You are currently browsing the tag archive for the ‘δυστοπία’ tag.
H ζωή αντιγράφει την τέχνη, η τέχνη καθρεφτίζει τη ζωή, η τέχνη προεικονίζει το μέλλον. Ολα ισχύουν. Το σκέφτομαι όταν βλέπω ταινίες του Κέν Λόουτς, του Μάικ Λι, του Πάολο Σορεντίνο, του Γιάννη Οικονομίδη· αυτοί μου έρχονται στο νου πρόχειρα, κυρίως επειδή πρόσφατα ξαναείδα το Il Divo μαζί με το νέο Grande Belezza του Σορεντίνο και το Μικρό Ψάρι του Οικονομίδη.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να δεις στο Il Divo, τυπικά μια προσωπογραφία του Τζούλιο Αντρεότι, την πυκνή περιγραφή της ιταλικής πολιτικής ζωής στα μολυβένια χρόνια του ’70 και την εκβολή της στον μπερλουσκονισμό. Είναι μια ευτυχής συναίρεση της τέχνης με την πολιτική, της φόρμας με το περιεχόμενο, της ενόρασης του καλλιτέχνη με την διαύγεια του δοκιμιογράφου. Ο Πάολο Σορεντίνο αφηγείται τον σκοτεινό πυρήνα της πολιτικής, της εξουσίας, σκιτσάροντας ταυτοχρόνως μες στις σκιές την ανθρώπινη ψυχή, και δείχνοντας την εξουσία ως κοινοτοπία με τεράστια τονικότητα. Ο Μακιαβέλι κινηματογραφημένος σαν docudrama.
Με άλλη φόρμα στην Grande Belezza, λιγότερο μπαρόκ αλλά αναλόγως φαντασμαγορική και πολυπρισματική, ο Σορεντίνο κινηματογραφεί πλονζέ και κοντρ-πλονζέ, σε ομόκεντρους κύκλους, την ψυχή της Ρώμης, της Ιταλίας, της Ευρώπης. Σήμερα. Την ψυχική πτώση, την ηθική παρακμή, το πνευματικό γήρας, τη μοναξιά, τον ναρκισσισμό, τον εγωτισμό του Ευρωπαίου διανοούμενου, του αστού, του ανέστιου. Η Ευρώπη υψώνεται σαν σωρός ερειπίων προς το μέλλον· στη βάση του σωρού απομένει το μεταφυσικό ρίγος, η αναζήτηση του απολεσθέντος ιερού, μέσα από οράματα και αμφισημίες.
Εδώ ο ιδιοφυής Ναπολιτάνος προεκτείνει τους κινηματογραφικούς διδάχους της italianità, οι οποίοι μέσα απ’ τις «ιταλικές» ταινίες τους έδωσαν αισθητό σχήμα στην ευρωπαϊκότητα, στην ψυχή της Ευρώπης. Ταυτοχρόνως, ανατρέχει και πάλι στους μαέστρους της Αναγέννησης· μετά τον Μακιαβέλι, στον νεοπλατωνικό Μπαλτασάρε Καστιλιόνε. Μα προπάντων ζωγραφίζει την Αιωνία Πόλη, λίκνο της ελληνορωμαϊκής-χριστιανικής Ευρώπης, σαν ενιαίο χώρο ζώντων και νεκρών, όπου η τέχνη είναι πιο δραστική από τους ανθρώπους. Χωρίς να θρηνεί όμως: ο κόσμος αυτός τελειώνει με έναν γδούπο, όχι μ’ έναν λυγμό. Ο Ματέο Ρέντσι χορεύει κάτω από την φωτεινή επιγραφή Martini το ρεμίξ της Ραφαέλα Καρρά.
Στο Μικρό Ψάρι, ο ρεαλιστής Γιάννης Οικονομίδης ακολουθεί τη στέρεη φόρμα του νουάρ, ειδικότερα του μελβιλικού νουάρ, για να φτιάξει μια διαυγή πολαρόιντ της Ελλάδας της διαρκούς κρίσης, της Ευρώπης της κρίσης, της Ευρώπης-κρίσης. Κάτω από το ψυχρό διαυγές φως του αττικού χειμώνα, περιαστικές γειτονιές χωρίς κανένα χαρακτήρα, απαράλλαχτες με τα γαλλικά, ιταλικά, σκοτσέζικα εργατικά προάστια, μια μεσογειακή-βαλκανική suburbiana, ρημαγμένα εργοτάξια, καφενεία φορτηγατζήδων στα ρέλια της Εθνικής οδού, οι ου τόποι ενός ευρωπαϊκού Mid-West.
Διπλές ζωές, κρυμμένες ζωές; Ουτε καν. Γυμνές ζωές. Κενές νοήματος, σαν τα άδεια βλέμματα, σαν τα ασυνάρτητα λόγια. Ολα πουλιούνται, όλα προδίδονται. Οι ήρωες κινούνται σαν ανδρείκελα που τα σπρώχνει βίαια μια μοίρα απανθρωπισμού, που τα καίει η εκδίκηση και η άγρια χαρά της σύγκρουσης, ας είναι και μάταιης, χαμένης από χέρι. Ετσι κινείται αμίλητα ο εκτελεστής Στράτος, το χέρι του δεν το οπλίζει το σχέδιο μιας βούλησης, αλλά το ένστικτο και η ανάγκη, το κακό ως αναπόφευκτο, έως ότου ξεχειλίσει από την αίσθηση του τραγικού.
Στις προηγούμενες ταινίες του (ιδίως, «Σπιρτόκουτο» και «Ψυχή στο στόμα») ο Οικονομίδης προεικόνιζε τη γυμνή ζωή της κρίσης που δεν είχε σκάσει ακόμη, ανασκάπτοντας στα ρείθρα του μέινστρημ, στα χαμηλά της οικογένειας, στο λαϊκό περιθώριο· φιλμάριζε νατουραλιστικά την εξαίρεση και την πρόβαλε στο όλον. Στον καιρό της κρίσης, η εξαίρεση είναι κανόνας. Το Μικρό Ψάρι αποπλέει από αυτό τον κανόνα· μπαίνει πια στα νερά του πιο σκοτεινού pulp, στον ψυχρό κόσμο των διαταραγμένων του Jim Thompson, στον κόσμο των κινηματογραφημένων The Killer Inside Me και Pop. 1280 (Coup de Torchon). Πρόκειται για ατομικές διαδρομές στη δυστοπία, εκτός κοινωνίας· η κοινωνία απλώς ζωγραφίζεται σαν δυσφορικό φόντο.
Σε αυτή τη διαδρομή, η διαυγής σιωπηλή δυστοπία του Οικονομίδη, ένας χορός νεκροζώντανων, συναντά υπογείως, στο πλατωνικό τούνελ της απόδρασης, το ρωμαϊκό κοιμητήριο μορφών, ιδεών και αγαλμάτων του Σορεντίνο, έναν χορό υπερκορεσμένων της παρακμής. Το pulp συναντά απρόσμενα το κάλλος, εφάπτονται, τέμνονται, ανακατεύουν τα χρώματά τους, σκιαγραφούν την Ευρώπη του 21ου αιώνα σαν προσδοκία και σαν φόβο.
Ελληνικό πρόβλημα υπάρχει, αν και δεν είναι μοναδικό· ως προς τους δείκτες ύφεσης και ανεργίας, απελπισίας και κατάθλιψης, σύγχυσης και μετανάστευσης, μοιάζει με το πορτογαλικό πρόβλημα, το ιρλανδικό, το ισπανικό. Υπό αυτή την έννοια, το ελληνικό πρόβλημα είναι απεικόνιση και προοικονόμηση του ευρωπαϊκού προβλήματος: ανοιχτά, επώδυνα ερωτήματα για τη διατήρηση της ευημερίας, τους δρόμους ανάπτυξης, την προστασία της δημοκρατίας, την εύρεση μιας λειτουργικής κοινής ταυτότητας.
Το ελληνικό πρόβλημα έχει φυσικά και ιδιαίτερους χαρακτήρες, πηγάζοντες από γεωπολιτικά, ιστορικά, εθνικά δεδομένα. Και φανερώνεται διαφορετικά εντός και εκτός Ελλάδος. Αλλιώς το αντιλαμβάνονται οι ξένοι αναλυτές ή απλοί παρατηρητές, και διαφορετικά οι ζώντες εντός συνόρων, πολύ περισσότερο όσοι, πολλοί δυστυχώς, βιώνουν το πρόβλημα ως αλυσίδα καταστροφών.
Για κάποιους ανήσυχους ξένους το ελληνικό πρόβλημα είναι ένα εργαστήρι μέλλοντος, από το οποίο μπορεί να βγει η δυστοπία ή η ελπίδα. Για τα πλήθη που συγκροτούν κοσμοείδωλο από τα μαζικά μέσα, η Ελλάδα υποφέρει ένα ιστορικό ατύχημα, για το οποίο ευθύνονται οι φαύλοι ηγέτες και ο αμέριμνος λαός. Για της ξένες ηγετικές ελίτ το ελληνικό πρόβλημα είναι καινοφανές ως προς τους χειρισμούς που απαιτεί, ούτως ώστε να μην αποσταθεροποιηθεί το τοπικό υποσύστημα και συμπαρασύρει το μεγάλο σύνολο, αλλά και να παραμείνει υπό αυστηρά επιτήρηση, ως οιονεί αποικία χρέους. Ενα γερμανικό think tank προ ημερών περιέγραψε ωμά πώς οι εταίροι-δανειστές ασχολούνται με την Ελλάδα για τους ενεργειακούς αγωγούς και πώς θα ωφεληθούν οι εγχώριες ελίτ ενώ ο λαός θα συνεχίσει να υποφέρει απαράλλαχτα. Σε αυτή την οπτική, το ελληνικό πρόβλημα είναι η διαχείριση του γεωοικονομικού και γεωπολιτικού οικοπέδου.
Το κύριο όμως και το προέχον είναι πώς αντιμετωπίζουμε εμείς οι Ελληνες το ελληνικό πρόβλημα, τις ποικίλες φανερώσεις του, και πώς προσπαθούμε να απαντήσουμε. Ασφαλώς, λαμβάνουμε υπ’ όψιν το διεθνές περιβάλλον. Αλλά δεν μας επιτρέπεται να δούμε το δικό μας πρόβλημα με ξένα γυαλιά. Απαιτούνται η δική μας όραση, η δική μας κρίση, η δική μας λύση. Τα δικά μας λάθη. Η διεθνής συγκυρία μπορεί οπωσδήποτε να ευνοήσει ή να επισπεύσει μια καλή λύση, αλλά ώς εκεί. Τον υπόλοιπο, μακρύ και δύσβατο, δρόμο πρέπει να τον διανύσουμε με τις δικές μας δυνάμεις.
Συμπυκνώνω αδρά τρεις, κατά τη γνώμη μου, ταυτόχρονες απαντήσεις που απαιτεί το πρόβλημά μας. Επανίδρυση κράτους· παραγωγική ανασυγκρότηση· ψυχική ενότητα. Ξέρω, είναι κλισέ, λέξεις φθαρμένες, αλλά ας δούμε την ψίχα τους, την υλικότητά τους. Επανίδρυση κράτους, όχι εργαλειακή, όχι μόνο για τη λειτουργικότητα, αλλά και για την ανάκτηση του τρωθέντος σήμερα δημοκρατικού φρονήματος και την εμπέδωση μιας οργανικής αμοιβαίας σχέσης κράτους-πολίτη. Η υπερτριετής κατάσταση εκτάκτου ανάγκης έχει τραυματίσει πολλαπλώς τους θεσμούς και βασικές λειτουργίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας· το κράτος ήταν διανομέας φαυλότητας και μεταλλάχθηκε σε λεηλάτη· θα πρέπει να γίνει εγγυητής ελευθεριών και ισότητας.
Η αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού, υπό τον μανδύα της ψευδοαναδιανομής και με τη πάνδημη προπαγάνδα υπέρ καταναλωτισμού-δανεισμού, προκάλεσε αποσάθρωση συνειδήσεων και εργασιακού ήθους. Ο επιτήδειος διορισμένος, ο γάτος του χρηματιστηρίου, ο σαλταδόρος του μαύρου χρήματος, ήταν τα υποδείγματα των περασμένων δεκαετιών. (Τα glossy media υποδείκνυαν: τα κορίτσια μοντέλα και τ’ αγόρια ντι-τζέι. Καταλήξαμε να πουλάμε ο ένας στον άλλο υπερτιμημένα ακίνητα και καρτοκινητά, και να εισάγουμε καλαμάκια για τους φραπέδες.)
Η παραγωγική αναδιάρθρωση προϋποθέτει ορισμό στόχων, σκοπού, μέσων, μια αποκρυστάλλωση ταυτότητας. Ποιο είναι «από την αρχή ώς το τέλος, το Κοινό και το Κύριο» ― έλεγε ο Σολωμός. Δεν είναι άρα οικονομισμός και εργαλειακότητα, είναι ουσία, είναι γνώση του τόπου και των ανθρώπων, είναι θέση στον κόσμο, είναι θέαση του κόσμου και του εαυτού, είναι ταυτότητα.
Ιδού: το αίτημα για ψυχική ενότητα. Οχι στατική ταύτιση, αλλά δυναμική συνύπαρξη με έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, μια αίσθηση κοινού σκοπού: τη σωτηρία και την ανάδυση. Το αίτημα για σκέψη υπερβαίνουσα το σεσηπός παρόν. («Σκέψου βαθιά και σταθερά [μία φορά για πάντα] τη φύση της Ιδέας, πριν πραγματοποιήσεις το ποίημα» ― πάλι ο Σολωμός.) Η παρούσα διαίρεση, ο πολυκερματισμός, το διάσπαρτο μίσος συχνότατα χωρίς στόχο, ο α-τυπικός εμφύλιος χαμηλών οκτανίων, το πιθανότερο δεν οδηγούν καν σε σύγκρουση εκτόνωσης και ανασύνταξης σε άλλη πίστα, αλλά σε δομική κατάθλιψη και ενδόρρηξη, σε κοινωνική εντροπία.
Τα έχουμε ξαναπεί. Τα ξαναλέμε.
ζωγραφική: Γιώργος Μανουσάκης, Πλάκα, ακουαρέλα, 1963.
Περπατώ στους αυγουστιάτικους δρόμους του αθηναϊκού κέντρου, με λεπτό ξηρό καύσωνα και άπλετο φώς. Η πόλη έχει αδειάσει και είναι πιο μελαγχολική από τόσους πολλούς Αύγουστους που την έχω ζήσει. Σαν εγκαταλειμμένη, σαν να την έχουν παρατήσει. Κοντοστέκομαι μπρος σε κατεβασμένα ρολά: έκλεισε για πάντα ή για Δεκαπενταύγουστο. Εύχομαι το δεύτερο, να έχουν παρατήσει την Αθήνα για ν’ απλωθούν στην ενδοχώρα, ή να απλώσουν την πόλη ευδαιμονικά στο αρχιπέλαγος.
Ευχόμαστε το δεύτερο με τους εκλεκτούς φίλους και τσουγκρίζουμε· πάνω απ’ τα ποτήρια φυτρώνουν λιμάνια, κάστρα και νησιά, κάστρα μεσαιωνικά, αρχαίοι οπωρώνες, μυριστικά φυτά, αιθέρια έλαια, ξερικά αμπέλια σε πεζούλες, παππούδες και ερειπωμένα σπίτια πατρογονικά, Γενοβέζοι πολεμιστές και Βενετσιάνοι έμποροι, Ελληνες stradioti, κουρσάροι και κοντραμπατζήδες, η Χίος, η Μονεμβασιά, η Σύρος, το Γαλαξείδι, το Τσιρίγο, φάροι πετρόκτιστοι και φανοί εσβεσμένοι, μπαρ, αρχέγονες ντισκοτέκ καλαμένιες, ρουμς του λετ, η Παναγίτσα του Μουντέ των εξορίστων, και παντού βαπόρια, καράβια, πλοία ολόφωτα στη νύχτα από νησί σε νησί. Αφικνυόμενοι και αναχωρούντες, βρισκόμαστε διαρκώς στη Μεγάλη Μητρόπολη του Αυγούστου: στο Αιγαίο.
Στέκομαι σ’ ένα πέρασμα πλήθους ανθρώπων, γλωσσών και φυλών. Στο κέντρο των Κυκλάδων, κι είναι νύχτα με μελτέμι. Εχω αγκυροβολήσει, όπως πενήντα πέντε συναπτά καλοκαίρια, στο καταγωγικό αρχιπέλαγος. Κοιτώ τους μυριάδες νεαρούς ανθρώπους, είκοσι-τριάντα, που πηγαινοέρχονται στο τοπικό bus terminal, με τελικό προορισμό τα γιγάντια κλαμπ των νότιων παραλιών. Προέλευση: Ευρώπη, Αμερικές, Ωκεανία. Τατουάζ, πιρς, φανελάκια, μοτοσικλέτες: στον εξισωτισμό του καλοκαιριού όλοι φαίνονται ίδιοι και όλοι ζητούν το ίδιο, μια νύχτα διεσταλμένη μέχρι το ηλιόβγαλμα, με κιλοβάτ, σφηνάκια και ουσίες, με διεσταλμένες τις αισθήσεις, με παραισθήσεις, με απόδραση από τον κλοιό των δυτικών μητροπόλεων. Οι παγκοσμιοποιημένες μάζες μιλούν τα ίδια στοιχειώδη κρεολικά αγγλικά, ακούνε τους ίδιους ντι-τζέι σαμάνους, καταναλώνουν ίδια shots και σμάρτφον. Ο πακιστανοαυστραλός Αφζάλ συνοδεύει σαν κομψός αίλουρος τα φωτομοντέλα που ντυμένα-γδυμένα στυλ Μυγκλέρ και Γκωτιέ διαφημίζουν το κλαμπ του παραδείσου. Είναι διεθνής επαγγελματίας του κλάμπινγκ, τέσσερις μήνες Μύκονος, τέσσερις μήνες Πουκέτ, τέσσερις μήνες Σίδνεϊ ― η διαδρομή του είναι η παγκοσμιοποίηση, ο κόσμος είναι ο κόσμος της επιστημονικής φαντασίας υλοποιημένος μες στην καρδιά της Νύχτας, ο αισθητικοποιημένος κόσμος των δυστοπιών του ‘70-’80, του Ranxerox και του Τotal Recall, της καρικατούρας Fifth Element. Κλώνοι και μεταλλάξεις. Ο,τι συνέγραφε τριπαρισμένος ο Φίλιπ Ντικ ακούγοντας βινύλια Grateful Dead και Βάγκνερ, το 2013 είναι το απόλυτο mainstream, με ψηφιακή υπόκρουση Afrojack και Martin Solveig.
Γύρω από τα λεωφορεία για τον Παράδεισο, χτυπάνε τατουάζ, σαν μονομάχοι ή υποψήφιοι για σκλαβοπάζαρα της αυτοκρατορίας. Δεν έχουν ακούσει ωστόσο τίποτε για τον Σπάρτακο. Η σκέψη μου τρέχει στην πρόταση των Ελλήνων αρχιτεκτόνων για τη μετάπολη του 21ου αιώνα, στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2006. Είδαν το Αιγαίο σαν μια Διάσπαρτη πόλη, σύμφωνη με τις συλλήψεις επιφανών ιστορικών και διανοητών, όπως ο Ρουτζέρο Ρομάνο, ο Μάσιμο Κατσάρι, ο Σπύρος Ασδραχάς, ο Αγγελος Ελεφάντης. Σε εκείνη την ελληνική έκθεση, ο αρχιτέκτονας Στέφανο Μποέρι είχε περιγράψει μια ουτοπία, την Ελεύθερη Ομοσπονδία των Νήσων της Μεσογείου. Την τοποθετούσε στη δεκαετία 2010-2020. Ισως έχει ξεκινήσει πράγματι, ταλαντευόμενη μεταξύ ουτοπίας και δυστοπίας.
Οταν ξεπήδησαν από κάποια παραδιπλανή τηλεόραση οι λέξεις Μανωλάδα και φράουλες, πήγαν και στοιχήθηκαν πλάι σε άλλες ίδιες λέξεις παλιότερες: Ασιάτης, Αιγύπτιος, εργάτης γης, τον έσερνε με το αγροτικό, απλήρωτα δεδουλευμένα, παραπήγματα, φράουλες της ντροπής, βιαιοπραγίες κατά δημοσιογράφων. Είναι πέντε-έξι χρόνια τώρα, τουλάχιστον, που οι ειδήσεις από τις φράουλες της Μανωλάδας περιέχουν όση βία και ρατσισμό θα περιείχε ένα αμερικανικό φιλμ για τις βαμβακοφυτείες και τα καλαμποκοχώραφα του Νότου, με καραμπίνες, φλεγόμενους σταυρούς και κουκούλες Κου Κλουξ Κλαν.
Αλλά είναι τόσο πολλές οι παρόμοιες ειδήσεις, με απλήρωτους ή ληστευμένους μετανάστες, που τους σταυρώνουν στη Σαλαμίνα, τους ξυλοκοπούν οικογενειακώς στο Πέραμα, τους σέρνουν σαν τρόπαια με τα αγροτικά 4Χ4, τους καταδιώκουν σε θαλάμους νοσοκομείων. Είναι πολλές οι ειδήσεις. Τόσο, που δεν είναι πια ειδήσεις. Είναι το μη ορατό φόντο της ζωής μας· σαν να ξεφτίζει διαρκώς μια παλιά ταπετσαρία αποκαλύπτοντας τον σκελετό σκουληκόβρωτο, και χώμα. Χώμα και λάσπη και νάιλον, σαν τα παραπήγματα των εργατών, μ’ ένα βαρέλι νερό για πλύσιμο, μια γκαζιέρα κι ένα τσουκάλι για φαΐ. Με τέτοιες δουλειές πέφτει το ποσοστό ανεργίας.
Αλλη παρόμοια είδηση. Στη φρουτοπαραγωγό Μακεδονία γύρευαν εποχικούς εργάτες για τη συγκομιδή των ροδάκινων. Είχαν δυσκολέψει οι βίζες των Αλβανών και Βουλγάρων εργατών, και έγιναν εκκλήσεις προς τους κρατικούς μηχανισμούς να διευκολύνουν την εισαγωγή. Κάποιοι είπαν: Μα γιατί δεν πάνε οι Ελληνες άνεργοι να δουλέψουν εκεί; Φαντάστηκα τότε έναν άνεργο υπάλληλο γραφείου, έναν σαραντάρη μηχανικό, έναν φαλιριμένο καταστηματάρχη, να ξεκινούν απ’ την Αθήνα για τους οπωρώνες της Εδεσσας, γι’ αυτό το μεροκάματο: από επτά έως είκοσι ευρώ· να κοιμούνται σε παραπήγματα και να πλένονται στο βαρέλι. Ωστε με τέτοιο μεροκάματο θα ενισχύονταν η πρωτογενής παραγωγή και οι εξαγωγές. Με τέτοια mini jobs. Και θα μειωνόταν η ανεργία.
Και θα αβγάτιζε η καινοτομία. Στις 31.3.2011 ο τότε πρωθυπουργός Γ.Α. Παπανδρέου περιέγραφε πώς «Η ελληνική γεωργία καινοτομεί». Ετσι: «οι φράουλες στην Ηλεία, ο ‘κόκκινος χρυσός’ της Μανωλάδας και της Βάρδας, κρύβει ανθρώπους πρωτοπόρους και αναπτύχθηκε εκτατικά. Υπήρξαν ειδικές καλλιεργητικές πρακτικές…»
Ολα εικόνες από το μέλλον. Της δυστοπίας μας. Το απλήρωτο μεροκάματο, τα παραπήγματα, η βαρβαρότητα, φοβάμαι, δεν αφορούν μόνο εποχικούς Μπαγκλαντέζους. Τον δυσοίωνο Σεπτέμβριο 2010, γράφαμε: «Θα βουλιάζουμε. Κάθε μέρα, κάθε μήνα. Η ύφεση φέρνει φτώχεια στη μικρομεσαία Ελλάδα, φέρνει μνήμες υπανάπτυξης, φέρνει τον μικρομεσαίο, αυτόν που ξέχασε τη φτώχεια και την σπάνη, πιο κοντά, όλο και πιο κοντά στο επίπεδο του οικονομικού πρόσφυγα, του μετανάστη, του απεγνωσμένου. Ο βούρκος του περιθωριακού απειλεί να ρουφήξει και τον ενταγμένο μικρομεσαίο. Μοιράζονται τον ίδιο δημόσιο χώρο, την ίδια ζούγκλα, την ίδια χωματερή.»
Οι Ελληνες είχαν το οδυνηρό προνόμιο, κατά τους δύο παρελθόντες αιώνες, να βιώσουν μείζονες ιστορικές αλλαγές στον εθνικό και κοινωνικό κορμό, πρώτοι ή σε απόλυτο συγχρονισμό με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οδυνηρό μεν, κατά το μέτρο των καταστροφών και του συνακόλουθου πόνου, προνόμιο δε, κατά το μέτρο που η ιστορική εμπειρία αφομοιώνεται εγκαίρως προς ανασυγκρότηση και ανέλιξη. Σε όλο τον 20ό αιώνα ο ελληνισμός κινείται σε ένα σπιράλ καταστροφών-δημιουργίας: από την πτώχευση του 1893 έως την πτώχευση του 2010-12, με ενδιάμεσους πολυετείς πολέμους, εδαφικές επεκτάσεις, εθνικές απώλειες, διχασμούς, εμφυλίους, κατοχή, λιμό, πτώχευση. Η Ελλάδα ήταν παρούσα σε όλες τις μεγάλες στιγμές, με θυσίες και αναδιπλώσεις.
Την τελευταία 60ετία, σε συγχρονισμό με την Ευρώπη, έζησε τη μακρότερη περίοδο ειρήνης και επέτυχε εντυπωσιακή άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Στις αρχές του 21ου αιώνα και προ της παρούσας κρίσης, η Ελλάδα συγκατελεγόταν στις 30 πιο ευημερούσες χώρες του κόσμου, με υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης, με αφθονία πτυχιούχων, με μοναδικά καίτοι αναξιοποίητα αποθέματα περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς. Υπό όρους, αυτά τα φυσικά και ανθρωπογενή αποθέματα θα μπορούσαν να είναι ακαταμάχητα πλεονεκτήματα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία των καινοτομιών και του ελεύθερου εμπορίου. Δεν είναι. Διότι δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις: Λείπει η ηγεσία, λείπει το εθνικό σχέδιο, και απόντων αυτών, έχει κλονιστεί και η εθνική-κοινωνική συνοχή.
Ας μη μακρύνουμε με τα αίτια, τα έχουν πει πολλοί. Μια εβδομάδα προ των κρισιμότατων εκλογών της 17ης Ιουνίου, προέχει να δούμε τι διακινδυνεύεται και ποιες οι ενδεχόμενες τροπές. Κατά τη γνώμη μας, διακινδυνεύονται ακριβώς όσα περιγράψαμε παραπάνω, δηλαδή, ο εθνικός πλούτος, δημόσιος και ιδιωτικός, που ήδη έχει πληγεί αλλά όχι ανεπανόρθωτα, και η κοινωνική συνοχή. Το βάρος του χρέους και η συνεχιζόμενη αποσάθρωση του εθνικού προϊόντος θυμίζουν ευθέως δείκτες πολέμου. Η επαπειλούμενη ρήξη του κοινωνικού ιστού, καθώς την αφουγκραζόμαστε όλο και ευκρινέστερα, μπορεί να συγκριθεί αναλογικά με τις περιόδους του Διχασμού και του Εμφυλίου.
Αρα ο στόχος, στόχος εθνικός, καθολικός, καθήκον ιστορικό, είναι η διάσωση αυτών των αποθεμάτων, άνευ των οποίων υπονομεύεται και το δημοκρατικό πολίτευμα και η εθνική κυριαρχία και η ίδια η σύσταση του ελληνισμού όπως διαμορφώθηκε στους νεότερους χρόνους. Διάσωση πώς; Κωδικά: Ανασυγκρότηση κράτους και ανασυγκρότηση παραγωγικού ιστού. Για να επιτευχθούν, προαπαιτείται πολιτική αναγέννηση: νέα πρόσωπα, νέες οργανώσεις, κουλτούρα, ιδέες.
Δεν πρόκειται για νεολαγνεία, πρόκειται για αδήριτη ιστορική ανάγκη. Η παρούσα παρακμή και τα αδιέξοδα της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας προσομοιάζουν με την κατάσταση των δημοκρατιών στον Μεσοπόλεμο, στα δικά μας χρόνια του ’20-’30, αλλά και στις ασθενείς δημοκρατίες της Ιταλίας το 1919-22, της Γερμανίας το 1919-32, της Γαλλίας όλο το διάστημα έως την πτώση των κυβερνήσεων του Λαϊκού Μετώπου. Κατά παρόμοιο τρόπο, αν και σε διαφορετική συγκυρία, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις δεν αλληλοαναγνωρίζονται και προσπαθούν να εκτοπίσουν η μία την άλλη από τον δημόσιο χώρο, χωρίς να αναγνωρίζουν κοινά ιστορικά καθήκοντα, ενώ ταυτοχρόνως αδυνατούν από μόνες τους να τα αντιμετωπίσουν.
Η δημοκρατία και η χώρα χρειάζονται κατεπειγόντως αναζωογόνηση, την ίδια που χρειάζεται η δοκιμαζόμενη Ε.Ε.: επανεύρεση βασικών αξιών της μεταπολεμικής Ευρώπης. Μπορεί η Ε.Ε. μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ να κλείδωσε την πορεία της πάνω σε νεοφιλελεύθερες δοξασίες προς όφελος της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας και προς ζημίαν των λαών, ωστόσο το μεταπολεμικό θαύμα της Ευρώπης κατορθώθηκε μόνο χάρη στη ζωογόνο βοήθεια της Αμερικής του Ρούζβελτ, στο κεϋνσιανό σχέδιο ανάπτυξης, και στο ισχυρό κράτος πρόνοιας που συνέλαβαν και υλοποίησαν πρώτοι οι Βρετανοί και οι Σκανδιναβοί, και ακολούθως όλοι οι Ευρωπαίοι, από τον Βορρά έως τον Νότο.
Με τη σύλληψη του βρετανικού κράτους πρόνοιας και του Εθνικού Συστήματος Υγείας, από τον Μπέβεριτζ, και την ηγεμονική επίδραση των Σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία, οικοδομήθηκε μια στέρεη παράδοση μεταρρυθμίσεων υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αναδιανομής πλούτου. Αυτή η μακρά παράδοση σοσιαλδημοκρατίας, μεταρρυθμίσεων, ισόρροπης συνύπαρξης κεφαλαίου και εργασίας, κρατικής και ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ρυθμισμένων αγορών, εγκαταλείφθηκε. Και συχνά προδόθηκε από τους ίδιους τους σοσιαλδημοκράτες. Η επαναφορά σε αυτή την παράδοση, επανιδρυμένη στο νέο ιστορικό περιβάλλον της παγκοσμιοποιησης, και μπολιασμένη με τις νέες προτεραιότητες οικονόμησης φυσικών πόρων και προστασίας του περιβάλλοντος, είναι το ζητούμενο για την κλονιζόμενη Ευρώπη.
Για την Ελλάδα, τα ζητούμενα είναι αυτά και ακόμη πιο επείγοντα. Στη χώρα μας δοκιμάζεται πλέον η αντοχή του κοινωνικού σώματος, απέναντι στην επελεύνουσα ένδεια, και δοκιμάζονται δεινά οι θεσμοί, ο ίδιος ο οργανωμένος βίος. Υποσυστήματα καταρρέουν και επιδιορθώνονται όπως όπως την τελευταία στιγμή. Μεγάλες περιοχές της Αθήνας βρίσκονται εγκαταλειμμένες, στο κατώφλι της συμμοριοποίησης και τη αστικής δυστοπίας. Το κράτος είναι μουδιασμένο ή ημιπαράλυτο. Ο λαός, απελπισμένος ή φοβισμένος, προς το παρόν παρακολουθεί τις μετατοπίσεις στην κορυφή της πολιτικής πυραμίδας και σιωπά, αναμένει και υπομένει. Οι περισσότεροι, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν, σίγουρα το αισθάνονται: το ποτάμι θα ξεσπάσει.
Υπάρχουν πολλές δυνάμεις, λανθάνουσες, υπνώττουσες, απογοητευμένες, φιμωμένες ― ζωντανές παρ΄όλ΄αυτά. Κάποιες θα σπαταληθούν, θα θυσιαστούν. Οι περισότερες όμως θα είναι παρούσες στο ραντεβού με την ιστορία.
Παρατηρώ το χτίσιμο: πέτρες δεμένες με πλίνθους και κουρασάνι. Ρωμαϊκό, βυζαντινό. Αγκαλιάζω την χαρίεσσα φόρμα. Χαμηλώνω το βλέμμα. Στο πεζούλι του βυζαντινού ναού των Αγίων Θεοδώρων, στην πλατεία Κλαυθμώνος, ένας (μία;) μικροπωλητής, συνήθως άφαντος, έχει απλώσει την πραμάτειά του: εικονίτσες, βίους αγίων, την Αγία Μαρκέλα, τον Αγιο Κυπριανό, θρησκευτικά ημερολόγια, λιβάνι, βραχιολάκια, κομπολόγια, ένα CD με Λόγους Μετανοίας. Στην άκρη απιθωμένο ένα πλαστικό κύπελλο καφές. Ενας γενειοφόρος Πρόδρομος, νωδός, διαλαλεί ψευδά τα λαχεία του «τι σου ‘χω σήμερα, σε γλιτώνω!». Πιο πάνω, άλλος σαλός με άδειο βλέμμα, λευκογενειοφόρος με πατημένα παπούτσια σαν παντόφλες, κουνάει ένα άδειο κουτί “πεινάω” προς παγερά αδιάφορους διαβάτες, είναι αόρατος. Στο πεζοδρόμιο της Αθηνάς ένας άντρας έχει ανοίξει ένα χαρτόκουτο και επιδεικνύει καρδερίνες, λούγαρους και φλώρια, έχουν μαζευτεί καμιά δεκαριά άντρες σαράντα-πενήντα χρονών, χαζεύουν και καπνίζουν, ένας σαν κράχτης κάνει ότι ψωνίζει και βάζει σε ένα σακ βουαγιαζ ένα πουλάκι. Στις παρυφές της Ερμού, επί της Αρεως, ένας αστυνομικός με μπλε εξάρτυση καλεί έναν ινδοασιάτη μικροπωλητή για έλεγχο, αυτός κρατάει μια γαλάζι ομπρέλα ανοιχτή και τέσσερις-πέντε κλειστές σε νάιλον, το βάζει στα πόδια, ξεφορτώνεται το εμπόρευμα στο δρόμο, τρέχει με την γαλάζια ομπρέλα ανοιχτή, ο νεαρός αστυνομικός τον προλαβαίνει, του βάζει τις φωνές, ο Πακιστανός χαμογελάει διαρκώς και στριφογυρίζει ψηλά την ανοιχτή ομπρέλα, κανείς δεν δίνει σημασία, μόνο ένας σκουρόχρωμος σαλεπιτζής παρακολουθεί διακριτικά.
Κανείς δεν παραξενεύεται με αυτές τις εικόνες στο κέντρο των Αθηνών. Ολοι προσπερνούν αποτραβηγμένοι στον εαυτό τους, σκυθρωποί, κοιτάνε πέρα, μακριά, πολύ μακριά από τον τρέχοντα ζόφο. Βαλκανίλα και Κάιρο μυρίζει. Και παλιά Αθήνα του ’60, όταν οι ζητιάνοι συνωστίζονταν στα σκαλιά των εκκλησιών κάθε Κυριακή, απλώνοντας εικονίτσες και άδεια χέρια κάτω απ΄τις μύτες των νοικοκυραίων, κι όταν μαυροντυμένες κοσμοκαλόγριες με μπόγους γυρνούσαν πόρτα πόρτα πουλώντας μοσχολίβανο και καρβουνάκια.
Εικόνες απόμακρες, καταχωνιασμένες, ακατανόητες σήμερα, κι όμως επιστρέφουσες μαζικά, ορμητικά: η επαιτεία ως αναπόσπαστο μέρος του βίου, ως μια φυσικότατη εκδήλωση της διάχυτης πενίας· οι μικροπωλητές που περιφέρουν εμπόρευμα σαβούρα σε χαρτόκουτα ή κρεμασμένο στο λαιμό τους· οι παπατζήδες στο δρόμο και οι λοταριατζήδες στα καφενεία· οι μπανανοπώλες με καρότσια μπεμπέ· οι υπαίθριοι ψήστες κοκορετσιού· οι πωλητές χύμα χλωρίνης, ελαιόλαδου, φυτίνης και γιαουρτιού πόρτα πόρτα· οι δοσάδες με είδη προικός στη βαλίτσα.
Το ’50 και το ’60 εισβάλλουν βίαια στο 2012. Δεν φέρουν κανένα φολκλόρ, δεν ξυπνούν καμιά νοσταλγία, δεν περιέχουν αισθητική και καλαμπούρια, όπως αυτή που ξυπνούσαν έως πρόσφατα οι ασπρόμαυρες φαρσοκωμωδίες. Ποιος νοσταλγεί την αυλή με τη σκάφη και τον κοινό απόπατο; Αυτά ήταν για να τα βλέπουν σε Plasma 40 ιντσών και να γελάνε χορτάτοι επίγονοι, παιδιά και εγγόνια αυτών των παράξενων Ελλήνων με τα τριμμένα ντρίλια και τα παλτά της αμερικανικής βοήθειας.
Δεν θα γυρίσουμε στη σκάφη. Αλλά σε πολλά διαμερίσματα φέτος δεν άναψαν καλοριφέρ· τα αυτοκίνητα στέκουν ακίνητα, χωρίς πανάκριβη βενζίνη· οι μοτοσικλέτες μεγάλου κυβισμού ξεπουλιούνται για να αντικατασταθούν με παπί· στα γραφεία κολατσίζουν από τάπερ σπιτικά.
Γυρνάμε στη φτώχεια· δεν γυρνάμε όμως και στην αθωότητα της παλαιάς ηθογραφίας της. Οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι, συνοικίες και αστικές ζώνες ολόκληρες έχουν μπει στα κόκκινα, οι πολυκατοικίες χτυπιούνται κάθε βράδυ, κάθε ώρα και μια διάρρηξη, αλαφιασμένοι μικρομεσαίοι προσθέτουν κλειδαριές και σίδερα.
Ο πόλισμαν της ηθογραφίας, με το γκρίζο κοστούμι-στολή και το πηλίκιο, εξαφανίστηκε· στις φυλασσόμενες ζώνες με τράπεζες και πολιτικά κτίρια στέκονται πάνοπλοι ειδικοί φρουροί με περικνημίδες και οπλοπολυβόλα. Η επιτήρηση, ο ατομικός οπλισμός και οι αυτοδικούσες μιλίτσιες προβάλλουν ως μόνες απαντήσεις στην φτώχεια, την ανασφάλεια, την ανισότητα. Ζητιάνοι, πρεζάκια, μικροπωλητές, αξύριστοι άντρες στα πεζοδρόμια, και φρουροί με οπλοπολυβόλα. Λείπουν οι προφήτες.
Η ηθογραφία διαστρωματώνεται και αλλάζει. Και λουπάρει. Ηταν η αυλή, γεράνια, πατριάρχες άντρες, μεγαλοκοπέλες, έρωτες, ένας ορισμένος νεορεαλισμός, υποβασταζόμενος από το όραμα της διαρκούς προόδου. Κατόπιν ήρθε το διαμέρισμα, κοστούμια, γαλλικούλια, κούρσες, ροκ-εν-ρολ, μπλουτζήν και καμπάνες, χουντοπόπ. Μετά, δημοκρατία και φενάκη αναδιανομής, μαζική παιδεία, πλησμονή, νεοπλουτισμός, προωθητικός φθόνος, θαυμαζόμενη ανομία, κατανάλωση, τηλεόραση, μάζα, σκυλοπόπ. Ευρώπη ― όραμα και φενάκη.
Η τελευταία στοιβάδα ηθογραφίας αναπαράγει διαθλασμένα, σαρκαστικά, ένα παλαιότερο πρόσωπό της, παραμορφωμένο, απεχθές, μια αστυνομική πτωχοκρατία. Η ηθογραφία εξελίσσεται: σαν δυστοπία.
Σκουπίδια σωριασμένα στους δρόμους, βουνά, σκουπίδια σάπια, από αυτά που δεν πλησιάζουν ούτε οι μεταλλορακοσυλλέκτες με τα καροτσάκια. Ουρές στα βενζινάδικα. Κυκλοφοριακό χάος. Κλειστό το Σύνταγμα μονίμως. Κατειλημμένα υπουργεία. Ολες οι δημόσιες υπηρεσίες υπολειτουργούν. Τέσσερις πεινασμένοι Πακιστανοί ληστεύουν 86χρονη στην πλατεία Κολιάτσου, 12 το μεσημέρι, στην είσοδο της πολυκατοικίας· της παίρνουν την τσάντα και τη σακούλα με το ψωμί απ’ το φούρνο. Παιδιά από 15 έως 20 χρονών ληστεύουν και βιάζουν στα προάστια, με λεία μερικά κατοστάρικα, με 5 ευρώ μερδικό, πλιατσικολογούν ψυγεία, οδηγούν Μερτσέντες, σουλατσάρουν μες στα ληστεμένα σπίτια σαν χαρακτήρες του σινεμά. Σινεμά, αυτό ακριβώς: Η Αθήνα προβάλλεται σαν βίαιο φιλμ, ο καθημερινός βίος μοντάρεται με σκηνές από το Κουρδιστό Πορτοκάλι, το Suburbia, το Δώδεκα Πίθηκοι.
Η δυστοπία της Αργεντινής δεν είναι μακριά. Δεν θα είναι ίδια, αλλά θα συμβεί κάπως· το μυρίζεις στους δρόμους της πρωτεύουσας, οι άνθρωποι περπατούν νευρικοί, στις παρέες οι τσακωμοί ξεσπάνε με ασήμαντη αφορμή κι ύστερα ξεφουσκώνουν απότομα, ο καθείς αποσύρεται στον εαυτό του, στα διαδικτυακά φόρα φουντώνει ο πεσιμισμός και η απόγνωση, φυραίνει ακόμη και ο θυμός, απλώνεται η παγωνιά. Παρά την οργή και τη βία που εκπέμπουν οι αντιδράσεις των ψαλιδισμένων υπαλλήλων Δημοσίου και ΔΕΚΟ, η μεγάλη μάζα του αστικού πληθυσμού παραμένει παγωμένη από το φόβο της επόμενης μέρας.
Το ίδιο και περισσότερο παγωμένη είναι η ηγεσία. Χειρότερα: ο κόσμος έχει την αίσθηση ότι δεν υπάρχει ηγεσία, ότι η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί παθητικά και δέχεται ό,τι της υπαγορεύουν, προκειμένου να λάβει τη δόση. Σαν δόση οπιούχου αναλγητικού: καλμάρει τον πόνο, αλλά η αρρώστια κατατρώει. Χειρότερα: ο κόσμος δεν βλέπει καμιά ηγεσία, κανένα σχήμα, καμία πρόταση, καμία σχεδία, για ν’ αρπαχτεί, να επιπλεύσει, να αντέξει το παρόν και να κοιτάξει το μέλλον.
Κι όμως, υπάρχει μέλλον. Πάντα υπάρχει. Το θέμα είναι αν και πώς θα μας περιέχει. Το θέμα είναι να διασώσουμε ό,τι διασώζεται, ό,τι αξίζει και χρειάζεται, να το στερεώσουμε, και να φτιάξουμε όλα τα υπόλοιπα από την αρχή. Το κράτος, τη διοίκηση, την παιδεία, τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια, την κοινωνική πρόνοια, τη δικαιοσύνη. Την παραγωγή, την οργάνωση της εργασίας, την αποδοτικότητα. Δεν είναι όλα άχρηστα, δεν μας επιτρέπεται να τα αφήσουμε όλα να ρημάξουν ― δεν μας επιτρέπεται, με όρους ιστορικής επιβίωσης. Κανείς επίτροπος δεν θα μας σώσει, αν παραιτηθούμε, αν πρώτα εμείς δεν θέλουμε να σώσουμε τους εαυτούς μας, την αξιοπρέπεια μας, τη βαθύτερη ουσία της ιδιοπροσωπίας μας, την εθνική μας υπόσταση.
Τα σκουπίδια στους δρόμους, η ανασφάλεια στις γειτονιές, οι μπλοκαρισμένοι δρόμοι, οι αδρανείς υπηρεσίες, πρέπει να αναιρεθούν από εμάς τους πολίτες, αν θέλουμε να παραμείνουμε κοινωνία πολιτών και όχι άθροισμα δουλοπαροίκων και έρμαια συμμοριών. Υπερασπιζόμενοι τον δημόσιο χώρο τούτη τη στιγμή, με ατομικές υπερβάσεις, με αλληλεγγύη, με πανεθνικό συναγερμό, με δικαιοσύνη, διεκδικούμε το μέλλον.
Μεγάλη Εβδομάδα, 2050, Αθήνα, Ελλάδα, ώρα 23:40. Τέσσερα άτομα, μικρόσωμα, μάλλον παιδιά, σκρινάρουν κάδους απορριμμάτων σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά, στην Πλατεία Θυμάτων, πρώην Πλατεία Αττικής. Είναι ντυμένοι σκούρα, φοράνε μαντίλες, τα ρούχα τους είναι τυλιγμένα σε στρώματα γύρω από τα σώματα, σαν σκάφανδρα, μες στο ημίφως διακρίνονται σαν σκοτεινοί δύτες.
Τα έργα επιστημονικής φαντασίας εκφράζουν το πνεύμα του καιρού που τα παράγει. Τους φόβους και τις ελπίδες, τις αμφιβολίες για τις κυρίαρχες δοξασίες, την επαναφορά σε θεμελιώδεις αξίες, την αναρώτηση για την ανθρώπινη κατάσταση. Τα καλύτερα έργα του είδους είναι δυστοπικά, κοιτούν το μέλλον μελαγχολικά, και είναι έργα που μιλούν όχι για τεχνολογία και διαγαλαξιακά ταξίδια, αλλά για τη μοναξιά, τη νέα ανθρωπινότητα, την απώλεια, τον ολοκληρωτισμό, τον χρόνο.
Πριν από τρία ακριβώς χρόνια, έβλεπα τη συνθήκη μοναξιάς, προσφυγιάς και στειρότητας του πρώιμου 21ου αιώνα σε ένα έξοχο φιλμ του Α. Κουαρόν, «Τα παιδιά των ανθρώπων», βασισμένο σε μυθιστόρημα της P.D. James. Αυτές τις μέρες είδα δύο άλλες ταινίες, δυστοπικά σενάρια κοντινού μέλλοντος. Το πιο ρηξικέλευθο φιλμ είναι το District 9, νοτιοαφρικανικής παραγωγής, από άγνωστο μου σκηνοθέτη, με άγνωστους ηθoποιούς. O σκηνοθέτης Νιλ Μπλόμκαμπ φέρνει το μέλλον στο παρόν. Ενα αστρόπλοιο ξεφορτώνει εξωγήινους στη Ν. Αφρική, έξω από το Γιοχάνεσμπουργκ, και τους παρατάει. Οι ξένοι δεν είναι απειλητικοί, παρότι εντομόμορφοι.
Σταδιακά αποκλείονται από την κοινότητα των ανθρώπων, μαντρώνονται σε ένα γκέτο, και ζουν εκεί, σε συνθήκες και με συμπεριφορά κατοίκων ενός τυπικού slum, μιας οποιασδήποτε φαβέλας της Αφρικής, της Ν. Αμερικής, του Τρίτου Κόσμου. Η Ζώνη 9 των άλιεν είναι ήδη αλληγορική έκφραση της υπαρκτής Ζώνης 6 του Κέιπ Τάουν, όπου ζουσαν μαζί λευκοί και μαύροι, την εποχή του απαρτχάιντ, μέχρι που την ισοπέδωσαν. Η ξενότητα, η προσφυγιά, η ξενοφοβία, η επιτήρηση, η βία των Καθαρών πάνω στους Αλλους, η εκμετάλλευση και το λαθρεμπόριο, οι ιδιωτικοί στρατοί, όλα συνθήκες του σήμερα, προβάλλονται πολύ φυσικά, πολύ εφιαλτικά, στο πολύ κοντινό μέλλον.
Με κάμερα ασθμαίνουσα και κουνημένη, σαν βίντεο ειδήσεων από τη ζώνη του πυρός, η ταινία παρακολουθεί την κατάβαση του αφελούς γραφειοκράτη Wikus στον Αδη των Αλλων, στη χωματερή των ξένων. Στον πάτο της χωματερής, στα υπόγεια του slum, ανάμεσα σε όπλα χάι-τεκ και μαγεία juju της νιγηριανής μαφίας, σε ένα σκηνικό όπου τα στερεότυπα για εξωγήινους συμφύρονται με δυστοπικά γουέστερν στυλ Μad Max, o μεταλλαγμένος άνθρωπος, μισοάλιεν ήδη, πεταμένος και κυνηγημένος από τους ανθρώπους, ανακαλύπτει μια άλλη ανθρώπινη κατάσταση, τη μετα-ανθρωπινότητα, νιώθει πιο κοντά στον εξωγήινο που νοσταλγεί την πατρίδα του.
Η ταινία τελειώνει με ρηχό πιστολίδι και υπόσχεση για σίκουελ, αλλά εν τω μεταξύ έχει θίξει τα πιο καυτά προβλήματα της παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας σήμερα: φτώχια, ανισότητα, αποξένωση, μετακινήσεις πληθυσμών, επιτήρηση, αποδοχή αυταρχισμού, ξενοφοβία, διάσπαρτη δομική βία. Συν τον φόβο για το τι άνθρωποι είμαστε, βιολογικά και πνευματικά: πόσο πιο άνθρωποι από το εξωγήινο άλιεν;
Αυτός ο φόβος είναι όλη η ταινία «Moon». Πόσο άνθρωπος είμαι; Αναρωτιέται ο Σαμ, μοναδικός χειριστής στον σεληνιακό ρομποτικό σταθμό εξόρυξης του Helium-3, η σύντηξη του οποίου έχει λύσει το ενεργειακό πρόβλημα της Γης. Ο σταθμός ονομάζεται Αγάπη. Και ο Σαμ έχει με την εταιρεία εξόρυξης τριετές συμβόλαιο σκληρής μοναξιάς. Λίγο πριν λήξει η θητεία του, ανακαλύπτει ότι είναι κλώνος, κι ότι όλοι οι σεληνοναύτες πριν και μετά, είναι κλώνοι τριετούς διάρκειας, με εμφυτεύματα οικογενειακής μνήμης.
Ο Σαμ συναντιέται με τον επόμενο εαυτό του, τον νεότερο κλώνο Σαμ, σε περιβάλλον που διασταυρώνει γόνιμα την Οδύσσεια του Κιούμπρικ και το Μπλέιντ Ράνερ των Φ. Ντικ – Ρ. Σκοτ. Παραδίνεται στον θάνατο, στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης, και παροτρύνει τον νεότερο κλώνο να αποδράσει στη Γη των Πρωτοτύπων και του Κλωνισμού. Ενας τρίτος κλώνος, από το κρυμμένο απόθεμα, έχει ενεργοποιηθεί ήδη από το ευφυές ρομπότ του σταθμού, και συνεχίζει την ιστορία της κατασκευής μνήμης και των αναλώσιμων ανθρώπων.
Στο κατώφλι μιας νέας εποχής, γεωπολιτικά, τεχνολογικά, ανθρωπολογικά, βιολογικά, η τέχνη του κινηματογράφου, αυτή η μαζική τέχνη των μεγάλων μυθικών αφηγήσεων, αφουγκράζεται αμφιβολίες και φόβους, σκέφτεται οντολογικά. Θρησκευτικά. Τι είναι άνθρωπος; Ο φυλακισμένος, εξαπατημένος, προγραμμένος Σαμ θα απαντούσε με τα λόγια του Ιησού: «Eπείνασα, εδίψασα, ξένος ήμην, γυμνός, ησθένησα, εν φυλακή ήμην …» (Mατθ. 25:35-36) Ετσι ακριβώς θα απαντούσε και ο νοτιοαφρικανός τελώνης και διώκτης, ο ημιάλιεν, ο αποριμμένος από ανθρώπους και δεκτός από τους ξένους.
Το Slumdog Millionaire κόβει την ανάσα. Με τον καταιγιστικό ρυθμό του, με το ιλιγγιώδες μοντάζ και την πληθώρα εικόνων, με τις εναλλαγές προσώπων, με τα ανεβοκατεβάσματα της συναισθηματικής έντασης. Είναι μια ταινία δύο ωρών που ξετυλίγεται με τον φρενήρη ρυθμό ενός βίντεο κλιπ, με το νεύρο ενός καλοστημένου τηλεοπτικού σόου, ενός παιχνιδιού λόγου χάριν.
Αυτό το τελευταίο κυρίως: Η ζωή ξετυλίγεται σαν ξέφρενο τηλεπαιχνίδι. Το τηλεπαιχνίδι είναι μια μεταφορά για τη ζωή. Ο παίκτης δοκιμάζεται διαρκώς, από πίστα σε πίστα, από νίκη σε νίκη, μόνος εναντίον όλων, εναντίον και του εαυτού του. Η ζωή είναι μια αδιάκοπη δοκιμασία, κι όπως σε όλα τα παιχνίδια, στο τέλος οι παίκτες χάνουν, κερδισμένος είναι μόνο ο παραγωγός του σόου, η μπάνκα. Μια μεταφορά για τη ζωή στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, όπου δεν υπάρχουν συλλογικότητες, δεν υπάρχουν κοινωνίες και φιλίες, αλλά μόνο άτομα και αγορές. Αλλά και μια ανάκληση των μεγάλων αφηγηματικών εμμονών, για το πάθος του παίκτη και του παιχνιδιού, από τον Ντοστογιέφσκι έως τις ελαφροσκοτεινές χολιγουντιανές ταινίες για τα χαρτιά και το μπιλιάρδο, με τραγικούς ή απλώς χαριτωμένους λούζερ.
Ο Ινδός έφηβος όμως, ο παρασκευαστής τσαγιού στο υπερμοντέρνο call center της αχανούς Βομβάης, δεν είναι άλλος ένας λούζερ. Γιατί πρωτίστως δεν παίζει από λαχτάρα για τη νίκη, αλλά από λαχτάρα για ζωή· παίζει γιατί μόνο έτσι μπορεί να επιζήσει, γιατί μόνο έτσι ελπίζει να τον δει το κορίτσι που μοιράστηκε την άγρια ζωή του.
Και νά ο βαθύτερος πρωταγωνιστής της ταινίες: η ζωή. Αγρια, απρόβλεπτη, σκληρή ώς το τέλος, ανελέητη, ακριβής, άδικη και δίκαιη, μισοάδεια και μισογεμάτη. Το πεισματάρικο ρομαντικό αγόρι, το υποταγμένο στη μοίρα κορίτσι, ο σκληρός και σκοτεινός ήρωας αδελφός που προσεύχεται προτού δολοφονήσει, είναι οι φορείς της ζωής· η ζωή τούς χρησιμοποιεί, περνάει από πάνω τους, ασήκωτο βάρος· όποιος την αντέξει, ίσως μείνει όρθιος, ίσως και όχι. Χρειάζεται και τύχη μαζί με τη δύναμη, δηλαδή χρειάζεται ψυχικό σθένος: σε μια από τις τελευταίες ερωτήσεις, το αγόρι δεν αντλεί απάντηση από τη βιωμένη γνώση της πικρής ζωής, αντλεί απάντηση από την αναχωνεμένη γνώση του των ανθρώπων, της συμπεριφοράς και των κινήτρων τους, έχει μάθει να μην έχει εμπιστοσύνη στα προφανή, να διαβάζει ανάποδα τα σημάδια που του προσφέρονται.
Κι όμως δεν είναι παίκτης, με τον τρόπο που οι μεγάλοι χαρτοπαίκτες διαβάζουν στα πρόσωπα των αντιπάλων τους τα φύλλα που κρατάνε. Ο Ινδός έφηβος δεν παίζει για να κερδίσει τον αντίπαλο, δεν ψυχολογεί, δεν μπλοφάρει, δεν μετράει φύλλα, δεν ποντάρει. Δεν παίζει για να κερδίσει τα λεφτά ή τη φήμη. Είναι μαχητής που αγωνίζεται για όλη τη ζωή του, έξω από το παιχνίδι· πολεμάει για να κερδίσει τη ζωή του, την αγάπη του, την ανθρωπιά του, αγωνίζεται για το Ολον. Το έπαθλο είναι η ζωή χωρίς τα σκοτάδια της.
Και η γνώση; Η γνώση του αγοριού είναι πάλι η ζωή. Κάθε απάντηση στις ψευτοεγκυκλοπαιδικές σαχλαμάρες της τηλεόρασης έρχεται όχι από τον σπασίκλα που απομνημονεύει ονόματα και αριθμούς, αλλά από έναν μαχητή που τις λιγοστές του γνώσεις τις έχει κεντήσει στο πετσί του ο άγριος βίος στις αλάνες και στο slum, στο σύνορο ζωής και θανάτου. Είναι η πικρή γνώση των παζολινικών Παιδιών της Ζωής, κυνική, γυμνή, πέραν του καλού και του κακού. Το καλό και το κακό ισχύουν αλλιώς στo slum, δεν είναι ίδιο με το καλό-κακό των προαστίων και των ιδιωτικών σχολείων.
Κι όλα, ζωή, γνώση, έρωτας, μάχες, καλό, κακό, περνούν με φόντο τον κόσμο της παγκοσμιοποίησης: ακραία φτώχια, ακραία βία, ακραία εκμετάλλευση, ακραία ανισότητα, παιδική ηλικία που τελειώνει στα πέντε, ζωή χωρίς αξία, επαιτεία και χλιδή, real estate εκσυγχρονισμός με μαφία. To κοινωνικό και ανθρωπολογικό φόντο είναι ντοκιμαντέρ για την παγκοσμιοποίηση στο 21ο αιώνα, είναι το Χόλιγουντ και το Μπόλιγουντ με τα εντόσθια βγαλμένα έξω. Είναι ο κόσμος της άγριας συσσώρευσης και της κτηνώδους ασυμμετρίας. Ο κόσμος που εισβάλλει ορμητικά στην Ινδία, και ο κόσμος που απλώνεται παντού. Μια δυστοπία. Που τελειώνει ειρωνικά με μιούζικαλ.
Ένα βλέμμα, Καθημερινή 15.03.2009