You are currently browsing the tag archive for the ‘ιστορικό κέντρο Αθήνας’ tag.
To σχέδιο ριζικής μεταμόρφωσης της Πανεπιστημίου και της Πατησίων έως την πλατεία Αιγύπτου, γνωστό υπό την ποπ ονομασία Rethink Athens, επικοινωνείται συστηματικά επί δύο χρόνια, ενώ πρόδρομες προτάσεις δημοσιεύονται από το 2010. Αξιοθαύμαστη επιμονή για ένα σχέδιο που φιλοδοξεί να αναπλάσει το πιο νευραλγικό τμήμα στο ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Το χρονικό ωρίμανσης του σχεδίου είναι κι αυτό λίγο-πολύ γνωστό και υπερεπικοινωνημένο. Αυτό που δεν συζητείται αρκετά είναι η πολιτική και συμβολική αξία τέτοιων επεμβάσεων. Δηλαδή, ποια είναι η σημασία της οδού Πανεπιστημίου; Οχι μόνο η συγκοινωνιακή-κυκλοφοριακή, που έχει κι αυτή μεγάλο βάρος, όχι μόνο η εμπορική, αλλά πρωτίστως και κυρίως η συμβολική, ιστορική και ζωτικά πολιτική αξία αυτού του πολεοδομικού άξονα που ενώνει την καρδιά του κράτους, το σύμπλεγμα Κοινοβουλίου, Προεδρικού και Πρωθυπουργικού μεγάρων, υπουργείων, με το διπλό ξέφωτο: με την κλασικιστική Αθηναϊκή Τριλογία στη μία πλευρά, Πανεπιστήμιο – Ακαδημία- Βιβλιοθήκη, πνευματικό πυρήνα του ελληνικού κράτους, και με το δικαστικό-τραπεζικό-εμπορικό σύμπλεγμα, από την άλλη πλευρά. Με λίγα λόγια: οποιαδήποτε χωροταξική-λειτουργική αλλαγή σε αυτό το τμήμα του ιστορικού κέντρου συνεπάγεται αλλαγή στον υλικό συμβολισμό του κράτους.
Ποιος αποφασίζει ότι θα μετασχηματιστούν η όψη, η δομή, η κυκλοφορία και η λειτουργία αυτού του συμβολικού πυκνώματος; Σε οποιαδήποτε λειτουργική δημοκρατία, η πρώτη απάντηση θα ήταν: η εκλεγμένη πολιτική ηγεσία, όλων των βαθμίδων, συνεπικουρούμενη από τους επιστημονικούς και τεχνολογικούς θεσμούς της χώρας, και υπό εκτενή και σε βάθος δημόσια διαβούλευση. Ο δημόσιος χώρος, πολύ περισσότερο ο συμβολικά έμφορτος και πυκνός δημόσιος χώρος, είναι αδιανόητο να γίνει αντικείμενο άλλης διαχείρισης. Η αλλαγή του, εφόσον κριθεί αναγκαία, απαιτεί πολιτική και επιστημονική συνεργασία και συναίνεση· δεν είναι δυνατόν να διεξάγεται με όρους κηποτεχνικού εξωραϊσμού και καλλωπισμού facades, και να προκαλούνται προς τούτο αυθαίρετοι διαγωνισμοί, που θα απαιτήσουν εν συνεχεία ποταμούς δημοσίου χρήματος.
Παρακολουθώ το σχέδιο μεταμόρφωσης της Πανεπιστημίου-Πατησίων από την αρχή. Εχω παρακολουθήσει επίσης το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου διαλόγου περί το σχέδιο, στο οποίο συμμετέχουν κυρίως πολεοδόμοι, χωροτάκτες, αρχιτέκτονες, πρώην υπουργοί Χωροταξίας ― όλοι σχεδόν έχουν αντιρρήσεις για τη μεθόδευση και τη σκοπιπόμητα του έργου. Προξενεί ωστόσο εντύπωση ότι από αυτό τον διάλογο απουσιάζουν οι ολοκληρωμένες και συνεκτικές παρεμβάσεις των πολιτικά αρμοδίων, ήτοι των υπουργών Χωροταξίας και Υποδομών, του δημάρχου Αθηναίων, του περιφερειάρχη Αττικής, αλλά και των σχετικών επιστημονικών και πνευματικών θεσμών: του Τεχνικού Επιμελητηρίου, του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, του Πανεπιστημίου Αθηνών, της Ακαδημίας Αθηνών. Ολα αυτά τα ιδρύματα θα έπρεπε να έχουν κληθεί να καταθέσουν απόψεις, εκθέσεις, γνώμες, στρατηγικές, μελέτες σκοπιμότητας. Εξ όσων γνωρίζω, μπορεί και να μου διαφεύγει κάτι μεγάλο, δεν έχει προκληθεί τέτοια ώσμωση ιδεών.
Απεναντίας, σύμφωνα με την πλούσια αρθρογραφία (πλήθος άρθρων και στην «Καθημερινή») και σύμφωνα με προσφυγή πολιτών και αρχιτεκτόνων στο Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν υπάρχουν ούτε ολοκληρωμένη κυκλοφοριακή μελέτη ούτε στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, για να μείνουμε στις απολύτως τεχνικές και μεθοδολογικές ελλείψεις.
Εχουμε γράψει πολλές φορές για τη σταδιακή εγκατάλειψη του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας, μετά το Ολυμπιακό 2004, και ιδίως μετά το κράχ του 2010, που προκάλεσε εμπορική ερήμωση της Σταδίου, των Χαυτείων, της Σόλωνος. Το βαριά πληγωμένο κέντρο δεν χρειάζεται ένα ακόμη έργο έξωραϊσμού, μια ακόμη διακοσμητική gentrification όπως αυτά που έγιναν στην Ομόνοια και στην Κουμουνδούρου και έσβησαν. Το κέντρο χρειάζεται αναζωογόνηση του εμπορίου, αφύπνιση των ισογείων καταστημάτων, μετάγγιση εργαζόμενου πληθυσμού σε υπουργεία και υπηρεσίες κοινωφελούς χαρακτήρα. Το κέντρο χρειάζεται ξανά ενεργούς πολίτες, εργαζόμενους και συναλλασσόμενους, όχι χασομέρηδες και άεργους σε τραπεζοκαθίσματα και νυκτερινά παρκάκια για νταραβέρι.
Το πτωχευμένο ελληνικό κράτος κλήθηκε να διοχετεύσει σε αυτόν τον αμφιλεγόμενο εξωραϊσμό καταρχάς 80 εκατομμύρια ευρώ, εν συνεχεία 120 εκατομμύρια, αντλημένα κυρίως από το ΣΕΣ 2014-2020. Ολοι γνωρίζουν ότι έργα τέτοιας κλίμακας ξεπερνούν κατά πολύ τον αρχικό προϋπολογισμό. Αλλά το ζήτημα δεν είναι τόσο τα χρήματα (που είναι και αυτό), αλλά η σκοπιμότητα, το μακροπρόθεσμο όφελος, οι ευρύτερες επιπτώσεις, η ιστορική συνέχεια, η πολιτική ευθύνη. Ποιος αναλαμβάνει την ιστορική και πολιτική ευθύνη της μεταμόρφωσης της Αθήνας· με ποιους όρους και ποιο σκεπτικό.

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης
Πέρυσι αισθάνθηκα αύρα παλαιοβαλκάνια να πνέει πάνω από το μαραμένο κέντρο της Αθήνας. Το ξανάνιωσα. Κατήφεια και εσωστρέφεια, εγκατάλειψη, καθυστέρηση, φτώχεια. Ολο το Σάββατο και την Κυριακή περπατούσα πάλι στο κέντρο. Εξάρχεια, Χαυτεία, Στουρνάρη, Κάνιγγος, Βάθη, Ομόνοια, Ακαδημίας, Σόλωνος, Χ. Τρικούπη, Ασκληπιού. Από την Αθηναϊκή Τριλογία έως την πλατεία Βάθη, κι από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας έως την Ιερά Οδό.
Αρκετά μαγαζιά στα Χαυτεία ήταν ανοιχτά την Κυριακή, τα περισσότερα κλειστά. Πολύς κόσμος στους δρόμους, λίγος στα μαγαζιά για ψώνια. Γεμάτοι οι φούρνοι, γεμάτα τα καφενεία με τραπέζια στη λιακάδα. Η πλατεία Ομονοίας έλαμπε, παράξενα ωραία, κυριακάτικη. Στους δρόμους που δεν τους λάμπρυνε ο ήλιος, δυσοίωνη υγρασία τρύπωνε στα κόκαλα: σπασμένα ρείθρα, βρώμικα πεζοδρόμια, κλειστές βιτρίνες σκεπασμένες με αφίσες και γκράφιτι, αραιά και πού κανένα πωλείται ή ενοικιάζεται, σχισμένα, δεν περιμένουν πια αγοραστές και ενοίκους. Πόλη παρατημένη.
Η αγορά στο υπογάστριο του ιστορικού κέντρου έχει χαρακτήρα τριτοκοσμικό, μικρό Κάιρο· τα φτηνοεμπορεύματα απλωμένα στον δρόμο, κινέζικα με χάρτινες ταμπέλες φωνάζουν την τιμή, πέντε ευρώ φούτερ, είκοσι ευρώ παπούτσια, τυρόπιτες, σουβλάκια, φραπέδες όλα ένα ευρώ. Οι κυριακάτικοι πελάτες σε αυτό το παζάρι μιλούν γλώσσες της μετανάστευσης, τη μοναδική ημέρα σχόλης ξοδεύουν φειδωλά τα λιγοστά του μόχθου.
Το βράδυ της Κυριακής, η Ακαδημίας είναι σκοτεινή, έρημη, μόνο τα σινεμά και η Λυρική κρατούν φως και ανθρώπους. Αδεια, σκοτεινά τα Εξάρχεια, η Νεάπολη, μέχρι την Αλεξάνδρας. Στις σκαλωσιές, Βουλής και Κολοκοτρώνη, άστεγοι-στρουθία έχουν καταλάβει τις θέσεις στα μαδέρια της σκαλωσιάς, έστρωσαν το κρεβάτι τους, κλείνουν τα μάτια κι ακούνε τις μουσικές απ’ τα μπαρ.
Η θλίψη αυτής της πτωχευμένης, αχτένιστης, παρατημένης πόλης αντισταθμίζεται από κρυφές χάρες, αυτές που δεν πολυνιώθαμε στους αμέριμνους καιρούς. Πόλη σε μέτρα ανθρώπινα, μια γειτονιά, αγκαλιά, ακόμη και το κέντρο, μικρές πολυκατοικίες, απρόοπτα ξέφωτα όπου προβάλλουν με χάρη και μεγαλείο οι λόφοι, ο Βράχος. Πόλη με κλίμα διαρκώς γλυκύ, θερμή άνοιξη με διαβαθμίσεις. Πόλη διαρκώς αναμμένη – να, αυτό λιγοστεύει τώρα, το φως, ο βόμβος, η κίνηση, αυτοί οι ζωτικοί χυμοί εγκαταλείπουν τις αρτηρίες του κέντρου. Αυτή η εγκατάλειψη πλακώνει το στήθος και πονάει. Πόλη μου παρατημένη.
Τη Δευτέρα η πόλη ξυπνάει άλλη. Το πρωινό την ωθεί, της σταλάζει κουράγιο. Να όμως και η συμφόρηση: στα χαμηλά της Σόλωνος η αριστερή λωρίδα είναι μονίμως κατειλημμένη από σταθμευμένα οχήματα· λεωφορεία και γιώτα-χι ελίσσονται, αργοπορούν, εκνευρίζονται, το ποτάμι φρακάρει στο δέλτα αντί να ανοίγει. Στην Ακαδημίας τα φορτηγά ξεφορτώνουν μέρα μεσημέρι. Στο κέντρο δεν υπάρχει Τροχαία, ποτέ. Δεν χρειάζεται. Μόνο πάνοπλοι φρουροί.
Η Κομνηνών είναι όρυγμα σε πεδίο πολέμου, ο χειρότερος δρόμος των Αθηνών. Από την Αλεξάνδρας και μετά, σε όλα τα φανάρια που αργούν, άνθρωποι συνωστίζονται για μερικά δεκάλεπτα. Καποδιστρίου: Λεωφόρος της Επαιτείας και της Πρέζας. Αθόρυβα, ταπεινά πλησιάζουν τ’ ανοιχτά παράθυρα των οδηγών. Λέει: «Με τα πενήντα λεπτά, κύριε, συμπλήρωσα να πάρω τσιγάρα, είμαι εκατομμυριούχος, υγεία να ’χετε…». Ενας κούριερ ξεπεζεύει σοβαρός, ανοίγει το πορτ μπαγκάζ της βέσπας, στο εσωτερικό του καπακιού τρεις εικόνες προσεκτικά κολλημένες, η μεγάλη του Χριστού, οι μικρές των προστατών αγίων.
Στην Πειραιώς μια γυναίκα: «Ευλογημένος του Θεού να είσαι, καλό δρόμο, υγεία στην οικογένειά σου, όλες τις ευλογίες του Θεού, κύριε».
Η πόλη λειτουργεί μαγικά, με την εγκαρτέρηση των κατοίκων.
Η χθεσινή ημέρα ανέδειξε μερικά γεγονότα που από μόνα τους έχουν κάποια σημασία, αλλά συνδυαζόμενα αποκτούν πολλαπαλάσιο συμβολισμό. Ενα τέτοιο γεγονός είναι η «σκούπα» με στόχο τους εκατοντάδες τοξικομανείς που περιφέρονται στο κέντρο της Αθήνας. Η επιχείρηση, υπό την κωδική ονομασία «Θέτις», σχεδιάστηκε από το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων Υγείας, και εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια της χθεσινής νύχτας από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, σε συνεργασία με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Λοιμωδών Νόσων. Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΓΑΔΑ: «Αστυνομικές δυνάμεις, σε συνεργασία με υγειονομικές μονάδες του Υπουργείου Υγείας προέβησαν στη μεταφορά και παροχή πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης σε τοξικοεξαρτώμενα άτομα… Από διάφορες περιοχές του κέντρου της Αθήνας μεταφέρθηκαν, στις εγκαταστάσεις της Ελληνικής Αστυνομίας στην Αμυγδαλέζα Αττικής, 132 άτομα, τα οποία έχρηζαν βοήθειας και υγειονομικής περίθαλψης… 76 ημεδαποί και 56 αλλοδαποί… Στις εγκαταστάσεις της Αμυγδαλέζας τους χορηγήθηκαν σάντουιτς, ζεστή σούπα και φιάλες νερού… Οι επιχειρήσεις αυτές θα συνεχιστούν με σκοπό την αντιμετώπιση των ναρκωτικών και την αναβάθμιση του κέντρου της Πρωτεύουσας».
Η επιχείρηση Θέτις γεννά εύλογα ερωτήματα. Ποιος και με ποιες διαδικασίες κρίνει ότι κάποιος πολίτης είναι ασθενής, επικίνδυνος για τον εαυτό του και για τη δημόσια υγεία, συλλαμβάνεται και τίθεται υπό περιορισμό; Με ποιο νομικό και ιατρικό πρωτόκολλο διεξάγεται η όλη επιχείρηση; Ποια είναι η υγειονομική περίθαλψη που τους παρέχεται σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, πέρα από σάντουιτς, σούπα και νερό; Και ωραία, κατεγράφησαν οι 132. Και επέστρεψαν πάλι στους ίδιους ζοφερούς δρόμους. Ποιο το όφελος;
Περιμένουμε κάποια ανακοίνωση για το σκεπτικό, τη μεθοδολογία και το μέλλον αυτής της επιχείρησης, από τους συναρμόδιους επιστημονικούς φορείς, πέρα από το επιχειρησιακό ανακοινωθέν της αστυνομίας. Οι φορείς απεξάρτησης πάντως (ΚΕΘΕΑ, και οι κοινότητες των Δημόσιων Ψυχιατρείων), που κατά τεκμήριο γνωρίζουν τι εστί θεραπεία τοξικομανούς, ιατρικά και ψυχολογικά, σε κοινή ανακοίνωσή τους κάνουν λόγο για «διαπόμπευση και στιγματισμό των εξαρτημένων ατόμων» και για «ενέργειες που παραβιάζουν τις διεθνείς συμβάσεις, το σύνταγμα και το νόμο».
Η όλη επιχείρηση θυμίζει την περίπτωση των οροθετικών γυναικών, στην πλειονότητά τους τοξικομανών, που παρουσιάστηκαν ως υπ’ αριθ. 1 δημόσιος κίνδυνος από τον τότε υπουργό υγείας Α. Λοβέρδο. Τι απέγινε το κέντρο έκτοτε; Καθάρισε από τα παράσιτα, έπεσε ο μέσος όρος ηπατίτιδας, φυματίωσης, HIV; Οποιος ζει και κινείται στο κέντρο μπορεί να διαβεβαιώσει ότι οι ντίλερ, οι προστάτες και οι συμμορίες αλωνίζουν στους δρόμους, ελέγχουν στέκια, ενίοτε πυροβολούν τους διεκδικητές της πιάτσας, καταμεσήμερο. Στις εσοχές και στις στοές κοιμούνται δεκάδες, εκατοντάδες άστεγοι. Τα φαντάσματα της πρέζας περιφέρονται αενάως από γωνιά σε γωνιά.
Ελλοχεύει ένας μεγάλος κίνδυνος: Ανθρωποι να βαφτίζονται παράσιτα, και να αντιπετωπίζονται σαν τέτοια, εκτός νομικού και ιατρικού πολιτισμού. Η αναβάθμιση της πόλης δεν μπορεί να γίνει με σύλληψη, εκτοπισμό και εγκατάλειψη. Το υπαρκτό πρόβλημα απλώς θα ανακυκλώνεται. Ας περιμένουμε ωστόσο μια υπεύθυνη απάντηση από τους επικεφαλής του ΕΚΕΠΥ και του ΚΕΕΛΠΝΟ.
Απ΄το παράθυρο ξεπροβάλλει ο τρούλλος των βυζαντινών Αγίων Θεοδώρων. Ο ήλιος μετά τη βροχή χύνεται στο ραφείο του κύριου Ν. και το μεταμορφώνει μαγικά σε περίτεχνη installation: τις στολές ναυάρχων στην κρεμάστρα, τις παροπλισμένες ραπτομηχανές, το τεράστιο άδειο χρηματοκιβώτιο, κληρονομιά του προηγούμενου ενοίκου, το γκαζάκι, τα φλυτζανάκια Illy, το σακουλάκι του καφεκοπτείου Αρμενάκου. Ο ευγενέστατος οικοδεσπότης, με γραβάτα, γιλέκο και κασκόλ, σερβίρει φρεσκοψημένο καφέ. Στο αυτοσχέδιο σαλονάκι, ο κύριος Γιώργος, μέγας καλλιτέχνης στο ψαλίδι, από τους τελευταίους τεχνίτες της ραπτικής, χαμογελάει ― όπως πάντα. Τουίντ σακάκι, πουλόβερ, γραβάτα, μουστάκι. Κάνει μια περίληψη της ζωής του, περίληψη της μεταπολεμικής Ελλάδας:
Δουλεύω από δώδεκα χρονώ κι είμαι εβδομήντα εφτά, Σάββατο τέλειωσα το σχολείο, Δευτέρα πρωί έπιασα δουλειά. Στην Αθήνα ήρθα το ’53, μέναμε Σόλωνος 99, από κάτω πουλούσαν πιάνα, είχε κοριούς, παλεύαμε όλη νύχτα. Δεν σταμάτησα ούτε μια μέρα, μια φορά, ήμουν μάστορας, τσακώθηκα μες στο μαγαζί με συνάδελφο για δουλειά, κι έφυγα από κει. Κατεβαίνω στη Σταδίου, περνάει ο Παναγιώτης ο Αθανασάκης, μεγάλο ραφείο, μου λέει Γιώργο, πώς πάει; Πώς να πάει, έτσι κι έτσι… Αύριο έρχεσαι σε μένα. Ούτε μια μέρα δεν πρόλαβα να κάτσω. Από το ’56 είχα δικό μου μαγαζί στην πλατεία Καρύτση, δεν έφυγα ποτέ από ‘κει, την αγαπάω την Αθήνα, πήγα στη σχολή, δύο ψαλίδια έμαθα, γερμανικό, γαλλικό, ελάχιστοι ήξεραν ψαλίδι να βγάλουν ατομικό πατρόν στον πελάτη, ποτέ δεν φοβήθηκα τη δουλειά, έφτιαξα το περιβόλι το πατρικό κάτω στο χωριό, πορτοκαλιές, λεμονιές, πήρα σπίτι, σπούδασα τα παιδιά, δόξα τω Θεώ, χίλια κοστούμια το χρόνο έφτασα, είχα μαστόρους, κάλφες, βοηθούς, τις γιορτές ξενυχτούσαμε να παραδώσουμε, έχω ράψει όλο τον Αρειο Πάγο, τραπεζίτες, εφοπλιστάς, γιατρούς, όλα με τη βελόνα τα ‘κανα. Είμαι παιδί της Κατοχής, ποτέ δεν φοβήθηκα τη δουλειά, αλλά τώρα δεν ξέρω τι γίνεται, κύριε Νίκο, έκλεισα το μαγαζί τον Ιούνιο, είπα με τη γυναίκα μου παίρνουμε δύο συντάξεις, σπίτι έχουμε, χωριό έχουμε, δεν έχουμε ανάγκη. Δεν λογάριαζα ότι το παιδί μου θα χάσει τη δουλειά του, και η γυναίκα του το ίδιο, ανέλαβα το δάνειό τους, τους βοηθάω όπως μπορώ, φόροι, χαράτσια, ξανάπιασα τη βελόνα, Ιούνιο σταμάτησα, Σεπτέμβριο ξανάπιασα. Δεν σκοτίζομαι πια για μένα, από δώδεκα χρονώ δουλεύω, για τα παιδιά λέω, πού παει η Ελλάδα. Ωραίο πράγμα η οικογένεια, μου λέει η εγγόνα μου, τριώ χρονώ, παππού να φέρεις πορτοκάλια και αυγά…
Χαμογελάει μες στο ηλιόφως του Φλεβάρη ο κύριος Γιώργος, πάντα χαμογελάει όταν αφηγείται τη ζωή των Ελλήνων που έχτισαν τα πάντα από ερείπια και στάχτες, δουλεύοντας ακαταπαύστως ακόμη και τώρα στα εβδομήντα επτά τους στηρίζοντας παιδιά και εγγόνια. Η αφήγησή του, σμιλεμένη σε πέτρα, μου θυμίζει μια μακριά αλυσίδα παρόμοιων ιστοριών, που έχω ακούσει από τη μάνα μου, τις θειες μου, τον πατέρα μου, την πεθερά μου, τα παιδιά της Κατοχής που φιλάνε ακόμη το ψωμί όταν πέσει χάμω, που σπούδασαν παιδιά, τα προίκισαν, έχτισαν σπίτια, περιβόλια, πεζούλες, δρόμους, συνοικίες και προάστια, υπέμειναν εμφύλιο και δικτατορία, στερέωσαν δημοκρατία, κι έφτασαν στη σύνταξη, χωρίς εφάπαξ, όχι με τριακαντοπενταετία αλλά με σαράντα, πενήντα και εξήντα χρόνια δουλειάς, ελευθεροεπαγγελματίες και τεχνίτες με δεκαετίες ασθμαίνουσες ανασφάλιστες. Αυτοί οι άνθρωποι, γονείς και παππούδες, όσοι ζουν πλάι μας ακόμη, δεν παραπονιούνται, δεν βαρηγκομάνε, θυμούνται με αγαλλίαση τα χρόνια του ’50 και του ’60, τα αστικά γλεντάκια, τις μαρίδες και τις μπίρες, τους γάμους και τα βαφτίσια, τα γήπεδα, τα πανηγύρια στο χωριό, το ταγέρ που ράψανε, την καμπαρντίνα και την ρεπούμπλικα, εκ του υπερηφάνου υστερήματος. Ζούσαν καμαρώνοντας παιδιά και εγγόνια, χωρίς να πολυκαταλαβαίνουν τα ανοίγματά τους και τις μικροσπατάλες τους, μουρμουρίζοντας κάθε τόσο ένα ξόρκι «να μην ξανάρθει Κατοχή».
Το ξόρκι δεν έπιασε. Στας δυσμάς του βίου τους, βίου κοπιώδους πλην ανοδικού και ελπιδοφόρου, αυτές οι απλές καρδιές, σαν τον κύριο Γιώργο, σαν τη φλωμπερική Φελισιτέ, σαν τους παπαδιαμαντικούς θυμόσοφους που καπνίζουν το τσιμπούκι τους σε ρόδινα ακρογιάλια, οι απλές καρδιές αντικρίζουν πάλι την εξορισμένη δυσχέρεια και στενοχωρούνται για τα παιδιά τους, για την Αθήνα που σπαράσσεται και φλέγεται, για την Ελλάδα που γονατίζει. Κι εμείς; Εμείς παίρνουμε δύναμη απ’ τη δύναμη του παραδείγματός τους.
φωτ.: Αγιοι Θεόδωροι, πλατεία Κλαυθμώνος
Η Σταδίου γέμιζε από διαδηλωτές, υπάλληλοι του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ απλώνονταν προς το Σύνταγμα, άλλοι ανέβαιναν κόντρα την Πανεπιστημίου με ίδιο προορισμό. Το φθινοπωρινό φως, υπέροχο, αττικό, πλαισίωνε με απίστευτη διαύγεια κάθε κίνηση, κάθε σιλουέτα. Αντάλλαξα μερικές κουβέντες μ’ έναν Εγγλέζο δημοσιογράφο που δούλευε για την κινεζική τηλεόραση και μ’ έναν νεαρό φίλο διεθνολόγο. Δεν είχα δυνάμεις για άλλη ορθοστασία και κατηφόρισα: Καραγεώργη Σερβίας, Περικλέους, Αγίας Ειρήνης.
Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά. Kαι άδεια. Αδεια τα ρολογάδικα και κοσμηματοπωλεία της Περικλέους, άδεια τα υφάσματα, κομβία, φόδρες, είδη προικός. Μόνο τα καφενεία είχαν κόσμο: άνεργοι, άεργοι, αργόσχολοι, συνταξιούχοι, δεν ξέρω τι, ρουφούσαν ήλιο και εσπρέσο στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, μια προστατευμένη φυσαλίδα, μια ιταλική πλατεία, σαν σκηνή θεάτρου. Καφές με τα μάτια μισόκλειστα κόντρα στο ηλιόφως, και τα γκαρσόνια να απομακρύνουν σθεναρά τους ζητιάνους. Ιδια η δράση και στον ήμερο πεζόδρομο της Αιόλου, δηλαδή απουσία δράσης: οι άνθρωποι κινούνται μαλακά, σχεδόν ακροποδητί.
Εξακολουθώ να ρίχνω κλεφτές ματιές μέσα στα μαγαζιά, πίσω από χτυπητές επιγραφές “Προσφορές”, “Μισοτιμής”. Οι εμποροϋπάλληλοι στέκονται αδρανείς, απαθείς, μερικοί βρίσκονται στο δρόμο και λιάζονται. Ο,τι είναι να συμβεί, θα συμβεί, ας συμβεί. Ενα εγκαταλειμμένο μαγαζί πάνω στην παλαίφατο Αιόλου έχει μισάνοιχτη πόρτα, κοιτάω μέσα: σκοτεινή αποθήκη, με τόπια υφάσματα απιθωμένα πρόχειρα, όρθια, ακουμπιστά σε σκελετούς ντέξιον.
Αντέχει ακόμη η Αιόλου, κρατάνε ακόμη οι μαζικές ανακαινίσεις μιας δεκαετίας, την κρατάει η νοικοκυροσύνη των εμπόρων. Ωστόσο κι εδώ πληθαίνουν οι μαύρες οπές των κλειστών, των ξενοίκιαστων, των φαλιρισμένων. Πληθαίνουν και τα καφενεία: φύτρωναν σαν μανιτάρια για τους σουλατσαδόρους, τις φυλές του φραπέ και του φρέντο, τώρα ποιους θα υποδέχονται; Τα βράδια ποιοι γεμίζουν τα μπαράκια που εποίκισαν την Πλατεία Καρύτση, τη Ρόμβης, την Κλειτίου, τη Βουλής, την Κολοκοτρώνη; Ποιοι ξοδεύουν οκτάευρα για μια μεζούρα αμφίβολου αλκοοόλ; Σαν νυχτοπεταλούδες μαζεύονται γύρω απ’ τη λάμπα του μπαρ, για εμβάπτιση στην κοινωνικότητα της μουσικής μες στο δρόμο, για να ξεχαστούν από τη σκληρή μέρα. Ποιος ξέρει…
Τούτη η ζώνη του άστεως έχει μεταπέσει από την ζωηρότητα, το νεύρο του εμπορίου, από τον μετρημένο χρόνο των χειροτεχνών και των μαστόρων, στη νωχέλεια του καφενείου, στη σκηνοθετημένο σπιντ του μπαρ. Η αλλαγή συντελέσθηκε πριν απ’ την κρίση· αλλά μήπως αυτή ακριβώς η μετάπτωση ήταν ένα σημάδι για την επερχόμενη κρίση; Μήπως ήταν ένα σημάδι για την απονεύρωση του παραγωγικού ιστού έως την εξάχνωσή του; Ενα σημάδι για την μετάβαση από τον έμπορο, επιχειρηματία, επαγγελματία, μαγαζάτορα, μάστορα, αρτιζάνο, στον υπάλληλο, τον εξαρτώμενο, τον ουσιαστικά ανειδίκευτο χαρτογιακά, τον έχοντα θέση εργασίας αλλά μη έχοντα επάγγελμα;
Στην Πραξιτέλους, ρωτάω τον καφεκόπτη τι είδους εσπρέσο έχει. Είναι τρίτη γενιά τεχνίτης και έμπορος, περιγράφει κάθε χαρμάνι με την προέλευσή του, το καβούρδισμα, το άρωμα, την τιμή. Ρωτάω το ίδιο σε ένα κατάστημα αλυσίδας franchise: η κοπέλα πρόθυμα μου αναφέρει ότι έχουν τον κλασικό και τον σπέσιαλ, ναι, αράμπικα νομίζει… Δεν ξέρει τι εμπορεύεται, γιατί βρίσκεται εκεί, αλλού θα ήθελε να βρίσκεται.
Κάπως έτσι μεταλλάχθηκε ο κόσμος στο εμπορικό καρτιέ: Από την τέχνη και τη γνώση, στην άγνοια και την κατανάλωση. Από τον βιωμένο χρόνο στον ξοδεμένο χρόνο, από τον χρόνο της παραγωγής στον χρόνο της κατανάλωσης, από την αυτονομία του παραγωγού και εμπόρου, του ελεύθερου επαγγελματία, στην εξάρτηση του υπάλληλου μιας μεγαλοεγχώριας ή πολυεθνικής εταιρείας. Η συγκέντρωση κεφαλαίου και εργασίας έπνιξε παραγωγούς, τεχνίτες, εμπόρους, τα καφενεία και τα ποτάδικα αντικατέστησαν τα υφασματάδικα και τα εργαστήρια. Η συγκέντρωση έφερε τη φούσκα, την κρίση, τη διάλυση. Τώρα διαλύονται και οι εξαρτημένοι, οι προνομιούχοι των ΔΕΚΟ, οι μικρογιάππηδες και οι white collars, τα στελεχάκια, οι μαστερούχοι με εξωτικές αγγλοειδικότητες στις επαγγελματικές κάρτες. Ολα ρευστοποιούνται, παλαιά και νέα και νεότατα.
Ξανακοιτώ με άλλο μάτι τους νωχελικούς θαμώνες των καφενείων στους πεζόδρομους του εμπορικού καρτιέ. Θα μπορούσαν να διαδηλώνουν στο Σύνταγμα για πετσοκομμένους μισθούς, μαζικές απολύσεις, εργασιακή εφεδρεία; Ισως. Εχουν σίγουρη δουλειά, σίγουρο εισόδημα, και δεν νοιάζονται; Μπορεί. Ή μήπως δεν έχουν τίποτε και ακριβώς επειδή δεν έχουν τίποτε να χάσουν πια, λιάζονται αδρανείς και ολιγαρκείς; Πιθανό κι αυτό.
Ολα είναι πιθανά. Ολα μπορείς να τα δεις, όλα μπορούν να συμβούν στην ηλιοστεφανωμένη Αθήνα, αυτό το ιστορικό φθινόπωρο του 2011.
Σκεφτόμουνα πώς θα πω στον πατέρα μου ότι η σύνταξή του ψαλιδίζεται γιατί είναι δημοσιονομικά άδικη, ύστερα από 40 χρόνια ένσημα βαρέα και ανθυγιεινά. Δεν θα του πω τίποτε, θα το έχει ακούσει από τον υπουργό του LSE, καμουφλαρισμένο, με τις μετωνυμίες του Τρίτου Δρόμου, και θα το καταλάβει όταν πάει στην τράπεζα να εισπράξει. Τότε θα βαρηγκομήσει για τους Παπαντρέου που τους ψηφίζει τρεις γενιές, όπως το ‘χει κάνει πρόσφατα. Κι ύστερα θα γυρίσει στις γάτες του, στις λεμονιές και στο αγέρι του νησιού: αυτά δεν μπορούν να του τα πάρουν όσο ζει.
Τον ζηλεύω. Τουλάχιστον για τα στερνά του στο νησί. Περνούν ακύμαντα. Δούλεψε μια ζωή στο άστυ, έφτιαξε ενάμισι σπίτι, σπούδασε δυο παιδιά, είδε εγγόνια, κι ύστερα στο νησί ψάρεψε, κυνήγησε, ήπιε ρετσίνες με λιτό μεζέ, ανάστησε μερικά δέντρα. Χορταίνει φως και μελτέμι.
Εγώ, ο σπουδασμένος γεννήθηκα στο άστυ, και εδώ παραμένω. Ημουν περήφανος για την πόλη, έμαθα να κολυμπάω στις λεωφόρους και τα σοκάκια, τη γύρισα με το παπί, με τα πόδια, με λεωφορεία. Σπούδασα ζωή σε καφενεία, ποτάδικα, ροκ κλαμπ, διανυκτερεύοντα γαλατάδικα με αυγά τηγανιτά, εξωτικά εσπρεσάδικα του ’70-’80, σε εργαστήρια και ατελιέ, μπήκα σε τσιγκογραφεία και μονοτυπίες, έκανα δουλειές με αρτιζάνους και μάστορες, με γλυκομίλητους τεχνίτες, με ποιητές των δρόμων, με μεγάλους λόγιους σε μικρά γραφεία, έμαθα τρόπους και φερσίματα, άκουσα μικρά, σπουδαία.
Αυτή η πόλη υπάρχει ακόμη. Πιο φανταχτερή, πιο επιπόλαιη και ξιπασμένη, καμπόσα χρόνια τώρα, όλο και πιο σύνθετη, πολύπλοκη, πιο δύσκολη αλλά και αμείωτα γοητευτική. Μητρόπολη. Τον τελευταίο καιρό όμως τη χάνω. Ισως γιατί μεγάλωσα, και οι ανακαλύψεις μου μειώνονται, ίσως. Αλλά η πόλη μου διαφεύγει και με φοβίζει και με θυμώνει, με συμβάντα που ξεπερνούν τα όρια της ανοχής μου, που δοκιμάζουν την αντοχή.
Δεν μπορώ να αποδεχτώ το παζάρι μαϊμούδων καθημερινά μπροστά στο Πνευματικό Κέντρο και τις Κυριακές σε όλα τα Προπύλαια. Δεν μπορώ να αποδεχτώ τα πρεζάκια να σέρνονται ανάμεσα Πανεπιστήμιο και Ακαδημία, να κόβουνε δόσεις στα χαρτόνια και τα βαποράκια να μοιράζουν δόσεις σφυρίζοντας την τιμή «πέντε, πέντε!» Δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι η πλατεία Κλαυθμώνος είναι χωματερή αστέγων και ναυαγίων, μπροστά από το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών. Δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι η Σανταρόζα είναι αποθετήριο νεκροζώντανων της πρέζας. Δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι η οδός Σκουφά είναι πασαρέλα ζητιάνων και τοξικομανών με κλεμμένα IPhone. Δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι τον ιστορικό χώρο ανάμεσα Εθνικό Μουσείο και Μετσόβειο θα τον καταλαμβάνει ο θάνατος, η νόσος και η δυσωδία.
Ισως φταίει που μεγάλωσα και κάμπτεται η αντοχή μου ενώπιον της εξαθλίωσης. Το πιθανότερο είναι ότι έσφαλα. Ξαστόχησα. Θεώρησα ότι η Ελλάδα είχε ξεφύγει από την επαιτεία, νόμιζα ότι η Αθήνα δεν θα γέμιζε άστεγους, απελπισμένους πλάνητες, φερέοικους, νόμιζα ότι οι νεκροζώντανοι της πρέζας δεν θα επεδείκνυαν τα γαγγραινιασμένα μέλη τους στο προσκήνιο, στα πιο ιστορικά μέρη, στα πιο συμβολικά σημεία της πρωτεύουσας. Νόμιζα ότι η κοινωνία μας, παρ’ όλα τα λάθη και τις αδυναμίες της, θα προφύλασσε τον συμβολικό της πυρήνα, το ιστορικό της κέντρο, έναν δεσμό υπερταξικής συνοχής, τα εθνικά της ορόσημα. Τι άλλο είναι το Καποδιστριακό, η Ακαδημία, το Εθνικό Μουσείο, το Μετσόβειο, το ιστορικό κέντρο; Η συμβολική καρδιά του κρατιδίου, κοντά δύο αιώνες.
Εσφαλα. Μόνο εγώ βλέπω έτσι. Μόνο εγώ πονάω, οργίζομαι, θλίβομαι, μαραζώνω, με το χάλι του ιστορικού κέντρου, με τον εκφυλισμό του δημόσιου χώρου, με την κατάρρευση της συμβολικής τάξης, με τη συρρίκνωση του δημοκρατικού κράτους. Εγώ και κάτι άλλοι μυγιάγγιχτοι, που επιμένουν να ζουν στο κέντρο, στην παλιά Αθήνα, και να συναντιούνται στα καφενεία της.
Ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Χρήστος Παπουτσής, ο υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος της Βουλής Φιλ. Πετσάλνικος, υπεύθυνοι θεσμικά για την προάσπιση της συμβολικής τάξης, του νόμου, του δημοκρατικού χώρου και της ιστορικής συνέχειας, δεν βλέπουν τίποτε, δεν τους ενοχλεί τίποτε, δεν κάνουν τίποτε. Εγκατέλειψαν αμαχητί. Παρέδωσαν την πρωτεύουσα στη σαβούρα, τη νόσο και το θάνατο. Πρόδωσαν την Αθήνα. Η ιστορία θα είναι ανελέητη, για όλους.
Είχα μια πόλη, την έμαθα και με έμαθε. Τώρα με πονάει όταν την περπατάω, και με ανησυχεί. Ζηλεύω τους γέροντες των νησιών και των ορέων.
Την Αθήνα των τελευταίων κακών χρόνων την ζω πια από τη μυρωδιά. Δριμεία, αψιά, διαπεραστική: η μυρωδιά της αμμωνίας από τα ούρα που ποτίζουν κάθε αρμό και πλάκα, ρείθρα από μάρμαρο πεντελικό και τοίχους γκραφιταρισμένους, εσοχές ρημαγμένων μαγαζιών, εισόδους πολυκατοικιών, νοικοκυρεμένους πεζόδρομους με κομψά μαγαζιά, ακόμη και η άσφαλτος μυρίζει ούρα. Η μυρωδιά τρυπανίζει τον οσφρητικό μου εγκέφαλο αδιαλείπτως πια, την ανακαλώ ακόμη και μακριά απ’ τους στιγματισμένους δρόμους, στις άλλες ζώνες τις άθικτες, με κυκλώνει, με καταδιώκει. Μου θυμίζει διαρκώς πού ζώ, σε ποια τροχιά κυλάνε η πόλη, ο χώρα, οι άνθρωποι, εγώ.
Μπροστά στη βασιλική της Ζωοδόχου Πηγής, επί της οδού Ακαδημίας, έργο του Δημητρίου Ζέζου, 1848, επί οικοπέδου δωρεάς Γ. Γενναδίου, στέκομαι πάντα δυο λεπτά. Μερικά μέτρα παρακάτω πήγαινα φροντιστήριο το νεφελώδες καλοκαίρι 1976. Στα πλαινά του ναού, πέρασα μερικά απ’ τα ωραιότερα, τα πιο ξέγνοιαστα χρόνια, στη Βαβέλ των ώριμων ’80s. Στον πεζόδρομο αγόρασα τα πρώτα ξενόγλωσσσα βιβλία για τα παιδιά μου. Διασχίζω τον νοικοκυρεμένο πεζόδρομο για να πάω στην Μπενάκη, να πιω εσπρέσο στο Taf. Καθώς περνώ βιαστικά, τυλιγμένος σε τέτοιο μνημονικό νέφος, μια αψιά μυρωδιά με στέλνει στο ’80-κάτι πάλι: όταν η φορμόλη από το μάθημα Ανατομίας κολλούσε στον εγκέφαλο. Το ίδιο δάγκωμα. Κι εδώ, μπροστά στη νεοβυζαντινή βασιλική, μπροστά στα κομψά βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς οίκους, κι εδώ η μυρωδιά των ούρων με διαπερνά και με γειώνει. Με βάζει ξανά βαθιά μες στο παρόν, σκυθρωπό, ανησυχητικό, δυσοίωνο παρόν, δύσοσμο, παρόν παραίτησης και εγκατάλειψης, δείκτης παρακμής.
Παρηγοριέμαι με μυρωδιά φρεσκοκομμένου εσπρέσο San Pedro, όρθιος στο πεζοδρόμιο. Αργότερα μαθαίνω για πενήντα-τόσα εικαστικά ιβέντς που θα λάβουν χώρα στο Μεταξουργείο. Γκαλερί και καλλιτέχνες επανασχεδιάζουν και οικειοποιούνται την πόλη, στήνουν εκθέσεις σε άδεια κτίρια κ.λ.π. κ.λπ. Το έχω ξανακούσει, το έχω ξαναδεί. Το ξαναφαντάζομαι. Φιλότεχνοι και χίπστερ, μαυροντυμένο κομψό art crowd καταφθάνει στις πύλες του Πουργατόριου περί λύχνων αφάς, μες στο μαγικό φως της δειλινής Αθήνας. Το centro storico είναι τόσο cool, στο Βίλατζ, στο Σόχο, και εδώ. Και εδώ; Σηκώστε τον ποδόγυρό σας…
Στους δρόμους των ιβέντς και των δρώμενων μεσουρανούν η νόσος και ο θάνατος, η ηπατίτιδα και το AIDS, τα πρεζάκια που αφοδεύουν και σουτάρουν στον δρόμο,τα πορνεία για Ασιάτες μετανάστες, οι μικροληστές και οι επαίτες. Μετά το υπογάστριο της πόλης, περνώντας το Δίπυλον, την ιερή πύλη του άστεος, μπαίνεις στην απύλωτη κοιλιά του Θηρίου. Εδώ μυρίζει κόλαση· η μυρωδιά των ούρων από ψηλά στο Σύνταγμα μέχρι εδώ, ενισχύεται και μεταλλάσσεται, παίρνει άλλο νόημα, άλλο απ΄της παρακμής. Εδώ τα ούρα δεν ενοχλούν, δεν μυρίζουν, ούτε λέγουν ούτε κρύπτουν, αλλά σημαίνουν: εδώ, το απευθυσμένο του Πάνω Κόσμου.
Επιστρέφω στον Πάνω Κόσμο. Η αψιά οσμή με κυκλώνει παντού: Κλαυθμώνος – Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, Σανταρόζα – παλαιά δικαστήρια, Σιναία Ακαδημία και Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, Σόλωνος, παντού. Οσμή κυκλοδίωκτη, ως αράχνη μ’ εδίπλωνε ακαταπαύστως.
Ξαποσταίνω στη σκιά του Αγίου Διονυσίου, τιμώντας τον Αναστάσιο Ορλάνδο και τον Σπύρο Βασιλείου. Προσπαθώ να αποβάλω από τους οσφρητικούς κάλυκες τα μόρια της εντροπίας, να λυτρωθώ απ’ τη σαβούρα. Δυο πάκις περνούν με καρότσι, γάντια, γάντζο, μαγνήτη, σκαλίζουν τον κάδο. Προσπερνούν. Ενα ζάκι πουλάει σε ράθυμους καφεπότες iPhone 3gs δύο πενηντάρια, έξι κατοστάρικα κάνει, πόσο δίνεις;
Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Η μυρωδιά της θα σε ακολουθεί.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Καρύτση είναι τρίκλιτος βασιλική μετά τρούλου, προφυλαγμένη από το βουητό της οδού Σταδίου σε μια εξαίσια αθηναϊκή πλατεία, την ομώνυμη. Το αρχιτεκτονικό της στυλ είναι αθηναϊκό, δηλαδή νεοκλασικό ανάμεικτο, με βυζαντινές και ρωμανικές επιρροές· φέρει την υπογραφή του σπουδαίου Λύσανδρου Καυταντζόγλου, αλλά δεν ακολουθεί το αμιγές νεωτεριστικό ύφος άλλων έργων του, λ.χ. της Αγίας Ειρήνης επί της Αιόλου, του Αγίου Κωνσταντίνου της Ομονοίας, του Αρσακείου, του Αγίου Διονυσίου των Καθολικών κ.λπ.
Κατά τούτο, κατά το ανάμεικτο του ύφους και κατά την κλίμακα του μικρού μεγέθους του, τούτος ο ναός εκφράζει την Αθήνα του 19ου και του 20ού αιώνα, εκφράζει το μεικτό αλλά νόμιμο ύφος του κρατιδίου, τους αστούς κυρίως, αλλά και τους επήλυδες που έγιναν αστοί, τους νοικοκυραίους, τους υφασματέμπορους, τους βιοτέχνες, τους γραφιάδες και τους ραφτάδες, τους χρυσοχόους και τους ρολογάδες, τους καφεπώλες, τους δημοσιογράφους, τους βενιζελικούς, τους ευσεβιστές της «Ζωής», τους μουσόφιλους του «Παρνασσού», τους αναγνώστες της Εστίας και του Βήματος, όσους ακόμη και σήμερα ζουν, κινούνται, ανασαίνουν πέριξ του κομψού τρούλου και του φαιομάρμαρου πυλώνος.
Αλλά αυτοί οι άνθρωποι τελειώνουν, φεύγουν. Ο κόσμος αυτός των νεοελληνικών δύο αιώνων, πλούσιος μες στις αντινομίες και τα έργα του, κόσμος της εργασίας και του εμπορίου, των Γραμμάτων και της γνώσης, αυτός ο κόσμος εγκαταλείπει την πλατεία Καρύτση, συνταξιοδοτείται ή χρεοκοπεί, μετακομίζει, αποχωρεί. Σε κάθε μαγαζί, σε κάθε εργαστήριο που κλείνει, ιδρύεται καφενείο και μπαρ. Ο homo faber, o homme des lettres, ο cognoscente, εγκαταλείπουν τη σκηνή, τα κτίρια με την πατίνα της γνώσης και της τέχνης.
Τη θέση τους παίρνει ο κόσμος της διασκέδασης, της αμεριμνησίας, κόσμος ανέργων και αέργων ενδεχομένως, κόσμος του μεταιχμίου, μεταφερμένος από αλλού, κόσμος που ουδέποτε θα ριζώσει και θα γνωρίσει, δεν θα ενδιαφερθεί να μάθει ποια ήταν η αθηναϊκή οικογένεια Καρύκη ή Καρύτση, κτιτορική του ναΐσκου από τον 11ο αιώνα, οικογένεια που έβγαλε Μητροπολίτη Αθηνών και Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον 16ο αιώνα.
Κόσμοι άλλου γένους. Μπείτε σ’ ένα μαγαζί της Πραξιτέλους, της Λέκκα, της Κολοκοτρώνη, οποιοδήποτε· κάνετε μια ερώτηση για οτιδήποτε αναζητείτε εκεί γύρω, οσοδήποτε εκκεντρικό, μια μισομέταξη φόδρα, ένα εξωτικό κουμπί, ένα ασημένιο εξάρτημα. Ευθύς θα σας απαντήσουν, με ακρίβεια, με σαφήνεια: Στο 12 της Λεωχάρους, στη Μιλτιάδους καθώς μπαίνεις, στη Ρόμβης 2, στη Χαβρίου τρίτο μαγαζί όπως μπαίνεις από Κολοκοτρώνη. Ρωτήστε οτιδήποτε απλούστατο σε έναν θαμώνα των μπαρ της Καρύτση: Προς τα πού πέφτει η οδός Νικίου; Δεν ξέρω, δεν είμαι από δω – αυτή είναι η πιθανότερη απάντηση.
Δεν ξέρω, δεν είμαι από δω. Αυτός είναι ο αναδυόμενος κόσμος του μετασχηματισμένου ιστορικού κέντρου: διαρκώς επήλυδες, περαστικοί, σταθμεύοντες προσωρινά για ένα ποτό στο διασκεδασογκέτο. Σε ένα διαμορφούμενο γκέτο χωρίς κατοικίες, χωρίς εμπορικά, χωρίς βιοτεχνίες και γραφεία, χωρίς ανθρώπους ημέρας εντέλει, μόνο με ανθρώπους νυκτός, σε μια πόλη που αφαιμάσσεται από εργασία και dare e avere ημερήσιο, σε μια πόλη που βυθίζεται στην κρίση και παραδίδεται νωχελικά, ηδονικά, αυτοκαταστροφικά σε ατμούς αλκοόλ και τσιγάρου, στα μπιτ και την αυτοθέαση.
Μοίρα της Πλάκας, μοίρα του Ψυρρή, μοίρα του Κεραμεικού… Μοίρα των παρόχθιων της μυθικής πλατείας Καρύτση, του πιο παλιού και στέρεου οργάνου του αστικού μας βίου. Εκεί όπου φύτρωσε και βλάστησε η Αθήνα των αισθητών και των επιτηδευματιών, του Μιχαήλ Μητσάκη, του Νιρβάνα, του Παπαδιαμάντη και του Βάρναλη, του Μικρασιάτη λεπτουργού και του ρωμανιωτοεβραίου υφασματέμπορου, σε μάρμαρα κλασικά και βυζαντινά και μεταοθωμανικά, σε κονιάματα νεοκλασικά, σε ρείθρα πεζοδρομίων από μάρμαρο πεντελικό, σε μικρομέγαρα art deco με εσωτερικά αίθρια και καφενεδάκια στη στοά εισόδου, εκεί, σε αυτό το παλίμψηστο, αργοσβήνει τώρα η σωρευμένη μνήμη, αργοσβήνουν φωνές, παραγγελίες, συναλλαγές, μικρές βιτρίνες και πατιναρισμένα ερμάρια από δρυ και καρυδιά, και ανάβουν ορμητικές άλλες φωνές, άλλα φώτα, άλλες μουσικές, σκεύη από χάλυβα inox και γυαλί, βέσπες νυκτός, νεαρούδια με μπίρες ορθίων, άλλα λόγια. Ισως καλύτερα, ίσως.
Στην πλατεία Καρύτση εισήλθα, το πρώτον, περί το 1968. (Τα εικονίσματα του ναού είναι δυτικότροπα, ναζαρηνά, σκέφτηκα πρόσφατα). Η εντύπωση ήταν εντύπωση μεγαλείου. Στα μεσήλικα μάτια μου το μεγαλείο της πλατείας λιγόστεψε, ο ναός μίκρυνε· ο έρωτας παραμένει αμείωτος.