταγράφεται πράγματι σε μια στάση του κοινωνικού σώματος όλο και πιο έκδηλη: σε μια διχοστασία, έναν ψυχικό και πολιτικό διχασμό, έναν ακήρυκτο εμφύλιο. Η εξήγηση δεν είναι μία και δεν είναι απλή. Ωστόσο, στη ρίζα αυτής της διχοστασίας βρίσκεται ο φόβος ενώπιον της κατάρρευσης του παλαιού, του γνώριμου, του οικείου ― καλό, ψυχρό, ανάποδο, δεν έχει σημασία. Η παλαιά κατάσταση καταρρέει υπό το βάρος των αμαρτιών της και ο καθείς σπεύδει να προφυλαχθεί κραδαίνοντας μια εξήγηση: φταίει αυτό το πρόσωπο, αυτό το κόμμα, αυτή η πολιτική ιδεολογία ή πρακτική. Ολες οι εξηγήσεις αναφέρονται στο παρελθόν, όλες αναζητούν υπεύθυνους, και όχι άδικα. Εντούτοις, οι εξηγήσεις αυτές πάσχουν στον πυρήνα τους: πρώτον αρθρώνονται με τα ίδια διανοητικά υλικά, τα υλικά της παλαιάς ερειπώδους κατάστασης. Δεύτερον, οι εξηγήσεις λειτουργούν περισσότερο σαν εξορκισμός του κακού και ελάχιστα σαν εφαλτήριο για υπερπήδηση της δυσχέρειας και δημιουργία.

Η κρίση παγώνει τη σκέψη, ο φόβος πνίγει τις δημιουργικές δυνάμεις. Παρότι θα περιμέναμε η απειλή να αφυπνίσει το ένστικτο αυτοσυντήρησης και να κινητοποιήσει δυνάμεις αντίστασης και αναγέννησης, αυτό που παρατηρείται προς το παρόν είναι το αντιδιαμετρικό του: Ο φόβος απελευθερώνει καταστροφικές ενορμήσεις, ο θυμός μένει αμετουσίωτος και στρέφεται εναντίον του διπλανού και εναντίον του συλλλογικού εαυτού εντέλει. Είναι μια αναγκαία φάση ασφαλώς, πλην όμως δαπανάται ζωτική ενέργεια σε μια κρίσιμη περίοδο, κατά την οποία ο ιστορικός χρόνος κυλά εξαιρετικά συμπυκνωμένος και εξαιρετικά απαιτητικός.

Αυτό το αδρό σχήμα ενδοψυχικής και ενδοκοινωνικής σύγκρουσης, αμφιθυμίας, ενδοβεβλημένου θυμού, μπορεί να εξηγήσει μέσες-άκρες και τη ζηλωτική συμπεριφορά κυβερνητικών ανδρών που εφαρμόζουν οδυνηρές πολιτικές, συχνά καταστροφικές και αδιέξοδες, ισχυριζόμενοι ότι μόνο αυτό μπορεί να γίνει και επιπλέον αυτό είναι το καλύτερο. Δεν λένε ψέματα, το πιστεύουν· το έχουν εσωτερικεύσει και το πιστεύουν, διότι δεν θα μπορούσαν να επιζήσουν διαφορετικά. Ασφαλώς υπάρχουν και οι κυνικοί και οι υποκριτές, ακόμη και οι κουτοί πολτικοί, αλλά δεν συζητάμε αυτό. Με τον ίδιο τρόπο σκέψης-δράσης, ένα είδος αυθυποβολής, πορεύονται και άλλοι πολίτες, τασσόμενοι με τη μία ή την άλλη ολοκληρωτική εξήγηση: αυτή είναι η μόνη λύση, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική.

Αντιλαμβανόμαστε βέβαια ότι αυτή η ζηλωτική στάση, η αρραγής σκέψη η σχεδόν φονταμενταλιστική, χωρίς καμία αμφιβολία, καμία ρωγμή ή αμυχή, περικλείει έναν πυρήνα ολοκληρωτισμού, και εφόσον η πεισματάρα πραγματικότητα επιμένει να διαψεύδει διαρκώς τους ζηλωτές, μπορεί να εκλύσει τεράστια ποσά ματαίωσης.

Την ίδια στιγμή, σε έναν παράλληλο κόσμο, η ίδια κρίση δρα σαν ισχυρό ναρκωτικό. Ικανό μέρος του πληθυσμού πορεύεται παγωμένο και μουδιασμένο, αναίσθητο, σαν ανέπαφο από οιωνούς, σημάδια και πλήγματα. Η τερατώδης αμεριμνησία των προηγούμενων χρόνων κυλά ακόμη στις φλέβες, η αδράνεια υπερνικά κάθε πραγματικό εμπόδιο, η αδράνεια αποκλείει τα εξωτερικά ερεθίσματα. Η αδράνεια μαζί με τον φόβο. Σε αυτή την περίπτωση η φόβος κινητοποιεί άλλο μηχανισμό: την άρνηση του πραγματικού. Εκεί όπου ο ζηλωτής δρα υπεραναπληρωτικά και φανατικά, πεπεισμένος ότι μπορεί να αναστρέψει την καταστροφή με τα ίδια εργαλεία που προκάλεσαν την καταστροφή, ο «αδρανής» αναχωρεί από το πραγματικό, το αρνείται, το σβήνει. Και εφόσον διαγράφει την πηγή του φόβου του, είναι σαν να μην αισθάνεται φόβο και πόνο. Μένει απαθής.

Αναπτύσσονται και άλλες συμπεριφορές, κινητοποιούνται και άλλοι μηχανισμοί άμυνας, μετουσίωσης της τρομακτικής πραγματικότητας της κρίσης, άλλοτε πιο πρωτόγονοι και άλλοτε πιο εκλεπτυσμένοι και σύνθετοι. Η βαριά δυσθυμία, η εκτεταμένη αθυμία, η κατάθλιψη, εντοπίζονται διάχυτες σε όλο το κοινωνικό σώμα· η δυσπιστία και η καχυποψία γενικεύονται, ο στοιχειώδης σχεδιασμός του μέλλοντος αναστέλλεται. Ολες αυτές οι συμπεριφορές έχουν ως κοινό παρονομαστή τη βία, είτε εσωτερικευμένη, συμπιεσμένη και μη εκτονωμένη, είτε εξωτερικευμένη, θορυβώδη, χαοτική.

Η κρίση διαρρηγνύει το άτομο, τις σταθερές του βίου του, απειλεί την οικογένειά του. Η κρίση διαρρηγνύει τις σταθερές του συλλογικού βίου, τις κανονικότητες, τις ροές. Φέρνει μαζί της και την πικρή, ακριβή επίγνωση: η κρίση, η ρήξη, η ανατροπή, η καταστροφή είναι σύμφυτες της νεωτερικότητας. Η μεταπολεμική ευημερία, η ειρήνη, ήταν ένα φωτεινό μακρύ διάλειμμα. Και τέλειωσε.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.893 hits
Αρέσει σε %d bloggers: