You are currently browsing the tag archive for the ‘Επίκουρος’ tag.
Στο τέλος της χρονιάς, απόλογος. Κοιτάς φευγαλέα πάνω απ΄ τον ώμο, σαν να οδηγείς μοτοσυκλέτα, να ελέγξεις την κίνηση πίσω. Αλλά η προσοχή είναι συγκεντρωμένη μπροστά, σε αυτά που έρχονται. Ξανακοιτάς πίσω, επιμένεις. Ξανά και ξανά.
Σταδιακά εμφανίζονται φιλμάκια σούπερ οκτώ, βίντεο θαμπά VHS, φωτογραφίες ξεπλυμένες Kodacolor, προτού εφευρεθεί το Instagram και η νοσταλγία ως εφέ. Στο πίσω ρεύμα κυκλοφορούν εικόνες ζωής, πλην όμως παρελθούσες. Το ΄χουν οι γιορτές αυτό.
Γιρλάντες LED στα μπαλκόνια, εορταστικά ποτά σε πεζοδρόμια, κόκκινα κρασιά και ρακές, ρεβεγιόν σε σπίτια φίλων με τζουράδες και μαντολίνα, μωρά και πιτσιρίκια που μεγάλωσαν και ξενιτεύτηκαν, φίλοι που πια δεν ζουν ή δεν είναι τόσο φίλοι, κάθε γύρισμα χρόνου γράφεται με παρουσίες και απώλειες, τα αισθήματα συγκεντρώνονται στους παρόντες, η αγάπη, η φροντίδα, η απαντοχή που αντλούμε, η σκέψη τρέχει διαρκώς στις άδειες καρέκλες, στα τηλεφωνήματα που δεν θα γίνουν, στον χρόνο που μας καταπίνει.
Τρέχω στα παλιά, πάντα ίδια.
Ενα:
Ο κόσμος που ανατέλλει με την ανά έτος γέννηση του Μεσσία, δεν είναι εντελώς ίδιος με του περασμένου έτους. Φέρει πάντα μια υπόσχεση, μια δυνατότητα: για μια απειροελάχιστη διαφορά. Αυτή την τόση δα μετατόπιση ευαγγελίζεται ο Μεσσίας, για όσους μπορούν να το ακούσουν και όσους θέλουν να το πιστέψουν. Και με αυτή τη μεσσιανική μικροώθηση ανά έτος κινείται ο κόσμος μετά Χριστόν. Νά πώς το αφηγείται ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν:
«Οι Χασιδίμ Εβραίοι διηγούνται μια ιστορία για τον κόσμο που έρχεται, σύμφωνα με την οποία τα πάντα εκεί θα είναι ακριβώς όπως εδώ. Οπως ακριβώς είναι το δωμάτιο αυτό τώρα, έτσι ακριβώς θα είναι και στον ερχόμενο κόσμο· εκεί όπου το βρέφος κοιμάται τώρα, εκεί επίσης θα κοιμάται και στον άλλο κόσμο. Και τα ρούχα που φοράμε στον κόσμο τούτο, αυτά θα φορέσουμε κι εκεί. Τα πάντα θα είναι όπως τώρα, αλλά μόνο λίγο διαφορετικά».
Η προσδοκία τού «όπως τώρα, μόνο λίγο διαφορετικά» θερμαίνει τους νεωτερικούς ανθρώπους, τους βάζει σε τροχιά προς τον αενάως ερχόμενο κόσμο, τους βάζει να λατρεύουν τη διαρκή πρόοδο, ν’ ακολουθούν το διάνυσμα: όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο μπροστά. Κι αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να πετύχουν μόνοι τους αυτή τη μετατόπιση, να ταράξουν την ομοιότητα μετακινώντας ένα τόσο δα κλαράκι, γι’ αυτό υπάρχει ο Μεσσίας. Γι’ αυτό γεννιέται κάθε χρόνο, υπενθυμίζοντας τον ερχόμενο κόσμο, υπενθυμίζοντας τη δυνατότητα του άλλου κόσμου, υπενθυμίζοντας την αδυναμία των ανθρώπων και την ανάγκη του Μεσσία. Η Γέννηση είναι η προσδοκία.
Ολοι προσδοκούν μια τόση δα μετατόπιση· οι μάνατζερ που ξεγελούν τον χρόνο για να κερδίσουν μπόνους, οι ζηλωτές που διεκδικούν όλες τις καλές θέσεις στη Βασιλεία των Ουρανών, οι ρακοσυλλέκτες που αναζητούν πολύτιμα σκουπίδια, οι έφηβοι που κοινωνούν το άλλο σώμα, τα παιδιά που μιλούν με τ’ άστρα, οι μεσήλικες που γυρεύουν απεγνωσμένα να συγκολλήσουν τη ραγισμένη τους πίστη.
Μερικοί δεν προσδοκούν πια. Καταπιάστηκαν με την επιστήμη, τη μεταφυσική, τη θρησκεία, τα διέτρεξαν όλα και τα βρήκαν μάταια. Εμειναν μόνοι, χωρίς πίστη για την τόση δα μετατόπιση προς τον ερχόμενο κόσμο. Σαν τους ήρωες του Φλωμπέρ, τους αντιγραφείς Μπουβάρ και Πεκυσέ: Δεν έχουν πια κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή. Η ματαιότητα, η σπουδή της ανθρώπινης βλακείας, τους οδηγεί πάλι στην αντιγραφή. Αντιγράφουν τον κόσμο ως έχει. Καμιά αλλαγή, καμιά προσδοκία. Δυο ανθρωπάκοι σκυμμένοι πάνω στο γραφείο τους, με κατάστιχα, ξύστρες, σανδαράχη, αντιγράφουν.
Διασχίζεις τις παγωμένες αρτηρίες διαυγής, καθαρός, χωρίς αισθήματα, μόνο με σκέψεις. Αδειος, ερημωμένος. Κηφισός, Λένορμαν, Πειραιώς, Πανεπιστημίου, Αλεξάνδρας, Συγγρού, Βασιλίσσης Σοφίας, Κηφισίας.
Δύο:
Αφήνομαι πάλι στο ντεγκραντέ της ζωής, στην πόλη. Ανάβαση, τώρα. Στο σταυροδρόμι κοιτάω τα οδόσημα. Το ένα μνημονεύει την αρχαία ποιήτρια Κόριννα από την Τανάγρα. Η άλλη οδός είναι αφιερωμένη στον Επίκουρο, ταιριαστός πολύ με το ρευστό παρόν, παρηγορητικός: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον».
Τρία:
Πυκνός, βαρύς, πολύς, ο καιρός χιονίζει πάνω μας και μας βαραίνει. Αντέξαμε πολλά, θ’ αντέξουμε κι άλλα.
Giovanni Bellini: Αγιςο Ιερώνυμος, 1505.National Gallery of Art, Washington.
Τα μπαλκόνια φέτος δεν αναβοσβήνουν μαγικά. Λιγοστά τα στολισμένα. Διαπέρασα τους τοίχους με το βλέμμα και σαν να είδα ότι και μέσα, λίγα είναι ολοστόλιστα. Ολοι κρατιούνται. Αφησα πίσω τις γειτονιές πέριξ των λόφων και κατηφόρισα στο κέντρο.
Η ζωή κυμάτιζε διαφορετική στο Κολωνάκι και στη Σταδίου, διαφορετική στην Αθηνάς και στην Ευριπίδου, μερικές εκατοντάδες μέτρα παρακάτω. Στο Κολωνάκι σαν να μη συμβαίνει τίποτε· το έμπειρο μάτι όμως μπορεί να συγκρίνει με πέρσι: τα καφενεία είναι ήσυχα και δεν είναι φίσκα, η τελευταία Κυριακή για ψώνια θύμιζε Αύγουστο, οι χριστουγεννιάτικες μέρες είναι ήσυχες, σχεδόν θλιμμένες, ο κόσμος κινείται σιγαλόφωνα, διακριτικά, κομψά. Σαν να μη συμβαίνει τίποτε.
Στο Σύνταγμα δεν στήθηκε το μεγαλύτερο δέντρο της Ευρώπης, δεν άναψε καρουσέλ. Στην Ερμού παίζουν πλανόδιοι μουσικοί για να γεμίσουν το κενό και να θυμίσουν τα Χριστούγεννα των διαφημίσεων και των σχολικών βιβλίων, στερεοτυπικά χαρμόσυνα. Ακόμη και αυτή η στερεοτυπική εορταστικότητα, τα παράφωνα κάλαντα, οι ξέχειλες σακούλες με τα δώρα και τα περιττά, ο αμέριμνος καφές και το κονιάκ στα πεζοδρόμια, κι αυτή η στερεοτυπία χρειάζεται, σαν νοσταλγία γι’ αυτό που υπήρχε διαρκώς, χωρίς κανένα σημάδι διακοπής του. Μα διακόπηκε.
Από τη Σταδίου κάτι λείπει: η λάμψη, το χρήμα, το κέφι, η ψευδαίσθηση των εορτών, η βουή. Κλειστά μαγαζιά με πένθιμα «Ενοικιάζεται» και απειλητικά γκράφιτι στις κλειστές προσόψεις, ανοιχτά μαγαζιά με λιγοστούς ή καθόλου πελάτες, περαστικοί χωρίς σακούλες δώρων, περαστικοί συλλογισμένοι προσπερνούν βιαστικά, καρτερικοί ζητιάνοι, μια υπέρλαμπρη μπάντα τσιγγάνων από την Τρανσυλβανία φωτίζουν με τα χάλκινά τους τα Χαυτεία, με τραβούν σαν έντομο ηχοτροπικό. Είχα διψάσει για ήχο και φως ― και ευωδιά: ο Λουμίδης σκορπάει γενναιόδωρα αρώματα Σάντος και Κολομβίας.
Ο δρόμος σε τραβάει προς τα κάτω, φυσικά, αβίαστα. Κατηφορίζω, σκονισμένος από τη μελαγχολία της Σταδίου. Αθηνάς, Βαρβάκειος, Ευριπίδου. Αλλάζει η τονικότητα, ανεπαίσθητα μα σταθερά. Ξανακούω βουή άστεως: Η ζωή ξεχυλίζει στους δρόμους· μια ζωή ντεγκραντέ, που κυματίζει διαφορετική σε αισθήματα, μα πόσο διαφορετική μέσα σε μερικές εκατοντάδες μέτρα, από το Σύνταγμα ώς την Κουμουνδούρου.
Πιπεριές αποξηραμένες και ξύλα κανέλας, όσπρια, σακιά, σαπούνι, αινιγματικά εμπορεύματα απ’ την Κίνα, αναπτήρες, ψαλίδια, φανοί θυέλλης, σ’ ένα σκοτεινό μαγαζάκι στον παράδρομο άδειο δυο γυναίκες φτιάχνουν πλεξούδες σκόρδα, 3 ευρώ τα 25, θυμίζει Κάιρο, Πειραιά και Ερμούπολη του ’60, και τα πρόσωπα είναι σκούρα, τα μάτια ολόμαυρα, οι λαλιές άλλες. Η πόλη είναι ντεγκραντέ. Εδώ ξεθωριάζει η θλίψη του αστού, τονίζεται η ζωτικότητα του ενστίκτου, η επιβίωση.
Λεπτή ψύχρα μεσογειακή. Στεκόμαστε σ’ ένα μπαλκόνι art deco πλάι στην πλατεία Κουμουνδούρου και σιγοπίνουμε προσέκο παγωμένο. Στις απέναντι πολυκατοικίες μια άλλη ζωή ξεχύνεται ορμητική, σαν άγρια βλάστηση: δορυφορικά πιάτα, απλωμένες μπουγάδες, ποδήλατα στα μπαλκόνια, ένα παράθυρο καδράρει μια μητέρα που κούρευε τον γιο της. Η ζωή ξεχείλιζε απ’ τα φωτεινά παράθυρα, χωρίς γιρλάντες, χωρίς γκυ χριστουγεννιάτικα και φωτάκια LED. Γυμνή ζωή.
Τι λέτε, να μείνω ή να φύγω; Ο τριαντατριάχρονος συνομιλητής με αιφνιδιάζει· απαντάω αυθορμήτως: Να φύγεις! Εχεις καλή πρόταση για να φύγεις έξω; Πρόταση επιβίωσης, όχι σπουδαία πράγματα. Αισθάνομαι ότι εδώ θα συμβούν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, οπότε λέω γιατί να φύγω, αν θα πετύχω απλώς μια επιβίωση; Κι εδώ θα επιβιώσουμε…
Σκούροι Ανατολίτες περνούν από κάτω, σηκώνουν το βλέμμα, κοιτούν διερευνητικά, βρισκόμαστε στη γειτονιά τους.
Η Αθήνα είναι συναρπαστική… Ολα μπορούν να συμβούν, ο αέρας έχει ηλεκτρισμό, κάτι συμβαίνει… Η οικοδέσποινα του προσέκο έχει εργαστεί πολλά χρόνια στη Νέα Υόρκη και στο φιλόδοξο Βερολίνο της επανένωσης. Τίποτε δεν συμβαίνει πια στο Βερολίνο, λέει. Τον καιρό που πολλοί ετοιμάζονται να φύγουν, κάποιοι άλλοι επιστρέφουν, χορτάτοι από άλλες πόλεις, από εμπειρίες. Γυρνούν στην αβεβαιότητα, επιλέγουν το μεταίχμιο, τον ηλεκτρισμό, το ρίσκο των αλλαγών. Αντλώ από την αισιοδοξία και τη ζωτικότητά τους.
Αφήνομαι πάλι στο ντεγκραντέ της ζωής, στην πόλη. Ανάβαση, τώρα. Στο σταυροδρόμι κοιτάω τα οδόσημα. Το ένα μνημονεύει την αρχαία ποιήτρια Κόριννα από την Τανάγρα. Η άλλη οδός είναι αφιερωμένη στον Επίκουρο, ταιριαστός πολύ με το ρευστό παρόν, παρηγορητικός: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον».