You are currently browsing the tag archive for the ‘εθελοδουλία’ tag.

tzamouranis_web

Καθημερινά περισσότεροι Ελληνες, όχι όλοι, ρωτούν εαυτούς και αλλήλους εάν υπάρχει εναλλακτική οδός. Είναι πεισμένοι ότι ο δρόμος που ακολουθούμε εκτός από οδυνηρός είναι και αδιέξοδος. Δεν χρειάζεται καν να μελετήσουν στοιχεία, μοντέλα, αναλύσεις· αρκεί μια ματιά στο νοικοκυριό ή στο άμεσο περιβάλλον, μια ματιά στα άνεργα παλικάρια, στους μαραμένους μεσήλικες, τέκνα, ανίψια, φίλους, τους δικούς τους ανθρώπους.

Οι καλόπιστοι και ευαίσθητοι Ελληνες λοιπόν αναρωτιούνται αν υπάρχει άλλη οδός, με διέξοδο, ας περιέχει και πόνο. Η αναρώτηση δεν είναι τυπικά πολιτική, αλλά είναι βαθύτατα πολιτική, υπό την έννοια ότι δεν αναζητούν τη Μία Λύση και τον Μεσσία σε έναν κομματικό σχηματισμό και ένα πρόσωπο, αλλά σε ένα σχέδιο, ένα όραμα, μια στρατηγική, που θα περιέχει σκληρές αλήθειες, κόπο, ρίσκο, αλλά και που οπωσδήποτε θα εγγυάται ισότητα, δικαιοσύνη, διαφάνεια, αξιοκρατία, αποτελεσματικότητα, δημοκρατία. Το ερώτημα λοιπόν βρίσκεται στα χείλη πολλών, όλο και περισσότερων, ανεξαρτήτως τυπικών κομματικών προτιμήσεων του παρελθόντος. Διότι τίποτε σημερινό δεν μοιάζει με το παρελθόν, τουλάχιστον με το βιωμένο παρελθόν των περασμένων σαράντα-πενήντα χρόνων· είναι τόση η ένταση και τέτοια η φύση των ιστορικών αλλαγών, ώστε αδρές αναλογίες με τα σημερινά μπορείς να βρεις μόνο με αναδρομές στον μακρύ ιστορικό χρόνο: στον εμφύλιο και στον επαχθή δανεισμό μετά το ξέσπασμα του Αγώνα του ’21, στη χρεοκοπία του 1893, στην καταστροφή του ’22, στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου. Εντούτοις, η μελέτη της ιστορίας δεν περιέχει συνταγές· ούτε καν παρηγοριά.

Υπάρχει άλλη οδός; Η αναρώτηση περί της άλλης οδού παίρνει χαρακτηριστικά υπαρξιακής αγωνίας. Για μέγα μέρος του πληθυσμού τίθεται με όρους ζωής ή θανάτου – και δεν εννοώ μόνο όρους υλικούς, που ασφαλώς είναι αλλά και πνευματικούς: Υπό ποίους όρους θα συνεχίσουμε να ζούμε, εφόσον επιβιώσουμε από την καταιγίδα; Σε ποια κοινωνία, ποιο κράτος; Σε χώρα ή χώρο; Με ποια ταυτότητα, ποια συνείδηση εαυτού και συνόλου;

Το σοκ έχει σπάσει βίαια τη ροή του χρόνου για όλους· σε πολλούς έχει αφαιρεθεί ο χρόνος, επιζούν σε κενό. Εξ ου και μεγάλο μέρος του πληθυσμού τείνει να εναποθέσει τη μοίρα του σε έναν Μεσσία, σε έναν σωτήρα που θα θυσιαστεί υπέρ αυτών, ή σε έναν Μωυσή που θα αρπάξει τους γιους του Ισραήλ και θα τους οδηγήσει μακριά από την κοιλάδα των δακρύων. Η αναμονή του Μεσσία ή του Μωυσή είναι κατά κάποιον τρόπο παρηγορητική, ναρκωτική, μουδιάζει τον νου και την ψυχή, να μην πονούν, να μην αισθάνονται το δάγκωμα του φόβου, τις τρυπανιές της αμφιβολίας και της διερώτησης. Τα πνεύματα οργωμένα από τη χειραγώγηση, εθισμένα στην ανάθεση, ποτισμένα από την ετερονομία, έτοιμα από καιρό, τρέπονται αβίαστα προς την εθελοδουλία και τον ανδραποδισμό. Και είναι τόσο βαθιά ποτισμένη η ύπαρξη από την ετερονομία που ακόμη και συντριβόμενοι, μπορεί να βιώνουν την καταστροφή τους ως θέαμα, ως την αναπόφευκτη πτώση, ως δίκαιη τιμωρία για το προπατορικό αμάρτημα. Και να πιστεύουν ότι ο πραγματικός Μεσσίας θα έρθει αργότερα.

Μια άλλη μερίδα, όχι κατ’ ανάγκην ολιγομελέστερη, δεν αναρωτιέται καν αν υπάρχει άλλη οδός, αν η σωτηρία θα έρθει έξωθεν ή έσωθεν ή άνωθεν. Σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, πιστεύουν ότι μόνο αυτή η οδός υπάρχει και καμία άλλη, τουλάχιστον έτσι λένε για να απεμπλακούν από σχετικές συζητήσεις. Κατά βάθος αισθάνονται ότι τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν δεν τους αφορούν ― ίσως διότι δεν τους αγγίζουν. Δεν βλέπουν τον πόνο των άλλων, δεν αντιλαμβάνονται την κατάρρευση του δημόσιου χώρου, ορισμένως δεν αισθάνονται μέλη μιας δοκιμαζόμενης συλλογικότητας. Πιστοί στο δόγμα «ο καθείς για τον εαυτό του» και στο «there is not such thing as society», πορεύονται την ευθεία οδό της ατομικής σωτηρίας παντί τρόπω, επανερχόμενοι στην πρωταρχική φύση του πολέμου όλων εναντίον όλων.

Ανάμεσα στις αδρομερώς σκιαγραφηθείσες ομάδες, υπάρχουν ασφαλώς και πολλές άλλες· συμπολίτες μας που παλινδρομούν ή δοκιμάζουν περισσότερες της μιας απαντήσεις. Τα ερωτήματα άλλωστε ποικίλλουν σε ένταση και εξειδίκευση, η κρίση πλήττει διαφορετικά την κάθε ζωή, τον κάθε άνθρωπο. Θα διακινδύνευα όμως ακόμη μία παρατήρηση, πάνω σε αυτό την ήδη ριψοκίνδυνη ανθρωπολογική σκιαγραφία: Οι περισσότεροι, κι αν όχι οι περισσότεροι σίγουρα οι πιο ενεργοί, αυτοί που με το βάρος τους θα επηρεάσουν την ιστορική ζυγαριά, είναι όσοι αναρωτιούνται και ήδη αναζητούν διεξόδους, εναλλακτικές οδούς, χαραμάδες φωτός.

Επαναλαμβάνω: όσοι αναζητούν δεν αθροίζονται σε ένα ομοιογενές ή ομοιόχρωμο σύνολο, δεν ανήκουν σε ίδιες κοινωνικές ομάδες, δεν ταυτίζονται πολιτικά με τυπικούς όρους, δεν συμμερίζονται καν ίδιες κοσμοθεωρήσεις ή άλλες πεποιθήσεις. Εχουν κοινή όμως την αγωνία: Τι μπορούμε να κάνουμε, εδώ και τώρα και εφεξής, για να ανακόψουμε τη διαρκή πτώση και να σταθούμε στα πόδια μας; Τι μπορούμε να κάνουμε για μας, τα παιδιά μας, την κοινωνία και την πατρίδα μας; Αυτό το απλό, το πυρηνικό, το κατεπείγον ερώτημα είναι η κοινή αγωνία, και σπαθίζει ήδη το σκοτάδι μπροστά μας.

ζωγραική: Δημήτρης Τζαμουράνης, Νύχτα.

Η πιο πικρή γνώση που αποκομίζουμε από την πολυετή κρίση είναι η διαλυτική επίδραση από τη χρόνια απουσία ή την απίσχνανση των θεσμών και από την πνευματική ή και ηθική ανεπάρκεια της πολιτικής τάξης. Πολύ πικρή γνώση πράγματι: αποκτάται με πόνο και δάκρυα, στο έδαφος ενός πολυεπίπεδου μετασχηματισμού με δυστοπικά χαρακτηριστικά.

Οι θεσμοί παρέμειναν καχεκτικοί με κύρια ευθύνη της πολιτικής τάξης που κυβερνούσε, για να έχει στη διάθεσή της τον δημόσιο χώρο ως πεδίο αυθαιρεσίας. Δεν είναι άμοιροι ευθύνης όμως και οι κυβερνώμενοι, ο κυρίαρχος λαός, στο μέτρο που εκχωρούσε την ισοπολιτεία και την ισονομία, την κυριαρχία του, για βραχυπρόθεσμα ιδιοτελή οφέλη και βυθιζόταν όλο και βαθύτερα στην εξαχρείωση και στον ανδραποδισμό, ό,τι φάνηκε γυμνό κατά τη φάση της πτώσης. Την ώρα της πτώσης ο ετερόνομος, εθελόδουλος λαός έμεινε γυμνός και ανυπεράσπιστος, χωρίς ασπίδα θεσμών, και βεβαίως χωρίς τον πρόθυμο εταίρο της αμοιβαίας διαφθοράς: ο πρώην εκμαυλιστής είχε μεταμορφωθεί σε δυνάστη και εκτελεστή.

Καθημερινά, οι πράξεις και οι λόγοι της πολιτικής τάξης διαμορφώνουν ένα σκηνικό μαύρης κωμωδίας, στο οποίο επικρατεί εντέλει το μαύρο. Λόγου χάριν, ο δημόσιος λόγος του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα: σφραγίζεται από ένα μείγμα αφελούς αισιοδοξίας και ανεδαφικότητας, το οποίο αναρωτιέται κανείς αν είναι ένας άτεχνα καμουφλαρισμένος κυνισμός. Είναι ο τυπικός λόγος του τεχνοκράτη που δεν νιώθει την παραμικρή ανάγκη για δημόσια λογοδοσία, εφόσον δεν ζητάει καν πολιτική νομιμοποίηση από το ακροατήριό του.

Η πεποίθησή του ότι οι Ελληνες δεν υπερφορολογούνται ήταν η κορυφαία σε μια σειρά ανάλογων μαργαριταριών. Φυσικά, ο κ. Στουρνάρας δεν είναι αφελής ούτε αισιόδοξος· γνωρίζει ότι η χώρα βυθίζεται, γνωρίζει, αν και ίσως ασαφώς, ότι πολλοί συμπολίτες του υποφέρουν ή δεν πρόκειται να σηκώσουν κεφάλι στο ορατό μέλλον, γνωρίζει ότι η παραγωγική βάση της χώρας αποσαθρώνεται. Ισως να έχει αρχίσει να υποψιάζεται κιόλας ότι βρισκόμαστε ενώπιον ανθρωπιστικής κρίσης. Ολα αυτά τα γνωρίζει πιθανότατα. Αλλά έχει κάνει μία θεμελιώδη παραδοχή: δεν υπάρχει άλλος δρόμος, παρά ο δρόμος μιας δημιουργικής καταστροφής, μάλιστα όπως τον υποδεικνύουν οι δανειστές, ούτε καν όπως θα μπορούσαν να τον έχουν σχεδιάσει Ελληνες για Ελληνες. Το πιστεύει, δεν μπορεί παρά να το πιστεύει, για να παραμείνει σε αυτή τη θέση.

Συμμετέχει λοιπόν ενεργά, με ενθουσιασμό, στην καταστροφή, θεωρώντας την ως αναγκαία πρώτη φάση. Η, σε δεύτερο χρόνο, δημιουργία δεν τον απασχολεί: δεν θα βρίσκεται σε αυτή τη θέση, επικεφαλής υπουργός. Αν η δημιουργική φάση επιτύχει, θα μπορεί να πει ότι η δική του καταστροφή συνέβαλε αποφασιστικά· αν η δημιουργική φάση αποτύχει, θα μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν ήσαν ικανοί οι διάδοχοι και χαράμισαν τις θυσίες του ελληνικού λαού. Win-win. Ετσι ακριβώς έδρασαν και οι περισσότεροι υπουργοί της κυβέρνησης Παπανδρέου και όλοι οι υπουργοί της κυβέρνησης Παπαδήμου, εμφορούμενοι από ένα ποικίλης δοσολογίας μείγμα ιδεαναγκασμού και κυνισμού.

Ο υπουργός Παιδείας Κωνστ. Αρβανιτόπουλος πολιτεύεται πιο παραδοσιακά, με τυπικές παλινωδίες, υπαναχωρήσεις, προχειρότητες, υστεροβουλίες και, εντέλει, τυπικά καταστροφικά αποτελέσματα. Η βεβιασμένη και οριζόντια αποψίλωση των πανεπιστημίων από διοικητικό προσωπικό, χωρίς αξιολόγηση και μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό, τυπική εφαρμογή των υποδείξεων της τρόικας, οδήγησε σε απώλεια του διδακτικού εξαμήνου και σε δική του πλήρη υποχώρηση και συντριπτική προσωπική ήττα. Ταλαιπωρία και ευτελισμός, χωρίς κανένα όφελος για κανέναν.

Τέλος, η πολιτική ως τηλεοπτικό bullying. H περίπτωση του υπουργού Υγείας Αδ. Γεωργιάδη. Ο κ. Γεωργιάδης λέγεται ότι κατά τον σχηματισμό της δικομματικής κυβέρνησης επελέγη διότι μόνο αυτός, ως «τρελός», θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τις απολύσεις και περικοπές στον ευαίσθητο χώρο της δημόσιας υγείας. Πράγματι, με τις φωνές του στα κανάλια και τον προκλητικό, οιονεί αντισυμβατικό, λόγο του, συχνά και με την απαξιωτική αντιμετώπιση των συνομιλητών του, ο κ. Γεωργιάδης κερδίζει το παιχνίδι του επικοινωνιασμού. Ξεπερνά κατά πολύ τον προκάτοχό του Ανδρέα Λοβέρδο, αριστεύσαντα στις δημόσιες εκδραματίσεις: O bully υπερτερεί της drama queen.

Ο λόγος του κ. Γεωργιάδη, καταγόμενος ταυτοχρόνως από τους τηλευαγγελιστές, τις τηλεπωλήσεις, τους ατακαδόρους των καφενείων και τους καβγάδες στα πηγαδάκια, αρχαϊκός και μεταμοντέρνος μαζί, επιβάλλεται ήδη ως επιτυχημένο στυλ στο απέραντο πρωινάδικο που είναι η ελληνική δημόσια σφαίρα. Αυτή είναι η Ελλάδα.

pikionis-elpis

Δεν πρόκειται για κρίση, αλλά για καταστροφή. Ο φίλος που μου το έλεγε αυτό χθες είναι πολύπειρος δημοσιογράφος, καλλιεργημένος και κοσμοπολίτης, συνήθως πολύ νηφάλιος και συγκρατημένος στις εκφράσεις του. Η κρίση είναι παροδική, τα αποτελέσματά της είναι αναστρέψιμα· η καταστροφή αφήνει πίσω της ερείπια, μη αναστρέψιμα ― συμπλήρωσε. Μου εξήγησε κι άλλα, για τον βαθύ κοινωνικό μετασχηματισμό που προκαλούν η μακρόχρονη ύφεση και ανεργία, για την οριστική πτώση των αδύναμων στρωμάτων κάτω από το όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, για τη δομική φτώχεια και την απελπισία. Δεν μπορούσα να διαφωνήσω. Αλλωστε την ίδια μέρα διαβάζαμε στον τύπο την αγωνιώδη έκκληση δώδεκα επιφανών Ευρωπαίων συγγραφέων· υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη δεν περνά κρίση, αλλά πεθαίνει όπως την ξέραμε, ότι απειλείται η δημοκρατία και ο πολιτισμός της. (Και νωρίτερα, αλλιώς, οι Γιούργκεν Χάμπερμας, Πέτερ Μπόφινγκερ και Γιούλιαν Νίντα- Ρίμελιν)

Από την αρχή της ελληνικής κρίσης διακρίναμε την βαθύτατα πολιτική φύση της, τα ηθικά και πνευματικά αίτια που μας οδήγησαν στο οικονομικό ρήγμα. Αλλωστε δεν είναι μόνο ελληνική, είναι κρίση αξιακή στον πυρήνα των δημοκρατικών κρατών της Δύσης, είναι κρίση της δημοκρατίας και κρίση της πολιτικής, και είναι κρίση ανθρωπολογική, στο μέτρο που οι πολίτες-παραγωγοί εξέπεσαν σε υπερχρεωμένους πελάτες και καταναλωτές, χειραγωγούμενοι και τρομοκρατούμενοι. Στο φόντο πάντα υπέβοσκε η σύγκρουση για την κυριαρχία· η κρίση κατέδειξε τη σύγκρουση και μαζί έδειξε το αποκρουστικό πρόσωπο της ανισότητας: η διαρκώς μεγεθυνόμενη ανισότητα υπονομεύει την ελευθερία και τη δημοκρατία, αλλά και την ιστορική μοίρα της Δύσης.

Η πνευματική παρακμή είναι φανερή και στο ελληνικό παράδειγμα, τόσο ως αίτιο όσο και ως αποτέλεσμα της συντελούμενης καταστροφής. Οι Ελληνες στον εικοστό αιώνα πέρασαν δια πυρός και σιδήρου: αλλεπάλληλοι πόλεμοι, εμφύλιοι, μαζική προσφυγιά και μαζική μετανάστευση, πτωχεύσεις. Εμειναν όρθιοι παρ’ όλ’ αυτά, επειδή ταυτόχρονα σφυρηλατούσαν ταυτότητα, συνείδηση, γλώσσα, τέχνη, πολιτικές στρατηγικές ― με έναν λόγο: πολιτισμό. Λαϊκό και λόγιο, εν παραλλήλω και εν συνθέσει. Η αλληλουχία ταπεινώσεων, θριάμβων και καταστροφών έως το ’22 οδήγησε στη μεγάλη σύνθεση της γενιάς του ’30, η οποία επηρέασε βαθιά τις τέχνες και τα γράμματα στον καιρό της, αλλά κυρίως έδωσε ιδεολογικούς καρπούς στη μεταπολεμική περίοδο, όταν εσίγασαν τα τουφέκια του εμφυλίου. Tότε, μέσα απ’ τις στάχτες εμπεδώθηκε το λαϊκό τραγούδι, το εκ του ρεμπέτικου καταγόμενο, απενοχοποιημένο και ενωτικό, και τότε η υψηλή τέχνη της γενιάς του ’30 μπήκε στα χείλη των μαζών, ενοποιητικά και ανυψωτικά, παρότι εν περιλήψει. Η άνοιξη του ’60 σηματοδότησε την εν τω βάθει αναχώνευση των αισθητικών και ιδεολογικών συνθέσεων που είχαν αρχίσει ήδη απ΄τη δεκαετία του ’20, και απ΄αυτή την πλούσια ύλη εξακολούθησε να τρέφεται ο ελληνισμός έως και σχετικά πρόσφατα.

Εως ότου το ήθος του νεόπλουτου και του σκυλάδικου, αυτό που είχε ξεμυτίσει μές στην χουντική επταετία, ανέλαβε αυτό να ενοποιήσει τα μικροαστικά και εργατικά στρώματα με την ελίτ του πλούτου. Λίγο πριν μάς χτυπήσει η καταστροφή, λαός και κολωνάκια συναγελάζονταν εν κραιπάλη στα ίδια διασκεδαστήρια: ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος συγκεφαλαίωσε τον εξισωτισμό της σκυλοπόπ κραδαίνοντας γαρδένιες και κυλότες, οι δε ιδεολογικοί μηχανισμοί είχαν μετεγκατασταθεί στα γκλόσι περιοδικά και κανάλια. Με αυτή την πνευματική και αισθητική σκευή, με αυτή τη βιοθεωρία οικοδομούσαμε vita activa. Και το απόθεμα της γενιάς του ’30, εν τω μεταξύ, το τολμηρό ζεύγμα λαϊκού και μοντέρνου, εντόπιου και διεθνούς, εξανεμίστηκε και θάφτηκε. Η ελληνική ιδιοπροσωπία εξέπεσε σε χυδαία αυταρέσκεια και πνευματική οκνηρία, σε ακηδία και απάθεια, σε βαθύ επαρχιωτισμό και εθελοδουλία. Πολύ πριν την πτώχευση.

Επειδή λεφτά δεν υπάρχουν ούτε θα εμφανιστούν σύντομα και άφθονα. Επειδή η υλική καταστροφή θα πολλαπλασιάζει τη σύγχυση και την αμάθεια, επειδή η παιδεία γίνεται πιο ταξική και από τα χρόνια του ’50, επειδή κανείς εξωχώριος δεν θα μάς σώσει, μόνη ελπίδα είναι ένα σχέδιο πνευματικής ανασυγκρότησης απολύτως συγχρονισμένο με την ανάσχεση της ένδειας. Χρειαζόμαστε ιδέες, ταυτότητα, σκελετό, χρειαζόμαστε σύνδεση με την παράδοση, μια επανερμηνεία που να μπολιάζει το ζοφερό παρόν, επινόηση του μέλλοντος. Χρειαζόμαστε υπερβάσεις. Ας μην είναι Το Σχέδιο ― μεγάλες κουβέντες. Ας είναι σκέψη και πράξη, διαρκείς, αγωνιώσες. Αρετή και τόλμη.

Ζωγραφική: Δημήτρης Πικιώνης: Ελπίς, τέμπερα σε χαρτί, 1940-1950.

O Ζαν Κλωντ Γιούνκερ επανέλαβε χθες μια πικρή διαπίστωση για τους Ελληνες: ότι πολλοί πλούσιοι δεν φέρονται πατριωτικά σε αυτή τη δύσκολη περίοδο που περνάει η χώρα. Παρόμοια έχουν πει κατά καιρούς όλοι σχεδόν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, με προεξάρχοντες την καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ και τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Β. Σόιμπλε, αλλά και ο Γάλλος πρωθυπουργός Ερώ και ο πρώην καγκελάριος Σρέντερ.

Οι βολές των Ευρωπαίων κατά της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της Ελλάδος πυροδοτούνται από γνώση συγκεκριμένων πράξεων και παραλείψεων. Γνωρίζουν περισσότερα από όσα λέγουν φανερά· γνωρίζουν λ.χ. τι πληροφορίες έχουν προσφέρει στις ελληνικές κυβερνήσεις για την πάταξη της μεγάλης φοροδιαφυγής και της έκνομης φυγής κεφαλαίων, και γνωρίζουν τι δεν έχει γίνει. Η δυσπιστία άρα που δείχνουν είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη: στρέφεται κατά των συνομιλητών τους, των Ελλήνων ηγετών, τους οποίους παρακολουθούν κατάπληκτοι να μην υπερασπίζονται λυσιτελώς τους συμπατριώτες τους, αλλά απεναντίας να τους επιβάλλουν άδικη και ατελέσφορη οριζόντια λιτότητα.

Η πρωτοφανής αιτίαση για έλλειψη πατριωτισμού αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα όταν προέρχεται από τον Ζ. Κλ. Γιούνκερ, τον φιλέλληνα ηγέτη του Λουξεμβούργου, έναν βετεράνο ευρωπαϊστή πολιτικό που γνωρίζει νοοτροπίες και πρόσωπα σε βάθος χρόνου. Την πικρή του κουβέντα άλλωστε συνόδευσε μια θερμή δήλωση φιλίας και υποστήριξης των Ελλήνων, και μια εξίσου βαρύνουσα κρίση για το περίφημο χάσμα Βορρά-Νότου στους κόλπους της Ευρώπης. «Η ΕΕ και η Ευρωζώνη θα ήταν ατελής χωρίς την Ελλάδα. Έχουμε γίνει αλαζόνες. Δεν γνωρίζουμε ιστορία. Δεν συμπαθούμε αυτούς που δεν είναι σαν εμάς… Αυτοί που βρίσκονται στον Βορρά και θεωρούν ότι είναι ενάρετοι, θα πρέπει να κοιτάξουν τα δικά τους δημοσιονομικά στοιχεία. Από την άλλη, οι χώρες του Νότου έχουν κάνει μεγάλες προσπάθειες για να ενταχθούν στην ΕΕ. Οι χώρες του Βορρά δεν είναι περισσότερο ενάρετες από τις χώρες του Νότου.»

Τα λόγια του έμπειρου και νηφάλιου Γιούνκερ είναι ό,τι θα περίμενε κανείς να ακούσει από έναν Ελληνα ηγέτη· εγκαρδιώνουν έναν λαό που στενάζει όχι μόνο από τις υλικές θυσίες αλλά και από τη στερεοτυπική λοιδορία και υποτίμηση, την εχθρότητα και την έλλειψη κατανόησης εντός της Ευρώπης. Αυτό άλλωστε είναι το χάσμα που πληγώνει την Ευρώπη: η έλλειψη κατανόησης, η αλαζονία, η αμοιβαία δυσπιστία, ο ανιστόρητος ηγεμονισμός σε συνδυασμό με την εξίσου ανιστόρητη εθελοδουλία. Ο Γιούνκερ, προερχόμενος από μια μικροσκοπική χώρα, υπενθυμίζει την κοινή μοίρα ισχυρών και αδυνάτων εντός του ευρωπαϊκού ολοκληρώματος: η Ελλάδα χρειάζεται την Γερμανία και την Ευρώπη, αλλά και η Γερμανία χρειάζεται την Ελλάδα, η Ευρώπη χρειάζεται την Ελλάδα, ιστορικά, γεωπολιτικά, στρατηγικά, οικονομικά· και την χρειάζεται ελεύθερη, ακέραιη, με αξιοπρεπείς, δημιουργικούς πολίτες.

Είδα βλέμματα σκοτεινιασμένα και πρόσωπα κατηφή, δεν αναγνώριζα τους συγγενείς και φίλους, που τους ξανάβλεπα από το καλοκαίρι. Στην παλιά γειτονιά μου, τα μαγαζιά κλειστά, τα καφενεία βουβά. Τρόμαξα. Και ντρεπόμουνα να πω ότι δεν αντιμετωπίζω προβλήματα, ότι η δουλειά μου πάει καλά…

Αυτή την Ελλάδα είδε ο Ελληνας από τις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 2011. Παρόμοιες εντυπώσεις αποκομίζουν όσοι Ελληνες έρχονται απ’ έξω και βλέπουν την κατάσταση από απόσταση, σαν παρατηρητές. Βλέπουν αυτό που δεν μπορούμε πια να δούμε εμείς, επειδή το νιώθουμε, επειδή το πράττουμε· επειδή δεν μπoρούμε να δούμε τους εαυτούς μας. Οι απ’ έξω μεταφέρουν επίσης την πικρή αίσθηση ψυχρότητας, δυσπιστίας, κάποτε οίκτου, από την επαφή με αλλοεθνείς, κυρίως Ευρωπαίους. Ο Ελληνας αντιμετωπίζεται σαν φτωχός συγγενής που ζητάει δανεικά, μίζερος, οκνηρός, ανεπρόκοπος, πονηρός, ίσως και άτυχος, μα σε κάθε περίπτωση ηττημένος.

Απέναντι σε αυτό το νέο στερεότυπο ήττας και αποτυχίας, ο Ελληνας τι έχει να αντιπαραθέσει; Τη λαμπρή ιστορία, την κουλτούρα, την παράδοση. Δεν πιάνει. Την διεθνή συγκυρία κρίσης και χρέους, τη συστημική ασθένεια της ευρωζώνης και της Ε.Ε. Ούτε αυτό πιάνει. Η στερεοτυπική προπαγάνδα σε λιγότερο από δύο χρόνια κατέφαγε το συμβολικό κεφάλαιο της Ελλάδας, όσο είχε συγκροτηθεί τις τελευταίες δεκαετίες της δημοκρατικής και ευρωπαϊκής πορείας, με δυο-τρεις μηντιακές επιτυχίες του αφρού μάλιστα, το 2004.

Το χειρότερο όμως είναι ότι τη συκοφάντηση και την απαξίωσή μας, αφενός, την προκάλεσαν Ελληνες, με πρώτον τον πρώην πρωθυπουργό Γ. Α. Παπανδρέου: στις απαρχές της κρίσης, διέσυρε τον ίδιο του το λαό που τον εξέλεξε, περιγράφοντάς τον συγκαταβατικά ως διεφθαρμένο, ενώπιον των κατάπληκτων ξένων ηγετών. Προσπαθούσε να αποσείσει από πάνω του την ιστορική ευθύνη για ό,τι φούσκωνε σαν κύμα; Αισθανόταν περισσότερο μέλος της διεθνούς ηγετικής ελίτ παρά μέλος του “καθυστερημένου” ελληνικού λαού; Ηταν ασυγχώρητα αφελής; Ηταν ανίκανος να σταθεί και να φερθεί σαν ηγέτης-πατέρας; Πολλές ερμηνείες μπορούν να δοθούν, το γεγονός όμως παραμένει ένα: η συμπεριφορά του πρώην πρωθυπουργού έπληξε ανεπανόρθωτα τη χώρα σε μια κρίσιμη στιγμή. Στο μέτρο μάλιστα που αυτή η αυτοσυκοφάντηση χρησιμοποιήθηκε εν συνεχεία από τους Ευρωπαίους συνομιλητές του Γ. Παπανδρέου κατά κόρον, για να μετατραπεί σταδιακά η Ελλάδα σε μαύρο πρόβατο της Ευρώπης, μπορούμε να μιλάμε πλέον για εκ μέρους του προδοσία της λαϊκής εντολής και της εθνικής αξιοπρέπειας.

Η κρίση αποκαλύπτει ανθρώπους και ιδεολογίες. Δεν ήταν μόνο ο Γ. Παπανδρέου που έξω ντρεπόταν για τους συμπατριώτες του και τους λοιδορούσε. Κι άλλοι υπουργοί της μοιραίας κυβέρνησής του, μερικοί εκ των οποίων παραμένουν, είχαν παρόμοια συμπεριφορά: στους έξω έκλειναν το μάτι ότι συμφωνούν για το χάλι της χώρας, αλλά πώς να πείσουν τους ιθαγενείς; Ακολούθως στους ιθαγενείς είτε έκαναν κήρυγμα υπέρ αναγκαστικής προσαρμογής στις απαιτήσεις των έξω, είτε δεν έλεγαν τίποτε για να μην έχουν πολιτικό κόστος. Αλλοτε πάλι διάφορα αιματηρά πλην αδικαιολόγητα μέτρα φορτώνονταν στην τρόικα, ενώ η έμπνευση και εφαρμογή ήταν εγχώριας προέλευσης: Αφού το απαιτεί ο ξένος, τι να κάνουμε, να ρισκάρουμε τη δόση για τις συντάξεις;

Σταθερό μοτίβο σε αυτή τη διαδικασία ηθικής ερείπωσης της χώρας ήταν και είναι η πλήρης αποφυγή της ευθύνης, η παραμονή στην εξουσία με κάθε τρόπο, ακόμη κι αν έχει κατεδαφιστεί το κράτος, και τέλος η πνευματική και ψυχική υποτέλεια της κυβερνώσας ελίτ, στο όριο της εθελοδουλίας.

Δεύτερη, και σημαντικότερη ίσως, συνέπεια από τη διαδικασία ηθικής απαξίωσης και κατασπατάλησης του συμβολικού κεφαλαίου, είναι η εσωτερίκευση της ενοχής. Ο ελληνικός λαός, σε κατάσταση διαρκούς σοκ, βομβαρδισμένος από συνεχείς περικοπές εισοδήματος, φόρους, περιστολή των κοινωνικών υποδομών, βομβαρδισμένος και επικοινωνιακά, έφτασε να πιστέψει όλα όσα του προσήπταν, αδιακρίτως. Και τα ενδόβαλε. Και τα ενσωμάτωσε ως δική του αμαρτία και ως δική του παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, ως κυτταρική ανωμαλία, ως εθνικό ιδεότυπο. Ειδικώς για τη διαφθορά και τη χλιδάτη διαβίωση υπεράνω των δυνάμεων του, ο ελληνικός λαός άκουσε, και εν πολλοίς αποδέχθηκε παρότι επίσης εξοργίστηκε, την παγκάλειο απόφανση “μαζί τα φάγαμε”. Μια καθολική εξήγηση για μια σειρά μερικών γεγονότων ― άρα μια ισοπεδωτική εξήγηση. Τούτη η απόφανση ήταν ο κορυφαίος χειρισμός για διάχυση της ευθύνης σε όλο το κοινωνικό σώμα, έτσι ώστε διασπειρόμενη να αραιώσει, να διαλυθεί και να σφραγίσει όλους με τη συλλογική ενοχή. Ολοι ένοχοι, κανείς ένοχος.

Σπατάληση συμβολικού κεφαλαίου, αυτοσυκοφάντηση από στόματα ηγετών, διάχυση ευθυνών, συλλογική ενοχή, υποτέλεια, διγλωσσία, εσωτερίκευση της ενοχής από την κοινωνία. Κάπως έτσι φτάσαμε στην σημερινή ηθική ερείπωση και την εθνική κατάθλιψη. Και αντί να κοιτάμε πώς θα διορθώσουμε τα πολλά και δομικά σφάλματα, πώς θα μετασχηματίσουμε την πολιτική σκηνή με δημιουργική καταστροφή, πώς θα ανατάξουμε την οικονομία και τη χώρα, σπαταλιόμαστε σε μια άγονη καζουϊστική, κατηγορώντας εαυτούς και αλλήλους· βιώνουμε μια καμπή σαν τελειωτική ήττα.

Αποκαρδιωμένος από την αυτολοιδορία, μπαϊλντισμένος απ’ τα φυλετικά στερεότυπα που ακοντίζουν λαϊκές φυλλάδες του Βορρά κατά του οκνηροπονηρού Νότου, αποκαμωμένος ν’ ακούω φίλους και γνωστούς, πρώην συνοδοιπόρους και συναδέλφους, να σιχτιρίζουν το κρατίδιο, το γένος, το έθνος και τη φύτρα τους, και να παρακαλούν να ‘ρθει ο Γερμανός, ο Ευρωπαίος, να βάλει τάξη στο ρωμέικο, κατατροπωμένος από την ορμή της εθελοδουλίας και του προδιαφωτιστικού ραγιαδισμού, ηττημένος, παραδομένος στην ιδιοτέλεια του χατζηαβάτη Γραικύλου, έγειρα στο ντιβάνι απομεσήμερο Ιουλίου στο νησί, αποκαμωμένος από τη ζέστη και το ιμάμ, χορτάτος από θάλασσα βαθυγάλαζη και μύρο φασκομηλιάς, άπλωσα το χέρι στο ράφι κι έπιασα ένα κοντόχοντρο τόμο:

Γιάννης Βλαχογιάννης, Ιστορική Ανθολογία, Ανέκδοτα – Γνωμικά – Περίεργα – Αστεία – Ιστορίες εκ του βίου διασήμων Ελλήνων 1820-1864. Βρήκα μια θέση στο πλάι, βολική. Ακολουθούσα τη σκέψη του φίλου Νίκου και του κυρίου Σπύρου, διαβάζοντας.

«Ο εθνικός ποιητής Σολωμός ζούσε στ’ Ακρωτήρι της Ζάκυθος με τον πιστό του υπηρέτη Λάμπρο, στο σπίτι του Στράνη. Ο υπηρέτης αργότερα διηγώταν: “Ενα μεσημέρι (1825) ακούμε κανονιές, και το αφεντικό εβγήκε έξω από την κα΄μαρά του και εστάθηκε στο λόφο. Επειτα ασηκώνοντας τα χέρια στον ουρανό εφώναξε δυνατά, μα πολύ δυνατά: ‘Βάστα, καϊμένο Μισολόγγι, βάστα!’ Και έκλαιγε σαν το παιδί”» (Απαντα Σολωμού, εν Ζακύνθω, 1880)

«Ο Κολοκοτρώνης στον εμφύλιο πόλεμο του 1825, που τον κυνηγούσαν τα κυβερνητικά στρατέματα (μ΄αρχηγό τους τον Κωλέτη), έφτασε σ’ ένα χωριό Ράδο της Γορτυνίας, και κάθισε κάτου από μια καρυδιά. Λυπημένος μονολογούσε: “Τι έχεις καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μη σε πετροβολούνε τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις τα καρύδια…”» (Αρκαδική Επετηρίς, 1906)

«Πήγαινα, διηγιέται ο ίδιος εις την τέντα μου κ’ έτρωγα ολίγο ψωμί· μου είπε (κάποιος φίλος, ο Αναγν. Ζαφειρόπουλος): “Αϊντε, Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου, και η πατρίς σου θέλει σε ανταμείψει”. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: “Εμένα η πατρίς θα πρωτοεξορίση”» Και η τύχη το έφερε και αλήθευσα». (Ο Γέρων Κολοκοτρώνης, του Γ. Τερτσέτη)

«Ο παλιός επίσημος αγωνιστής, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, επί Οθωνα προβιβασμένος Σελλασίας, ήτανε στα στερνά του (πέθανε Απρίλη 1843). Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης φιλος του στενός, θέλησε να τονέ ρωτήση το τελευταίο του θέλημα. “Εχεις καμιά παραγγελιά, Σεβασμιώτατε; Για την κατάστασή σου τι έχεις να μου πης;” “Κατάσταση; είπε ο ετοιμοθάνατος· να ο καναπές με την παλιόψαθα, και οι πέντε καρέκλες· αυτά είναι η κατάστασή μου… Τι να μοιράσω στπυς δικούς μου; Αν θέλη το Εθνος ας λάβη φροντίδα. Εγώ τους αφίνω την ευχή μου… και την πατρίδα ελεύθερη, κληρονομιά τους…”» (εφημ. Αιών, 1852)

«Μια μέρα ο Κυβερνήτης [Καποδίστριας] βγήκε περίπατο από τ’ Ανάπλι συντροφιά μ’ ‘ενα γερουσιαστή. Εκεί που περπατούσανε συλογισμένοι, είπε ο Κυβερνήτης άξαφνα: “Α, πόσα πλούτη έχει η Ελλάδα!” Ο γερουσιαστής παράξενος ρώτησε, πού είναι αυτά τα πλούτη. “Στα σπλάχνα της γης”, είπε ο Κυβερνήτης.» (Ηχώ των Επαρχιών, 1843)

«Οι επίσημοι Καπεταναίοι της Επανάστασης είχανε διάφορα παρατσούκλια μεταξύ τους. Το Δυσσέα Ανδρούτσο τονέ λεγανε οι φίλοι του Γερο-Χουλιάρα για τις πονηριές και τα τερτίπια του. Γέροντα λέγανε το Γκούρα για τη φρονιμάδα του. Γύφτο τον Κολοκοτρώνη για το χρώμα του. “Αδελφέ Γύφτο” έγραφε ο Αντρούτσος στον Κολοκοτρώνη σ’ ‘ενα γράμμα του. Γύφτο λέγανε και τον Καραϊσκάκη. “Γύφτο, Γύφτο”, (τούγραφε ο Κολοκοτρώνης) έχεις να κάμης με σόϊ γύφτικο και στοχάσου” (το σόι το δικό σου)» (Voutier, Memoires)

«Οταν ο Καραϊσκάκης πήγε στ’ Ανάπλι, στα 1826, ενώ την Αθήνα την πολιορκούσε ο Κιουταχής, και διορίστηκε Γενικός αρχηγός των στρατευμάτων της Ρούμελης για να πάη να πολεμήση, παρουσιάστηκε στη Διοικητική Επιτροπή. Τότε ο Πρόεδρος της Επιτροπής, ο Α. Ζαϊμης, πρώτος τονέ συχώρεσε για την παλιά τους έχτρα, που βαστούσε από τον καιρό του εμφύλιου πολέμου, όταν ο Καραϊσκάκης είχε κάμει πολλά κακά στα σπίτια και τα χτήματα των Ζαϊμηδων, στην Κερπινή. Ο Ζαϊμης όμως γενναιόκαρδος τονέ συχώρεσε. Ο Καραϊσκάκης δάκρυσε. Τότε φιληθήκαν οι δυο και ξεχαστήκαν τα περασμένα. Στη σκηνή αυτή έτυχε ναναι ο Υδραίος Βασίλης Μπουντούρης κ’ είπε στον Καραϊσκάκη: “Δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, Καραϊσκάκη· ο θεός να σε φωτίση να το κάμης από εδώ κι’ ομπρός…” “Δεν τ’ αρνιώμαι!” αποκρίθηκε ο Καραϊσκάκης. “Οταν θέλω γίνομαι άγγελος, κι’ όταν θέλω πάλε γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος”». (Από πολλές πηγές)

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.891 hits
Αρέσει σε %d bloggers: