You are currently browsing the tag archive for the ‘εξουσία’ tag.

H ομιλία και η συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη ήταν μακροσκελείς και αναλυτικές. Οι προτάσεις του για αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, για ανάσχεση της ύφεσης και της ανεργίας, ήταν αρκούντως λεπτομερείς και κοστολογημένες, ενταγμένες σε ένα ενιαίο σχέδιο ανασυγκρότησης. Το σχέδιο Τσίπρα μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε κριτική, καλόπιστα ή κακόπιστα, να ελεγχθεί η ακρίβεια και η αποτελεσματικότητά του, να βρεθεί λίγο ή υπερβολικό, να χαρακτηριστεί παροχολάγνο ή μετριοπαθές, μετακεϋνσιανό ή σοσιαλδημοκρατκό, οτιδήποτε μπορεί να του προσαφθεί. Είναι όμως ένα σχέδιο, αυτοφυές, αυτόχθον, συνταγμένο από Ελληνες και προσανατολισμένο στην ελληνική κοινωνία τού σημερα, στις ανάγκες της και στις δυνατότητες της, στις αντοχές της και στις προσδοκίες της. Είναι το μοναδικό ελληνικό σχέδιο στα τεσσεράμιση χρόνια της δοκιμασίας. Είναι μια αρχή.

Το σημαντικότερο όμως στοιχείο της ομιλίας Τσίπρα είναι η πρόσκληση ευθύνης που απηύθυνε στον ελληνικό λαό, διττά: ευθύνη που είναι έτοιμος να αναλάβει ο ίδιος και η παράταξή του, ευθύνη που οφείλει να αναλάβει ο ελληνικός λαός απέναντι στον εαυτό του, στα παιδιά του, στην πατρίδα του. Εντόπισε ορθώς το έλλειμμα πίστης των Ελλήνων στις δυνάμεις τους, μέσα από το σοκ της κρίσης, την έλλειψη πίστης στη συλλογική δράση, την καχυποψία προς το δημοκρατικό κράτος, την δυσφορία προς την πολιτική, την λιποψυχία. Περιέγραψε έναν δύσβατο δρόμο. Διέγνωσε την πληγή του διχασμού πάνω στο κοινωνικό σώμα και τις τρέχουσες αδυναμίες της δημοκρατίας. Και μίλησε προς όλους τους Ελληνες, ενωτικά και συμπεριληπτικά. Μίλησε για τη χαμένη πίστη.

Κατά την υποκειμενική μου εκτίμηση, αυτά τα μηνύματα, πλήρη ενσυναίσθησης και πραγματισμού, είναι τα στοιχεία που ξεχώρισαν. Είναι μηνύματα που, υπό προϋποθέσεις, μπορούν να μεταβάλουν την αμυντική και μοιρολατρική στάση σε στάση ενεργητική και δημιουργική. Διότι επιστρέφει στη λησμονημένη ή μισοσκεπασμένη ουσία της πολιτικής στις δημοκρατίες: οι άνθρωποι είναι τα δρώντα υποκείμενα, η βούλησή τους είναι η κινώσα δύναμη, οι ικανότητές τους είναι το πολύτιμο κεφάλαιο. Ασφαλώς ο τεχνοκρατικός πραγματισμός είναι χρήσιμος και απαραίτητος, αλλά χωρίς τη βούληση, το κοινό σχέδιο και τον κοινό σκοπό, χωρίς την πίστη στον συλλογικό εαυτό, καμία παραγωγική μηχανή, καμία οικονομία δεν μπορεί να επανεκκινήσει.

Τα τεχνοκρατικά σχέδια θα χρειαστεί να αλλάξουν, να προσαρμοστούν δυναμικά, θα τεθούν νέες ιεραρχήσεις. Αλλά ο ελληνικός λαός τούτη τη στιγμή έχει μεγαλύτερη ανάγκη την καθαρή πολιτική σκέψη, την ενεργό βούληση, τη στοχοθεσία, το όραμα, πάντα μαζί με την ξεκάθαρη επίγνωση των δυσχερειών και των προκλήσεων. Από αυτή την άποψη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδειξε την πιο ουσιαστική ωρίμανση έως τώρα, και μάλιστα γρήγορη ως προς τον χρόνο που του δόθηκε.

Ο Τσίπρας το Σάββατο κατάφερε να διασκεδάσει θεμιτούς φόβους, να καταθησυχάσει τους δικαιολογημένα επιφυλακτικούς, να συμπεριλάβει. Μετά τα πολλά ταξίδια του στην Ευρώπη, μετά τις πολυσυζητημένες επισκέψεις του στο Αγιο Ορος και το Κόμο, έδειξε αυτοπεποίθηση και πραγματισμό. Βέβαια, τα δύσκολα τώρα αρχίζουν: καθώς θα πλησιάζει προς την εξουσία, τα εμπόδια θα πληθαίνουν, η ίδια η εξουσία είναι Κίρκη και σαγήνη. Ο λόγος του θα χρειαστεί να είναι όλο και περισότερο ειλικρινής, διεισδυτικός, σκληρός, αλλά και εμψυχωτικός. Το Σάββατο δεν το είπε, αλλά σύντομα τον φαντάζομαι να λέει: Θα ξεκινήσουμε με μια δίκαιη φτώχεια, με πλήρη αξιοπρέπεια, κι ο δρόμος θα είναι ποτισμένος με ιδρώτα, δάκρυα και αίμα.

Πραγματισμός, ευθύνη, πίστις, τα τρία ταύτα· μείζων δε τούτων η πίστις.

Από προχθές η Ελληνική Δημοκρατία βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα βίντεο κακής ποιότητας. Τα όσα λέγονται στην υποκλαπείσα συνομιλία Μπαλτάκου-Κασιδιάρη, με τον τρόπο και στο περιβάλλον όπου λέγονται, δεν αφορούν προφανώς μόνον τους συνομιλητές ούτε καν μόνο τους αναφερόμενους. Στο βίντεο διασύρονται η υπαρκτή δημοκρατία και οι θεσμοί της.

Οι λέξεις, οι εκφράσεις, οι χειρονομίες, το όλο πνεύμα προσέγγισης κορυφαίων θεσμικών προσώπων δείχνει την πολιτική λειτουργία σαν διαρκή συναλλαγή εν κρυπτεία, σαν αλυσίδα συνωμοσιών, στην καλύτερη περίπτωση σαν αδιάκοπους τακτικούς ελιγμούς σύμφωνα με ένα δόγμα: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Ποιος είναι ο σκοπός; Οι ψήφοι των αγανακτισμένων, παρασυρθέντων, ακροδεξιών που μετανάστευσαν στη Χρυσή Αυγή – η προφανέστερη εκδοχή. Ας πάμε βαθύτερα: Η εξουσία. Η νομή της εξουσίας, παντί τρόπω, ακόμη και με τίμημα την αλλοίωση της δημοκρατικής ουσίας του κράτους.

Το βίντεο δεν είναι η επιτομή της λεκτικής χυδαιότητας μόνο, είναι και επιτομή του πιο ωμού αμοραλισμού, μια βαλκανομαφιόζικη εκδοχή μακιαβελισμού. Η πολιτική στον κοινοβουλευτισμό διεξάγεται με όρους ιδιοτελούς συμφέροντος, εντοπιότητας, μικρονιτερέσου, θρησκευτικής συνάφειας και συνωμοσιολογίας. Η κατασκευή και δημοσιοποίηση του βίντεο δείχνει, επιπλέον, ότι η πολιτική είναι συνωμοσία, εκβιασμός, εκδίκηση, ολοσχερής εξόντωση του αντιπάλου, είναι μια εκδήλωση ριζικού κακού.

Λέμε συχνά, στερεοτυπικά, ότι η ζωή αντιγράφει την τέχνη. Μερικοί είπαν ήδη ότι το βίντεο θύμιζε σαν κακέκτυπο το πολιτικό σίριαλ «House of cards». Αλλά ποιος είναι εδώ ο Φρανκ Αντεργουντ, ο βουλευτής που στρώνει με αίμα τον δρόμο προς την κορυφή; Κανείς.

Εδώ μόνο το αίμα της δημοκρατίας μένει χυμένο, σκόρπιο, σπαταλημένο. Εδώ, η ζωή αντιγράφει με τον πιο σαρδόνιο τρόπο τις κακότεχνες μυθοπλασίες του και λογοτέχνη Κασιδιάρη, την κακορίζικη αλαζονεία του κάθε ακροδεξιού, την οίηση και την ατιμωρησία ουτιδανών και τυχάρπαστων.

Αφεύκτως, η μνήμη ανασύρει μια ηχογράφηση από το παρελθόν: την υποκλαπείσα συνδιάλεξη των Μένιου Κουτσόγιωργα και Σταύρου Ψυχάρη, η οποία μετεδίδετο από τα ραδιόφωνα την εποχή του σκανδάλου Κοσκωτά. Ηταν σοκ, το ισχυρότερο σοκ που θυμάμαι από εκείνη την ταραγμένη εποχή, ακριβώς διότι η φόρμα συναρτάτο αδιάσπαστα με το περιεχόμενο: ο τότε απειλούμενος υπουργός εν τη απογνώσει του να σώσει τον ραγισμένο θρόνο του, εκφραζόταν με την ίδια ωμή χυδαιότητα που ακούσαμε από το δίδυμο Μπαλτάκου-Κασιδιάρη.

Μερικούς μήνες αργότερα, ο Κουτσόγιωργας έπεφτε ξέπνοος σαν δέντρο μες στο Ειδικό Δικαστήριο: «Δεν δύναμαι, κύριε πρόεδρε…» Σαν ομηρική αναπαράσταση Νεμέσεως.

H ζωή αντιγράφει την τέχνη, η τέχνη καθρεφτίζει τη ζωή, η τέχνη προεικονίζει το μέλλον. Ολα ισχύουν. Το σκέφτομαι όταν βλέπω ταινίες του Κέν Λόουτς, του Μάικ Λι, του Πάολο Σορεντίνο, του Γιάννη Οικονομίδη· αυτοί μου έρχονται στο νου πρόχειρα, κυρίως επειδή πρόσφατα ξαναείδα το Il Divo μαζί με το νέο Grande Belezza του Σορεντίνο και το Μικρό Ψάρι του Οικονομίδη.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να δεις στο Il Divo, τυπικά μια προσωπογραφία του Τζούλιο Αντρεότι, την πυκνή περιγραφή της ιταλικής πολιτικής ζωής στα μολυβένια χρόνια του ’70 και την εκβολή της στον μπερλουσκονισμό. Είναι μια ευτυχής συναίρεση της τέχνης με την πολιτική, της φόρμας με το περιεχόμενο, της ενόρασης του καλλιτέχνη με την διαύγεια του δοκιμιογράφου. Ο Πάολο Σορεντίνο αφηγείται τον σκοτεινό πυρήνα της πολιτικής, της εξουσίας, σκιτσάροντας ταυτοχρόνως μες στις σκιές την ανθρώπινη ψυχή, και δείχνοντας την εξουσία ως κοινοτοπία με τεράστια τονικότητα. Ο Μακιαβέλι κινηματογραφημένος σαν docudrama.

Με άλλη φόρμα στην Grande Belezza, λιγότερο μπαρόκ αλλά αναλόγως φαντασμαγορική και πολυπρισματική, ο Σορεντίνο κινηματογραφεί πλονζέ και κοντρ-πλονζέ, σε ομόκεντρους κύκλους, την ψυχή της Ρώμης, της Ιταλίας, της Ευρώπης. Σήμερα. Την ψυχική πτώση, την ηθική παρακμή, το πνευματικό γήρας, τη μοναξιά, τον ναρκισσισμό, τον εγωτισμό του Ευρωπαίου διανοούμενου, του αστού, του ανέστιου. Η Ευρώπη υψώνεται σαν σωρός ερειπίων προς το μέλλον· στη βάση του σωρού απομένει το μεταφυσικό ρίγος, η αναζήτηση του απολεσθέντος ιερού, μέσα από οράματα και αμφισημίες.

Εδώ ο ιδιοφυής Ναπολιτάνος προεκτείνει τους κινηματογραφικούς διδάχους της italianità, οι οποίοι μέσα απ’ τις «ιταλικές» ταινίες τους έδωσαν αισθητό σχήμα στην ευρωπαϊκότητα, στην ψυχή της Ευρώπης. Ταυτοχρόνως, ανατρέχει και πάλι στους μαέστρους της Αναγέννησης· μετά τον Μακιαβέλι, στον νεοπλατωνικό Μπαλτασάρε Καστιλιόνε. Μα προπάντων ζωγραφίζει την Αιωνία Πόλη, λίκνο της ελληνορωμαϊκής-χριστιανικής Ευρώπης, σαν ενιαίο χώρο ζώντων και νεκρών, όπου η τέχνη είναι πιο δραστική από τους ανθρώπους. Χωρίς να θρηνεί όμως: ο κόσμος αυτός τελειώνει με έναν γδούπο, όχι μ’ έναν λυγμό. Ο Ματέο Ρέντσι χορεύει κάτω από την φωτεινή επιγραφή Martini το ρεμίξ της Ραφαέλα Καρρά.

Στο Μικρό Ψάρι, ο ρεαλιστής Γιάννης Οικονομίδης ακολουθεί τη στέρεη φόρμα του νουάρ, ειδικότερα του μελβιλικού νουάρ, για να φτιάξει μια διαυγή πολαρόιντ της Ελλάδας της διαρκούς κρίσης, της Ευρώπης της κρίσης, της Ευρώπης-κρίσης. Κάτω από το ψυχρό διαυγές φως του αττικού χειμώνα, περιαστικές γειτονιές χωρίς κανένα χαρακτήρα, απαράλλαχτες με τα γαλλικά, ιταλικά, σκοτσέζικα εργατικά προάστια, μια μεσογειακή-βαλκανική suburbiana, ρημαγμένα εργοτάξια, καφενεία φορτηγατζήδων στα ρέλια της Εθνικής οδού, οι ου τόποι ενός ευρωπαϊκού Mid-West.

Διπλές ζωές, κρυμμένες ζωές; Ουτε καν. Γυμνές ζωές. Κενές νοήματος, σαν τα άδεια βλέμματα, σαν τα ασυνάρτητα λόγια. Ολα πουλιούνται, όλα προδίδονται. Οι ήρωες κινούνται σαν ανδρείκελα που τα σπρώχνει βίαια μια μοίρα απανθρωπισμού, που τα καίει η εκδίκηση και η άγρια χαρά της σύγκρουσης, ας είναι και μάταιης, χαμένης από χέρι. Ετσι κινείται αμίλητα ο εκτελεστής Στράτος, το χέρι του δεν το οπλίζει το σχέδιο μιας βούλησης, αλλά το ένστικτο και η ανάγκη, το κακό ως αναπόφευκτο, έως ότου ξεχειλίσει από την αίσθηση του τραγικού.

Στις προηγούμενες ταινίες του (ιδίως, «Σπιρτόκουτο» και «Ψυχή στο στόμα») ο Οικονομίδης προεικόνιζε τη γυμνή ζωή της κρίσης που δεν είχε σκάσει ακόμη, ανασκάπτοντας στα ρείθρα του μέινστρημ, στα χαμηλά της οικογένειας, στο λαϊκό περιθώριο· φιλμάριζε νατουραλιστικά την εξαίρεση και την πρόβαλε στο όλον. Στον καιρό της κρίσης, η εξαίρεση είναι κανόνας. Το Μικρό Ψάρι αποπλέει από αυτό τον κανόνα· μπαίνει πια στα νερά του πιο σκοτεινού pulp, στον ψυχρό κόσμο των διαταραγμένων του Jim Thompson, στον κόσμο των κινηματογραφημένων The Killer Inside Me και Pop. 1280 (Coup de Torchon). Πρόκειται για ατομικές διαδρομές στη δυστοπία, εκτός κοινωνίας· η κοινωνία απλώς ζωγραφίζεται σαν δυσφορικό φόντο.

Σε αυτή τη διαδρομή, η διαυγής σιωπηλή δυστοπία του Οικονομίδη, ένας χορός νεκροζώντανων, συναντά υπογείως, στο πλατωνικό τούνελ της απόδρασης, το ρωμαϊκό κοιμητήριο μορφών, ιδεών και αγαλμάτων του Σορεντίνο, έναν χορό υπερκορεσμένων της παρακμής. Το pulp συναντά απρόσμενα το κάλλος, εφάπτονται, τέμνονται, ανακατεύουν τα χρώματά τους, σκιαγραφούν την Ευρώπη του 21ου αιώνα σαν προσδοκία και σαν φόβο.

GameOfThrones

To Game of Thrones εμφανίστηκε σαν τηλεοπτικό σίκουελ του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, συν τη λαγνεία και τον αστραφτερό κυνισμό των διαλόγων. Έχει όλα τα στοιχεία του fantasy, μυθικά θηρία, δράκους, απέθαντους, κάστρα με μυστικά και δάση με νεράιδες. Παρότι τοποθετημένο σε έναν ασαφή, υβριδικό Μεσαίωνα, είναι άχρονο ή, μάλλον, μεταβατικό: υπάρχουν μαζί οι παλαιοί και οι νέοι θεοί. Τυπολογικά, λοιπόν, κατάγεται φανερά από το ιπποτικό μυθιστόρημα και τις φαντασίες του ρομαντισμού, άρα και από τον διάσημο Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, ακόμη και από τις μεσαιωνικές μυθοπλασίες του Ουμπέρτο Έκο και από ποικίλα διάσημα κόμικς.

Το χαρακτηριστικό όμως που διαφοροποιεί το τηλεοπτικό Game of Thrones από τους προδρόμους του είναι η έμφαση που δίνεται στη βουλιμία του σεξ, επί το πλείστον πορνικού, και στην ασίγαστη δίψα για εξουσία. Με αυτή την έννοια, το Game of Thrones είναι fantasy για ενήλικους, εξ ου και στις ΗΠΑ προβάλλεται μόνο από συνδρομητικά κανάλια. Αυτά τα χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα η εμμονή περί εξουσίας, διατυπώνονται με αστραφτερούς διαλόγους, ποτισμένους από ένα πνεύμα μακιαβελικό, που φέρνουν έντονα στο νου την αξεπέραστη ιστορική σειρά «Εγώ, ο Κλαύδιος». Το πάθος για εξουσία επισκιάζει κάθε άλλο αίσθημα και κίνητρο, εκτός ίσως από το αίσθημα της τιμής και του ανήκειν στην οικογένεια-φατρία, αλλά και αυτά ακόμη υποχωρούν ή και ηττώνται όταν τεθεί το ζήτημα της κατίσχυσης παντί τρόπω. Η φατρία, η φυλή και η εξουσία υπερκαλύπτουν άλλωστε και κάθε προσωπικότητα· το άτομο υποχωρεί και σβήνει ενώπιον των υπέρτερων δυνάμεων, και αυτό το στοιχείο σεναριογραφείται έξοχα με τις αλλεπάλληλες και απρόσμενες αποσύρσεις ηρώων.

Οι διαρκείς ανατροπές εντός της μυθοπλασίας είναι ένα ακόμη από τα στοιχεία δημοφιλίας της σειράς, μαζί με την υποβλητική κινηματογραφική ατμόσφαιρα, τους πρωτότυπους χαρακτήρες ηρώων και φρικιών, και βέβαια με την επιτυχημένη σύμφυρση πολλών genres: μεσαιωνικό, fantasy, ιπποτικό, βαμπίρ, πολεμικό, σοφτ πορνό, post-apocalyptic.

Το Game of Thrones αρέσει διότι φέρει το πνεύμα της δικής μας εποχής: τον μεταμοντέρνο εκλεκτικισμό και κυνισμό, τη μακρά μετάβαση, την αγωνία για το άδηλο μέλλον, τη λανθάνουσα πεποίθηση ότι υπερφυσικές δυνάμεις κυριαρχούν στις ζωές μας, την αίσθηση του ανοίκειου και της ανημπόριας. Και υπεράνω όλων, επειδή ικανοποιεί την αστείρευτη δίψα του κοινού για παραμύθι και θέαμα.

berlinguer232

Πριν από λίγες ημέρες η διεθνής κοινή γνώμη θυμήθηκε πάλι πώς ο δημοκρατικός πρόεδρος Σαλβαντόρ Αλιέντε έπεφτε νεκρός, την 11 Σεπτεμβρίου 1973, από τις σφαίρες των πραξικοπηματιών του δικτάτορα Πινοτσέτ. Το μεγαλύτερο δημοκρατικό πείραμα της Λατ. Αμερικής και του κόσμου έπαιρνε τέλος, μόλις έξι μήνες μετά την εκλογική νίκη της Λαϊκής Ενότητας του Αλιέντε. Ο Χιλιανός ηγέτης είχε κερδίσει την κυβέρνηση ειρηνικά, κοινοβουλευτικά, αλλά δεν μπόρεσε να πάρει ποτέ την εξουσία.

Η ιστορική ήττα του δημοκρατικού σοσιαλισμού στη Χιλή διέψευσε τις προσδοκίες των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη για μια ειρηνική ανάληψη της εξουσίας. Ελάχιστες μέρες μετά το πραξικόπημα στη Χιλή, ο διακεκριμένος ηγέτης του μεγαλύτερου κομμουνιστικού κόμματος της Δύσης, ο μαρκήσιος Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, δημοσίευσε τρία άρθρα στην επιθεώρηση Rinascita (ελλην. μετάφραση: Ιστορικός συμβιβασμός, εκδ. Θεμέλιο), με τα οποία άλλαξε την ιστορική πορεία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και των αντίστοιχων κομμάτων στην Ευρώπη. Η στρατηγική απόληξη των άρθρων του Μπερλινγκουέρ ήταν ο περίφημος «ιστορικός συμβιβασμός» (compromesso storico): το ΙΚΚ θα ακολουθούσε μια πολιτική ευρύτατων συμμαχιών, με τους σοσιαλιστές και τους καθολικούς, για να απεμπλακεί οριστικά από τη «στρατηγική της έντασης» που προωθούσαν οι νεοαφασίστες και για να τερματίσει τον αποκλεισμό του από την εξουσία, έτσι ώστε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση για ενίσχυση και μεταρρύθμιση του δημοκρατικού κράτους. Με τα λόγια του:

«Η αντιπαράθεση και η μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στα κόμματα που έχουν βάση μέσα στο λαό και από τα οποία σημαντικές μάζες του λαού αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται, οδηγούν στη ρήξη, στον κυριολεκτικό διχασμό της χώρας, που θα ήταν μοιραίος για τη δημοκρατία και θα παρέσυρε τα ίδια τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους.

»Έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, πάντα πιστεύαμε -και σήμερα η εμπειρία της Χιλής μάς ενισχύει αυτή την πεποίθηση- πως ή ενότητα των κομμάτων των εργαζόμενων και των δυνάμεων της αριστεράς δεν αρκεί για την εγγύηση της προστασίας και της προόδου της δημοκρατίας, όταν βρεθούν αντιμέτωπες με ένα άλλο συνασπισμό κομμάτων, που εκτείνεται από το κέντρο μέχρι την άκρα δεξιά.

»[…] Θα ήταν εντελώς απατηλό το να σκεφτεί κανείς, ακόμα κι αν τα κόμματα και οι δυνάμεις της αριστεράς κατόρθωναν να φθάσουν το 51% των ψήφων και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (πράγμα που από μόνο του θα ήταν ένα πελώριο προχώρημα στο συσχετισμό δυνάμεων στην Ιταλία), πως ένα τέτοιο ποσοστό θα επαρκούσε δήθεν για την επιβίωση και την επιτυχία της κυβέρνησης που θα εξέφραζε μία παρόμοια πλειοψηφία.

»Να γιατί εμείς μιλάμε όχι για μια ‘αριστερή εναλλακτική λύση’, άλλα για μια ‘δημοκρατική εναλλακτική λύση’, δηλαδή για την πολιτική προοπτική της συνεργασίας και της συνεννόησης των λαϊκών δυνάμεων, κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής έμπνευσης, με τις λαϊκές δυνάμεις, καθολικής έμπνευσης, χωρίς βέβαια να εξαιρούνται και άλλοι, δημοκρατικοί πολιτικοί σχηματισμοί.»

Ο πειρασμός για αναλογίες είναι ισχυρός. Βεβαίως οι διαφορές είναι δομικές και περισσότερες από τις ομοιότητες, και ο ιστορικός αναγωγισμός είναι πάντα επικίνδυνος και σφαλερός. Ωστόσο οι διανοητικές και πολιτικές προκλήσεις του καιρού μας είναι ανάλογες, η δε ανάγκη για λυσιτελείς και ρηξικέλευθες απαντήσεις είναι ίδια.

Η Ιταλία στη δεκαετία του ’70 αντιμετωπίζει οικονομική και πολιτική κρίση, το ΙΚΚ έχει το 27% έως το 34,4% των ψήφων, αλλά παραμένει εκτός κυβέρνησης από το 1947, οι νεοφασίστες, με εκλογική δύναμη γύρω στο 7%, εφαρμόζουν τη στρατηγική της έντασης και απειλούν με εμφύλιο ― πρακτικές που θα αποκαλυφθούν αργότερα σαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου αποσταθεροποίησης, του Gladio, που περιλάμβανε τη Μαφία, τη στοά Ρ2 και την τράπεζα του Βατικανού Banco Ambrosiano.

Η Ελλάδα του 2013 δοκιμάζεται από πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική κρίση επί τέσσερα σχεδόν χρόνια, το πολιτικό σύστημα κλονίζεται από κρίση νομιμοποίησης, ο νεοναζισμός καταγράφεται εκλογικά στο 7% και εφαρμόζει τη δική του στρατηγική έντασης, στην οποία εντάσσεται και η πρόσφατη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα. Τέλος, ένα αιφνιδίως γιγαντωμένο κόμμα της αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει σκοράρει 27% και διεκδικεί με σοβαρές πιθανότητες την πρωτιά σε επόμενες εκλογές, άρα και τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση.

Κυβέρνηση της αριστεράς ή κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με την αριστερά; Ο Μπερλινγκουέρ είχε θέσει το δίλημμα και είχε απαντήσει υπέρ του δεύτερου σκέλους. Την ίδια απάντηση δίνει και ο Αλέξης Τσίπρας του ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του άλλωστε σε ένα βαθμό είναι κληρονόμος της παράδοσης του ευρωκομμουνισμού. Για να αποκτήσει όμως περιεχόμενο η απάντηση υπέρ μιας μετωπικής δημοκρατικής κυβέρνησης, πρέπει πρώτα να υπάρξουν κι άλλες προϋποθέσεις. Κυρίως, με ποιες συμμαχίες και με πολιτικές δυνάμεις θα σχηματισθεί αυτή η κυβέρνηση; Βάσει ποίων προγραμματικών αρχών; Μπορεί να διαρκέσει μια κυβερνητική συμμαχία αν συγκολληθεί μόνο για την απόκρουση της άκρας δεξιάς; Πολύ περισσότερο, που η λυδία λίθος για σύγκλιση θα είναι η εφαρμογή ή μη του μνημονίου λιτότητας, και συνακολούθως η στρατηγική ανασυγκρότησης της χώρας.

Η νεοναζιστική απειλή γιγαντώθηκε εξαιτίας της δεινής κρίσης. Και θα ξεριζωθεί μόνο όταν θα αρχίσουν να αίρονται οι δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης, η ανεργία, η ύφεση, η ανασφάλεια. Το compromesso storico του Αλέξη Τσίπρα είναι κατά πολύ δυσχερέστερο από αυτό του Μπερλινγκουέρ, στο μέτρο που το ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι δυσμενές ή και εχθρικό σε τέτοια ιστορικά πειράματα, και με δεδομένη την διαφορετικού βαθμού εξάρτηση των δύο χωρών από ξένες δυνάμεις. Η Ιταλία του ’73 ήταν σε κρίση, αλλά δεν ήταν οιονεί αποικία χρέους, όπως η Ελλάδα του 2013. Οι δυσκολίες και οι διαφορές δεν σταματούν εδώ: για τον ιστορικό συμβιβασμό χρειάζονται περισσότεροι του ενός εταίροι. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ο αντίστοιχος Αλντο Μόρο, ο προνομιακός συνομιλητής του χαρισματικού Μπερλινγκουέρ. Ούτε καν ένας μακιαβελικός Τζούλιο Αντρεότι ή ένας ασταθής Μπετίνο Κράξι. Εξάλλου η ιστορική εμπειρία έδειξε εκ των υστέρων, ότι παρότι ο Μπερλινγκουέρ συνέλαβε μια ιδιοφυή στρατηγική, στην πράξη το σχέδιο απέτυχε παταγωδώς και το ΙΚΚ του 34% εξαφανίστηκε.

Παρ’ όλ΄αυτά. Η στρατηγική αξία του ιστορικού συμβιβασμού παραμένει, τουλάχιστον ως αφορμή για τολμηρές συγκλίσεις και υπερβάσεις σε άλλα επίπεδα.

H αποτύπωση των προτιμήσεων στα δύο εκλογικά αποτελέσματα του περασμένου καλοκαιριού, μαζί με τις δημοσκοπικές καταγραφές έκτοτε, δείχνει την κοινωνία ως προς τις πολιτικές εκφράσεις της σε κατάσταση ρευστότητας και κινητικότητας. Για πρώτη ίσως φορά μεταπολεμικά το κοινωνικό σώμα φυγοκεντρίζεται, συσπειρώνεται προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, όπως κι αν τα ορίσουμε. Ταυτόχρονα, αδειάζει το κέντρο. Γιατί;

Μια πρώτη εξήγηση: ο κεντρώος-κεντροαριστερός πολιτικός σχηματισμός θεωρείται υπεύθυνος για την εν εξελίξει κοινωνική καταστροφή, και τα πληττόμενα στρώματα τον τιμώρησαν. Οι παραγωγικές προπάντων ηλικίες, αυτές που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και την ύφεση, βρέθηκαν άστεγες πολιτικά και μεγάλο μέρος αναζήτησε καταφύγιο στην αριστερά. Αλλά αυτοί είναι ένα 20-25%. Τι απέγιναν οι υπόλοιποι; Οχι οι εκλογείς του κεντροαριστερού ΠΑΣΟΚ, αλλά και της κεντροδεξιάς ΝΔ; Είναι προφανές ότι παρά την ένταση και τον φόβο της προεκλογικής περιόδου, πολλοί συντηρητικοί ψηφοφόροι δεν πήγαν στη Νέα Δημοκρατία αλλά στους νεοπαγείς δεξιούς σχηματισμούς που την πλαγιοκόπησαν. Και έκτοτε η ΝΔ νιώθει καυτή την ανάσα των όμορων χώρων, παρότι απορρόφησε τον εξχνωθέντα ΛΑΟΣ.

Το κενό έκφρασης του κεντρώου χώρου είναι ένα μέτρο της πνευματικής και ιδεολογικής κρίσης, ίσως το πιο φανερό. Ο πολιτικός λόγος διχάστηκε βαθιά ανάμεσα στον φιλομνημονιακό και τον αντιμνημονιακό, και ό,τι πήγε να φυτρώσει ανάμεσα, στα διάκενα και τις χαραμάδες, ποδοπατήθηκε. Ποδοπατήθηκαν η μετριοπάθεια, η νηφαλιότητα, ο πραγματισμός, η ιστορική αίσθηση, η μαχητικότητα επί των υπαρκτών πεδίων και όχι κατά ανεμομύλων. Από την πόλωση που προέκυψε βγαίνουν βαριά τραυματισμένες και η συντηρητική παράταξη και η κεντροαριστερή· η μεν πρώτη διότι έχει πια να αντιπαλαίψει τον δαίμονα του νεοναζιστικού άκρου, η δε δεύτερη διότι εξαχνώθηκε υπό το παλαιό της πρόσωπο και τώρα αναζητείται έκφρασή της εξ αριστερών, από τον νεοπαγή ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική ανασυγκρότηση προϋποθέτει την ανασυγκρότηση αυτών των δύο μεγάλων ρευμάτων. Η ιστορία κρούει και τα δύο πορτόφυλλα της ελληνικής δημοκρατίας, διότι τα χρειάζεται εξίσου.

Ανασυγκρότηση του καθενός πόλου δεν σημαίνει πόλωση έως διχασμού· δεν σημαίνει ούτε σύγκλιση. Σημαίνει σαφή, διακριτά όρια στην ιδεολογία και στην έκφραση διαφορετικών ταξικών ομάδων· άλλωστε η κρίση επανέφερε στο οπτικό πεδίο τις ταξικές και άλλες ομαδώσεις του παραγωγικού πληθυσμού. Η διαφοροποίηση θα παγιωθεί σε πολλούς άλλους χαρακτήρες, διότι εν τω μεταξύ υπό το βάρος της ένδειας ή της απειλής πληβειοποίησης, η κοινωνία μετασχηματίζεται και ιεραρχεί τις υλικές ανάγκες της και το φαντασιακό της με άλλες προτεραιότητες πια, με άλλες απαιτήσεις. Υπό αυτή την έννοια, ούτε οι υπάρχοντες δεξιοί ούτε οι υπάρχοντες αριστεροί είναι σε θέση προς το παρόν να συλλάβουν τις αναδυόμενες ανάγκες της κοινωνίας και να τις εκφράσουν. Είναι ακόμη εγκλωβισμένοι σε παλαιά σχήματα πρόσληψης και ερμηνείας, με εξαιρέσεις φυσικά.

Ας πούμε, η νεοναζιστική απειλή δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά μόνο από την αριστερά· απαιτείται και η δράση των συντηρητικών. Μάλιστα η δαιμονοποίηση της αριστεράς ως το αντίστοιχο ετερώνυμο άκρο εντέλει ενισχύει το νεοναζιστικό μόρφωμα του φυλετισμού και της εχθροπάθειας, εφόσον του δίνει την ευκαιρία να αποκρύψει τα ειδεχθή ιδεολογικά χαρακτηριστικά του και να μεταμφιεστεί σε υπερασπιστή του ελληνοχριστιανισμού. Και ακριβώς με την προβιά του υπερεθνικιστή ελληνοχριστιανού αποσπά ακροατήριο από την παραδοσιακή δεξιά, την οποία μέμφεται ως χλιαρή, συστημική ή σάπια. Η ανασυγκρότηση της δεξιάς δεν μπορεί λοιπόν να μην περιλαμβάνει την υπεράσπιση του συνταγματικού δημοκρατικού χώρου και την ιδεολογική ανανέωση προς την κατεύθυνση της μετριοπάθειας.

Αντιστοίχως, η οικοδόμηση ενός ισχυρού κεντροαριστερού πόλου, ελκυστικού για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τους ελευθεροεπαγγελματίες, τους μικροεπιχειρηματίες και μικροαστούς, φαίνεται να πέφτει στους ώμους του πρώην μικρού, αριστερού ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος υπό την ώθηση της ιστορικής δυναμικής και υπό την πίεση περίπου 1,5 εκατομμυρίου εκλογικών μεταναστών, καλείται να μετασχηματιστεί ιδεολογικά και πολιτικά, ταχύτατα, σε συγχρονισμό με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, εφόσον εξακολουθεί να επιθυμεί τη δοκιμασία της κυβερνητικής εξουσίας. Στην περίπτωσή του, οι κίνδυνοι διαρροών προς τα αριστερά δεν είναι ανύπαρκτοι, αλλά είναι μάλλον αμελητέοι συγκρινόμενοι με τα προσδοκώμενα κέρδη από το κέντρο. Στην πραγματικότητα, οι δισταγμοί για εγκατάλειψη της αριστερίστικης ή παλαιοαριστερής ρητορικής πηγάζουν από τον παλαιό μικρό εαυτό του, εκεί όπου όμως αισθανόταν βολεμένος: στην καταγγελτική αντιπολίτευση και στην υπεράσπιση μειονοτικών δικαιωμάτων. Ως μικρός, δεν ήταν καν αναγκασμένος να έχει επεξεργασμένο πραγματιστικό πρόγραμμα για τη μεγάλη πολιτική· αρκείτο στην ρητορική πολυχρωμία.

Η ιστορική πρόκληση όμως σήμερα είναι άλλη: είναι μια χώρα πτωχευμένη και μια κοινωνία φοβισμένη και απελπισμένη, που καταστρέφεται οικονομικά και αποσαθρώνεται πνευματικά. Τα ιδεολογήματα δεν αρκούν. Ούτε οι σοφτ ιδέες της ευρωπαϊκής Αριστεράς του ύστερου Ψυχρού Πολέμου και των χρόνων της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Η οικουμενικότητα των προβλημάτων επιβαρύνεται δραματικά από το εντόπιο ρήγμα: τη χρεοκοπία, την έλλειψη παραγωγικού μοντέλου, τη ξεχαρβαλωμένη διοίκηση, την απουσία στοιχειώδους πνευματικού υποδείγματος. Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διασταλεί, να μεγεθυνθεί, να χωρέσει προσδοκίες, να παίξει ηγεμονικό ρόλο ― ή να συρρικνωθεί έως διαλύσεως. Η ιστορία κρούει τη θύρα και, αν αυτή δεν ανοίξει, προσπερνά.

Υπό μία έννοια, λοιπόν, η ανασυγκρότηση μιας μετριοπαθούς συντηρητικής παράταξης και της αριστερής προοδευτικής, συσχετίζονται· όχι μόνο για αποτροπή της ακροδεξιάς νεοναζιστικής απειλής, αλλά κυρίως για να δοθούν πειστικές πολιτικές εκφράσεις στα κοινωνικά υποκείμενα που αναδύονται μέσα από τον πόνο και τα ερείπια της πτώχευσης.

Οσοι ταξίδεψαν στα νησιά τους για να ψηφίσουν προχθές, υποδέχτηκαν το καλοκαίρι με αρχαίες τελετουργίες: μύρισαν μαγιάτικα ρόδα και κολύμπησαν σε διάφανα νερά. Ελλάδα και Μάης μαζί, έγραφε η Βιρτζίνια Γουλφ το 1932 μαγεμένη: «Είναι τρέλα να χάνει κανείς τα καλύτερά του χρόνια πασχίζοντας να πλουτίσει, όταν υπάρχει αυτή η άγρια αλλά πολιτισμένη και πανέμορφη χώρα όπου μπορείς να ζήσεις.»

Ογδόντα χρόνια αργότερα, η ιστορία έστηνε το μεγάλο της παιχνίδι στην Ελλάδα, με τη δική του άγρια ομορφιά, που έκοψε την ανάσα στους Ελληνες και προκάλεσε διανοητικά τους εκατοντάδες αναταποκριτές απ’ όλο τον κόσμο. Τεμαχισμός του κοινοβουλευτικού σώματος, έτσι ώστε κανείς συνδυασμός δυνάμεων να μη συνθέτει κυβέρνηση. Κατάρρευση των κυβερνητικών κομμάτων μιας 38ετίας. Δεύτερο κόμμα, εντολοδόχος για σχηματισμό κυβέρνησης, η ριζοσπαστική αριστερά, ενώ αποπειράται να μεταμορφωθεί σε ηγεμονική παράταξη. Είκοσι ένας βουλευτές για ένα αντικοινοβουλευτικό μόρφωμα που εξαπολύει ναζιστικούς κρωγμούς μίσους και βίας. Και τα λοιπά.

Η ιστορία είχε αρχίσει τις επισκέψεις της από το 2008. Και θα παραμείνει εδώ, άγνωστο πόσο. Ωστόσο μόλις τώρα αρχίζουμε να συλλαμβάνουμε τους κύκλους και τα σχήματά της. Οτι, ας πούμε, δεν κλείνει απλώς ο κύκλος της μεταπολίτευσης, αλλά ο κύκλος του μεταπολέμου, αυτός που αρχίζει με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου και την πολιτικοστρατιωτική ήττα της αριστεράς και περνά διαδοχικά απ’ την ανοικοδόμηση, τη δικτατορία, την κυπριακή απώλεια, την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έως το λυκόφως της πρώτης παγκοσμιοποίησης.

Η Ελλάδα πρωταγωνίστησε ως εργαστήριο μέλλοντος, στην αρχή του κύκλου, το 1944-49· πρωταγωνιστεί και τώρα ως εργαστήριο ευρωπαϊκού μέλλοντος, στην αρχή ενός νέου κύκλου. Κι άλλη διεθνής πρωτιά: η ανάδυση του ευρωαριστερού ΣΥΡΙΖΑ στις παρυφές της εξουσίας με ειρηνικά μέσα. Τέτοια κίνηση έχει σημειωθεί μεταπολεμικά στην Ευρώπη άπαξ μόνο, από το ευρωκομμουνιστικό PCI του Μπερλινγκουέρ στην Ιταλία του ’70. Το PCI μεταμορφώθηκε, χάθηκε μαζί με όλο το ιταλικό μεταπολεμικό σύστημα.

Σήμερα ο κόσμος είναι διαφορετικός. Εντούτοις η προσέγγιση της εξουσίας από την αριστερά είναι παρόμοια με του PCI. Αίτημα δεν είναι η βίαιη ανατροπή του καπιταλισμού, όσο μια λυσιτελής υπεράσπιση του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου και των δημοκρατικών κατακτήσεων της νεωτερικότητας. Η οικονομική κρίση που ενδημεί από το 2008 έδειξε φθαρμένους τους πολιτικούς αρμούς της αντιπρόσωπευσης και απροστάτευτο τον κόσμο της εργασίας. Ωστε το νέο στοίχημα της ζώσας αριστεράς και νέα απαίτηση και προσδοκία των λαών δεν είναι μια ανεύρετη ουτοπία, αλλά η υπεράσπιση του ζωτικού δημόσιου χώρου και η επινόηση ενός άλλου μοντέλου ανάπτυξης, βιώσιμου, μη σωρευτικού, εμπνεόμενου από αξίες ενός ήπιου βίου.

Αυτό το μεγάλο ιστορικό παίγνιο, πνευματικό, πολιτικό, κοινωνικό, παραγωγικό, διαδραματίζεται τούτες τις ώρες του πόνου και της δημιουργικής αγωνίας στην Ελλάδα, κοιτίδα της δημοκρατίας, του λόγου και του νείκους. Ο άγγελος της ιστορίας φτερουγίζει μες στον Μάη ― ας ελπίσουμε χωρίς ερείπια.

ζωγραφική: Jean-François Millet, Angelus Domini

Τώρα δίνεται η μάχη των δυνάμεων της αλλαγής, των μεταρρυθμίσεων, του ορθολογισμού, εναντίον των δυνάμεων του θυμού, της  ανυπακοής και της αδράνειας. Ο φίλος μού περιέγραφε αυτή τη μάχη με πάθος, με πίστη. Μιλήσαμε πολλή ώρα, διαφωνώντας και συμφωνώντας, για το πού βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα, που βρίσκεται η Ευρώπη, τι είδους μετασχηματισμοί συμβαίνουν, πώς φανταζόμαστε το μέλλον, τι συμβαίνει στη γειτονιά του τον Αγιο Παντελεήμονα. Δεν με έπεισε, δεν τον έπεισα, άλλωστε δεν θέλαμε να πειστούμε, να συναντηθούμε θέλαμε, σαν φίλοι από παλιά, και να αναγνωρίσουμε πάλι κοινά καταγωγικά ίχνη, διαβάσματα, αναζητήσεις.

Μείναμε αρκετά στο δίπολο “θυμός-νηφαλιότητα”. Με συμβούλεψε να μην έχω θυμό. Δεν είχα, εκείνη την ώρα τουλάχιστον. Είχα όμως πολλά ερωτήματα, αμφιβολίες, απορίες, που μου προκαλούσαν δυσφορία· θα προτιμούσα να μπορώ να αποδεχτώ ένα σχήμα που τα εξηγεί όλα, όπως αυτό το διπολικό «ορθολογισμός εναντίον θυμικού» ή «μεταρρυθμίσεις εναντίον αδράνειας». Ενστικτωδώς όμως διακρίνω σε αυτά τα διπολικά σχήματα μια τεράστια αυθαιρεσία κατά τον ορισμό των πόλων, αφενός, και κατά το γέμισμά τους με περιεχόμενο, με υποκείμενα, αφετέρου.

Ας πούμε, τι ορίζουμε σήμερα ως ορθολογισμό; Τον λόγο του Γαλιλαίου, του Καρτέσιου, του Καντ; Ή τον λόγο όπως τον συζητούμε στον 21ο αιώνα, μετά τον Βιτγκενστάιν, τον Φουκώ, τον Ντελέζ, τον Μπουρντιέ; Είναι ο ορθός λόγος άχρωμος, άμοιρος του κυρίαρχου λόγου, του λόγου των νικητών, του λόγου της εξουσίας; Πώς ορίζουμε το θυμικό; Αριστοτελικά, φροϋδικά, λακανικά, λεξικογραφικά; Ποιος ορίζει το περιεχόμενο και τα υποκείμενα των μεταρρυθμίσεων; Σε αυτό θα απαντούσα με μια διερώτηση, τυπική στην πολιτική σκέψη: Who rules and who benefits? Ποιος είναι ο κυρίαρχος και ποιος ωφελείται; Εν ονόματι των μεταρρυθμισεων έχουν διαπραχθεί τα μεγαλύτερα εγκλήματα: τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι πάντα ιδιαιτέρως ριζοσπαστικά. Και γιατί η αδράνεια, υπό τη μορφή του συντηρητισμού, της διατήρησης δυνάμεων σε μια συγκεκριμένη δυσμενή συγκυρία, να μην αποτελεί μιαν άμυνα των πληττομένων αδύναμων απέναντι σε δυνάμεις που τους σαρώνουν;

Ας μείνουμε σε αυτό: Ποια είναι τα υποκείμενα που καλούνται να δώσουν νόημα και πρακτικό περιεχόμενο στον ορθολογισμό ή τη μεταρρύθμιση; Και πάνω σε ποια άλλα υποκείμενα; Αναπόφευκτα, θα πρέπει να μιλήσουμε για σχέσεις εξουσίας, ξανά: Who benefits? Αναπόφευκτα βλέπουμε ότι τα δίπολα, “καθαρά” σε πρώτη ματιά, είναι στερεοτυπική ηθικολογία, δεν είναι πολιτικά προτάγματα, πόσω μάλλον πολιτική ανάγνωση της κρίσης.

Καταλαβαίνω την ανάγκη του φίλου μου για ξεκαθάρισμα του τοπίου, για αποσαφήνιση, για επιλογή δρόμου και τρόπου. Είναι θεμιτή και ανθρώπινη, είναι και δική μου. Πολύ φοβούμαι εντούτοις ότι απαιτείται πολύ μεγαλύτερος πνευματικός και ψυχικός μόχθος για να κατανοήσουμε ό,τι μας συμβαίνει, προτού διαλέξουμε δρόμους και στρατόπεδα. Και χρόνος, που είναι η ζωή μας.

Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: Η κρίση είναι σύμφυτη με τη νεωτερικότητα, μας θύμισε πρόσφατα ο φιλόσοφος Γιώργος Ξηροπαϊδης. Πιθανότατα βρισκόμαστε ενώπιον μιας μείζονος ρήξης της μεταπολεμικής κανονικότητας, στην ουρά ενός ιστορικού κύκλου που κλείνει, σύμφωνα με τη θεωρία του Ρώσου οικονομολόγου Ν. Κοντράτιεφ που εκτέλεσε ο Στάλιν. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πρόδηλο ότι απαιτούνται άλλα διανοητικά εργαλεία, άλλες ψυχοπνευματικές προϋποθέσεις για να αντεπεξέλθουμε τη ρήξη και να φανταστούμε τον κόσμο στην άλλη όχθη του ρήγματος.

Η κρίση οδηγεί στην παραγωγή ενός νέου λόγου-discours, και ενός νέου ορθολογισμού, μάλιστα με αξίωση καθολικής ισχύος. Τα κράτη, μεγάλα και μικρά, αναπτυγμένα, παρηκμασμένα και αναδυόμενα, οι υπερεθνικοί σχηματισμοί όπως η Ε.Ε. και διεθνείς ρυθμιστικοί οργανισμοί, πραγματικές οικονομίες και κεφάλαια σωρευμένα σε σκιώδεις τράπεζες, δίκτυα γνώσεων και εμπορικοί δρόμοι, όλα θα αναδιαταχθούν, ενδεχομένως με κρότο και βία. Πάνω απ’ όλα, τα ίδια τα υποκείμενα της ιστορίας, οι άνθρωποι, θα αναδιαταχθούν: σαν έθνη, σαν λαοί, σαν μέλη κοινοτήτων, θα προχωρήσουν σε μια άλλη αυτοκατανόηση. Αυτό γινόταν πάντα.

Σε κάθε περίπτωση, το βολικό, ανακουφιστικό δίπολο «ορθολογισμός-θυμικό, φως-σκοτάδι» όχι μόνο δεν βοηθά αλλά συσκοτίζει και βυθίζει στο ανορθολογικό· είναι μάλλον μια προσευχή για απελπισμένους, ένα μάντρα προς εξορκισμόν των οβίδων. Μεταρρυθμίσεις θα έρθουν, αλλά δεν θα είναι αυτές που φανταζόμαστε τώρα ― αυτό ήθελα να πω στο φίλο μου, μα δεν το κατάφερα. Η ειρήνη δεν είναι αιώνια, και η πρόοδος δεν είναι απεριόριστη: είναι όση αντέχει ο πλανήτης.

Είχαμε την αίσθηση ότι η κυβέρνηση απουσιάζει, ότι ο πρωθυπουργός έχει σιγήσει, ότι οι υπουργοί αδρανούν, περιμένοντας την κουρά και τους καβαφικούς βάρβαρους.

Λάθος. Την περασμένη Κυριακή, ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε δις, με άρθρο ιστορίας ΠΑΣΟΚ και με συνέντευξη, ενώ κορυφαίοι υπουργοί επιδόθηκαν σε ένα νέο είδος επικοινωνίας: τη συλλογική αρθρογραφία. Το άρθρο των τριών υπουργών, Αννας Διαμαντοπούλου, Ανδρ. Λοβέρδου, Γ. Ραγκούση συγκέντρωσε το ενδιαφέρον, εις βάρος του πρωθυπουργού, και δικαιολογημένα: δείχνει όχι μόνο το ήθος των καιρών, αλλά και το σχήμα των πραγμάτων που έρχονται – ή τουλάχιστον την προσδοκία επιβίωσης του πολιτικού προσωπικού.

Το συλλογικό άρθρο παρουσιάζει ενδιαφέρον ως συμβάν, ως φόρμα και από τις συμπαραδηλώσεις του, πολύ περισσότερο από το περιεχόμενό του. Ως συμβάν: τρεις εν ενεργεία υπουργοί, και όχι ένας, απευθύνονται στο πανελλήνιο, σε συγκυρία κατάρρευσης του πολιτικού συστήματος. Αρα ομάδωση, πόλος εξουσίας, εν όψει ρήξεων και μετασχηματισμών. Οι τρεις αρθρογράφοι έχουν διαφορετική πολιτική και κομματική καταγωγή. Η κ. Διαμαντοπούλου ενηλικιώθηκε και ωρίμασε στο κόμμα και το κράτος, όλη η ζωή της είναι κομματική και κυβερνητική. Το ίδιο και ο κ. Ραγκούσης, σε πολύ χαμηλότερες θέσεις ωστόσο, έως ότου ο Γ. Παπανδρέου τον εκτόξευσε στην κυβερνητική κορυφή. Ο κ. Λοβέρδος έχει επιδείξει αξιοθαύμαστες ικανότητες, προσαρμογής στον καιρό και αλλαγής συμμάχων, πάντα με τον εκάστοτε νικητή. Παρ’ όλες τις διαφορές, οι κομματοθρεμμένοι και κρατικοδίατοι συγκλίνουν. Γιατί; Τους οδηγεί το ένστικτο επιβίωσης. Το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση και κράτος πεθαίνει, κι αυτοί δεν θέλουν να πεθάνουν μαζί του. Απαγκιστρώνονται από το βυθιζόμενο σκάφος, αποποιούμενοι ευθύνες, στρέφοντας τον προβολέα εκτός παιδιάς. Με τη φόρμα του άρθρου…

Η φόρμα του άρθρου υποδηλώνει παρατηρητή των γεγονότων, και όχι αυτουργό και υπεύθυνο. Διαπιστώσεις, περιγραφή, ανάλυση, εντοπισμός και καυτηριασμός των κακώς κειμένων, εντοπισμός υπευθύνων, έκκληση προς τους αιρετούς άρχοντες – αυτό είναι το άρθρο. Ο αρθρογράφος ευθύνεται μόνο για τις τρέχουσες παρατηρήσεις και επισημάνσεις του, δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για το πώς φτάσαμε ώς εδώ, ποιος διαμόρφωσε τη δομή εξαχρείωσης, τον συντεχνιασμό και την ανομία. Ο αρθρογράφος δεν είναι ηγέτης, είναι παρατηρητής. Εξ ου και οι παρατηρήσεις του μπορούν να αποφεύγουν το οδυνηρό βάθος, την ανασκαφή της Μεταπολίτευσης, το πώς και το ποιοι έχτισαν τον συντεχνιασμό και την ανομία: ποιοι εξέθρεψαν τις φυλές των ΔΕΚΟ, ποιοι διόριζαν τους εαυτούς και τους συγγενείς τους σε χρυσοπληρωμένες αργομισθίες, ποιοι εξασφάλισαν συντάξεις από φαλιρισμένες ΔΕΚΟ, ποιοι αναρριχήθηκαν στα κομματικά οφίτσια και άλωσαν το κράτος, ποιοι δεν βρέθηκαν ποτέ στα ανταγωνιστικά έμπεδα της ελεύθερης αγοράς.

Ακόμη κι έτσι, όμως, χωρίς ανασκαφή, οι αρθρογράφοι περιέγραψαν το κόμμα τους, το κόμμα-βασίλισσα και τους κλώνους-κηφήνες. Κατά τούτο ήσαν ειλικρινείς αυτοπροσωπογραφούμενοι.


Γυμνώνεται η ζωή, και φανερώνει τον σκελετό, την ουσία. Κι όσο γυμνώνεται, όλες οι μιλιές και οι ήχοι συμφύρονται αξεδιάλυτα, τα ασήμαντα αποκτούν ξεχωριστό βάρος, όλα γίνονται οιωνοί, σημάδια, και καθώς ανάκατα στροβιλίζονται στον νου, παίρνουν απρόοπτα νοήματα, δείχνουν προς τον ζόφο και το φως μαζί, παίρνουν μυθικές διαστάσεις, αραιά και πού παραγορητικές, συχνότερα καταθλίβουσες.

Ηθογραφία. Ωριμη κυρία, φιλάρεσκη, περιγράφει ζευγάρι, περιγράφει μια ζωή βγαλμένη από πικρή ηθογραφία: ο σύζυγος Δον Ζουάν, ευπροσήγορος, γοητευτικός, άπιστος κατά συρροή, η σύζυγος σοβαρή, αυστηρή, αμίλητη, αυτός με δεσμούς αλλεπάλληλους, σοβαρούς δεσμούς, με γκαροσνιέρες διαρκώς, με γυναίκες νεότερες καριέρας, αυτή εκλεκτή επιστήμων, ανήσυχη για το τι θα πεί ο κόσμος, αγέλαστη, σαν καθηγήτρια Αρσακείου, άνθρωπος τυπικός της αξιοπρέπειας, και πώς ντυνόταν, κι αυτός πίσω από έρωτες και ποδόγυρους, τον ήξεραν όλα τα κοσμηματοπωλεία, χρυσαφικά στη γυναίκα του, χρυσαφικά στις ερωμένες, και τι ντύσιμο, τι στυλ, τι γλυκιά γλώσσα, άνθρωπος του κόσμου. Εζησαν μαζί χρόνια πολλά.

Ρεαλισμός. Ο διευθυντής της τράπεζας αφηγείται πώς έτρωγε ψαρούκλες ο παλαιός υπουργός στο επίνειο ― και τότε λέγανε ότι τα “έπιανε”. Μιλάει με πίκρα, με τζάχτι, μετανιώνει που δεν τον γιαούρτωσε τότε, τώρα είναι αργά. Ο ακροατής του φεύγει ζαλισμένος, σπρωγμένος από το μικρό αλλά τόσο απτό μίσος. Ο μαγαζάτορας πιο κάτω: τη δική μου οικογένεια ποιος θα την προστατέψει από τη φτώχεια που την απειλεί; Δεν παίρνει απάντηση. Γιατί δεν λένε την αλήθεια; Ας πτωχεύσουμε, μουρμουρίζει, αυτή η εκκρεμότητα δεν αντέχεται πια. Ακίνητα βλέμματα. Ολα εκκρεμούν, μέσα στην άδεια τράπεζα, όπου πειράζονται δυο παιδαρέλια, στο μπακάλικο εκκρεμείς οι σιωπηλοί πελάτες, στο βιβλιοπωλείο, όλα μετέωρα, ασταθή, βασανιστικά.

Εκκρεμεί το καλοκαίρι. Ανταλλάσσουμε ευχές για τις διακοπές. που πλησιάζουν αλλά κανείς δεν τις επικαλείται, δεν κλείνουν, δεν τις μελετάνε, σαν ζόμπι βαδίζουμε μες στο αβάσταχτο καλοκαίρι, τόσο ωραίο που θα ‘ναι στα νησιά και στα όρη, τόσο απόμακρο.

Γκόθικ. Τη νύχτα υπνωτισμός με Game of Thrones, σήριαλ fantasy, άχρονος μεσαίωνας, στον κόσμο των Επτά Ρηγάτων-Βασιλείων, περιμένοντας τον αμείλικτο χειμώνα των απέθαντων Λευκοπερπατητών που θα ‘ρθουν απ’ τον Βορρά. Οσο πιο άψαχνη η μεταμοντέρνα δημοκρατία, όσο βαθύτερα ζούμε μες στη βιοπολιτική που μας στερεί έδαφος και σώμα, τόσο πιο αχαλίνωτη γίνεται η μυθοπλασία που τρέφει τον αμφιβληστροειδή και τον ρινεγκέφαλο. Το Game of Thrones συνεχίζει τον Αρχοντα των Δαχτυλιδιών, τον Κλαύδιο και τη Ρώμη, αδρή αλληγορία για την εξουσία, σε έναν γκόθικ κόσμο που κυριαρχείται από Παλαιούς Θεούς, απόλυτους ηγεμόνες, φατρίες, οίκους, αίμα, στρατιώτες, ευνούχους, πόρνες και ορδές βαρβάρων.

Οσο πιο ζοφερή η νεωτερική πραγματικότητα, τόσο πιο λαμπερό-αιχμηρό το γκόθικ, το φανταστικό, το θέαμα του αίματος· τόσο πιο εξαφανισμένη η δημοκρατία, και υπερτονισμένη η ωμή δύναμη του Αρχοντα και του Πολεμιστή, η κτηνωδία, η μαγεία, η λαγνουργία. Η κινηματογραφική βιομηχανία παράγει σαγηνευτικές ενδοσκοπήσεις, φαντασμαγορίες πέραν χρόνου και χώρου, με σκληρές αποδομήσεις της προτεσταντικής ηθικής, με αποθέωση μιας αναγεννησιακής πολιτικής σκληρότητας, με γοητευτικό ζωγράφισμα του ήρωα, του εξουσιαστή και του κτήνους·είναι φαντασμαγορίες για ακροατήρια που δεν αντέχουν πια να αντικρίζουν το έξω, την κόλαση του πραγματικού, και στρέφουν το βλέμμα μακριά, στη χώρα της φαντασίας, καταφύγιο παρηγοριάς και μέθης. Ο κόσμος ανασυντίθεται σαν παραλήρημα.

Η άνθηση του γκόθικ, του άχρονου, της απενεχοποιημένης σωματικής βίας και του σεξ, το νοητικό σπλάτερ, η αναπαράσταση του κόσμο σαν βίντεο γκέιμ, συμβαίνει σε μια ιστορική καμπή. Η δημοκρατία παγώνει μες στον επελαύνοντα χειμώνα. Ο κόσμος που ζούσαμε δεν έχει πια νόημα. Ο καπιταλισμός είναι ο δράκος που ξαναγεννιέται από το αδρανές αβγό, είναι η χρυσή ορδή και οι απέθαντοι.

Σαγηνευμένοι από το θέαμα της καταστροφής μας, ρουφάμε ίντριγκες, χαρακτήρες, τσεκούρια, αίμα, νάνους και σακάτηδες, φονιάδες, λύκους και κόρακες, εντρυφούμε σε φονικές ατάκες περί εξουσίας και δύναμης, περί μοίρας και υποταγής, σε μασκαράτες του Μακιαβέλι και του Νίτσε. Το γκόθικ εκτοπίζει την ηθογραφία της δημοκρατίας, εκτοπίζει τον ρεαλισμό, ακόμη και το πικρό πλην κομψό νουάρ, γιατί είναι το genre που εκφράζει με τον πιο αρμόζοντα τρόπο την αγωνία του καιρού, τον ρόγχο του οικείου κόσμου, το σβήσιμο του καλοκαιριού, την επέλαση του χειμώνα και της νύχτας.

Βυθιζόμαστε στον ναρκωτικό χειμώνα του γκόθικ καθώς μας τυλίγει το πιο απόμακρο, το πιο ανησυχητικό καλοκαίρι της ζωής μας.

Του Νικου Γ. Ξυδακη
Στο έλκηθρο έγραφε Rosebud
Οι παρούσες εκλογές και η απερχόμενη κυβέρνηση σφραγίζονται με πολλούς τρόπους από τους πενηντάρηδες. Από τους συν-πλην πενηντάρηδες, τους γεννηθέντες στη δεκαετία ‘50-’60. Ας πούμε, Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Παπανδρέου. Κοντινές ηλικίες, έτσι ώστε να τους χαρακτηρίζεις γενιά, αλλά και με διαφορετικές συμπεριφορές, έτσι ώστε να μας δίνουν τη δυνατότητα να ρισκάρουμε μια πιο κοντινή ανάγνωση αυτών των «πενηντάρηδων της εξουσίας».
Είναι πολλοί και αρκετά προβεβλημένοι αυτοί οι πενηντάρηδες. Ας μείνουμε στους προειρηθέντες, γιατί συγκεντρώνουν κάποιους τυπικούς χαρακτήρες, ενδεικτικούς.
Είναι λίγο-πολύ η γενιά μου. Υπό μία έννοια, η δική τους επιτυχία ή αποτυχία με αφορά ― υπό μία έννοια, μόνο, γενεαλογική. Και υπό άλλη έννοια, αυτή ακριβώς η γενεαλογική ταύτιση με προκαλεί να ανιχνεύσω ή και να συμμεριστώ τις πνευματικές τους πορείες, τα περάσματα ενηλικίωσης, τα διαβάσματα, τα διλήμματα. Υπό μία αίρεση: η δική σχέση τους με την εξουσία είναι μοναδική, προσωπική. Εμείς παρατηρούμε τα απότοκα αυτής της σχέσης.
Ο Κώστας Καραμανλής εκφράζει πολλούς Ελληνες ομηλίκους του με την εικόνα που εκπέμπει, ενός ντόμπρου και έντιμου ανθρώπου, ζεστού και φιλικού, πιστού στους φίλους του. Είναι ο άνθρωπος που θα ήθελες να έχεις φίλο. Ταυτόχρονα, με την πάροδο του χρόνου και την μακρά παραμονή του στην εξουσία, στην ηγεσία του κόμματός του και στην ηγεσία της χώρας, εκπέμπει και την εικόνα ενός ανθρώπου που δεν έδωσε μάχες, που δεν μάτωσε, δεν άνοιξε καν τη μύτη του. Δεν παίρνει τις αποφάσεις την ώρα που πρέπει, δεν είναι σκληρός όταν χρειάζεται, χάνει τον χρόνο και την ιστορική ευκαιρία.
Γιατί; Δεν ξέρει να μάχεται, γιατί ποτέ δεν του χρειάστηκε. Τα βρήκε όλα  εύκολα, κερδισμένα εκ των προτέρων, ο δρόμος προς την εξουσία και την επιτυχία ήταν ανοιχτός, ανεμπόδιστος, δεν χρειάστηκε να συγκρουστεί, δεν χρειάστηκε να μισήσει, να ταπεινωθεί, να ηττηθεί προσώρας και να πρέπει να ξανασηκώσει κεφάλι μόνος, χωρίς βοήθεια. Κενό βρήκε στο κόμμα του και εξελέγη αρχηγός θριαμβευτικά σαράντα-κάτι χρονών, κενό βρήκε το 2004 μετά την πτώση Σημίτη και καβάλησε το κύμα της πανεθνικής ευφορίας εκείνου του καλοκαιριού της μέθης. Ακοπα, αναίμακτα. Πριν τα πενήντα.
Οταν σπατάλησε το ακόπως κερδισμένο κεφάλαιο της ευφορίας, άρχισαν τα δύσκολα. Διαπλεκόμενοι, γέροντες, μήντια, προβλήματα διοίκησης, προβλήματα  καθημερινά, προβλήματα στρατηγικά. Ολα ζητούσαν συγκρούσεις, μάχες, θυσίες, αίμα. Ο Κ. Καραμανλής, καλοαναθρεμμένος, με βίο εκτός συγκρούσεων, κήρυττε “σεμνά και ταπεινά”. Το εννοούσε. Αλλά δεν μπορούσε να το επιβάλει, γιατί η επιβολή απαιτεί βία, και ο Κ. Καραμανλής δεν μπορούσε να λερώσει τα χέρια του. Ποτέ ο Καραμανλής δεν φέρθηκε βίαια την ώρα που έπρεπε· έκανε πίσω, κι όταν αποφάσιζε να δράσει είχε χάσει τον ιστορικό βηματισμό.
Γιατί; Γιατί ο Καραμανλής είναι ένας Ελληνας χαϊδεμένος, που έφτασε στα πενήντα, που έφτασε στην κορυφή, απλώς γλιστρώντας πάνω στο έλκηθρο Rosebud που τον μετέφερε: όνομα, παράδοση, οικογενειακή ευμάρεια, εύκολες σπουδές, εξασφαλισμένη σταδιοδρομία. Η εξουσία του χαρίστηκε, δεν την κατάκτησε.
Ακριβώς όπως και ο Γιώργος Παπανδρέου, ο έτερος πορφυρογέννητος. Κι αυτός καβάλα στο έλκηθρο με το μαγικό όνομα της δυναστείας γραμμένο με φωτιά ανεξίτηλα, από το Καστρί στην Καλιφόρνια και τη Σουηδία, κι από κει στην Τρικούπη και την Ιπποκράτους. Μόνο που αυτός έζησε υπό τη σκέπη (και τη σκιά) όχι του θείου, αλλά του πατέρα, ενός γοητευτικού, λαοφιλούς, ισχυρού πολιτικού πατέρα. Μεγάλωσε στο λίκνο της ισχύος και γαλουχήθηκε με εξουσία. Η εξουσία ήταν το πεπρωμένο του, δεν μπόρεσε, δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του έξω απ’ αυτήν.
Δεν ήταν πάντα γλυκιά η εξουσία στη σκιά του πατέρα και των σαρδόνιων δελφίνων, αλλά ο Γ. Παπανδρέου ήξερε να περιμένει, και ήξερε επίσης ότι την κρίσιμη στιγμή μπορεί το όνομα, η μόνη κληρονομιά, να βάραινε αποφασιστικά. Και βάρυνε. Ο Γ. Παπανδρέου, ανάμεσα σε αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες, επιβλήθηκε στο κόμμα του, ό,τι είχε απομείνει τέλος πάντων. Επιβλήθηκε σαν πρίγκιπας και βασιλικός διάδοχος, παρακάμπτοντας τη νομενκλατούρα και το καταστατικό, αντλώντας ισχύ απευθείας από τους φίλους του ΠΑΣΟΚ. Κάνει πολιτική σαν έφηβος, σαν τον παιγνιώδη Λεονάρντο: στήνοντας την καταδική του ατζέντα, με γκάτζετ, πράσινα οράματα καινοτομιών, φίλους, πρόσωπα με συστάσεις και CV. Mε το εφηβικό πείσμα του εξ αίματος διαδόχου άσκησε και ασκεί πολιτική, σε μια πραγματικότητα που την φέρνει και του τη φέρνουν στα μέτρα του, με μια ιδιοσυγκρασιακή αντίληψη αυτού του ρευστού σύγχρονου ελληνισμού, αντίληψη ιδαλγού, σχεδόν φιλελληνική.
Και ο Κώστας και ο Γιώργος, με διαφορετικούς τρόπους, εκφράζουν όσους από τη γενιά τους δεν ίδρωσαν, δεν μάτωσαν, δεν ζήλεψαν. Ολα τους δόθηκαν, ελάχιστα έχουν να κερδίσουν. Εκφράζουν κάποιους Ελληνες ασφαλώς. Αλλά φοβούμαι ότι αυτοί οι Ελληνες τυχεροί, οι προνομιούχοι και πορφυρογέννητοι, είναι πολύ λίγοι· είναι μια ελίτ, που θεωρεί πεπρωμένο της να κυβερνά άκοπα, αναίμακτα, καβάλα σε ένα μαγικό έλκηθρο. Ομως, η κοινωνία συντίθεται από πολύ περισσότερους μη προνομιούχους, ταπεινογεννημένους, που μοχθούν να ανέλθουν, που ανταγωνίζονται λυσσαλέα κάθε μέρα και ιδρώνουν και ματώνουν και δημιουργούν. Αυτοί οι πολλοί, η μάζα, δεν εκφράζεται, από τους χαιδεμένους κεντριστές γόνους της ελίτ, τους χωρίς πυγμή. Αυτοί οι πολλοί συνιστούν σήμερα την ελληνική κοινωνία, αυτοί ορίζουν το δημόσιο πεδίο. Μπορεί και να ψηφίζουν τους ομηλίκους Κώστα και Γιώργο· μα σίγουρα δεν εκφράζονται. Μπορεί να τους ψηφίζουν όμως, ακριβώς γιατί θα ήθελαν κι αυτοί οι πολλοί, οι μη προνομιούχοι, να τα εύρισκαν όλα έτοιμα, χωρίς μάχη.

prespes_2009_web

Οι παρούσες εκλογές και η απερχόμενη κυβέρνηση σφραγίζονται με πολλούς τρόπους από τους πενηντάρηδες. Από τους συν-πλην πενηντάρηδες, τους γεννηθέντες στη δεκαετία ‘50-’60. Ας πούμε, Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Παπανδρέου. Κοντινές ηλικίες, έτσι ώστε να τους χαρακτηρίζεις γενιά, αλλά και με διαφορετικές συμπεριφορές, έτσι ώστε να μας δίνουν τη δυνατότητα να ρισκάρουμε μια πιο κοντινή ανάγνωση αυτών των «πενηντάρηδων της εξουσίας».

Είναι πολλοί και αρκετά προβεβλημένοι αυτοί οι πενηντάρηδες. Ας μείνουμε στους προειρηθέντες, γιατί συγκεντρώνουν κάποιους τυπικούς χαρακτήρες, ενδεικτικούς.

Είναι λίγο-πολύ η γενιά μου. Υπό μία έννοια, η δική τους επιτυχία ή αποτυχία με αφορά ― υπό μία έννοια, μόνο, γενεαλογική. Και υπό άλλη έννοια, αυτή ακριβώς η γενεαλογική ταύτιση με προκαλεί να ανιχνεύσω ή και να συμμεριστώ τις πνευματικές τους πορείες, τα περάσματα ενηλικίωσης, τα διαβάσματα, τα διλήμματα. Υπό μία αίρεση: η δική σχέση τους με την εξουσία είναι μοναδική, προσωπική. Εμείς παρατηρούμε τα απότοκα αυτής της σχέσης.

Ο Κώστας Καραμανλής εκφράζει πολλούς Ελληνες ομηλίκους του με την εικόνα που εκπέμπει, ενός ντόμπρου και έντιμου ανθρώπου, ζεστού και φιλικού, πιστού στους φίλους του. Είναι ο άνθρωπος που θα ήθελες να έχεις φίλο. Ταυτόχρονα, με την πάροδο του χρόνου και την μακρά παραμονή του στην εξουσία, στην ηγεσία του κόμματός του και στην ηγεσία της χώρας, εκπέμπει και την εικόνα ενός ανθρώπου που δεν έδωσε μάχες, που δεν μάτωσε, δεν άνοιξε καν τη μύτη του. Δεν παίρνει τις αποφάσεις την ώρα που πρέπει, δεν είναι σκληρός όταν χρειάζεται, χάνει τον χρόνο και την ιστορική ευκαιρία.

Γιατί; Δεν ξέρει να μάχεται, γιατί ποτέ δεν του χρειάστηκε. Τα βρήκε όλα  εύκολα, κερδισμένα εκ των προτέρων, ο δρόμος προς την εξουσία και την επιτυχία ήταν ανοιχτός, ανεμπόδιστος, δεν χρειάστηκε να συγκρουστεί, δεν χρειάστηκε να μισήσει, να ταπεινωθεί, να ηττηθεί προσώρας και να πρέπει να ξανασηκώσει κεφάλι μόνος, χωρίς βοήθεια. Κενό βρήκε στο κόμμα του και εξελέγη αρχηγός θριαμβευτικά σαράντα-κάτι χρονών, κενό βρήκε το 2004 μετά την πτώση Σημίτη και καβάλησε το κύμα της πανεθνικής ευφορίας εκείνου του καλοκαιριού της μέθης. Ακοπα, αναίμακτα. Πριν τα πενήντα.

Οταν σπατάλησε το ακόπως κερδισμένο κεφάλαιο της ευφορίας, άρχισαν τα δύσκολα. Διαπλεκόμενοι, γέροντες, μήντια, προβλήματα διοίκησης, προβλήματα  καθημερινά, προβλήματα στρατηγικά. Ολα ζητούσαν συγκρούσεις, μάχες, θυσίες, αίμα. Ο Κ. Καραμανλής, καλοαναθρεμμένος, με βίο εκτός συγκρούσεων, κήρυττε “σεμνά και ταπεινά”. Το εννοούσε. Αλλά δεν μπορούσε να το επιβάλει, γιατί η επιβολή απαιτεί βία, και ο Κ. Καραμανλής δεν μπορούσε να λερώσει τα χέρια του. Ποτέ ο Καραμανλής δεν φέρθηκε βίαια την ώρα που έπρεπε· έκανε πίσω, κι όταν αποφάσιζε να δράσει είχε χάσει τον ιστορικό βηματισμό.

Γιατί; Γιατί ο Καραμανλής είναι ένας Ελληνας χαϊδεμένος, που έφτασε στα πενήντα, που έφτασε στην κορυφή, απλώς γλιστρώντας πάνω στο έλκηθρο Rosebud που τον μετέφερε: όνομα, παράδοση, οικογενειακή ευμάρεια, εύκολες σπουδές, εξασφαλισμένη σταδιοδρομία. Η εξουσία του χαρίστηκε, δεν την κατάκτησε.

Ακριβώς όπως και ο Γιώργος Παπανδρέου, ο έτερος πορφυρογέννητος. Κι αυτός καβάλα στο έλκηθρο με το μαγικό όνομα της δυναστείας γραμμένο με φωτιά ανεξίτηλα, από το Καστρί στην Καλιφόρνια και τη Σουηδία, κι από κει στην Τρικούπη και την Ιπποκράτους. Μόνο που αυτός έζησε υπό τη σκέπη (και τη σκιά) όχι του θείου, αλλά του πατέρα, ενός γοητευτικού, λαοφιλούς, ισχυρού πολιτικού πατέρα. Μεγάλωσε στο λίκνο της ισχύος και γαλουχήθηκε με εξουσία. Η εξουσία ήταν το πεπρωμένο του, δεν μπόρεσε, δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του έξω απ’ αυτήν.

Δεν ήταν πάντα γλυκιά η εξουσία στη σκιά του πατέρα και των σαρδόνιων δελφίνων, αλλά ο Γ. Παπανδρέου ήξερε να περιμένει, και ήξερε επίσης ότι την κρίσιμη στιγμή μπορεί το όνομα, η μόνη κληρονομιά, να βάραινε αποφασιστικά. Και βάρυνε. Ο Γ. Παπανδρέου, ανάμεσα σε αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες, επιβλήθηκε στο κόμμα του, ό,τι είχε απομείνει τέλος πάντων. Επιβλήθηκε σαν πρίγκιπας και βασιλικός διάδοχος, παρακάμπτοντας τη νομενκλατούρα και το καταστατικό, αντλώντας ισχύ απευθείας από τους φίλους του ΠΑΣΟΚ. Κάνει πολιτική σαν έφηβος, σαν τον παιγνιώδη Λεονάρντο: στήνοντας την καταδική του ατζέντα, με γκάτζετ, πράσινα οράματα καινοτομιών, φίλους, πρόσωπα με συστάσεις και CV. Mε το εφηβικό πείσμα του εξ αίματος διαδόχου άσκησε και ασκεί πολιτική, σε μια πραγματικότητα που την φέρνει και του τη φέρνουν στα μέτρα του, με μια ιδιοσυγκρασιακή αντίληψη αυτού του ρευστού σύγχρονου ελληνισμού, αντίληψη ιδαλγού, σχεδόν φιλελληνική.

Και ο Κώστας και ο Γιώργος, με διαφορετικούς τρόπους, εκφράζουν όσους από τη γενιά τους δεν ίδρωσαν, δεν μάτωσαν, δεν ζήλεψαν. Ολα τους δόθηκαν, ελάχιστα έχουν να κερδίσουν. Εκφράζουν κάποιους Ελληνες ασφαλώς. Αλλά φοβούμαι ότι αυτοί οι Ελληνες τυχεροί, οι προνομιούχοι και πορφυρογέννητοι, είναι πολύ λίγοι· είναι μια ελίτ, που θεωρεί πεπρωμένο της να κυβερνά άκοπα, αναίμακτα, καβάλα σε ένα μαγικό έλκηθρο. Ομως, η κοινωνία συντίθεται από πολύ περισσότερους μη προνομιούχους, ταπεινογεννημένους, που μοχθούν να ανέλθουν, που ανταγωνίζονται λυσσαλέα κάθε μέρα και ιδρώνουν και ματώνουν και δημιουργούν. Αυτοί οι πολλοί, η μάζα, δεν εκφράζεται, από τους χαιδεμένους κεντριστές γόνους της ελίτ, τους χωρίς πυγμή. Αυτοί οι πολλοί συνιστούν σήμερα την ελληνική κοινωνία, αυτοί ορίζουν το δημόσιο πεδίο. Μπορεί και να ψηφίζουν τους ομηλίκους Κώστα και Γιώργο· μα σίγουρα δεν εκφράζονται. Μπορεί να τους ψηφίζουν όμως, ακριβώς γιατί θα ήθελαν κι αυτοί οι πολλοί, οι μη προνομιούχοι, να τα εύρισκαν όλα έτοιμα, χωρίς μάχη.

φωτ.: Πάνος Κοκκινιάς, Πρέσπες 2009.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.892 hits
Αρέσει σε %d bloggers: