You are currently browsing the tag archive for the ‘ηθικολογία’ tag.
Από την αρχή της ελληνικής κρίσης, το 2009, και πολύ περισσότερο από την αναγγελία εισόδου στο πρώτο μνημόνιο, ήταν σαφές ότι η πολιτική γεωγραφία, όπως λίγο πολύ παρέμενε σταθερή από τη δεκαετία ‘80, θα άλλαζε βαθιά και διαρκώς. Σε κανένα κράτος υπό τη δοκιμασία της χρεοκοπίας και των προγραμμάτων του ΔΝΤ το πολιτικό σύστημα δεν παρέμεινε αλώβητο· αντιθέτως, πρόσωπα και δυνάμεις που οδηγούν μια χώρα στην οδυνηρή επιτήρηση είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν από το προσκήνιο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Αυτή η τεκτονική μετατόπιση συμβαίνει ήδη και στην Ελλάδα, παρότι δεν έχει ολοκληρωθεί. Το πολιτικό σκηνικό του φθινοπώρου 2009, μετά τις τελευταίες προμνημονιακές εκλογές, παρουσιάζει ελάχιστα κοινά τυπικά χαρακτηριστικά με το σημερινό. Εν τω μεταξύ, στη διαρρεύσασα τετραετία, έχουν συμβεί πρωτογανή γεγονότα: ο εκλεγμένος πρωθυπουργός του πρώτου μνημονίου απεπέμφθη και ο υπουργός του επί των Οικονομικών σύρεται κατηγορούμενος για κακούργημα. Ενας τραπεζίτης αναγορεύθηκε πρωθυπουργός και υπέγραψε το δεύτερο μνημόνιο. Το κεντροαριστερό κόμμα που σφράγισε τη μεταπολίτευση και έβαλε τη χώρα σε καθεστώς επιτήρησης κατέρρευσε. Ενα ακροδεξιό κόμμα συνήργησε στο μνημόνιο και εξαερώθηκε. Ενα άλλο ακροδεξιό μόρφωμα, με νεοναζιστικούς χαρακτήρες και αντισυστημική ρητορική, εκτοξεύθηκε από το πουθενά και διεκδικεί την τρίτη θέση. Ο ηγέτης της μείζονος αντιπολίτευσης, που αντιτάχθηκε στο πρώτο μνημόνιο, υπέγραψε το δεύτερο και το τρίτο και εφάρμοσε πολτική εκ διαμέτρου αντίθετη προς τις διακηρύξεις του, όταν έγινε πρωθυπουργός. Τέλος, ένα μικρό αριστερό κόμμα, κινούμενο ιστορικά μεταξύ 3%-5,5%, απογειώθηκε στη στρατόσφαιρα του 27% και του ουσιαστικού ρυθμιστή των εξελίξεων εφεξής.
Οι αλλαγές δεν σταματούν εδώ. Στο ρευστό παρόν, πέραν της υπό διαμόρφωσιν πολιτικής γεωγραφίας, διακρίνουμε ήδη μείζονες μετασχηματισμούς στο κοινωνικό ανάγλυφο, δηλαδή στην ταξική διάρθρωση, και στις συλλογικές αναπαραστάσεις, στις συμπεριφορές και στις ιδέες. Το υλικό, κοινωνικό και διανοητικό σοκ της χρεοκοπίας και της φτώχιας διαμορφώνει νέες συσσωματώσεις, νέα συλλογικά και ατομικά υποκείμενα, με τέτοια σφοδρότητα και ταχύτητα που δεν είχαμε υποψιαστεί στην Ελλάδα τον τελευταίο μισό αιώνα. Τόσο που, στο πολιτικό επίπεδο, μπορούμε να μιλάμε για νέα δεξιά και νέα αριστερά, σε αντιπαραβολή με την έως πρόσφατα παλαιά δεξιά και αριστερά.
Θα αποτολμήσουμε να περιγράψουμε αδρά μερικά χαρακτηριστικά του αναδυόμενου τοπίου, σε σύγκριση με τους χαρακτήρες του παλαιού.
Η παλαιά δεξιά, επηρεασμένη βαθιά από τον καραμανλισμό της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου («σοσιαλμανία» και ευρείες κρατικοποιήσεις), σταδιακά προσέγγισε και τον κεντρώο χώρο, όπως και τον φιλελεύθερο-νεοφιλελεύθερο. Η νεοφιλελεύθερη στροφή, υπό τον αστερισμό του θατσερισμού, επιχειρήθηκε από τον Κων. Μητσοτάκη στο κυβερνητικό διάλειμμα του ‘90. Η κεντρώα στροφή της λαϊκής δεξιάς ολοκληρώθηκε υπό την ηγεσία τον Κώστα Καραμανλή. Ηδη όμως από τη δεκαετία ‘90, η νοοτροπία των στελεχών της δεξιάς επηρεάζεται από τον κυβερνητισμό και τη συμπαγή κομματική οργάνωση του αντιπάλου του, του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Μετά το 2004, και ιδίως μετά το 2007, η τυπική δεξιά παρουσιάζεται κουρασμένη, χωρίς νέα πρόσωπα και νέες ιδέες, στηριζόμενη στην περιστασιακή, μεγαλύτερη ή μικρότερη, ακτινοβολία του ηγέτη της παράταξης.
Η κρίση μεταμορφώνει δραστικά τη δεξιά. Η χρεοκοπία, τα μνημόνια και η συνακόλουθη εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και των μικρομεσαίων, απομακρύνουν μεγάλα μέρη της εκλογικής πελατείας. Ταυτόχρονα, οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες, εφαρμοζόμενες από την ξένη επιτροπεία, καθίστανται απεχθείς για τις μάζες. Τα πληγέντα στρώματα, που ακολουθουσαν τη δεξιά, είτε ως πελάτες είτε από οικογενειακή παράδοση, αποκολλώνται ψυχικά και σκορπίζουν. Παρά τη στροφή της πληγείσας ΝΔ προς τον σκληρό λόγο και την απορρόφηση ακροδεξιών από τον ΛΑΟΣ, ένα σημαντικό μέρος ψηφοφόρων καταφεύγει στον οιονεί αντισυστημικό, υπερεθνικιστικό, λαϊκιστικό και βάναυσο λόγο της Χρυσής Αυγής. Υπό αυτή την έννοια, η παλαιά ΝΔ και η νέα ΧΑ είναι όμορες και ανταγωνιστικές εντός του ευρύτερου δεξιού πλαισίου.
Αξιοσημείωτο: η νυν ΝΔ διατηρείται ενιαία μόνον λόγω της συγκολλώσας κυβερνητικής εξουσίας. Κατά τα άλλα, εφόσον η κατάσταση οξύνεται, θα αποκαλύπτονται οι τώρα λανθάνουσες φυγόκεντρες τάσεις: οι σαμαρικοί της σκληρής λαϊκής δεξιάς, οι καραμανλικοί κεντροδεξιοί, οι νεοφιλελεύθεροι, οι ακροδεξιοί.
Στα μήντια, συμβατικά και δικτυακά, η δεξιά εκφράζεται με ισχυρή φωνή κυρίως μέσω των νεοδεξιών, οι οποίοι προέρχονται από μη τυπικούς δεξιούς χώρους· κυρίως από την πρώην εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, το ερειπιώδες ΠΑΣΟΚ του Β. Βενιζέλου, φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους των μικροσκοπικών μορφωμάτων, αλλά και αρκετούς πρώην αριστερούς. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φωνής είναι η επιθετική ρητορική της καθολικής ευθύνης ή της συνευθύνης, και ένα κράμα ηθικολογίας και οικονομισμού.
Η αριστερά έχει υποστεί κι αυτή βαθιές μεταμορφώσεις. Η παλαιά ήταν κατά βάσιν ηττοπαθής, περιχαρακωμένη, αναχρονιστική, εκφραζόμενη ως τέτοια από το ΚΚΕ έως και σήμερα. Η σοσιαλδημοκρατία, στην επικρατήσασα ελληνική εκδοχή της, ήταν μαζική, νικήτρια, συμπαγής, λαϊκιστική, πελατειακή και συντεχνιακή, εντέλει διεφθαρμένη. Τώρα πλέον δεν υπάρχει.
Ο τελευταίος, μικρότερος παίκτης της ευρύτερης παλαιάς αριστεράς, ο πρώην Συνασπισμός, είναι αυτός που άλλαξε πιο θεαματικά από οποιονδήποτε πολιτικό σχηματισμό. Ο μικρός ΣΥΝ καρδιοχτυπούσε να μπει στη Βουλή, ήταν μια περίπου λέσχη μοιρασμένη ανάμεσα στον δικαιωματισμό και έναν αντιπαγκοσμιοποιητικό κινηματισμό, ταλαντευόμενος επίσης ανάμεσα στον φετιχιστικό ευρωπαϊσμό και τον εγγενή συντηρητισμό της πρωην ΕΑΡ, αφενός, και τις παλαιοαριστερές καθηλώσεις των κουκουεδογενών, αφετέρου. Κοινωνικά και ανθρωπολογικά, η παλαιά αριστερά ήταν συμμαζεμένη και υστερόβουλη, λεηλατημένη πολιτικά αλλά και βολεμένη εντός του κοινωνικού συμβολαίου του ΠΑΣΟΚ. Η περιλάλητη πνευματική ηγεμονία της είναι μάλλον για γέλια.
Η νεά αριστερά όπως την ανέδειξε η τεκτονική κρίση έχει διαφοριστεί σε πολύ σύντομο χρόνο. Είναι επιθετική και αυθάδης, με σχετική αυτοπεποίθηση, είναι ηγεμονική αλλά και σαστισμένη, υπό το βάρος της ιστορικής ευθύνης και με τη διεθνή κοινή γνώμη στραμμένη πάνω της. Η αναδυόμενη μαζική αριστερά φέρει την απόγνωση της κρίσης και της υλικής εξαθλίωσης, υποφέρει και αυτή από τη σύγχυση των καινοφανών προκλήσεων, δεν διαθέτει νέα διανοητικά εργαλεία, αλλά πολιτικά για πρώτη φορά καταφέρνει να είναι πιο ανοιχτά λαϊκή, συχνά και λαϊκιστική. Υπάρχουν κι εδώ πολύς οπορτουνισμός, υστεροβουλία, εξουσιομανία. Ελάχιστες νέες ιδέες. Τα πιο νεανικά της τμήματα είναι τα πιο μοντέρνα, ανοιχτά στη νέα γνώση, τα νέα μέσα και τον κοσμοπολιτισμό· αυτά συμπεριφέρονται πλουραλιστικά επιθετικά στα κοινωνικά δίκτυα, αποκόπτουν εαυτούς από τη σταλινική παράδοση και ταυτόχρονα βδελύσσονται την παλαιά σοσιαλδημοκρατία, ιδίως τον εκσυγχρονισμό που βούλιαξε στη διαφθορα και την χρεοκοπία.
Κι ακόμη δεν έχουμε δει τίποτε.
Τώρα δίνεται η μάχη των δυνάμεων της αλλαγής, των μεταρρυθμίσεων, του ορθολογισμού, εναντίον των δυνάμεων του θυμού, της ανυπακοής και της αδράνειας. Ο φίλος μού περιέγραφε αυτή τη μάχη με πάθος, με πίστη. Μιλήσαμε πολλή ώρα, διαφωνώντας και συμφωνώντας, για το πού βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα, που βρίσκεται η Ευρώπη, τι είδους μετασχηματισμοί συμβαίνουν, πώς φανταζόμαστε το μέλλον, τι συμβαίνει στη γειτονιά του τον Αγιο Παντελεήμονα. Δεν με έπεισε, δεν τον έπεισα, άλλωστε δεν θέλαμε να πειστούμε, να συναντηθούμε θέλαμε, σαν φίλοι από παλιά, και να αναγνωρίσουμε πάλι κοινά καταγωγικά ίχνη, διαβάσματα, αναζητήσεις.
Μείναμε αρκετά στο δίπολο “θυμός-νηφαλιότητα”. Με συμβούλεψε να μην έχω θυμό. Δεν είχα, εκείνη την ώρα τουλάχιστον. Είχα όμως πολλά ερωτήματα, αμφιβολίες, απορίες, που μου προκαλούσαν δυσφορία· θα προτιμούσα να μπορώ να αποδεχτώ ένα σχήμα που τα εξηγεί όλα, όπως αυτό το διπολικό «ορθολογισμός εναντίον θυμικού» ή «μεταρρυθμίσεις εναντίον αδράνειας». Ενστικτωδώς όμως διακρίνω σε αυτά τα διπολικά σχήματα μια τεράστια αυθαιρεσία κατά τον ορισμό των πόλων, αφενός, και κατά το γέμισμά τους με περιεχόμενο, με υποκείμενα, αφετέρου.
Ας πούμε, τι ορίζουμε σήμερα ως ορθολογισμό; Τον λόγο του Γαλιλαίου, του Καρτέσιου, του Καντ; Ή τον λόγο όπως τον συζητούμε στον 21ο αιώνα, μετά τον Βιτγκενστάιν, τον Φουκώ, τον Ντελέζ, τον Μπουρντιέ; Είναι ο ορθός λόγος άχρωμος, άμοιρος του κυρίαρχου λόγου, του λόγου των νικητών, του λόγου της εξουσίας; Πώς ορίζουμε το θυμικό; Αριστοτελικά, φροϋδικά, λακανικά, λεξικογραφικά; Ποιος ορίζει το περιεχόμενο και τα υποκείμενα των μεταρρυθμίσεων; Σε αυτό θα απαντούσα με μια διερώτηση, τυπική στην πολιτική σκέψη: Who rules and who benefits? Ποιος είναι ο κυρίαρχος και ποιος ωφελείται; Εν ονόματι των μεταρρυθμισεων έχουν διαπραχθεί τα μεγαλύτερα εγκλήματα: τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι πάντα ιδιαιτέρως ριζοσπαστικά. Και γιατί η αδράνεια, υπό τη μορφή του συντηρητισμού, της διατήρησης δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη δυσμενή συγκυρία, να μην αποτελεί μιαν άμυνα των πληττομένων αδύναμων απέναντι σε δυνάμεις που τους σαρώνουν;
Ας μείνουμε σε αυτό: Ποια είναι τα υποκείμενα που καλούνται να δώσουν νόημα και πρακτικό περιεχόμενο στον ορθολογισμό ή τη μεταρρύθμιση; Και πάνω σε ποια άλλα υποκείμενα; Αναπόφευκτα, θα πρέπει να μιλήσουμε για σχέσεις εξουσίας, ξανά: Who benefits? Αναπόφευκτα βλέπουμε ότι τα δίπολα, “καθαρά” σε πρώτη ματιά, είναι στερεοτυπική ηθικολογία, δεν είναι πολιτικά προτάγματα, πόσω μάλλον πολιτική ανάγνωση της κρίσης.
Καταλαβαίνω την ανάγκη του φίλου μου για ξεκαθάρισμα του τοπίου, για αποσαφήνιση, για επιλογή δρόμου και τρόπου. Είναι θεμιτή και ανθρώπινη, είναι και δική μου. Πολύ φοβούμαι εντούτοις ότι απαιτείται πολύ μεγαλύτερος πνευματικός και ψυχικός μόχθος για να κατανοήσουμε ό,τι μας συμβαίνει, προτού διαλέξουμε δρόμους και στρατόπεδα. Και χρόνος, που είναι η ζωή μας.
Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: Η κρίση είναι σύμφυτη με τη νεωτερικότητα, μας θύμισε πρόσφατα ο φιλόσοφος Γιώργος Ξηροπαϊδης. Πιθανότατα βρισκόμαστε ενώπιον μιας μείζονος ρήξης της μεταπολεμικής κανονικότητας, στην ουρά ενός ιστορικού κύκλου που κλείνει, σύμφωνα με τη θεωρία του Ρώσου οικονομολόγου Ν. Κοντράτιεφ που εκτέλεσε ο Στάλιν. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πρόδηλο ότι απαιτούνται άλλα διανοητικά εργαλεία, άλλες ψυχοπνευματικές προϋποθέσεις για να αντεπεξέλθουμε τη ρήξη και να φανταστούμε τον κόσμο στην άλλη όχθη του ρήγματος.
Η κρίση οδηγεί στην παραγωγή ενός νέου λόγου-discours, και ενός νέου ορθολογισμού, μάλιστα με αξίωση καθολικής ισχύος. Τα κράτη, μεγάλα και μικρά, αναπτυγμένα, παρηκμασμένα και αναδυόμενα, οι υπερεθνικοί σχηματισμοί όπως η Ε.Ε. και διεθνείς ρυθμιστικοί οργανισμοί, πραγματικές οικονομίες και κεφάλαια σωρευμένα σε σκιώδεις τράπεζες, δίκτυα γνώσεων και εμπορικοί δρόμοι, όλα θα αναδιαταχθούν, ενδεχομένως με κρότο και βία. Πάνω απ’ όλα, τα ίδια τα υποκείμενα της ιστορίας, οι άνθρωποι, θα αναδιαταχθούν: σαν έθνη, σαν λαοί, σαν μέλη κοινοτήτων, θα προχωρήσουν σε μια άλλη αυτοκατανόηση. Αυτό γινόταν πάντα.
Σε κάθε περίπτωση, το βολικό, ανακουφιστικό δίπολο «ορθολογισμός-θυμικό, φως-σκοτάδι» όχι μόνο δεν βοηθά αλλά συσκοτίζει και βυθίζει στο ανορθολογικό· είναι μάλλον μια προσευχή για απελπισμένους, ένα μάντρα προς εξορκισμόν των οβίδων. Μεταρρυθμίσεις θα έρθουν, αλλά δεν θα είναι αυτές που φανταζόμαστε τώρα ― αυτό ήθελα να πω στο φίλο μου, μα δεν το κατάφερα. Η ειρήνη δεν είναι αιώνια, και η πρόοδος δεν είναι απεριόριστη: είναι όση αντέχει ο πλανήτης.