You are currently browsing the tag archive for the ‘Ιταλία’ tag.

Kalimera_bimbi

Toni-Servillo-La-grande-bellezza

Toni Servillo

 

Nichi Vendola

Nichi Vendola

Andrea Camilleri

Andrea Camilleri

«Ν’ αφήσουμε τον ελληνικό λαό να αποφασίσει ελεύθερα τη νέα κυβέρνησή του για ν’ αλλάξει η Ελλάδα και ν’ αλλάξει η Ευρώπη». Η πρωτοβουλία Transform Italia για τη δημιουργία ενός κινήματος στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ και του ελληνικού λαού στη μάχη του για να ανατρέψει τις πολιτικές της τρόικας και των Μνημονίων, ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, συνάντησε ένα απρόσμενο κλίμα ευφορίας στον προοδευτικό, δημοκρατικό και αλληλέγγυο κόσμο της Ιταλίας.

Το κάλεσμα προς την ιταλική κοινή γνώμη προέρχεται από τον συνταγματολόγους Στέφανο Ροντοτά και Λουίτζι Φεραγιόλι, την Λουτσιάνα Καστελίνα, ιστορικό στέλεχος της ιταλικής Αριστεράς, τον συγγραφέα Αντρέα Καμιλέρι, τον πρόεδρο της τεράστιας εθελοντικής οργάνωσης Emergency Τζίνο Στράντα, τον ηθοποιό Τόνι Σερβίλο, τους τραγουδιστές Φιορέλα Μανόια και Μπέπε Σερβίλο, τον σκηνοθέτη Τζίνο Μαζέλι, τον οικονομολόγο Λουτσιάνο Γκαλίνο, τον πανεπιστημιακό Μάρκο Ρεβέλι, τον γελοιογράφο Σέρτζιο Στάινο, τη διευθύντρια του «Μανιφέστο» Νόρμα Ραντζέρι και τουλάχιστον άλλες διακόσιες προσωπικότητες της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της Ιταλίας.

Το κάλεσμα συνυπογράφουν οι ευρωβουλευτές της «Άλλης Ευρώπης με τον Τσίπρα» Μπάρμπαρα Σπινέλι, Ελεονώρα Φορέντζα και Κούρτσιο Μαλτέζε, ο πρόεδρος της Αριστεράς Οικολογίας Ελευθερίας Νίκι Βέντολα, ο γραμματέας της Επανίδρυσης Πάολο Φερέρο, ο πρώην δικαστικός Αντόνιο Ινγκρόια, οι βουλευτές του Δημοκρατικού ΚόμματοςΣτέφανο Φασίνα και Πίπο Τσιβάτι και ο γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος Κοραντίνο Μινέο.

Το κείμενο των προσωπικοτήτων της πολιτικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής της Ιταλίας έχει ως εξής:

 

Αλλάζει η Ελλάδα – Αλλάζει η Ευρώπη

Η Ελλάδα μετατράπηκε αυτά τα χρόνια σε πειραματόζωο για τη διαγραφή του κοινωνικού κράτους και των δημοκρατικών δικαιωμάτων στην Ευρώπη. Τα πακέτα «διάσωσης» των Μνημονίων έσωσαν μόνο τις τράπεζες και κατέστρεψαν τους ανθρώπους, φτωχοποίησαν τον κόσμο και δημιούργησαν τη μαζική ανεργία.
Οι συνέπειες των πολιτικών της τρόικας διαψεύδουν όλα τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για να επιβάλουν τη λιτότητα στην Ευρώπη. Η χώρα οδηγήθηκε σε ακραία όρια, ο λαός βρίσκεται στα όρια της επιβίωσης και σε μια κατάσταση ανθρωπιστικής ανάγκης, ενώ την ίδια στιγμή το χρέος, αντί να μειώνεται, είναι στα ύψη.

Στην Ελλάδα τα θύματα της λιτότητας εξεγέρθηκαν ενάντια στα αυταρχικά τελεσίγραφα των Βρυξελλών. Μαζί και αλληλέγγυα εργαζόμενοι που δεν έχουν πια δουλειά, φοιτητές, συνταξιούχοι, επαγγελματίες και νοικοκυρές συμμάχησαν και έδωσαν ζωή σε μια εξαιρετικά ειρηνική, δημοκρατική και λαϊκή αντίσταση που αποτελεί παράδειγμα για όλη την Ευρώπη.

Το κόμμα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε να κατανοήσει αυτή τη μεγάλη λαϊκή ώθηση. Σήμερα βρίσκεται επικεφαλής σε όλες τις δημοσκοπήσεις και, εάν ψηφίσουν, όπως φαίνεται πιθανό και δυνατόν, εξαιτίας της κατάρρευσης του σημερινού συνασπισμού των μεγάλων συμμαχιών, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση.

Ο Αλέξης Τσίπρας έχει ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα: να παραμείνει στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη για να αλλάξει την Ευρώπη.

Η κυβέρνησή του θα ζητήσει μια Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για να συζητηθεί εκ νέου το χρέος που αφορά το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών χωρών, το τέλος των πολιτικών της λιτότητας, με την κατάργηση του Δημοσιονομικού Συμφώνου, ένα σχέδιο για την εργασία και τη διάσωση του περιβάλλοντος.

Το αντίθετο από μια αντι-ευρώ και αντιευρωπαϊκή πολιτική, που προσπαθούν να μας περιγράψουν τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης της ηπείρου για να δικαιολογήσουν την επίθεση των αγορών, τη διάδοση του φόβου ανάμεσα στους Ευρωπαίους, να θέσουν όρους εξάρτησης στους ψηφοφόρους στην Ελλάδα και να προκαλέσουν σύγχυση ανάμεσα στις προτάσεις της Αριστεράς και τους ξενόφοβους, ρατσιστικούς και νεοφασιστικούς λαϊκισμούς.

Ο Τσίπρας δεσμεύτηκε να υιοθετήσει άμεσα και ουσιαστικά μέτρα, να επαναπραγμαδιατευτεί τις επιλογές που επέβαλαν οι Βρυξέλλες, η Φραγκφούρτη και το Βερολίνο και να βελτιώσει άμεσα τις κοινωνικές συνθήκες των πολιτών. Ανάμεσα στα μέτρα συμπεριλαμβάνονται: η επαναφορά του ελάχιστου μισθού στα επίπεδα πριν από την κρίση και η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων.

Η αλλαγή της κυβέρνησης στην Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει την αρχή για να επανιδρύσουμε την Ευρώπη στις αρχές των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης.

Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης του Τσίπρα στην Ελλάδα θα αποδείξει ότι οι πολίτες μπορούν να καταρρίψουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την Κεντροδεξιά που αποσυνθέτει και κατακερματίζει διαρκώς περισσότερο την ήπειρό μας.

Αποδεικνύουν ήδη από τώρα ότι ο δρόμος της λιτότητας δεν είναι αναπόφευκτος, εάν η ψήφος συνδέεται με τους αγώνες για τα δικαιώματα, τη λαϊκή συμμετοχή και μια νέα ευρωπαϊκή διάσταση των κοινωνικών συνασπισμών.

Η δέσμευσή μας μπροστά στην εκστρατεία παραπληροφόρησης και την επίθεση των χρηματοοικονομικών αγορών είναι να γνωστοποιήσουμε τις πραγματικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και να υποστηρίξουμε την πρωτοβουλία του.

Τα χρηματιστήρια, ο χρηματοοικονομικός τομέας, η τρόικα, με τη συνενοχή του συστήματος των μέσων ενημέρωσης, ήδη βάζουν στη μάχη όλη τους τη δύναμη για να επηρεάσουν σκληρά την ελληνική ψήφο. Δεν θα σταματήσουν σε τίποτα. Ζητάμε από όποιον έχει στην καρδιά του τη δημοκρατία, την κοινωνική συνοχή και τη δικαιοσύνη να υποστηρίξει το δικαίωμα του ελληνικού λαού να επιλέξει ελεύθερα τη δική του κυβέρνηση.

Είναι ευθύνη όλων μας να σταματήσουμε την πορεία προς την καταστροφή και να αλλάξουμε κατεύθυνση στην Ευρώπη, γιατί με τις σημερινές πολιτικές οδηγείται στην έκρηξη.

Είναι ευθύνη όλων μας να υποστηρίξουμε όποιον θέλει να επανοικοδομήσει την Ευρώπη με τους πολίτες της.

 

ΠΗΓΗ: http://www.cambialagreciacambialeuropa.eu/appello.html

Πολλές όψεις, όχι όλες, του ελληνικού προβλήματος είναι αμιγώς ευρωπαϊκές, πηγάζουν από την κεντρική πολιτική στην ευρωζώνη, γι΄ αυτό άλλωστε εμφανίζονται και στις μεγάλες χώρες του πυρήνα. Τυπικό παράδειγμα, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο των μέτρων που επιχειρούν να εφαρμόσουν η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση, συμμορφούμενες στις επιταγές της Επιτροπής. Είναι ο δυσπρόσιτος στόχος του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, ο οποίος προσκρούει όχι μόνο στα συνδικάτα αλλά και σε στελέχη του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.

Καθ’ όμοιο τρόπο, ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς επιχειρεί να απελευθερώσει την αγορά και να ανοίξει επαγγέλματα: να ανοίγουν τα μαγαζιά δεκαπέντε Κυριακές, αντί για πέντε που ισχύει τώρα, και να διευρυνθεί το ωράριο λειτουργίας σε περιοχές με υψηλή τουριστική κίνηση. Επίσης να ανοίξουν τα κλειστά επαγέλματα του δικηγόρου και του συμβολαιογράφου. Τις μεταρρυθμίσεις απειλούν να καταψηφίσουν οι βουλευτές της αριστερής πτέρυγας των κυβερνώντων σοσιαλιστών.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι χώρες αφενός απειλούνται με κυρώσεις από την Επιτροπή για παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας, αφετέρου, κινδυνεύουν από την πολιτική αστάθεια, λόγω μεταρρυθμίσεων.

Η Ελλάδα, αναγκασμένη και από το Μνημόνιο, έχει νομοθετήσει και εφαρμόσει πολλές από τις εν λόγω μεταρρυθμίσεις. Οι εργασιακές σχέσεις και τα ωράρια έγιναν ευέλικτα, η μερική απασχόληση θεσμοθετήθηκε, τα μαγαζιά ανοίγουν περισσότερες ώρες. Σε κάποιους τομείς η Ελλάδα πρωτοπορεί.

Ποιο το αποτέλεσμα; Το περιέγραψε προχθές η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), στην ετήσια έκθεση που εκπόνησε το θυγατρικό του Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών. Σύμφωνα με την έκθεση, τα νέα για όσους ακόμη έχουν εργασία, δεν είναι ενθαρρυντικά: η μερική απασχόληση διπλασιάστηκε ως προς το 2008, η προσωρινή απασχόληση αυξήθηκε 28% σε ένα χρόνο, το 18% των εργαζόμενων στο εμπόριο δουλεύουν επτά ημέρες την εβδομάδα, οι απλήρωτες υπερωρίες φτάνουν το 63% των περιπτώσεων. Παράλληλα έχει γενικευτεί το φαινόμενο οι εργαζόμενοι να δηλώνονται ως μερικής απασχόλησης και να δουλεύουν πλήρη ωράρια, για να μην καταβάλλονται πλήρεις ασφαλιστικές εισφορές. Δηλαδή, μεγάλο μέρος της εργασίας μετατρέπεται σε γκρίζα. Το Ινστιτούτο συμπεραίνει: «Η αγορά εργασίας στον κλάδο του εμπορίου απορρυθμίζεται λόγω μεταβολών στο θεσμικό πλαίσιο, αλλά κι εξαιτίας δύο αδυναμιών: Οι εργοδότες αδυνατούν να καταβάλουν τους μισθούς και πολύ περισσότερο τις υπερωρίες, και οι μισθωτοί δεν αντιδρούν φοβούμενοι μη χάσουν τη δουλειά τους ή μήπως διακοπεί η λειτουργία της επιχείρησης».

Είναι προφανές ότι η τέτοια επιδείνωση της εργασίας στην Ελλάδα οφείλεται και στη μεγάλη και πολύχρονη ύφεση, σε συνδυασμό με την επί τετραετία δημοσιονομική λιτότητα. Καμία παρόμοια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε περιβάλλον βαθιάς ύφεσης και λιτότητας. Ωστόσο η ίδια μεταρρυθμιστική συνταγή πάει να εφαρμοστεί στην Ιταλία, που εισέρχεται σε ύφεση, και στη Γαλλία, που βρίσκεται σε στασιμότητα και κάμψη. Με ποιες διαφορετικές προσδοκίες άραγε; Καμία βάσιμη προσδοκία δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αντιθέτως, φαίνεται ότι όλο το ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα σύρεται σε τροχιά απίσχνασης όχι μόνο του κόσμου της εργασίας αλλά και της οικονομικής ανάπτυξης.

Οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις αγοράς και εργασίας αποσκοπούν στην αύξηση της προσφοράς, ενώ το μέγα πρόβλημα φαίνεται να είναι η αδύναμη ή ανύπαρκτη τόνωση της ζήτησης, εφόσον λείπει η ρευστότητα στα νοικοκυριά. Αναμένεται με αγωνία, η μεγάλη κίνηση του Μ. Ντράγκι, για ποσοτική χαλάρωση στο τέλος Ιανουαρίου, η οποία εκτιμάται ότι θα ελαφρώσει τα κρατικά χρέη και θα απελευθερώσει ρευστό.

Οι κυβερνητικές ηγεσίες, εντός και εκτός Ελλάδος, διαβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα ολοκληρώνει επιτυχώς το πρόγραμμα σταθεροποίησης, βγαίνει από την επιτήρηση του μνημονίου και θα αναζητήσει χρηματοδότηση από τις αγορές. Φανερά τουλάχιστον, αυτό λέγεται. Ευλόγως. Η ελληνική κυβέρνηση έχει τους δικούς της λόγους: οφείλει να διακηρύξει την επιτυχία της κατά την εκτέλεση του προγράμματος, μήπως και αποκομίσει πολιτικό όφελος. Το Βερολίνο και οι Βρυξέλες υποστηρίζουν σταθερά τον πολιτικό πυρήνα του προγράμματος που οι ίδιοι επινόησαν, άρα έχουν κάθε λόγο να διακηρύσσουν την επιτυχία του. Πολύ περισσότερο υπό την παρούσα συγκυρία: όταν η Ευρώπη περιδινίζεται γύρω από την κρίση της Γαλλίας και της Ιταλίας, των μεγάλων χωρών-πυλώνων, και όχι γύρω από το περιβόητο «ελληνικό πρόβλημα». Οταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χαράσσει τη δική της νομισματική πολιτική, προκαλώντας φανερά τη δυσαρέσκεια του Βερολίνου. Και όταν οι γεωπολιτικές αναταράξεις στην ευρωπαϊκή μεθόριο και, κατά κύριο λόγο, στη Μέση Ανατολή, επιβαρύνουν όχι μόνο τη στασιμότητα και την ύφεση στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και την ειρήνη στην μείζονα περιοχή.

Το ελληνικό πρόβλημα άρα μπαίνει διακριτικά κάτω από το χαλί των καλών λόγων, για να κερδηθεί χρόνος. Χρόνος για να διευθετηθούν τα προβλήματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, χρόνος για να διεξαχθούν τα κρίσιμα stress tests των συστημικών τραπεζών της ευρωζώνης, χρόνος για να αρχίσουν να αποδίδουν τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης του κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι. Χρόνος επίσης για να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα: οι Ευρωπαίοι βλέπουν ότι η παρούσα δικομματική κυβέρνηση εξασθενεί σταδιακά και ότι είναι πολύ πιθανή, έως την άνοιξη, μια εκλογική αναμέτρηση που μπορεί να οδηγήσει σε άλλο κυβερνητικό σχήμα. Ευλόγως, δεν επιθυμούν να προχωρήσουν σε μακροχρόνιες συμφωνίες στρατηγικού χαρακτήρα με μια κυβέρνηση εν αποδρομή. Το προηγούμενο της επεισοδιακής πτώσης της κυβέρνησης Παπανδρέου το φθινόπωρο του 2011 και του σχηματισμού έκτακτης κυβέρνησης τεχνοκρατών, για την ολοκλήρωση του μνημονίου, είναι δύσκολο ή αδύνατον να επαναληφθεί. Το γνωρίζουν. Γνωρίζουν επίσης ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα είναι κρίσιμη για τη σταθερότητα της χώρας και για την επιβαλλόμενη προσπάθειά της να αναδυθεί από το υφεσιακό σπιράλ και την κοινωνική αποσάθρωση.

Με αυτή την οπτική, μια ενδεχόμενη πολιτική στροφή θα μπορούσε να γίνει ανεκτή. Υπό δύο όρους: Ενας, να συνεχιστεί η ομαλή αποπληρωμή των δανείων. Δύο, να μην ανατραπεί βιαίως η ακολουθούμενη πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, δημιουργώντας προηγούμενο «απείθειας». Στον πρώτο όρο συμφωνούν όλοι οι δανειστές. Στον δεύτερο όρο επιμένει με εντονότερο ζήλο η Γερμανία.

Ο πρώτος όρος προϋποθέτει μια ρύθμιση του χρέους· άλλωστε υπάρχει ρητή δέσμευση των εταίρων δανειστών περί αυτού, αν και χωρίς ποιοτικό προσδιορισμό. Η ρύθμιση του χρέους συζητείται πυρετωδώς στο παρασκήνιο και μια τουλάχιστον μορφή του δημοσιοποιείται διαρκώς: πρόκειται για την επιμήκυνση αποπληρωμής και τη σταθεροποίηση των ήδη χαμηλών επιτοκίων. Σε αυτά προστίθενται ως αιτήματα προς συζήτησιν το μορατόριουμ αποπληρωμής τόκων για ένα χρονικό διάστημα, η σύνδεση της αποπληρωμής με μια ρήτρα ανάπτυξης, και το μερικό κούρεμα. Ρύθμιση θα γίνει· κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η παρούσα Ελλάδα μπορεί να εξυπηρετεί το γιγάντιο χρέος της υπερφορολογώντας τους πολίτες και παράγοντας πλεονάσματα πάνω σε έδαφος ύφεσης, ανεργίας και αποεπένδυσης. Το ζήτημα είναι λοιπόν τι είδους ρύθμιση χρέους θα γίνει ώστε να επιτραπεί στην Ελλάδα να μπει σε ρυθμούς ανάπτυξης και ανασυγκρότησης της οικονομίας της. Εδώ, υπεισέρχεται ο δεύτερος όρος: πώς θα συνυπάρξουν δημοσιονομική πειθαρχία και ανάπτυξη.

Η καγκελάριος Μέρκελ διακριτικά, αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες πιο ανοιχτά, αναγνωρίζουν ότι χρειάζεται επειγόντως ένα αναπτυξιακό σοκ για να αποκολληθεί η οικονομία από το υφεσιακό τέλμα, αφενός, και για να ξαναβρεί συνοχή και δυνάμεις η κοινωνία. Αυτό είναι το κλειδί. Κι εδώ ξαναμπαίνει η πολιτική βούληση και το πολιτικό σχέδιο. Με ποιους πόρους, ποια στρατηγική, προς ποία κατεύθυνση, με ποια ηγεσία, θα επιχειρηθεί η ανασυγκρότηση της πληγωμένης χώρας;

Η γερμανική πρόταση για ανάπτυξη έως τώρα ήταν η συμμετοχή της κρατικής KfW στη δημιουργία του Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου, με έδρα το Λουξεμβούργο. H KfW συμμετέχει με 100 εκατ. ευρώ στο συνολικό κεφάλιο των 700 εκατ. του ταμείου… Αλλοι συμμέτοχοι είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το γαλλικό Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, η Ευρωπαϊκή Τραπεζα Επενδύσεων, το Ιδρυμα Ωνάση, ενώ προβέλεπται η εισροή κονδυλίων από τα ελληνικά ΕΣΠΑ. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του ΕΕΤ αναφέρουμε ότι το ΕΤΕΑΝ (Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης) διαθέτει κεφάλαια 1 δισ. ευρώ και έχει διαθέσει ήδη 700 εκατ. χωρίς να έχει ανασχέσει τη ραγδαία καταστροφή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αλλοι ουδέτεροι αναλυτές υπολογίζουν ότι για το ελληνικό αναπτυξιακό σοκ απαιτούνται συνολικά κεφάλαια έως 50-60 δισ., σχηματιζόμενα από αρχικές συνεισφορές και μοχλεύσεις κεφαλαίων.

Με λίγα λόγια: Ποιος θα είναι υπεύθυνος για τον στρατηγικό σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός προγράμματος ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα για το άμεσο μέλλον. Και είναι πολιτικό ερώτημα, που απαιτεί πολιτική απάντηση, δημοκρατική λειτουργία, προσήλωση στο εθνικό συμφέρον. Από την απάντηση θα εξαρτηθεί η πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας, είτε προς την πρόοδο και την κοινωνική δικαιοσύνη είτε προς πολλαπλές αποκλίσεις και αποκλεισμούς.

Τα διαδοχικά ταξίδια στο Βερολίνο, των πρωθυπουργών της μεγάλης Γαλλίας και της μικρής Ελλάδας, είναι ενδεικτικά του συσχετισμού ισχύος στην Ευρώπη. Και οι δύο πρωθυπουργοί σπεύδουν να ζητήσουν από τη Γερμανίδα καγκελάριο πολιτικό χρόνο και χαλάρωση· διαφορετικά βέβαια ο καθένας. Ο Γάλλος πιέζεται από τις νόρμες του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας και την άνοδο της Μαρί Λεπέν, ο Ελληνας ασφυκτιά υπό το πολλαπλό βάρος της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής, των σαρωτικών διαρθρωτικών αλλαγών, και κυρίως από την ασυγκράτητη ύφεση και ανεργία.

Η καγκελάριος Μέρκελ δεν θα πει στους κ. Βαλς και Σαμαρά, τουλάχιστον προς το παρόν, κάτι ουσιωδώς διαφορετικό από ό,τι διακήρυξε τις περασμένες ημέρες ο υπουργός της επί των Οικονομικών στο γερμανικό κοινοβούλιο. Ο Β. Σόιμπλε, παρουσιάζοντας το προσχέδιο προϋπολογισμού, υποστήριξε μεταξύ άλλων: «Ο,τι είναι καλό για τη Γερμανία, είναι καλό για την Ευρώπη» (όπου καλό είναι οι διαρκώς και καθολικώς ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί) και «πρέπει να σταματήσει η χρηματοδότηση της οικονομίας με δανεικά».

Η πρώτη δήλωση του κ. Σόιμπλε, αποσπασμένη από τον ισοσκελισμό, είναι ικανή να φουντώσει όχι μόνο το τυφλό, άλογο αντιγερμανικό μένος στους δοκιμαζόμενους πολίτες της ευρωζώνης, αλλά και το μίσος των πληττομένων πολιτών εναντίον της δημοκρατίας και της πολιτικής. Ο ακραία ουσιοκράτης κ. Σόιμπλε θεωρεί ότι όλοι οι άνθρωποι, σε όλους τους τόπους, υπό όλες τις περιστάσεις, πρέπει να υπακούουν στις ίδιες αμετάβλητες προσταγές. Η δεύτερη δήλωσή του δείχνει απλώς έναν πολιτικό που δεν μιλά ούτε ως πολιτικός ούτε ως οικονομολόγος, μιλά απλώς σαν ιεροκήρυκας, που κατέχει εξ αποκαλύψεως την μία και μοναδική αλήθεια και κανονίζει τον ιδεατό κόσμο, τον δικό του κόσμο, ερήμην της πραγματικής ζωής και των υλικών της προϋποθέσεων, ερήμην των περιπλοκών της οικονομίας και των απαιτούμενων ελιγμών.

Στην ουσιοκρατία, αν όχι ιδεοληψία, του κ. Σόιμπλε, απαντούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους πολιτικοί και οικονομολόγοι. Εν όψει της προετοιμασίας της συνόδου κορυφής του G20 τον Νοέμβριο, o Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου απηύθηνε έκκληση προς την Ευρώπη και την Ιαπωνία να ενισχύσουν τη ζήτηση και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Στη διάσκεψη πιθανότατα θα συμφωνηθεί μια χρηματοδοτική ενίσχυση της παγκόσμιας οικονομίας με 2 τρισ. δολάρια με άμεση επιδίωξη τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ο κ. Σόιμπλε αντιθέτως επιμένει ότι η εξυγίανση θα έρθει μόνο μέσω λιτότητας.

Ο πρόεδρος της ιταλικής Γερουσίας έχει άλλη άποψη: «Η λιτότητα με κάθε κόστος δεν είναι βιώσιμη», λέει ο Πιέτρο Γκράσο. Στην Ιταλία έχουν συγκεντρωθεί ήδη οι αναγκαίες 500.000 υπογραφές υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος για τον τερματισμό της λιτότητας. Στους υπογράφοντες περιλαμβάνονται 54 βουλευτές του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.

Η επισφαλής ισορροπία των Ολάντ-Βαλς στη Γαλλία, η φυγή προς τα εμπρός του Μάριο Ρέντσι στην Ιταλία, η αστάθεια στην εξαντλημένη Ελλάδα, όλα συνηγορούν υπέρ μιας λελογισμένης απεμπλοκής της ευρωζώνης από την πάση θυσία λιτότητα. Προς το παρόν διαφωνεί η πλεονασματική και βραχυπρόθεσμα κερδισμένη Γερμανία. Εντούτοις, μπροστά μας βρίσκονται δύο μεγάλα ραντεβού: η ευρωπαϊκή διάσκεψη κορυφής για την απασχόληση και την ανάπτυξη, που έχουν ζητήσει οι Ρέντσι-Ολάντ, και η διάσκεψη του G20, όπου η βούληση των ΗΠΑ υπέρ της χαλάρωσης είναι δεδομένη. Για πόσο ακόμη η Γερμανία θα λέει όχι σε όλους και για όλα και με ποιο τίμημα;

H ζωή αντιγράφει την τέχνη, η τέχνη καθρεφτίζει τη ζωή, η τέχνη προεικονίζει το μέλλον. Ολα ισχύουν. Το σκέφτομαι όταν βλέπω ταινίες του Κέν Λόουτς, του Μάικ Λι, του Πάολο Σορεντίνο, του Γιάννη Οικονομίδη· αυτοί μου έρχονται στο νου πρόχειρα, κυρίως επειδή πρόσφατα ξαναείδα το Il Divo μαζί με το νέο Grande Belezza του Σορεντίνο και το Μικρό Ψάρι του Οικονομίδη.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να δεις στο Il Divo, τυπικά μια προσωπογραφία του Τζούλιο Αντρεότι, την πυκνή περιγραφή της ιταλικής πολιτικής ζωής στα μολυβένια χρόνια του ’70 και την εκβολή της στον μπερλουσκονισμό. Είναι μια ευτυχής συναίρεση της τέχνης με την πολιτική, της φόρμας με το περιεχόμενο, της ενόρασης του καλλιτέχνη με την διαύγεια του δοκιμιογράφου. Ο Πάολο Σορεντίνο αφηγείται τον σκοτεινό πυρήνα της πολιτικής, της εξουσίας, σκιτσάροντας ταυτοχρόνως μες στις σκιές την ανθρώπινη ψυχή, και δείχνοντας την εξουσία ως κοινοτοπία με τεράστια τονικότητα. Ο Μακιαβέλι κινηματογραφημένος σαν docudrama.

Με άλλη φόρμα στην Grande Belezza, λιγότερο μπαρόκ αλλά αναλόγως φαντασμαγορική και πολυπρισματική, ο Σορεντίνο κινηματογραφεί πλονζέ και κοντρ-πλονζέ, σε ομόκεντρους κύκλους, την ψυχή της Ρώμης, της Ιταλίας, της Ευρώπης. Σήμερα. Την ψυχική πτώση, την ηθική παρακμή, το πνευματικό γήρας, τη μοναξιά, τον ναρκισσισμό, τον εγωτισμό του Ευρωπαίου διανοούμενου, του αστού, του ανέστιου. Η Ευρώπη υψώνεται σαν σωρός ερειπίων προς το μέλλον· στη βάση του σωρού απομένει το μεταφυσικό ρίγος, η αναζήτηση του απολεσθέντος ιερού, μέσα από οράματα και αμφισημίες.

Εδώ ο ιδιοφυής Ναπολιτάνος προεκτείνει τους κινηματογραφικούς διδάχους της italianità, οι οποίοι μέσα απ’ τις «ιταλικές» ταινίες τους έδωσαν αισθητό σχήμα στην ευρωπαϊκότητα, στην ψυχή της Ευρώπης. Ταυτοχρόνως, ανατρέχει και πάλι στους μαέστρους της Αναγέννησης· μετά τον Μακιαβέλι, στον νεοπλατωνικό Μπαλτασάρε Καστιλιόνε. Μα προπάντων ζωγραφίζει την Αιωνία Πόλη, λίκνο της ελληνορωμαϊκής-χριστιανικής Ευρώπης, σαν ενιαίο χώρο ζώντων και νεκρών, όπου η τέχνη είναι πιο δραστική από τους ανθρώπους. Χωρίς να θρηνεί όμως: ο κόσμος αυτός τελειώνει με έναν γδούπο, όχι μ’ έναν λυγμό. Ο Ματέο Ρέντσι χορεύει κάτω από την φωτεινή επιγραφή Martini το ρεμίξ της Ραφαέλα Καρρά.

Στο Μικρό Ψάρι, ο ρεαλιστής Γιάννης Οικονομίδης ακολουθεί τη στέρεη φόρμα του νουάρ, ειδικότερα του μελβιλικού νουάρ, για να φτιάξει μια διαυγή πολαρόιντ της Ελλάδας της διαρκούς κρίσης, της Ευρώπης της κρίσης, της Ευρώπης-κρίσης. Κάτω από το ψυχρό διαυγές φως του αττικού χειμώνα, περιαστικές γειτονιές χωρίς κανένα χαρακτήρα, απαράλλαχτες με τα γαλλικά, ιταλικά, σκοτσέζικα εργατικά προάστια, μια μεσογειακή-βαλκανική suburbiana, ρημαγμένα εργοτάξια, καφενεία φορτηγατζήδων στα ρέλια της Εθνικής οδού, οι ου τόποι ενός ευρωπαϊκού Mid-West.

Διπλές ζωές, κρυμμένες ζωές; Ουτε καν. Γυμνές ζωές. Κενές νοήματος, σαν τα άδεια βλέμματα, σαν τα ασυνάρτητα λόγια. Ολα πουλιούνται, όλα προδίδονται. Οι ήρωες κινούνται σαν ανδρείκελα που τα σπρώχνει βίαια μια μοίρα απανθρωπισμού, που τα καίει η εκδίκηση και η άγρια χαρά της σύγκρουσης, ας είναι και μάταιης, χαμένης από χέρι. Ετσι κινείται αμίλητα ο εκτελεστής Στράτος, το χέρι του δεν το οπλίζει το σχέδιο μιας βούλησης, αλλά το ένστικτο και η ανάγκη, το κακό ως αναπόφευκτο, έως ότου ξεχειλίσει από την αίσθηση του τραγικού.

Στις προηγούμενες ταινίες του (ιδίως, «Σπιρτόκουτο» και «Ψυχή στο στόμα») ο Οικονομίδης προεικόνιζε τη γυμνή ζωή της κρίσης που δεν είχε σκάσει ακόμη, ανασκάπτοντας στα ρείθρα του μέινστρημ, στα χαμηλά της οικογένειας, στο λαϊκό περιθώριο· φιλμάριζε νατουραλιστικά την εξαίρεση και την πρόβαλε στο όλον. Στον καιρό της κρίσης, η εξαίρεση είναι κανόνας. Το Μικρό Ψάρι αποπλέει από αυτό τον κανόνα· μπαίνει πια στα νερά του πιο σκοτεινού pulp, στον ψυχρό κόσμο των διαταραγμένων του Jim Thompson, στον κόσμο των κινηματογραφημένων The Killer Inside Me και Pop. 1280 (Coup de Torchon). Πρόκειται για ατομικές διαδρομές στη δυστοπία, εκτός κοινωνίας· η κοινωνία απλώς ζωγραφίζεται σαν δυσφορικό φόντο.

Σε αυτή τη διαδρομή, η διαυγής σιωπηλή δυστοπία του Οικονομίδη, ένας χορός νεκροζώντανων, συναντά υπογείως, στο πλατωνικό τούνελ της απόδρασης, το ρωμαϊκό κοιμητήριο μορφών, ιδεών και αγαλμάτων του Σορεντίνο, έναν χορό υπερκορεσμένων της παρακμής. Το pulp συναντά απρόσμενα το κάλλος, εφάπτονται, τέμνονται, ανακατεύουν τα χρώματά τους, σκιαγραφούν την Ευρώπη του 21ου αιώνα σαν προσδοκία και σαν φόβο.

berlinguer232

Πριν από λίγες ημέρες η διεθνής κοινή γνώμη θυμήθηκε πάλι πώς ο δημοκρατικός πρόεδρος Σαλβαντόρ Αλιέντε έπεφτε νεκρός, την 11 Σεπτεμβρίου 1973, από τις σφαίρες των πραξικοπηματιών του δικτάτορα Πινοτσέτ. Το μεγαλύτερο δημοκρατικό πείραμα της Λατ. Αμερικής και του κόσμου έπαιρνε τέλος, μόλις έξι μήνες μετά την εκλογική νίκη της Λαϊκής Ενότητας του Αλιέντε. Ο Χιλιανός ηγέτης είχε κερδίσει την κυβέρνηση ειρηνικά, κοινοβουλευτικά, αλλά δεν μπόρεσε να πάρει ποτέ την εξουσία.

Η ιστορική ήττα του δημοκρατικού σοσιαλισμού στη Χιλή διέψευσε τις προσδοκίες των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη για μια ειρηνική ανάληψη της εξουσίας. Ελάχιστες μέρες μετά το πραξικόπημα στη Χιλή, ο διακεκριμένος ηγέτης του μεγαλύτερου κομμουνιστικού κόμματος της Δύσης, ο μαρκήσιος Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, δημοσίευσε τρία άρθρα στην επιθεώρηση Rinascita (ελλην. μετάφραση: Ιστορικός συμβιβασμός, εκδ. Θεμέλιο), με τα οποία άλλαξε την ιστορική πορεία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και των αντίστοιχων κομμάτων στην Ευρώπη. Η στρατηγική απόληξη των άρθρων του Μπερλινγκουέρ ήταν ο περίφημος «ιστορικός συμβιβασμός» (compromesso storico): το ΙΚΚ θα ακολουθούσε μια πολιτική ευρύτατων συμμαχιών, με τους σοσιαλιστές και τους καθολικούς, για να απεμπλακεί οριστικά από τη «στρατηγική της έντασης» που προωθούσαν οι νεοαφασίστες και για να τερματίσει τον αποκλεισμό του από την εξουσία, έτσι ώστε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση για ενίσχυση και μεταρρύθμιση του δημοκρατικού κράτους. Με τα λόγια του:

«Η αντιπαράθεση και η μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στα κόμματα που έχουν βάση μέσα στο λαό και από τα οποία σημαντικές μάζες του λαού αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται, οδηγούν στη ρήξη, στον κυριολεκτικό διχασμό της χώρας, που θα ήταν μοιραίος για τη δημοκρατία και θα παρέσυρε τα ίδια τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους.

»Έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, πάντα πιστεύαμε -και σήμερα η εμπειρία της Χιλής μάς ενισχύει αυτή την πεποίθηση- πως ή ενότητα των κομμάτων των εργαζόμενων και των δυνάμεων της αριστεράς δεν αρκεί για την εγγύηση της προστασίας και της προόδου της δημοκρατίας, όταν βρεθούν αντιμέτωπες με ένα άλλο συνασπισμό κομμάτων, που εκτείνεται από το κέντρο μέχρι την άκρα δεξιά.

»[…] Θα ήταν εντελώς απατηλό το να σκεφτεί κανείς, ακόμα κι αν τα κόμματα και οι δυνάμεις της αριστεράς κατόρθωναν να φθάσουν το 51% των ψήφων και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (πράγμα που από μόνο του θα ήταν ένα πελώριο προχώρημα στο συσχετισμό δυνάμεων στην Ιταλία), πως ένα τέτοιο ποσοστό θα επαρκούσε δήθεν για την επιβίωση και την επιτυχία της κυβέρνησης που θα εξέφραζε μία παρόμοια πλειοψηφία.

»Να γιατί εμείς μιλάμε όχι για μια ‘αριστερή εναλλακτική λύση’, άλλα για μια ‘δημοκρατική εναλλακτική λύση’, δηλαδή για την πολιτική προοπτική της συνεργασίας και της συνεννόησης των λαϊκών δυνάμεων, κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής έμπνευσης, με τις λαϊκές δυνάμεις, καθολικής έμπνευσης, χωρίς βέβαια να εξαιρούνται και άλλοι, δημοκρατικοί πολιτικοί σχηματισμοί.»

Ο πειρασμός για αναλογίες είναι ισχυρός. Βεβαίως οι διαφορές είναι δομικές και περισσότερες από τις ομοιότητες, και ο ιστορικός αναγωγισμός είναι πάντα επικίνδυνος και σφαλερός. Ωστόσο οι διανοητικές και πολιτικές προκλήσεις του καιρού μας είναι ανάλογες, η δε ανάγκη για λυσιτελείς και ρηξικέλευθες απαντήσεις είναι ίδια.

Η Ιταλία στη δεκαετία του ’70 αντιμετωπίζει οικονομική και πολιτική κρίση, το ΙΚΚ έχει το 27% έως το 34,4% των ψήφων, αλλά παραμένει εκτός κυβέρνησης από το 1947, οι νεοφασίστες, με εκλογική δύναμη γύρω στο 7%, εφαρμόζουν τη στρατηγική της έντασης και απειλούν με εμφύλιο ― πρακτικές που θα αποκαλυφθούν αργότερα σαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου αποσταθεροποίησης, του Gladio, που περιλάμβανε τη Μαφία, τη στοά Ρ2 και την τράπεζα του Βατικανού Banco Ambrosiano.

Η Ελλάδα του 2013 δοκιμάζεται από πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική κρίση επί τέσσερα σχεδόν χρόνια, το πολιτικό σύστημα κλονίζεται από κρίση νομιμοποίησης, ο νεοναζισμός καταγράφεται εκλογικά στο 7% και εφαρμόζει τη δική του στρατηγική έντασης, στην οποία εντάσσεται και η πρόσφατη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα. Τέλος, ένα αιφνιδίως γιγαντωμένο κόμμα της αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει σκοράρει 27% και διεκδικεί με σοβαρές πιθανότητες την πρωτιά σε επόμενες εκλογές, άρα και τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση.

Κυβέρνηση της αριστεράς ή κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με την αριστερά; Ο Μπερλινγκουέρ είχε θέσει το δίλημμα και είχε απαντήσει υπέρ του δεύτερου σκέλους. Την ίδια απάντηση δίνει και ο Αλέξης Τσίπρας του ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του άλλωστε σε ένα βαθμό είναι κληρονόμος της παράδοσης του ευρωκομμουνισμού. Για να αποκτήσει όμως περιεχόμενο η απάντηση υπέρ μιας μετωπικής δημοκρατικής κυβέρνησης, πρέπει πρώτα να υπάρξουν κι άλλες προϋποθέσεις. Κυρίως, με ποιες συμμαχίες και με πολιτικές δυνάμεις θα σχηματισθεί αυτή η κυβέρνηση; Βάσει ποίων προγραμματικών αρχών; Μπορεί να διαρκέσει μια κυβερνητική συμμαχία αν συγκολληθεί μόνο για την απόκρουση της άκρας δεξιάς; Πολύ περισσότερο, που η λυδία λίθος για σύγκλιση θα είναι η εφαρμογή ή μη του μνημονίου λιτότητας, και συνακολούθως η στρατηγική ανασυγκρότησης της χώρας.

Η νεοναζιστική απειλή γιγαντώθηκε εξαιτίας της δεινής κρίσης. Και θα ξεριζωθεί μόνο όταν θα αρχίσουν να αίρονται οι δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης, η ανεργία, η ύφεση, η ανασφάλεια. Το compromesso storico του Αλέξη Τσίπρα είναι κατά πολύ δυσχερέστερο από αυτό του Μπερλινγκουέρ, στο μέτρο που το ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι δυσμενές ή και εχθρικό σε τέτοια ιστορικά πειράματα, και με δεδομένη την διαφορετικού βαθμού εξάρτηση των δύο χωρών από ξένες δυνάμεις. Η Ιταλία του ’73 ήταν σε κρίση, αλλά δεν ήταν οιονεί αποικία χρέους, όπως η Ελλάδα του 2013. Οι δυσκολίες και οι διαφορές δεν σταματούν εδώ: για τον ιστορικό συμβιβασμό χρειάζονται περισσότεροι του ενός εταίροι. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ο αντίστοιχος Αλντο Μόρο, ο προνομιακός συνομιλητής του χαρισματικού Μπερλινγκουέρ. Ούτε καν ένας μακιαβελικός Τζούλιο Αντρεότι ή ένας ασταθής Μπετίνο Κράξι. Εξάλλου η ιστορική εμπειρία έδειξε εκ των υστέρων, ότι παρότι ο Μπερλινγκουέρ συνέλαβε μια ιδιοφυή στρατηγική, στην πράξη το σχέδιο απέτυχε παταγωδώς και το ΙΚΚ του 34% εξαφανίστηκε.

Παρ’ όλ΄αυτά. Η στρατηγική αξία του ιστορικού συμβιβασμού παραμένει, τουλάχιστον ως αφορμή για τολμηρές συγκλίσεις και υπερβάσεις σε άλλα επίπεδα.

Η τρέχουσα περιπέτεια της Κύπρου επαναβεβαιώνει την αρχή: οι συμμαχίες είναι δυναμικές, αναπροσδιορίζονται ανά πάσα στιγμή βάσει ιδίων συμφερόντων. Ο Δ. Χριστόφιας και ο Ν. Αναστασιάδης έσφαλαν αντιδιαμετρικά. Ο μεν υπερεκτίμησε τον ρωσικό παράγοντα, ο δε υποεκτίμησε το κόστος της άνευ όρων συμμόρφωσης. Αμφότεροι υποτίμησαν την ιστορική ευθύνη έναντι του λαού που τους εψήφισε. Ολοι έσφαλαν στην εκτίμηση του ραγδαία αυξανόμενου εκγερμανισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ιδίως της ευρωζώνης όπου η Γερμανία επιβάλλει ωμά στους αδύναμους εταίρους το δικό της μίγμα πολιτικών πρακτικών, ακόμη και μονόδρομους επιβίωσης. Αυτό περιέγραψε παγωμένος από τρόμο ο υπουργός Οικονομικών της Μάλτας, που καθόταν ανάμεσα στον Γερμανό και τον Κύπριο ομόλογό του την κρίσιμη Παρασκευή. Αυτό περίπου ψέλισαν οι υπουργοί της Ισπανίας και του Λουξεμβούργου.

Εν όσω η άλλοτε ισχυρή Γαλλία θα σιωπά και η Ιταλία θα παραμένει ακέφαλη, η Γερμανία θα επιβάλλει τη βούλησή της και το εθνικό της συμφέρον ως ad hoc ευρωπαϊκό κανόνα. Οι θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αρχές της ειρήνης, της αλληλεγγύης, της ισονομίας και της σύγκλισης ερμηνεύονται τώρα αποκλειστικά υπό το πρίσμα της οικονομικής ισχύος.

Η τριετής διαχείριση της κρίσης στην ευρωζώνη μάς δείχνει επίσης μια κρίσιμη μετατόπιση εξουσίας στην Ευρώπη: η Κομισιόν και το Ευρωκοινοβούλιο έχουν υποκατασταθεί από το Eurogroup, την ΕΚΤ και το Βερολίνο. Ακόμη και από το ΔΝΤ. Οι μεγάλες αποφάσεις δεν λαμβάνονται πλέον από εκλεγμένα ή λογοδοτούντα διακρατικά όργανα. Οι κ. Ολι Ρεν, Μπαρόζο, Βαν Ρομπάι είναι σχεδόν γραφικές φιγούρες, εκπροσωπούν την αυτοαναπαραγωγή των χρυσοπληρωμένων fonctionaires των Βρυξελών, αλλά ελάχιστα τις ιστορικές αρχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και δημοκρατίας· και τρέμουν μπροστά στη γερμανική ηγεσία.

Η κατατρόπωση της μικροσκοπικής Κύπρου ωστόσο μακροπρόθεσμα δεν είναι νίκη της Γερμανίας. Είναι ρωγμή στην ευρωζώνη και μια ακόμη αφορμή για ευρωσκεπτικισμό και αντιγερμανικά αισθήματα.

grillo-dario-fo

Το νέο πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία, πολύμορφο και ασταθές, με νέους και παλαιούς παίκτες, ενδεχομένως προοικονομεί άλλες ισορροπίες μέσα στην Ευρώπη της κρίσης. Το εκλογικό αποτέλεσμα αναδεικνύει πρώτη την Κεντροαριστερά του Μπερσάνι, αλλά σε απόσταση αναπνοής από τη Δεξιά του Μπερλουσκόνι και από τον απρόβλεπτο λαϊκιστή Γκρίλο. Και οι τρεις μπορούν να ισχυρίζονται ότι νίκησαν: Ο Μπερσάνι διότι πιθανόν θα βρεθεί επικεφαλής μιας κυβέρνησης, αν και μάλλον αδύναμης. Ο Μπερλουσκόνι διότι νεκραναστήθηκε και απειλεί να τιμωρήσει αυτούς που τον ανέτρεψαν. Και φυσικά ο Γκρίλο, που ανέβηκε στην κορυφή από το πουθενά.

Ποιος έχασε; Ο κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός Μόντι είναι ο μεγάλος ηττημένος, όχι τόσο λόγω του χαμηλού σκορ, όσο επειδή εγκατέλειψε τη θέση τού υπεράνω κομματικών παθών τεχνοκράτη και τις υποσχέσεις του, εκτέθηκε στη λαϊκή κρίση και βρέθηκε ελλιπής. Ηττημένη άρα μπορεί να θεωρηθεί εν συνόλω η πολιτική λιτότητας, που εφάρμοσε η διακομματική κυβέρνηση Μόντι, ακολουθώντας τη γραμμή των Βρυξελλών και του Βερολίνου για δημοσιονομική πειθαρχία και περιορισμό των μισθών. Υπό αυτή την έννοια, τραυματίζεται και η πολιτική Μέρκελ, για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρωζώνη και για εμπέδωση της γερμανικής ηγεμονίας.

Μεγάλος νικητής είναι ο κωμικός Μπέπε Γκρίλο με το Κίνημα Πέντε Αστέρων: το καινοφανές μόρφωμα μεταμοντέρνου λαϊκισμού εν πολλοίς εκφράζει τους ποικίλους Αγανακτισμένους των εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων, οι οποίοι πλήττονται από την κρίση και απορρίπτουν βίαια τα παραδοσιακά κόμματα. Οι Γκριλίστι, κινούμενοι εκτός των συμβατικών ΜΜΕ, με χαρακτηριστικά κοινοτισμού grassroots που εκδηλώνονται με δημόσιες συναθροίσεις και έντονη χρήση των διαδικτυακών κοινοτήτων και εργαλείων, υπό μία έννοια είναι η άναρθρη, άγαρμπη, τυφλή, πλην αποτελεσματική, εκδίκηση των άφωνων πολιτών απέναντι στον μαρασμό της αντιπροσώπευσης και την κατίσχυση των αγορών έναντι της πολιτικής. Η δική τους ατελής αντι-πολιτική είναι μια έκφραση του πολιτικού από το πλήθος στην εποχή της μεταδημοκρατίας.

Αν αναζητούσαμε κάποιες αναλογίες, στην Ελλάδα οι Αγανακτισμένοι κινήθηκαν εκλογικά προς τρεις κατευθύνσεις: τους συνταγματικούς ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξάρτητους Ελληνες και τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Στην Ιταλία τους απορρόφησε όλους σχεδόν ο αντισυστημικός μη φασίστας Γκρίλο σε μια διαρκή καρναβαλική εκδραμάτιση, και εν μέρει ο παλαιοκομματικός φθαρμένος Μπερλουσκόνι με τους δικούς του θεατρινισμούς.

Ενα χαρακτηριστικό, εκτός του λαϊκισμού, που μοιράζονται, σε διαφορετικό βαθμό, Μπερλουσκόνι και Γκρίλο: η εναντίωση στην ηγεμονία της Γερμανίας και η αφύπνιση της εθνικής υπερηφάνειας. Ο κωμικός επιπλέον διακηρύσσει ανοιχτά τον ευρωσκεπτικισμό του. Αυτό το στοιχείο ίσως έχει τη μεγαλύτερη διευρωπαϊκή επιρροή: η τρίτη μεγαλύτερη χώρα της Ευρωζώνης, η έβδομη οικονομία του πλανήτη, με 2 τρισ. χρέος και βυθισμένη στη μακρύτερη ύφεση των τελευταίων είκοσι χρόνων, αμφιβάλλει για την κοινή ευρωπαϊκή μοίρα.

Ο σπασμός του μεγάλου ιταλικού λαού, υπό την πίεση της κρίσης, διατυπώνεται τώρα με όρους που μπορούν να αυξήσουν απρόβλεπτα την εντροπία του ήδη ασταθούς ευρωσυστήματος.

Το διαφαινόμενο τέλος της κυβέρνησης Μόντι στην Ιταλία και η προκήρυξη εκλογών τον Μάρτιο ξαναδείχνουν τον βαθύτατα πολιτικό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής κρίσης. Ο κορυφαίος αναλυτής των Financial Times, μετριοπαθής φιλελεύθερος Βόλφγκανγκ Μούνχαου, επισημαίνει ότι οι έπαινοι προς τον κ. Μόντι «βασίστηκαν στην ιδέα ότι τα προβλήματα της Ιταλίας θα μπορούσαν να λυθούν εάν παραμεριστεί η πολιτική, εάν επιβληθούν λίγες μεταρρυθμίσεις και αρκετή λιτότητα». Ομως μετά ένα χρόνο διακυβέρνησης Μόντι η ιταλική οικονομία βυθίζεται στην ύφεση, ενώ το χρέος δεν έχει γίνει ευκολότερα διαχειρίσιμο· οι πολιτικοί καλούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Ο Μούνχαου στηλιτεύει επίσης την υποχωρητική στάση του κ. Μόντι έναντι της Αγκελα Μέρκελ στο θέμα του ευρωομολόγου: η υποχώρηση εξυπηρετεί το πολιτικό συμφέρον της Γερμανίδας καγκελαρίου, αλλά υπονομεύει το συμφέρον της Ιταλίας.

Η πολιτική αστάθεια στην Ευρώπη και η παράλληλη ανάδυση του γερμανικού ηγεμονισμού επισημαίνεται και από έναν άλλο αναλυτή, ακαδημαϊκής προελεύσεως, τον Ιρλανδοαμερικανό Πέρι Αντερσον. Ο διάσημος καθηγητής Ιστορίας στο UCLA διαπιστώνει ότι αντιμέτωπη με την κρίση του 2008 η Ευρώπη δεν μπόρεσε να αντιδράσει όπως οι ΗΠΑ, με κρατικές ενέργειες μεγάλης κλίμακας που απέτρεψαν την ύφεση, για δύο λόγους: ο ένας είναι ο ιδρυτικός περιορισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με τον οποίο της απαγορεύεται να προβεί σε αγορά κρατικού χρέους.

Ο δεύτερος λόγος είναι σημαντικότερος ίσως: Είναι η ανυπαρξία του κοινού πεπρωμένου ενός ευρωπαϊκού έθνους, κατά την εννοιολόγηση του Μαξ Βέμπερ· τέτοιο ευρωπαϊκό έθνος δεν υπάρχει, άρα δεν υπάρχει ούτε κοινό πεπρωμένο ούτε αμοιβαιοποιημένο χρέος. Τη στιγμή της κρίσης κάθε έθνος-κράτος βρέθηκε μόνο του, ενώ η Γερμανία διεκδίκησε για τον εαυτό της τον ηγετικό ρόλο του ισχυρού σε μια ασύμμετρη ομοσπονδία αδυνάτων. Ο Αντερσον παραλληλίζει την παρούσα γερμανική αξίωση με τον ρόλο που επεφύλασσε για την ισχυρή Πρωσία ο Βίσμαρκ έναντι της αδύναμης Βαυαρίας και των άλλων κρατιδίων, στο πλαίσιο του 2ου Ράιχ. Στη θέση της Βαυαρίας ο Αντερσον βλέπει σήμερα τη Γαλλία.

Οι στενάζοντες από την ύφεση και την ανεργία Ελληνες, Πορτογάλοι, Ιρλανδοί, Ισπανοί, σύντομα ίσως και οι Ιταλοί, δεν είναι απλώς «λάθος», αποκλίνοντες από την ευρωπαϊκή ορθότητα. Απεναντίας, φαίνεται ότι ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται σε μια ιστορική καμπή, κατά την οποία οι παλιές διευθετήσεις, από το Μάαστριχτ έως την ΟΝΕ και τη Λισσαβώνα, όχι μόνο καταρρέουν αλλά προβάλλουν πλέον ως εμπόδια για τη λυσιτελέστερη προσαρμογή των Ευρωπαίων στα νέα ιστορικά δεδομένα. Ποια είναι αυτά; Στην έκθεση του ΟΟΣΑ «Looking to 2060», για την κατανομή του Παγκόσμιου Ακαθάριστου Προϊόντος, μεταξύ 2011 – 2030, η παρούσα διάταξη οικονομικών δυνάμεων ανατρέπεται. Οι ΗΠΑ, με μερίδιο 23% το 2011, θα υποχωρήσουν το 2030 στο 18% και η Ε.Ε. από το 17% θα περιοριστεί στο 12%. Ποιοι αυξάνονται; Η Κίνα, από 17% σε 28%, και η Ινδία, από 7% σε 11%. Και η Ελλάδα; Θα παλεύει έως τότε να καταστήσει βιώσιμο το χρέος της…

Από τους πρώτους μήνες της κρίσης είδαμε να αναδύονται στην Ευρώπη, στην πολιτιστική και πολιτική μας οικογένεια, οι βλαστοί της ασυνεννοησίας και των εθνικιστικών στερεοτύπων. Η οικονομική κρίση του 2008 βρήκε την Ευρώπη ανέτοιμη, με ευάλωτη αρχιτεκτονική στο κοινό της νόμισμα, αλλά κυρίως χωρίς κοινή οικονομική και πολιτική διακυβέρνηση, άρα χωρίς μηχανισμούς αντιμετώπισης κρίσεων. Η πτώση της Ελλάδας στην παγίδα του χρέους δεν αντιμετωπίστηκε ως τέτοια, έγκαιρα και αποφασιστικά.

Αντιθέτως, η δογματική Γερμανία που απολάμβανε αυτάρεσκα την ενοποίησή της και τα εμπορικά της πλεονάσματα, όπως απέτρεπε τη δημοκρατική συμμετρική ενοποίηση της Ευρώπης για να χαίρεται την εφήμερη ηγεμονία της, με τον ίδιο ακριβώς δογματισμό στοχοποίησε την όντως άφρονα Ελλάδα ως μοναδικό ασθενή στον ευρωπαϊκό παράδεισο. Σπατάλη χρόνου, ανανακόλουθες πράξεις, τιμωρητικός και ηθικολογικός λόγος: οι Ελληνες στιγματίστηκαν στα λαϊκά ταμπλόιντ ως υβριστές τζίτζικες και το Βερολίνο παρήγαγε ευρωπαϊκή πολιτική βάσει αυτού του στιγματισμού εσωτερικής κατανάλωσης. Το αδύναμο και καιροσκοπικό Παρίσι του Σαρκοζί ακολούθησε. Ακολούθησαν κι άλλες θραύσεις ασθενών κρίκων, αλλά η αλυσίδα παρέμενε υπερηφάνως υγιής, προσηλωμένη στα ιδεώδη της δημοσιονομικής ορθοδοξίας. Αλλωστε τα PIIGS του Νότου και της περιφέρειας ήταν ανέκαθεν προσφιλείς, καίτοι ου φωνητοί, στόχοι του πλούσιου και εύτακτου Βορρά. Ηταν οι συνήθεις ύποπτοι.

Δύο χρόνια μετά την πρώτη τιμωρητική χημειοθεραπεία του Ελληνος ασθενούς και τις άλλες δύο οδυνηρές διασώσεις σε Πορτογαλία και Ιρλανδία, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να χάσει όσα πολιτικά κέρδη αποκόμισε επίπονα επί μισό αιώνα. Η ακαμψία και μυωπία του γαλλογερμανικού άξονα οδηγεί σε κατάρρευση το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, αφού προηγουμένως έχει σπρώξει στην απόγνωση την κοινωνία της. Πορτογαλία και Ιρλανδία στενάζουν κάτω από μνημόνια· η Ισπανία παραλύει κοινωνικά από την ανεργία και την ύφεση· η Ιταλία του G7 απειλείται από τις αγορές και κυβερνάται από εξωκοινοβουλευτικούς.

Η κρίση του 2008 έδειξε ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα εκινείτο έως τότε αυτονομημένο και ανεξέλεγκτο από το πολιτικό σύστημα· όταν εκτροχιάστηκε, όμως, διασώθηκε από τους πολιτικούς με χρήματα των φορολογουμένων πολιτών. Τέσσερα σχεδόν χρόνια αργότερα, τα δημοκρατικά κράτη της Ευρώπης, τα οποία έσωζαν τράπεζες, γκρεμίζονται, κλονίζονται, απειλούνται. Και οι φορολογούμενοι λαοί παρακολουθούν ενδεείς την απομείωση της αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και σύνολης της δημόσιας σφαίρας.
Η Ελλάδα βρίσκεται στο βαθύτερο, στο σκοτεινότερο σημείο αυτής της δίνης. Ο λαός της υποφέρει και θυσιάζεται επί δύο χρόνια, χωρίς να δει μια χαραμάδα με φως. Ο ανορθολογισμός εισβάλλει με βήμα χήνας στο πολιτικό προσκήνιο· μια μεταμοντέρνα Βαϊμάρη ξεπροβάλλει πάνω σε οικονομικό φόντο με δείκτες πολέμου. Η Ευρώπη τώρα αρχίζει να μαθαίνει από το ελληνικό πάθημα, αργά, βασανιστικά αργά: ο πολιτικός δογματισμός, η ακαμψία, η θρησκοληψία του σκληρού νομίσματος, σκοτώνουν τους λαούς, τη δημοκρατία, την ίδια την Ευρώπη.

Oι σημερινές εκλογές δεν γέμισαν χαρτί τους δρόμους και τα γραμματοκιβώτια, οι αφίσες ήταν λίγες, οι ανοιχτές συγκεντρώσεις λιγοστές και ήσυχες, η ζωή πολύ λίγο μετακινήθηκε από τον μελαγχολικό, συγκρατημένο ρυθμό της. Η ζωή έχει άλλάξει έτσι κι αλλιώς, από καιρό, δεν είναι ίδια· κυλάει με απρόοπτους κυματισμούς, γκρεμίζεται, αναπηδά και ξαναπέφτει, γεμάτη ρυτίδες και αναστατώσεις. Δεν ήταν ένα βότσαλο η χρεοκοπία, είναι βροχή από πέτρες ασταμάτητη.

Οι εκλογές είναι μια μικρή ανάπαυλα στη συναισθηματική και διανοητική καταιγίδα. Και επανέλεγχος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: λειτουργεί. Ο λαός ανασυντάσσεται σαν λαός, αφήνει προσώρας τους χαρακτήρες του πλήθους ή του όχλου, και καλείται να εκφράσει τη βούλησή του. Οσο αντιλαμβανόμαστε τους ανθρώπους γύρω μας, αντιλαμβανόμαστε ότι κυριαρχούνται από αντιφατικά συναισθήματα, κοντοστέκουν αμφίθυμοι και αμφίβουλοι μπρος την τελετουργία της κάλπης, για πρώτη φορά ίσως ζυγίζουν τόσο βαριά την ψήφο τους, τη νιώθουν ασήκωτη. Ρωτούν συγγενείς, φίλους, νεότερους: Τι να ψηφίσουμε; Στέκουν μπροστά στο παραβάν ανταριασμένοι.

Πίσω όμως από τα έντονα, συχνά βίαια, συναισθήματα, πίσω από την οργή, τον φόβο, την απόγνωση, διακρίνουμε εξίσου έντονα τα λογικά ερωτήματα: Τι κάνουμε από Δευτέρα; Τι πραγματικά περιθώρια θα έχει όποια κυβέρνηση προκύψει, εκ συγκλίσεως ή εξ ανοχής, να εφαρμόσει το Μνημόνιο αυτούσιο και εντός χρονοδιαγράμματος; Τι περιθώρια υπάρχουν για ήπια αναδιαπραγμάτευση, για χρονική παράταση λ.χ.; Και τι περιθώρια υπάρχουν για ριζική αναδιαπραγμάτευση, αυτή που τάζει η αντιμνημονιακή ρητορική;

Κατά την εκτίμησή μας, τα περιθώρια αναδιαπραγμάτευσης είναι λιγοστά· υπαρκτά μεν, λαμβανομένης υπ’ όψιν της πανευρωπαϊκής ρευστότητας, λιγοστά δε. Η διαφαινόμενη εκλογή Ολάντ στη Γαλλία μπορεί να κάμψει τη δημοσιονομική πειθαρχία του γαλλογερμανικού άξονα, αλλά δεν θα τη θραύσει και ασφαλώς ό,τι γίνει θα γίνει μεσοπρόθεσμα και σταδιακά. Οι ενδείξεις για κάμψη της γερμανικής ορθοδοξίας υπάρχουν ήδη: εκτός από τον Ολάντ που έθεσε ευθέως θέμα αναθεώρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, το θέτει και η Ιταλία του Μόντι, διακριτικά μα επίμονα, το θέτει η Ισπανία που στενάζει, και βέβαια και οι μικροί εταίροι που τελούν υπό κηδεμονία Μνημονίου. Αλλά η μεταστροφή δεν θα είναι ταχεία.

Αρα η νέα ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται απεγνωσμένα χρόνο, διπλωματικό χρόνο, διαπραγματευτικό χρόνο. Ομως ο χρόνος κατασπαταλήθηκε: και όταν τον είχαμε αρκετό, το 2009-10, και όταν είχε απομείνει λιγοστός, το φθινόπωρο του 2011. Ωστε τώρα η νέα κυβέρνηση, που θα προκύψει υπό το φως νέων ιστορικών δεδομένων, δεν θα διαθέτει διπλωματικό κεφάλαιο και διαπραγματευτικό απόθεμα.

Πολύ περισσότερο που η νέα κυβέρνηση, ακόμη κι αν εξασφαλίσει ψήφους εμπιστοσύνης ή ψήφους ανοχής, θα διαθέτει τυπική μόνον νομιμοποιητική βάση και ισχνό ή ανύπαρκτο πολιτικό κεφάλαιο, ενώ θα έχει μπροστά της τιτάνιο έργο: να εξασφαλίσει πλήρη και κατά προτεραιότητα την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων, με την οικονομία βυθιζόμενη σε ύφεση και την κοινωνία έξαλλη και φοβισμένη. Η αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου στην παρούσα φάση άρα δεν φαίνεται εφικτή άμεσα και ριζικά. Η πολιτική ωστόσο είναι κατεξοχήν δυναμική κατάσταση· το εργαστήριο Ελλάς ενδεχομένως να τεθεί σε επόμενο στάδιο πειραματισμών, να δοθεί παράταση. Αυτό είναι και το πιθανότερο σενάριο, σύμφωνα με όσα έχουν μισοειπωθεί, παρά τις απειλητικές δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Σόιμπλε, ελάχιστες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες.

Εχουμε πει ότι το υπαρκτό και αγωνιώδες ερώτημα, πριν και μετά την κάλπη, δεν είναι πια το αδρό “Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο”. Το ερώτημα είναι: Ποια Ελλάδα και πώς; Κατά τον ίδιο τρόπο δεν υφίσταται πρακτικά το αδρό δίλημμα «φιλοευρωπαϊστές – αντιευρωπαϊστές». Κανείς πολιτικός οργανισμός δεν είναι ρητά και απόλυτα εναντίον της Ευρώπης. Ακόμη και το αντιδυτικό ΚΚΕ, που θεωρεί την ΕΟΚ-ΕΕ φωλεά του καπιταλιστικού Θηρίου, προσφάτως δεν ετάχθη υπέρ της εγκατάλειψης του ευρώ. Κυρίως: οι Ελληνες θεωρούν εαυτούς, ψυχικά και πολιτιστικά, εντός της Ευρώπης, μέρος αναπόσπαστο, και μάλιστα κεντρικό, όχι περιφερειακό. Δικαίως. Η είσοδος στην ΕΟΚ και η είσοδος στην ευρωζώνη υπαγορεύθηκαν από την ιστορική αναγκαιότητα και από τα ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων εταίρων, όχι από ελεημοσύνη. Η ανάγκη συνύπαρξης είναι αμοιβαία. Οθεν ο χονδροειδής χωρισμός του πολιτικού, άρα και κοινωνικού, σώματος σε φιλο- και αντι-ευρωπαϊστές στερείται ουσιαστικού περιεχομένου.

Ο νέος πολιτικός χάρτης, που θα προκύψει στη μετεκλογική και μετά τη χρεοκοπία εποχή, δεν θα ορισθεί με βάση τέτοια ιδεολογήματα παλαιάς κοπής. Αυτά πέθαναν τη δεκαετία του ’80. Με τις εκλογές αρχίζει και τυπικά η πολυδιάρρηξη του πολιτικού σώματος της Μεταπολίτευσης. Δυνάμεις, ιδέες, πρόσωπα, ανάγκες, κοινωνικά υποκείμενα θα αναδιαταχθούν. Ελάχιστοι θα αισθανθούν νικητές από το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά ακόμη κι αυτοί θα νιώσουν καυτές τις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Οι ηττημένοι θα είναι πολλοί. Οι διασπάσεις, οι μετακινήσεις, οι εξαφανίσεις και οι γεννήσεις θα διαδέχονται η μια την άλλη. Πάνω απ΄όλα, ο εκλογικός συσχετισμός της 6ης Μαίου θα είναι η απαρχή μιας νέας πολιτικής αποτύπωσης των κοινωνικών συσχετισμών, όπως αυτοί διαμορφώνονται βιαίως και διαρκώς την τελευταία διετία των καταστροφών, κι όπως θα συνεχιστούν τα επόμενα δύσκολα χρόνια.

Ας μείνουμε νηφάλιοι και ενσυναίσθητοι εν ιστορία.

Οι ελληνικές εκλογές παίρνουν άλλη διάσταση, κυρίως ως προς το πολιτικό μήνυμα που θα στείλουν εκτός συνόρων, αν τις δουμε με φόντο τις ραγδαίες πλέον εξελίξεις στην Ευρώπη. Η ατζέντα φαίνεται να αλλάζει: από τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη λιτότητα, προς μια κατεύθυνση τόνωσης της ανάπτυξης και ανάσχεσης της ύψεσης.

Οι εκλογές στη Γαλλία ήταν το πρώτο σήμα ότι κάτι άλλαζει: όποιος Πρόεδρος κι αν εκλεγεί, είναι προφανές ότι το Παρίσι εφεξής δεν θα ακολουθήσει πειθήνια τη δημοσιονομική ορθοδοξία του Βερολίνου. Πολύ περισσότερο που πιθανότερος Πρόεδρος είναι ο διακριτικά, πλην σαφώς, «ανυπάκουος» Φ. Ολάντ, στηριγμένος και σε αριστερές ψήφους.

Δεύτερο σήμα, το ράγισμα της Ισπανίας. Ο ιβηρικός γίγαντας, βαριά τραυματισμένος από την ανεργία και το κόστος δανεισμού, υποβαθμίστηκε και απειλεί να παρασύρει όλη την ευρωζώνη. Ο Ισπανός υπουργός Εξωτερικών, περιγράφοντας την τεράστια κρίση της χώρας του, εξέπεμψε SOS προς την Ε.Ε.: «Η Ευρωζώνη είναι σαν τον Τιτανικό. Ένας να πνιγεί, θα πνιγούμε όλοι, ακόμα και οι επιβάτες της πρώτης θέσης». Τρίτο σήμα, ο κλονισμός της Ολλανδίας, στον σκληρό πυρήνα του ευρωβορρά. Αλλα σήματα: ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μ. Σουλτς κατηγορεί τον γαλλογερμανικό άξονα για περιφρόνηση των ευρωπαϊκών οργάνων κατά τη σύναψη του δημοσιονομικού συμφώνου και δεν αποκλείει διάλυση της Ε.Ε. Ο βετεράνος Ρομάνο Πρόντι προτείνει άξονα Γαλλίας-Ιταλίας-Ισπανίας. Ο Μάριο Μόντι πιέζει τη Γερμανία να βάλει στην ατζέντα της τον όρο ανάπτυξη.

Ολα κινούνται, όλα πάνε να αλλάξουν. Ωστε το πολιτικό διακύβευμα στο ελληνικό εργαστήριο παύει να είναι η μονοδιάστατη στοίχιση υπέρ ή εναντίον του Μνημονίου. Το Μνημόνιο ως μοντέλο πιθανόν να πεθάνει σύντομα. Ιστορικό ζητούμενο είναι οι προτάσεις για παραγωγική ανασυγκρότηση και εφικτή, βιώσιμη ανάπτυξη, οι προτάσεις για πολιτική αναγέννηση. Το ερώτημα είναι: Η Ελλάδα θα προλάβει να συμπεριληφθεί σώα στο νέο ευρωπαϊκό τοπίο;

Oλος ο διαρρεύσας χρόνος από την άνοιξη του 2010 έως τώρα ήταν πυκνός. Αλλά οι τελευταίες δεκαπέντε ημέρες υπερέβησαν κάθε προσδοκία: τα γεγονότα, παραγόμενα στο εσωτερικό ή το εξωτερικό της χώρας, προκάλεσαν τεκτονικές μετακινήσεις στο συλλογικό φαντασιακό, σωρεύοντας πρωτόγνωρες εμπειρίες και ισχυρά συναισθήματα. Στο πολιτικό πεδίο συνέβη ένα μείζον ρήγμα, όταν οι ηγέτες Γερμανίας και Γαλλίας απείλησαν ευθέως την Ελλάδα με αποπομπή από την ευρωζώνη, εις απάντησιν της πρότασης Παπανδρέου να θέσει σε δημοψήφισμα την ευρωπαϊκή συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου. Η απειλή, ωμή και δημόσια, εκπεμφθείσα από τη σύνοδο των G20 σε πλανητική μετάδοση, πυροδότησε τον τρόμο στους Ελληνες: η αποπομπή από την ευρωζώνη συνδέθηκε με αποπομπή από την Ευρωπαϊκή Ενωση, δηλαδή με γεωπολιτική και πολιτιστική υποβάθμιση, με την Ελλάδα σε θέση παρία στο γίγνεσθαι της Δύσης. Είδαν τους εαυτούς τους στην ουρά για τα “Διαβατήρια Τρίτων Χωρών”.

Οι Ελληνες, ήδη τραυματισμένοι από την εμπειρία φτωχοποίησης που έφερε η εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου, δεν μπορούν να αντέξουν περαιτέρω ταπείνωση. Ενώπιον της έξωθεν απειλής αναδιπλώθηκαν και απέσυραν το τρομοκρατικό δημοψήφισμα αποσύροντας τον ηγέτη τους· φοβήθηκαν ότι οι απρόοπτες κινήσεις του θα επέτειναν το ήδη δεινό εθνικό πρόβλημα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, και παρότι ψυχικά επιλέγουν σαφώς την παραμονή στο ευρώ, υπέκυψαν στον εκβιασμό του άξονα Βερολίνου-Παρισιού· εμπεδώθηκε όμως πλέον ότι οι μείζονες αποφάσεις λαμβάνονται εκτός Αθηνών και ότι η εθνική κυριαρχία έχει τρωθεί καίρια από την επικείμενη χρεοκοπία.

Αυτό είναι το ουσιαστικό φόντο, επί του οποίου εκδιπλώνονται οι εξελίξεις στο εσωτερικό εφεξής. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται έτι περαιτέρω από τις ραγδαίες εξελίξεις στη γείτονα Ιταλία, όπου το μεγάλο χρέος οδηγεί μια μεγάλη ανεπτυγμένη χώρα, μέλος του G7, σε σφοδρή πολιτική κρίση. Η ιταλική κρίση, παρά τις προφανείς διαφορές κλίμακος και ισχύος, έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με την ελληνική κρίση: κι εκεί πέφτει ο εκλεγμένος πρωθυπουργός κι εκεί προωθείται ένας ευρωτεχνοκράτης για πρωθυπουργός κι εκεί δοκιμάζεται δεινά το κοινοβουλευτικό σύστημα. Κυρίως: και στις δύο περιπτώσεις οι επιθετικές χρηματαγορές πιέζουν αφόρητα τα κράτη με το σκληρό κοινό νόμισμα, ενώ η ευρωπαϊκή ηγεσία αργοπορεί, διστάζει ή δεν ξέρει πώς να αποτρέψει την κρίση, επιμένοντας ακόμη να αντιμετωπίζει την κρίση με οικονομοτεχνικά εργαλεία και όχι με ριζικές πολιτικές αποφάσεις που θα αφαιρούσαν χώρο και χρόνο από τη χρηματοπιστωτική βιομηχανία. Τα αντινομικά συμφέροντα και οι καθυστερήσεις της ευρωπαϊκής ηγεμονικής ελίτ, σε συνδυασμό με την αντικειμενική και υποκειμενική αδυναμία των εθνικών κυβερνήσεων, οδηγεί τις κοινωνίες σε κατάσταση διαρκούς κρίσης ή ένδειας, και τη δημόσια σφαίρα σε κατάσταση εξαίρεσης.

Σε αυτό το συγκείμενο κρίσης, ένδειας και εξαίρεσης, ηττώνται προσώρας ο κοινοβουλευτισμός και τα πολιτικά πρόσωπα που τον εκφράζουν ― και τον εξέφρασαν όχι με τον προσφορότερο τρόπο ομολογουμένως. Παραπέρα: Η αχρήστευση των πολιτικών προσώπων τείνει να εξομοιωθεί με απαξίωση της πολιτικής αφ’ εαυτής, απαξίωση της πολιτικής πράξης και του πολιτεύεσθαι. Στη θέση των ανίκανων ή διεφθαρμένων πολτικών προτείνεται να έλθουν ικανοί και έντιμοι τεχνοκράτες. Στα μάτια των απεγνωσμένων πολιτών, των προδομένων από τα πελατειακά κόμματα που τώρα πια δεν μπορούν να τους προσφέρουν τίποτε παρά μόνο φτώχεια, μια τέτοια υποκατάσταση δεν φαντάζει άνευ περιεχομένου. Πράγματι, ο έντιμος και κοινωνικά ευαίσθητος τεχνοκράτης μπορεί να δράσει πιο αποτελεσματικά. Μόνο που και αυτός θα δρα πολιτικά, από τη στιγμή που θα αναλάβει την εξουσία, και αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί νομιμοποίηση από το πολιτικό σώμα το οποίο κυβερνά. Στη δημοκρατία ο ηγέτης κυβερνά εξ ονόματος του λαού, από τον λαό, για τον λαό.

Στο ελληνικό δράμα είδαμε αυτές τις ημέρες τους πολιτικούς να ηττώνται. Τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα αναγκάστηκαν να συστεγαστούν, υπό την αρχηγία ενός τεχνοκράτη κύρους, σε μια μεταβατική κυβέρνηση, και μάλιστα να συγκυβερνήσουν με αμφιλεγόμενα στελέχη ήσσονος κόμματος της λαϊκιστικής ακροδεξιάς, κάτι που συμβαίνει πρώτη φορά στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία. Η κυβέρνηση Παπαδήμου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κυβέρνηση τεχνοκρατών (μόνο ο πρωθυπουργός και ο Τάσος Γιαννίτσης είναι τεχνοκράτες), πρόκειται μάλλον για ένα μεταβατικό υβριδικό σχήμα με πολλούς συμβιβασμούς, παρ΄όλ΄αυτά η σύστασή της δρομολογεί τον πολιτικό θάνατο του Γ. Α. Παπανδρέου και τον μετασχηματισμό ή τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ. Υπό το βάρος της μνημονιακής πολιτικής που εφάρμοσε, το ΠΑΣΟΚ ίσως φυγοκεντρηθεί σε εκσυγχρονιστές-νεοφιλεύθερους, λαϊκιστές-πατριώτες, κεντρώους κ.λπ.

Αλλά και στη Νέα Δημοκρατία θα δούμε μετατοπίσεις και ρωγμές, αφού από καιρό έχουν διαφανεί τάσεις περισότερο ή λιγότερο αδιάλλακτες έναντι των μνημονιακών πολιτικών, τέτοιες που τη συνοχή του κόμματος την εγγυάτο μόνο ο αρχηγός. Ο Αντώνης Σαμαράς, παρότι τήρησε σκληρή αντιμνημονιακή στάση, δεν πρόλαβε να γευτεί τον εκλογικό αντίκτυπο της πολιτικής του, υποχρεωθείς να συναινέσει σε μια κυβέρνηση εκτάκτου ανάγκης υπό το βάρος ενός τρομακτικού διλήμματος: να υποχωρήσει για να αποτραπεί μείζων πολιτική εμπλοκή ή να κηρύξει ανένδοτο αγώνα για εκλογές; Βρέθηκε μόνος ενώπιον μιας ιστορικής ευθύνης. Επέλεξε συναίνεση με σφιγμένα δόντια, και κινδυνεύει να σπαταλήσει ένα πολιτικό κεφάλαιο που κέρδισε με πολύ κόπο, μόνος εναντίον όλων, δεχόμενος μεγάλες πιέσεις από εθνικά και εξωχώρια κέντρα.

Η ιστορική περιπέτεια συνεχίζεται. Η ελληνική κοινωνία υποφέρει και θα υποφέρει. Μαζί της κλονίζονται τα μεγάλα αστικά κόμματα, εξουδετερώνονται ή τραυματίζονται οι ηγέτες τους, δοκιμάζονται οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί. Η περιπέτεια αυτή, το ξέρουμε πια, δεν είναι μόνο ελληνική, αφορά τον δυτικό κόσμο.

Με τεταμένη προσοχή, με φόβο για τα χειρότερα και προπάντων με καρτερία οι Ελληνες πολίτες παρακολούθησαν τις πολιτικές εξελίξεις τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Από την εξαγγελία της ευρωπαϊκής συμφωνίας για κούρεμα του ελληνικού χρέους έως την νύχτα των Καννών και την πτώση του Γιώργου Παπανδρέου, με κατάληξη τη χθεσινή συμφωνία ΠΑΣΟΚ-ΝΔ στο πρόσωπο του Λουκά Παπαδήμου για την πρωθυπουργία της μεταβατικής κυβέρνησης. Η οχλαγωγία των μαζικών μέσων, οι πονηρές διαρροές, η φημολογία και η πρωτοφανής δυστοκία του πολιτικού συστήματος να παράσχει μια κάποια κυβερνητική λύση στη χώρα κυριάρχησαν, παρέχοντας έτσι μια πρόγευση για το μέλλον του κοινοβουλευτικού βίου εν Ελλάδι.

Με ύφεση καλπάζουσα στο 5,5% εφέτος και αισιόδοξη πρόβλεψη για 2,5% το 2012, με ανεργία 18,4% τον τουριστικό Αύγουστο και έναν στους δύο νέους 15-24 ετών εκτός εργασίας, η μεταβατική κυβέρνηση Παπαδήμου έχει εξαιρετικά δύσκολο έργο μπροστά της. Παρότι η προσοχή στράφηκε στην εκβιαστική 6η δόση, στη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου και στην απειλούμενη θέση της χώρας στην ευρωζώνη, το πεδίο όπου θα κριθεί η αποτελεσματικότητα της νέας κυβέρνησης είναι η κοινωνία, η ήδη εξουθενωμένη από περικοπές εισοδημάτων και βαριά φορολογία. Η κοινωνία περιμένει να πάρει μια ανάσα από τον καταιγισμό φτώχειας, που συνόδευσε την εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου. Για πολλούς, η ζωή είναι ήδη δυσχερής ή οριακή, εφόσον βέβαια παραμένουν εντός εργασίας, αλλά θα ήταν ευτυχείς αν σταματούσε εδώ η εσωτερική υποτίμηση, που πλήττει κυρίως μισθωτούς, αυτοαπασχολούμενους και μικροϊδιοκτήτες. Μπορεί όμως να αναστραφεί ο δαιμονικός κύκλος της ύφεσης; Προφανώς ούτε ο έμπειρος οικονομολόγος κ. Παπαδήμος είναι σε θέση να απαντήσει, πολύ περισσότερο να δώσει μια λύση ταχείας εξόδου.

Δεν υπάρχει ταχεία έξοδος από την κρίση. Κυρίως, δεν υπάρχει οικονομική συνταγή για την οικονομική κρίση. Η Ευρώπη βυθίζεται σε κρίση πολιτική. Τα συμβαίνοντα στη μικρή Ελλάδα, το πειραματόζωο, μοιάζουν εκπληκτικά με τα συμβαίνοντα στη μεγάλη Ιταλία: η κρίση χρέους οδηγεί στο όριο θραύσεως, σχεδόν σε κατάρρευση, το κοινοβουλευτικό σύστημα, το οποίο αδυνατεί να διαχειριστεί, πόσω μάλλον, να αναχαιτίσει τις επιθετικές αγέλες των αγορών. Στην παρούσα φάση φαίνεται να κερδίζει τις μάχες η χρηματοπιστωτική βιομηχανία, επιβάλλοντας τη βούλησή της και τα εργαλεία της στις ασθενείς δημοκρατίες. Η δημοσιονομική πειθαρχία ωστόσο, έτσι όπως εφαρμόζεται στις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, απειλεί με ισοπέδωση τα μεσοστρώματα, δηλαδή τη σπονδυλική στήλη της Ευρώπης· απειλεί με βίαιο μετασχηματισμό τις κοινωνίες, και μάλιστα ερήμην τους, χωρίς καν ασφαλιστικές δικλίδες: σε κατάσταση εξαίρεσης, παρακάμπτονται διαδικασίες νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας, δημιουργούνται de facto εξωκοινοβουλευτικά κέντρα ισχύος, υποβαθμίζεται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αυτή είναι η αναδυόμενη απειλή για την Ευρώπη της κρίσης, κι είναι η άλλη όψη της φτώχειας και της πληβειοποίησης.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.894 hits
Αρέσει σε %d bloggers: