You are currently browsing the tag archive for the ‘εκσυγχρονισμός’ tag.

Με όλα τα πολιτικά σενάρια εξελισσόμενα, με τη χώρα στη γεωπολιτική μέγγενη δανειστών, εταίρων και γειτόνων, με γενικευμένη αθυμία στο εσωτερικό, με την κοινωνία κατάκοπη και διαιρεμένη ενώπιον ενδεχομένων που απαιτούν πιεστικά αποφάσεις και επειγόντως πράξεις, η σκέψη μας ανατρέχει σε έναν πολιτικό φιλόσοφο ο οποίος ανέλυσε τον καιρό του και ρισκάρισε προβολές στο μέλλον.

«Δεν υπάρχει καμμιά τελειωτική λύση και καμμιά ευτυχία που να μη διατρέχει κινδύνους. Όποιος πιστεύει στην ύπαρξη τελειωτικών λύσεων φοβάται απλώς ότι θα χάσει τη βεβαιότητα μιάς ευτυχίας χωρίς κινδύνους.» (Ισχύς και απόφαση, 1991)

Ανατρέχουμε στον Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Μια καίρια επισήμανσή του, μεταξύ πολλών άλλων, για την τύχη του έθνου-κράτους στην πλανητική εποχή, προοικονομεί, 16 χρόνια νωρίτερα, την πρόσφατη ανάλυση του Μαρκ Μαζάουερ (εδώ και εδώ).

«Το ζήτημα δεν είναι αν ‘το έθνος’, γενικά κι αφηρημένα, μπορεί να επιβιώσει ή όχι, αλλά αν τούτο ή εκείνο το υφιστάμενο έθνος εκπληρώνει ή όχι τους όρους της βιώσιμης πολιτικής μονάδας μέσα στην πλανητική εποχή […] Εθνικά κράτη, τα οποία τελούν υπό έμπρακτη πολιτική και οικονομική εξάρτηση: Tο αν θα στέρξουν στη μοίρα τους αυτή, ώστε τουλάχιστον με την υποταγή τους σε μιαν ισχυρότερη δύναμη να μην αποκοπούν ολότελα από την πλανητική εξέλιξη, ή αν θα εξεγερθούν εναντίον αυτής της μοίρας, γιατί θεωρούν τον οικουμενισμό των μεγάλων δυνάμεων μέσο επεκτατισμού και εκβιασμού – αυτό δεν θα το αποφασίσει μόνον η ψυχρή λογική του συμφέροντος, αλλά και βαθύρριζα συναισθήματα. Eπίσης, ανοιχτό είναι το ζήτημα αν η εξέγερση εξυπηρετεί καλύτερα τη συντήρηση της παραδοσιακής ταυτότητας από ό,τι την εξυπηρετεί η υποταγή. Γιατί η εξέγερση, αν θέλει να είναι επιτυχής, απαιτεί γρήγορο εκσυγχρονισμό, ενώ η εκούσια υποταγή μπορεί να συνοδεύεται από την ανακαίνιση παραδοσιακών ψευδοπροσόψεων για λόγους ψυχικής υπεραναπλήρωσης και τουριστικής αξιοποίησης (παράδειγμα η σημερινή Eλλάδα).» (4.7.1996, Καθημερινή)

Από την αρχή της ελληνικής κρίσης, το 2009, και πολύ περισσότερο από την αναγγελία εισόδου στο πρώτο μνημόνιο, ήταν σαφές ότι η πολιτική γεωγραφία, όπως λίγο πολύ παρέμενε σταθερή από τη δεκαετία ‘80, θα άλλαζε βαθιά και διαρκώς. Σε κανένα κράτος υπό τη δοκιμασία της χρεοκοπίας και των προγραμμάτων του ΔΝΤ το πολιτικό σύστημα δεν παρέμεινε αλώβητο· αντιθέτως, πρόσωπα και δυνάμεις που οδηγούν μια χώρα στην οδυνηρή επιτήρηση είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν από το προσκήνιο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Αυτή η τεκτονική μετατόπιση συμβαίνει ήδη και στην Ελλάδα, παρότι δεν έχει ολοκληρωθεί. Το πολιτικό σκηνικό του φθινοπώρου 2009, μετά τις τελευταίες προμνημονιακές εκλογές, παρουσιάζει ελάχιστα κοινά τυπικά χαρακτηριστικά με το σημερινό. Εν τω μεταξύ, στη διαρρεύσασα τετραετία, έχουν συμβεί πρωτογανή γεγονότα: ο εκλεγμένος πρωθυπουργός του πρώτου μνημονίου απεπέμφθη και ο υπουργός του επί των Οικονομικών σύρεται κατηγορούμενος για κακούργημα. Ενας τραπεζίτης αναγορεύθηκε πρωθυπουργός και υπέγραψε το δεύτερο μνημόνιο. Το κεντροαριστερό κόμμα που σφράγισε τη μεταπολίτευση και έβαλε τη χώρα σε καθεστώς επιτήρησης κατέρρευσε. Ενα ακροδεξιό κόμμα συνήργησε στο μνημόνιο και εξαερώθηκε. Ενα άλλο ακροδεξιό μόρφωμα, με νεοναζιστικούς χαρακτήρες και αντισυστημική ρητορική, εκτοξεύθηκε από το πουθενά και διεκδικεί την τρίτη θέση. Ο ηγέτης της μείζονος αντιπολίτευσης, που αντιτάχθηκε στο πρώτο μνημόνιο, υπέγραψε το δεύτερο και το τρίτο και εφάρμοσε πολτική εκ διαμέτρου αντίθετη προς τις διακηρύξεις του, όταν έγινε πρωθυπουργός. Τέλος, ένα μικρό αριστερό κόμμα, κινούμενο ιστορικά μεταξύ 3%-5,5%, απογειώθηκε στη στρατόσφαιρα του 27% και του ουσιαστικού ρυθμιστή των εξελίξεων εφεξής.

Οι αλλαγές δεν σταματούν εδώ. Στο ρευστό παρόν, πέραν της υπό διαμόρφωσιν πολιτικής γεωγραφίας, διακρίνουμε ήδη μείζονες μετασχηματισμούς στο κοινωνικό ανάγλυφο, δηλαδή στην ταξική διάρθρωση, και στις συλλογικές αναπαραστάσεις, στις συμπεριφορές και στις ιδέες. Το υλικό, κοινωνικό και διανοητικό σοκ της χρεοκοπίας και της φτώχιας διαμορφώνει νέες συσσωματώσεις, νέα συλλογικά και ατομικά υποκείμενα, με τέτοια σφοδρότητα και ταχύτητα που δεν είχαμε υποψιαστεί στην Ελλάδα τον τελευταίο μισό αιώνα. Τόσο που, στο πολιτικό επίπεδο, μπορούμε να μιλάμε για νέα δεξιά και νέα αριστερά, σε αντιπαραβολή με την έως πρόσφατα παλαιά δεξιά και αριστερά.

Θα αποτολμήσουμε να περιγράψουμε αδρά μερικά χαρακτηριστικά του αναδυόμενου τοπίου, σε σύγκριση με τους χαρακτήρες του παλαιού.

Η παλαιά δεξιά, επηρεασμένη βαθιά από τον καραμανλισμό της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου («σοσιαλμανία» και ευρείες κρατικοποιήσεις), σταδιακά προσέγγισε και τον κεντρώο χώρο, όπως και τον φιλελεύθερο-νεοφιλελεύθερο. Η νεοφιλελεύθερη στροφή, υπό τον αστερισμό του θατσερισμού, επιχειρήθηκε από τον Κων. Μητσοτάκη στο κυβερνητικό διάλειμμα του ‘90. Η κεντρώα στροφή της λαϊκής δεξιάς ολοκληρώθηκε υπό την ηγεσία τον Κώστα Καραμανλή. Ηδη όμως από τη δεκαετία ‘90, η νοοτροπία των στελεχών της δεξιάς επηρεάζεται από τον κυβερνητισμό και τη συμπαγή κομματική οργάνωση του αντιπάλου του, του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Μετά το 2004, και ιδίως μετά το 2007, η τυπική δεξιά παρουσιάζεται κουρασμένη, χωρίς νέα πρόσωπα και νέες ιδέες, στηριζόμενη στην περιστασιακή, μεγαλύτερη ή μικρότερη, ακτινοβολία του ηγέτη της παράταξης.

Η κρίση μεταμορφώνει δραστικά τη δεξιά. Η χρεοκοπία, τα μνημόνια και η συνακόλουθη εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και των μικρομεσαίων, απομακρύνουν μεγάλα μέρη της εκλογικής πελατείας. Ταυτόχρονα, οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες, εφαρμοζόμενες από την ξένη επιτροπεία, καθίστανται απεχθείς για τις μάζες. Τα πληγέντα στρώματα, που ακολουθουσαν τη δεξιά, είτε ως πελάτες είτε από οικογενειακή παράδοση, αποκολλώνται ψυχικά και σκορπίζουν. Παρά τη στροφή της πληγείσας ΝΔ προς τον σκληρό λόγο και την απορρόφηση ακροδεξιών από τον ΛΑΟΣ, ένα σημαντικό μέρος ψηφοφόρων καταφεύγει στον οιονεί αντισυστημικό, υπερεθνικιστικό, λαϊκιστικό και βάναυσο λόγο της Χρυσής Αυγής. Υπό αυτή την έννοια, η παλαιά ΝΔ και η νέα ΧΑ είναι όμορες και ανταγωνιστικές εντός του ευρύτερου δεξιού πλαισίου.

Αξιοσημείωτο: η νυν ΝΔ διατηρείται ενιαία μόνον λόγω της συγκολλώσας κυβερνητικής εξουσίας. Κατά τα άλλα, εφόσον η κατάσταση οξύνεται, θα αποκαλύπτονται οι τώρα λανθάνουσες φυγόκεντρες τάσεις: οι σαμαρικοί της σκληρής λαϊκής δεξιάς, οι καραμανλικοί κεντροδεξιοί, οι νεοφιλελεύθεροι, οι ακροδεξιοί.

Στα μήντια, συμβατικά και δικτυακά, η δεξιά εκφράζεται με ισχυρή φωνή κυρίως μέσω των νεοδεξιών, οι οποίοι προέρχονται από μη τυπικούς δεξιούς χώρους· κυρίως από την πρώην εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, το ερειπιώδες ΠΑΣΟΚ του Β. Βενιζέλου, φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους των μικροσκοπικών μορφωμάτων, αλλά και αρκετούς πρώην αριστερούς. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φωνής είναι η επιθετική ρητορική της καθολικής ευθύνης ή της συνευθύνης, και ένα κράμα ηθικολογίας και οικονομισμού.

Η αριστερά έχει υποστεί κι αυτή βαθιές μεταμορφώσεις. Η παλαιά ήταν κατά βάσιν ηττοπαθής, περιχαρακωμένη, αναχρονιστική, εκφραζόμενη ως τέτοια από το ΚΚΕ έως και σήμερα. Η σοσιαλδημοκρατία, στην επικρατήσασα ελληνική εκδοχή της, ήταν μαζική, νικήτρια, συμπαγής, λαϊκιστική, πελατειακή και συντεχνιακή, εντέλει διεφθαρμένη. Τώρα πλέον δεν υπάρχει.

Ο τελευταίος, μικρότερος παίκτης της ευρύτερης παλαιάς αριστεράς, ο πρώην Συνασπισμός, είναι αυτός που άλλαξε πιο θεαματικά από οποιονδήποτε πολιτικό σχηματισμό. Ο μικρός ΣΥΝ καρδιοχτυπούσε να μπει στη Βουλή, ήταν μια περίπου λέσχη μοιρασμένη ανάμεσα στον δικαιωματισμό και έναν αντιπαγκοσμιοποιητικό κινηματισμό, ταλαντευόμενος επίσης ανάμεσα στον φετιχιστικό ευρωπαϊσμό και τον εγγενή συντηρητισμό της πρωην ΕΑΡ, αφενός, και τις παλαιοαριστερές καθηλώσεις των κουκουεδογενών, αφετέρου. Κοινωνικά και ανθρωπολογικά, η παλαιά αριστερά ήταν συμμαζεμένη και υστερόβουλη, λεηλατημένη πολιτικά αλλά και βολεμένη εντός του κοινωνικού συμβολαίου του ΠΑΣΟΚ. Η περιλάλητη πνευματική ηγεμονία της είναι μάλλον για γέλια.

Η νεά αριστερά όπως την ανέδειξε η τεκτονική κρίση έχει διαφοριστεί σε πολύ σύντομο χρόνο. Είναι επιθετική και αυθάδης, με σχετική αυτοπεποίθηση, είναι ηγεμονική αλλά και σαστισμένη, υπό το βάρος της ιστορικής ευθύνης και με τη διεθνή κοινή γνώμη στραμμένη πάνω της. Η αναδυόμενη μαζική αριστερά φέρει την απόγνωση της κρίσης και της υλικής εξαθλίωσης, υποφέρει και αυτή από τη σύγχυση των καινοφανών προκλήσεων, δεν διαθέτει νέα διανοητικά εργαλεία, αλλά πολιτικά για πρώτη φορά καταφέρνει να είναι πιο ανοιχτά λαϊκή, συχνά και λαϊκιστική. Υπάρχουν κι εδώ πολύς οπορτουνισμός, υστεροβουλία, εξουσιομανία. Ελάχιστες νέες ιδέες. Τα πιο νεανικά της τμήματα είναι τα πιο μοντέρνα, ανοιχτά στη νέα γνώση, τα νέα μέσα και τον κοσμοπολιτισμό· αυτά συμπεριφέρονται πλουραλιστικά επιθετικά στα κοινωνικά δίκτυα, αποκόπτουν εαυτούς από τη σταλινική παράδοση και ταυτόχρονα βδελύσσονται την παλαιά σοσιαλδημοκρατία, ιδίως τον εκσυγχρονισμό που βούλιαξε στη διαφθορα και την χρεοκοπία.

Κι ακόμη δεν έχουμε δει τίποτε.

«Η μεταπολίτευση δεν έχει και τόσο καλή φήμη στις μέρες μας. Διανοούμενοι όλων των αποχρώσεων τη στηλιτεύουν, αναγνωρίζοντάς την ως πηγή των κακοκδαιμονιών που τυραννούν εδώ και πολύ καιρό, κι ακόμη περισσότερο σήμερα, τη χώρα: από την ισοπέδωση κριτηρίων και αξιών στην παιδεία μέχρι τη διάδοση μιας ξύλινης γλώσσας στα δημόσι απράγματα, κι από την κατάχρηση συνδικαλιστικών και πολιτικών διεκδικήσεων μέχρι τη δημοσιονομική κατάρρευση και την κρίση χρέους».

Περιγράφει ο Κώστας Λιβιεράτος, κατ’ εξοχήν τέκνο της περιόδου, οξυδερκής και εμβριθής μελετητής της «πολιτισμικής» μεταπολίτευσης είτε γράφοντας αυτόνομα είτε αναλύοντας το έργο του φίλου του Χρήστου Βακαλόπουλου. Ο Βακαλόπουλος άλλωστε, μοναδικός παρατηρητής του καιρού του, καμιά εικοσαριά χρόνια νωρίτερα, είχε μιλήσει για «αυτή την παρεξήγηση που ονομάστηκε μεταπολίτευση».

Στο εκτενές μελέτημά του «Ο Χρ. Βακαλόπουλος και οι χαμένοι δρόμοι της μεταπολίτευσης», στο τελευταίο τεύχος της Νέας Εστίας, ο Λιβιεράτος τοποθετεί με ευαισθησία την όλη συζήτηση περί τέλους της μεταπολίτευσης πέραν της αυτομαστίγωσης και της στερεοτυπικής καθολικής ευθύνης. Σαν ακάματος ανασκαφέας των συλλογικών αναπαραστάσεων και των συλλογικών πρακτικών, των καθημερινών σπαραγμάτων του λαϊκού πολιτισμού και της διάσπαρτης ποπ, σαν άγρυπνος ακροατής των υπόγειων ρευμάτων της παράδοσης και της ιστορίας, ο Κ.Λ. βγαίνει τολμηρά υπεράνω της νοσταλγίας για το ροκ συγκρότημα της εφηβείας μας που διαλύθηκε, αλλά και υπεράνω της άγονης καταστροφολογίας.

Προεκτείνω τις σκέψεις του Κ.Λ., συνοδοιπόρου απ’ τα χρόνια του ’80, μέσα στο δραματικό παρόν: Η αθωότητα και η σωματική βίωση του χρόνου τέλειωσε πράγματι πολύ πριν από τη χρεοκοπία. Από τη δεκαετία του ’90 ζούμε διαρκώς αποκολλώμενοι από τη σωματικότητα και την παράδοση, διαρκώς εμβαπτιζόμενοι στη φενάκη και την απληστία, ανιστορικοί και λιμασμένοι. Χωρίς να γινόμαστε περισσότερο ηδονικοί· μάλλον, ματαιόσπουδοι θηρευτές της ατομικότητας και της υλικής πλησμονής. Χάνοντας στο δρόμο την κριτική ματιά, τη ζυγισμένη αποτίμηση, την αποσυμπιεστική ειρωνεία, την αίσθηση της φθαρτότητας. Χάνοντας τη γνώση της παράδοσης και την έγνοια για ανανέωσή της, δηλαδή, όλα όσα με κόπο και ενόραση αποτόλμησαν οι πνευματικοί προπάτορες, από τον ρομαντικό 19ο αιώνα ίσαμε τη γενιά του ’30 και τα φανερώματα του νέου λαϊκού πολιτισμού το ’60.

Ο σημίτειος εκσυγχρονισμός, ας πούμε, ένας βαλκάνιος μπλερισμός, διακηρύχθηκε σαν σπάσιμο των δεσμών με το παρελθόν της μίζερης Ελλάδας, σαν άλμα στο λαμπρό μέλλον των αγορών. Το άλμα συντελέσθηκε πράγματι, πάνω από στάδια, εργολαβίες και ιερά δισκοπότηρα χρηματιστηρίου και ευρώ· όταν πέσαμε όμως δεν υπήρχε ούτε στρώμα ούτε χώμα. Υπήρχαν τα καρφιά της ματαίωσης. Χωρίς καταγωγικό ίχνος, δίχως τη χαρά του μικρού και του τοπικού, χωρίς έγκαιρο ενοφθαλμισμό του παγκόσμιου στο μικρό μας σώμα, όταν έσπασε η πολυετής φούσκα βυθιστήκαμε διαδοχικά στην κατάπληξη, την οργή, την αυτοϋποτίμηση, τον φόβο, το μίσος. Οι πληγωμένοι και εμβρόντητοι, οι έντρομοι, αποτινάσσουν το βάρος μισώντας κάθε τι πέρα από τον πυρήνα του φόβου τους: τον διπλανό του, τον άλλο, τα ίδια τους τα σωθικά.

Ακόμη και μια ιστορική περίοδος, μια άυλη υπόσταση ποικίλως οριζομένη, όπως η μεταπολίτευση, συγκεντρώνει την καταλαλιά και το μίσος. Αν όμως ακούσουμε προσεκτικά ποιοι φωνάζουν, θα αντιληφθούμε ότι οι περισσότεροι ποτέ άλλοτε δεν φώναξαν, δεν μίλησαν, δεν άσκησαν κριτική, κατά το μακάριο παρελθόν. Σαν τους μελετηρούς επί δικτατορίας, τότε δεν ήξεραν τίποτε για το έγκλημα. Οι περισσότεροι σημερινοί τιμητές της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, στα χρόνια της κραιπάλης εδόξαζαν λόγω και έργω τον κυνισμό του λάιφστάιλ, τον ατομικιστή άρπαγα, την αναδιανομή του Χρηματιστηρίου, τα ελληνάδικα, ανέχονταν τη διαφθορά, ήταν συγκαταβατικοί με τη γενικευμένη ξιππασιά. Οσοι, ολίγοι, μιλούσαν για την εν τω βάθει παρακμή και την πολιτισμική παράλυση, χαρακτηρίζονταν μίζεροι, κολλημένοι, μοραλίστ, γραφικοί.

Μα ακριβώς αυτοί οι κριτικοί και οι κολλημένοι, πικρότατα δικαιωμένοι τώρα, καλούνται πάλι να μιλήσουν ψύχραιμα για τα επιτεύγματα της μεταπολίτευσης και όχι μόνο για τις απώλειες και τις αμαρτίες. Μόνο όσοι διέκριναν ακόμη και μες στην ασυδοσία τα φανερώματα της ζωής και τους κόκκους αλήθειας, τολμούν να δουν το σημερινό ναυάγιο με όρους ιστορικούς και πνευματικούς, χωρίς αναθέματα και δαιμονολογία, χωρίς την εύκολη προσφυγή σε νεοφιλελεύθερους μονόδρομους ή εθνικοσοσιαλιστικά τσεκούρια.

Τα δημόσια γραπτά και τα δημόσια λόγια μένουν. Να τα αφήσουμε πίσω, ναι, οπωσδήποτε, αλλά να μη λησμονούμε.

H χθεσινή κατάρρευση των τραπεζικών μετοχών και η επιστροφή του δείκτη του Χρηματιστηρίου σε επίπεδα 1993 δείχνει τι περίπου μπορούμε να περιμένουμε για το ορατό μέλλον, στο οικονομικό πεδίο. Είκοσι χρόνια πίσω, στα χρόνια της τότε κρίσης χρέους και της τότε δημοσιονομικής προσαρμογής, με την ασθενή δραχμή σαν εργαλείο, χωρίς χρεοκοπία όμως, χωρίς επαχθή διακρατικό δανεισμό και χωρίς τη βίαιη εξάρθρωση της κοινωνίας που συμβαίνει τώρα.

Η κυβέρνηση Γ.Α. Παπανδρέου δεν αντιλαμβάνεται όμως την πραγματικότητα όπως την προεξοφλούν οι αγορές και όπως τη βιώνει οδυνηρά ο κόσμος. Ο πρωθυπουργός, εξουθενωμένος και σιωπηλός πια, παρακολουθεί τους Ευρωπαίους ομολόγους του να καθορίζουν το μέλλον της Ελλάδας ερήμην του και ερήμην μας. Ο δε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Βαγγέλης Βενιζέλος, με ένα ιδιότυπο μείγμα κυνισμού και απογνώσεως, προσδιόρισε το επίπεδο τρέχουσας φτωχοποίησης του ελληνικού λαού: το έτος 2004.

Ο λαλίστατος κ.Βενιζέλος, ακριβώς εξαιτίας της ρητορικής του αυταρέσκειας, διέπραξε γκάφα δεινή. Το 2004, υλικά, είναι πολύ ανώτερο του 2011, πρωτίστως κατά τους δείκτες απασχόλησης και ανάπτυξης. Οι Ελληνες δεν επιστρέφουν στο κοντινό 2004· σε ορισμένα πεδία, όπως λ.χ. στην απασχόληση, καταβαραθρώνονται στις αρχές της δεκαετίας του ’60.

Συμβολικά, το 2004 ήταν το μεσουράνημα της αισιοδοξίας ― επίπλαστης, φουσκωμένης από υπερβολικές προσδοκίες και από την μεγαληγορία των πολιτικών ταγών περί ισχυρής Ελλάδος του ευρώ, των swaps, της δημιουργικής λογιστικής, της χρηματιστηριακής ευφορίας, του εύκολου δανεισμού. Το 2004 η Ελλάδα ήταν το εργοτάξιο της Ολυμπιακής Φρενίτιδας, της μόνης και τελευταίας ιδέας που συνέλαβε η άξεστη εγχώρια ελίτ. Ηταν η ιδέα που υπηρέτησαν αγογγύστως οι ιερείς του εκσυγχρονισμού, κι αυτή η ιδέα υλοποιήθηκε με κρατικό χρήμα, με δανεικά, αυτά που πληρώνουν τώρα ενοχοποιημένοι συνταξιούχοι, μισθωτοί και επαγγελματίες.

Ηταν μεθυσμένο το καλοκαίρι του Euro 04 και της τελετής έναρξης, με τι-σερτ Hellas. Οι Ελληνες δεν κοιτούσαν λογαριασμούς, δαφνοστεφείς έπιναν από κούπες πρωταθλητών και άκουγαν «εφκαριστούμε Ελλάντα» από τα χείλη αυτών που τώρα καταριούνται τους πονηρούς τεμπέληδες του Νότου.

Λάθος χρονολογία διαλέξατε, κ. Βενιζέλο. Μπορεί όμως και να λέτε εμμέσως μιαν αλήθεια: το 2004, η κορωνίδα της ανεμελιάς και της αισιοδοξίας, ενέκλειε ήδη τον σπόρο της καταστροφής. Οι Ελληνες είχαν παραδοθεί στα διακοποδάνεια, στα ΙΧ με άτοκες, στην απληστία, είχαν παραδώσει τα κλειδιά της δημοκρατίας στους φαύλους και τους κλεπτοκράτες, ζούσαν τη ζωή τους σαν ξέσαλο μεσημεριανάδικο. Ομως εσείς, σαν πολιτική τάξη, ιθύνουσα τότε και τώρα και από πολύ πριν, στήσατε εκείνο τον ορίζοντα προσδοκιών, εκείνο τον φενακισμό, εκείνο το ψέμα, διαβρώσατε κράτος και θεσμούς, αξίες, ήθη και ψυχές, εκθρέψατε διαπλεκόμενους και κλεπτοκράτες. Το χρυσωμένο ψέμα του 2004 σωρεύει τώρα ερείπια: αυτή, ναι, είναι η αλήθεια.

Το Μνημόνιο Ι, και πολύ περισσότερο το Μνημόνιο ΙΙ, έδειξαν την ελληνική κοινωνία να χωρίζεται αδιόρατα πλην σαφώς σε όσους τα υποστήριξαν και τα υποστηρίζουν και όσους αντιτάσσονται. Ο διαχωρισμός δεν έχει να κάνει μόνο με λογικά επιχειρήματα και τοποθετήσεις, αλλά και με παράδοξες ομαδώσεις του πολιτικού θυμικού, ατταβιστικές αντιδράσεις, ακόμη και με διαφορισμούς γούστου. Κατ΄αρχάς το δίλημμα “μνημόνιο ή θάνατος”, έτσι όπως δραματικά και εκβιαστικά ετέθη, φυσικό ήταν να τρομοκρατήσει το πλήθος των Νεοελλήνων: κανείς δεν ήθελε να πεθάνει. Αλλωστε κανείς δεν διέθετε τις αναγκαίες πληροφορίες και τα διανοητικά εργαλεία για να αναλύσει επαρκώς την κατάσταση. Οι ομιχλώδεις τεχνικοί όροι, οι δαιδαλώδεις απρόσωπες αγορές και η απειλή μη πληρωμής συντάξεων, διαμόρφωσαν την ικανή συνθήκη πρόκλησης πανικού. Εξ ου και πολύς κόσμος συμμορφώθηκε στα οδυνηρά μέτρα του Μνημονίου, αναμένοντας την επιστροφή στις μαγικές αγορές και την έξοδο από το τούνελ της κρίσης. Σε αυτό το σημείο καταλυτικό ρόλο για τη συμμόρφωση έπαιξε και η συλλογική ενοχοποίηση: το “μαζί τα φάγαμε” περιείχε μια μερική αλήθεια μέσα με μια τερατώδη προπαγάνδα. Ελάχιστοι γνώριζαν ότι το τούνελ της κρίσης οδηγεί στη βαθιά ύφεση, στην μακροχρόνια ανεργία και την καταστροφή πολυπληθών κοινωνικών ομάδων. Μόνο όταν ο Τομάζο Παντόα Σκιόπα, ο εκλιπών Ιταλός σύμβουλος του πρωθυπουργού, μίλησε για δεκαπέντε χρόνια οδύνης και μια χαμένη γενιά, αρκετοί αντελήφθησαν τη σφοδρότητα της κρίσης.

Αυτό που μας απασχολεί όμως είναι η διαίρεση του κόσμου και η ανάδυση νέων διακρίσεων σε φιλο- και αντι- μνημονιακούς. Ενα ιδαίτερο γνώρισμα αυτού του διαχωρισμού είναι ότι υπερβαίνει την παραδοσιακή διάκριση Δεξιά-Αριστερά. Το αντιλαϊκό Μνημόνιο και την αφόρητη πίεση στα αδύναμα μικρομεσαία στρώματα εισηγείται η κεντροαριστερά, και αντιτάσσεται η δεξιά παράταξη μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς. Ωστόσο με τη σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά συντάσσεται ανοιχτά υπέρ του Μνημονίου και η άκρα δεξιά και μια ορισμένη φιλελεύθερη δεξιά-κεντροδεξιά. Επαμφοτερίζουσα, μα βαθύτερα υπέρ Μνημονίου, εμφανίζεται μια άλλη μερίδα αριστεράς, η οποία και στο παρελθόν είχε φλερτάρει ανοιχτά με τον πασοκικό εκσυγχρονισμό της ισχυρής Ελλάδας του Χρηματιστηρίου και των διαπλεκομένων.

Οι, ούτως ειπείν, φιλομνημονιακοί εκφράζουν την απέχθειά τους προς τον λαϊκισμό και την πίστη τους στις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και της σώφρονος διαχείρισης. Στην πράξη, συχνά ο αντιλαϊκισμός μετά βίας διαφορίζεται από μια απροκάλυπτη αποστροφή προς τον λαό και τη λαϊκή κυριαρχία, ενώ ο εκσυγχρονισμός νοείται ως λατρεία μιας δημοκρατίας των διευθυντών, εξ ου και οι πυκνές αναφορές σε κυβερνήσεις τεχνοκρατών, σοφών κ.λπ. Πίσω από τη ρητορική των εκσυγχρονιστών περί αριστείας, συναίνεσης, σωφροσύνης κ.ο.κ. λανθάνει η εδραία πεποίθησή τους ότι ο λαός μπορεί να κυβερνηθεί μόνο από Illuminati, προερχόμενους από συγκεκριμένα σχολεία, κομματικά θερμοκήπια ή συγκεκριμένες οικογένειες και παρέες. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ισχύει ούτε αυτή η ιδιοτέλεια· επικρατεί η καθαρή ιδεολογία, καθαρή μεν αλλά τόσο ξεροκέφαλη που αρνείται να δει την πραγματικότητα, και καταντάει εμμονική ηθικολογία.

Περιγράφουμε ατελώς μια νέα Δεξιά, αυτή που ο Ιταλός στοχαστής Ραφαέλε Σιμόνε ονομάζει Μειλίχιο Τέρας, και την οποία βλέπει να κυριαρχεί στη Δύση. Το μόρφωμα αυτό απορροφά και ομογενοποιεί παραδοσιακούς δεξιούς και αριστερούς σε ένα νέο πολιτικό σύνθεμα, υπεράνω παθών, δυσάρεστων συναισθημάτων, συμπόνιας, ενοχών, διεκδικήσεων. Στα καθ΄ημάς, το φιλομνημονιακό μόρφωμα αποδέχεται περιστολή της λαϊκής κυριαρχίας, εφόσον κρίνεται αναποτελεσματική, περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, εφόσον κρίνεται περιττός μπελάς καθ’ οδόν προς την παγκόσμια διακυβέρνηση, περιστολή του κοινωνικού κράτους εφόσον δεν είναι ανταποδοτικό, συρρίκνωση του κράτους επειδή οι λειτουργοί του αποδείχτηκαν ανάξιοι. Με μια κουβέντα: Αφού αποτύχαμε οι Ελληνες, ας έρθουν οι Γερμανοί να μας βάλουν τάξη.

Η εθελοδουλία είναι περιγραφή και εξήγηση αυτής της διάχυτης στάσης. Η ιδιοτέλεια και ο αριβισμός είναι μια εξήγηση. Η καθίζηση της αριστεράς, πνευματική και ψυχική, είναι μια άλλη εξήγηση. Η ηθική απαξίωση του φιλελευθερισμού μετά τη σύμπλευσή του με τη γυμνή κερδοσκοπία, εξήγηση επίσης. Η νεωτερικότητα ως επισώρευση ερειπίων, κατά Μπένγιαμιν, είναι μια σκοτεινή πλην βαθιά εξήγηση αυτού του μειλίχιου ζόφου.

Στην ελληνική περίπτωση, ρευστή σαν νιτρογλυκερίνη, η αναπάντεχη παρουσία του πλήθους δρα ενάντια στο μειλίχιο τέρας της ομογενοποιημένης σκέψης, συνενώνοντας κατεστραμμένους μικροαστούς, πατριώτες, δεξιούς, εθνικιστές, λαϊκιστές, αριστερούς, αντιεξουσιαστές. Το Μνημόνιο ΙΙ, έκφραση της αυτοκαταστροφικής αμηχανίας των ευρωπαϊκών ελίτ και της παράλυσης των ελληνικών ελίτ, δείχνει το κρατίδιο και πάλι σαν πεδίο ιστορικών ρήξεων.

Twitting

  • Νταήδες του γλυκού νερού επιτέθηκαν στον Γιάνη #Βαρουφάκης στα Εξάρχεια. Για τους νταήδες, στόχος είναι όποιος κυκλ… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Eξέλιξη ιστορικής σημασίας. Ο Global South αναδατάσσεται εκτός αγγλοσαξωνικού-ευρωπαϊκού άξονα. Η Κίνα σε ηγεμονικό… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Η ΝΥΧΤΑ ΔΕΡΝΕΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ Ο τουρισμός υπεράνω κράτους δικαίου. Η Μύκονος εκτός Συντάγματος. Η Ελλάδα μαφιο-μπανανία.… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Η ΜΠΑΝΑΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΝΟΥΜ' ΕΥΡΩΠΗ Η αντιδραστική Παλινόρθωση της Νεοδεξιάς πέτυχε. Ερείπια το κοινωνικό κράτος, κουρέλι… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • https://t.co/8DQHFkaqGo 3 weeks ago
  • Ο Πρίαμος πήγε ικέτης για τ' απομεινάρι του Έκτορα, και ο Αχιλλέας τον σεβάστηκε. Οι μισάνθρωποι δεν σέβονται ούτε… twitter.com/i/web/status/1… 3 weeks ago

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.159 hits
Αρέσει σε %d bloggers: