You are currently browsing the tag archive for the ‘καταστροφή’ tag.
«Σώσαμε τις τράπεζες, αλλά κινδυνεύουμε να χάσουμε μία γενιά», δήλωσε πριν από λίγες ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς. Η ζοφερή διαπίστωση του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη πολιτικού μας φέρνει στον νου την άνοιξη του 2010, μέρες σύγχυσης και σοκ. Σε ένα ημιεπίσημο δείπνο, Ελληνας τραπεζίτης μού είχε πεί ότι η κρίση, που τότε μόλις είχε αρχίσει να δείχνει τη σφοδρότητά της, δεν θα περνούσε σε λιγότερο από δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Στην παρατήρησή μου ότι αυτή η πρόβλεψη ακούγεται τρομακτική, μου απάντησε νηφάλια και αφοπλιστικά: «Εχουμε και οι δύο παιδιά, καλύτερα να ξέρουμε τι πρόκειται να συμβεί».
Τον θυμήθηκα λίγο καιρό αργότερα, αφού είχε ψηφιστεί το πρώτο Μνημόνιο, όταν ο Ιταλός οικονομολόγος και πρώην υπουργός Τομάζο Πάντοα Σιόπα μίλησε ευθέως για δεκαπέντε χαμένα χρόνια και για μισή ή μία χαμένη γενιά Ελλήνων.
Η πραγματικότητα έμελλε να είναι ακόμη πιο σκληρή και από τις σκοτεινές προβλέψεις των οικονομολόγων το 2010. Σήμερα, μετά τρία χρόνια διάσωσης, δηλαδή λιτότητας και βαθιάς ύφεσης, μετά τρία χρόνια σοκ και ενοχοποίησης, ένας Γερμανός πολιτικός, από τη χώρα που πρωτοστατεί στην εφαρμογή της ενάρετης λιτότητας παρ’ ημίν, άρα και της συνοδεύουσας ύφεσης, περιγράφει αδρά την ιστορική καταστροφή που συντελείται όχι μόνο στην αμαρτωλή Ελλάδα αλλά σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο: «Η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία διαθέτουν ίσως τις καλύτερα εκπαιδευμένες γενιές που υπήρξαν ποτέ στις χώρες τους, οι γονείς τους επένδυσαν πολλά χρήματα στην εκπαίδευση των παιδιών τους, έκαναν το σωστό. Και τώρα που είναι έτοιμοι να εργασθούν, η κοινωνία λέει: ‘Δεν υπάρχει θέση για εσάς’».
Το 60% νεανικής ανεργίας είναι ο δείκτης αποτυχίας της Ενωμένης Ευρώπης, δείκτης μιας απίστευτης πολιτικής μυωπίας των Ευρωπαίων ηγετών, αλλά και σήμα κινδύνου για τον ίδιο τον πυρήνα των δημοκρατιών και την κοινωνική ειρήνη. Ενας άλλος Ευρωπαίος ηγέτης, ο Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ, πρόσφατα το διατύπωσε με πικρή ωμότητα: «Όποιος πιστεύει ότι δεν τίθεται πλέον το αιώνιο ερώτημα περί ειρήνης και πολέμου στην Ευρώπη, μπορεί να πλανάται οικτρά. Οι δαίμονες δεν έχουν φύγει, απλά κοιμούνται».
Υπό μία έννοια, και οι δύο πολιτικοί ηγέτες δείχνουν να αναγνωρίζουν ότι η αιώνια ειρήνη έχει ραγίσει. Και δειλά αναγνωρίζουν επίσης ότι με δική τους ευθύνη οι ευρωπαϊκοί λαοί αφέθηκαν ανυπεράσπιστοι, βουλιάζουν στην ανεργία και τον αποκλεισμό, τα κράτη χρεοκοπούν, οι δημοκρατίες κλονίζονται, ενώ η χρηματοπιστωτική βιομηχανία δέχεται συνεχώς τους πόρους και τα χάδια των κρατών.
Γιατί; Μια απάντηση, μεταξύ άλλων, είναι η εξής: όπως στις παραμονές του Α΄Πολέμου, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν πίστευαν ότι απειλείται η ειρήνη, άρα δεν τη θωράκιζαν, έτσι και μέχρι το 2007-08, δεν πίστευαν ότι η νεαρά και ευημερούσα ευρωζώνη μπορεί να πληγεί από τη μεγάλη κρίση, άρα δεν είχαν απολύτως καμία προετοιμασία. Η ίδια η ευρωζώνη δεν ήταν εξοπλισμένη για αντιμετώπιση κρίσεων. Ακόμη και σήμερα, με την μακρά και πικρή πείρα της έκρηξης του δημόσιου χρέους, των πτωχεύσεων, των μνημονίων και της παγίδας της ύφεσης, η κρίση αντιμετωπίζεται με νυσταλέα αντανακλαστικά, με αδύναμα γιατροσόφια που πάντα χορηγούνται αργά, με υστεροβουλία, και με καταπλήσσουσα επιμονή σε μια ηθικολογία, που δεν μπορεί να κρύψει την υπερχειλίζουσα υποκρισία και την έλλειψη πραγματισμού. Ορισμένως η ηθικολογία και η καθυστέρηση δεν μπορούν πια να κρύψουν το βαθύ έλλειμμα πολιτικής νομιμοποίησης της ευρωελίτ στις Βρυξέλλες και την αφύσικη αυτονόμηση της κεντρικής τράπεζας στη Φρανκφούρτη από τα κράτη μέλη και τους δοκιμαζόμενους λαούς.
Κι έτσι, όπως στον Α’ Πόλεμο η Ευρώπη θυσίασε μια γενιά στα χαρακώματα και στα αέρια, όπως στον Β’ Πόλεμο αφάνισε μια γενιά νέων στρατιωτών αλλά και αμάχων, ισοπέδωσε πόλεις και στιγμάτισε εσαεί την ανθρώπινη συνείδηση με το Shoah, με παρόμοιο τρόπο τώρα, η μεγάλη Ευρώπη του 21ου αιώνα θυσιάζει ασυλλόγιστα την καλύτερη γενιά νέων στην ιστορία του Νότου της. Πρόκειται για πόλεμο με άλλα μέσα.
Δημιουργική καταστροφή; Ας το δεχτούμε. Αλλά πού είναι η δημιουργία; Εδώ, στο ευρωπαϊκό υπογάστριο, επί τρία τουλάχιστον χρόνια αντικρίζουμε μόνο καταστροφή, τέτοια που δεν είχαμε νιώσει από το τέλος της αιματοβαμμένης δεκαετίας του ‘40.
Η ελπίδα για διάσωση και δημιουργία βρίσκεται ακριβώς στην επίγνωση της καταστροφής, να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή ότι ζούμε μια μείζονα ιστορική μετάβαση, αμετάκλητα, χωρίς επιστροφή στην προτέρα κατάσταση. Να συνειδητοποιήσουμε ότι οι απώλειες είναι βαθιές και μόνιμες, και ότι το προέχον δεν είναι τόσο η ανάκτηση των απωλεσθέντων, αλλά το χτίσιμο υγιών και ανθεκτικών δομών καθώς θα ανοιγόμαστε στο μέλλον. Η Μεγάλη Υφεση γκρεμίζει την κοινωνία, ακόμη τώρα που μιλάμε· το μέλλον όμως δεν συνίσταται μόνο από στατικά ερείπια, είναι δυναμική κατάσταση, σύντομα μια νέα κοινωνία ασπαίρουσα θα διαμορφώνει τη δική της κοίτη, και θα διεκδικεί νέες μορφές πολιτικής έκφρασης και οργάνωσης του οικονομικού βίου, νέες συλλογικές αναπαράστασεις και ηθικές αξίες· μια νέα διάνοια.
Η παράδοση θα είναι μία πηγή που θα τροφοδοτεί το ποτάμι· το νέο περιβάλλον, το μεταϋφεσιακό, το «μεταπολεμικό» θα είναι η άλλη πηγή έμπνευσης και ενέργειας για την ανασυγκρότηση. Μένει να μεριμνήσουμε ποια στοιχεία της παράδοσης θα αξιοποιήσουμε, και πώς, δια της ενεργού βουλήσεως, της αναγεννημένης γενικής διάνοιας, θα ορίσουμε την κοίτη του ποταμού. Ποταμώ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ.
εικόνα: Βλάσης Κανιάρης, «Εις δόξαν»
Κάτι έχει αλλάξει. Το νιώθεις στον αέρα, το αντιλαμβάνεσαι στην κίνηση των ανθρώπων στο δρόμο, στις συναλλαγές στα μαγαζιά, το νιώθεις στις συνομιλίες με ανθρώπους προερχόμενους από ποικίλες τάξεις και επαγγέλματα. Στο τυπικό «πώς πάνε τα πράγματα» η συνέχεια της συζήτησης δεν είναι μια πρόβλεψη, αλλά καταρχάς η πανθομολογούμενη διαπίστωση πως «έτσι δεν πάει άλλο». Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ξέρει πώς είναι το αλλιώς, εντούτοις όλοι συμφωνούν ότι έτσι δεν πάει, δεν οδηγεί πουθενά. Και πολλοί τείνουν να αποδεχθούν ότι οποιαδήποτε άλλη πορεία είναι προτιμότερη έναντι της ακολουθούμενης.
Το πιο ουσιαστικό στοιχείο όμως, σε αυτή τη διάχυτη αίσθηση αλλαγής κλίματος, είναι ότι πολλοί Ελληνες περνούν βαθμηδόν από το στάδιο της ατομικής διάσωσης με κάθε τρόπο, στο στάδιο της επίγνωσης ότι κάτι πρέπει να γίνει από κοινού, συλλογικά· κι αυτό το κάτι να είναι ριζικό, άμεσο και δραστικό, προκειμένου να ανακοπεί η καταστροφή. Πολλοί, ακόμη και όσοι δεν έχουν πληγωθεί βαριά από την κρίση, αναγνωρίζουν την ανάγκη μιας ριζικά άλλης προσέγγισης των προβλημάτων και των προκλήσεων· η τριετής εμπειρία υποδεικνύει ότι οι συμβατικοί τρόποι όχι μόνο δεν επιλύουν αλλά καταστρέφουν όλο και βαθύτερα.
Η επίγνωση φτάνει ακόμη πιο μακριά: όλο και περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι πολλές από τις επώδυνες αλλαγές που έχουν συμβεί στην καθημερινή ζωή και τη δημόσια σφαίρα, δεν είναι αναστρέψιμες ― τουλάχιστον όχι άμεσα και όχι εύκολα. Αναγνωρίζεται άρα ότι η απόλυτη προτεραιότητα είναι η σταθεροποίηση της παρούσας κατάστασης, να σταματήσει τουλάχιστον η καταστροφή. Αναγνωρίζεται επίσης ότι η ανάκτηση πόρων και επιπέδου διαβίωσης θα είναι αργή, κοπιώδης και πρό πάντων ότι θα απαιτήσει άλλη οργάνωση του οικονομικού και κοινωνικού βίου.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι αυτές τις παραδοχές και την αναδυόμενη νέα επίγνωση τις εντοπίζουμε περισσότερο στα πιο μορφωμένα μέλη της μεσαίας τάξης· ίσως επειδή αυτή η τάξη πλήττεται περισσότερο από κάθε άλλη, όχι μόνο κατά την υλική συνθήκη, αλλά και ψυχολογικά-διανοητικά: σε ελάχιστο χρόνο και με εξαιρετικά βίαιο τρόπο, της αμφισβητείται ακόμη και το δικαίωμα να υπάρχει. Στην Ελλάδα η μεσαία τάξη αναπτύχθηκε κοπιαστικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών, και η αποσάθρωσή της συντελείται σε διάστημα τριών ετών. Ου μην αλλά: από τη μεσαία τάξη του τελευταίου μισού αιώνα προέρχονται οι πιο μορφωμένες νέες γενιές του 20ού αιώνα και τα δυνάμει στελέχη της ελίτ του 21ου αιώνα. Η βίαιη ανακοπή αυτού του κοινωνικού ρεύματος ισοδυναμεί με εθνικό αυτοκρωτηριασμό, με αυτοκτονία.
Υπό αυτή την έννοια, φαίνεται να αναδύεται εντονότερα η τάση για πολιτική ανατροπή, για υπέρβαση, για πανεθνική συστράτευση. Ο εντός συνόρων ελληνισμός αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης, επιβίωσης υλικής αλλά και επιβίωσης συλλογικής, με όρους συντεταγμένου κοινωνικού και πολιτικού βίου. Οι διοικούσες ελίτ έχουν αποτύχει πολλαπλώς και κατ΄εξακολούθησιν, πρακτικά, πνευματικά και ηθικά· στην παρούσα δε φάση γεννούν κινδύνους για την κοινωνική συνοχή και για την ειρηνική συνύπαρξη πληγωμένων ετερόκλητων ομάδων του πληθυσμού. Απαιτούνται άλλες ηγετικές ελίτ, με άλλες νοοτροπίες, άλλο πολιτικό ήθος, άλλες προσεγγίσεις της ιστορικής συγκυρίας. Η Ελλάδα έχει μεταβεί σε άλλη ιστορική πίστα, σε ένα ολισθηρό πρανές γεμάτο κινδύνους. Αυτό έχουν καταλάβει οι περισσότεροι Ελληνες, και γι’ αυτό είναι πρόθυμοι να ρισκάρουν μιαν αλλαγή.
Δεν πρόκειται για κρίση, αλλά για καταστροφή. Ο φίλος που μου το έλεγε αυτό χθες είναι πολύπειρος δημοσιογράφος, καλλιεργημένος και κοσμοπολίτης, συνήθως πολύ νηφάλιος και συγκρατημένος στις εκφράσεις του. Η κρίση είναι παροδική, τα αποτελέσματά της είναι αναστρέψιμα· η καταστροφή αφήνει πίσω της ερείπια, μη αναστρέψιμα ― συμπλήρωσε. Μου εξήγησε κι άλλα, για τον βαθύ κοινωνικό μετασχηματισμό που προκαλούν η μακρόχρονη ύφεση και ανεργία, για την οριστική πτώση των αδύναμων στρωμάτων κάτω από το όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, για τη δομική φτώχεια και την απελπισία. Δεν μπορούσα να διαφωνήσω. Αλλωστε την ίδια μέρα διαβάζαμε στον τύπο την αγωνιώδη έκκληση δώδεκα επιφανών Ευρωπαίων συγγραφέων· υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη δεν περνά κρίση, αλλά πεθαίνει όπως την ξέραμε, ότι απειλείται η δημοκρατία και ο πολιτισμός της. (Και νωρίτερα, αλλιώς, οι Γιούργκεν Χάμπερμας, Πέτερ Μπόφινγκερ και Γιούλιαν Νίντα- Ρίμελιν)
Από την αρχή της ελληνικής κρίσης διακρίναμε την βαθύτατα πολιτική φύση της, τα ηθικά και πνευματικά αίτια που μας οδήγησαν στο οικονομικό ρήγμα. Αλλωστε δεν είναι μόνο ελληνική, είναι κρίση αξιακή στον πυρήνα των δημοκρατικών κρατών της Δύσης, είναι κρίση της δημοκρατίας και κρίση της πολιτικής, και είναι κρίση ανθρωπολογική, στο μέτρο που οι πολίτες-παραγωγοί εξέπεσαν σε υπερχρεωμένους πελάτες και καταναλωτές, χειραγωγούμενοι και τρομοκρατούμενοι. Στο φόντο πάντα υπέβοσκε η σύγκρουση για την κυριαρχία· η κρίση κατέδειξε τη σύγκρουση και μαζί έδειξε το αποκρουστικό πρόσωπο της ανισότητας: η διαρκώς μεγεθυνόμενη ανισότητα υπονομεύει την ελευθερία και τη δημοκρατία, αλλά και την ιστορική μοίρα της Δύσης.
Η πνευματική παρακμή είναι φανερή και στο ελληνικό παράδειγμα, τόσο ως αίτιο όσο και ως αποτέλεσμα της συντελούμενης καταστροφής. Οι Ελληνες στον εικοστό αιώνα πέρασαν δια πυρός και σιδήρου: αλλεπάλληλοι πόλεμοι, εμφύλιοι, μαζική προσφυγιά και μαζική μετανάστευση, πτωχεύσεις. Εμειναν όρθιοι παρ’ όλ’ αυτά, επειδή ταυτόχρονα σφυρηλατούσαν ταυτότητα, συνείδηση, γλώσσα, τέχνη, πολιτικές στρατηγικές ― με έναν λόγο: πολιτισμό. Λαϊκό και λόγιο, εν παραλλήλω και εν συνθέσει. Η αλληλουχία ταπεινώσεων, θριάμβων και καταστροφών έως το ’22 οδήγησε στη μεγάλη σύνθεση της γενιάς του ’30, η οποία επηρέασε βαθιά τις τέχνες και τα γράμματα στον καιρό της, αλλά κυρίως έδωσε ιδεολογικούς καρπούς στη μεταπολεμική περίοδο, όταν εσίγασαν τα τουφέκια του εμφυλίου. Tότε, μέσα απ’ τις στάχτες εμπεδώθηκε το λαϊκό τραγούδι, το εκ του ρεμπέτικου καταγόμενο, απενοχοποιημένο και ενωτικό, και τότε η υψηλή τέχνη της γενιάς του ’30 μπήκε στα χείλη των μαζών, ενοποιητικά και ανυψωτικά, παρότι εν περιλήψει. Η άνοιξη του ’60 σηματοδότησε την εν τω βάθει αναχώνευση των αισθητικών και ιδεολογικών συνθέσεων που είχαν αρχίσει ήδη απ΄τη δεκαετία του ’20, και απ΄αυτή την πλούσια ύλη εξακολούθησε να τρέφεται ο ελληνισμός έως και σχετικά πρόσφατα.
Εως ότου το ήθος του νεόπλουτου και του σκυλάδικου, αυτό που είχε ξεμυτίσει μές στην χουντική επταετία, ανέλαβε αυτό να ενοποιήσει τα μικροαστικά και εργατικά στρώματα με την ελίτ του πλούτου. Λίγο πριν μάς χτυπήσει η καταστροφή, λαός και κολωνάκια συναγελάζονταν εν κραιπάλη στα ίδια διασκεδαστήρια: ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος συγκεφαλαίωσε τον εξισωτισμό της σκυλοπόπ κραδαίνοντας γαρδένιες και κυλότες, οι δε ιδεολογικοί μηχανισμοί είχαν μετεγκατασταθεί στα γκλόσι περιοδικά και κανάλια. Με αυτή την πνευματική και αισθητική σκευή, με αυτή τη βιοθεωρία οικοδομούσαμε vita activa. Και το απόθεμα της γενιάς του ’30, εν τω μεταξύ, το τολμηρό ζεύγμα λαϊκού και μοντέρνου, εντόπιου και διεθνούς, εξανεμίστηκε και θάφτηκε. Η ελληνική ιδιοπροσωπία εξέπεσε σε χυδαία αυταρέσκεια και πνευματική οκνηρία, σε ακηδία και απάθεια, σε βαθύ επαρχιωτισμό και εθελοδουλία. Πολύ πριν την πτώχευση.
Επειδή λεφτά δεν υπάρχουν ούτε θα εμφανιστούν σύντομα και άφθονα. Επειδή η υλική καταστροφή θα πολλαπλασιάζει τη σύγχυση και την αμάθεια, επειδή η παιδεία γίνεται πιο ταξική και από τα χρόνια του ’50, επειδή κανείς εξωχώριος δεν θα μάς σώσει, μόνη ελπίδα είναι ένα σχέδιο πνευματικής ανασυγκρότησης απολύτως συγχρονισμένο με την ανάσχεση της ένδειας. Χρειαζόμαστε ιδέες, ταυτότητα, σκελετό, χρειαζόμαστε σύνδεση με την παράδοση, μια επανερμηνεία που να μπολιάζει το ζοφερό παρόν, επινόηση του μέλλοντος. Χρειαζόμαστε υπερβάσεις. Ας μην είναι Το Σχέδιο ― μεγάλες κουβέντες. Ας είναι σκέψη και πράξη, διαρκείς, αγωνιώσες. Αρετή και τόλμη.
Ζωγραφική: Δημήτρης Πικιώνης: Ελπίς, τέμπερα σε χαρτί, 1940-1950.
Διάχυτη αίσθηση: κάναμε ό,τι μπορούσαμε, και πέρα από το όριο αντοχής. Ματώσαμε, και διαρκώς αιμορραγούμε από ανεργία, ύφεση και ξενιτεμό. Κάναμε ό,τι μας είπανε, σοκαρισμένοι, σπαρταρώντας. Τώρα; Τώρα αφήνουμε τη μοίρα μας στην καλοσύνη των ξένων, σαν την Μπλανς Ντυμπουά, εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σε ένα νέο Ναυαρίνο, όπως όταν ξεκινήσαμε. Η ναύαρχος Λαγκάρντ δίνει τη μάχη για λογαριασμό μας, και για λογαριασμό των εξωευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, για να βουλιάξει το χρέος-Ιμπραήμ που τις και μας κατατρώει. Εμείς, ανήμποροι και πένητες, παρακολουθούμε τη ναυμαχία απ’ τις ακτές της καμένης Πελοποννήσου.
Ανάμεσα στ’ αποκαΐδια μας φουντώνει ο διαρκής εμφύλιος, όπως πάντα. Ποιος φταίει περισσότερο, ποιος άνοιξε τις θύρες να μπει το κακό, μα κυρίως ποιος θα κουμαντάρει το πτωχευμένο κρατίδιο, ποιος θα ‘χει το γκουβέρνο της ελληνικής νομαρχίας, θα κανονίζει τα λιγοστά δοσίματα και τους ελάχιστους διορισμούς. Μαχαιρώματα, καπάκια, απειλές.
Η εις Αδου κάθοδος είναι στη μέση ακόμη. Ο παλαιός πολιτικός ιστός έχει φθαρεί, δείχνει όλο και μεγαλύτερα χάσματα, αλλά θα συνεχίσει να ξηλώνεται, φέρνοντας κι άλλο πόνο στην κοινωνία ― αλλά αυτή η καταστροφή είναι και η μόνη που φέρει το σπέρμα της αναγέννησης, της αναδημιουργίας, της ανάδυσης στον πάνω κόσμο, όπως κι αν είναι αυτός όταν θ’ αναδυθούμε.
Ποιοι, με ποιους; Μπορεί τώρα να μη διακρίνουμε τα πρόσωπα, τις μορφές, τους ηγέτες. Ομως μέσα στους Ελληνες παντού, στις πόλεις, στα νησιά, στο λαβωμένο πλήθος των μικρομεσαίων, στα μορφωμένα νιάτα της διασποράς, στους ποιητές και τους σεμνούς επιστήμονες, παντού μες στη διάχυτη βουβαμάρα και το κράτημα, υπάρχουν υπνώττουσες δυνάμεις, λανθάνουσες, μουδιασμένες τώρα, άνθρωποι άξιοι και έντιμοι, που κρατιούνται μακριά από τη βοή και τη σκόνη. Μπορούμε. Αλλάζοντάς τα όλα, απ’ τη μορφή της δημοκρατικής διακυβέρνησης έως τους εαυτούς μας. Εμάς κυρίως.
Η ταινία Cosmopolis του Ντ. Κρόνεμπεργκ, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Ντον ΝτεΛίλλο (εκδ. Εστία), δείχνει μια ημέρα από τη ζωή ενός νεαρού δισεκατομμυριούχου στο Μανχάταν. Ο μεγαπαίκτης των αγορών, Ερικ Πάκερ, διευθύνει τα ντιλ μέσα από την τεράστια λιμουζίνα του, που αργοκυλάει στους νεοϋορκέζικους δρόμους· μέσα στην απαστράπτουσα hi-tech σαρκοφάγο δέχεται συνεργάτες και συμβούλους και διεξάγει ιδιόρρυθμους διαλόγους για το χρήμα, τον χρόνο, τη ζωή, την ηθική, την ύπαρξη. Η μέρα κυλάει με ιλιγγιώδεις διαλόγους, ενόσω οι δρόμοι κυριεύονται από μια ξέφρενη εξέγερση και οι αγορές νομισμάτων τρέχουν στα μόνιτορ. Η αφήγηση ξεκινά με αφηρημένο εξπρεσιονισμό του Πόλοκ, κι ένα στίχο του Πολωνού Ζ. Χέρμπερτ: «νομισματική μονάδα έγινε ο αρουραίος»· κορυφώνεται με τη θρησκευτική ζωγραφική αφαίρεση του Ρόθκο.
Το Cosmopolis θα μπορούσε να είναι μια απεικόνιση του Μανχάταν, απόμακρη, ερμητική, άνευ νοήματος για τον Ελληνα θεατή. Δεν είναι. O κόσμος του Ερικ Πάκερ, παγωμένος και υπερταχύς, με μικροτσιπ αντί για αίμα, με αριθμούς αντί για αισθήματα, κόσμος πέραν της ανάγκης, κόσμος υποσχόμενος μέλλον, χωρίς παρόν, αυτός ο κόσμος της παγκόσμιας ροής χρήματος, είναι εξαιρετικά οικείος στους Ελληνες τρόφιμους του Euro-Depression. Διότι η Ελλάδα της Υφεσης είναι η απόληξη της φρενίτιδας του Cosmopolis, η κορύφωσή του: ένα διαρκές μεταίχμιο καταστροφών, μια διαρκής ανατροπή.
Οσα περιγράφονται μέσα στη λιμουζίνα προϋποθέτουν όσα περιγράφονται στις οδομαχίες έξω απ’ αυτήν. Και τα δύο συμβαίνουν στην Ελλάδα, φανερά τουλάχιστον από το 2009: και τα ντηλ και οι οδομαχίες. Το χρήμα, αυτοναφορικό, αυτονομημένο, αποσπασμένο από οποιαδήποτε σύνδεση με υλικότητες, ανάγκες, όρια, συμβολισμούς, όρισε τον βίο πριν απ΄την κρίση, με θεοκρατική απολυταρχία. Ηταν ο ζωοδότης και ο λατρευόμενος, ο απόλυτος ηγεμών, ο νοηματοδότης. Το ίδιο απολυταρχικό χρήμα, δια της ελλείψεώς του, ορίζει και πάλι τον χώρο των ανθρώπων, τους κατεστραμμένους βίους τους και τις διαψευσμένες προσδοκίες.
Η Αθήνα είναι το αντεστραμμένο είδωλο του Cosmopolis Μανχάταν: είναι η σπάνις και η στέρηση μετά την πλησμονή, είναι η διάψευση μετά την πληθωρισμένη υπόσχεση και τη φενάκη. Η Αθήνα της Μεγάλης Υφεσης δείχνει το κενό που περιέχεται στην απαστράπτουσα λιμουζίνα των παγκοσμιοποιημένων ντιλ. Εδώ, στα μελαγχολικά κράσπεδα της οδού Σοφοκλέους έξω από το ταφικό Χρηματιστήριο, στις άδειες βιτρίνες με τα ενοικιαστήρια και τα γκράφιτι, στις σιωπηλές πρασιές των προαστίων, μόνο εδώ, στα Υφεσιακά Πεδία, αποκτούν νόημα τα λόγια της Βίγια Κίνσκι προς τον Ερικ Πάκερ:
«Οι αρχαίοι Ελληνες έχουν έναν όρο. “Χρηματιστικός” [ο ασχολούμενος με τον πορισμό χρημάτων – Πλάτων, Πολιτεία]. Εμείς όμως πρέπει να κάνουμε τη λέξη να παρεκκλίνει λιγάκι. Να την προσαρμόσουμε στην τρέχουσα κατάσταση. Γιατί το χρήμα έχει γίνει αυτοσκοπός. Δεν υπάρχει άλλης μορφής τεράστιος πλούτος. Το χρήμα έχει χάσει την ικανότητά του να περιγράφει, όπως την έχασε εδώ και καιρό και η ζωγραφική. Το χρήμα μιλάει στον εαυτό του.»
Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου. Εγραφε ο Καρυωτάκης το 1928, μετά την καταστροφή. Τι μπορούμε να υποθέσουμε σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, για την εν προόδω καταστροφή; Ας πάρουμε την πιο αισιόδοξη υπόθεση: ότι δεν θα καταστραφούμε περισσότερο. Ακόμη όμως και με αυτή την αισιόδοξη υπόθεση, είναι απολύτως αναγκαίο να καταλάβουμε ποια είναι η παρούσα κατάσταση της χώρας και των ανθρώπων της. Μόνο κατανοώντας τα μεγέθη της πενταετούς ύφεσης και ανεργίας, μόνο κατανοώντας τις τσακισμένες δομές του κράτους και της οικονομίας, μόνο κατανοώντας τις νοοτροπίες και το ήθος της κοινωνίας που εξέθρεψε και υπέστη αυτό το κράτος και αυτή την οικονομία, μόνο τότε θα μπορέσουμε να βγούμε από την κρίση για να ανατάξουμε τα ερείπια και τα ράκη, μόνο τότε θα διαρρήξουμε τον κύκλο της παρακμής και θα αρχίσουμε να αναδυόμαστε. Μόνο αν καταλάβουμε.
Δεν είναι εύκολο. Η κρίση, η δυσχέρεια, η διατάραξη, η επελαύνουσα καταστροφή θολώνουν τον νου. Το πλήθος, σαν ρευστό, παίρνει το σχήμα της κοινωνίας που του δίδεται· συνήθως δεν έχει τη δυνατότητα να το επιλέξει ή να το άλλάξει, αλλά κι όταν ακόμη παρουσιάζεται η τέτοια δυνατότητα, το πλήθος διστάζει, λοξοδρομεί, συχνά επιλέγει να παραμείνει στο οικείο σχήμα του ετερόνομου και του κυριαρχούμενου, του πελάτη και του ραγιά, επιλέγει να δει το ποτήρι μισογεμάτο, να αφεθεί στον γλυκό ύπνο του παγετώνα, να κοιμηθεί υπό την χιόνα, κι ας γίνει η χιών σινδών, σάβανον.
Κάτι τέτοιο παρατηρείται τώρα. Μετά τον αιφνιδιασμό, την αγανάκτηση, την οργή, τον φόβο, την απελπισία, τώρα έρχεται η σειρά μιας πεισμωμένης ψευδαίσθησης, ενός φενακισμού, μιας απεγνωσμένης πεποίθησης ότι κάτι θα συμβεί και θα σωθούμε. Ποιος όμως θα μας σώσει, αν εμείς δεν μπορούμε να αναλάβουμε τη βαριά ευθύνη να σωθούμε; Να αλλάξουμε με τους δικούς μας όρους; Το πολυτιμότερο, καίτοι πικρό, δίδαγμα της κρίσης είναι αυτό. Διότι ήδη έχουμε αλλάξει, ακόμη κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε, ακόμη κι αν δεν το αποδεχόμαστε, επειδή είναι επώδυνο ή ανησυχητικό, επειδή διαταράσσει ισορροπίες και βολέματα. Η Ελλάδα έχει αλλάξει τα χρόνια της κρίσης, βαθιά, αμετάκλητα· τίποτε δεν είναι ίδιο, τίποτε δεν θα ξαναγίνει ίδιο. Είμαστε κοινωνία σε μετασχηματισμό.
Είμαστε καταρχάς χώρα που έχει χάσει την αξιοπιστία της, είμαστε λαός που προκαλεί την αντιπάθεια ή τον οίκτο. Αυτές οι απώλειες είναι χειρότερες κι από την φτώχεια, αν το ζυγίσουμε, αν βγούμε προσώρας από τα βάσανά μας και δούμε τους εαυτούς μας σε μακρύτερη διάρκεια. Ασφαλώς και παίξαμε το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος σε μια κρίση διεθνή, που δεν τη γεννήσαμε. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία πια, καθώς το δυσμενές ψευδές στερεότυπο εδραιώνεται στα βλέμματα των περισσότερων συνευρωπαίων. Το στερεότυπο θα αλλάξει μόνο αν αλλάξουμε εμείς τη μοίρα μας, αν αλλάξουμε τους όρους του παιχνιδιού.
Η επίγνωση λοιπόν καταρχάς. Η επίγνωση ότι η κοινωνίας μας δεν συνέχεται πλέον με τους δεσμούς της παραδοσιακής οικογένειας, διότι έχει κι αυτή αλλάξει, δεν συνέχεται με τους πελατειακούς δεσμούς, τους εγνωσμένα καταστροφικούς. Δεν συνέχονται καν οι τάξεις με τους δικούς τους εσωτερικούς δεσμούς, διότι εν τω μεταξύ οι παλιές ταξικότητες απέμειναν άδειες χωρίς τις γκρεμισμένες βεβαιότητες, σε περιβάλλον φτώχειας, διότι οι παλιές οριοθετήσεις αναπροσδιορίζονται βίαια, και διότι νέες ταξικότητες αναδύονται, οριζόμενες από τους επισφαλείς εργαζόμενους και τους εργάτες της γνώσης, τους πρεκάριους και τους κογκνιτάριους.
Επίγνωση για τις καινοφανείς δημογραφικές και ανθρωπολογικές διαστρωματώσεις, που θα ορίσει η αποστράγγιση του εθνικού κορμού από τους νέους με υψηλή μόρφωση και δεξιότητες, εφόσον συνεχιστεί η παραγωγική ερήμωση.
Επίγνωση για τις νέες κοινωνικές και ιδεολογικές αποτυπώσεις, όσο θα επελαύνουν ανασφάλεια και έγκλημα στον καθημερινό βίο, με ίχνη ήδη ορατά στο πολιτικό πεδίο: εκρηκτική άνοδος της άκρας δεξιάς. Με αποτυπώσεις βαθύτερες στην συλλογική ψυχή ενός λαού πληγωμένου και συκοφαντημένου: θα νιώθει προδομένος, απομονωμένος, δεν θα τον καταλαβαίνουν και θα αποσύρει τις κεραίες του προς την εσωστρέφεια και τον γλυκύ μαρασμό του ανάδελφου.
Σε φόντο υλικής καταστροφής βίων και ψυχών, τέτοιες σκέψεις γύρω από αναδυόμενες ιδεολογίες και συμπεριφορές μπορεί να ακούγονται σαν άκαιρος σχολαστικισμός. Δεν είναι. Οι ενδεχόμενοι εαυτοί της κρίσης, στρεβλοί, πικραμένοι, τυφλοί, αυτοκαταστροφικοί, είναι εμείς. Αυτό να προλάβουμε.
[…]
Μέσα σε δύο χρόνια, η ελληνική μεσαία τάξη, απέραντη και αδιαφοροποίητη, είδε να καταστρέφεται ανεπανόρθωτα η συνθήκη ευπρεπούς διαβίωσης και να απειλείται η συνθήκη αξιοπρεπούς επιβίωσης. Η κατάσταση ραγδαίας αποπτώχευσης επιδεινώνεται από την απουσία κοινωνικού διχτυού προστασίας και από την ταυτόχρονη αποδυνάμωση του κράτους λόγω δημοσιονομικής αποστράγγισης.
Αυτή η απότομη μετάπτωση των υλικών προϋποθέσεων του βίου δεν είναι δυνατόν να απορροφηθεί ομαλά· το ένστικτο επιβίωσης αφυπνίζεται βίαια και εκβάλλει ορμητικά, ανά πίδακες: σαν αγανάκτηση, σαν τυφλή οργή, σαν φόβος, σαν απόγνωση. Την πολυτέλεια της έλλογης αντίδρασης έχουν πλέον μόνο όσοι διατηρούν την εργασία τους, κάποια υλικά αποθέματα: αυτοί διαπνέονται από φόβο, μήπως χάσουν και αυτά τα λίγα που διαθέτουν. Ως εκ τούτου ο φόβος μετριάζει την οργή και υπαγορεύει μια συμπεριφορά πιο συντηρητική. Οι υπόλοιποι, όσοι δεν έχουν να χάσουν τίποτε, διότι τα έχουν χάσει όλα, δεν έχουν καν την πολυτέλεια της οργής: παραδίδονται στην απόγνωση.
Η διάκριση θυμικού – λογικής άρα, που ακούγεται τώρα σαν ερμηνευτικό σχήμα του θρυμματισμένου και πολωμένου πολιτικού τοπίου, πρέπει να τεθεί ορθότερα με τέτοιους όρους: φόβος – απόγνωση. Οσοι μπορούν ακόμη να νιώσουν φόβο κι όσοι είναι τόσο απελπισμένοι που δεν φοβούνται τίποτε χειρότερο.
Ισως είναι άκαιρο, αλλά ας το επιχειρήσουμε: Κάτω από το υλικό ρήγμα, το ρήγμα στη βιοτή και στην ύπαρξη, χάσκει κι άλλο ρήγμα πιο σκοτεινό και βαθύ· ρήγμα στην κοινωνική συνοχή, στην αίσθηση του συνανήκειν, ρήγμα πολιτισμικό και ψυχικό. Η ραγδαία επιδεινούμενη ανισότητα καταδεικνύει νέους ταξικούς διαχωρισμούς, με πρωτοφανή ένταση, τέτοια που η νεοελληνική κοινωνία δεν θυμόταν επί σχεδόν μισό αιώνα. Ο διαχωρισμός μάλιστα βιώνεται ψυχικά όχι μόνο βάσει της διάκρισης “έχοντες και μη έχοντες”, αλλά πολύ βαθύτερα, στο πεδίο της γυμνής ύπαρξης: σαν διάκριση μεταξύ αυτών που σώζονται και αυτών που βουλιάζουν. Αυτή η ελλοχεύουσα διάκριση δρα σαν βόμβα διασποράς στο κοινωνικό σώμα, στο μέτρο που θραύει τις συμβατικές κοινωνικές αναπαραστάσεις και μετασχηματίζει βίαια τη συλλογική ψυχή.
Μετά το κατώφλι του φόβου, στην περιοχή της απόγνωσης, αίρονται οι αυτοπεριορισμοί, οι αναστολές, οι ενοχές, οι μετουσιώσεις των αρχέγονων ενορμήσεων, όλα τα σχήματα που παράγουν πολιτισμό. Τώρα ο πολιτισμός, ο δύσθυμος πολιτισμός της πτώχευσης και της χρεοκοπίας του βίου, προσλαμβάνεται σαν πηγή δυστυχίας. Σε κατάσταση αθυμίας, σε υπαρξιακό limbo, όταν η ύπαρξη βιώνεται σαν διαρκές ρήγμα και πτώση, χωρίς προσδοκία φωτός, όλα μπορούν να συμβούν.
Κάπως έτσι μπορεί να αναγνωσθεί η λεγόμενη ακραία πολιτική συμπεριφορά, η ακραία ψήφος λόγου χάριν, η ψήφος εναντίον του συστήματος ― ό,τι κι αν εννοεί σύστημα ο εκλογέας μέσα σε τέτοια θυμική-υπαρξιακή καταιγίδα. Κάπου εκεί θα ανιχνεύσουμε το υλικό υπόστρωμα της πολιτικής αστάθειας: σε ένα κοινωνικό σώμα που το διατρέχουν ηλεκτρικά φορτία φόβου και απόγνωσης.
Ενώπιον αυτής της πολυρηγμάτωσης υπάρξεων και συνειδήσεων, τα καθήκοντα όποιας ηγεσίας αναδυθεί, όποιας κυβέρνησης προκύψει από την εκλογή της 17ης Ιουνίου, είναι τεράστια και πολύμορφα. Το πιο επείγον όμως είναι η άμεση υλική ανακούφιση των απελπισμένων και η ψυχική τους επανασύνδεση με το σώμα των επιπλευσάντων. Αυτή είναι η ουσιώδης επαναδιαπραγμάτευση: η ανάκτηση της ανθρωπιάς. Τα θύματα της κρίσης δεν είναι οι ανάξιοι, οι χειρότεροι, οι απόβλητοι, όπως πιθανότατα αισθάνεται ένας νοικοκύρης οικογενειάρχης που έμεινε άνεργος. Ο κοινωνικός βίος δεν είναι άλογος, δεν είναι αρένα μίσους, δεν είναι το χομπσιανό σύμπαν του bellum omnium contra omnes: αυτό πρέπει πρώτα να αποκατασταθεί.
Αυτή η αποκατάσταση, που τίποτε δεν έχει να κάνει με αποκατάσταση της παλαιάς ερειπωμένης τάξης, είναι δυνητικά έναρξη αναγέννησης. Είναι οι σπίθες μες στη στάχτη.
Η μακρά αγωνία, που άρχισε το φθινόπωρο στις Κάννες και κορυφώθηκε με την ψήφιση του Μνημονίου ΙΙ, φαίνεται να υποχωρεί προσώρας. Οι επικείμενες εκλογές, παρότι δεν προσδιορίζονται ακόμη επακριβώς, ελπίζεται να δράσουν εκτονωτικά στη δυσφορία και την απόγνωση του κοινωνικού σώματος. Αλλά μέχρι εκεί: ο ορίζοντας κοινωνικής ειρήνης δεν υπερβαίνει τους ολίγους μήνες. Διότι, ακόμη κι αν δεν ακούγαμε τις σαφείς προειδοποιήσεις για το τι περιμένει τους Ελληνες, από τα πιο αρμόδια χείλη, των εκπροσώπων της τρόικας λόγου χάριν, η ίδια η σκληρή πραγματικότητα δίνει τα δικά της μηνύματα. Το χρέος δεν θα καταστεί βιώσιμο στους χρόνους που υποσχέθηκαν η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι, κατά τη λήξη της κρίσιμης τριετίας 2012-14 η χώρα θα χρειαστεί επιπλέον χρηματοδότηση έως και 67 δισ., η ύφεση θα συνεχιστεί, η ανεργία καλπάζει, το ασφαλιστικό καταρρέει εξαιτίας της ύφεσης και της ανεργίας αλλά και λόγω του κουρέματος των διαθεσίμων των ταμείων. Εν τω μεταξύ, με φόντο την παγωμένη αγορά, βιώνουμε και τη βίαιη συρρίκνωση κοινωνικών υποδομών: σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, βρεφονηπιακοί σταθμοί, προνοιακές δομές υποχρηματοδοτούνται, υπολειτουργούν, καταργούνται ή καταρρέουν.
Η αγωνία λοιπόν δεν περνά. Και οι πιο ανυποψίαστοι πολίτες έχουν συνειδητοποιήσει πια ότι η κρίση δεν θα περάσει σε τρία-τέσσερα χρόνια και, κυρίως, θα περάσει αφήνοντας πίσω της θύματα και βαθιές ουλές, θα μετασχηματίσει την κοινωνική ζωή. Αρκετοί πολίτες επίσης συνειδητοποιούν με ανησυχία ότι η γενικευμένη κρίση και οι διαρκείς δεσμεύσεις έναντι δανειστών, εφόσον διαρκέσουν, μπορούν να οδηγήσουν σε οδυνηρή απομείωση του γεωπολιτικού βάρους της χώρας, σε φινλαδοποίησή της. Πράγματι, η Ελλάδα κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μια περιοχή μεγάλου στρατηγικού και οικονομικού ενδιαφέροντος, πάνω στους ενεργειακούς δρόμους της αναβαθμιζόμένης ΝΑ Μεσογείου, αλλά και πλάι σ’ έναν ισχυρό και επιθετικό γείτονα, την Τουρκία, και με τη Μέση Ανατολή σε αποσταθεροποίηση. Η ίδια η χώρα είναι βαριά λαβωμένη οικονομικά, με πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση, χωρίς ηγεσία, σχεδόν ξέπνοη. Ωστε τα δυνητικά της πλεονεκτήματα, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά, εφόσον δεν αξιοποιηθούν ευφυώς και βάσει εθνικού σχεδίου, μπορούν να απωλεσθούν ή να εκχωρηθούν άνευ ουσιαστικών ωφελημάτων για τον δοκιμαζόμενο τώρα ελληνικό λαό. Αυτό θα ισοδυναμούσε με εθνική καταστροφή και ιστορική καθυστέρηση.
Ολο και περισσότεροι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι βρισκόμαστε σε ένα τέτοιο ιστορικό μεταίχμιο. Και παρ΄όλη την αγωνία για την ατομική και οικογενειακή τύχη, αναγνωρίζουν ότι η ανάσχεση της πτώσης είναι δυνατή μόνο με ένα μίνιμουμ ομοθυμίας, με συνένωση δυνάμεων και κατασκευή του μέλλοντός μας. Η ιστορική πρόκληση πλέον είναι η υπέρβαση του διλήμματος «Μνημόνιο ή Αντιμνημόνιο», διότι κατ΄ουσίαν δεν απειλούμαστε από έναν τυπικό Διχασμό, αλλά από έναν διάχυτο, άτυπο, διαρκή εμφύλιο, από πολυκερματισμό και θρυμματισμό των κοινωνικών δυνάμεων, που γίνονται αισθητά σαν γενικευμένη δυσφορία, ασφυξία, πνιγμός, κατάθλιψη και απόγνωση. Ο τέτοιος θρυμματισμός της κοινωνίας κατοπτρίζεται στην υγροποίηση των κρατικών δομών και στον κοινωνικό αυτοματισμό.
Σε τι μπορούν να ελπίζουν οι Ελληνες για ανάσχεση της πτώσης; Μάλλον όχι στο παρόν πολιτικό σύστημα, όπως εκφράζεται από φθαρμένα πρόσωπα και εξαχρειωτικές δομές. Το πολιτικό σύστημα, τροφοδοτούμενο από φενακισμένους ψηφοφόρους-πελάτες, δεν μπορεί να συγκροτήσει εθνικό σχέδιο διάσωσης· και δεν θέλει εντέλει, στο βαθμό που η διάσωση θα προϋπέθετε την πολιτική αναγέννηση και την καταστροφή των παλαιών παθογενών ριζωμάτων. Οι εκλογές, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα δώσουν μια αδύναμη κυβέρνηση, εκ συνασπισμού ή εξ ανοχής, η οποία μόνο προσωρινά θα ανασχέσει την ασφυξία. Αναγκαστικά λοιπόν, θα περιμένει τη λύση έξωθεν, αν και εφόσον αλλάξει ο πολιτικός συσχετισμός στην Ευρώπη, και αν οι όποιες αλλαγές περιλαμβάνουν την Ελλάδα επωφελώς.
Εν τω μεταξύ όμως; Η χώρα χρειάζεται επειγόντως να ανακόψει τη βύθιση στην ύφεση. Προς τούτο δεν μπορεί να περιμένει πότε θα αποκτήσει την περιβόητη ανταγωνιστικότητα με μισθούς Ρουμανίας και απαξιωμένα τα εθνικά assets κ.λπ. Εως ότου συμβούν τα προβλεπόμενα στα μάνιουαλ των μάγων της εσωτερικής υποτίμησης, απλώς δεν θα υπάρχουν Ελληνες. Η Ελλάδα πρέπει να βρει τρόπους να εργαστούν οι πολίτες της και να παράγουν πλούτο, πρέπει να ξυπνήσει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, να ξυπνήσει τα δημόσια έργα, να αντλήσει πόρους από τις ευρωπαϊκές δεξαμενές του ΕΣΠΑ και της Ευρωπαϊκή Τράπεζας Επενδύσεων, όπως τουλάχιστον υπόσχονται οι εταίροι μας: αυτό είναι το πεδίο για σκληρή διαπραγμάτευση.
Οτιδήποτε ξυπνά την πραγματική οικονομία και κρατάει ζωηρούς τους ανθρώπους, πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Να δημιουργηθούν ευκαιρίες για κοινωνική εργασία, για απασχόληση ανέργων και νέων με κοινωνικό μισθό, με προσφορά εθελοντικής εργασίας σε αδύναμους τομείς της δημόσιας διοίκησης. Η αυτοδιοίκηση, από τη γειτονιά έως την περιφέρεια, μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός για την συνέγερση του κόσμου. Η αυτοδιοίκηση διαθέτει πολιτική νομιμοποίηση, έχει καθορισμένη θητεία, ελέγχεται από τους πολίτες και εν πολλοίς την εμπιστεύονται· υπό όρους μπορεί να μετατραπεί σε μοχλό ανάπτυξης και φυτώριο ηγετών, αλλά χρειάζεται στήριξη και πόρους.
Οι συνεταιρισμοί να αποκτήσουν νέο, ελπιδοφόρο και παραγωγικό, περιεχόμενο, σε κάθε τομέα: γεωργία, βιοτεχνία, υπηρεσίες, καινοτομίες. Αυτό θα μπορούσε να είναι το όχημα για τους νέους και τα start-ups. Η Task Force της Κομισιόν τέτοια βοήθεια θα έπρεπε να δίνει, αυτά πρέπει να της ζητηθούν: να μεταφέρει πόρους και τεχνογνωσία στην παραγωγή, για ανάνηψη της κοινωνίας.
Αυτά τα ελάχιστα περί παραγωγής, θα ήθελαν να δουν οι πολιτες στα προγράμματα των πολιτικών δυνάμεων που ζητούν ψήφο. Για αρχή.
Aν μπορούμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από τα συμβάντα της Κυριακής και τις διεθνείς αντιδράσεις της Δευτέρας, είναι ότι η Ελλάδα κέρδισε αφενός κάποιο χρόνο για τη βραχυπρόθρεσμη σωτηρία της χρηματοδότησής της, αλλά ακόμη αιωρείται επικίνδυνα, δεν έχει βρει το ιστορικό τέρμα καθόδου, εκ του οποίου θα αρχίσει την εκδίπλωσή της. Δεν έχουμε βρει πάτο.
Στις τηλεοπτικές οθόνες η Αθήνα εικονιζόταν φλεγομένη, full frame, και σε ένθετα μικροκάδρα οι ηγέτες των (πρώην) μεγάλων κομμάτων να αγορεύουν στη Βουλή. Οι φλόγες που κατέτρωγαν εμβληματικά αστικά κτίρια και το πλιάτσικο στους εμπορικούς δρόμους έδειχναν δραματικά τη σύγχυση και την αυτοκαταστροφή που κατατρώει το κοινωνικό σώμα, σε αντιδιαστολή με τις εικόνες λογοδιάρροιας που μεταδίδονταν από το βήμα του κοινοβουλίου ή τις εικόνες χαλάρωσης στο καφενείο της Βουλής που διασπείρονταν μέσω κινητών και τουίτερ.
Ηταν δύο κόσμοι ασύμπτωτοι, το φουλ κάδρο των καιομένων Αθηνών και τα ένθετα καδράκια της αμήχανης ηγεσίας. Η πόλη είχε παραδοθεί στους δαίμονές της και το πολιτικό σύστημα προσπαθούσε απεγνωσμένα να περισώσει ράκη εαυτού, εις μάτην, ασκώντας αυτοκριτική ισοπόσως με αλληλοκατηγορίες.
Βαθύτερα στις εικόνες της Κυριακής. Το ευρύτερο κάδρο της ηλιόλουστης Δευτέρας περιείχε όχι μόνο αποκαϊδια από το Αττικόν και τη Λαϊκή Τράπεζα, αλλά και ρημαγμένα φανάρια κυκλοφορίας στα σταυροδρόμια. Ξεκοιλιασμένα, με κάτοπτρα και καλώδια να κρέμονται, νεκρά. Αυτή η εικόνα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, προξενεί φόβο για άλλα πλησιάζοντα: είναι ο ρημαγμένος δημόσιος χώρος, ο κατεστραμμένος κοινωνικός πλούτος, η καταστροφή του κοινόχρηστου και του δημόσιου χωρίς καν πλιάτσικο, είναι η αναδυόμενη αστική δυστοπία. Το ξεκοιλιασμένο φανάρι δείχνει αδυναμία κυκλοφορίας, χαοτική κίνηση, στάση κοινωνίας και σύγκρουση κυκλοφορούντων. Δείχνει ακινησία. Και δείχνει επέλαση του ανορθολογισμού, του μηδενισμού, χωρίς δυστυχώς προς το παρόν να αφουγκραζόμαστε, έστω, τα σπέρματα της αναδημιουργίας που εμπεριέχονται μες στην καταστροφή, τα σημάδια μιας αναγέννησης.
Ο απεγνωσμένος άνεργος, ο βουλιαγμένος οικογενειάρχης, ο αποκλεισμένος νέος, απορροφημένος από τον δικό του διαρκή πόνο και την έλλειψη προοπτικής, ενδεχομένως δεν βλέπει ότι η καταστροφή του δημόσιου χώρου επιτείνει και πολλαπλασιάζει εκθετικά την ατομική καταστροφή. Η μεσαία τάξη λειτουργούσε πάντα σαν εξομαλυντής κοινωνικών τριβών και συγκρούσεων, απορροφούσε κραδασμούς· η πληβειοποιούμενη μεσαία τάξη, ενώπιον της δικής της αποσάθρωσης, φαίνεται ότι αδυνατεί πλέον να λειτουργήσει εξομαλυντικά, ούτε καν σαν ανάχωμα. Το ορμέμφυτο ατομικής επιβίωσης κονιορτοποιεί τη συλλογικότητα και το αίσθημα του συνανήκειν. Η μνησικακία, η μοχθηρία, η οργή, η απόγνωση εδραιώνονται σαν κοινωνικές συμπεριφορές, δηλαδή σαν γενικευμένη τυφλότητα.
Ανάχωμα, λοιπόν. Αυτό είναι το ιστορικό καθήκον, σήμερα, των πολιτών της Ελληνικής Δημοκρατίας: να διασώσουν τον ορθό λόγο, τον κοινόκτητο δημόσιο χώρο, το συλλογικό φρόνημα, τα μόνα εφόδια για τις πολλές δύσκολες μέρες που ακολουθούν.
Οπως και να παρουσιαστούν στον ελληνικό λαό τα αποτελέσματα του νέου Μνημονίου, η πραγματικότητα δεν αλλάζει: η χώρα έχει εισέλθει σε νέα ιστορική φάση, κατά την οποία η οικονομική υποδούλωση στους δανειστές συνεπιφέρει, εκτός από πολιτικές εξαρτήσεις, πτώση του βιοτικού επιπέδου και συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Οσα κερδήθηκαν μετά την εθνική καταστροφή του 1974 χάνονται, τα περισσότερα, με την παρούσα, άλλης τάξεως, καταστροφή. Με μια ουσιώδη διαφορά: η απώλεια τότε ήταν οριστική και πικρή μεν, πεπερασμένη και συγκεκριμένη δε. Η εθνική τραγωδία της Κύπρου έφερε την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος και τη διάλυση του κράτους του. Ωστόσο, η πτώση άνοιγε μια νέα περίοδο, κατά την οποία μόνο τα καλύτερα μπορούσε να προσδοκά κανείς. Και συνέβησαν πολλά καλύτερα. Ο ελληνικός λαός ξεδίπλωσε τις δυνάμεις του, αξιοποίησε γεωπολιτικές και ιστορικές ευκαιρίες, στερέωσε δημοκρατικό κράτος και κοινωνία ευημερίας. Διήρκεσε ένα τρίτο του αιώνος.
Κατά αντιδιαστολή, σήμερα η πτώση, αφενός, βρίσκεται εν εξελίξει· άρχισε στο τέλος του 2009, αρχές του 2010, και δύο χρόνια αργότερα συνεχίζεται και βαθαίνει ακόμη. Δεν έχουμε πιάσει πάτο. Αφετέρου, πρόκειται για μια καταστροφή πολύμορφη, βαθιά, με ποικίλες προεκτάσεις, πέραν της οικονομικής αφετηρίας: κοινωνικές, πολιτικές, πολιτιστικές, ψυχικές. Δεν είναι εύκολο να εντοπίσεις εξωτερικό εχθρό: Είναι οι Γερμανοί; Η Ευρωπαϊκή Ενωση; Το ΔΝΤ; ΄Η μήπως η ίδια η διάρθρωση της Ευρωζώνης και η διεθνής οικονομική κρίση; Ακόμη πιο δύσκολο είναι να εντοπίσεις εσωτερικούς εχθρούς, προδότες και επίορκους – δεν είναι το ίδιο με τους χουντικούς που κατέλυσαν τη δημοκρατία και ξεπούλησαν την Κύπρο.
Η οικονομική δυσπραγία υποβαθμίζει βίαια το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, αλλά το χειρότερο είναι η αδυναμία κατανόησης και η αβεβαιότητα: δεν μπορούν να κατανοήσουν πώς έφτασαν ώς εδώ, δεν γνωρίζουν πότε θα σταματήσει ο κατήφορος και, κυρίως, πώς θα ανακάμψουν. Αυτή η αδυναμία κατανόησης και η απώλεια αίσθησης του χρόνου είναι ο χειρότερος εχθρός: οι Ελληνες σήμερα ζουν σε μια χρονοδίνη που τους ρουφάει διαρκώς προς τα κάτω, προς το σκοτάδι. Αυτή η διαρκής πτώση παραλύει τον νου και παγώνει την ψυχή. Ως εκ τούτου οι Ελληνες αδυνατούν να μετρήσουν τις δυνάμεις τους, τις πολλές και αναξιοποίητες, που ασφαλώς υπάρχουν και που με αυτές ακριβώς θα αναδυθούν από την κρίση. Και αδυνατούν επίσης να ενεργοποιήσουν πλήρως τις δυνάμεις προφύλαξης από το σοκ, τις οποίες ασφαλώς εν αφθονία διαθέτουν.
Παγωμένοι, ζαρωμένοι, ακίνητοι, οι Ελληνες παρακολουθούν ένα πολιτικό σύστημα απαξιωμένο και θρυμματισμένο να διαπραγματεύεται εν πανικώ τις ιστορικές τύχες παρουσών και μελλουσών γενεών. Δεν πιστεύουν τίποτε απ’ όσα ακούνε, παρότι διακαώς θα ήθελαν να πιστέψουν και να ελπίσουν. Δυστυχώς, δεν πιστεύουν ούτε στους εαυτούς τους, στις αναγεννητικές τους δυνάμεις. Προς το παρόν. Διότι μετά κάθε καταστροφή, από το ’22 ώς το ’74, ακολούθησε μια ορισμένη αναγέννηση.