You are currently browsing the tag archive for the ‘ετερονομία’ tag.
Σε αλλεπάλληλες συνομιλίες άκουσα αλλόκοτα τον εαυτό μου να αυτοσχεδιάζει γύρω από δύο μοτίβα: το φρόνημα στο παρόν, και ορόσημα του παρελθόντος.
Πρώτα, το φρόνημα. Η μακρά κρίση βιώνεται σαν χαμένος πόλεμος· αν εντοπίσουμε την πρώτη ρήξη στο 2010, από τότε ώς σήμερα το ρήγμα διαρκώς διευρύνεται, το σκάφος βουλιάζει όλο και πιο βαθιά, σε νερά ανεξερεύνητα, τέτοια που ουδέποτε είχαμε φανταστεί. Και για πολλούς είναι ήδη σαφές ότι δεν θα γυρίσουμε ποτέ στην προ ρήξης εποχή, δεν θα την πλησιάσουμε καν· απλούστατα, διότι έχει συντελεστεί ήδη μια ποιοτική μεταβολή. Ακόμη και αν ανακτηθούν εν μέρει οι ποσοτικές απώλειες ζωτικών δεικτών του κοινωνικού βίου, λ.χ. η τοξική ανεργία, η κοπιαστικά αποκτημένη νέα ισορροπία θα βρίσκεται σε εντελώς άλλη ιστορική πίστα, ο κοινωνικός σχηματισμός θα είναι διαφορετικός, είναι ήδη διαφορετικός.
Στα χρόνια της βίαιης προσαρμογής έχουν ήδη μετασχηματιστεί βαθιά η διοίκηση, το εργασιακό περιβάλλον, οι δικαιικές δομές, η κατανομή του πλούτου, οι ταξικές διαστρωματώσεις. Κινούμαστε σαν υπνοβάτες μέσα σε μια νέα πραγματικότητα, που δεν την αντιλαμβανόμαστε γιατί νομίζουμε ότι ζούμε μέσα στο όνειρο κάποιου άλλου ― αλλά αυτός ο άλλος είμαστε εμείς.
Μέσα σε αυτή την επώδυνη υπνοβασία, με όλο και συχνότερα τινάγματα-επαναφορές στην πραγματικότητα, διαπιστώνουμε ότι η μεγαλύτερη απώλεια του ακήρυκτου πολέμου είναι το φρόνημα. Υπό πολλές έννοιες: απώλεια αυτοπεποίθησης, απώλεια αυτοεικόνας, καταρρακωμένο ηθικό, σύγχυση ταυτότητας, βύθιση στην ετερονομία, καταφυγή στη φενάκη. Ευλόγως. Για πολλούς Ελληνες η προσαρμογή έχει σημάνει οιονεί έκλειψη μέλλοντος. Μπορεί όμως να αφαιρεθεί το μέλλον, να τελειώσει η ιστορία; Οχι. Σίγουρα όμως η νέα ιστορική περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας δεν θα είναι περίοδος ακμής υπό τους παραδοσιακούς όρους· θα είναι η ουρά της παρακμής ταυτόχρονα με τη σταθεροποίηση σε άλλη στάθμη· δεν λέω χαμηλότερη, άλλη. Και πορεία σε νέες συντεταγμένες. Αυτό είναι το ευνοϊκότερο σενάριο.
Οσο συντομότερα αντιληφθούμε αυτό τον ιστορικό μετασχηματισμό, τόσο συντομότερη θα είναι η επίπονη συνύπαρξη της ουράς του παρακμιακού παρελθόντος μέσα στην αναδυόμενη σταθεροποίηση. Εδώ υπεισέρχεται η μεγάλη σημασία της ανάκτησης του φρονήματος· μάλλον, η κατασκευή νέου φρονήματος, αναβαπτισμένης αυτοεικόνας και ταυτότητας. Ετσι ώστε να εμφανιστεί ξανά ισχυρή η βούληση, η απόφαση και η δράση των κοινωνικών υποκειμένων. Μόνο αν θέλει να σωθεί με τις δικές της δυνάμεις προς τη δική της κατεύθυνση, θα σωθεί η κοινωνία· μόνο αν σκεφτεί τη σωτηρία ως πρωτίστως και αποκλειστικώς δική της υπόθεση, θα αποφασίσει και θα δράσει. Πολύ αδρά, η ανάκτηση-κατασκευή φρονήματος είναι ο αναγκαίος όρος για την επιβίωση, αλλά σημαίνει επίσης και το αναγκαίο κοπιώδες πέρασμα της κοινωνίας από την παθητική ετερονομία σε μια ενεργητική αυτονομία.
Δεύτερος αυτοσχεδιασμός, η βύθιση σε ορόσημα του παρελθόντος. Παραμονή της 25ης Μαρτίου, ας προσπαθήσουμε να δούμε όχι διαζευκτικά, αλλά επάλληλα και παραπληρωματικά, δύο πηγές νοήματος για τον νεότερο ελληνισμό: το Ναυαρίνο και το Μεσολόγγι. Στο πρώτο, η υλική ισχύς των Μεγάλων Δυνάμεων της θάλασσας κατατρόπωσε τη θνήσκουσα αυτοκρατορία και επέτρεψε στην ηττώμενη Επανάσταση να συνεχίσει, έως την ίδρυση του κράτους· κράτους τυπικά ανεξάρτητου, αλλά υπό την κηδεμονία των Δυνάμεων του Ναυαρίνου.
Εντούτοις οι Ελληνες του νεοπαγούς κρατιδίου τοποθέτησαν την κοιτίδα τους αλλού: σε έναν τόπο υλικής ήττας, συμβολικής θυσίας και νικηφόρου μαρτυρίου, στο Μεσολόγγι. Στον τόπο που πέθανε ο ρομαντικός λόρδος Βύρων, τον τόπο που απαθανάτισε ο ρομαντικός κόμης Σολωμός. Ενα ρομαντικό ορόσημο εμπνέει τον ποιητή, που επινοεί τη γλώσσα της ποιήσεώς του και τη γλώσσα του έθνους-κράτους με υλικά και μέθοδο αμιγώς ρομαντικά. Πολύ περισσότερο: μπολιάζει το έθνος με ρομαντισμό, βάζει τους συγκαιρινούς και τους μεταγενέστερους να αναμετριούνται με το υψηλό, ορίζει το αληθές ως διαρκές χρέος, το κοινό και το κύριο ως παντοτινή έγνοια.
Το Ναυαρίνο είναι η πολιτική, και μια νίκη που δεν είναι δική μας. Το Μεσολόγγι είναι το συμβολικό κεφάλαιο, και μια θυσιαστική ήττα που είναι δική μας νικηφόρος, σαν βούληση και σαν απόφαση. Και τα δύο είναι ιστορία. Ποιο ιδρυτικό Ναυαρίνο μπορούμε να περιμένουμε δύο αιώνες αργότερα; Μάλλον συνέβη, και ήταν το πρόγραμμα διάσωσης, aka Μνημόνιο. Απομένει το Μεσολόγγι, υψηλό, επώδυνο, δραματικό, εξίσου ιδρυτικό.
Εικόνα: Eugène Delacroix, La Grèce sur les ruines de Missolonghi. 1826. Musée des Beaux-Arts de Bordeaux
Ειδήσεις στο αυτοκίνητο. Ουκρανία, Ρωσία, Ευρώπη, ΗΠΑ, μνήμες Ψυχρού Πολέμου μηδέποτε εξαφανισθέντος, μνήμες σχεδίων Βίσμαρκ και δογμάτων γεωπολιτικής στην Ευρασία. Το παρελθόν αναδύεται στο παρόν μεταμορφωμένο. Ειδήσεις από την Ελλάδα: η τρόικα σαν μέρα της μαρμότας, μικροκινήσεις ενόψει ευρωεκλογών, και μια κουβέντα με τεράστιο συμβολικό βάρος από νεόκοπο πολιτικό ηγέτη: «Δεν έχουμε το αμάρτημα του παρελθόντος…». Εδώ ας σταθώ.
Πιθανόν να ήθελε να πει «δεν κουβαλάμε αμαρτίες του παρελθόντος», δηλαδή, είμαστε καθαροί, άσπιλοι. Αυτό που έχει βαρύνουσα σημασία όμως είναι η κυριολεξία της σόλοικης διατύπωσης: Το αμάρτημα του παρελθόντος. Δηλαδή: Το παρελθόν ως αμάρτημα. Γλώσσα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει.
Για τον συγκεκριμένο λόγο, πολιτικό δια του απολιτικού, συμπεριληπτικό των πάντων δια της ασάφειας, είναι κομβικής σημασίας η καταδίκη του παρελθόντος και η υπόσχεση του μέλλοντος: καταδικάζεις τον ζόφο και τον πόνο, τις αποτυχίες των άλλων, και οικειοποιείσαι τη λύτρωση και το φως του άδηλου μέλλοντος. Κανείς δεν νοσταλγεί το καταδικασμένο παρελθόν, όλοι λαχταρούν το λαμπρό μέλλον. Win-win.
Αμέσως θυμήθηκα τον λόγο του τότε πρωθυπουργού Κ. Σημίτη προς τους διανοουμένους, δύο εβδομάδες προ των εκλογών του 2000. Στο σκοτεινό παρελθόν (των άλλων) αντιπαρέβαλε το λαμπρό παρόν, το δικό του παρόν: «Δεν νοσταλγώ την πτωχή και ταπεινή Ελλάδα της μεταπολεμικής ή της προπολεμικής περιόδου, την Ελλάδα της ήττας. Αντίθετα: έχω βαθιά εμπιστοσύνη στον δυναμισμό, την πνευματικότητα, τον πλούτο της σημερινής Ελλάδας…» Προσδιόριζε τα οράματα της ισχυράς Ελλάδος του χρηματιστηρίου έτσι: «απτά, συγκεκριμένα, προσιτά». Και κατέληγε: «Ως σήμερα η Ελλάδα κοίταγε τον κόσμο. Σήμερα ο κόσμος κοιτάει την Ελλάδα.»
Ολη η μεταμοντέρνα τσογλανιά των νάιντις συμπυκνώθηκε τότε έτσι, με ισοπεδωτικά δίπολα νικητών-ηττημένων, πλούτου-φτώχειας, νέου-παλιού. Τραβούσαμε την ανηφόρα της Μεγάλης Φενάκης, με πιστωτική επέκταση και λαϊκή χλιδή, στο βάθος έλαμπαν φάροι ολυμπισμού και αθλητικού κλέους, αυτοκινητόδρομοι και διακοποδάνεια. Το νέο επέλαυνε σίγουρο για το ποιοι θα κέρδιζαν και θα κυριαρχούσαν, για το ποιοι θα έχαναν και θα υποτάσσονταν. Προτού εξαντληθεί η δεκαετία της νεολατρίας, είχαμε ήδη δει ποιοι ήταν οι νικητές και οι ηττημένοι, οι κυρίαρχοι και οι υποτελείς. Ποιοι συγκροτούσαν τους στρατιές των ανέργων και των νεόπτωχων, για μια-δυο-τρεις γενεές, άχρι καιρού.
Ενδιαμέσως, ακούσαμε άλλη μια εκδοχή του νέου και της παρελθοντοκτονίας, από τον κατεξοχήν νεωτεριστή Γιώργο Α. Παπανδρέου: το μέλλον ερχόταν ολόφωτο και ευρυζωνικό, συμμετοχικό και μη κυβερνητικό, επινοημένο ως πεδίο για κατίσχυση, χωρίς κριτήρια, χωρίς πλαίσιο αναφορών, χωρίς επώδυνες συγκρίσεις. Στο δικό του μέλλον, ο νεωτεριστής συγκρίνεται μόνο με τον εαυτό του. Ο Κ. Σημίτης αντιπαρέβαλε την Ισχυρή Ελλάδα στην υπανάπτυξη και την ήττα του παρελθόντος, κήρυττε μια διαρκή λήθη. Ο ΓΑΠ επαγγελλόταν μεσσιανικά ένα διεσταλμένο μέλλον, αρνούμενος όχι μόνο να αναφερθεί στο παρελθόν αλλά και να δεσμευθεί επί του παρόντος. Εξαφανίζοντας το παρελθόν του διέπραττε πατροκτονία, και υποσχόταν ένα μέλλον όπου όλα θα ήταν δυνατά οριζόμενα εξαρχής. Ως εξής: μετονομάζοντας όλα τα υπουργεία με New Age ονομασίες.
Τι μας χωρίζει από το 2000, το 2004, το 2007, το 2009 ακόμη; Ενας σωρός ερειπίων. Η Ισχυρή Ελλάδα του χρηματιστηρίου και του e-gov είναι μια γονατισμένη χώρα με ξέπνοους πολίτες. Η παρούσα ήττα συντρίβει πρωτίστως τους κυριαρχούμενους, τους υποτελείς, όσους πίστεψαν προσώρας ότι το παρελθόν δεν τους αφορά, δεν τους συνέχει, δεν αξίζει να το αναχωνεύουν· όσους πίστεψαν ότι το μέλλον τούς προσφέρεται στο πιάτο από μεσσίες, χωρίς να το ονειρευτούν οι ίδιοι και χωρίς να το χτίσουν με τον ιδρώτα τους· όσους βούλιαξαν στην φενακισμένη ετερονομία τότε, όσους βουλιάζουν στην ενοχοποίηση και την απόγνωση τώρα. Η λήθη συμφέρει και πάλι τους κυρίαρχους: μέσα της θα ξεπλυθούν ανομήματα και αμαρτίες, ίχνη εγκλημάτων, τεκμήρια, υποσχέσεις παραδείσων, για να αναδυθούν ξανά κυρίαρχοι.
Την ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Ναι. Ομως η μνήμη καλλιεργείται από τους ηττημένους· είναι παρηγοριά και όπλο. Κι εδώ όμως μέτρο: μνήμη ναι, οπωσδήποτε, αλλά όχι παρελθοντική καθήλωση και υπεραναπλήρωση· μνήμη αναστοχαστική και δημιουργός, και ταυτοχρόνως μια πολιτικά λυσιτελής χρήση της λήθης που θα ρυθμίζει τις εκδικητικές τάσεις και της καταστροφικές πολώσεις. Σε τέτοιο κρίσιμο σταυροδρόμι στεκόμαστε σήμερα.
Καθημερινά περισσότεροι Ελληνες, όχι όλοι, ρωτούν εαυτούς και αλλήλους εάν υπάρχει εναλλακτική οδός. Είναι πεισμένοι ότι ο δρόμος που ακολουθούμε εκτός από οδυνηρός είναι και αδιέξοδος. Δεν χρειάζεται καν να μελετήσουν στοιχεία, μοντέλα, αναλύσεις· αρκεί μια ματιά στο νοικοκυριό ή στο άμεσο περιβάλλον, μια ματιά στα άνεργα παλικάρια, στους μαραμένους μεσήλικες, τέκνα, ανίψια, φίλους, τους δικούς τους ανθρώπους.
Οι καλόπιστοι και ευαίσθητοι Ελληνες λοιπόν αναρωτιούνται αν υπάρχει άλλη οδός, με διέξοδο, ας περιέχει και πόνο. Η αναρώτηση δεν είναι τυπικά πολιτική, αλλά είναι βαθύτατα πολιτική, υπό την έννοια ότι δεν αναζητούν τη Μία Λύση και τον Μεσσία σε έναν κομματικό σχηματισμό και ένα πρόσωπο, αλλά σε ένα σχέδιο, ένα όραμα, μια στρατηγική, που θα περιέχει σκληρές αλήθειες, κόπο, ρίσκο, αλλά και που οπωσδήποτε θα εγγυάται ισότητα, δικαιοσύνη, διαφάνεια, αξιοκρατία, αποτελεσματικότητα, δημοκρατία. Το ερώτημα λοιπόν βρίσκεται στα χείλη πολλών, όλο και περισσότερων, ανεξαρτήτως τυπικών κομματικών προτιμήσεων του παρελθόντος. Διότι τίποτε σημερινό δεν μοιάζει με το παρελθόν, τουλάχιστον με το βιωμένο παρελθόν των περασμένων σαράντα-πενήντα χρόνων· είναι τόση η ένταση και τέτοια η φύση των ιστορικών αλλαγών, ώστε αδρές αναλογίες με τα σημερινά μπορείς να βρεις μόνο με αναδρομές στον μακρύ ιστορικό χρόνο: στον εμφύλιο και στον επαχθή δανεισμό μετά το ξέσπασμα του Αγώνα του ’21, στη χρεοκοπία του 1893, στην καταστροφή του ’22, στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου. Εντούτοις, η μελέτη της ιστορίας δεν περιέχει συνταγές· ούτε καν παρηγοριά.
Υπάρχει άλλη οδός; Η αναρώτηση περί της άλλης οδού παίρνει χαρακτηριστικά υπαρξιακής αγωνίας. Για μέγα μέρος του πληθυσμού τίθεται με όρους ζωής ή θανάτου – και δεν εννοώ μόνο όρους υλικούς, που ασφαλώς είναι αλλά και πνευματικούς: Υπό ποίους όρους θα συνεχίσουμε να ζούμε, εφόσον επιβιώσουμε από την καταιγίδα; Σε ποια κοινωνία, ποιο κράτος; Σε χώρα ή χώρο; Με ποια ταυτότητα, ποια συνείδηση εαυτού και συνόλου;
Το σοκ έχει σπάσει βίαια τη ροή του χρόνου για όλους· σε πολλούς έχει αφαιρεθεί ο χρόνος, επιζούν σε κενό. Εξ ου και μεγάλο μέρος του πληθυσμού τείνει να εναποθέσει τη μοίρα του σε έναν Μεσσία, σε έναν σωτήρα που θα θυσιαστεί υπέρ αυτών, ή σε έναν Μωυσή που θα αρπάξει τους γιους του Ισραήλ και θα τους οδηγήσει μακριά από την κοιλάδα των δακρύων. Η αναμονή του Μεσσία ή του Μωυσή είναι κατά κάποιον τρόπο παρηγορητική, ναρκωτική, μουδιάζει τον νου και την ψυχή, να μην πονούν, να μην αισθάνονται το δάγκωμα του φόβου, τις τρυπανιές της αμφιβολίας και της διερώτησης. Τα πνεύματα οργωμένα από τη χειραγώγηση, εθισμένα στην ανάθεση, ποτισμένα από την ετερονομία, έτοιμα από καιρό, τρέπονται αβίαστα προς την εθελοδουλία και τον ανδραποδισμό. Και είναι τόσο βαθιά ποτισμένη η ύπαρξη από την ετερονομία που ακόμη και συντριβόμενοι, μπορεί να βιώνουν την καταστροφή τους ως θέαμα, ως την αναπόφευκτη πτώση, ως δίκαιη τιμωρία για το προπατορικό αμάρτημα. Και να πιστεύουν ότι ο πραγματικός Μεσσίας θα έρθει αργότερα.
Μια άλλη μερίδα, όχι κατ’ ανάγκην ολιγομελέστερη, δεν αναρωτιέται καν αν υπάρχει άλλη οδός, αν η σωτηρία θα έρθει έξωθεν ή έσωθεν ή άνωθεν. Σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, πιστεύουν ότι μόνο αυτή η οδός υπάρχει και καμία άλλη, τουλάχιστον έτσι λένε για να απεμπλακούν από σχετικές συζητήσεις. Κατά βάθος αισθάνονται ότι τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν δεν τους αφορούν ― ίσως διότι δεν τους αγγίζουν. Δεν βλέπουν τον πόνο των άλλων, δεν αντιλαμβάνονται την κατάρρευση του δημόσιου χώρου, ορισμένως δεν αισθάνονται μέλη μιας δοκιμαζόμενης συλλογικότητας. Πιστοί στο δόγμα «ο καθείς για τον εαυτό του» και στο «there is not such thing as society», πορεύονται την ευθεία οδό της ατομικής σωτηρίας παντί τρόπω, επανερχόμενοι στην πρωταρχική φύση του πολέμου όλων εναντίον όλων.
Ανάμεσα στις αδρομερώς σκιαγραφηθείσες ομάδες, υπάρχουν ασφαλώς και πολλές άλλες· συμπολίτες μας που παλινδρομούν ή δοκιμάζουν περισσότερες της μιας απαντήσεις. Τα ερωτήματα άλλωστε ποικίλλουν σε ένταση και εξειδίκευση, η κρίση πλήττει διαφορετικά την κάθε ζωή, τον κάθε άνθρωπο. Θα διακινδύνευα όμως ακόμη μία παρατήρηση, πάνω σε αυτό την ήδη ριψοκίνδυνη ανθρωπολογική σκιαγραφία: Οι περισσότεροι, κι αν όχι οι περισσότεροι σίγουρα οι πιο ενεργοί, αυτοί που με το βάρος τους θα επηρεάσουν την ιστορική ζυγαριά, είναι όσοι αναρωτιούνται και ήδη αναζητούν διεξόδους, εναλλακτικές οδούς, χαραμάδες φωτός.
Επαναλαμβάνω: όσοι αναζητούν δεν αθροίζονται σε ένα ομοιογενές ή ομοιόχρωμο σύνολο, δεν ανήκουν σε ίδιες κοινωνικές ομάδες, δεν ταυτίζονται πολιτικά με τυπικούς όρους, δεν συμμερίζονται καν ίδιες κοσμοθεωρήσεις ή άλλες πεποιθήσεις. Εχουν κοινή όμως την αγωνία: Τι μπορούμε να κάνουμε, εδώ και τώρα και εφεξής, για να ανακόψουμε τη διαρκή πτώση και να σταθούμε στα πόδια μας; Τι μπορούμε να κάνουμε για μας, τα παιδιά μας, την κοινωνία και την πατρίδα μας; Αυτό το απλό, το πυρηνικό, το κατεπείγον ερώτημα είναι η κοινή αγωνία, και σπαθίζει ήδη το σκοτάδι μπροστά μας.
ζωγραική: Δημήτρης Τζαμουράνης, Νύχτα.
Η δήλωση του επιτρόπου Ολι Ρεν περί Ελλάδος υπό επιτήρηση έως τον μακρύ καιρό υπενθύμισε με πικρό τρόπο το Καστελόριζο του Γιώργου Παπανδρέου. Ο τότε πρωθυπουργός για να αναγγείλει την είσοδο της χώρας στο Μνημόνιο είχε επιλέξει το ακριτικό νησί, τη φυσική και συμβολική εσχατιά της επικράτειας. Για να αναγγείλει την έναρξη μιας ιστορικής περιόδου πόνων και δακρύων, αλλά και τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Η χονδροειδής σκηνοθεσία του Καστελόριζου μάλλον δεν ήταν προϊόν αφέλειας· κι αν ήταν, έδειχνε παρ’ όλ’ αυτά ανάγλυφο το μέλλον, για όσους μπορούσαν να το διακρίνουν: η χώρα εφεξής θα λειτουργούσε σαν γραφική καρτ-ποστάλ, σαν ένα πανέμορφο νησί, ξεμοναχιασμένο, διεκδικούμενο, μια γκρίζα ζώνη, με ανυπεράσπιστους κατοίκους και μια κεντρική διοίκηση πολύ μα πολύ μακρινή. Ο Γ. Παπανδρέου, πάντα ρηξικέλευθος και απρόβλεπτος, εσήμανε εξωλεκτικά για την ιστορική μετάβαση όσα δεν μπορούσε να χωρέσει κανένας λόγος: εθνική κυριαρχία και λαϊκή κυριαρχία ετίθεντο υπό περιστολή και επιτήρηση για όσο χρόνο θα κρατούσε η περιπέτεια του χρέους, άγνωστο πόσο.
Ο Ολι Ρεν είπε το προφανές, το αμοιβαία συμφωνημένο, και ψηφισμένο από τη Βουλή των Ελλήνων. Είπε αυτό που είχε αναγγείλει ο τότε πρωθυπουργός, το 2010, και όσα εγνώριζαν οι μετέπειτα πρωθυπουργοί, εκλεγμένοι ή μη. Άλλωστε, η συρρίκνωση του έθνους-κράτους κατά την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας ήταν γνωστή, καίτοι μη πλήρως κατανοητή, από την εποχή της Συμφωνίας του Μάαστριχτ και της ένταξης στην ΟΝΕ. Η πρόσφατη απόφαση για επιτήρηση των χωρών υπό μνημόνιο ελήφθη και με την ελληνική ψήφο· και ακολούθως από την επιτηρούμενη χώρα αφαιρέθηκε το δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Προφανές λοιπόν. Μια διαφορά: το 2010 το σοκ του καινούργιου ήταν τόσο σφοδρό, που ο καθείς προσπαθούσε καταρχάς να φανταστεί τη ζωή του, πώς θα επιζήσει στους δύσκολους καιρούς που θα έρχονταν. Κατάπληξη, οργή, στρατηγικές επιβίωσης, και κάποιες σπίθες ελπίδας ζωντανές ακόμη για διάσωση· η μεγάλη εικόνα, η ιστορική τροπή, δεν είχε γίνει αντιληπτή. Στα τέλη του 2013, μετά αλλεπάλληλες θυσίες και κύματα οριζόντιου κανιβαλισμού, η κρίσιμη μάζα των μεσοστρωμάτων αντιλαμβάνεται τη διάρκεια και το βάθος της ιστορικής μεταβολής. Και αντιλαμβάνεται την ιστορική μεταβολή σαν καταστροφή εν διαρκή προόδω. Σε αυτό τον αντιληπτικό ορίζοντα, η ατομική και κοινωνική υποβάθμιση αρχίζουν να συνδέονται με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και την περιορισμένη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Ότι αυτά τα φαινόμενα, σε άλλοτε άλλη έκταση, συμβαίνουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπό επιτήρηση ή και χωρίς επιτήρηση, ουδόλως παρηγορεί τον ελληνικό λαό, κατά τον έκτο χρόνο ύφεσης.
Ένας έμπειρος φίλος πρόσφατα βρήκε μια αναλογία της παρούσας εθνικής κατάστασης με την καταστροφή του 1922: τότε επλήγη ο εκτός κρατιδίου μείζων ελληνισμός, τώρα απειλούνται με σαρωτική αλλαγή οι όροι ύπαρξης του ελληνισμού εντός της επικράτειας. Η συνέχιση της παράτολμης αναλογίας ίσως είναι παρηγορητική: οι πληγές του ’22 επουλώθηκαν και οι πρόσφυγες μπόλιασαν ευτυχισμένα τον ισχνό κορμό. Η καταστροφή έδωσε και δημιουργικούς καρπούς, όχι μόνο συντρίμμια. Η γνώση αυτή όμως ήρθε εκ των υστέρων, πολύ αργότερα. Προς το παρόν, η αναλογία μάς βρίσκει στη φάση της εθνικής ταπείνωσης και της κοινωνικής αγωνίας, στη φάση της θραυσμένης ταυτότητας, των συλλογικών διαψεύσεων, της ηττοπάθειας, της σύγχυσης, της μοιρολατρίας, της ετερονομίας. Για διάφορους λόγους, υπερτοπικούς και εγχώριους, οι άνθρωποι χάνουν την πίστη στον εαυτό τους, χάνουν την ικανότητα να αγωνιστούν για να ανατρέψουν τη δυσμενή συνθήκη, και περιμένουν τη σωτηρία από έναν εξωτερικό παράγοντα, έναν Μεσσία. Ηγέτη, προφήτη, σωτήρα, ποιμένα και πατέρα, όλα. Υπό αυτή την έννοια, πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι είδαν στην εξωγενή τρόικα έναν παράγοντα υπέρβασης της εγχώριας παθογένειας, μια δύναμη που θα ξεπερνούσε τους εγχώριους φαύλους ηγέτες και θα έβαζε τη χώρα σε τροχιά νοικοκυρέματος και εξορθολογισμού. Με παρόμοια διάθεση, άλλοι προσέβλεψαν σε μια διακυβέρνηση τεχνοκρατών-σωτήρων, απαλλαγμένων από την μολυσματική πολιτική, αλλά και από την πολιτική νομιμοποίηση.
Όλες αυτές οι προσδοκίες, θεμιτές, αφελείς, ιδιοτελείς, είναι απότοκες της απόγνωσης· γεννιούνται από την αγωνία ενώπιον του άδηλου μέλλοντος, από την σπασμένη ταυτότητα, από την κατάρρευση του πολιτικού, από τη βίαιη απομείωση των δημόσιων αγαθών, τη βίωση του δημόσιου χώρου ως χώρου ανοίκειου και εχθρικού. Η απογοήτευση από την εγκατάλειψη των εταίρων, που μετετράπησαν τώρα σε άκαρδους δανειστές, τείνει να λάβει χαρακτηριστικά ιδεαναγκασμού, μανίας καταδίωξης, ακριβώς διότι δεν πιστεύουμε στις δικές μας δυνάμεις, διότι έχει σβήσει μέσα μας η εικόνα ενός εαυτού αυτεξούσιου και αγωνιστή, αυτόνομου και αυτάρκους, που θα σταθεί όρθιος παρ’ όλες τις αντιξοότητες, όρθιος μαζί με τους άλλους. Μα τέτοιοι είναι οι απαιτητοί χαρακτήρες του ελεύθεροι πολίτη και παραγωγού στη δημοκρατία.
Η ανάκαμψη της Ελλάδας μπορεί να έρθει μόνο με την ψυχική ανάκαμψη των Ελλήνων. Με αναπτέρωση του φρονήματος, ατομικού και συλλογικού. Η διαπίστωση ότι περιεστάλη η εθνική κυριαρχία, ότι απειλείται να μείνει χωρίς περιεχόμενο η λαϊκή κυριαρχία, ότι μεσοπρόθεσμα η χώρα κινδυνεύει να κατοικείται από γέροντες και παρίες, είναι καταλύτες αποφασιστικής σημασίας, είναι αφετηρίες αυτογνωσίας και αυτενέργειας. Σε δέκα χρόνια η χώρα μπορεί να πετάει, μου είπε φίλος οικονομολόγος· το θέμα τι θα κάνουμε εμείς αυτά τα δέκα χρόνια.
Οι επερχόμενες ευρωεκλογές του Μαϊου, σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, θα σηματοδοτηθούν από μια έντονη τάση ευρωσκεπτικισμού, τέτοια που δεν έχει καταγραφεί ποτέ στο παρελθόν. Ηδη τα μεγάλα ακροδεξιά κόμματα, που εκφράζουν τους ευρωσκεπτικιστές, προχωρούν σε άτυπη δικτύωση, προκειμένου να συγκροτήσουν ενιαία ομάδα στο επόμενο ευρωκοινοβούλιο. Φυσική ηγέτις σε αυτή την κίνηση είναι η Μαρίν Λεπέν, επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία, το οποίο κινείται σταθερά ανοδικά αναστατώνοντας την φιλοευρωπαϊκή γκωλική δεξιά. Η επιρροή των ευρωσκεπτικιστών είναι ανοδική, εκτός της Γαλλίας, σε χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ιταλία, αλλά και η Γερμανία, δηλαδή σε χώρες που συγκροτούν τον πυρήνα και τον βασικό κορμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης.
Τα περισσότερα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα είναι υπερσυντηρητικά, ακροδεξιά, συχνά εκφράζονται αντισημιτικά ή ρατσιστικά, είναι εχθρικά προς τους μετανάστες, συχνά επίσης είναι εχθρικά προς τους Νοτιοευρωπαίους. Εξ αριστερών ο ευρωσκεπτικισμός εκφράζεται πάγια ως υποστήριξη της Ευρώπης των λαών και όχι των οικονομικών και γραφειοκρατικών ελίτ, δηλαδή η στάση της αριστεράς λίγο-πολύ είναι φεντεραλιστική, υπέρ μιας συνομοσπονδίας με κυρίαρχα κράτη-μέλη.
Τα αίτια του ευρωσκεπτικισμού είναι πολλά, προϋπήρχαν της διεθνούς οικονομικής κρίσης, και δεν είναι παντού ίδια. Στον υπερχρεωμένο Νότο, λ.χ. στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, η αγριότητα της επιβαλλόμενης λιτότητας από τους εταίρους δανειστές, οδηγεί τους πολίτες να επανεξετάσουν τις πεποιθήσεις τους και την αφοσίωσή τους στον ευρωπαϊκό φεντεραλισμό: την δύσκολη στιγμή, θεωρούν ότι η ευρωπαϊκή οικογένεια φέρθηκε σκληρά και τιμωρητικά. Στον Βορρά, ο ευρωσκεπτικισμός τροφοδοτείται από την ξενοφοβία, τον φόβο επιμόλυνσης από την κρίση του Νότου, αλλά και από εθνοτικά στερεότυπα. Εν συνόλω, η Ευρωπαϊκή Ενωση ως ιδεώδης οικονομική και πολιτική ένωση τελεί υπό αμφισβήτηση, στο μέτρο που δεν ικανοποιεί πλέον τις ανάγκες των Ευρωπαίων πολιτών και δεν διασκεδάζει τους φόβους τους ενώπιον της επελαύνουσας παγκοσμιοποίησης και της απειλής φτώχειας και περιθωριοποίησης.
Μια βαθύτερη και διαρκής αιτία για την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού, με την παράλληλη διαρκή άνοδο της ακροδεξιάς, είναι η απογοήτευση των Ευρωπαίων πολιτών από τις πολιτικές τους ηγεσίες, οι οποίες βαθμιαία παρεχώρησαν μέγα μέρος της εθνικής κυριαρχίας χωρίς τα οφέλη από μια ουσιαστική ενοποίηση. Την δύσκολη στιγμή της κρίσης, ο καθείς βρέθηκε μόνος του. Σοβαρή αιτία ευρωσκεπτικισμού είναι επίσης η δικαιολογημένη αδυναμία των πολιτών να κατανοήσουν και να αποδεχθούν την απρόσωπη εξουσία των γραφειοκρατών των Βρυξελών με τα τόσα στρώματα διαμεσολαβήσεων· δικαίως τους θεωρούν μια υπερεθνική ελίτ ευρωκρατών χρυσοκάνθαρων, αποκομμένη από τα προβλήματα των κρατών-μελών.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και τη διαρκή υποχώρηση της αίσθησης συμμετοχής των πολιτών στην εθνική και υπερεθνική μοίρα· η μοίρα διαμορφώνεται από εξωκοινοβουλευτικά ή και εξωπολιτικά κέντρα αποφάσεων. Οι πολίτες βυθίζονται στην ετερονομία. Η τέτοια εγκατάλειψη του πολιτικού συνέβη με ευθύνη τόσο των σοσιαλδημοκρατών όσο και των συντηρητικών, και επιτάθηκε από την ιστορική ήττα της αριστεράς μετά το 1989. Στο πολιτικό κενό εισπήδησε η λαϊκιστική ακροδεξιά, προσφέροντας ρητορική, παραμυθία και εχθροπάθεια ως ενοποιητική ύλη· αυτή ακριβώς η ακροδεξιά που σήμερα τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τον ευρωσκεπτικισμό. Δυστυχώς όχι χωρίς επιχειρήματα.
Η κατάσταση της χώρας μπορεί να γίνει ορατή σήμερα όχι μόνο από τα κλειστά μαγαζιά και τη έλλειψη ρευστότητας, αλλά κυρίως από την βαθμιαία κατάρρευση του δημόσιου χώρου. Αρκεί να σταθείς απ΄το πρωί σε μια ουρά, στην εφορία, στη ΔΕΗ, στον ΕΟΠΠΥ, για διακανονισμό οφειλής ή για ένα παραπεμπτικό. Να δεις τους εκατοντάδες εξουθενωμένους ανθρώπους, να στέκονται σε διαδρόμους, κλιμακοστάσια και πεζοδρόμια επί ώρες, να αερίζονται με έναν φάκελο, με τα χαρτιά της υπόθεσής τους, να διαπληκτίζονται μεταξύ τους και με τους λιγοστούς υπαλλήλους, να αυτολοιδορούνται, να μεψιμοιρούν, να σιχτιρίζουν, συχνότερα να σιωπούν, να βυθίζονται σε μια βουβή κατάθλιψη.
Η προϊούσα, συχνά ραγδαία, φθορά του δημόσιου χώρου εικονίζει την υλική πτώχευση, ότι οι δημόσιοι και κοινωφελείς οργανισμοί λειτουργούν οριακά, με λιγότερο προσωπικό, για πολλαπλάσιες υποθέσεις πτωχευμένων ή αναγκεμένων πολιτών· ότι τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια είναι πολύ πιο αραιά φέτος, με πιο αργά πλοία, με στιριμωξίδι από τον Ιούνιο· ότι τα σκουπίδια σωρεύονται συχνότερα, οι δρόμοι γεμίζουν λακούβες. Παρατηρώντας τις αντιδράσεις του κόσμου, αντιλαμβάνεσαι και την ψυχική φθορά: οι άνθρωποι αισθάνονται εγκαταλειμμένοι, ότι τίποτε δεν λειτουργεί εύρυθμα, όλα έχουν ρετάρει και κινούνται στο όριο, ότι κανείς δεν νοιάζεται, ότι όλα πάνε πίσω, χαμηλά.
Η διάχυτη αίσθηση ανημπόριας και απόγνωσης μπροστά στην πρωινή ουρά που ξεχειλίζει ώς το ισόγειο και το πεζοδρόμιο, εκτείνεται διαφοριζόμενη: εκδηλώνεται με μεμψιμοιρία, με ηττοπάθεια, με ενδοβεβλημένη την ήττα ακόμη και χωρίς αγώνα, με εκπομπή μίσους προς πάσαν κατεύθυνση, με διαρκή επιθετικότητα, με μια κρούστα κατάθλιψης να καλύπτει τα πρόσωπα. Κυρίως με ολοσχερή επικράτηση της αίσθησης ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε τη μοίρα μας, σαν ένα αόρατο χέρι να μας αρπάζει και να μας πετάει στα βράχια· οι άνθρωποι βουλιάζουν στην ετερονομία, περιμένοντας έναν ηγεμόνα, έναν σωτήρα, έναν μεσσία, να τους βγάλει από το κακό όνειρο.
Πρόκειται για αργή, πλην διαρκή, καταστροφή ανθρώπινου κεφαλαίου. Πρόκειται για το χειρότερο ίσως αποτέλεσμα της μακράς κρίσης, εικόνα βαθιάς ηθικής και πολιτικής παρακμής, σύμπτωμα νόσου της συλλογικής ψυχής και της συλλογικής βούλησης. Πώς θα επιτευχθεί ανάσχεση και εν συνεχεία ανάδυση; Παρότι δεν είναι απλώς πρακτικό πρόβλημα, μερικές πρακτικές κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας θα μπορούσαν να σημάνουν την έναρξη κάποιας τάσης αντιστροφής. Η άμεση ενίσχυση, π.χ., των οργανισμών που δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις θα ελάφραινε το κλίμα. Οι εφορίες, το ΙΚΑ, η ΔΕΗ αδειάζουν από έμπειρους υπαλλήλους. Προσωπικό λείπει κυρίως, αυτοί που έφυγαν με πρόωρη συνταξιοδότηση για να προλάβουν το εφ’ άπαξ όσο ακόμη υπάρχει. Τι βλέπουμε όμως; Η περίφημη κινητικότητα, αφού επωάσθηκε επί μακρόν, δεν εφαρμόζεται με ενίσχυση των τομέων που καταρρέουν, αλλά μεταφέροντας 4.000 δημοτικούς αστυνομικούς στην ΕΛΑΣ. Προχειρότητα και πανικόβλητες κινήσεις υπό την πίεση της τρόικας, ή σκοπούμενη ενίσχυση των δυνάμεων ασφαλείας ερήμην των κοινωνικών αναγκών; Σε κάθε περίπτωση, οι πολίτες θα συνεχίσουν να εξαθλιώνονται στις ουρές για να ρυθμίσουν οφειλές, χαράτσια, συνταγές.
Γιατί όμως δεν κάνει κάτι η κυβέρνηση, τουλάχιστον απ’ όσα μπορούν να γίνουν χωρίς οικονομικό κόστος; Η αυθόρμητη απάντηση: Δεν μπορούν και δεν θέλουν. Η αυθόρμητη απάντηση, που θα έδινε και το πλήθος στις ουρές, είναι η πλησιέστερη στην αλήθεια. Για πολλούς λόγους, οι πολιτικές ελίτ που κυβερνούν τον τόπο, με άνετες πλειοψηφίες συνήθως, έχουν φθαρεί ανεπίστρεπτα, περισσότερο κι από τους άνεργους και τους κατεστραμμένους της κρίσης. Οι ολίγες, ούτως ή άλλως, ικανότητές τους φαίνονται εντελώς ανεπαρκείς τώρα ενώπιον των ιστορικών προκλήσεων. Πέραν αυτού, νοητικά και ψυχικά είναι προσανατολισμένοι σταθερά στην αυτοαναπαραγωγή τους και στην αναπαραγωγή ενός κράτους χαμηλών προσδοκιών, υπό απόλυτο έλεγχο, εργαλείο για τις δικές τους επιδιώξεις. Δεν ξέρουν και δεν επιθυμούν κάτι άλλο.
Επιπλέον, και τούτο το χαρακτηριστικό διατρέχει εγκάρσια το πολιτικό σύστημα, δεν είναι σε θέση να επιχειρήσουν συγκλίσεις και συνθέσεις, πόσο μάλλον υπερβάσεις. Δεν είναι σε θέση να αποκριθούν στις κατεπείγουσες κλήσεις της ιστορίας. Η ενεργητικότητα και οι δυνάμεις τους όλες αναλώνονται στη διαπάλη για τη νομή της εξουσίας· μακριά από την εξουσία, η συντριπτική πλειονότητα δεν μπορεί καν να αναπνεύσει.
Στην παρούσα οριακή φάση εντούτοις το πολιτικό παίγνιο αποκτά για πρώτη φορά μετά πολλές δεκαετίες εξόχως συγκρουσιακό χαρακτήρα. Η αμβλεία πόλωση του μεταπολιτευτικού δικομματισμού συνέβαινε τελετουργικά ανά τριετία-τετραετία, με έπαθλο έναν αχανή ρευστό κεντρώο χώρο. Η δικτατορία είχε συμβάλει άλλωστε στην προσέγγιση όχι μόνο των αριστερών με τους δεξιούς αντιστασιακούς, αλλά και τη συνομιλία αστών και λαϊκών στρωμάτων πάνω στο κοινό εθνικό-δημοκρατικό πεδίο. Το σοκ της πτώχευσης και της ύφεσης εξαφάνισε την πολυτέλεια της μετριοπάθειας, της αρμονικής συνύπαρξης των τάξεων, της, έστω συμβατικής, συναίρεσης των αντιθέτων. Η πόλωση τώρα λαμβάνει άλλα χαρακτηριστικά, σχεδόν ψυχροπολεμικά. Η προφανής αιτία της μεταπτωχευτικής πόλωσης είναι η επιδίωξη ηγεμονίας· μάλλον, η διάθεση απόλυτης κυριαρχίας, με εξουθενωμένο τον αντίπαλο ― τον εχθρό, κατά Καρλ Σμιτ, έτσι όπως τίθεται από την ακροδεξιά ρητά και συνειδητά.
Κατά τούτο, η προϊούσα πόλωση υπερπηδά το παλαιό δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, φορτίζεται με ιδεολογική σφοδρότητα και επιθέσεις σε συμβολικές μορφές όπως του Ανδρέα Παπανδρέου, επικαλείται τον εθνικό κίνδυνο και τον δυτικό προσανατολισμό, αλλά φαίνεται να αγνοεί ένα νέο χαρακτηριστικό που έφερε στην επιφάνεια η κρίση: τη βαθιά ταξικότητα. Οι διαιρέσεις πλέον δεν συμβαίνουν σε επίπεδο ιδεολογίας, οικογενειακής ή τοπικής παράδοσης, πελατειακότητας, αλλά πάνε βαθιά, στον πυρήνα των υλικών προϋποθέσων της βιοτής, και της απορρέουσας αυτοσυνείδησης. Οσοι επιδιώκουν άρα τον διχασμό με όρους ιδεολογικούς ή διαχείρισης φόβου, θα πρέπει αργά ή γρήγορα να απαντήσουν καίρια στις υλικές ανάγκες των θυμάτων της κρίσης. Και είναι πολλά τα θύματα, μπορούν να γείρουν τη ζυγαριά.
Φωτ.: Αγέλαστος πέτρα, still από την ταινία. Φίλιππος Κουτσαφτής, 87 min, 2000.
Βαδίζουμε πάντα σε διαρκές μεταίχμιο. Ελπίζοντας ότι η πτώση θα ανακοπεί επιτέλους, ότι ο τζίρος του τουρισμού θα είναι ανεβασμένος και θα βελτιώσει το κλίμα και τη ρευστότητα, ότι οι ξένοι επενδυτές θα πεισθούν για το καλό σενάριο της Ελλάδας και θα το αγοράσουν. Την ίδια στιγμή, οι αποκαλύψεις του ΔΝΤ για τις εσκεμμένα μοιραίες απόφασεις κατά τη συγκρότηση του προγράμματος διάσωσης κλονίζουν την, έστω βεβιασμένη, αισιοδοξία· ξαναβάζουν στη συζήτηση την υποτιμημένη παράμετρο της πολιτικής βούλησης και του συσχετισμού δυνάμεων. Και επιπλέον σύννεφα: νέοι φόροι ακινήτων, χρηματοδοτικό κενό το 2015-16, ενδεχόμενο νέο δάνειο και νέες περικοπές, συνέχιση του φαύλου κύκλου δανεισμού και ύφεσης. Κι εν τω μεταξύ: ποιες θα είναι οι επιπτώσεις από την αυξανόμενη αστάθεια της μεγάλης γείτονος Τουρκίας, σε μια Μεσόγειο ήδη φλεγόμενη;
Μπορούμε να βρούμε πολλές πηγές ανησυχίας. Η ουσία όμως είναι πώς αντιδρούμε· μάλλον, πώς δρούμε, πώς απαγκιστρωνόμαστε από την αδράνεια και το παραλυτικό σοκ, και πώς προχωράμε επιτέλους μπροστά, με λάθη και πειράματα, με αποτυχίες, αλλά μπροστά, διαμορφώνοντας τους όρους επιβίωσης κατά το δυνατόν, και όχι υποτασσόμενοι σε εξωγενή συμβάντα. Αυτό σημαίνει πράξη, πράξεις, από μια κοινωνία που σκέφτεται, που στοχάζεται τον εαυτό της και το περιβάλλον.
Αυτό σημαίνει πολιτική. Πολιτική πέραν του άγονου ή και καταστροφικού διπόλου «εναντίωση-υποταγή». Διότι έως τώρα, και όλη την παρελθούσα τριετία, ευεξήγητα, πολωθήκαμε ανάμεσα στον λόγο της πλήρους εναντίωσης και τον λόγο της πλήρους υποταγής· είτε καταγγελία πάντων και πασών, είτε αποδοχή τους. Και οι δύο στάσεις με τον τρόπο τους δεν παράγουν τίποτε· μόνο υλικά ερείπια και αυτοτροφοδοτούμενο μίσος, ψυχοπνευματική διαίρεση. Ωστε, τώρα, περισσότερο παρά ποτέ τα τελευταία εξήντα χρόνια, χρειαζόμαστε λόγο συναίρεσης και σύνθεσης, πράξεις υπέρβασης και δημιουργίας. Η αλληλοκαταγγελία μάς βουλιάζει βαθύτερα στην ετερονομία και τον φαταλισμό.
Μακριά από την Αθήνα, η κρίση, η ζωή, φαίνονται αλλιώς. Οι Ελληνες ανησυχούν, αγωνιούν, όπου κι αν βρίσκονται, στα χωριά και στα όρη, στην Αμερική ή στην Ωκεανία. Αλλά στην υπερτροφική πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η αγωνία παίρνει άλλες διαστάσεις, γιατί η κρίση εδώ, περισσότερο από παντού, χτυπάει σκληρότερα τους ανθρώπους.
Ρωτούν λοιπόν τον Αθηναίο, και μάλιστα τον «ευρισκόμενο στα πράγματα»: Πώς πάμε; Κοντεύει να τελειώσει; Πού θα φτάσει; Τι μπορούμε να κάνουμε; Οσο εύγλωττος μπορεί να είναι ο ερωτώμενος όταν αναλύει και παρλάρει στο οικείο του περιβάλλον, άλλο τόσο κούφιος ή ατελέσφορος μπορεί να ακουστεί ο λόγος του ενώπιον τέτοιων ερωτημάτων, θεμελιωδών, που ζητούν ουσιώδεις απαντήσεις. Δεν ξέρω, λες, ταπεινά και σιγαλά.
Η συζήτηση όμως δεν τελειώνει. Καθώς συνεχίζεται, όλοι μαθαίνουν απ΄ τον άλλο: και ο ερημίτης των ορέων, και πολύ περισσότερο ο πολύφερνος Αθηναίος. Καθώς συναντιούνται οι σκέψεις, βαθαίνει η κατανόηση των συμβαινόντων, ο πεσιμισμός μετριάζεται, αναδεικνύονται οι δυνατότητες, και μαζί εντοπίζονται οι απειλές, φανερές και κρυμμένες. Ιδού η επίγευση των πολύωρων συζητήσεων σε τόπους άκρας ησυχίας, μεταξύ έναστρου ουρανού, χιονοσκεπών βουνών και απέραντης θάλασσας.
Μας απειλούν η ηττοπάθεια, η παραίτηση, η ακηδία, ο διχασμός ― τα αναφέρω χωρίς αξιολογική σειρά. Ολα εμφιλοχωρούν στο κοινωνικό σώμα και το υποσκάπτουν· όσο φουντώνουν, θα εκτοπίζουν κάθε υγιή αντίδραση, και στο τέλος θα προκαλέσουν μια κατάρρευση προς τα έσω, μια ούτως ειπείν ενδόρρηξη. Η διαρκής αυτή απειλή εκτείνεται ανάμεσα σε δυο στερεοτυπικές κουβέντες: «Αυτοί είμαστε, δεν αλλάζουμε» και «Φταίει ο άλλος». Στο ένα άκρο βρίσκεται η παραίτηση από τον συλλογικό νου, η φυγή από την πολιτική κοινωνία, η απόδραση από τον έλλογο βίο εντέλει. Η ζωή εναπόκειται σε εξωλογικές δυνάμεις, υπέρτερες του ατόμου και της συλλογικής βούλησης· δεν μπορείς να κάνεις τίποτε, δένεις τα χέρια κι αφήνεσαι στη μοίρα.
Στο άλλο άκρο βρίσκεται η ακραία ετερονομία, η βίαιη μετάθεση της ατομικής ευθύνης, το μίσος. Ο άλλος διαμορφώνει τη μοίρα μου, η βούλησή μου δεν αρκεί για να ορίσω τον βίο μου, το κακό είναι πάντα έξω από μένα, υπάρχω οριζόμενος ως προς έναν εχθρό. Εδώ φωλιάζει ο διχασμός. Ο οποίος παρότι φαντάζει εξωστρεφής, σαν ενέργεια στρεφόμενη κατά του εχθρού-άλλου, στο βάθος του είναι μια ακραία εσωστρέφεια, μια πτύχωση προς τα έσω, με την οποία απαρνείσαι το έξω, το περιβάλλον, τον άλλο. Απαρνείσαι την κίνηση προς τα έξω, την επαφή ή την τομή με άλλους· επιλέγεις μόνο την καταστροφή του άλλου. Κι είναι τόση η τύφλωση της εσωπτύχωσης, που προχωρείς στην καταστροφή του άλλου, ακόμη κι όταν αυτό σημαίνει αυτοκαταστροφή.
Ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, θάλλουν πολλές άλλες δυνατότητες. Ολες λίγο-πολύ καλύτερες, δηλαδή λιγότερο καταστροφικές. Παρ’ όλο λοιπόν που ορθώνονται μπροστά μας τα άκρα, τα πιο ζοφερά, είναι πολύ πιθανότερο να τραπούμε προς τις άλλες οδούς, τις βατές. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η βαθύτερη κατανόηση των συμβάντων, μέσα στο ιστορικό και το ανθρώπινο πλαίσιό τους, και η διατήρηση μιας ορισμένης νηφαλιότητας. Είναι εύκολο; Είναι εφικτό. Και μόνο που συζητάμε και συνθέτουμε μια κάποια συναντίληψη, που βρίσκουμε εφαπτόμενες και τομές, αγωνιώντες Αθηναίοι και ήρεμοι ερημίτες, κουρασμένοι μεσήλικες και παλλόμενοι νέοι, δείχνει ότι δεν έχουμε φτάσει από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής.
Λαχτάρα για ελπίδα, να κάνουμε κάτι μαζί, cruel optimism, έγραψε μια αγγλίδα, σκληρή αισιοδοξία… Ο λόγιος φίλος έφυγε κι άφησε στο δωμάτιο τις ιδέες του να στέκουν λάμπουσες, σαν ρωγμές στο αδιάφανο παρόν. Δεν τις συμμερίστηκα όταν τις πρωτάκουσα, τραβήχτηκα ενστικτωδώς απ’ τη θέρμη τους, αλλά αρκετή ώρα μετά, οι ρωγμές είχαν εγκατασταθεί για τα καλά στον δικό μου, προφυλαγμένο, μισοσκότεινο χώρο.
Κατά κάποιο τρόπο, η ελπίδα και η αισιοδοξία ήρθαν από τη φλεγόμενη Αθήνα, από τον καύσωνα, μες στο κλιματιζόμενο μικροπεδίο μου, το θέρμαναν, κι ύστερα ξαναβγήκαν στον καύσωνα, στο τρέμισμά του, σ’ έναν κόσμο που αιωρείται αβέβαιος και σπασμένος ανάμεσα στο σβησμένο παρελθόν και στο άδηλο μέλλον.
Ο άγγελος του καύσωνος, με τη μορφή του Δ., έφερνε ένα μήνυμα: το παρόν. Μου το ‘πε καθαρά, ότι μόνο αυτό υπάρχει, και πάνω σε αυτό διεξάγεται η πάλη για κυριαρχία: όποιος υπόσχεται διάσωση στο μέλλον, ζητάει ταυτόχρονα να ξεχάσουμε το παρόν. Το παρόν θα κυλάει με θυσίες, με μια προπάντων: με την απάρνησή του. Και στο μέλλον θα έρθει η ανταμοιβή. Ας απαρνηθούμε το παρόν, λοιπόν. Αυτό ζητάει ο κυρίαρχος του παρόντος, που τυχαίνει να είναι και παραγωγός της κρίσης. Πίσω από τα ταξίματα του μέλλοντος, κρύβεται άγαρμπα η τόσο προφανής δίψα του για κατίσχυση.
Μα ποιος εγκαταλείπει το παρόν, την ίδια τη ζωή, να κυλήσει μεσ’ απ΄τα χέρια του, για μια αόριστη υπόσχεση μέλλοντος; Θα ήταν σαν να αφήνεις τη ζωή σου παρακαταθήκη στα χέρια τρίτων. Ενα αβέβαιο ενέχυρο, μια ολοκληρωτική ήττα. Κι όμως, πολλοί πείθονται, ακουμπάνε τις ζωές τους ενέχυρο σε μαγαζάκια “Αγοράζεται χρυσός, ασήμι, τιμαλφή”. Οι άνθρωποι χάνουν την πίστη στον εαυτό τους, αφού έχουν ήδη χάσει την αίσθηση ότι η ζωή τους ανήκει, ότι είναι ανεξαγόραστη, όση λίγη, όση είναι. Δεν έχουν φως.
Σε αυτό το κομβικό σημείο, της πτώσης στη γυμνή ζωή, ξεπροβάλλει ο cruel optimism, η σκληρή αισιοδοξία, η ελπίδα παρά την απόγνωση, και ο άνθρωπος της κρίσης προσπερνά το σαράφικο “Αγοράζεται χρυσός”. Δεν ενεχυριάζει την υπόστασή του, τον παρόντα χρόνο του, την αξίωση να ελπίζει και, κυρίως, την αξίωση να ζει εδώ και τώρα. Η αμυντική κίνηση, το “δεν”, είναι ουσιαστικά νικηφόρος μάχη, και είναι κατάφαση της ζωής. Είναι ξεπέρασμα ενός ντετερμινισμού, ότι το μέλλον θα είναι a priori καλύτερο, άρα ας δεχτούμε τώρα να υποφέρουμε. Είναι απόρριψη της συλλογικής ενοχής για το άφρον παρελθόν, για τις παλαιές ευτυχισμένες μέρες, που δεν τις αξίζαμε. Είναι εντέλει διεκδίκηση του σύνολου χρόνου και του χώρου, ξεκινώντας από την καυτή υλικότητα τού εδώ και τώρα.
Αισιοδοξία, ελπίδα, παρόν: η αξίωσή τους, η διεκδίκηση τους, δεν συνεπάγονται έλλειψη πραγματισμού ή σχεδίου για τα ερχόμενα, ούτε εξωραϊσμό του παρελθόντος και αγνόηση των σφαλμάτων. Κάθε άλλο. Η διεκδίκηση του παρόντος προϋποθέτει αλλαγές, προσαρμογές, μεταρρυθμίσεις, ρήξεις, τομές, γεννήσεις. Προϋποθέτει επίσης ξαναδιάβασμα του παρελθόντος και δημιουργική οικειοποίηση του, αναχώνευση μες στο διαρκές χυτήριο του παρόντος. Κυρίως όμως σημαίνει διεκδίκηση της κυριαρχίας, αυτόφωτη ζωή, αυτόνομα υποκείμενα, αυτοτελείς συνειδήσεις. Οχι ετεροχρονισμένη ζωή και ετερόνομους ανθρώπους.
Δεν είναι εγωισμός, δεν είναι ιδεολογία. Το αντίθετο: είναι υγιής έκφραση του ενστίκτου επιβίωσης και του ενστίκτου διαώνισης, είναι υγιής μετουσίωση των καταστροφικών ενορμήσεων και του πολυσυζητημένου ενστίκτου του θανάτου, αυτών ακριβώς που στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν οδήγησαν τους ανθρώπους να μαζοποιηθούν σε σκοτεινές αγέλες και να απαρνηθούν τη ζωή, την ελευθερία, την αυτονομία, έναντι του υπεσχημένου κήπου της μίας αλήθειας και της μίας καθαρότητας.
Η κρίση κλονίζει τη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη χρόνου που συνέχει τον άνθρωπο της μεσαίας τάξης ― πώς θα σπουδάσει τα παιδιά του, πώς θα εξοφλήσει το δάνειο, πότε θα πάρει σύνταξη. Η εξάλειψη μεσοπρόθεσμης προβλεψιμότητας αποσαθρώνει ψυχοδιανοητικά τους ανθρώπους, υπονομεύει την αυτοκυριαρχία, κλονίζει την αίσθηση ότι ορίζουν ουσιώδεις παράμετρους του βίου, τη ζωή τους την ίδια. Η υπόσχεση ενός κάποιου μέλλοντος, με οδυνηρό αντάλλαγμα την εκχώρηση του παρόντος, της μόνης σαρκωμένης βεβαιότητας, της μόνης μας προίκας, αυτή η απατηλή υπόσχεση δεν προσφέρει ούτε καν πρόσκαιρη ανακούφιση. Μόνο υποταγή στην αχλή μιας άθυμης ουτοπίας, σε μια ναρκωτική πλάνη, σε μια αγωνιώδη προσδοκία: να ζούμε σαν φοβισμένα ζούδια στο άχρονο σύμπαν.
H απόγνωση, και οι αυτοκτονίες απεγνωσμένων ανθρώπων λόγω κρίσης, δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Ούτε η κρίση είναι αποκλειστικά ελληνική, οφειλόμενη σε γονίδια οκνηρών και διεφθαρμένων ιθαγενών. Η κρίση, και η απόγνωση που γεννά, πλήττει τον ευρωπαϊκό Νότο, την περιφέρεια της Ε.Ε. και πλησιάζει απειλητική και προς τις κραταιές χώρες του Βορρά και του πυρήνα. Η κρίση που άρχισε το 2008 είναι πλανητικής κλίμακας, πλήττει μικρές χώρες και χώρες μέλη του G7, κλονίζει την συνοχή των κοινωνιών, δοκιμάζει τους δημοκρατικούς θεσμούς, σαρώνει τα στερεότυπα πολιτικής διαχείρισης και τις εύκολες οικονομικές συνταγές.
Ο αναμφίβολα διεθνής χαρακτήρας της κρίσης εντούτοις δεν απαλύνει τον πόνο, παρότι καταρρίπτει την καθολική ενοχοποίηση των Ελλήνων, που προπαγανδίζουν κακόβουλα οι βασικοί ένοχοι. Διότι ο πόνος των πληττόμενων μικρομεσαίων Ευρωπαίων δεν προέρχεται μόνο από την απομείωση των εισοδημάτων και των υλικών απολαυών, αλλά και από τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την περιστολή του δημόσιου χώρου, και κυρίως διότι οι άνθρωποι φοβούνται πλέον το μέλλον. Οχι μόνο αδυνατούν να ζήσουν αξιοπρεπώς στο παρόν, αλλά πολύ χειρότερα, δεν μπορούν πια να φανταστούν τη ζωή τους στο ορατό μέλλον. Η κρίση υπονομεύει ή και κονιορτοποιεί όλα όσα ήξεραν και όλα όσα σχεδίαζαν. Οι άνθρωποι αδυνατούν να σχεδιάσουν και αδυνατούν να νοηματοδοτήσουν τις ζωές τους, διότι πολλές από τις έννοιες και τα αυτονόητα του «ομαλού» παρελθόντος σωριάζονται τώρα σε ερείπια.
Ενα από τα ακλόνητα αυτονόητα που τροφοδότησε τη μακρά μεταπολεμική περίοδο ειρήνης και ευημερίας στον δυτικό κόσμο ήταν η πίστη στην αιωνία πρόοδο. Βοηθούμενη από μηχανισμούς κατανομής πλούτου και ανοικοδόμησης, όπως η Συμφωνία του Μπρέτον Γουντς και το σχέδιο Μάρσαλ, από την αποφυγή των σφαλμάτων του Μεσοπολέμου, από την συνεχιζόμενη μεταφορά πόρων από τον Τρίτο Κόσμο ακόμη και μετά την πτώση της αποικιοκρατίας, αλλά και από την ιδιόμορφή γεωπολιτική ισορροπία που πρόσφερε το ψυχροπολεμικό δίπολο, η παλαιά δοξασία του Διαφωτισμού, η αωνία ειρήνη και η διαρκής πρόοδος, έγινε κυρίαρχο δόγμα. Δικαιολογημένα. Οι Ευρωπαίοι προ πάντων δεν ήθελαν καν να σκέφτονται ότι θα ξαναζούσαν τη φρίκη δύο γενικευμένων πολέμων και ενός διεθνούς Κραχ μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες. Οι πολιτικοί ηγέτες υποσχέθηκαν τη Μεγάλη Κοινωνία και τη Διαρκή Ευημερία, τη σχεδίασαν, την εφάρμοσαν, και οι λαοί άνθησαν μέσα σε αυτό τον ορίζοντα προσδοκιών της Χρυσής Τριακονταετίας 1945-75 των baby boomers, που ήταν τόσο λαμπερή ώστε δια της αδρανείας κατρακύλησε μια-δυο δεκαετίες ακόμη.
Αυτός ο χρυσός ορίζοντας θάμπωσε προς το τέλος του 20ού αιώνα, με τη λήξη του διπολικού κόσμου και τον βαθύ καίτοι δυσδιάκριτο μετασχηματισμό της οικονομικής δραστηριότητας στις δυτικές χώρες: η Δύση σταδιακά εγκατέλειπε την παραγωγή και παραλλήλως τα δημοκρατικά κράτη εκχωρούσαν μεγάλα μέρη της εξουσίας τους στις λεγόμενες αγορές, στη γιγαντωμένη χρηματοπιστωτική βιομηχανία. Η ευημερία ήταν η πρώτη που επλήγη, ως καθολικό και αναφαίρετο δικαίωμα των υπερδιογκωμένων μεσοστρωμάτων. Μαζί της επλήγη η έννοια της αδιατάρακτης ασφάλειας και, βαθύτερα παρότι λιγότερο εμφανώς, η έννοια της προόδου.
Η κρίση του 2008 πυροδοτήθηκε από το τοξικό χρήμα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, αλλά τις φούσκες τροφοδοτούσε εκτός από την απληστία και η αφροσύνη, η τυφλή πίστη, ο φενακισμός: ότι η οικονομική σφαίρα μπορεί να διαστέλλεται αενάως, ότι οι φυσικοί πόροι είναι πρακτικά ανεξάντλητοι, και πάντως απολύτως εμπορεύσιμοι, ότι η τεχνολογία μπορεί να θεραπεύσει μη αναστρέψιμες βλάβες στα οικοσυστήματα, ότι ο πλανήτης αντέχει τη δημογραφική έκρηξη και ότι οι χώρες BRICS δεν θα γεννήσουν δισεκατομμύρια καταναλωτών.
Η οδυνηρή πτώση αυτό πρέπει να διδάξει τώρα εμάς τους Ελληνες του μεταπολεμικού θαύματος: ότι η πρόοδος δεν είναι αδιάκοπη και γραμμική, ες αεί και επ’ άπειρον, πρώτον. Και δεύτερον, ότι η ευημερία δεν μπορεί να ταυτίζεται με αυτή την τυφλή πρόοδο έναντι παντός τιμήματος, δεν μπορεί να ταυτίζεται με την τυφλή κατανάλωση, τη συσσώρευση, την υποδούλωση σε έξυπνα γκάτζετ, την κατασπατάληση φυσικών πόρων. Η δημοκρατία δεν μπορεί να ταυτίζεται με την ιδιωτική χλιδή και τη δημόσια πενία, με τις πολυτελείς μεζονέτες και τα εξαθλιωμένα δημόσια νοσοκοκομεία και σχολεία.
Ο φόβος ενώπιον του μέλλοντος νικιέται με ανανοηματοδότησή του. Και με άλλη προσέγγιση του βίου. Πραγματική φτώχεια είναι η ετερονομία, η αναξιοπρέπεια και η ανελευθερία, όχι η ολιγαρκής οικονόμηση του βίου εν ελευθερία και δικαιοσύνη.
Αμφίθυμη και εντέλει αντινομική εμφανίζεται προς το παρόν η κοινωνία ενώπιον του ιστορικού ρήγματος της κρίσης και του πτωχευμένου κράτους. Κυριαρχούν η οργή και η απόγνωση, αφενός, των κοινωνικών ομάδων που ωθούνται βιαίως στη φτώχεια ή και πέραν αυτής. Ευεξήγητα και δικαιολογημένα τα αισθήματα· που όμως εκφράζονται με βίαιη συμπεριφορά, όπως οι συχνότατοι προπηλακισμοί πολιτικών και άλλων δημοσίων προσώπων. Οι εξοργισμένοι πολίτες αθροιζόμενοι ως όχλος απαιτούν την εξαφάνιση από προσώπου γης των πολιτικών, των αποκαλουμένων “προδοτών”. Αυτό ακούγεται στις παρελάσεις. Γιατί αισθάνονται προδομένοι; Ισως επειδή τους ψήφισαν στο παρελθόν και διαψεύσθηκαν οικτρά οι προσδοκίες τους. Τα δύο μεγάλα κόμματα, που κυβέρνησαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, είχαν τη συναίνεση, εκλογική τουλάχιστον, της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, έως και των τριών τετάρτων. Η κριτική κατά των πολιτικών άρα θα πρέπει να περιέχει και αυτοκριτική των πολιτών: Πώς εμπιστεύτηκαν τις τύχες τους σε τέτοιους ανάξιους, επί τόσο μακρό χρόνο;
Η άλλη, παράλληλη, συμπεριφορά είναι η απόσυρση από τον δημόσιο χώρο και η αποφυγή της πολιτικής δράσης. Οι περισσότεροι Ελληνες, όλοι σχεδόν, συμφωνούν να εξαφανιστούν οι παλιοί πολιτικοί. Λίγοι όμως δέχονται να δραστηριοποιηθούν πολιτικά ώστε να πληρωθεί το κενό και να ξεκινήσει υπό νέους όρους και με νέα πρόσωπα η επίπονη πορεία διάσωσης και ανόρθωσης. Ακόμη και τα αναμάρτητα ή νεοπαγή κόμματα δυσχεραίνονται αφάνταστα να προσελκύσουν νέα πρόσωπα, άφθαρτα, στις τάξεις τους. Θα βοηθήσω όπως μπορώ, αλλά δεν μπορώ να βγω μπροστά, να περιληφθώ σε εκλογική λίστα, απαντούν στις προσκλήσεις. Ετσι, μόνοι κινούμενοι, από κόμματος εις κόμμα, απομένουν οι γνωστοί περιπλανώμενοι αρριβίστες, πρόσωπα φθαρμένα και αποχυμωμένα.
Η κρίση δείχνει τα όρια της παλαιάς οργάνωσης και τις απαιτήσεις της νέας. Η παλαιά συνίστατο από ετερονομία, απόσυρση, πελατειακότητα, δηλαδή φαυλοκρατία. Η νέα απαιτεί αυτονομία, αυτοοργάνωση, συμμετοχή, ευθύνη, δηλαδή δημοκρατία.