You are currently browsing the tag archive for the ‘ιστορία’ tag.

 

ασδραχάς

«Κοίταξε να στήσεις μια συνεργασία με τον Σπύρο, μια σειρά άρθρων. Τηλεφώνησέ του». Τα λόγια του Αντώνη Καρκαγιάννη. Ηταν αρχές του 2009 νομίζω. Είχα να δω ή ν’ ακούσω τον κύριο Σπύρο αρκετό καιρό· η τελευταία φορά που απόλαυσα τον λόγο και τη σκέψη του ήταν το 2002, όταν το κάναμε μια μακρά συνέντευξη με την Ολγα Σελλά. Μας είχε υποδεχθεί στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη μαζί με την κυρία Αικατερίνη· φορούσε σακκάκι και γραβάτα, μας κέρασε ουίσκι. Δεν χώρεσαν όλα τα θαυμαστά εκείνης της βραδιάς στον περιορισμένο χώρο της εφημερίδας. Ολα όμως, εκείνα κι άλλα πολλά προφορικά και γραπτά, του σεβαστού και αγαπημένου κυρίου Σπύρου έμειναν τυπωμένα μέσα μου τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν.

Η σειρά των άρθρων υπό τον τίτλο Υπομνήσεις, που τώρα πήρε μορφή βιβλίου (εκδ. Θεμέλιο), κράτησε περίπου τρία χρόνια, με μικροκαθυστερήσεις εκ μέρους μου, κάθε που δεν έβρισκα ολόκληρη ή δύο τρίτα σελίδας για να χωρέσω το πυκνό κείμενο και να το στολίσω με μια-δυο εικόνες σχετικές, από αυτές που επίμοχθα εντόπιζαν ο συγγραφέας και οι συνεργάτες του σε αρχεία και μουσεία.

Είπα: πυκνό κείμενο. Το ύφος του κυρίου Σπύρου είναι πυκνό, πολυστρωματικό, με πολλές παρενθέσεις και ενδιάμεσες διευκρινίσεις, με μεταπηδήσεις και συστροφές, με ανοιχτά ενδεχόμενα και δηλωμένους δισταγμούς. Ο κύριος Σπύρος είναι το ύφος της πρόζας του. Το ύφος του είναι η κατορθωμένη σκέψή του, ένα ξετύλιγμα· ξετυλίγει ένα πολύμιτο ύφασμα σε κύματα, ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να παρακολουθεί τους κυματισμούς του όλου καθώς χύνεται και σωρεύεται, και ταυτοχρόνως η προσοχή του πρέπει να στρέφεται και στους χρωματισμούς της πρόζας, στην υφή της ύλης, στην μεταβαλλόμενη τονικότητα.

Είναι δύσκολη πρόζα. Οχι ερμητική και ξηροακαδημαϊκή, όχι δημοσιοσχετίστικος λιβανωτός, όχι εργαλειακή ούτε ναρκισσευόμενη, δηλαδή όχι όπως γράφουν συνήθως οι ακαδημαϊκοί στις εφημερίδες, αλλά όχι και κολακεύουσα τον αναγνώστη ― το αντίθετο. Είναι πρόζα πολυνηματική και πολυκύμαντη, με όρη και κοιλάδες, με κλεισούρες και ξέφωτα, με ξαφνικά μεγάλα ανοίγματα, σαν το ανάγλυφο των τοπίων που λεπτολογεί, σαν τους δρόμους του Αρχιπελάγους που ενοράται στα καράβια, σαν τα δημοτικά τραγούδια που ακροάται για να αποκρυπτογραφήσει εμπορικούς δρόμους και δίκτυα κάστρων, σαν τα χαρτιά θανάτων στην πατρίδα του Λευκάδα, σαν τα χαρτιά των ποινών στην πατρίδα μου Μύκονο, αυτά τα χαρτιά που περιέχουν φωνές φανερές και φωνές πνιγμένες, σιωπές, κενά, θρήνους κυριαρχούμενων, καημούς ξεσηκωμένων.

Κάποτε μια δακτυλογραφική αστοχία με οδηγούσε να τηλεφωνήσω στον κύριο Σπύρο για διευκρινίσεις· η διευκρίνιση πολύ σύντομα ξεστράτιζε σε γόνιμα πεδία, για τις αφορμές του τεκμηρίου και τις παράλληλες σκέψεις που γεννούσε, για τις αναλογίες του τότε με το σήμερα, για τις συνέχειες. Συχνά-πυκνά, αργά το βράδυ, χτυπούσε το κινητό και αναγνώριζα το όνομα. Το έλαβες; Εχεις κι άλλο ένα, δες και τις εικόνες που σου έστειλε ο Δημήτρης. Είτα, πάλι ξεστρατίζαμε γλυκά. Μας είχε αρπάξει πια στις δαγκάνες της η κρίση, η σφοδρή ιστορία, κι αναζητούσα παρηγοριά και φανάρι στις κουβέντες του σοφού μου φίλου ― έτσι τον νιώθω, φίλο.

Από τέτοιες συζητήσεις αργά το βράδυ, θυμάμαι θραύσματα, τις πυγολαμπίδες του Παζολίνι: «Νίκο, αναδύονται νέες ταξικότητες, να δούμε πώς θα εκφραστούν πολιτικά τα νέα υποκείμενα… Νίκο, να προσέξομε, μπαίνουμε σε μια μεγάλη διάρκεια, όλη η Ευρώπη, με άγνωστα χαρακτηριστικά». Κυρίως αυτό: «Στοχαζόμενοι τη μεγάλη διάρκεια, νιώθουμε ηρεμία, παίρνουμε μιαν απόσταση για να δούμε ευκρινέστερα τα παρόντα». Μα κύριε Σπύρο, η διάρκεια του βίου είναι βραχεία, πώς θα παρηγορηθούμε για τα βάσανα του παρόντος; «Δεν υπάρχει παρηγοριά, μόνο στοχασμός, και η συνείδηση, ότι είμαστε ιστορικοί άνθρωποι».

2002: «Kοιτάξτε, είμαστε ιστορικός λαός, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό… Kυρίως σημαίνει ευθύνες: έναντι της μνήμης, και έναντι του μέλλοντος. O πολίτης ενός ιστορικού λαού σκέφτεται ότι ζούμε και μετά τον θάνατό μας…»
Κύριε Ασδραχά, υπάρχουν αρετές που τις έχουμε ως ιστορικός λαός;
«Τρομερές. Και υπάρχει και πίκρα… Αυτοί οι οποίοι έχουν την τόλμη να εκφράζονται σ’ ένα υπερκείμενο επίπεδο δεν ξεχνούν την ταυτότητά τους. Θα σας πω κάτι αυτοβιογραφικό. Εγώ δεν είμαι καμιά προσωπικότητα που να συναναστράφηκε ποτέ με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, παρ’ όλο που αν ήθελα θα μπορούσα να τους έχω γνωρίσει. Eίμαι ένας απλός άνθρωπος, ζω στη Νέα Σμύρνη, πηγαίνω στη Λευκάδα, όπου μ’ αγαπάνε οι πατριώτες μου. Kαι αυτό μου αρκεί.»

H πρόζα και τα λόγια του ιστορικού Σπύρου Ασδραχά, το ζωντανό του παράδειγμα, είναι παρηγορητικά, για την ψυχή, για το πνεύμα. Υπομιμνήσκουν την ιστορική μας φύση, την υλικότητα του τόπου και του χρόνου, την περιπέτεια της συνέχειας, τις αναπόφευκτες ρηγματώσεις και τις ασυνέχειες. Υπομιμνήσκει ο κύριος Σπύρος, με έναν σταθερό, οργανωμένο, πολυδαίδαλο ψίθυρο, υπομιμνήσκει, τις συνάφειες, τους κρυμμένους δεσμούς, ανάμεσα σε ένα δημοτικό τραγούδι κι ένα χάνι, ένα κάστρο, ένα πέρασμα, ανάμεσα σε μια νοταριακή πράξη και την ευαισθησία μιας κοινότητας παλαιών ανθρώπων. Υπομιμνήσκει ότι είμαστε παλαιοί, αγκυροβολημένοι στη μεγάλη διάρκεια, και νέοι, ξυλάρμενοι, ανεμοδαρμένοι στη βραχεία διάρκεια. Να, η συνείδηση της ιστορίας, η σκηνή της τραγωδίας.

Η Ida του Πάβελ Παβλικόφσκι είναι η ταινία της χρονιάς, από τώρα· σφραγίζει την ευρωπαϊκή ευαισθησία όπως την σφράγισε πέρυσι η Grande Belezza του Πάολο Σορρεντίνο. Πρόκειται για ταινίες-σπουδές, που μιλούν για την ψυχή των λαών και των ανθρώπων, για την αξεδιάλυτη συνύφανση του ατομικού με το συλλογικό, για το βάρος της μνήμης και της ιστορίας, για την Ευρώπη των νεκρών και των φαντασμάτων.

Στην πολωνική ταινία πρωταγωνιστούν δύο γυναίκες, δύο γενιές, δύο κόσμοι. Η νεαρή δόκιμη μοναχή Αννα, και η ώριμη δικαστίνα Βάντα. Η Αννα είναι η Εβραία Ιντα, ορφανό πολέμου που μεγάλωσε σε μοναστήρι Καθολικών. Η θεία της, αδελφή της μητέρας της, είναι η κομμουνίστρια Κόκκινη Βάντα, πρώην εισαγγελέας, αλκοολική. Η μία πιστεύει, η άλλη όχι. Οι διαφορές σταματούν εδώ. Οι ομοιότητες είναι βαθύτερες: δεν έχουν ρίζες, δεν έχουν οικογένεια, οι ζωές τους ξετυλίγονται πάνω στην έλλειψη, την απουσία, τα θαμμένα μυστικά, τη λήθη. Την παραμονή της κουράς της μοναχής, οι δύο γυναίκες θα ανταμώσουν για πρώτη φορά και θα ξεκινήσουν το μοναδικό κοινό τους ταξίδι, σε αναζήτηση του κοινού τους παρελθόντος. Αναζητούν τους νεκρούς τους, γονείς και παιδιά, τα οστά των δολοφονημένων και χαμένων του Ολοκαυτώματος.

Ολη η ταινία είναι η κάθοδος στον Αδη με τη μορφή ενός road movie στην άχρονη πολωνική ύπαιθρο· σε έναν κάμπο που συμπυκνώνει κάτω από την ακινησία του τον καθολικισμό, τον εβραϊσμό, τη γενοκτονία, τον πόλεμο, τον υπαρκτό σοσιαλισμό, και πάνω απ’ όλα τον ανελέητο, διαρκή αγώνα των ανθρώπων για επιβίωση. Η περιπλάνηση των δύο γυναικών μοιάζει εξωτερικά με τις υπαρξιακές περιπλανήσεις ταινιών του Βέντερς ή του Αντονιόνι, αλλά εδώ το δράμα δεν περιέχει καμία διαφυγή από τη μοίρα, ούτε καν σύγκρουση, το δράμα αντηχεί περισσότερο τις ηθικές και μεταφυσικές δονήσεις του Μπέργκμαν και του Ταρκόφσκι, του Κισλόφσκι και του Ζανούσι. Στο τέλος του δρόμου υπάρχει πάλι κενό, συν την πικρή επίνοια του ταξιδιού.

Ο Παβλικόφσκι μιλώντας για το υπαρξιακό κενό στη Μεσευρώπη του ’60, κατορθώνει να μιλήσει βαθιά και σπαρακτικά για την Ευρώπη του 21ου αιώνα· μάλλον για τη βαριά κληρονομιά του Ευρωπαίου ανθρώπου της νεωτερικότητας, κληρονομιά φρίκης και αναμέτρησης με τα όρια. Η Ευρώπη της Ida είναι στοιχειωμένη από κρυμμένα οστά, ανεύρετους τάφους, πεισματική αμνησία, ηθική απογύμνωση. Ο αγρότης-φονιάς κουλουριάζεται μες στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο, ο θύτης είναι το ίδιο τελειωμένος όσο και τα θύματα. Εχει χαθεί η ιερότητα της ζωής, η ζωή σαν θαύμα.

Η Ιντα ρωτάει τον κούκλο σαξοφωνίστα τι μπορούν να κάνουν μαζί, αφού παίξουν Kολτρέιν σε συναυλίες, αφού παντρευτούν και κάνουν παιδιά. Απλώς, θα ζήσουμε, λέει ο Λις. Η Ιντα, αφιερωμένη του Χριστού, έμπειρη πλέον του θανάτου και της φρίκης, σηκώνεται από το κρεβάτι του παρθενικού έρωτα, φοράει το ράσο της δόκιμης και ακολουθεί την σκολιά οδό. Η κάμερα για πρώτη φορά κινείται σωματικά, και για πρώτη φορά η μουσική που ακούει ο θεατής δεν είναι η μουσική που ακούν οι ήρωες.

Ο Παβλικόφσκι κατορθώνει μια κινηματογραφική αφήγηση λάμπουσα, άρτια, προσωπική, συγκινούσα, χωρίς φορμαλιστική εκζήτηση, αλλά και χωρίς παραχωρήσεις στο τηλεοπτικό γούστο. Τα κάδρα του είναι γεωμετρημένα έτσι ώστε να υπηρετούν ψυχικά πυκνώματα και κενά, να αναδεικνύουν τα πρόσωπα ενώπιον της μοίρας τους· το ασπρόμαυρο είναι στιλπνό και πλούσιο, καταγραφικό και αφαιρετικό μαζί· η φόρμα, παρότι τολμηρή, υπηρετεί και αναδεικνύει, δεν επιδεικνύεται. Ο Παβλικόφσκι πετυχαίνει μια ευτυχή κράση φόρμας και περιεχομένου, επειδή έχει κάτι να πει· για τη ζωή, τις ζωές των ανθρώπων, για τον πυρήνα της ύπαρξης, εκεί που συμφύρονται η ελπίδα, η αφέλεια, η απάθεια, η ερήμωση. Αν πρέπει να περιγράψουμε με μια λέξη την τέχνη του, θα ήταν: οικονομία. Τίποτε δεν λείπει, τίποτε δεν περισσεύει.

Η Ida -όπως και η Grande Belezza, αλλιώς- είναι αφήγηση για το μεταίχμιο της Ευρώπης, και είναι συναναστροφή με τους νεκρούς. Είναι αποδοχή της πολυπλοκότητας και του χάους, χωρίς κρίσεις και διδάγματα. Οι ζωντανοί συναντούν τις ψυχές των απόντων, αγγίζονται, κι ύστερα αποτραβιούνται. Η Βάντα, άδεια, πικρή, επιλέγει το κενό· η Ιντα δακρύζει, λοξοδρομεί, ωριμάζει σε 82 φιλμικά λεπτά, επιλέγει τον όρκο της αναχώρησης.

«Σήμερα είμαι άνθρωπος, σήμερα μπορώ να κλάψω». Η γυναίκα που προφέρει αυτά τα βαριά λόγια είναι επιζήσασα του γκέτο της Βαρσοβίας. Παρακολουθεί μια ταινία, με σκηνές από τον τόπο μαρτυρίου εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων, όσων πέθαναν από πείνα και επιδημίες, αφού πρώτα απανθρωπίστηκαν.

Η γυναίκα που μπορεί να κλάψει, ύστερα από 68 χρόνια, τον χρόνο της κινηματογράφησης ήταν κορίτσι δέκα ετών. Στα πεζοδρόμια του γκέτο περπατούσε πλάι σε πτώματα, δεν γυρνούσε ποτέ να τα κοιτάξει, γιατί φοβόταν μην έρθει η δική της σειρά. Τότε δεν μπορούσε να κλάψει. Τώρα είναι ευτυχισμένη που μπορεί.

«Το Γκέτο, μια ταινία που δεν έγινε ποτέ» (A Film Unfinished)) είναι ένα συνταρακτικό ντοκυμαντέρ, γυρισμένο το 2010 από τη σκηνοθέτρια Yael Hersonski, με βάση το κινηματογραφικό υλικό που είχαν γυρίσει γερμανικά συνεργεία, τον Μάιο του 1942. Τριάντα μέρες γυρισμάτων, 62 λεπτά αμοντάριστων πλάνων που βρέθηκαν το 1998· στα κουτιά υήρχε μόνο η λέξη «Das Ghetto».

Η κινηματογράφηση είχε γίνει, όπως πολλές άλλες, για να υπηρετήσει τη ναζιστική προπαγάνδα, μια τρομερή μηχανή κατασκευής αλήθειας και στερεοτύπων· η συγκεκριμένη φιλοδοξούσε, αφενός, να καταδείξει τα φυλετικά γνωρίσματα και τον χαρακτήρα των Εβραίων, αφετέρου, να δείξει ότι μέσα στο γκέτο επικρατούσαν ελευθερία και αφθονία, τέτοιες που οι πλούσιοι Εβραίοι καλοπερνούαν εις βάρος των φτωχών συμπατριωτών τους. Η προπαγανδιστική μηχανή έστησε σκηνές πλούσιων γευμάτων σε εστιατόρια, χορούς, έστησε συγκεντρώσεις, λαμπρές κηδείες. Στο αμοντάριστο υλικό όμως υπήρχε και η άλλη όψη του γκέτο: ο λιμός, η εξαθλίωση, ο απανθρωπισμός, ο θάνατος, τα πτώματα στους δρόμους, οι ομαδικοί τάφοι. Λίγο μετά την αναχώρηση του συνεργείου, τον Ιούλιο, άρχισε η Τελική Λύση στο γκέτο, η μεταφορά και εξόντωση 300.000 ανθρώπων στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα.

Τρία νήματα σκέψης από το ντοκυμαντέρ. Ενα, η διαδικασία απανθρωπισμού, όπως εξελίσσεται σε συνθήκες κράτησης και στέρησης. Η στέρηση δεν είναι μόνο υλική, δεν είναι μόνο καταδίκη σε αργό θάνατο, είναι ταυτοχρόνως στέρηση της ελευθερίας, που συνδυασμένα και σταδιακά γίνεται έλλειψη ενδιαφέροντος για τον κοινωνικό βίο, έλλειψη συμπόνιας, έλλειψη αξιοπρέπειας, έλλειψη ενδιαφέροντος για τη ζωή. Οι άνθρωποι στο γκέτο, άπαξ και περνούσαν ένα κρίσιμο κατώφλι, βυθίζονταν στην απάθεια, περίμεναν απλώς να πεθάνουν. Αυτό μας το έχει μεταδώσει με μοναδικό τρόπο στον 20ό αιώνα, ο σπουδαίος Πρίμο Λέβι, αυτός που γλύτωσε από το Αουσβιτς, για να γίνει μάρτυρας της ανθρώπινης κατάστασης στα άκρα. Ο Λέβι έγραψε: «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος». Η επιζήσασα, που βλέπει στο ντοκυμαντέρ τους απαθείς και τους σωρούς πτώματων, λέει το ίδιο: «Σήμερα είμαι άνθρωπος, σήμερα μπορώ να κλάψω. Είμαι ευτυχισμένη που μπορώ να κλάψω, που είμαι άνθρωπος».

Δεύτερο νήμα: Η προπαγάνδα. Η συστηματική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων, εξαιτίας φυλετικού μίσους, είναι η πιο φανερή όψη του ναζισμού, η μηχανή ολέθρου που εξορκίζεται. Η προπαγάνδα είναι η άλλη μεγάλη μηχανή, αυτή που κατασκευάζει κόσμο, κατασκευάζει αλήθεια, πραγματικότητα, συνεδήσεις· αυτή η μηχανή δεν εξορκίζεται. Αντιθέτως, τα εργαλεία και οι τρόποι της χρησιμοποιούνται πάντα, και τώρα, από πολλούς, με πολλούς τρόπους, για πολιτικούς ή εμπορικούς σκοπούς. Η ταινία «Das Ghetto» τρομάζει όχι μόνο με την περιέχουσα φρίκη, αλλά με τη μέθοδο και με τον σκοπό της: να ξαναγράψει την ιστορία.

Τρίτο νήμα. Απέναντι στην προπαγάνδα της ναζιστικής παρα-τεκμηρίωσης, στέκεται η ανθρωπινότητα δια της μνήμης. Οσο οι Γερμανοί ναζί κατασκεύαζαν τη δική τους ιστορία φυλετικού μίσους και εξολόθρευσης στο Γκέτο, καταρτίζοντας αρχεία και τεκμήρια, ο Ανταμ Ρίνγκελμπλουμ κατέγραφε την ζώσα ιστορία. Ο Πολοωνοεβραίος ιστορικός συνέλαβε το σχέδιο «Χαρά του Σαββάτου», κατά το οποίο δάσκαλοι, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, επιστήμονες, έγραφαν λεπτομερώς και συνέλεγαν ντοκουμέντα γύρω από οτιδήποτε συνέβη στη Βαρσοβία από την αρχή έως την καταστροφή του γκέτο. Το σώμα των μαρτυριών μπήκε σε τρία κάνιστρα γάλακτος και δέκα μεταλικά κουτιά και κατεκρύβη στα θεμέλια του γκέτο. Ολα, πλην ενός, βρέθηκαν, αποδίδοντας 30.000 φύλλα μαρτυριών, μνήμης, ιστορίας. Ο ορισμός του ζώντος αρχείου.

Τι είναι ιστορία; Ο νικητής εξολοθρευτής έγραφε τη δική του, με κινηματογραφικές υπερπαραγωγές, με καταλόγους παπουτσιών και τιμαλφών στα λάγκερ. Το θύμα, ο κυριαρχούμενος, ο ηττημένος, έφτιαξε το δικό του αρχείο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων. Αν υπάρχει μια νίκη για την ανθρωπινότητα, είναι αυτή: το αρχείο των θυμάτων μάς επιτρέπει να μπορούμε να κλαίμε.

kyklades_MG_3636web

Τις επόμενες εβδομάδες η συνομιλία με το κοινό της «Καθημερινής» θα αραιώσει. Αλλά δεν θα χαθούμε, θα ξαναβρεθούμε, ό,τι κι αν συμβεί. Προς το παρόν θα εκτεθώ στην κρίση των συμπολιτών σε ένα πεδίο άλλο από το οικείο της εφημερίδας που με στεγάζει είκοσι δύο χρόνια, εντούτοις όχι τόσο μακρινό: στο πεδίο των εκλογών. Θα είμαι υποψήφιος ευρωβουλευτής, συνεργαζόμενος με τη λίστα του ΣΥΡΙΖΑ.

Γιατί; Ας πούμε ότι είναι μια καμπή στη μακρά διαδρομή στον δημόσιο χώρο. Από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, χρόνια σχολικά για μένα, έως τα χρόνια της κρίσης. Σε αυτό το διάστημα πολλά άλλαξαν στην Ελλάδα, στην κοινωνία, στα ήθη· οι άνθρωποι αλλάξαμε. Η πολιτική ζωή άλλαξε: τα αιτήματα, τα συνθήματα, οι προσδοκίες, οι σχέσεις, οι οργανωμένοι σχηματισμοί, οι συνειδήσεις. Η οικονομία πληγώθηκε. Τώρα αλλάζει γοργά και ο κοινωνικός σχηματισμός, παρότι δεν το βλέπουν όλοι από την ίδια γωνία θέασης: άλλοι έχουν πέσει, πολλοί· άλλοι ισορροπούν, έστω δύσκολα· άλλοι ολίγοι δεν πλήττονται από την κρίση. Ολοι αντιλαμβάνονται ότι κάτι αλλάζει, βαθιά. Πολλοί αντιλαμβάνονται αυτή την αλλαγή σαν ένα παντοδύναμο χέρι που μας αρπάζει και μας εκσφενδονίζει σε σκοτεινά τοπία, ανεξερεύνητα.

Αυτό αισθάνομαι κι εγώ: σαν να ανοίγονται μπροστά μας δρόμοι, δρόμοι παλιοί και νέοι, ξεχασμένοι και απερπάτητοι, σκονισμένοι απ’ τη λήθη, τυλιγμένοι απ’ την ομίχλη του μέλλοντος. Είναι οι διακλαδώσεις της ιστορίας, εκεί όπου όλα είναι δυνατά, ανοίγουν όλα τα ενδεχόμενα, εκεί που νιώθεις όμως ότι δεν τα ορίζει όλα η τύχη, αλλά το φρόνημα και η βούληση, η φρόνηση και η τόλμη, η απόφαση και η ευθύνη της πράξης.

Σε αυτό τον κόμβο ο καθείς ακούει την κλήση του. Και δεν έχεις περιθώριο να κρυφτείς από το μέλλον, να αδρανήσεις πάνω στις ράγες της συνήθειας. Επώδυνα, με πολλές αμφιβολίες, με επιφυλάξεις, με τα βάρη της ηλικίας και τις υποχρεώσεις του βίου, με παλινδρομήσεις – ακούς την κλήση, βλέπεις έναν φανό να τρεμανάβει στο βάθος. Ζυγίζεις. Αποφασίζεις. Βγαίνεις σαν υπνοβάτης από το παλιό σου δέρμα και εισχωρείς στη λεπτή ομίχλη του μέλλοντος, οδηγημένος από τον προσωρινό φανό. Εκεί βρίσκεται η νέα Ελλάδα, τεμνόμενη με την αναδυόμενη νέα Ευρώπη, συναρτημένη με τον αναδυόμενο περίπλοκο κόσμο.

Η ευτυχής τομή ωστόσο δεν θα προκύψει μόνη της, είναι δικό μας έργο να την ορίσουμε και να την κάνουμε να βλαστήσει· θα είναι καρπός της βούλησης και των ενεργειών μας. Στα πεδία της Ευρώπης θα δοθούν σκληρές μάχες, πολιτικές και πνευματικές, που θα αλλάξουν τον ρου της ιστορίας. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, με τον δικό μας σχεδιασμό, σύμφωνο με τις δικές μας ανάγκες, με τις δυνάμεις μας και τη φυσιογνωμία μας, σε αλληλεπίδραση με ό,τι δημιουργικό και ελπιδοφόρο συμβαίνει στην Ευρώπη, για την ανοικοδόμηση μιας Ελλάδας που θα τρέφεται από ελευθερία και δημοκρατία, και θα ανατρέπει τις βάρβαρες ανισότητες που γεννά η κρίση.

Κάτι αλλάζει στην Ευρώπη, και τώρα είναι ευκαιρία να ακουστεί η φωνή των σιωπηλών, των θυμάτων, των φοβισμένων, των λαχταρισμένων, των αποφασισμένων, των υπερήφανων, των αγωνιστών της ζωής, των νέων, των μεσήλικων, των βετεράνων της εργασίας, να ακουστεί η φωνή των Ελλήνων. Σε αυτές τις φωνές προσθέτω τη δική μου φωνή και τη δική μου πράξη. Τόσο.

Καθημερινή, 15.04.2014 / φωτ.: Αλέξανδρος Φιλιππίδης

auswitz

Το επταήμερο κύλησε μες στην ανησυχία. Οπως συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια. Πυροβολισμοί στη Ζωοδόχου Πηγής από βαποράκια, λίγη ώρα αφότου πέρασα απ’ εκεί πηγαίνοντας στο σαββατιάτικο απεριτίφ της αντροπαρέας. Ληστεία μετά ξυλοδαρμού για το παιδί μιας φίλης, λίγο παραπάνω στην οδό Ασκληπιού· του πήραν το κινητό και το χαρτζιλίκι, και τον γρονθοκοπούσαν τρεις στα νεφρά και στο κεφάλι. Εγινε το στομάχι κόμπος· ασθμαίνων έκανα ένα μικρό μάθημα αυτοπροστασίας στους γιους που κυκλοφορούν ανά τας Αθήνας. Ανακάλυψα ότι γνώριζαν περισσότερα απ’ όσα τους έλεγα. Η ανησυχία μου δεν εκόπασε πάντως, φώλιασε.

Λίγες μέρες αργότερα είδα τη φωτογραφία μικρών παιδιών σε νεοναζιστικό κατηχητικό. Κάπου στην Αττική, οι νεοναζί κάνουν «Διάπλαση των παίδων», μαγαρίζοντας ακόμη και τη θερινή παιδική μνήμη απ΄τους πανόδετους τόμους της δημοτικής βιβλιοθήκης Μυκόνου. Στην ηλικία περίπου που ξεφύλλιζα τα «Σας ασπάζομαι, Φαίδων» και τα λιθόγραφα Κλασικά Εικονογραφημένα, Αθλίους, Λόρδο Τζιμ, Σίλας Μάρνερ, Τελευταίο Μοϊκανό, στην ηλικία που κατηχητικό σήμαινε ολίγο Ευαγγέλιο αγάπης, με σαμαρείτιδες και πετεινά, πολλή μπάλα και ελευθερία, στην ίδια περίπου ηλικία αντίκρισα παιδιά να μπολιάζονται στο μίσος και στον φυλετισμό, να παραγεμίζουν τα άγραφα μυαλά τους με δηλητήριο και μισαλλοδοξία. Αυτό ήταν πιο ανησυχητικό κι από τις σφαίρες των ενήλικων ντίλερ, των ληστών και των παράνομων, γιατί ένιωθα την κακία να φεύγει πια από τη σφαίρα του περιθωρίου και να απλώνεται στην κανονικότητα, να καταλαμβάνει το μέινστρημ, να κυριεύει παιδικές ψυχές και λαϊκά νοικοκυριά. Δεν ήταν πια ανησυχία, ήταν εφιάλτης.

Απαντήσεις και παρηγοριά μου έδωσε παραδόξως ένα βιβλίο, που εξιστορεί και εξηγεί το Κακό, όπως ενσαρκώθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα, στην καρδιά της Ευρώπης. «Το Αουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου» είναι ό,τι είπε στην 14χρονη Ματίλντ, η ιστορικός Ανέτ Βιβιορκά, απαντώντας στις πιο απλές, στις πιο δύσκολες ερωτήσεις ενός παιδιού. Τι ήταν η Τελική Λύση; Τι είναι γενοκτονία, ολοκαύτωμα, Shoah; Γιατί σκοτώνανε παιδιά; Τι είναι το τατουάζ στο χέρι της Μπερτ; Φταίγανε όλοι οι Γερμανοί; Τι είναι το χρέος της μνήμης;

Το βιβλιαράκι (εκδ. Πόλις) διαβάζεται με μια ανάσα. Μάλλον, με κομμένη την ανάσα. Ακόμη κι αν έχεις διαβάσει τα άπαντα του μεγάλου Πρίμο Λέβι, η ζεστή μητρική ομιλία της Βιβιορκά συμπυκνώνει αλήθειες, εξηγήσεις, απαντήσεις και ανοιχτά ερωτήματα, χωρίς δράμα, αλλά με δύναμη και αμεσότητα μοναδικές. Ετσι όπως θα ήθελε κάθε γονιός να εξηγήσει στο παιδί του τα μεγάλα του κόσμου που πέρασε και του κόσμου που διαρκώς έρχεται.

Στα παιδιά που ακούνε την κατήχηση μίσους, θα διάβαζα σαν αντίδοτο τέτοια βιβλία, σαν της Βιβιορκά. Λόγια εξήγησης και κατανόησης, λόγια συχώρεσης και αλληλοπεριχώρησης, αλλά και λόγια μαχητικά, που αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη. Να θυμάσαι, για ν’ αγαπάς τη ζωή.
«Ενας ιστορικός, ο Ιγκνατσί Σχίπερ, ο οποίος πέθανε στο στρατόπεδο του Μάιντανεκ, το εξηγεί πολύ καλά: ‘όλα εξαρτώνται από αυτούς που θα μεταφέρουν τη μαρτυρία τους στις μέλλουσες γενιές, από αυτούς που θα γράψουν την ιστορία τούτης της εποχής. Η ιστορία γράφεται, κατά κανόνα, από τους νικητές. Ολα όσα γνωρίζουμε για τους λαούς που εξοντώθηκαν είναι όσα ήθελαν να πουν οι διώκτες τους. Εάν οι διώκτες μας νικήσουν, εάν αυτοί γράψουν την ιστορία τούτου του πολέμου, τότε ο αφανισμός μας θα παρουσιαστεί ως μία από τις ωραιότερες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, και οι μέλλουσες γενιές θα αποτίσουν φόρο τιμής στο θάρρος αυτών των σταυροφόρων. Ο λόγος τους θα είναι Ευαγγέλιο. Μπορούν έτσι να αποφασίσουν να μας σβήσουν από τη μνήμη του κόσμου σαν να μην υπήρξαμε ποτέ, σαν να μην υπήρξε ποτέ ο πολωνικός εβραϊσμός, το γκέτο της Βαρσοβίας, το Μάιντανεκ’»

Αντί για μαθήματα ανησυχίας, θα πείσω τους γιους μου να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Σαν μάθημα μνήμης, και σαν εξήγηση ― δηλαδή σαν αντίδοτο στο μίσος, στον φυλετισμό, στον αφανισμό ανθρώπου από άνθρωπο. Γιατί, όπως σημειώνει με πικρή διαύγεια η Ρίκα Μπενβενίστε στο επίμετρο: «Απεχθάνομαι την ψυχρή αποστασιοποίηση, την απουσία θυμού, θλίψης και απορίας στις επιστημονικές εξηγήσεις. Δεν έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην εξήγηση. Ομως δεν ξέρω κάτι καλύτερο».

Οι Ελληνες είχαν το οδυνηρό προνόμιο, κατά τους δύο παρελθόντες αιώνες, να βιώσουν μείζονες ιστορικές αλλαγές στον εθνικό και κοινωνικό κορμό, πρώτοι ή σε απόλυτο συγχρονισμό με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οδυνηρό μεν, κατά το μέτρο των καταστροφών και του συνακόλουθου πόνου, προνόμιο δε, κατά το μέτρο που η ιστορική εμπειρία αφομοιώνεται εγκαίρως προς ανασυγκρότηση και ανέλιξη. Σε όλο τον 20ό αιώνα ο ελληνισμός κινείται σε ένα σπιράλ καταστροφών-δημιουργίας: από την πτώχευση του 1893 έως την πτώχευση του 2010-12, με ενδιάμεσους πολυετείς πολέμους, εδαφικές επεκτάσεις, εθνικές απώλειες, διχασμούς, εμφυλίους, κατοχή, λιμό, πτώχευση. Η Ελλάδα ήταν παρούσα σε όλες τις μεγάλες στιγμές, με θυσίες και αναδιπλώσεις.

Την τελευταία 60ετία, σε συγχρονισμό με την Ευρώπη, έζησε τη μακρότερη περίοδο ειρήνης και επέτυχε εντυπωσιακή άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Στις αρχές του 21ου αιώνα και προ της παρούσας κρίσης, η Ελλάδα συγκατελεγόταν στις 30 πιο ευημερούσες χώρες του κόσμου, με υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης, με αφθονία πτυχιούχων, με μοναδικά καίτοι αναξιοποίητα αποθέματα περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς. Υπό όρους, αυτά τα φυσικά και ανθρωπογενή αποθέματα θα μπορούσαν να είναι ακαταμάχητα πλεονεκτήματα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία των καινοτομιών και του ελεύθερου εμπορίου. Δεν είναι. Διότι δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις: Λείπει η ηγεσία, λείπει το εθνικό σχέδιο, και απόντων αυτών, έχει κλονιστεί και η εθνική-κοινωνική συνοχή.

Ας μη μακρύνουμε με τα αίτια, τα έχουν πει πολλοί. Μια εβδομάδα προ των κρισιμότατων εκλογών της 17ης Ιουνίου, προέχει να δούμε τι διακινδυνεύεται και ποιες οι ενδεχόμενες τροπές. Κατά τη γνώμη μας, διακινδυνεύονται ακριβώς όσα περιγράψαμε παραπάνω, δηλαδή, ο εθνικός πλούτος, δημόσιος και ιδιωτικός, που ήδη έχει πληγεί αλλά όχι ανεπανόρθωτα, και η κοινωνική συνοχή. Το βάρος του χρέους και η συνεχιζόμενη αποσάθρωση του εθνικού προϊόντος θυμίζουν ευθέως δείκτες πολέμου. Η επαπειλούμενη ρήξη του κοινωνικού ιστού, καθώς την αφουγκραζόμαστε όλο και ευκρινέστερα, μπορεί να συγκριθεί αναλογικά με τις περιόδους του Διχασμού και του Εμφυλίου.

Αρα ο στόχος, στόχος εθνικός, καθολικός, καθήκον ιστορικό, είναι η διάσωση αυτών των αποθεμάτων, άνευ των οποίων υπονομεύεται και το δημοκρατικό πολίτευμα και η εθνική κυριαρχία και η ίδια η σύσταση του ελληνισμού όπως διαμορφώθηκε στους νεότερους χρόνους. Διάσωση πώς; Κωδικά: Ανασυγκρότηση κράτους και ανασυγκρότηση παραγωγικού ιστού. Για να επιτευχθούν, προαπαιτείται πολιτική αναγέννηση: νέα πρόσωπα, νέες οργανώσεις, κουλτούρα, ιδέες.

Δεν πρόκειται για νεολαγνεία, πρόκειται για αδήριτη ιστορική ανάγκη. Η παρούσα παρακμή και τα αδιέξοδα της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας προσομοιάζουν με την κατάσταση των δημοκρατιών στον Μεσοπόλεμο, στα δικά μας χρόνια του ’20-’30, αλλά και στις ασθενείς δημοκρατίες της Ιταλίας το 1919-22, της Γερμανίας το 1919-32, της Γαλλίας όλο το διάστημα έως την πτώση των κυβερνήσεων του Λαϊκού Μετώπου. Κατά παρόμοιο τρόπο, αν και σε διαφορετική συγκυρία, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις δεν αλληλοαναγνωρίζονται και προσπαθούν να εκτοπίσουν η μία την άλλη από τον δημόσιο χώρο, χωρίς να αναγνωρίζουν κοινά ιστορικά καθήκοντα, ενώ ταυτοχρόνως αδυνατούν από μόνες τους να τα αντιμετωπίσουν.

Η δημοκρατία και η χώρα χρειάζονται κατεπειγόντως αναζωογόνηση, την ίδια που χρειάζεται η δοκιμαζόμενη Ε.Ε.: επανεύρεση βασικών αξιών της μεταπολεμικής Ευρώπης. Μπορεί η Ε.Ε. μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ να κλείδωσε την πορεία της πάνω σε νεοφιλελεύθερες δοξασίες προς όφελος της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας και προς ζημίαν των λαών, ωστόσο το μεταπολεμικό θαύμα της Ευρώπης κατορθώθηκε μόνο χάρη στη ζωογόνο βοήθεια της Αμερικής του Ρούζβελτ, στο κεϋνσιανό σχέδιο ανάπτυξης, και στο ισχυρό κράτος πρόνοιας που συνέλαβαν και υλοποίησαν πρώτοι οι Βρετανοί και οι Σκανδιναβοί, και ακολούθως όλοι οι Ευρωπαίοι, από τον Βορρά έως τον Νότο.

Με τη σύλληψη του βρετανικού κράτους πρόνοιας και του Εθνικού Συστήματος Υγείας, από τον Μπέβεριτζ, και την ηγεμονική επίδραση των Σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία, οικοδομήθηκε μια στέρεη παράδοση μεταρρυθμίσεων υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αναδιανομής πλούτου. Αυτή η μακρά παράδοση σοσιαλδημοκρατίας, μεταρρυθμίσεων, ισόρροπης συνύπαρξης κεφαλαίου και εργασίας, κρατικής και ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ρυθμισμένων αγορών, εγκαταλείφθηκε. Και συχνά προδόθηκε από τους ίδιους τους σοσιαλδημοκράτες. Η επαναφορά σε αυτή την παράδοση, επανιδρυμένη στο νέο ιστορικό περιβάλλον της παγκοσμιοποιησης, και μπολιασμένη με τις νέες προτεραιότητες οικονόμησης φυσικών πόρων και προστασίας του περιβάλλοντος, είναι το ζητούμενο για την κλονιζόμενη Ευρώπη.

Για την Ελλάδα, τα ζητούμενα είναι αυτά και ακόμη πιο επείγοντα. Στη χώρα μας δοκιμάζεται πλέον η αντοχή του κοινωνικού σώματος, απέναντι στην επελεύνουσα ένδεια, και δοκιμάζονται δεινά οι θεσμοί, ο ίδιος ο οργανωμένος βίος. Υποσυστήματα καταρρέουν και επιδιορθώνονται όπως όπως την τελευταία στιγμή. Μεγάλες περιοχές της Αθήνας βρίσκονται εγκαταλειμμένες, στο κατώφλι της συμμοριοποίησης και τη αστικής δυστοπίας. Το κράτος είναι μουδιασμένο ή ημιπαράλυτο. Ο λαός, απελπισμένος ή φοβισμένος, προς το παρόν παρακολουθεί τις μετατοπίσεις στην κορυφή της πολιτικής πυραμίδας και σιωπά, αναμένει και υπομένει. Οι περισσότεροι, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν, σίγουρα το αισθάνονται: το ποτάμι θα ξεσπάσει.
Υπάρχουν πολλές δυνάμεις, λανθάνουσες, υπνώττουσες, απογοητευμένες, φιμωμένες ― ζωντανές παρ΄όλ΄αυτά. Κάποιες θα σπαταληθούν, θα θυσιαστούν. Οι περισότερες όμως θα είναι παρούσες στο ραντεβού με την ιστορία.

Εγκλωβισμένη στην τριπλή παγίδα, της διεθνούς κρίσης, της κρίση του ευρώ και της εθνικής δομικής κρίσης, η Ελλάδα είδε την οικονομία της να συρρικνώνεται κατά το ένα πέμπτο μέσα σε τρία χρόνια, την ανεργία να εκτοξεύεται στο 21,7%, και το πολιτικό της σύστημα, ήδη εξουθενωμένο, να κερματίζεται και να παραλύει.

Η Ιστορία φτερουγίζει πράγματι πάνω απ’ την Ελλάδα, αλλά προτού μας παρασύρει ο αναγεννητικός της άνεμος, πιθανότατα θα γευθούμε τα ερείπιά της. Εχουμε πει επανειλημμένως ότι το πολιτικό προσωπικό, υπεύθυνο ήδη για την πολυετή αισχροδιοίκηση και την κλεπτοκρατία, αιφνιδιάστηκε επιπλέον από την ευρωπαϊκή κρίση, και παρέδωσε τη χώρα αμαχητί. Ητοι, χωρίς εθνικό σχέδιο διάσωσης και με κατασπατάληση πολύτιμου διαπραγματευτικού χρόνου. Προφανώς λόγω τεχνοκρατικής ανεπάρκειας αλλά και λόγω ψυχοπνευματικής αδυναμίας, οι δύο κυβερνήσεις του 2009-2012 απεδέχθησαν ένα εξοντωτικό πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης και ραγδαίων μεταρρυθμίσεων, που απηχούσε περισσότερο την τιμωρητική, ακρωτηριαστική διάθεση του Βερολίνου απέναντι στον Ελληνα ασθενή, παρά την ανάγκη εθνικής επιβίωσης και ανάταξης.

Το σχέδιο είναι τόσο μονομερές και τόσο ασφυκτικό χρονικά που κανένα κράτος δεν θα μπορούσε να το εφαρμόσει χωρίς να εξουθενώσει τον πληθυσμό του. Ακόμη χειρότερα, οι ελληνικές κυβερνήσεις σε αυτή τη φρενήρη διετία δεν κατάφεραν καμία μείζονα δομική μεταρρύθμιση, αρκέστηκαν σε απίσχναση μισθών και φοροεπιδρομές. Η κοινωνία λύγισε, και έσπασε. Η θραύση του εκλογικού χάρτη και η συνακόλουθη ακυβερνησία είναι αναμενόμενη κατάληξη.

Η Ευρώπη, ευρισκόμενη σε χρονική υστέρηση, αρχίζει να εξετάζει αλλαγή θεραπείας για την κρίση της. Εχει δει ότι το ελιξήριο που χορήγησε στην Ελλάδα είναι τοξικό, και αναζητεί άλλη συνταγή. Θα βρει κάτι, αργά ή γρήγορα. Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα, χτυπημένη από την τριπλή κρίση και το τοξικό φάρμακο, συσπάται επώδυνα, χωρίς ανάσα, χωρίς χρόνο, χωρίς εθνικό σχέδιο θεραπείας.

Οσοι ταξίδεψαν στα νησιά τους για να ψηφίσουν προχθές, υποδέχτηκαν το καλοκαίρι με αρχαίες τελετουργίες: μύρισαν μαγιάτικα ρόδα και κολύμπησαν σε διάφανα νερά. Ελλάδα και Μάης μαζί, έγραφε η Βιρτζίνια Γουλφ το 1932 μαγεμένη: «Είναι τρέλα να χάνει κανείς τα καλύτερά του χρόνια πασχίζοντας να πλουτίσει, όταν υπάρχει αυτή η άγρια αλλά πολιτισμένη και πανέμορφη χώρα όπου μπορείς να ζήσεις.»

Ογδόντα χρόνια αργότερα, η ιστορία έστηνε το μεγάλο της παιχνίδι στην Ελλάδα, με τη δική του άγρια ομορφιά, που έκοψε την ανάσα στους Ελληνες και προκάλεσε διανοητικά τους εκατοντάδες αναταποκριτές απ’ όλο τον κόσμο. Τεμαχισμός του κοινοβουλευτικού σώματος, έτσι ώστε κανείς συνδυασμός δυνάμεων να μη συνθέτει κυβέρνηση. Κατάρρευση των κυβερνητικών κομμάτων μιας 38ετίας. Δεύτερο κόμμα, εντολοδόχος για σχηματισμό κυβέρνησης, η ριζοσπαστική αριστερά, ενώ αποπειράται να μεταμορφωθεί σε ηγεμονική παράταξη. Είκοσι ένας βουλευτές για ένα αντικοινοβουλευτικό μόρφωμα που εξαπολύει ναζιστικούς κρωγμούς μίσους και βίας. Και τα λοιπά.

Η ιστορία είχε αρχίσει τις επισκέψεις της από το 2008. Και θα παραμείνει εδώ, άγνωστο πόσο. Ωστόσο μόλις τώρα αρχίζουμε να συλλαμβάνουμε τους κύκλους και τα σχήματά της. Οτι, ας πούμε, δεν κλείνει απλώς ο κύκλος της μεταπολίτευσης, αλλά ο κύκλος του μεταπολέμου, αυτός που αρχίζει με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου και την πολιτικοστρατιωτική ήττα της αριστεράς και περνά διαδοχικά απ’ την ανοικοδόμηση, τη δικτατορία, την κυπριακή απώλεια, την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έως το λυκόφως της πρώτης παγκοσμιοποίησης.

Η Ελλάδα πρωταγωνίστησε ως εργαστήριο μέλλοντος, στην αρχή του κύκλου, το 1944-49· πρωταγωνιστεί και τώρα ως εργαστήριο ευρωπαϊκού μέλλοντος, στην αρχή ενός νέου κύκλου. Κι άλλη διεθνής πρωτιά: η ανάδυση του ευρωαριστερού ΣΥΡΙΖΑ στις παρυφές της εξουσίας με ειρηνικά μέσα. Τέτοια κίνηση έχει σημειωθεί μεταπολεμικά στην Ευρώπη άπαξ μόνο, από το ευρωκομμουνιστικό PCI του Μπερλινγκουέρ στην Ιταλία του ’70. Το PCI μεταμορφώθηκε, χάθηκε μαζί με όλο το ιταλικό μεταπολεμικό σύστημα.

Σήμερα ο κόσμος είναι διαφορετικός. Εντούτοις η προσέγγιση της εξουσίας από την αριστερά είναι παρόμοια με του PCI. Αίτημα δεν είναι η βίαιη ανατροπή του καπιταλισμού, όσο μια λυσιτελής υπεράσπιση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου και των δημοκρατικών κατακτήσεων της νεωτερικότητας. Η οικονομική κρίση που ενδημεί από το 2008 έδειξε φθαρμένους τους πολιτικούς αρμούς της αντιπρόσωπευσης και απροστάτευτο τον κόσμο της εργασίας. Ωστε το νέο στοίχημα της ζώσας αριστεράς και νέα απαίτηση και προσδοκία των λαών δεν είναι μια ανεύρετη ουτοπία, αλλά η υπεράσπιση του ζωτικού δημόσιου χώρου και η επινόηση ενός άλλου μοντέλου ανάπτυξης, βιώσιμου, μη σωρευτικού, εμπνεόμενου από αξίες ενός ήπιου βίου.

Αυτό το μεγάλο ιστορικό παίγνιο, πνευματικό, πολιτικό, κοινωνικό, παραγωγικό, διαδραματίζεται τούτες τις ώρες του πόνου και της δημιουργικής αγωνίας στην Ελλάδα, κοιτίδα της δημοκρατίας, του λόγου και του νείκους. Ο άγγελος της ιστορίας φτερουγίζει μες στον Μάη ― ας ελπίσουμε χωρίς ερείπια.

ζωγραφική: Jean-François Millet, Angelus Domini

Η εντυπωσιακή αναδιάταξη του πολιτικού χάρτη αποτυπώνει τον σπασμό ενός κοινωνικού σώματος πληγωμένου και έμφοβου που μετασχηματίζεται βίαια. Οι εκλογές διεξάχθηκαν σε φόντο οικονομικής και και κοινωνικής καταστροφής: 21% άνεργοι, ένας στους δύο νέους άνεργος, 18% του ΑΕΠ χαμένο από την αρχή της κρίσης. Η αριθμητική είναι απλή: πόσες ψήφοι απελευθερωμένες ή απεγνωσμένες αντιστοιχούν στο 1,1 εκατομμύριο των καταγεγραμμένων ανέργων; Είναι ακριβώς οι ψήφοι που συνέτριψαν τον κυρίαρχο δικομματισμό της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Ψήφοι που κατευθύνθηκαν στην Αριστερά πρωτίστως, αλλά και στον νεοπαγή ποπουλισμό της Πάνω Πλατείας και στους μελανοχίτωνες νεοναζί, μια άγρια συμμορία που διεκδικεί τώρα από τη Δημοκρατία βουλευτική ασυλία.

Το Βερολίνο και οι Βρυξελλες μετέτρεψαν απερίσκεπτα την Ελλάδα σε πεδίο πειραματισμών για την εφαρμογή συνταγών εσωτερικής υποτίμησης προς αντιμετώπιση της κρίσης χρέους και των ασυμμετριών της ευρωζώνης. Πίεσαν αφόρητα τα ελληνικά αστικά κόμματα· πρώτα, το ΠΑΣΟΚ, που υπέκυψε αμαχητί, και, μετά την καθαίρεση του Γ. Παπανδρέου, τη ΝΔ. Η κατάληξη ήταν η καταστροφή τους. Ο λαός, σοκαρισμένος από μια διετή πληβειοποίηση χωρίς καν υπόσχεση ανάσχεσης, βγήκε στους δρόμους πολλές φορές και αποσύρθηκε ηττημένος― εντέλει αντέδρασε με το τελευταίο όπλο του: διέσπειρε την ψήφο του σε πολλά μικρά μερίδια, τιμωρώντας κυρίως τον δικομματισμό, τον ίδιο που τόσα χρόνια ψήφιζε από ιδιοτέλεια και αδράνεια.

Ο μεγάλος νικητής είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι αξιωματική αντιπολίτευση υπερτριπλασιάζοντας το ποσοστό του και υπερσκελίζοντας το ΠΑΣΟΚ. Η εκλογική του επίδοση ίσως αποτελέσει τη μήτρα για μια νέα αριστερόστροφη παράταξη, η οποία θα καταλάβει τον χώρο που καταλείπει το συστημικό ΠΑΣΟΚ. Στο κλείσιμο ενός νέου ιστορικού κύκλου, που αρχίζει το 1944-45, η αριστερά αποσπάται από τη συνθήκη της ήττας και του κομπάρσου και διεκδικεί θέση στην κεντρική σκηνή. Η ευθύνη είναι βαριά ασφαλώς και ενώπιον εθνικού ακροατηρίου ο λόγος και η πράξη του θα στρογγυλέψουν και θα αποκτήσουν βάρος.

Η εκλογική αποτύπωση της 6ης Μαΐου αποτελεί το πρελούδιο ενός μείζονος κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού, στην Ελλάδα οπωσδήποτε, αλλά και στην Ευρώπη, που παρακολουθεί με προσοχή τα συμβαίνοντα στο μελλοντολογικό εργαστήριο του Νότου. Η Ελλάδα προβάρει την Ιστορία του 21ου αιώνα.

Οι Ελληνες καυχώνται για την ιστορία τους, αλλά συχνά την υπερερμηνεύουν, έτσι ώστε να την αδειάζουν από τις αντινομίες και τα οδυνηρά της διδάγματα, να την χρησιμοποιούν σαν γλυκαντική ουσία, παρηγορητική, σαν το sweetener που πρόσφερε αυτάρεσκα ο αντιπρόεδρος Βενιζέλος στους πιστωτές. Η υπερερμηνεία, η κατάχρηση, και τα κατοπτρικά ισοδύναμά τους, δηλαδή η άγνοια και η αποδόμηση της ιστορίας, λειτουργούν εντέλει καθ’ όμοιο τρόπο: αφαιρούν κάθε δυνατότητα αυτογνωσίας, αυτοπεποίθησης, αυτοδιάθεσης, αυτονομίας.

Η επέτειος του Ξεσηκωμού του 1821, που πρόκειται να εορταστεί σύντομα, θα μπορούσε να λειτουργήσει ενωτικά και εμψυχωτικά για τους δοκιμαζόμενους Ελληνες του 2012. Αυτή θα έπρεπε να είναι η επιδίωξη των πολιτικών ηγετών πάσης αποχρώσεως, και ίσως έτσι συναντούσαν το λαϊκό αίσθημα και πρόσφεραν μια ψυχική παρηγοριά. Διότι, πέραν του υλικού ζόφου που απλώνεται πάνω σε όλο και ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, η μεγαλύτερη ίσως ζημιά σήμερα είναι η απόγνωση, η έλλειψη πίστης, η ήττα που διαποτίζουν την κοινωνία.

Το ’21 προϋποθέτει τον σημερινό ελληνισμό, το κράτος του και τη δημοκρατία του. Η Επανάσταση είναι η έναρξή μας. Περιέχει την ανάταση, τη μάχη, το όραμα ελευθερίας, την αποκοτιά, τον ηρωισμό, τη δημιουργία. Περιέχει επίσης τον εμφύλιο, τον διχασμό, την προδοσία, την ιδιοτέλεια, την ήττα. Στο ιστορικό μεταίχμιο που στέκουμε σήμερα, γονατισμένοι, βαριά λαβωμένοι, μπορούμε να αντλήσουμε και από τις δύο αυτές δεξαμενές του ξεσηκωμού· μπορούμε επίσης να διδαχθούμε και να μην επαναλάβουμε λάθη.

Δεν είναι εύκολο βέβαια να ορίσουμε βολονταριστικά τον ρου της ιστορίας, υπάρχουν δυνάμεις που μας ξεπερνούν εξ αντικειμένου. Μπορούμε ωστόσο να προσπαθήσουμε: να γείρουμε προς την πλευρά της υπέρβασης, της δημιουργίας, της αναγέννησης, της σύνθεσης. Σε μια τέτοια προσπάθεια, ένα τιτάνιο εγχείρημα ανόρθωσης, θα ‘πρεπε να καλέσουν τους Ελληνες οι ηγέτες τους, αν απέμειναν. Κι ακόμη παραπέρα: οι ίδιοι οι Ελληνες, αναλογιζόμενοι το παρελθόντα πάθη, να γείρουν τη ζυγαριά προς την επιβίωση, εννοούμενη ως συνέχιση του ιστορικού βίου εν δικαιοσύνη και ειρήνη.

Είναι ωφέλιμο να θυμόμαστε και να τελετουργούμε, δίνοντας κάθε φορά νέο περιεχόμενο στην επέτειο. Φέτος, πέρα από ωφέλιμο, είναι αναγκαίο, είναι επείγον. Η 25η Μαρτίου 2012 μπορεί να σημασιοδοτηθεί πολλαπλώς: σαν κορυφαίο ξαναφανέρωμα του αντιστασιακού πνεύματος, σαν σάλπισμα υπεράσπισης της δημοκρατίας, σαν κατανόηση της νεωτερικότητας και των δεινών της, σαν λαχτάρα για δημιουργία, σαν βούληση να διατηρηθεί ακέραιη η χώρα, σαν βούληση να επιβιώσει ο ελληνισμός ― υπό ετέρα μορφή ενδεχομένως, αλλά ορισμένως να επιβιώσει.

Mια διχογνωμία διατρέχει τον νεότερο ελληνισμό τους δύο τελευταίους αιώνες, απ’ τον καιρό του Ξεσηκωμού του 1821 ώς τις μέρες μας. Ανατολή ή Δύση; Πίσω από το αδρό αυτό δίλημμα στοιχίζονται πολλά συμφέροντα, ιδεασμοί, προκαταλήψεις. Και φυσικά η διχοστασία δεν είναι γεωγραφική· είναι πολιτική, γεωστρατηγική, οικονομική, ταξική, πολιτιστική, πνευματική, ψυχοϊστορική. Στη διπολική αυτή σύγκρουση κατασταλάζει συχνά η αναζήτηση ταυτότητας, διαρκής, κοπιώδης, αγωνιώδης· με ένταση κυμαινόμενη από την αμπελοφιλοσοφία έως τη βαριά συλλογική νεύρωση, κάποτε με χαρακτήρες εμφύλιας σύρραξης· με ποιότητα κυμαινόμενη, από τα υψηλά επιτεύγματα της τέχνης έως την ανταλλαγή ύβρεων και αφορισμών.

Η σοβούσα κρίση δεν κλονίζει μόνο τα σαθρά θεμέλια της κλεπτοκρατούμενης οικονομίας, και του πολιτικού συστήματος που τη διευθύνει· ταυτοχρόνως συνταράσσει τη συλλογική ψυχή, ξυπνάει πρωτόγνωρους φόβους, φόβους ένδειας, μνήμες υποτέλειας και ταπείνωσης, αισθήματα αυτοϋποτίμησης, αγωνία ταυτότητας εντέλει. Οταν η επίσημη Γερμανία αμφισβητεί τη δυνατότητα της Ελλάδας να κυβερνήσει τον εαυτό της, όταν τα λαϊκά ταμπλόιντ του Βορρά περιγράφουν τους Ελληνες σαν τεμπέληδες πονηρούς και κλέφτες, όταν η τραγωδία ταυτίζεται με την παρούσα κατάσταση των Ελλήνων, τότε οι Ελληνες ευλόγως αναρωτιούνται σε ποια Ευρώπη ανήκουν, τι είναι Ευρωπαίος, και, εκτείνοντας τη βάσανο, τι είναι Ελληνας και ελληνισμός.

Από τη βάσανο στα βάσανα. Η ίδια η αναζήτηση ταυτότητας είναι βάσανο, που χαρακτηρίζει κυρίως τα μικρά έθνη, και περισσότερο λαούς με μακρά ιστορία, βαριά παράδοση, αλλά αδύναμη θέση στο παρόν. Χαρακτηρίζει τους Ιρλανδούς, που αναζήτησαν την κέλτικη ρίζα τους κι έφτιαξαν κράτος υπό τη βαριά σκιά του Αγγλοσάξονα γείτονα και δυνάστη. Χαρακτηρίζει τους Εβραίους, που ξανάπλασαν τη γλώσσα τους και έχτισαν κράτος στον 20ό αιώνα, υπό το βάρος περιπλανήσεων και διωγμών. Χαρακτηρίζει και άλλους ανάδελφους, ξεμοναχιασμένους σε γλώσσες και τόπους, σε άλλοτε άλλο βαθμό, λ.χ. τους Σέρβους ή τους Ούγγρους.

Ο Μίλαν Κούντερα, Τσέχος της καφκικής Πράγας αλλά και παραμυθάς όλης της Ευρώπης, το περιγράφει έτσι: «Τα μικρά έθνη δεν είναι έννοια ποσοτική· δηλώνουν μια κατάσταση, ένα πεπρωμένο· τα μικρά έθνη δεν γνωρίζουν την ευτυχή αίσθηση του να βρίσκονται εδώ από πάντα και για πάντα· […] πάντοτε αντιμέτωπα με την αδαή αλαζονεία των μεγάλων, βλέπουν την ύπαρξή τους διαρκώς να απειλείται ή να αμφισβητείται· διότι η ύπαρξή τους είναι πρόβλημα» (P. Casanova, H παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων, εκδ. Πατάκη).

Την Ελλάδα το πεπρωμένο της την έφερε συχνά στο πεδίο όπου πάλευαν οι μεγάλοι. Ποδοπατήθηκε, χωρίς πάντα να φταίει, και χωρίς να μπορεί να το αποφύγει. Η γεωστρατηγική θέση της συχνά απέβαινε κατάρα, αυτή η θέση στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, Νότου και Βορρά. Η ίδια η γένεση του νεολληνικού κράτους συντελείται πάνω σε έναν μείζονα μετασχηματισμό: ενόσω η Δύση προβάλλει αιχμηρή και επιθετική πάνω στην τηκόμενη, υποχωρούσα Ανατολή. Το υπερδανεισμένο Πρότυπον Βασίλειον καθρέφτιζε περισσότερο τις προσδοκίες των Προστάτιδων Δυνάμεων και λιγότερο τις αντικρουόμενες προσδοκίες του πολύμορφου ελευθερωμένου ελληνισμού. Η αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα σε φραγκοφορεμένους και φουστανελάδες εγκαθιδρύεται από τις πρώτες στιγμές του αγώνα για ελευθερία και υπονομεύει την ίδια την ελευθερία.

Ελλειψη αλληλοκατανόησης, σύγκρουση συμφερόντων, παραδόσεις που αφίστανται: από τη μια, η καταγωγή του μεσαιωνικού ελληνισμού, με γλωσσική και θρησκευτική ενότητα, από την άλλη, ο νεωτερικός εθνικισμός και ο διαφωτισμός, εντόπιοι διά μετακενώσεως. Αγροτοποιμένες, οργανωμένοι σε οικογένειες και κοινότητες· αστοί και έμποροι οργανωμένοι σε συντεχνίες και εταιρείες. Ολοι μαζί συγκρότησαν έθνος· δίγλωσσο, δίβουλο, διχασμένο, που εντούτοις ενώνεται και εκδιπλώνεται συντιθέμενο σε ώρες ανάγκης, και σταδιακά μιλάει την ίδια γλώσσα, αφομοιώνει παλαιότατους Ελληνες πρόσφυγες της Ανατολής, και πλουτίζει απ’ αυτούς, συνθέτει τολμηρά έναν μοντέρνο εαυτό μες στον αιματηρό 20ό αιώνα. Κινούμενοι πάντα αμφίπλευρα: πρόσφυγες εξ Ανατολών, μετανάστες προς Δυσμάς. Μόνο στην 50ετία 1960–2010 παύει η μετανάστευση – αλλά φουντώνει η μετακένωση.

Τώρα; Ο Τζέιμς Τζόις, προικίζει τον ήρωά του Στίβεν Δαίδαλο με τρία όπλα: τη σιωπή, την εξορία και την πονηριά. Τα όπλα και οι κατάρες του Οδυσσέα.

Twitting

  • Νταήδες του γλυκού νερού επιτέθηκαν στον Γιάνη #Βαρουφάκης στα Εξάρχεια. Για τους νταήδες, στόχος είναι όποιος κυκλ… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Eξέλιξη ιστορικής σημασίας. Ο Global South αναδατάσσεται εκτός αγγλοσαξωνικού-ευρωπαϊκού άξονα. Η Κίνα σε ηγεμονικό… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Η ΝΥΧΤΑ ΔΕΡΝΕΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ Ο τουρισμός υπεράνω κράτους δικαίου. Η Μύκονος εκτός Συντάγματος. Η Ελλάδα μαφιο-μπανανία.… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Η ΜΠΑΝΑΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΝΟΥΜ' ΕΥΡΩΠΗ Η αντιδραστική Παλινόρθωση της Νεοδεξιάς πέτυχε. Ερείπια το κοινωνικό κράτος, κουρέλι… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • https://t.co/8DQHFkaqGo 3 weeks ago
  • Ο Πρίαμος πήγε ικέτης για τ' απομεινάρι του Έκτορα, και ο Αχιλλέας τον σεβάστηκε. Οι μισάνθρωποι δεν σέβονται ούτε… twitter.com/i/web/status/1… 3 weeks ago

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.159 hits
Αρέσει σε %d bloggers: