You are currently browsing the tag archive for the ‘ζωή’ tag.

andros_1

 

Καμιά φορά αρκούν δυο φωτάκια για να σχίσουν μέσα μας τη βαριά αθυμία, να ανοίξουν παράθυρο στην αισιοδοξία, να ξαναφέρουν την πίστη. Πίστη στη ζωή, στο θαύμα της· πίστη στις δυνάμεις μας· θάρρος ενώπιον του μέλλοντος.

Ενα φωτογραφικό λεύκωμα και ένα μουσικοθεατρικό έργο. Φτιαγμένα από σημερινούς ανθρώπους, αντλημένα από το βιωμένο παρελθόν ή απ’ τη λόγια παράδοση, απευθυνόμενα στους συνανθρώπους του σήμερα, στο θυμικό και τον νου αξεχώριστα, φτιαγμένα για να συγκινήσουν αλλά και για να προκαλέσουν στοχασμό, επώδυνο ίσως αλλά δημιουργικό, ενδεχομένως λυτρωτικό.

Το λεύκωμα το πρόσφερε το ευαίσθητο βλέμμα της Μαρίνας Καραγάτση: «Διαδρομές στην Ανδρο του ’70» (εκδ. Αγρα). Ασκημένο βλέμμα επίσης: η κυρία Καραγάτση έχει μάθει να βλέπει σαν ζωγράφος και σαν συγγραφέας, εκ μητρός και εκ πατρός. Οι φωτογραφίες της αφηγούνται την Ανδρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: το νησί, τη Χώρα, τα ξωκλήσια, τα χτίσματα, μα προ πάντων τους ανθρώπους και τη ζωή, τη ζωή της καθεμέρας και της γιορτής, τη ζωή των παιδιών του σχολείου, τη ζωή των πανηγυριών και των εσπερινών, των παρελάσεων, της αγοράς, του καφενείου.

Συμβαίνει βέβαια, εκείνη τη δεκαετία να ζω κι εγώ στις Κυκλάδες, στην ολοχρονίς Σύρο και στη θερινή Μύκονο, άρα αυτό το σπαρταριστό ντοκυμαντέρ της κας Καραγάτση από τη γειτόνισσα Ανδρο το παίρνω σαν ντοκυμαντέρ της δικής μου ζωής. Εντούτοις, δεν είναι μόνο δική μου εμπειρία, αισθητική, πνευματική, συναισθηματική, αυτή η διαβίωση, αυτή η διαμονή· είναι κοινή εμπειρία πολλών Ελλήνων, ώριμων και μεσήλικων σήμερα, είναι το κοινό θρεπτικό υλικό πάνω στο οποίο βλάστησαν άνθη και αγκάθια. Μερικές σκέψεις λοιπόν:

Η Ανδρος της Μαρίνας Καραγάτση, χωρίς να έχει ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές φιλοδοξίες, διασώζει την Ελλάδα του μεταίχμιου, τη στιγμή που σβήνει ο παλιός κόσμος και αναδύεται φουριόζος ο νέος. Η ζωή στις Κυκλάδες έως και το ’70 ήταν περίπου ίδια με τη ζωή του 16ου ή του 19ου αιώνα ― εννοώ στη βίωση του κυκλικού χρόνου, στο νιώσιμο των εποχών και των γυρισμάτων του καιρού, στις τελετές και τα έθιμα. Είναι σαν τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη: στα ονόματα των γυναικών (Μαρουσώ, Μοσχούλα, Ορσα, Μηλιά, Φρατζέσκα), στη λαλιά, στα βλέμματα, στα μάλλινα, στα κασκέτα.

Εχει εν τω μεταξύ μπει ο ατμός, ο τηλέγραφος, ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο και δειλά η ασπρόμαυρη τηλεόραση, αλλά όλα τ’ άλλα παρέμεναν λίγο-πολύ απαράλλαχτα και στέρεα, αυτάρκη και ολιγαρκή, λίγα και δύσκολα. Ακόμη και η Αθήνα απεκαλείτο «ξενιτιά», παρότι ήταν πρακτικά μια εποικισμένη ενδοχώρα των νησιωτών. Ο τουρισμός δεν είχε προφτάσει να κυριεύσει δια του πλούτου τις μικροκοινωνίες και να επιβάλει τη δική του πρώιμη παγκοσμιοποίηση.

Ολα αυτά τα αναγνωρίζεις στις φωτογραφίες του βιβλίου. Αναγνωρίζεις παλαιούς ανθρώπους, καθαρά βλέμματα, τράπεζες πανηγυριών, υπαίθριο βίο σε μουράγια και αυλές ορεινών ναϊσκων, αχειροποίητες ξερολιθιές, πλακόστρωτους δρόμους, θάλασσα, θάλασσα. Εδώ κι εκεί, το μεταίχμιο: σε μερικά ρούχα, σε χτενίσματα, στα βλέμματα των νεαρών, σπαθίζει ο καινούργιος κόσμος, το μέλλον που επελαύνει.

Σαράντα χρόνια από την ανδριακή ψυχογεωγραφία του ’70, ο σημερινός Ελληνας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον τόπο, τους ανθρώπους, τον βίο. Ακόμη κι όσοι έζησαν αυτά τα μεταιχμιακά χρόνια. Κι όμως η περιπλάνηση σε αυτά τα ψυχοπνευματικά, πολιτισμικά τοπία, πολύ περισσότερο από νοσταλγία και συγκίνηση, προσφέρει ευκαιρίες αυτογνωσίας και τοποθέτησης εν χώρω και χρόνω, αυτό που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τώρα στο δικό μας δραματικό μεταίχμιο.

Με αυτή τη δίψα πήγα να παρακολουθήσω προχθές την όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη. Και ξεδίψασα. Ο Κουμεντάκης της Τήνου συνάντησε τη Φραγκογιαννού της Σκιάθου· αναμετρήθηκε με το πιο στοιχειωμένο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας, μια σπουδή στο κακό και το δαιμονικό, στο μεταιχμιακό πρόσωπο, μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου. Καταδύθηκε στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη, στη μουσική της πρόζας του, και ανέσυρε νανουρίσματα, μοιρολόγια, πολυφωνικά ρίγη, δημώδεις θησαυρούς, αρχαίες τραγωδίες, μαζί με τρόπους και ήχους του 21ου αιώνα.

Το εγχείρημά του έχει ιδιαίτερη αξία διότι κατορθώνει μια τολμηρή και λυσιτελή ανανέωση της παράδοσης, διότι κατορθώνει τη δική του σφριγηλή παράδοση, ορίζει νέα στάνταρ στο μουσικό θέατρο και τις παραστατικές τέχνες, ανάλογα με τις συνεισφορές των Κουν, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, του παλαιού του συνεργάτη Δ. Παπαϊωάννου.

Πέρα όμως από την αμιγώς καλλιτεχνική αξία της όπερας «Φόνισσα», έχει ιδιαίτερη σημασία το τι , το πού, το πότε συμβαίνει., ποιος το πράττει Ο Κουμεντάκης είναι αναμφίβολα από τους πιο προικισμένους και καταρτισμένους καλλιτέχνες της γενιάς του (γ. 1959), αλλά ταυτόχρονα είναι ιστορικό πρόσωπο, δημιουργός και καθολικός διανοούμενος. Αντλεί από την παράδοση και την παγκοσμιότητα, αλλά και από το τοπικό και το βαθύ, το κρυμμένο. Η εργασία του, η στάση του, η σιωπή και ο λόγος του, ως όλον, φανερώνουν πίστη στη ζωή, μεταδίδουν πίστη, εγκαρδιώνουν.

Η όπερα «Φόνισσα» ως συμβάν του μεταιχμιακού 2014 στην πληγωμένη Ελλάδα λέει και αυτό: μες στην αθυμία και την πίκρα των Ελλήνων, μες στον φόβο, μες στην αναρώτηση της γραίας Χαδούλας περί του αίματος, ακούγεται η αγγελική πολυφωνία, «Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πόθε θέλεις να ‘ρθεις, να στρώσω ρόδα στα βουνά, τριαντάφυλλα στους κάμπους». Λύτρωση και υπόσχεση.

φωτ.: Μαρίνα Καραγάτση, Ανδρος, Καθαρή Δευτέρα, 1977.

Tα κυπαρίσσια έγερναν κουρασμένα, κι έσκεπαν τον αποχαιρετισμό, μακρύ, αργόσυρτο, βαθιά σιωπηλό, μες στην κάψα του Ιούλη· μόνο στην αρχή, τη σιωπή διέκοψε δειλά μια μουσική από κινητό, που κράτησε όσο η κάθοδος, πριν τα άνθη και τις χοές: «Τe quiero puta!», ξεχώριζες το τεξ-μεξ μέταλ των Rammstein, ένα υβρίδιο, μια κραυγή ζωής. Ηταν το σήμα μορς του Πάνου που μας άφηνε: «Δύο χιλιάδες διακόσιες εικοσιδύο μέρες πόνου. Δεν του αρκούν. Βρήκε ωραίο χουζούρι στο κορμί μου. Θα μείνει, λέει. Κι άλλο. Μόνο που, όσο θρονιάζεται, τόσο δυναμώνω τα ηχεία και του φωνάζω στο αυτί: ‘Σ’ αγαπάω, πουτάνα ζωή (ακόμη κι έτσι)’. Με αυτήν τη μελωδία. Πάντα.»

Το σαββατοκύριακο είχε πανσέληνο. Το πρώτο μήνυμα ήρθε από τη γυναίκα μου, απ’ το νησί: «Πέθανε ο Κοντραμπάντο, ε;» Σοκαρίστηκα, αν και περίμενα ότι κάποια στιγμή ο Πάνος Οικονόμου, ο κατά ραδιόφωνο και τουίτερ contrabbando ή Καίσαρ Εμμανουήλ, πιθανότατα θα νικιόταν από την αρρώστια που πολεμούσε σθεναρά επί επτά χρόνια. Σοκαρίστηκα όμως. Τον φαντάστηκα στον Ευαγγελισμό, όπου πέρασε τους τελευταίους μήνες, τουιτάροντας με οξύτητα και διαύγεια, όπως πάντα τα τελευταία επτά χρόνια, αφηγούμενος τη ζωή με δίψα και βιωμένη σοφία, βλέποντας τον έξω κόσμο από ένα παράθυρο με θέα, αναμεταδίδοντας τη ζωή ολόχυμη και πεισματάρα, μεταδίδοντας πίστη σ’ εμάς τους απέξω τους λιγόψυχους, τους κλαυθμηρίζοντες. Τον φαντάστηκα όπως τον πρωτογνώρισα, το 2009 (ή ’10;), ρωτώντας τον γιατί Κοντραμπάντο και γιατί Καίσαρ Εμμανουήλ, μια ποιητική συλλογή της Μέλπως Αξιώτη κι ένας φανταιζίστ ποιητής του μεσοπολέμου. Ε, μα ήταν οι αγάπες του, και περίπου το θέμα της διατριβής του.

Η ποίηση λοιπόν· αυτή διαπερνούσε το λόγο του, τις μουσικές που έβαζε, τα γραφτά που διάλεγε να αναγνώσει, αυτή ήταν στο βιβλίο που έγραψε («Το εξώφυλλο δέρμα του χρόνου»). Και η αντίσταση, η ανυπακοή ― κατέναντι της φθοράς, εννοείται, πρώτα απ’ όλα, κι ύστερα έναντι του κομφορμισμού και της άβουλης συγκατάβασης, της μεμψιμοιρίας. Αυτά εδίδαξε ο καθηγητής ιστορίας και ελληνικών Πάνος, απ’ τα σαράντα ώς τα σαράντα επτά του, όχι μόνο στους έφηβους μαθητές του, αλλά κυρίως στους ώριμους της γενιάς του, στους μεσήλικους, σε όλους όσοι βαρυγκομάνε για μια αναποδιά. Αυτό το μάθημα το πρόσφερε με ποίηση και σώμα, κάνοντας την ασθένεια ορμητήριο ζωής: όση είναι, όση υπάρχει, όση μένει: «Η μόνη αξιοπρέπεια είναι να μείνεις ζωντανός. Και να ανταποδώσεις. Όσο κι όπως μπορείς. Και λίγο θα είναι πάλι. Διάφανοι, αδέρφια, είμαστε. Ζώα διάφανα που μας τρομάζει η αντανάκλασή μας στα ποτάμια της ζωής, πάσχοντα από αγνή, καθαρή ύπαρξη.»

Ο Χρήστος έκλαιγε γοερά, ο Αποστόλης άφησε κτερίσματα μια παιδική ζωγραφιά και ρακή, ο Κωστής εκφώνησε ένα σπαρακτικό «γεια σου, αγάπη μου», πύκνωση της φιλίας ως έρωτα, εκατοντάδες φίλοι και γνωστοί, οικείοι με το πρόσωπο ή με τη διαδικτυακή περσόνα, νέοι, ώριμοι, ηλικιωμένοι.

Είτα η Σοφία πρόσφερε ιχθύες και οίνο, για να θυμόμαστε τον γενναίο, οδυνηρά ειλικρινή ποιητή, και πώς έβλεπε την Ελλάδα:

«Τι συμβαίνει όμως με τις χώρες όταν πεθαίνουν; Γιατί καμιά φορά, μέσα στους αιώνες της πηχτής ιστορίας, και οι χώρες πεθαίνουν. Μη μου αναφέρετε το Δημητριάδη και το Σαραμάγκου. Αυτές είναι δυο θεωρήσεις μόνο, όχι η αλήθεια… Τι κάνουν, τελικά, αυτοί που ζουν σε μια ετοιμοθάνατη χώρα; Ο Γκαλεάνο γράφει: ‘Και η μειονότητα των ζωντανών κάνει ό,τι μπορεί για να επιβιώσει’. Εγώ πάλι απλώνω μια μικρή μεξικάνικη κουβέρτα στον εθνικό μας καναπέ, όπου κοιμόμαστε βαθιά.»

Είναι τρομακτική μες στη βουβαμάρα της η ταινία από τις φυλακές Νιγρίτας, που ανήρτησε η Καθημερινή. Πολύ πιο τρομακτική από την ομιλούσα ταινία των Μπαλτάκου-Κασιδιάρη.

Πίσω από τη σιωπή και τα βουβά πλην εύγλωττα σούρτα-φέρτα, πίσω από την πόρτα του μεταβατικού χώρου, του κελιού-«ψυγείου», εκεί που δεν υπάρχει ούτε εικόνα ούτε ήχος, εκεί εκτυλίσσεται το δράμα. Από πολλές απόψεις, το δράμα μας, ένα δράμα που μας αφορά: η θανάτωση ενός ήδη τραυματισμένου ανθρώπου, ενός κατάδικου και φονιά, από κρατικούς λειτουργούς, ανθρώπους του νόμου.

Το δράμα έχει τίτλο: Οι φονιάδες του φονιά. Και μας αφορά διότι δείχνει μια κοινωνία που υπακούει σε δικούς της νόμους, άγραφους, ανομολόγητους, πέρα και πάνω από τον πολιτισμό των απέξω, των ανθρώπων έξω από τη φυλακή. Ειπώθηκε ήδη ότι είναι άγραφος νόμος των φυλακών: όποιος σκοτώνει φύλακα, πεθαίνει, γιατί διαφορετικά δεν κρατιέται πειθαρχημένο το πλήθος των κατάδικων.

Η ταινία της Νιγρίτας επιβεβαιώνει τον άγραφο νόμο. Επιβεβαιώνει με τον πιο ωμό τρόπο ότι ο νόμος δεν ισχύει για όλους τους ανθρώπους σε όλη την επικράτεια, ούτε καν όταν αφορά το υπέρτατο αγαθό της ζωής, σύμφωνα με τον δικαιικό πολιτισμό χιλιετιών. Επιβεβαιώνει ότι στις φυλακές ενός προοδευμένου κράτους υπάρχει ένα «ψυγείο», ένα τυφλό σημείο, μια ενδιάμεση ζώνη εκτός νόμου, εκτός Συντάγματος, εκτός λογικής, στο λυκόφως της ανθρωπινότητας.

Η ταινία της Νιγρίτας δεν είναι η πρώτη που μας αποκαλύπτει την ύπαρξη του «ψυγείου». Το έχουμε δει σε ντοκυμαντέρ, άδειο και απειλητικό, απόκοσμο, το έχουμε δει σε κινηματογραφικές μυθοπλασίες· πάντα με ρίγος, αλλά πάντα απόμακρο φαντασιακά και γεωγραφικά, αποεδαφικοποιημένο. Στην ταινία της Νιγρίτας δεν το είδαμε καν το «ψυγείο». Αλλά το νιώσαμε. Μας πάγωσε, έτσι όπως υπονοείται διαρκώς μέσα από την ωμή καταγραφή της κάμερας που δείχνει μόνο ένα μέρος της πόρτας. Νιώθεις ότι πίσω από αυτή την πόρτα τελειώνει η ζωή όπως την εννοούμε, τελειώνουν η όραση και η ανάγνωση, τελειώνουν τα αντιληπτικά μας εργαλεία, κι αρχίζει μια άλλη περιοχή, ανεξερεύνητη, την οποία δεν μπορούμε ούτε θέλουμε να προσπελάσουμε.

Βαθμιαία, καθώς η δράση εκτυλίσσεται εκτός πεδίου, στο αόρατο, νιώθεις ότι συμμέτοχοι είναι όλοι, κι όσοι πηγαινοέρχονται αμήχανα στον διάδρομο και ο διευθυντής που απέρχεται διακριτικά για ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα. Προπάντων νιώθεις ότι συμμέτοχος είσαι κι εσύ, ο θεατής, ο απέξω, ο μακριά, ο ευρισκόμενος στο σύμπαν των γραπτών νόμων και του έλλογου. Η κάμερα σε έχει βάλει μέσα στο «ψυγείο».

Η ψυχρή επίπεδη αφήγηση της καταγραφικής κάμερας, χωρίς χέρι σκηνοθέτη, είναι το επίβουλο μάτι που ταράζει τα αυτονόητα πολιτισμού, τις παραστάσεις κόσμου και δικαιοσύνης, τα σχήματα της ανθρωπινότητας, είναι το κακόβουλο μάτι που δείχνει τη δική μας γυμνή ύπαρξη: την αντικρίζουμε όταν ο τσακισμένος, δεμένος πισθάγκωνα, βγαίνει από το «ψυγείο», ξαναμπαίνει στο πεδίο του ορατού, σέρνεται σαν σακκί και απιθώνεται στο καθαρό περιποιημένο κελί, στον νεκροθάλαμο. Η κάμερα καταγράφει.

Η είδηση του θανάτου της Τζένης Βάνου με οδήγησε ακαριαία στη συνέντευξή της στην Καθημερινή της Κυριακής, τα Χριστούγεννα του 2010 («Ολη η ζωή μου είναι ένα δυνατό μελό»). Θυμήθηκα αχνά το περίτεχνο σκαρίφημα βίου που είχε αποδώσει η Γιώτα Συκκά μέσα από τη συνομιλία της με τη σπουδαία τραγουδίστρια. Ανέτρεξα στο αρχείο και ανασυστήθηκε μπρος στα μάτια μου η συνομιλία, ο πολυκύμαντος βίος, η αδρή προσωπογραφία, μια ολόκληρη εποχή και μια Ελλάδα, όχι μακρινή αλλά μισοξεχασμένη και παρερμηνευμένη.

Οταν είδα εκτενείς αναπαραγωγές αυτής της συνέντευξης (δυστυχώς χωρίς τη δέουσα παραπομπή και απόδοση), θυμήθηκα επίσης τις πολλές συζητήσεις με τη συνάδελφο και φίλη Γιώτα, για την αξία τέτοιων (αυτο)προσωπογραφιών, για την αξία να συναντάς τις περασμένες δόξες, τις μισοξεχασμένες, και να τιμάς τους ανθρώπους. Διότι, τιμώντας τους παλαιούς καλλιτέχνες, τιμάς και το κοινό τους, ανασυστήνεις εποχές, ενώνεις το παρελθόν με το παρόν, κρατάς αναμμένη τη μνήμη, προσφέρεις μαρτυρίες και τεκμήρια στην άγραφη ακόμη Ιστορία.

Αυτή είναι η στερνή γνώση. Στην αφετηρία ωστόσο βασικό μέλημά μας είναι πάντα το ανάγνωσμα να προσφέρει χαρά· χαρά σε αυτούς που το κατασκευάζουν, συνεντευξιαζόμενο και συνεντεύκτη, και κυρίως να προσφέρει χαρά σε αυτούς που το διαβάζουν, αισθητική απόλαυση, ερέθισμα για σκέψη, για αναστοχασμό.

Με αυτά τα κριτήρια, η συνέντευξη της Τζένης Βάνου είχε πετύχει τους στόχους της. Η ζωή ανάβλυζε από κάθε φράση της, από τα συμβάντα, τις περιγραφές, τα αισθήματα, τους επιμέρους απολογισμούς. Διαβάζεις και ακούς ήδη τα τραγούδια της. Ακούς τη Φωνή: την έκταση, το σπάνιο μέταλλο, το χρώμα, το αίσθημα. Σου θυμίζει την έκταση και την ορμή της Ιταλίδας Μίνας. Ταυτοχρόνως, ακούς την εποχή, τις εποχές της φωνής: την «ελαφρά», την τζαζ εποχή του ’60, τα λαϊκά του ’70, τα καψούρικα του ’80. Μια ελληνική διαδρομή. Με ποικίλες προσλήψεις, με ποικίλα ακροατήρια, που αλλάζουν μες στο χρόνο, καθώς αλλάζουν τα γούστα, οι συνήθειες, η κοινωνία. Μια ελληνική διαδρομή σε απρόσμενους τόπους, όπως μου τη διηγήθηκαν φίλοι: τραγούδια έρωτα παιγμένα σε νυχτερινές κούρσες στη Νέα Υόρκη και στην Αβάνα.

Εχουν μεγάλη αξία αυτές οι καταγραφές βίων και αισθημάτων. Αξία όχι μόνο ιστορική, αλλά και παιδευτική, εμψυχωτική, τονωτική του αισθήματος κοινότητας. Βοηθούν να ξαναδούμε το βιωμένο παρελθόν με έμπειρο βλέμμα, να το κρίνουμε και να το αποτιμήσουμε. Προσφέρουν ένα όχημα για να κάνουμε τη νοσταλγία δημιουργική, προωθητική.

Ας πούμε, τα χρόνια του ’60 και του ’70 συχνά παρουσιάζονται ως απωλεσθέντες μικροπαράδεισοι, κυρίως από νεότερους ανθρώπους που προσεγγίζουν το παρελθόν αναχρονιστικά και αισθητικά. Ακούγοντας την εξομολόγηση της Τζένης Βάνου, μαζί με την προσωπική περιπέτεια, ακούς ταυτόχρονα την κοινωνία της εποχής, τις προκαταλήψεις, τη θεσμισμένη βία της, την αισιοδοξία των ανθρώπων, την πίστη στη ζωή. Με διαφορετικές φόρμες ακούς καθαρά ή υπόκωφα όλες τις εποχές και το habitus κάθε εποχής, στα δροσερά τραγούδια του ’60, στα λαϊκά του ’70, στα καψούρικα του ’80, στη διαρκή επίκληση του έρωτα, της αγάπης, του αγγίγματος. Κλιμακωτά και φυγόκεντρα, κυματιστά, με επαναλήψεις και ρήγματα, ακούς τη ζωή.

paragka_karagkiozi

Πριν από τέσσερα χρόνια, τέτοιες μέρες, περπατούσα στην Αθήνα και αφουγκραζόμουν τα πλησιάζοντα. Οχι ευκρινώς· η πραγματικότητα απέβη πιο ζοφερή εντέλει, ωστόσο ήδη τον Δεκέμβριο του 2009 στους δρόμους του άστεως μπορούσες να μυρίσεις εντροπία και μια νέα διάνοια να ανατέλει. Να πώς: Κολυμπούσα σαν υπνωτισμένος μες στη στερεοτυπική εορταστικότητα: τα παράφωνα κάλαντα, οι σακούλες με τα δώρα και τα περιττά, ο αμέριμνος καφές και το κονιάκ στα πεζοδρόμια, κι αυτή η στερεοτυπία χρειάζεται, σαν νοσταλγία γι’ αυτό που υπήρχε διαρκώς, χωρίς κανένα σημάδι διακοπής του. Μα διακόπηκε.

Ιδια είναι η στερεοτυπικότητα κατά το περίβλημα, όμως φέτος ο πυρήνας της είναι στεγνός, σκοτεινός, σαν καμένος. Περιέχει κάποιους χυμούς ωστόσο· όσο λιγοστεύουν οι χυμοί, τόσο πλησιάζουμε στην ψίχα, στην ουσία, στα στερνά χρειώδη, σαν την παρηγορητική ελάχιστη ζωγραφική του Χρήστου Μποκόρου, φέτος στο Μπενάκη Πειραιώς: οι άνθρωποι παρασταίνονται οριζόντιοι, ξαπλωτοί, όμως άγρυπνοι, να ατενίζουν το στερέωμα ή το άπειρο, και παραδίπλα εικονίζονται στην ίδια στενόμακρη ξαπλωτή φόρμα τα αναγκαία τους, όλα: μια πλάκα σαπούνι, ένα χιονάτο πεσκίρι, νερό τρεχούμενο, ένα πιάτο φασολάδα, ένα ποτήρι κοκκινέλι. Αυτά. Από τα περιττά, στα χρειώδη. Τώρα λείπουν κι αυτά.

Η ζωή κυλάει ντεγκραντέ, από τα πλούσια κορεσμένα χρώματα, τα σπάταλα και περιττά, κυλάει ντεγκραντέ προς μια πολυγνώτεια παλέτα, (συν ολίγο λουλακί, συμπληρώνει ο Χρήστος), ελάχιστη κι όμως αυτάρκη. Πριν μπω στο ζωγραφικό ευχέλαιο του Μποκόρου, τριγύρισα στη βιογραφική έκθεση του Τσαρούχη, στις ηχογραφημένες αφηγήσεις του, στα βιοφωτογραφικά τεκμήρια του μεσοπολέμου και του ’50-’60, στις υπέρλαμπρες ζωγραφιές του ’30, γονιμοποίηση του Ματίς και του Καραγκιόζη. Και όσο βυθιζόμουν στην ομορφιά και τη χάρη αυτού του κόσμου, στη φτώχεια και τον πλούτο του, στη ζωική ορμή και την αισιοδοξία του, τόσο βούλιαζα στη θλίψη. Ο τσαρουχικός κόσμος, ο κόσμος του μοντερνισμού και της λαϊκότητας, του νεοαναγεννησιακού και της αστικότητας, μου φαινόταν αβάσταχτα ωραίος και νεκρικός, αβάσταχτα οικείος αλλά και ξένος, σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Υπήρξαν ποτέ οι νοικοκυραίοι; Οι μικρομεσοαστοί και οι λαϊκοί ; Οι πρόσφυγες Ελληνες μετά το 1922, οι επήλυδες μετά το 1944 και το 1949, οι μετανάστες του ’50-’60, οι καταφερτζήδες επιβιωτές, οι έποικοι της πολυκατοικίας, οι σπουδαγμένοι babyboomers του ’70-’80; Υπήρξαν οι γονείς μας ως νοικοκυραίοι, που έχτισαν σπίτια και μαγαζιά, σπούδασαν παιδιά και προίκισαν εγγόνια; Υπήρξαμε εμείς ως νοικοκυραίοι;

Δυσκολεύομαι να πω. Τέσσερα χρόνια από την πρώτη αναλαμπή του ιστορικού ρήγματος, όταν πρωτοείδα καθαρά την γνώριμη ζωή να ξεθωριάζει, δυσκολεύομαι πια και να θυμηθώ πώς υπήρξαμε νοικοκυραίοι, ευημερούντες ελευθεροεπαγγελματίες και παραγωγοί, κουβαρντάδες νονοί και ευωχούντες συμπότες. Λες και όλη η προηγούμενη ζωή συμπυκνώθηκε μες στα τέσσερα χρόνια της κρίσης, που διαρκώς αποχρωματίζουν την προτέρα ζωή και την κάνουν αχνή ανάμνηση, μια θαμπή αναπαράσταση με ανάμικτες χαρές και αμαρτίες, μια αναπαράσταση σφραγισμένη ορισμένως από τα τωρινά μας αισθήματα, άλλοτε να γέρνει προς τη γλύκα και το αγλάισμα, στο φως, κι άλλοτε να βουλιάζει στα σκούρα, στις σκιές και τη θλίψη.

Ακόμη και η λέξη, νοικοκύρης, σημαίνει τόσο διαφορετικά πράγματα, σήμερα και τότε. Ηταν συκοφαντημένος στο ηρωικό χιπ εννοιολόγιο της νιότης μας, ποτισμένο από το «Αντισταθείτε» του Κατσαρού και το «Ballad of a thin man» του Ντύλαν· ήταν ένας δειλός συντηρητικός ανθρωπάκος, με χαμηλό ορίζοντα και υλόφρονες φιλοδοξίες, ήταν ο Φαρισαίος στην ηθογραφική φαρσοκωμωδία, ήταν ο φοβισμένος γείτονας κι ο σιωπηλός πατέρας μες στη δικτατορία. Σήμερα σκέφτομαι ότι δεν ήταν μόνο αυτό ο νοικοκύρης· ήταν συνάμα κι ένας ήρως με παντούφλες. Ηταν κι άλλα πολλά, η προκοπή ως αξία, η έγνοια για τους δικούς του ανθρώπους, τα οικογενειακά και κοινοτικά δίκτυα, η λαχτάρα για γράμματα, η δίψα για ειρήνη και δημοκρατία.

Μπρος-πίσω, απ’ το ’09 στο ’13, σε δρόμους παλιούς. Διαπερνώ τους τοίχους των πολυκατοικιών του ξέθωρου σαστισμένου ελληνισμού, βλέπω ακόμα αναμμένα τα LED της ζωής, σκέψεις και αισθήματα να ανατέλλουν πάλι, την περηφάνια, τα δίκτυα, την φιλαλληλία, το άφοβο κοίταγμα στην ιστορία.

Από τα βάθη του ’09 κρατάω αυτό το επικούρειο, το καίριο: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον».

Μερικοί διανοούμενοι σήμερα, πρώην αριστεροί ή αριστερίζοντες (κατά βάθος ΠΑΣΟΚίζοντες), παίζουν τον ρόλο που έπαιξαν στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν διανοούμενοι όπως ο Σπύρος Μελάς, μεταξικός ήδη από τον Μεσοπόλεμο και αντιδραστικός για πάντα, ο Ανδρέας Καραντώνης μετεμφυλιακά μέχρι που τον απόκοψε και ο Σεφέρης, ακόμη και ο Στράτης Μυριβήλης ως απολογητής του Ψυχρού Πολέμου.

Κομβικό σημείο η Διακήρυξη των Χριστιανών Επιστημόνων, από την πέννα του εγκέφαλου της παραεκκλησιαστικής Αδελφότητας Ζωή Α. Τσιριντάνη, το 1946, που υπέγραψαν 220 επιφανείς προσωπικότητες, για αντιμετώπιση του «στρατού της αθεϊας και του υλισμού». Ανάμεσα στους 220, και σοβαροί δημοκράτες και πατριώτες που μάλλον παρασύρθηκαν από το άγριο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής. 1946, θυμίζουμε.

Ας μη μιλήσουμε για τους πρώην αριστερούς, μετέπειτα θεωρητικούς και απολογητές της χούντας, Θεοφύλακτο Παπακωνσταντίνου (Πέτρο Μοναστηριώτη), Σάββα Κωνσταντόπουλο αρχειομαρξιστή, ακόμη και τον κούτβη Γεώργιο Γεωργαλά.

Διαφορές του τότε με το τώρα:
Πρώτον, δεν είναι Ψυχρός Πόλεμος. [Ασε που στις ΗΠΑ οι Δημοκρατικοί κατατρόπωσαν το Tea Party. Bέβαια, στην Ευρώπη είχαμε καθαίρεση εκλεγμένων (καίτοι ανίκανων) πρωθυπουργών…]
Δεύτερον, οι σημερινοί εμφυλιοπολεμικοί διανοούμενοι δεν έχουν το ταλέντο και την καλλιέργεια των παλαιών, ούτε καν το πολιτικό τους κριτήριο.
Τρίτον, τον εμφύλιο σήμερα διακηρύσσουν ανοιχτά μόνο οι νεοναζί. Οχι οι αντιναζί.
Και τα λοιπά.

Ομοιότητες: Κάποιοι επιδιώκουν ανάφλεξη Εμφυλίου. Γιατί; Για προσωπική τους διάσωση; Λόγω υστερίας; Λόγω ιστορικής και πολιτικής μυωπίας; Λόγω πνευματικής ανεπάρκειας; Ολα παίζουν.

Σε κάθε περίπτωση, μεγάλη παραμένει η ευθύνη των αριστερών (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σήμερα) και δημοκρατών διανοούμενων, στην παρούσα κρίσιμη συγκυρία, για την προάσπιση της δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής.

«Eστιν δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Ακουσα τον ορισμό της πίστεως κατά τον Απόστολο Παύλο στο ραδιόφωνο, ψάχνοντας μουσικές ανάμεσα σε καθηλωμένα αυτοκίνητα. Θαύμασα τη διατύπωση, σαφή αλλά και ευρεία· πατάει στον ορατό κόσμο, ανοίγεται στη ζωή με τα ελπιζόμενα, αλλά κρατάει ανοιχτή και τη δυνατότητα για έλεγχο των ου βλεπομένων.

Καθώς ο χαμηλός ήλιος του Δεκέμβρη, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, έπεφτε στα μάτια μου και δεν έβλεπα, κράτησα το πρώτο μέρος, την ελπιζομένων υπόστασιν· αυτήν είχα ανάγκη για να βγάλω τη μέρα, αυτήν είχα ανάγκη για να βγάλω τον καιρό. Πίστη στη ζωή την ίδια, ελπίδα ζωής: γι’ αυτό διψούσε κάθε πόρος του δέρματός μου.

Να όμως που τα ου βλεπόμενα ήρθαν να με συναντήσουν από άλλη διαδρομή. Μόλις άνοιξα το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, έπεσα πάνω στην ευχή από φίλο καλό για την ονομαστική εορτή: «Αγαπητέ Νίκο, σου εύχομαι χρόνια πολλά, δημιουργικά κι ευλογημένα. Όσο για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ας μη λησμονούμε πως: Eστιν δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».

Μόλις είχα μισοχωνέψει τα ελπιζόμενα, και να, η παύλεια ρήση, ξαναφανερώνεται αμφίστομη, οξεία, πολυδύναμη. Μέσα σε λίγα λεπτά, η πίστη άνοιγε δυο φορές την πόρτα της ύπαρξης, συμπλήρωνε την κατανόησή μου της κατάστασης, υπενθύμιζε ότι ο περατός βίος ίσως είναι μισός και ακατανόητος χωρίς το μεταφυσικό συμπλήρωμα. Τα δυο ακούσματα μέσα σε λίγα λεπτά δεν ήταν πια σύμπτωση, ήταν φανέρωση, ήταν υπόδειξη για να δω το όλον: η ελπίδα φυτρώνει εδώ και τώρα, αλλά και συνεχώς ώς το επέκεινα· τα ορατά και τα αόρατα υπάρχουν εν όλω, μαζί, διαρκώς, είναι το παρόν και το μέλλον αδιάσπαστα, το διαρκώς διαφεύγον παρόν και το διαρκώς ερχόμενο μέλλον. Η ζωή μας είναι συνεχής, εδώ και εκεί, διαρκώς εμβαπτιζόμενη στα βάσανα και στην ελπίδα, σε δοκιμασίες και χαρές. Ποτέ δεν έχει ένα χρώμα, έναν τόνο.

Αν το πρώτο άκουσμα ήταν τυχαίο, το δεύτερο ήταν στοχευμένο· μου έγραφε ο φίλος: «Όσο για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ας μη λησμονούμε…» Μου έλεγε να σταθώ, να ακούσω πιο προσεκτικά, μου υποδείκνυε έναν τρόπο να δω τον κόσμο και να τον αντέξω. Με οδηγούσε σε ένα άλλο βλέμμα· όπως ο ήλιος που μου ‘κλεινε τα μάτια με ανάγκασε να φορέσω μαύρα γυαλιά και να κατεβάσω το προστατευτικό, κι έβλεπα πάλι: Ο περιβάλλων ζόφος δεν είναι αδιαπέραστος, πάντα υπάρχει άνοιγμα στο τείχος της απογνώσεως, και όχι μόνο ένα. Η ελπίδα δίνει υπόσταση, ουσία και ύλη, στο διαρκώς εκτυλισσόμενο παρόν, για να το ζούμε· κι όσο για το διαρκώς ερχόμενο μέλλον, το ου βλεπόμενον, μπορούμε κι αυτό ακόμη να το ελέγχουμε, να του δίνουμε σχήμα κατά τις ανάγκες και τις προσδοκίες μας.

Στις δύσκολες ώρες αναζητούμε παρηγοριά στην τέχνη. «Της Τέχνης της πιστής δώρα πιστά» αναζητεί ο Καβάφης· τέτοια κι εμείς. Η ζωή κυλάει σαν βράχος πάνω μας, βαριά, αργή, συνθλίβουσα. Αγνώριστη, φέρουσα καταπλήξεις και πλήγματα, καταθλίβουσα. Και όσο κι αν μελαγχολείς, αυτή κυλάει, ποτάμι ορμητικό φουσκωμένο κι εσύ κλαράκι· μόνο αν αφεθείς έχεις ελπίδα να γλιτώσεις. Ανασύρεις από τα προ Κρίσεως χρόνια, μια μελαγχολική στάση, καθώς αργόσβηνε μια εποχή, ήταν 2005:

«Είσαι ένα κλαράκι, μπορεί κομψό, κι ανθεκτικό ίσως, μα κλαράκι – και αρμενίζεις ανεξέλεγκτα στα νερά του ποταμού. Οσο πιο νέος, τόσο πιο χαρίεν το κλαράκι, τόσο πιο παιγνιώδες το αρμένισμα, οι πτώσεις στον καταρράκτη, οι προσκρούσεις στις όχθες. Οσο μεγαλώνεις, οι πτώσεις πονάνε, δυσκολεύεσαι να κρατήσεις το κεφάλι έξω απ’ το νερό, η ανάσα λιγοστεύει. Το ποτάμι, θολό. Το ποτάμι, ο χρόνος. Σε διαπερνά το πέρας, αισθάνεσαι ότι η ροή κάπου τελειώνει για σένα, σε περιμένει η εκβολή, στο σχεδόν ορατό βάθος περιμένει η θάλασσα.»

Είμαστε σε θάλασσα τώρα, φουρτουνιασμένη. Ολες οι καταιγίδες, σαν μία, δέρνουν το γυμνό κλαράκι. Πίσω από το αμήχανο μουρμουρητό του 2005, ακούω απόηχους προπατόρων, τον Διονύση Σαββόπουλο και πίσω κι απ΄αυτόν, τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Αρη Αλεξάνδρου:

«Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει / τη δική σου μελαγχολία / κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις / με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.»
(Δ.Σ., Οι παλιοί μας φίλοι)

«Το θέμα είναι τώρα τι λες / Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ / Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας // Το θέμα είναι τώρα τι λες.»
(Μ.Α., Ο στόχος)

«Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα / χαράζοντας γραμμές / εδώ θα επιμένεις δίχως βία / χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση / ποτέ στην περιφρόνηση.»
(Α.Α., Θα επιμένεις)

Κρατάω αυτό: «χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση / ποτέ στην περιφρόνηση». Ταιριάζει στη δική μας περίσταση· να μη γείρεις ούτε στη μια ούτε στην άλλη βολική εκδοχή, να μην αφεθείς, να μην παραδοθείς στις ευκολίες της θρηνωδίας ή του μίσους.

Δεν ακούς τέτοια στις τηλεοράσεις και στα ίντερνετ, ούτε στους δρόμους. Ο δημόσιος χώρος πλημμυρίζει απόγνωση και περιφρόνηση, θλίψη, βαναυσότητα. Τα υφιστάμεθα, κεντάνε το πετσί μας. Παρ’ όλ’ αυτά, η ζωή δεν είναι μόνο αυτά, η ζωή ανθίζει στα κρίσιμα διάκενα, ακόμη και τώρα. Ανατρέχω στον παντοτινά προσφιλή Αλμπέρ Καμύ, τον συντοπίτη μας της Μεσογείου, με την αγράμματη μάνα που τον έφτασε στο Νόμπελ. Πρίν από περίπου μισό αιώνα, το 1957, παραλαμβάνει το μεγάλο βραβείο και λέει στους συγκαιρινούς του, τους ανθρώπους που έζησαν ολοκληρωτισμούς, γενοκτονίες και πολέμους:

«Μπορούμε πάντα να αντιτάξουμε στην παρούσα κατάσταση τον θρήνο των ανθρωπιστών, να γίνουμε αυτό που ο Στέφαν Τροφίμοβιτς στους Δαιμονισμένους θέλει πάση θυσία να γίνει: η ενσάρκωση της μομφής. Μπορούμε να φτάσουμε, επίσης, σε εξάρσεις κοινωνικής θλίψης, όπως ο εν λόγω ήρωας. Αλλά η θλίψη αυτή δεν θα αλλάξει καθόλου την πραγματικότητα».

Ανάμεσα στη μομφή και τη θλίψη, λοιπόν, στο μίσος και την αυτοκατάργηση. Τι αντιπροτείνει ο Καμύ;

«Κάθε τοίχος είναι μια πόρτα εξόδου, λέει σωστά ο Εμερσον. Ας μην ψάχνουμε αλλού την πόρτα εξόδου παρά στον τοίχο όπου είμαστε στριμωγμένοι. Αντιθέτως, ας αναζητήσουμε την ανάπαυλα εκεί όπου βρίσκεται, δηλαδή στο κέντρο της μάχης. Γιατί, κατ’εμέ εκεί βρίσκεται. Οπως έχει ήδη ειπωθεί, οι μεγάλες ιδέες έρχονται αθόρυβα στον κόσμο σαν πάτημα περιστεράς. Αν τείνουμε ευήκοον ους, ίσως αφουγκραστούμε, λοιπόν, σαν απαλό θρόισμα φτερών εν τω μέσω της βοής αυτοκρατοριών και εθνών, τον τερπνό σαματά της ζωής και της ελπίδας. Αλλοι θα πουν ότι αυτή την ελπίδα τη φέρνει ένας λαός· άλλοι, ένας άνθρωπος. Πιστεύω αντιθέτως ότι αυτή η ελπίδα υποκινείται, αναπτερώνεται και συντηρητείται από χιλιάδες μοναχικούς, η δράση και το έργο των οποίων αναιρούν καθημερινά τα σύνορα και τα πιο χονδροειδή προσχήματα της Ιστορίας, ώστε να λάμψει φευγαλεά η αενάως απειλούμενη αλήθεια που ο καθένας τρέφει, μες στις πίκρες και τις χαρές του, για το καλό όλων.»

Ο ήλιος καταυγάζει τον Σαρωνικό, την Αττική, την πόλη των Αθηνών. Καταυγάζει ψυχές και αλλάζει διάθεση. Καθώς υποδεχόμαστε το 2012, νιώθουμε ότι τίποτε δεν είναι ίδιο πια, ίδιο με ό,τι γνωρίζαμε· η χρονιά που τέλειωσε μάς κατέπληξε, μας πόνεσε, μας φόβισε, τόσο που να περιμένουμε τα πάντα, ακόμη και χειρότερα.
Θα είναι δύσκολο το ’12, αλλά θα αρχίσει να φαίνεται πια το τέλος· το τέλος της καθόδου. Δηλαδή, το τέλος της αβεβαιότητας: αυτή είναι η πιο επώδυνη, αυτή μουδιάζει τις ψυχές και τα μυαλά. Η πρόσκρουση στον πάτο θα είναι ανακουφιστική, διότι θα σημάνει το τέλος των ψευδαισθήσεων σωτηρίας εξ ουρανού, θα τερματίσει το φόβο και την απόγνωση. Σημαίνει γείωση στο χώμα και τη στάχτη. Θα σημάνει επανέναρξη.

Βαθιά μέσα μας πεταρίζει μια πίστη καταγόμενη από το Tikkun olan της Καμπάλα: εκεί στα σκοτάδια του πάτου, ξαναβρίσκουμε τον βαθύ χρόνο, τον χρόνο πριν από τον χρόνο, πριν από την πτώση, και μαζί μάς αποκαλύπτεται η δυνατότητα αποκαταστάσης, η δυνατότητα να αποκαταστήσουμε τον ραγισμένο κόσμο μας, να τον επαναφέρουμε καινούργιο· εκεί στα σκοτάδια του βυθού, απόκειται η τρομερή δυνατότητα της ανακαίνισης. Οχι αναπαλαίωση, όχι αναστήλωση ερειπίων, αλλά ανακαίνιση μέσα από την καταστροφή.

Αυγή.
Ο ήλιος βάφει μαγικά τον ουρανό πάνω απ’ την Καστέλα. Παραβάλλω αυτό το πυρετώδες ηλιοβασίλεμα με την ζωγραφική «Αυγή» που μου ‘στειλε ο Μποκόρος για ευχή. Ηλιόβγαλμα και ηλιοβασίλεμα υποστασιώνονται στα μάτια μας με ίδια χρώματα, ίδιες φόρμες, ίδια φευγαλέα δυναμική, ίδιο κέντρισμα να στοχαστείς το χρόνο: στο τέλος η αρχή. Κύκλος.

Η κρίση φέρνει στον νου τον κυκλικό χρόνο των προνεωτερικών ανθρώπων, τέτοιων που ζουν ακόμη, τέτοιων που ήταν οι γονείς και οι παππούδες μας. Τη χρειαζόμαστε αυτή την κρίση για να αποτινάξουμε την τυραννία του γραμμικού χρόνου, του αυθάδους διανύσματος της διαρκούς προοόδου, της αλαζονικής συσσώρευσης. Η απόγνωση της κρίσης μάς προσφέρει μια βαθύτερη επίγνωση του χρόνου: ο χρόνος σπαταλιέται, όταν δεν τον ζεις απόλυτα και μοναδικά, με ό,τι έχεις, όπως είσαι· μόνο έτσι, αλλιώς, η ζωή κλειδώνει σε βρόχους, κάνει λούπες, ξοδεύεται και καίγεται.

Κατά τα λοιπά, οι άνθρωποι:
Μπαινοβγαίνω σε ηλικίες, κλέβοντας ομιλίες και σημάδια εφήβων, είκοσι-κάτι, τριάντα-φεύγα, μεσηλίκων, ηλικιωμένων. Σε καφενεία, τραπεζώματα, ραδιοθαλάμους, σε φυσαλίδες σοσιαλμηντιακές και σωματικές προσκρούσεις, όλοι μου μεταγγίζουν δύναμη και πίστη στη ζωή. Σκέφτομαι ότι αυτό το κεφάλαιο είναι αφάγωτο, οι άνθρωποι: απρόβλεπτοι, ανόμοιοι, πληγωμένοι, σκόρπιοι, παρ’ όλ’ αυτά ακατάβλητοι, πομποί αισθημάτων και ζωτικότητας.

«Θα σταθούμε όρθιοι, ρε!» μου σφίγγει ζωηρά το χέρι και με χτυπάει στον ώμο πολυπράγμων συνομήλικος στην οδό Ασκληπιού, κι ένας άλλος στη Σκουφά διασχίζει το οδόστρωμα με φιλάει στο κρύο μάγουλο και ψιθυρίζει εμπιστευτικά μες στη βουή «υγεία, αδελφέ, αγάπη, κι όλα θα ‘ρθουν…» Εγκαρδιωμένος μοιράζομαι κονιάκ και ρακές, ώσπου να σκοτεινιάσει καλά. Από κάθε πόρο της πόλης αναδύεται γνώση και καρτερία, και μια θέληση αμίλητη ακόμη, ωστόσο υπαρκτή, φουσκώνει στις φλέβες: Θα σταθούμε όρθιοι, δεν θα μας πάρει αποκάτω.

Ξυπνάω πριν την αυγή.
Είμαι στο πλοίο, ακτή Κονδύλη, Σαρωνικός, Κάβο Κολώνες, Κάβο Ντόρος ανταριασμένος, Τζιά, Γιούρα, κάτω δυτικά τα Θερμιά, ο κάβος της Σύρας, το μπουγάζι του Τσικνιά, το Φανάρι. Στο τέρμα του δρόμου, ο Αϊ-Λούκας των κεκοιμημένων, φλογίτσες δαρμένες από τον βοριά, και χαμομήλια την άνοιξη. Φλογίτσες. Φωτογραφίες από βαφτίσια με βιολιά στο νησί, φωτογραφίες από βαφτίσια με κλαρίνα στο βάλτο. Φλογίτσες.

Είμαι ξανά στο πλοίο. Χωρίς βιβλίο, χωρίς μουσική. Μόνο με κύμα μανιασμένο κι αρμύρα και τσιγάρο κλεισμένο μες στη φούχτα. (Δεκάξι, στο Ναϊάς Ι, πενήντα τρία, στο Ιθάκη, ίδιο ταξίδι, πάντα το ίδιο, από το ένα λιμάνι στο άλλο, πότε για ζωή και πότε για θάνατο.)

Πϊσω από κάθε ακρωτήρι ξεπροβάλλει ένα άλλο.

Οι Ελληνες φίλοι που βλέπουν τη χώρα απέξω είναι πολύ περισσότερο ανήσυχοι και απαισιόδοξοι από εμάς, τους εντός των τειχών. Στα τηλεφωνήματα και στα μέιλ αισθάνεσαι πηχτή την αγωνία τους, μια αγωνία άλλης τάξεως από αυτή που βιώνουμε εμείς τα θύματα της κρίσης. Ισως γιατί τα αισθήματά τους για την πατρίδα τους είναι πιο αδιαμεσολάβητα, πιο ανιδιοτελή, ακόμη κι αν αυτή η πικρή πατρίδα τους έχει διώξει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μετά από κάθε τέτοια επαφή, προσπαθώ να δω τη ζωή γύρω μου με πιο ψυχρό μάτι, πιο αποστασιοποιημένα. Προσπαθώ να συγκρίνω την αγωνία του απέξω με ό,τι διαδραματίζεται εντός, ενώπιόν μου, για να νιώσω βαθύτερα το παρόν, αλλά κυρίως μήπως και μπορέσω να διαισθανθώ τα επερχόμενα.

Αδύνατον. Αδύνατον να προβάλλεις το παρόν στο εγγύτατο μέλλον, αδύνατον να χρησιμοποιήσεις την έως τώρα εμπειρία για να σχηματίσεις μια αδρή, έστω, μια θαμπή εικόνα του μέλλοντος. Η κρίση υπονομεύοντας το παρόν εξαφανίζει το μέλλον. Αυτή η απώλεια είναι ίσως η βαθύτερη, η πιο βουβή, και η πιο οδυνηρή: το πόδι προβάλλει εμπρός και μένει αιωρούμενο, στο κενό, δεν έχει πού να πατήσει. Κι έτσι στεκόμαστε όλοι στο ένα πόδι, σε ασταθή ισορροπία, αβέβαιοι, ετοιμόρροποι.

Εχει συσταλεί λοιπόν ο χρόνος, έχει πυκνώσει, και στέκεται διαρκώς πάνω μας, σαν βάρος στην πλάτη. Η τέτοια αίσθηση του χρόνου μάς ωθεί όμως και σε μια άλλη αίσθηση του τρέχοντος, δηλαδή της ίδιας της ζωής: τώρα τη νιώθουμε στα χέρια μας, να την κρατάμε σαν νεράκι που κυλάει άπιαστο, εντούτοις νεράκι δροσερό με μια πρωτοφανέρωτη μοναδική αξία. Η παλαιά βεβαιότης περί αδιατάρακτου μέλλοντος έχει εξατμιστεί· στη θέση της πάλλεται μια αίσθηση επείγοντος βίου, πιο ζωική, απόλυτη, υλική. Σαν να κατέρρευσαν η πλαδαρότητα, η ραθυμία, η αμεριμνησία, ο ανηδονική βουλιμία, της παλαιάς εποχής της ευμάρειας. Σαν να υποχωρούν σιγά σιγά και ο φόβος, η απόγνωση, η κλάψα, η τυφλή οργή. Ακόμη κι η οργή αρχίζει να παίρνει σχήμα και κατεύθυνση, να έχει σκοπό και στόχους, μέσα στο πυκνό, επείγον παρόν. Νιώθουμε άλλη τη ζωή, απαιτητική στην κάθε στιγμή της, απαιτεί απαντήσεις ακαριαίες, ζητάει πράξεις και προσφορά ζωτικότητας, ωθεί σε πολύστροφο πυρετώδη στοχασμό με συμπεράσματα και αποφάσεις.

Υπόκωφα ζούμε τη ζωή μας αλλιώς, τη νιώθουμε αλλιώς, ορμητική, δεν την περιμένουμε να ξετυλιχτεί σύμφωνα με ράθυμες βεβαιότητες, είμαστε έτοιμοι να αποκριθούμε στις αιφνίδιες ζητήσεις της. Με όλα τα νεύρα κουρδισμένα, όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Το λες προσαρμογή. Το λες φόρτιση για επανεκκίνηση. Το λες ανυπόκριτη δίψα για ζωή, εν θερμώ επαφή με το εδώ και τώρα. Ανάκληση ξεχασμένων δυνάμεων, θαμμένων αισθημάτων, πρωταρχικών αναγκών. Ξανακούγονται χαμένες λέξεις: συντροφικότητα, αλληλλεγγύη, συλλογικότητα, χάρισμα, χαρά, άγγιγμα, έγνοια, φίλος παλιός.

Ο Μίμης, τέτοιος φίλος παλιός, μου βάζει στο χέρι κλεφτά, σιωπηλά, ένα μικρό βιβλίο βυσσινί: Ο Τελάλης, Αθήνα 2011. Καμία άλλη ένδειξη, ούτε συγγραφέας ούτε εκδότης, τίποτε. Απλά ελληνικά σε κρεμ χαρτί, πολυτονικά. Ενα πολύστιχο ποίημα: «Λόγια του τελάλη, βασιλιά των Εβραίων. / Τζάμπα, τζάμπα, είπε ο τελάλης, / τζάμπα όλα κι ανώφελα.» Ετσι αρχίζει. Το ξεφυλλίζω όρθιος στο πεζοδρόμιο, μου θυμίζει κείμενο αρχαίο, σταματάω στη σελίδα 50:

«Βγες έξω λοιπόν, / Φάε το ψωμί σου με χαρά, / πιες το κρασί σου με χαρά, / γιατί ο αφέντης χάρηκε / με τα δικά σου έργα. / Κάθε μέρα φόρα τα άσπρα σου τα ρούχα / και ρίξε στο κορμί σου άρωμα καλό. / Και φτιάξε τη ζωή σου / με το κορίτσι που αγαπάς, / την κάθε μέρα της ζωής / που σου δόθηκε να ζεις. / Αυτό το μερτικό της ανώφελης ζωής σου, / αυτή η πληρωμή του ιδρώτα σου. / Κι όσα μπορείς να κάνεις / κάν’ τα όσο μπορείς. / Γιατί στον τάφο που θα μπεις / δεν θα ‘χει τίποτα να κάνεις, / και τίποτα να σκεφτείς.»

Η ανθρωποσυρμή της Σόλωνος σε παρασέρνει, όπως ο ρυθμός της βιβλικής αφήγησης: «Ευφραίνου, νεανίσκε, εν νεότητί σου, και αγαθυνάτω σε η καρδία σου εν ημέραις νεότητός σου, και περιπάτει εν οδοίς καρδίας σου άμωμος…» Ο Εκκλησιαστής λοιπόν… Ο χρόνος του: «το γενόμενον ήδη εστί, και όσα τού γίνεσθαι, ήδη γέγονε».

Η νεανική εξέγερση του Δεκέμβρη ’08 χωρίζει αδιόρατα μα βαθιά την πολιτική ζώη σε Πριν και Μετά. Υπό μία έννοια, προοικονομεί τον ακόμη βαθύτερο χωρισμό σε εποχή Πριν και Μετά το Μνημόνιο, τον Μάιο του ’10. Και τα δύο ορόσημα ήσαν απρόβλεπτα, πολύ περισσότερο ο Δεκέμβρης, και τα δύο ορόσημα ερέθισαν, σχεδόν τραυμάτισαν, το συλλογικό φαντασιακό· και τα δύο έθεσαν το ζήτημα της βίας, της σύγκρουσης, έθεσαν ζητήματα αυτοαναγνώρισης, συλλογικότητας, αντοχών της δημοκρατίας, αντοχών της κοινωνίας, αντοχών των θεσμών.

Ο κοινωνικός πόνος που προκαλεί, και θα προκαλεί, ο επαχθής δανεισμός σκεπάζει προσωρινά την ουλή του Δεκέμβρη. Η σημερινή απειλή είναι καταρχάς υλική, εξόχως υλική, απειλεί με φτώχεια και σπάνι· και αφορά όλο τον παραγωγικό πληθυσμό, τον κόσμο της εργασίας, τα νοικοκυριά, τις οικογένειες. Αντιθέτως, ο σπασμός του Δεκέμβρη αφορούσε πρωτίστως τους νέους, τη γενιά των επισφαλών των 700 ευρώ και των σταζ, τους υπερεντατικοποιημένους έφηβους, τα παιδιά που όλοι λέγανε ότι δεν θα ‘χουν μέλλον.

Το μέλλον… Ο χρόνος, η ζωή. Σε πρόσφατη πολύωρη συζήτηση με μαθητές, άκουσα τι λένε σήμερα οι 17-20 ετών, αυτοί που έζησαν τα δεκεμβριανά. Εμεινα έκπληκτος από την ωριμότητα, τον πραγματισμό, τη μελαγχολία τους. «Ζητούσαμε χρόνο, τον χρόνο μας… Δεν αντέχουμε το σχολείο, αυτό το σχολείο, αυτή τη ζωή… Ζητούσαμε τη ζωή μας…» Τα λόγια έπεφταν αβίαστα, χωρίς εύκολα συμπεράσματα, χωρίς ωραιολογίες. «Δεν βγήκε τίποτε, δεν ξέρω αν βγαίνει τίποτε, μάθαμε πάντως ότι μόνος του ο καθένας δεν βγάζει τίποτε, μόνο ενωμένοι μπορεί να πετύχουμε κάτι… Και ναι, εκείνες οι ώρες στον δρόμο ήταν γιορτή, όλοι μάς άκουγαν κι ακούγαμε ο ένας τον άλλο…»

Τη γιορτή και την έκρηξη διαδέχεται η μελαγχολία, εξόχως νεανική, εξόχως ρομαντική. Και μια αδιόρατη αποδοχή του No Future: όσο χαμηλώνουν οι υλικές προσδοκίες, φουντώνει η λαχτάρα μια νέας συλλογικότητας, σχεδόν ουτοπικής, και μαζί στερεώνεται ένας βιωμένος πραγματισμός: τα παιδιά αυτής της γενιάς ενηλικιώθηκαν απότομα, και πολύ νωρίς, σε αντίθεση με τους γονείς τους. Υπό αυτή την έννοια, το ξέσπασμά τους ίσως διεύρυνε το νόημα της κουρασμένης μεταδημοκρατίας μας, βάζοντας στην πολιτική ατζέντα ξεχασμένους όρους, όπως αλλαγή, μετασχηματισμός, διεκδίκηση του σώματος, διεκδίκηση του δημόσιου χώρου.

Ο πολιτικός επιστήμονας Ανδρέας Καλύβας, αν. καθηγητής στη Νew School της Ν. Υόρκης, πήγε ακόμη πιο μακριά: στο δεκεμβριανό ξέσπασμα είδε μια διεύρυνση του δημοκρατικού χώρου για τους αποκλεισμένους («An Anomaly? Some Reflections on the Greek December 2008”). Και ο διάσημος φιλόσοφος Ετιέν Μπαλιμπάρ είδε στη φλεγόμενη Ελλάδα όλη την Ευρώπη: «Αν η Ευρώπη είναι για μας πρώτα από όλα το όνομα ενός ανεπίλυτου ακόμα πολιτικού προβλήματος, η Ελλάδα είναι ένα από τα κέντρα της, όχι μόνο εξαιτίας της μυθικής καταγωγής του πολιτισμού μας, που συμβολίζεται από την Ακρόπολη των Αθηνών, αλλά εξαιτίας των σημερινών προβλημάτων που είναι συγκεντρωμένα εκεί… Με αυτή την έννοια, η ελληνική εξέγερση είναι ένα σύμπτωμα της Ευρώπης».


Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Καρύτση είναι τρίκλιτος βασιλική μετά τρούλου, προφυλαγμένη από το βουητό της οδού Σταδίου σε μια εξαίσια αθηναϊκή πλατεία, την ομώνυμη. Το αρχιτεκτονικό της στυλ είναι αθηναϊκό, δηλαδή νεοκλασικό ανάμεικτο, με βυζαντινές και ρωμανικές επιρροές· φέρει την υπογραφή του σπουδαίου Λύσανδρου Καυταντζόγλου, αλλά δεν ακολουθεί το αμιγές νεωτεριστικό ύφος άλλων έργων του, λ.χ. της Αγίας Ειρήνης επί της Αιόλου, του Αγίου Κωνσταντίνου της Ομονοίας, του Αρσακείου, του Αγίου Διονυσίου των Καθολικών κ.λπ.

Κατά τούτο, κατά το ανάμεικτο του ύφους και κατά την κλίμακα του μικρού μεγέθους του, τούτος ο ναός εκφράζει την Αθήνα του 19ου και του 20ού αιώνα, εκφράζει το μεικτό αλλά νόμιμο ύφος του κρατιδίου, τους αστούς κυρίως, αλλά και τους επήλυδες που έγιναν αστοί, τους νοικοκυραίους, τους υφασματέμπορους, τους βιοτέχνες, τους γραφιάδες και τους ραφτάδες, τους χρυσοχόους και τους ρολογάδες, τους καφεπώλες, τους δημοσιογράφους, τους βενιζελικούς, τους ευσεβιστές της «Ζωής», τους μουσόφιλους του «Παρνασσού», τους αναγνώστες της Εστίας και του Βήματος, όσους ακόμη και σήμερα ζουν, κινούνται, ανασαίνουν πέριξ του κομψού τρούλου και του φαιομάρμαρου πυλώνος.

Αλλά αυτοί οι άνθρωποι τελειώνουν, φεύγουν. Ο κόσμος αυτός των νεοελληνικών δύο αιώνων, πλούσιος μες στις αντινομίες και τα έργα του, κόσμος της εργασίας και του εμπορίου, των Γραμμάτων και της γνώσης, αυτός ο κόσμος εγκαταλείπει την πλατεία Καρύτση, συνταξιοδοτείται ή χρεοκοπεί, μετακομίζει, αποχωρεί. Σε κάθε μαγαζί, σε κάθε εργαστήριο που κλείνει, ιδρύεται καφενείο και μπαρ. Ο homo faber, o homme des lettres, ο cognoscente, εγκαταλείπουν τη σκηνή, τα κτίρια με την πατίνα της γνώσης και της τέχνης.

Τη θέση τους παίρνει ο κόσμος της διασκέδασης, της αμεριμνησίας, κόσμος ανέργων και αέργων ενδεχομένως, κόσμος του μεταιχμίου, μεταφερμένος από αλλού, κόσμος που ουδέποτε θα ριζώσει και θα γνωρίσει, δεν θα ενδιαφερθεί να μάθει ποια ήταν η αθηναϊκή οικογένεια Καρύκη ή Καρύτση, κτιτορική του ναΐσκου από τον 11ο αιώνα, οικογένεια που έβγαλε Μητροπολίτη Αθηνών και Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον 16ο αιώνα.

Κόσμοι άλλου γένους. Μπείτε σ’ ένα μαγαζί της Πραξιτέλους, της Λέκκα, της Κολοκοτρώνη, οποιοδήποτε· κάνετε μια ερώτηση για οτιδήποτε αναζητείτε εκεί γύρω, οσοδήποτε εκκεντρικό, μια μισομέταξη φόδρα, ένα εξωτικό κουμπί, ένα ασημένιο εξάρτημα. Ευθύς θα σας απαντήσουν, με ακρίβεια, με σαφήνεια: Στο 12 της Λεωχάρους, στη Μιλτιάδους καθώς μπαίνεις, στη Ρόμβης 2, στη Χαβρίου τρίτο μαγαζί όπως μπαίνεις από Κολοκοτρώνη. Ρωτήστε οτιδήποτε απλούστατο σε έναν θαμώνα των μπαρ της Καρύτση: Προς τα πού πέφτει η οδός Νικίου; Δεν ξέρω, δεν είμαι από δω – αυτή είναι η πιθανότερη απάντηση.

Δεν ξέρω, δεν είμαι από δω. Αυτός είναι ο αναδυόμενος κόσμος του μετασχηματισμένου ιστορικού κέντρου: διαρκώς επήλυδες, περαστικοί, σταθμεύοντες προσωρινά για ένα ποτό στο διασκεδασογκέτο. Σε ένα διαμορφούμενο γκέτο χωρίς κατοικίες, χωρίς εμπορικά, χωρίς βιοτεχνίες και γραφεία, χωρίς ανθρώπους ημέρας εντέλει, μόνο με ανθρώπους νυκτός, σε μια πόλη που αφαιμάσσεται από εργασία και dare e avere ημερήσιο, σε μια πόλη που βυθίζεται στην κρίση και παραδίδεται νωχελικά, ηδονικά, αυτοκαταστροφικά σε ατμούς αλκοόλ και τσιγάρου, στα μπιτ και την αυτοθέαση.

Μοίρα της Πλάκας, μοίρα του Ψυρρή, μοίρα του Κεραμεικού… Μοίρα των παρόχθιων της μυθικής πλατείας Καρύτση, του πιο παλιού και στέρεου οργάνου του αστικού μας βίου. Εκεί όπου φύτρωσε και βλάστησε η Αθήνα των αισθητών και των επιτηδευματιών, του Μιχαήλ Μητσάκη, του Νιρβάνα, του Παπαδιαμάντη και του Βάρναλη, του Μικρασιάτη λεπτουργού και του ρωμανιωτοεβραίου υφασματέμπορου, σε μάρμαρα κλασικά και βυζαντινά και μεταοθωμανικά, σε κονιάματα νεοκλασικά, σε ρείθρα πεζοδρομίων από μάρμαρο πεντελικό, σε μικρομέγαρα art deco με εσωτερικά αίθρια και καφενεδάκια στη στοά εισόδου, εκεί, σε αυτό το παλίμψηστο, αργοσβήνει τώρα η σωρευμένη μνήμη, αργοσβήνουν φωνές, παραγγελίες, συναλλαγές, μικρές βιτρίνες και πατιναρισμένα ερμάρια από δρυ και καρυδιά, και ανάβουν ορμητικές άλλες φωνές, άλλα φώτα, άλλες μουσικές, σκεύη από χάλυβα inox και γυαλί, βέσπες νυκτός, νεαρούδια με μπίρες ορθίων, άλλα λόγια. Ισως καλύτερα, ίσως.

Στην πλατεία Καρύτση εισήλθα, το πρώτον, περί το 1968. (Τα εικονίσματα του ναού είναι δυτικότροπα, ναζαρηνά, σκέφτηκα πρόσφατα). Η εντύπωση ήταν εντύπωση μεγαλείου. Στα μεσήλικα μάτια μου το μεγαλείο της πλατείας λιγόστεψε, ο ναός μίκρυνε· ο έρωτας παραμένει αμείωτος.

Δυο διαφορετικές συζητήσεις διασταυρώθηκαν πάνω μου τις περασμένες μέρες: Μια για την κοινή λογική και μια για τον θάνατο και την αγάπη. Μια συζήτηση για το common sense· για την ουσία του εργαλειακού λόγου, που έχει λύσεις για όλα, που δεν βλέπει μπροστά του άλυτα προβλήματα, αλλά προκλήσεις για χρήση εργαλείων. Είναι λόγος που αντηχεί τον επιστημονισμό του 19ου αιώνα, την τυφλή πίστη ότι επιστήμη και τεχνική θα λύσουν κάθε πρόβλημα του ανθρώπου· αντηχεί τον μεσσιανισμό της αιωνίας προόδου, αντηχεί τη λατρεία του καπιταλισμού ως μόνης δυνατότητας οργάνωσης του υλικού και του φαντασιακού.

Αντηχεί βεβαίως και τη θεμιτή αντίσταση στη θολούρα θεωρητικών και ιερέων, αντηχεί την ανάγκη να προάγουμε τον πρακτικό βίο, να διευκολύνουμε τη vita activa. Αλλά οι περισσότερες χρήσεις της λεγομένης κοινής λογικής είναι χρήσεις αυτάρεσκης εργαλειακότητας, εχθρικής και καχύποπτης απέναντι στο απρόβλεπτο, στο χαοτικό, το μη γραμμικό, το μεταφυσικό. Ο εργαλειακός λόγος καυχιέται ότι διευθετεί τα πάντα· πώς να αποδεχτεί την αδυναμία του ενώπιον του μυστηρίου, του ανείπωτου, του μεταφυσικού, ενώπιον της αγάπης, του πόνου ή του θανάτου;

Ενας φίλος αναρωτήθηκε πικρά αν τα εργαλεία μπορούν να σκεφτούν τον εαυτό τους. Προεκτείνω: Τι γίνεται με τους ανθρώπους που σκέφτονται σαν εργαλεία; Που δεν σκέφτονται τον εαυτό τους μέσα στον άλλο, που δεν στοχάζονται την επαφή και τη σύντηξη; Που έχουν εξορίσει από το εννοιολόγιό τους το μηδέν και το άπειρο;

Δύο γυναίκες, με διαφορετικά βιώματα, διαφορετική γλώσσα, άλλες στοχεύσεις, μου απάντησαν με τον τρόπο τους. Η Γαλλίδα ψυχολόγος πόνου Μαρί Ντ’ Ενεζέλ και η Βελγίδα φιλόσοφος Λυς Ιριγκαρέ. Η πρώτη στο βιβλίο της «Μύχιος θάνατος» υποστηρίζει ότι οι ετοιμοθάνατοι μάς μαθαίνουν τη ζωή. Παράδοξο; Η Ντ’ Ενεζέλ εκκινεί από την πράξη: τι έμαθε συνοδεύοντας ανθρώπους έως το κατώφλι του περάσματος. Μιλά παθιασμένα για τη σχέση με τον ανίατο ασθενή, για το άγγιγμα, την απτική σχέση, για την ντροπή του ρημαγμένου σώματος, για τη συμφιλίωση, την παραδοχή, το ειρηνικό και ανεπαίσχυντο τέλος.

«Είμαι το βλέμμα του άλλου»: η περαματάρισσα Ντ’ Ενεζέλ ανακαλεί τον Λακάν, για να θεμελιώσει και θεωρητικά ό,τι της διδάσκει καθημερινά η σχέση της με τον θάνατο του άλλου. Ο άλλος σβήνει εν ειρήνη καθώς καθρεφτίζεται στη συμπόνια και την αποδοχή, όταν δεν αντικρίζει θυμό, αποστροφή ή αδιαφορία. Και η μοίρα μας είναι κοινή: Προστατεύοντας τον ετοιμοθάνατο, προστατεύουμε τον εαυτό μας, λέει η Ντ’ Ενεζέλ. Εκκινώντας από την πραγματικότητα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, από τον εκμηχανισμό της ιατρικής, φτάνει στη ρίζα της ανθρωπινότητας: πώς αναμετριόμαστε σήμερα με τη φθορά και τον θάνατο.

Από άλλη αφετηρία, στο «Δρόμο της αγάπης» η φιλόσοφος Ιριγκαρέ, πλησιάζει στο ίδιο τέρμα: στον άλλο. Αναζητεί τον δρόμο προς το ξέφωτο του Χάιντεγκερ, δρόμο πάντα κρυμμένο και πάντα φανερό. Η Ιριγκαρέ γράφει σαν σοφός, όχι σαν ακαδημαϊκός· χωρίς υποσημειώσεις και παραπομπές, μα και χωρίς ευκολίες, πυκνά, με απαιτήσεις. Στοχάζεται τη γλώσσα ως άγγιγμα, ως γέφυρα με τον άλλο: «Για να υπάρχει ανταλλαγή, είναι ουσιώδες ο άλλος να μας αγγίζει, ιδίως μέσω των λέξεων…»

Βασιζόμενη στον Χάιντεγκερ και τον Λακάν, η Ιριγκαρέ ακτινογραφεί τη διαφορά, τη μοναδικότητα, τη σχέση, τη ζωή ως θαύμα: «Η ταυτότητα του ανθρώπου δεν προϋποθέτει μια μάλλον ή ήττον καλυμμένη σχέση του ίδιου με τον εαυτό του… Υποδηλώνει τη σχέση του ίδιου με τον άλλο». Η κριτική της προς τον κυρίαρχο σήμερα εργαλειακό ατομικισμό θυμίζει τον πλατωνικό Φαίδρο, όπου ο Σωκράτης αναζητεί διδάγματα στους εν τω άστει ανθρώπους.

Ψαύει την «καταυγάζουσα χάρη της αγάπης», σαν φωτοσκίαση: «Η αγάπη ανοίγει έναν τόπο καταφυγής και στοχαστικής συγκέντρωσης. Προϋποθέτει την ικανότητα για άφημα όσο και για πλάσιμο. Και την αποδοχή ενός μοιράσματος ανάμεσα στη σκιά και το φως».

Υμνεί, κι αυτή, το άγγιγμα: «Το άγγιγμα επιτρέπει την επιστροφή στον εαυτό, στην κατοικία του οικείου φωτός. Αλλά επίσης πηγαίνει να συναντήσει τον άλλο, φωτισμένο-φωτεινό, ξεχειλίζοντας τον δικό του κόσμο, προκειμένου να γευτεί μια άλλη φωτεινότητα. Προκειμένου να δώσει και να λάβει αυτό που φωτίζει τους θνητούς στο μονοπάτι τους».

Να, ο άνθρωπος σκέφτεται τον εαυτό του: σαν μοναδικό έργο τέχνης και όχι σαν εργαλείο.

εικον.: Αντρέι Ταρκόφσκι, Νοσταλγία

buzz it!

Twitting

  • Νταήδες του γλυκού νερού επιτέθηκαν στον Γιάνη #Βαρουφάκης στα Εξάρχεια. Για τους νταήδες, στόχος είναι όποιος κυκλ… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Eξέλιξη ιστορικής σημασίας. Ο Global South αναδατάσσεται εκτός αγγλοσαξωνικού-ευρωπαϊκού άξονα. Η Κίνα σε ηγεμονικό… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Η ΝΥΧΤΑ ΔΕΡΝΕΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ Ο τουρισμός υπεράνω κράτους δικαίου. Η Μύκονος εκτός Συντάγματος. Η Ελλάδα μαφιο-μπανανία.… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Η ΜΠΑΝΑΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΝΟΥΜ' ΕΥΡΩΠΗ Η αντιδραστική Παλινόρθωση της Νεοδεξιάς πέτυχε. Ερείπια το κοινωνικό κράτος, κουρέλι… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • https://t.co/8DQHFkaqGo 3 weeks ago
  • Ο Πρίαμος πήγε ικέτης για τ' απομεινάρι του Έκτορα, και ο Αχιλλέας τον σεβάστηκε. Οι μισάνθρωποι δεν σέβονται ούτε… twitter.com/i/web/status/1… 3 weeks ago

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.159 hits
Αρέσει σε %d bloggers: