You are currently browsing the tag archive for the ‘κοινωνικός μετασχηματισμός’ tag.

Στο κατώφλι κάθε αλλαγής είναι δικαιολογημένη η ανησυχία. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Εντούτοις οι επερχόμενες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου είναι ένας ακόμη σταθμός σε μια μακρά διαδρομή ανατροπών και μετασχηματισμών, η οποία άρχισε τυπικά με το Καστελόρριζο τον Απρίλιο 2010 και συνεχίζεται. Μπορούμε να εντοπίσουμε σημάδια λήξης στον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης, αρκετά νωρίτερα: ήδη από το ξεθύμασμα της ολυμπιακής ευωχίας.

Το καλοκαίρι του 2007, οι πυρκαγιές σήμαιναν την κορύφωση της γενικευμένης αθυμίας και τη διάχυση μιας δυσφορίας που έφτανε στο όριο της ασφυξίας. Μεσολάβησε ο εν πολλοίς ανερμήνευτος Δεκέμβρης 2008, και ενάμιση χρόνο αργότερα το Καστελόρριζο σήμανε επισήμως τον βίαιο τερματισμό του κύκλου της δυσφορίας και το άνοιγμα ενός κύκλου αγωνίας, αποδιάρθρωσης και αναδιατάξεων. Οι επικείμενες εκλογές βρίσκονται ιστορικά σε αυτόν κύκλο, το αποτέλεσμά τους όμως θα είναι καταλύτης για βαθύτερους μετασχηματισμούς, απαρχή για τον επόμενο ιστορικό κύκλο.

To 2015 δεν είναι 2010, ούτε καν 2012. Η κρίση έφερε πολύ πόνο σε πολλούς ανθρώπους, έχει σωρεύσει κοινωνικά και οικονομικά ερείπια, αλλά φέρνει και τα σπέρματα μιας νέας διάνοιας: Μια επώδυνα αποκτημένη σύνεση, μια φρονιμάδα, η οποία εκφράζεται σαν οικονομία δυνάμεων, σαν επαναπροσδιορισμός αναγκών και προτεραιοτήτων, σαν βαθύτερη συνείδηση εαυτού. Από ανάγκη και με πόνο, αναπροσδιορίζουμε την ταυτότητά μας χωρίς ναρκισσισμό αλλά και χωρίς αυτοϋποτίμηση, μετράμε τις δυνάμεις και τα όριά μας, εντοπίζουμε λανθάνουσες ή υπνώττουσες δυνατότητες.

Αντίρροπα προς την πτώση της κρίσης, εξελίσσεται μια άλλη διαδρομή, ανηφορική, ελικοειδής: προς την πικρή, πλην κερδισμένη, γνώση, την ανανεωμένη αυτοπεποίθηση, με μέτρο, ευψυχία, φρόνημα, θάρρος. Το θάρρος να αναλάβουμε την ιστορική μας ευθύνη, για να σχεδιάζουμε το μέλλον, να ονειρευόμαστε το μέλλον.
Οσο περισσότερο βυθίζουμε τη «σκέψη μας μέσα στην πάσα ώρα» του Σικελιανού, στις δυνατότητες που ανθίζουν, τόσο πιο δυνατοί και άφοβοι αναδυόμαστε.

Σε όλη τη διάρκεια της σαραντάχρονης Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας καμία κυβέρνηση δεν εξάντλησε την τυπικά προβλεπόμενη τετραετία. Με το άλφα ή το βήτα πρόσχημα, συνήθως επικαλούμενος εκκρεμότητες εθνικής σημασίας, ο εκάστοτε πρωθυπουργός επέλεγε τον κατ’ αυτόν καταλληλότερο χρόνο για να προκηρύξει εκλογές. Αν αναλογισθούμε λοιπόν την ιστορική κρισιμότητα της περιόδου που διανύουμε από τις εκλογές 2009 και εφεξής, με τις πρωτόγνωρες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που έχουν εν τω μεταξύ επέλθει, δεν είναι παράξενο να τίθεται και πάλι ζήτημα εκλογών. Ενας κοινωνικός σχηματισμός που αλλάζει τόσο γρήγορα και επώδυνα, ή και καταστροφικά για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, αναζητεί νέες μορφές πολιτικής έκφρασης. Και αυτή η αναζήτηση, συχνά αγωνιώδης, πώς αλλιώς μπορεί να μορφοποιηθεί αν όχι με εκλογές, τουλάχιστον στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας;

Εκφράζεται κι αλλιώς ο μετασχηματισμός, με εξωστρεφείς, δημιουργικούς ή υπόγειους, άδηλους τρόπους· με ανάπτυξη άτυπων συλλογικοτήτων στα μικροκοινωνικά πεδία, με μετατοπίσεις του εκλογικού σώματος που άρχισαν ήδη τον Μάιο 2012, με αναδύσεις νέων πολιτικών σχημάτων, με πολλούς τρόπους. Δημοφιλής είναι, ας πούμε, στα social media και στα χάπενινγκ η άποψη «πρώτα ν’ αλλάξουμε νοοτροπία, πρώτα ν’ αλλάξουμε τον εαυτό μας», καταγόμενη εκ των οδηγών αυτοβελτίωσης. Από άλλες πνευματικές παραδόσεις, βεβαίως, γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι μεμονωμένα, ο καθείς μόνος του και εν απουσία ή εναντίον όλων, δεν μπορούν να καταφέρουν μεγάλα πράγματα. Μόνο λειτουργώντας συλλογικά, οργανωμένοι και σε συνομολογημένο πλαίσιο, μόνο ανατροφοδοτούμενοι με κοινές επιδιώξεις και ηθικά κίνητρα, οι άνθρωποι απελευθερώνουν τις δημιουργικές τους δυνάμεις και πετυχαίνουν τα μεγάλα πράγματα.

Τα κόμματα, τα συνδικάτα, οι επαγγελματικοί και εμπορικοί σύλλογοι, οι επιστημονικές ενώσεις, τα επιμελητήρια, είναι τέτοιες οργανώσεις, με αρετές και ελαττώματα. Η νέα κοινωνική δυναμική οδηγεί σε νέες μορφές οργάνωσης και παράλληλα ωθεί σε αναθεωρήσεις των παλαιών, σε ανακαινίσεις και μετασκευές. Στο ρευστό παρόν, και πάντα στο υφιστάμενο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τα κόμματα και οι εκλογές παραμένουν η κύρια, αν και όχι αποκλειστική, οδός πολιτικής έκφρασης του κυρίαρχου λαού, του πλήθους, των ποικίλων κοινωνικών υποκειμένων.

Ως εκ τούτου, πρέπει να ελέγξουμε κριτικά τον εύκολο ψόγο κατά των κομμάτων συλλήβδην ή κατά των «παλιών» κομμάτων. Ναι, πράγματι τα εν ενεργεία κόμματα κουβαλάνε πολλές αμαρτίες και πολλά σφάλματα, φθαρμένα πρόσωπα, καταδικαστέες πρακτικές. Το έχουμε πει σε ανέφελους καιρούς, τον καιρό που ουδείς εκ των νεόκοπων πολιτικών τα εμέμφετο· αντιθέτως συναγελάζοντο με τα πρόσωπα που τώρα πτύουν.

Παλαιά και νέα κόμματα φέρουν τα ίχνη του παρελθόντος των ανθρώπων τους, των ιδρυτών και ηγετών, των στελεχών τους. Παράγουν μνήμη και κρίνονται διαρκώς.

Οι εκλογές δεν οδηγούν κατ’ ανάγκην και μονοσήμαντα στην αστάθεια, όπως στερεοτυπικά μεταδίδεται. Οι εκλογές γίνονται για να ανανεωθεί και να αναδιατυπωθεί η λαϊκή εντολή, για να εκδιπλωθεί η λαϊκή βούληση στα εκάστοτε νέα δεδομένα. Από την ιστορική εμπειρία, άλλωστε, γνωρίζουμε ότι η Δημοκρατία δεν καταλύθηκε από τις συχνότερες εκλογές, αλλά από την κατάργησή τους.

Η σφοδρή οικονομική κρίση και η εξ αυτής κοινωνική αναστάτωση προκαλούν σύγχυση, φόβο, ανησυχία. Η ομαλή διαδοχή και η ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας μπορούν να λειτουργήσουν αποσυμπιεστικά και να απελευθερώσουν δημιουργικές δυνάμεις, εφόσον όλα γίνονται με τήρηση αποδεκτών απ’ όλους κανόνων.

H Μεταπολίτευση νοηματοδοτήθηκε ως τέτοια, αρκετά μετά την 24η Ιουλίου 1974, όταν έπεσε η δικτατορία μαζί με την αλωθείσα Κύπρο. Ασφαλώς είναι μια μείζων διαιρετική τομή στο ιστορικό σώμα της νεότερης Ελλάδας, αλλά θα πρέπει να τη δούμε σε στενή συνάφεια με ό,τι προηγήθηκε του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Πρέπει να τη συνδέσουμε με την περίοδο 1963-67, ιδίως με το καλοκαίρι του ΄65, με τις προσδοκίες και της ματαιώσεις που σφραγίζουν την, κατά Τσίρκα, χαμένη άνοιξη. Με πολλούς τρόπους, τον Ιούλιο του ’74, και με τίμημα μια εθνική απώλεια, αποκαθίσταται μια διαθλασμένη συνέχεια με τον Ιούλιο του ΄65. Ο,τι κατεστάλη, διαψεύσθηκε, ματαιώθηκε τότε, αναδύεται πάλι, μετά εννέα έτη· διαφορετικό βεβαίως αλλά εν πάση περιπτώσει δικαιωτικό. Η πολιτειακή αλλαγή, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, οι ελεύθερες εκλογές, ο εν γένει άνεμος ελευθερίας και πολιτικής ανεξιθρησκίας, είναι τα φανερά ιστορικά στοιχεία.

Υπογείως και υπορρήτως όμως, το διάλειμμα δεν ήταν απλώς μια χρονοανωμαλία, μια καθυστέρηση. Στα χρόνια που μεσολάβησαν ώς το ’74 αναδύθηκε εν τω μεταξύ ένα δημόσιο ήθος, μια βαθύτερη γενική συμπεριφορά που διαπότισαν το συλλογικό σώμα, υποκάτω και πέραν της συμβατικής πολιτικής. Μερικά τέτοια φαινόμενα: Η ιδιότυπη απολιτικότητα που καλλιέργησε η στάση των δικτατόρων «αν δεν ανακατεύεσαι (=αντιστέκεσαι) δεν σε πειράζουμε»· η διάχυση πλούτου σε ανερχόμενα μεσοστρώματα και ημετέρους· τα θαλασσοδάνεια, η οικοδομή και η μαζική επέκταση του τουρισμού με μικρομεσαίες επιχειρήσεις·η εμφάνιση μεσοστρωμάτων και η μικροαστικοποίηση των εργατικών στρωμάτων, που άρχισε τη δεκαετία ’60 συνεχίστηκε απρόσκοπτα την επταετία.

Στο πολιτιστικό πεδίο: γέννηση του ελαφρολαϊκού και εδραίωση της μπουζουκοδιασκέδασης και της «παραλίας» ― αυτό να το δούμε σε αντιδιαστολή με τον έντεχνο λαϊκό πολιτισμό του προδικτατορικού ’60, και σαν πρόδρομο της γενικευμένης σκυλοπόπ από το ’80 έως σήμερα. Κομβικό σημείο: Πώς έγινε η πρόσληψη των πολιτικοπνευματικών κινημάτων του ’68 στο κλειστό ελληνοχριστιανικό περιβάλλον της δικτατορίας; Κυρίως αισθητικά, σαν ποπ μουσική και χίππικη εμφάνιση. Η αφομοίωση του ’68 ξεκινά ουσιαστικά με το φοιτητικό κίνημα του ’72-’73 και διαχέεται μαζικά μετά το ’74, και μάλιστα καταρχάς με τις μαοϊκές εκδοχές. Οι ελευθεριακές, ροκ και υπαρξιακές αναζητήσεις αναπτύσσονται λίγα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, αφού πρώτα πρέπει να ανατραπεί η κηδεμονία των κομματικών νεολαιών, χονδρικά το διάστημα 1977-80.

Η Μεταπολίτευση αρχίζει το 1964 και ολοκληρώνεται με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία: η Αλλαγή του 1981 είναι το έσχατο άκρο αυτής της ρωγμώδους συνέχειας. Η επόμενη τομή είναι το 1989, διττά: αφενός διότι κλονίζεται η γραμμική διαδοχή εξουσίας με τρόπο πρωτοφανή, φέρνοντας στο προσκήνιο την ηθική κάθαρση και ενώνοντας επί τούτου τη δεξιά με την αριστερά· αφετέρου, κλονίζεται η κραταιά κεντροαριστερή πλειοψηφία. Αλλά εν τω μεταξύ το γενικευμένο μικρομεσαίο ήθος της έχει διαποτίσει και την δεξιά και την αριστερά. Στο εξής, οι ρήτορες μιμούνται τον Ανδρέα Παπανδρέου, οι κυβερνώντες αναπαράγουν τον κορπορατισμό και το κομματικό απαράτ του ’80, η δημόσια παιδεία παράγει γλώσσα, ήθος και ελίτ στα μέτρα του μικρομεσαίου ευδαιμονισμού. Δομικό χαρακτηριστικό της περιόδου 1980-2010 είναι η ραγδαία άνοδος του ατομικισμού και παρασιτισμού, παρά τις διαρκείς επικλήσεις του λαού και του δημοσίου συμφέροντος.

Το ’89 εντούτοις δεν ήταν μόνο εντόπιο και βρώμικο. Ηταν πρωτίστως μια ιστορική τομή πλανητικών διαστάσεων. Αυτή την αλλαγή υποδείγματος δεν τη βιώσαμε στην ώρα της, απασχολημένοι όντες με πάμπερς και δίκες. Η τομή έγινε σταδιακά αισθητή εκ του μεταναστευτικού ρεύματος και της αλλαγής συνόρων στα Βαλκάνια, κι επίσης επηρέασε βαθιά τη μείζονα Αριστερά, κυρίως παραλυτικά αλλά και ερεθιστικά. Στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον η Ελλάδα αντέδρασε με εσωστρέφεια και ταυτοχρόνως με αυξανόμενη εξάρτηση από την Ε.Ε.: η ένταξη στην ΟΝΕ και την ευρωζώνη είναι στρατηγικές επιλογές σε έναν ρευστό πολυπολικό κόσμο.

Φευ, η αναζητηθείσα προστασία εντός της ευρωζώνης και το ιδεολόγημα της Ισχυρής Ελλάδος, κορυφωμένο φαντασιακά το καλοκαίρι του 2004, κατέρρευσαν με τη διεθνή κρίση του 2008. Το επόμενο ορόσημο είναι το ρήγμα του 2010, η πτώχευση, η διεθνής επιτήρηση, η συρρίκνωση της οικονομίας, και ο έκτοτε βίαιος μετασχηματισμός της κοινωνίας.

Η Μεταπολίτευση τελείωσε τυπικά το 2010, με μια ιστορική ήττα ανάλογη του ’74, χωρίς καν τις προσδοκίες ανασυγκρότησης του τότε.

Η επικείμενη υπεροφορολόγηση ακίνητης περιουσίας, με κριτήριο την κατοχή και όχι την πρόσοδο, και με βάση αντικειμενικές αξίες του 2007, υπερδιπλάσιες των τρεχουσών αγοραίων τιμών, υπολογίζεται να αποφέρει έσοδα περί τα 4 δισ. ευρώ, έναντι περίπου 500 εκατ. το 2012 και άνω των 2,5 δισ. το 2013 από την ίδια πηγή. Πλήττονται οι μικροϊδιοκτήτες· οι μεγάλες περιουσίες ελαφρύνονται συγκριτικά. Για το 2014 έχουν προϋπολογιστεί συνολικά περί τα 11 δισ. ευρώ φόρων, οι περισσότεροι από μισθωτούς και συνταξιούχους. Κάπως έτσι θα προκύψει πρωτογενές πλεόνασμα.

Tο δημόσιο χρέος, αφού κατέφαγε τον δημόσιο και κοινωνικό πλούτο μέσω του PSI, τώρα μεταφέρεται άμεσα στους πολίτες, γίνεται δυσβάσταχτο ιδιωτικό χρέος. Αυτή η μετακύλιση χρέους ουσιαστικά σημαίνει μείζονα κοινωνικό μετασχηματισμό· γκρεμίζει τις εδραιωμένες από αιώνων πεποιθήσεις περί αποταμίευσης και εξασφάλισης, και μεταβάλλει μέγα μέρος του πληθυσμού σε ακτήμονες, με άνεργα τέκνα και ζοφερές προοπτικές αυτοαπασχόλησης.

Με άλλη νομοθετική ρύθμιση, προβλέπεται η αυτόματη κατάσχεση καταθέσεων για ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο. Με δεδομένο ότι όλοι οι μισθωτοί και οι επιχειρηματίες διακινούν τα χρήματά τους μέσω τραπεζών, υποθέτουμε ευλόγως ότι όποιος χρωστάει στο Δημόσιο μηδενίζει ήδη σταθερά το καταθετικό του υπόλοιπο. Ο πολίτης βλέπει πλέον το κράτος ως διώκτη και εξολοθρευτή, και όχι ως εγγυητή της ιδιοκτησίας, της εργασίας, του επιχειρείν.

Οι νομοθετούντες ίσως δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτοκτονούν πολιτικά, στρεφόμενοι εναντίον των κοινωνικών στρωμάτων τα οποία υποτίθεται εκφράζουν και υπερασπίζονται. Ιδίως η συντηρητική παράταξη φαίνεται να μη διδάσκεται από την καταστροφή της κεντροαριστεράς, και εξακολουθεί μαζί της να υπονομεύει τις στοιχειώδεις δυνατότητες ανάκαμψης για το φρόνημα των νοικοκυραίων, υποσκάπτοντας μαζί και την εμπιστοσύνη τους προς το πολιτικό σύστημα. Γιατί; Ισως διότι έχουν απολέσει κάθε επαφή όχι μόνο με την πραγματικότητα αλλά και με τις δομές του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.

Το πολιτικό στερέωμα μετασχηματίζεται με εντυπωσιακά ταχύ ρυθμό, σε σχέση με το παρελθόν. Τα πολιτικά γεγονότα είναι πολλά και πυκνά, δείχνουν ώσμωση μεταξύ χώρων, κινητικότητα προσώπων, κερματισμό και ανασύνθεση. Ολα έχουν τη σημασία τους: η πανηγυρική ανάδειξη του Αλέξη Τσίπρα από την Ευρωπαϊκή Αριστερά σε υποψήφιο πρόεδρο της Κομισιόν, η κίνηση των 58 για αναδιάταξη της κεντροαριστεράς, η μεγάλη πλειοψηφία που έλαβε ο Φώτης Κουβέλης επανεκλεγόμενος πρόεδρος μια διχασμένης ΔΗΜΑΡ.

Η σταδιακή αποσάθρωση του ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας του μνημονίου, άφησε κενό χώρο, δηλαδή αδέσποτους εκλογείς και ορφανά κοινωνικά στρώματα. Αυτό τον πληγωμένο και σαστισμένο μικρομεσαίο κόσμο, την πλειονότητα του εκλογικού σώματος, διεκδικούν ο ΣΥΡΙΖΑ, με όρους μιας νέας ηγεμονίας, αλλά και η ΔΗΜΑΡ, η οποία επανέφερε τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» στη ρητορική της για να διαφοριστεί από την υπό διαμόρφωση Ελιά· και πιο πρόσφατα η Ελιά των 58, με περισσότερα πασοκογενή στοιχεία αυτή, πιο μεταπολιτική και ασαφής ως προς τα κοινωνικά της μηνύματα.

Παρότι όμως οι πολιτικές διεργασίες επιταχύνονται, υστερούν ως προς τις κοινωνικές διεργασίες. Οι πολιτικοί σχηματισμοί κινούνται με εντυπωσιακή βραδύτητα, σε σύγκριση με τις τεκτονικές μετατοπίσεις μέσα στο κοινωνικό σώμα. Δεν καταφέρνουν να στοιχηθούν ευκρινώς με τα νεοπαγή κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που ανέδειξε η κρίση, κυρίως με την οδυνηρά μετασχηματιζόμενη μεσαία τάξη. Ακόμη και ο παλαιότερος και συμπαγέστερος των προειρηθέντων σχηματισμών, ο ΣΥΡΙΖΑ, αναζητεί ακόμη τον προγραμματικό λόγο που θα καταφέρει να συσπειρώσει την εκλογική κρίσιμη μάζα.

Πέρα από τα εκλογικά ποσοστά: το σημαντικότερο σε αυτή την ιστορική μετάβαση είναι πώς θα εκφραστούν πολιτικά οι ανάγκες και οι προσδοκίες των πληγέντων από την κρίση. Πώς θα συγκροτηθεί μια συνολική επίγνωση: αφενός μια συνείδηση για τα εγχώρια και διεθνή αίτια, αφετέρου, το κρισιμότερο, μια συνείδηση των αναγκαίων δράσεων για να αναταχθεί η χώρα με όρους συνοχής και δικαιοσύνης.

Υπό αυτή την έννοια, οι αλλαγές ρητορικής, ιδεών, συμμαχιών, οι μετατοπίσεις και οι ανασυνθέσεις, προοικονομούν μια βαθύτερη αναδιάταξη της πολιτικής σκηνής, πολύ βαθύτερη από όσο καταγράφηκε στις εκλογές του 2012 και από όσο φαίνεται στις δημοσκοπήσεις. Στο σημείο ζέσεως η πολιτική καλείται να ακολουθήσει την κοινωνία, λαχανιασμένα, σχεδόν πανικόβλητα. Η κοινωνία, με τη σειρά της, είναι πολυδιαιρεμένη, υλικά και βουλητικά· οι γονατισμένοι δεν ελπίζουν τίποτε, είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν το πολιτικό, ακόμη και τις υποσχέσεις στήριξης από την Αριστερά, ακόμη και την αντισυστημική βαναυσότητα της Χρυσής Αυγής. Αλλοι, όχι τόσο απελπισμένοι, θέλουν να εκφραστούν, αλλά ταλαντεύονται άθυμα ανάμεσα σε ριζοσπαστικές, μετριοπαθείς και τυχοδιωκτικές φωνές· κι εδώ όμως ζυγίζει βαριά η δυσπιστία προς την πολιτική, παρότι δεν εγκαταλείπεται το πολιτικό. Για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια, πάνω σε κοινωνικά ερείπια, η πολιτική δεν μπορεί να επιβληθεί εκ των άνω, με παραδοσιακούς τρόπους επιρροής ή χειραγώγησης.

Στις ερχόμενες αρκετές εβδομάδες, με πρώτο ορόσημο την 18η Δεκμεβρίου, κρίνεται το μέλλον της μικροϊδιοκτησίας στην Ελλάδα. Στις 18 Δεκεμβρίου εκπνέει η νομοθετική προστασία κατά πλειστηριασμών στα σπίτια των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων· η ελληνική κυβέρνηση και η η Βουλή καλούνται να ανανεώσουν την προστασία ή να επιτρέψουν την απελευθέρωση των πλειστηριασμών. Η πίεση της τρόικας υπέρ της απελευθέρωσης είναι αφόρητη· ευλόγως: ζητά να εφαρμοστεί το μεσοπρόθεσμο που έχει υπερψηφίσει η Βουλή. Η ελληνική πλευρά βρίσκεται, ακόμη μια φορά, απροετοίμαστη, τεχνοκρατικά και πολιτικά.

Εν τω μεταξύ, ένα στα τέσσερα στεγαστικά δάνεια δεν εξυπηρετείται, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν με κατασχέσεις κατοικιών περίπου 80-100 χιλιάδες νοικοκυριά· 80 χιλιάδες δανειολήπτες έχουν ήδη ζητήσει την προστασία του νόμου. Ας εντάξουμε στον συλλογισμό μας ένα στοιχείο, τη φούσκα: τα μισά από τα 350 χιλιάδες στεγαστικά δάνεια πρώτης κατοικίας χορηγήθηκαν την περίοδο της μεγάλης πιστωτικής επέκτασης και της ισχυρής Ελλάδας, την περίοδο 1995-2004, και το ένα τρίτο χορηγήθηκε την περίοδο 2005-2008.
Ταυτοχρόνως, η κυβέρνηση εντάσσει στον προϋπολογισμό του 2014 έσοδα περίπου 2 δισ. από τη νέα φορολόγηση ακινήτων.

Ο συνδυασμός των δύο ενεργειών, της απελευθέρωσης πλειστηριασμών και της οριζόντιας, καθολικής υπερφορολόγησης ακινήτων, προκαλεί μια ασύλληπτης έντασης μόχλευση στην ελληνική κοινωνία. Μετά την εξουθένωση που έχουν επιφέρει η εξαετής ύφεση, η απομείωση του εισοδήματος έως και κατά το ήμισυ, και η ανεργία του 27%, οι Ελληνες απειλούνται με συρρίκνωση ή και απώλεια της ακίνητης περιουσίας τους.

Πρόκειται για ανθρωπολογικό σοκ, στο μέτρο που οι μεσογειακές κοινωνίες, και όχι μόνο η ελληνική, σε βάθος πολλών αιώνων είναι διαρθρωμένες υλικά και συνειδησιακά γύρω από την μικροϊδιοκτησία, ως το πιο πρόσφορο μέσον αποταμίευσης, διασφάλισης προσόδου, αλλά και συγκρότησης μιας πολιτισμικής ταυτότητας. Η μικροϊδιοκτησία, μαζί με το ελεύθερο επάγγελμα, τη μικρομεσαία επιχείρηση, τις πολυσθενείς οικονομικές δραστηριότητες μικρής κλίμακας, τα οικογενειακά και τοπικά δίκτυα, την επένδυση στη γνώση και την κινητικότητα, διασφάλιζαν τη συνοχή, την αντοχή και τη λειτουργικότητα των μεσογειακών κοινωνιών σε ένα γεωπολιτικό και γεωοικονομικό περιβάλλον κατεξοχήν ρευστό και ευμετάβλητο.

Στην παρούσα φάση της παρατεταμένης κρίσης βιώνουμε όχι μόνο ύφεση και ανεργία, αλλά επίσης την κατεδάφιση/απαγόρευση όλων των παραδοσιακών δυνατοτήτων εργασίας, επιχειρηματικότητας και κατοχής περιουσίας. Αυτό συνιστά πρωτοφανή κοινωνικό μετασχηματισμό, επιβαλλόμενο εκ των άνω, βιαίως και σε εξαιρετικά βραχύ χρόνο, χωρίς μάλιστα να προσφέρονται άλλες εναλλακτικές οδοί, άλλοι τρόποι ανάκαμψης και ανάπτυξης· πρακτικά, δεν έχει υποβληθεί απολύτως κανένα πειστικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας, πλην διαφόρων αδέσποτων θραυσμάτων περί τουρισμού και ενέργειας, και διαφόρων ευχολογίων περί καινοτομίας.

Το μοναδικό ορατό και εφαρμοστέο σχέδιο είναι η μαζική και ταχύτατη ρευστοποίηση των μικρομεσαίων στρωμάτων, της μικροϊδιοκτησίας και της μικροεπιχειρηματικότητας· ουσιαστικά, η υπεξαίρεση όλων των ιδιωτικών πόρων τους για την εξυπηρέτηση του μη βιώσιμου και διαιωνιζόμενου δημόσιου χρέους.

Η φορολόγηση επί της κατοχής ακίνητης περιουσίας, αδιακρίτως και χωρίς κλιμάκωση, και όχι επί της προσόδου από αυτή την περιουσία, και μάλιστα επί αντικειμενικών αξιών που δεν έχουν πια καμία σχέση με τις αγοραίες αξίες, και μάλιστα σε μια αγορά ακινήτων όχι παγωμένη αλλά ανύπαρκτη, μπορεί να αποδειχθεί κομβική πράξη, με απρόβλεπτες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες. Ουσιαστικά πρόκειται για δυνάμει δήμευση της ατομικής ιδιοκτησίας, στο μέτρο που πολλοί, παρά πολλοί Ελληνες πολίτες, ήδη με απομειωμένο είσόδημα, έως και 50%, δεν θα μπορέσουν να πληρώσουν τους καταλογιζόμενους φόρους. Δηλαδή, αψηφώντας κάθε έννοια αναλογικότητας και κάθε εκτίμηση της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας, το κράτος αμφισβητεί έργω το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας. Μα είναι δυνατόν; Είναι, αν φθάσουμε στα άκρα τη λογική αυτής της φορολόγησης. Κι αν αναλογισθούμε επίσης ότι ήδη έχει καταστρατηγηθεί το δικαίωμα στην εργασία: ενάμισι εκατομμύριο άνεργοι είναι το ζωντανό παράδειγμα.

Είναι φανερό ότι για τον διττό στόχο της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της εξυπηρέτησης του δυσβάστακτου χρέους προκαλείται μια βίαιη κοινωνική αναδιάταξη, ένας βαθύς και ταχύτατος μετασχηματισμός: ο παραγωγικός κορμός της ελληνικής κοινωνίας είναι μικροϊδιοκτήτες, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, ιδιωτικοί υπάλληλοι. Αυτοί είναι η μεσαία τάξη, αυτοί κινούσαν και κινούν την χώρα. Αυτοί οι άνθρωποι τώρα κινδυνεύουν να τα χάσουν όλα· όχι μόνο την εργασία τους, το επάγγελμά τους, το μαγαζί ή την επιχείρησή τους, το σπίτι τους και την ακίνητη περιουσία τους. Κινδυνεύουν να χάσουν την ταυτότητά τους, τις συντεταγμένες της ύπαρξής τους, τις προσδοκίες του βίου τους.

Υποψιάζομαι ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές δεν αντιλαμβάνονται την έκταση και το βάθος της συντελούμενης κοινωνικής εξάρθρωσης. Ισως δεν έχουν τον απαιτούμενο χρόνο ή αρκετά δεδομένα για να κατανοήσουν τι ακριβώς συμβαίνει στην πτωχευμένη Ελλάδα. Ισως δεν τους βοηθούν και οι πανικόβλητοι Ελληνες αξιωματούχοι, έτσι στριμωγμένοι που είναι ανάμεσα στους άτεγκτους ξένους και τον απεγνωσμένο ντόπιο πληθυσμό. Δεν υπάρχει σχέδιο εξόδου, υπάρχει μόνο σχέδιο συμπίεσης, τριάμισι χρόνια τώρα.
Ισως στα μυαλά κάποιων ολίγων, ξένων και εγχώριων, να υπάρχει ένα σχέδιο, με ιδεοληψία ή υστεροβουλία: να μετατραπεί το πλήθος των μκρομεσαίων μικροϊδιοκτητών σε πλήθος ακτημόνων φτηνοεργατών· μέσα σε τρία-τέσσερα χρόνια να ανατραπεί εκ θεμελίων μια κοινωνική διάταξη που σχηματίσθηκε σταδιακά σε περισσότερο από μισό αιώνα. Ισως. Αλλά αυτό πια είναι σχέδιο ανδραποδισμού.

Σε κάθε περίπτωση, η βιαίως επιχειρούμενη υπαλληλοποίηση και ακτημοσύνη θα διαμορφώσει, διαμορφώνει ήδη, πολιτικά υποκείμενα εντελώς απρόβλεπτα, που θα εκφραστούν αναλόγως απρόβλεπτα, οδηγούμενα μόνο από το ένστικτο επιβίωσης, εκτός συμβάσεων και κανόνων. Αυτά τα νεοπαγή υποκείμενα κανείς πολιτικός λόγος εκ των υπαρχόντων δεν θα καταφέρει να τα εκφράσει λυσιτελώς και ομαλά, όταν η διαρκής συμπίεση τα φτάσει στο σημείο θραύσεως.

H αποτύπωση των προτιμήσεων στα δύο εκλογικά αποτελέσματα του περασμένου καλοκαιριού, μαζί με τις δημοσκοπικές καταγραφές έκτοτε, δείχνει την κοινωνία ως προς τις πολιτικές εκφράσεις της σε κατάσταση ρευστότητας και κινητικότητας. Για πρώτη ίσως φορά μεταπολεμικά το κοινωνικό σώμα φυγοκεντρίζεται, συσπειρώνεται προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, όπως κι αν τα ορίσουμε. Ταυτόχρονα, αδειάζει το κέντρο. Γιατί;

Μια πρώτη εξήγηση: ο κεντρώος-κεντροαριστερός πολιτικός σχηματισμός θεωρείται υπεύθυνος για την εν εξελίξει κοινωνική καταστροφή, και τα πληττόμενα στρώματα τον τιμώρησαν. Οι παραγωγικές προπάντων ηλικίες, αυτές που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και την ύφεση, βρέθηκαν άστεγες πολιτικά και μεγάλο μέρος αναζήτησε καταφύγιο στην αριστερά. Αλλά αυτοί είναι ένα 20-25%. Τι απέγιναν οι υπόλοιποι; Οχι οι εκλογείς του κεντροαριστερού ΠΑΣΟΚ, αλλά και της κεντροδεξιάς ΝΔ; Είναι προφανές ότι παρά την ένταση και τον φόβο της προεκλογικής περιόδου, πολλοί συντηρητικοί ψηφοφόροι δεν πήγαν στη Νέα Δημοκρατία αλλά στους νεοπαγείς δεξιούς σχηματισμούς που την πλαγιοκόπησαν. Και έκτοτε η ΝΔ νιώθει καυτή την ανάσα των όμορων χώρων, παρότι απορρόφησε τον εξχνωθέντα ΛΑΟΣ.

Το κενό έκφρασης του κεντρώου χώρου είναι ένα μέτρο της πνευματικής και ιδεολογικής κρίσης, ίσως το πιο φανερό. Ο πολιτικός λόγος διχάστηκε βαθιά ανάμεσα στον φιλομνημονιακό και τον αντιμνημονιακό, και ό,τι πήγε να φυτρώσει ανάμεσα, στα διάκενα και τις χαραμάδες, ποδοπατήθηκε. Ποδοπατήθηκαν η μετριοπάθεια, η νηφαλιότητα, ο πραγματισμός, η ιστορική αίσθηση, η μαχητικότητα επί των υπαρκτών πεδίων και όχι κατά ανεμομύλων. Από την πόλωση που προέκυψε βγαίνουν βαριά τραυματισμένες και η συντηρητική παράταξη και η κεντροαριστερή· η μεν πρώτη διότι έχει πια να αντιπαλαίψει τον δαίμονα του νεοναζιστικού άκρου, η δε δεύτερη διότι εξαχνώθηκε υπό το παλαιό της πρόσωπο και τώρα αναζητείται έκφρασή της εξ αριστερών, από τον νεοπαγή ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική ανασυγκρότηση προϋποθέτει την ανασυγκρότηση αυτών των δύο μεγάλων ρευμάτων. Η ιστορία κρούει και τα δύο πορτόφυλλα της ελληνικής δημοκρατίας, διότι τα χρειάζεται εξίσου.

Ανασυγκρότηση του καθενός πόλου δεν σημαίνει πόλωση έως διχασμού· δεν σημαίνει ούτε σύγκλιση. Σημαίνει σαφή, διακριτά όρια στην ιδεολογία και στην έκφραση διαφορετικών ταξικών ομάδων· άλλωστε η κρίση επανέφερε στο οπτικό πεδίο τις ταξικές και άλλες ομαδώσεις του παραγωγικού πληθυσμού. Η διαφοροποίηση θα παγιωθεί σε πολλούς άλλους χαρακτήρες, διότι εν τω μεταξύ υπό το βάρος της ένδειας ή της απειλής πληβειοποίησης, η κοινωνία μετασχηματίζεται και ιεραρχεί τις υλικές ανάγκες της και το φαντασιακό της με άλλες προτεραιότητες πια, με άλλες απαιτήσεις. Υπό αυτή την έννοια, ούτε οι υπάρχοντες δεξιοί ούτε οι υπάρχοντες αριστεροί είναι σε θέση προς το παρόν να συλλάβουν τις αναδυόμενες ανάγκες της κοινωνίας και να τις εκφράσουν. Είναι ακόμη εγκλωβισμένοι σε παλαιά σχήματα πρόσληψης και ερμηνείας, με εξαιρέσεις φυσικά.

Ας πούμε, η νεοναζιστική απειλή δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά μόνο από την αριστερά· απαιτείται και η δράση των συντηρητικών. Μάλιστα η δαιμονοποίηση της αριστεράς ως το αντίστοιχο ετερώνυμο άκρο εντέλει ενισχύει το νεοναζιστικό μόρφωμα του φυλετισμού και της εχθροπάθειας, εφόσον του δίνει την ευκαιρία να αποκρύψει τα ειδεχθή ιδεολογικά χαρακτηριστικά του και να μεταμφιεστεί σε υπερασπιστή του ελληνοχριστιανισμού. Και ακριβώς με την προβιά του υπερεθνικιστή ελληνοχριστιανού αποσπά ακροατήριο από την παραδοσιακή δεξιά, την οποία μέμφεται ως χλιαρή, συστημική ή σάπια. Η ανασυγκρότηση της δεξιάς δεν μπορεί λοιπόν να μην περιλαμβάνει την υπεράσπιση του συνταγματικού δημοκρατικού χώρου και την ιδεολογική ανανέωση προς την κατεύθυνση της μετριοπάθειας.

Αντιστοίχως, η οικοδόμηση ενός ισχυρού κεντροαριστερού πόλου, ελκυστικού για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τους ελευθεροεπαγγελματίες, τους μικροεπιχειρηματίες και μικροαστούς, φαίνεται να πέφτει στους ώμους του πρώην μικρού, αριστερού ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος υπό την ώθηση της ιστορικής δυναμικής και υπό την πίεση περίπου 1,5 εκατομμυρίου εκλογικών μεταναστών, καλείται να μετασχηματιστεί ιδεολογικά και πολιτικά, ταχύτατα, σε συγχρονισμό με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, εφόσον εξακολουθεί να επιθυμεί τη δοκιμασία της κυβερνητικής εξουσίας. Στην περίπτωσή του, οι κίνδυνοι διαρροών προς τα αριστερά δεν είναι ανύπαρκτοι, αλλά είναι μάλλον αμελητέοι συγκρινόμενοι με τα προσδοκώμενα κέρδη από το κέντρο. Στην πραγματικότητα, οι δισταγμοί για εγκατάλειψη της αριστερίστικης ή παλαιοαριστερής ρητορικής πηγάζουν από τον παλαιό μικρό εαυτό του, εκεί όπου όμως αισθανόταν βολεμένος: στην καταγγελτική αντιπολίτευση και στην υπεράσπιση μειονοτικών δικαιωμάτων. Ως μικρός, δεν ήταν καν αναγκασμένος να έχει επεξεργασμένο πραγματιστικό πρόγραμμα για τη μεγάλη πολιτική· αρκείτο στην ρητορική πολυχρωμία.

Η ιστορική πρόκληση όμως σήμερα είναι άλλη: είναι μια χώρα πτωχευμένη και μια κοινωνία φοβισμένη και απελπισμένη, που καταστρέφεται οικονομικά και αποσαθρώνεται πνευματικά. Τα ιδεολογήματα δεν αρκούν. Ούτε οι σοφτ ιδέες της ευρωπαϊκής Αριστεράς του ύστερου Ψυχρού Πολέμου και των χρόνων της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Η οικουμενικότητα των προβλημάτων επιβαρύνεται δραματικά από το εντόπιο ρήγμα: τη χρεοκοπία, την έλλειψη παραγωγικού μοντέλου, τη ξεχαρβαλωμένη διοίκηση, την απουσία στοιχειώδους πνευματικού υποδείγματος. Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διασταλεί, να μεγεθυνθεί, να χωρέσει προσδοκίες, να παίξει ηγεμονικό ρόλο ― ή να συρρικνωθεί έως διαλύσεως. Η ιστορία κρούει τη θύρα και, αν αυτή δεν ανοίξει, προσπερνά.

Υπό μία έννοια, λοιπόν, η ανασυγκρότηση μιας μετριοπαθούς συντηρητικής παράταξης και της αριστερής προοδευτικής, συσχετίζονται· όχι μόνο για αποτροπή της ακροδεξιάς νεοναζιστικής απειλής, αλλά κυρίως για να δοθούν πειστικές πολιτικές εκφράσεις στα κοινωνικά υποκείμενα που αναδύονται μέσα από τον πόνο και τα ερείπια της πτώχευσης.

Η κοινωνία συνολικά δείχνει να συμμαζεύεται και να πασχίζει να προσαρμοστεί στην τρέχουσα ασταθή ισορροπία· οι μαζικές διαδηλώσεις έχουν πάψει σχεδόν από τον περασμένο Φεβρουάριο. Εν τω μεταξύ όμως η ύφεση και η ανεργία δεν έχουν πάψει, καλπάζουν· τα εισοδήματα έχουν μειωθεί κατά 30% μεσοσταθμικά και οι αποταμιεύσεις εξαντλούνται. Οι αυξημένοι φόροι και οι ανειλημμένες υποχρεώσεις δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν από μέγα μέρους του πληθυσμού. Το ψυχικό κλίμα είναι βαρύ. Τώρα, χρειάζεται κατεπειγόντως ένα σημάδι, ένα ξέφωτο, μια βάσιμη ελπίδα, ότι τουλάχιστον δεν θα έλθουν άλλα βάρη.

Η κυβέρνηση βρίσκεται σε κομβικό σημείο: αφενός, πρέπει να εκτελέσει έναν σκληρό προϋπολογισμό, στον οποίο προβλέπονται έσοδα από πρόσθετους φόρους επί της ακίνητης περιουσίας. Αφετέρου, αδυνατεί να συλλάβει όλη τη γνωστή φορολογητέα ύλη, εγκαίρως, συμμετρικά και ομαλά· η φοροδιαφυγή παλαιού τύπου εξακολουθεί αμείωτη, ενώ ταυτόχρονα η ένδεια οδηγεί σε επινόηση νέων μηχανισμών φοροδιαφυγής. Ταυτοχρόνως, αναγκάζεται να κινητοποιεί μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για να διατηρήσει ομαλή την κοινωνική ζωή· λ.χ. στις απεργίες στο μετρό και στην ακτοπλοΐα.

Η φορολογική εκκρεμότητα και οι επιστρατεύσεις δείχνουν μια αντιφατική στάση, μια εγγενή αντινομία, και υπονομεύουν την αξιοπιστία αλλά και την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης. Η υπερφορολόγηση των ακινήτων θα πλήξει ευρύτατα στρώματα, και κυρίως πολίτες που ήταν συνεπείς στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, δηλαδή και πάλι τους μισθωτούς και όσους κινούνται με πλήρη διαφάνεια εντός της φανερής οικονομίας. Γι΄αυτήν την ευρύτατη μεσαία τάξη, η ακίνητη περιουσία είναι στοιχείο ταυτότητας, τους προσδιορίζει κοινωνικά και προσφέρει ασφάλεια· το σπίτι δεν είναι επένδυση αλλά αποκούμπι και καταφύγιο. Στην παρούσα φάση μάλιστα, το ακίνητο αφενός υποτιμάται (όσο διαρκεί η φυσιολογική διόρθωση των τιμών της φούσκας), αφετέρου, δεν προσφέρει έσοδο.

Η επιπλέον φορολόγηση θα οδηγήσει σε μαζική αλλαγή ιδιοκτησίας· σε μετασχηματισμό των μικροϊδιοκτητών σε ακτήμονες. Ο μετασχηματισμός αυτός υπό άλλες συνθήκες ενδέχεται να ήταν εξυγιαντικός, εφόσον υπήρχαν ρυθμοί ανάπτυξης και θέσεις εργασίας, και κυρίως χρόνος προσαρμογής. Στις παρούσες συνθήκες μπορεί να αποβεί καταστροφικός για την κοινωνία, χωρίς κανένα ουσιώδες όφελος για τα δημόσια οικονομικά. Θυμίζουμε ότι βάσει της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, ο αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας υποτριπλασιάστηκε, αλλά αυτό συνέβη σε διάρκεια τριών δεκαετιών και με εισροή τεράστιων αντισταθμιστικών πόρων. (Και δεν έγινε σωστά.)

Παρομοίως, η χρήση μηχανισμών εκτάκτου ανάγκης έδειξε τα όριά της όταν επιστρατεύτηκαν απλήρωτοι ναυτεργάτες. Ναι μεν να μην αποκοπεί το Αρχιπέλαγος από τον ηπειρωτικό κορμό, αλλά για πόσο θα εκκρεμεί το πρόβλημα βιωσιμότητας της ακτοπλοΐας;

Ενώπιον του σκοτεινού αδιεξόδου, μια πιθανή χαραμάδα: να ρίξουν χρήμα οι τράπεζες στην αγορά με λογικά επιτόκια. Μπορούν. Οχι μόνο λαμβάνουν πάλι ρευστότητα από την ΕΚΤ (και όχι από τον ακριβό μηχανισμό ELA) αλλά επιπλέον μπορούν να αντλήσουν χρήμα από τη διατραπεζική με τις εγγυήσεις του EFSF, στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης. H Εθνική Τράπεζα ανήγγειλε ήδη την πρόθεσή της να ανασχέσει τη βίαιη απομόχλευση των τελευταίων ετών. Ας σπεύσουν πάραυτα, σε ρυθμούς έκτακτης ανάγκης: οι υγιείς επιχειρήσεις έχουν στραγγίξει, το επιτόκιο δανεισμού είναι τραγικό, περίπου 10%. Η κοινωνία ζητεί μεταρρύθμιση, όχι αποσάθρωση.

Το πολιτικό κλίμα περί την Ελλάδα έχει βελτιωθεί στο εξωτερικό. Η συνέχιση της εκροής του πακέτου διάσωσης, μετά την ψήφιση του πολλοστού πακέτου περικοπών και φόρων, αφαίρεσε από την Ελλάδα τον χαρακτηρισμό της συστημικής βόμβας. Προς το παρόν. Εν τω μεταξύ η διπλωματική κινητικότητα του Αλέξη Τσίπρα, μεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον, προσεχώς και Βρυξελών, αφενός αποδαιμονοποιεί τον αριστερό ηγέτη στα μάτια των δυτικών ηγετών, αφετέρου δείχνει ότι η Ελλάδα παίζει κάποιο σημαντικό ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης της ευρωζώνης.

Η υποδοχή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και των ΗΠΑ, και από την ηγεσία του ΔΝΤ, ουσιαστικά δείχνει μια πραγματιστική προσέγγιση εκ μέρους των εταίρων και συμμάχων: δείχνει αποδοχή μιας ενδεχόμενης αλλαγής ηγεσίας και επιθυμία για συνέχιση των σχέσεων συνεργασίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Φυσικό άλλωστε: οι διεθνείς σχέσεις δεν κυριαρχούνται από ιδεοληψίες, αλλά από πραγματισμό και διάθεση κατανόησης του άλλου ― ως επί το πλείστον.

Αντιθέτως, η κριτική που δέχεται μέχρι στιγμής ο Αλ. Τσίπρας για τα εξωχωρίως λεγόμενά του, από εγχώριους αναλυτές, δείχνει μάλλον αμηχανία και ιδεοληπτικές αγκυλώσεις ― στο μεγαλύτερο μέρος. Ορισμένοι συντηρητικοί τού προσάπτουν δεξιά στροφή, αλλά ταυτοχρόνως τοποθετούν το κόμμα του εκτός νομιμότητας. Του προσάπτουν επίσης διγλωσσία, χωρίς όμως συγκεκριμένη παραβολή λόγων και επιχειρημάτων, πέραν των στερεοτυπικών. Οι βιαστικές επικρίσεις, προτού καν ολοκληρωθεί η επίσκεψη, δείχνουν μια διττή δυσκολία κατανόησης: αφενός, του ρευστού διεθνούς συσχετισμού, με φόντο την γεωπολιτική ταραχή στη Μεσόγειο και την υφεσιακή πορεία της Ευρώπης· αφετέρου, δυσκολία να γίνει κατανοητή η πολιτική ρευστότητα στο εσωτερικό της χώρας, σύστοιχη της κοινωνικής ρευστότητας.

Πέραν των αριστεροδεξιών στερεοτύπων: Το σοκ της κρίσης και η συνεχιζόμενη ύφεση μετασχηματίζουν βίαια την κοινωνία· οι πολιτικοί οργανισμοί προσπαθούν να παρακολουθήσουν την κοινωνία, να συλλάβουν τις νέες ανάγκες και να επινοήσουν λύσεις. Η ευρεία ανανέωση προσώπων και η είσοδος νεοπαγών σχημάτων στο Κοινοβούλιο είναι ένα μόνον επεισόδιο σε αυτή τη διαδικασία, που θα είναι μακρά, επίπονη και γεμάτη απροσδόκητα. Ο εκφερόμενος λόγος και οι ιδέες για την ανασυγκρότηση της χώρας υπόκεινται διαρκώς σε ανάλογες δυναμικές προσαρμογές· πολύ περισσότερο που δυναμικά αναδιατάσσονται μεγάλες κοινωνικές ομάδες, ιδίως εντός της συντριπτικά κυρίαρχης πληθυσμιακά μικροαστικής μάζας.

Συνοπτικά: οι νέες ιδέες και πρακτικές, και οι πολιτικές εκφράσεις τους, δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί. Οι πολλαπλές επείγουσες ανάγκες πιέζουν αφόρητα· ο πολιτικός χρόνος επιταχύνεται, διαρκώς ξεπερνώντας τις ικανότητες και τις συνήθειες κομμάτων και πολιτικών ανδρών. Υπό αυτές τις συνθήκες, η σύλληψη του καίριου και του αναδυόμενου, η αναγνώριση του καινοφανούς, η έγκαιρη προσαρμογή, η ευελιξία και ο πραγματισμός, είναι εκ των ων ουκ άνευ για τον πολιτικό άνδρα, σήμερα και για τον καιρό που έρχεται. Μαζί ασφαλώς με την ικανότητά του να αφουγκράζεται τα παρόντα και τα πλησιάζοντα, και να φτιάχνει σχήμα υποδοχής για τα μέλλοντα. Τέτοιες αρετές και πρόσωπα αναζητούνται σήμερα εναγωνίως· ζωογόνα ρεύματα σκέψης και πράξης, σε κάθε χώρο, πέρα από στερεοτυπικές κατατάξεις.

Λούλα και Τσίπρας.

Λούλα και Τσίπρας.

Η προσεκτική ανάγνωση των δημογραφικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών των εκλογέων του περασμένου καλοκαιριού (π.χ. εδώ και εδώ) και των ευρημάτων πρόσφατων δημοσκοπικών ερευνών (εδώ και εδώ) δείχνει την ελληνική κοινωνία να μετατοπίζεται μαζικά κατά την πολιτική της έκφραση, έστω και στο σχετικά περιορισμένο πλαίσιο που συνθέτουν οι υπάρχοντες κομματικοί σχηματισμοί.

Οι μετακινήσεις δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις πολιτικές προτιμήσεις, όσο με τις ραγδαίες ανακατατάξεις στην οικονομική και κοινωνική πυραμίδα. Η ύφεση και η ανεργία δεν είναι απλώς οικονομετρικοί δείκτες, αλλά φαινόμενα που κατεξοχήν και απευθείας επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Τα πολυπληθή στην Ελλάδα μικροαστικά στρώματα ήταν τα πρώτα που ένιωσαν στο πετσί τους τις επιπτώσεις της βαθιάς παρατεταμένης ύφεσης: καταστράφηκαν οικονομικά, κατρακύλησαν ταξικά, υποβαθμίστηκαν οι προσδοκίες τους. Οι νεόπτωχοι, άνεργοι ή ημιαπασχολούμενοι, μαζί με την εργασία και το εισόδημά τους, σε δυόμισι χρόνια έχασαν κάθε δυνατότητα παρέμβασης στο παρόν και κάθε δυνατότητα σχεδιασμού του εγγύς μέλλοντος. Αυτοί ακριβώς, οι πληγέντες και οι αισθανόμενοι προδομένοι, οι συνθέτοντες τον παραγωγικό κορμό της χώρας, μετακινούνται τώρα μαζικά στο πολιτικό φάσμα. Πού πάνε;

Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ άφησε τα μικροαστικά στρώματα και τις παραγωγικές ηλικιακές ομάδες όχι μόνο χωρίς πολιτική στέγη, αλλά και κοινωνικά υποβαθμισμένα και ψυχικά εξαγριωμένα. Η συντριπτική πλειονότης κινείται προς τον ΣΥΡΙΖΑ: μισθωτοί ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ελεύθεροι επαγγελματίες, νέοι, άνεργοι, και όλες οι παραγωγικές ηλικίες. Μόνο οι αγρότες και οι συνταξιούχοι, οι πιο συντηρητικές ομάδες πληθυσμού, δεν μετακινούνται πλειοψηφικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προς τη Νέα Δημοκρατία.

Με τις παραγωγικές και κατά τεκμήριο πιο δυναμικές ομάδες να κινούνται πολιτικά εκτός των κομμάτων του κυβερνητικού τόξου, γεννάται εύλογα το ερώτημα: Ποιο εναλλακτικό κυβερνητικό σχήμα μπορεί να εκφράσει τους μετακινούμενους, και να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους για απόκρουση της φτώχειας και στοιχειώδη αξιοπρέπεια; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ;

Το παράδοξο είναι ότι πολλοί απ’ όσους ψήφισαν ή κλίνουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν τον θεωρούν έτοιμο να κυβερνήσει, δηλαδή να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους. Αυτό σημαίνει δύο τινά: Πρώτον, ο περισσότερο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι έχει συντελεστεί ήδη μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, ότι δεν υπάρχει επιστροφή στα παλιά· άρα απαιτούνται νέα εργαλεία και ριζικά νέο πολιτικό σχέδιο.

Δεύτερον, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αντιπολιτεύεται κυρίως, και λιγότερο να προβάλλει ως επόμενη κυβέρνηση και ως ηγεμονική δύναμη στο πολιτικό πεδίο. Ο πυκνός χρόνος τον αιφνιδίασε. Δεν έχει προλάβει να αντλήσει ψυχοπνευματικές δυνάμεις από το άμορφο πλήθος των απογοητευμένων αλλά πολύτιμων ανένταχτων μονάδων που κινούνται φωτοτακτικά προς αυτόν. Ενώ ήταν τολμηρή και ορθή η διεθνοποιημένη προσέγγιση της κρίσης, οι κινήσεις του στο εσωτερικό στηρίζονται σε εννοιολογήσεις του παλαιού θνήσκοντος κόσμου: παραδοσιακές συμμαχίες με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν κανέναν, τακτικές μανούβρες διεμβόλισης, υψηλή ρητορεία, σε συνδυασμό με αμφίθυμη διγλωσσία και πολυφωνικό βόμβο σε κομβικά ζητήματα υψηλής πολιτικής.

Με τις διαδικασίες βάσης και αιμοδότησης από τη βάση να απαιτούν άλλο χρόνο από τον διατιθέμενο, αναπόφευκτα το βάρος για παραγωγή πολιτικής σύνθεσης πέφτει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, την ηγεσία ενός πρώην μικρού κόμματος πολύχρωμης διαμαρτυρίας. Αρα το ερώτημα τίθεται κι έτσι: Μπορούν ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα;

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.785 hits
Αρέσει σε %d bloggers: