You are currently browsing the tag archive for the ‘διχόνοια’ tag.
Τις τελευταίες μέρες η ιστορία επύκνωσε και επιταχύνθηκε, πάλι, με τρόπους που θυμίζουν μεν στιγμές της παρελθούσας πενταετίας, αλλά και τις υπερβαίνουν. Η κρίση συνεχίζεται· άλλωστε κανείς προσεκτικός παρατηρητής μετά το 2010 δεν πίστεψε ότι αυτή η κρίση με τα πανευρωπαϊκά και διεθνή χαρακτηριστικά θα παρήρχετο σύντομα ή ανώδυνα ― το αντίθετο.
Η αμφίρροπη προεδρική εκλογή, οι πιθανές εθνικές εκλογές και η ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή συμβαίνουν σε διεθνές περιβάλλον ιδιαιτέρως περίπλοκο και ασταθές, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας. Καταρχάς είναι ταραγμένη η ίδια η Ευρώπη, στην οποία είναι βαθιά ενσωματωμένη η Ελλάδα, οικονομικά και πολιτικά, τουλάχιστον από το 1979, και πολύ περισσότερο στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων μνημονιακών χρόνων. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ανέδειξε τις δομικές ασυμμετρίες του ευρωπαϊκού οικονομικού ολοκληρώματος, αλλά και την επιδεινούμενη θέση της ηπείρου στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος και πλούτου. Ο κλονισμός των μεγάλων χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα, ιδίως της Γαλλίας και της Ιταλίας, ανατρέπουν την ισορροπία δυνάμεων, αλλά όχι αναγκαστικά προς όφελος της Γερμανίας. Η Γερμανία υπό το βάρος των ευρωπαϊκών προβλημάτων, αναγκαζόμενη επιπλέον από τις ΗΠΑ να πάρει αποστάσεις από τη Ρωσία και να της επιβάλει κυρώσεις, βρίσκεται μόνη της να υπερασπίζεται τα βραχυπρόθεσμα εθνικά της συμφέροντας πέραν ή και εναντίον των Ευρωπαίων εταίρων της. Η «σκληρή» στάση της Γερμανίας είναι ουσιαστικά συνέχιση της απόφασης που ελήφθη κατά την έναρξη της κρίσης: ο καθένας για τον εαυτό του. Εκτοτε η δοκιμασία μετετέθη στα κράτη-μέλη και στους δεσμούς συνοχής της ευρωζώνης.
Για την Ελλάδα επιπλέον σημασία έχει η κλιμακούμενη γεωπολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Μεσόγειο, και η εκ παραλλήλου επιθετική στάση της γείτονος Τουρκίας. Οι γεωπολιτικές τρύπες στο Ιράκ και τη Συρία, η τήξη των συνόρων, το ογκούμενο ρεύμα προσφύγων πολέμου, η τουρκική διεκδίκηση των κυπριακών υδρογονανθράκων, είναι μερικές μόνο όψεις της κρίσης που διηθείται στην Ελλάδα από τον Νότο και την Ανατολή. Τέλος, μακάρι να μπορούσαμε να θεωρήσουμε τα Βαλκάνια ως ζώνη σταθερότητας, αλλά ούτε αυτό είναι δεδομένο.
Τούτων δοθέντων, ο ελληνικός λαός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ιστορική πρόκληση· η χρεοκοπία ήταν ο δικός της παράδοξος ελκυστής. Η πρόκληση: Πώς θα σταθεί η χώρα στο διεθνές περιβάλλον, με ποιες συμμαχίες και σε ποιους συσχετισμούς ισχύος, αφενός. Αφετέρου, πώς θα ανακαινίσει τον οίκο του, εξυγιαίνοντας το κράτος και ανασυγκροτώντας τον παραγωγικό ιστό, για να σταθεί στον μεταβαλλόμενο κόσμο. Το δεύτερο καθήκον, το εσωτερικό, αλλά και το πρώτο, προϋποθέτει μια κοινωνία που συνειδητοποιεί και αντιλαμβάνεται την ένταση των προκλήσεων. Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν όλα τα κοινωνικά στρώματα να έχουν κοινή αντίληψη και προσέγγιση σε όλα τα θέματα, αλλά μερικά ζητήματα, τα κρισιμότερα, αφορούν όλους.
Είχαμε περιγράψει παλαιότερα, στο ξέσπασμα της κρίσης, την ανάγκη για ενίσχυση του φρονήματος και για μια νέα γενική διάνοια. Παράλληλα, είχαμε επισημάνει συχνά τον φόβο για την πάντα ελλοχεύουσα διχόνοια, τον διαρκή διχασμό χαμηλής έντασης, ένα χαρακτηριστικό της νεότερης ιστορίας, που το είχαμε μισολησμονήσει και που ασφαλώς δεν είναι μόνο ελληνικό. Εν πάση περιπτώσει, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας ιστορικής φάσης, που άρχισε το 2008-10 και δεν πρόκειται να κλείσει σύντομα ή εύκολα.
Ωστόσο, τώρα συνειδητοποιούμε εναργέστερα ότι η μέχρι τούδε δοκιμασία, με τον πόνο και τη σύγχυση που έχει σωρεύσει, προσφέρει ένα δίδαγμα, υπό τη μορφή ερωτήματος-πρόκλησης: Μπορούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για επανεκκίνηση, για ανακαίνιση, της οικονομίας, της κοινωνίας, του δημοκρατικού κράτους; Μπορούμε να ανατρέψουμε, ή να ανασχέσουμε τουλάχιστον, τη βραχυμεσοπρόθεσμη δυσμενή τάση που διαμορφώνουν η μετανάστευση των νέων, η δημογραφική φθίση, η διοικητική καχεξία, η απουσία εθνικού παραγωγικού σχεδίου; Προ πάντων: Μπορούμε να ανατρέψουμε ―όχι να ανασχέσουμε― τη διάχυτη μοιρολατρία, τη θλίψη και τον αυτοοικτιρμό, αλλά συστοίχως και την τυφλή οργή, το μίσος, την εκδικητικότητα, τον κερματισμό και την εξαίρεση;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα επιτακτικά, σκληρά ερωτήματα οφείλουν να δοθούν από τους Ελληνες πολίτες καταρχάς προς τους εαυτούς τους, με το βλέμμα στο μέλλον, δηλαδή στους νέους και την ιστορική συνέχεια, δηλαδή στο αν θέλουμε να ανασυγκροτήσουμε τους όρους υγιούς αναπαραγωγής της κοινωνίας. Είναι το διαρκώς επανερχόμενο ζήτημα της ενεργού βούλησης και της απόφασης. Η έκφρασή τους θα διαμορφώσει τα πολιτικά υποκείμενα του νέου ιστορικού κύκλου.
Albrecht Dürer, Ο Αγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριο.
Το έχουμε γράψει από καιρό, από το ξέσπασμα της κρίσης που μας ακολουθεί ακόμη, ότι μια βαρύνουσα επίπτωση, μισοκρυμμένη τότε, ήταν η ψυχική διαίρεση του κοινωνικού σώματος, η ολοένα και βαθύτερη σύγχυση, ο μιθριδατισμός στον πόνο του άλλου, η αδυναμία ή και άρνηση κατανόησης της διαφορετικής γνώμης, της άλλης στάσης.
Γίναμε μια κοινωνία απειλούμενων ατόμων. Η εύκολη οδός για τον πληττόμενο, τον απειλούμενο, τον φοβισμένο, είναι η οδός της ατομικής διάσωσης παντί τρόπω ― μα πόσο συζητήσιμη είναι η ευκολία της οδού και πόσο λίγο λυσιτελής είναι αυτή η ατομική διάσωση και πόσο διαβρωτικό αυτό το παντί τρόπω… Και με πόση κωφότητα, τυφλότητα, μοχθηρία και μνησικακία στρώνεται η οδός προς έναν εγωτισμό ούτε καν χομπσιανό, μάλλον ένα εγωτισμό με χαρακτηριστικά μισανθρωπίας.
Κανείς δεν ακούει κανέναν, παλιοί φίλοι και γνωστοί, συνάδελφοι, καβγαδίζουν, καταφεύγουν σε προσωπόληπτους χαρακτηρισμούς, σε δίκες προθέσεων, διχάζονται, πικραίνονται, παύουν να μιλιούνται. Δεν είναι μόνο πολιτικά τα αίτια ή ταξικά, στο πώς βιώνουν ή πώς ερμηνεύουν την κρίση· στο έδαφος της πολιτικής διαφωνίας βλασταίνουν πλέον εσωτερικά πάθη, πείσματα, συναισθηματικές ανεπάρκειες, φοβίες, ματαιώσεις. Εξ ου και οι συγκρούσεις ξεσπούν με αφορμή έναν φαινομενικά αδύναμο σπινθήρα: ξεκινούν σαν διαφορά επιχειρήματος, προσέγγισης ή και ιδεολογίας, και φουντώνουν, ανοίγονται χαράδρες απλησίαστες.
Ενας τέτοιος σπινθήρας είναι η περίπτωση του Νίκου Ρωμανού. Πάλι χαράδρα άνοιξε, ανάμεσα σε επιχειρήματα, σκέψεις, συναισθήματα. Ούτε ώσμωση ούτε διάχυση, πόσο μάλλον σύνθεση. Πάλι η διχόνοια, όπως την περιγράφει ο Διονύσιος Σολωμός: «Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή καθενός χαμογελάει, ‘πάρ’ το’, λέγοντας, ‘και συ’» Μια κινδυνεύουσα ζωή πυροδοτεί καταρχάς μια συζήτηση για την αξία της ζωής, για το θεμιτό ή μη του αιτήματος, για το όριο τιμωρίας και σωφρονισμού, για πολλά ανοιχτά ζητήματα δικαίου. Μια τέτοια βαθιά και δύσκολη συζήτηση εξελίσσεται εν συνεχεία σε ανταλλαγή κροτίδων μίσους, ψυχολογισμού και προσωποληψίας.
Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, οριστικές και σίγουρες, αυτάρεσκες. Υπάρχουν όμως μερικές παραδοχές. Πρώτη: η ζωή είναι υπέρτατο αγαθό. Δεύτερη: η συγχώρηση είναι μέρος του πολιτισμού μας, μάλιστα είναι κορυφή του πολιτισμού, δυσπρόσιτη αλλά γνωστή. Είναι η κορυφαία συμβολή του χριστιανισμού: η συγχώρηση και η αγάπη, μαζί με την καταλλαγή και τη μετάνοια. Η δημοφιλέστερη ίσως παραβολή από το Ευαγγέλιο, η παραβολή του ασώτου υιού, η παραβολή του σπλαχνικού πατέρα, αναφέρεται ακριβώς στη σημασία της συγχώρησης. Ο πατέρας απέναντι στον επιπόλαιο και αχάριστο γιο φέρεται με όλο και περισσότερη αγάπη. Ο μεγάλος γιος, ο φρόνιμος, κατηγορεί τον άσωτο μικρό αδελφό για τη συμπεριφορά του, μέμφεται τον πατέρα του για τη μεγαθυμία που επιδεικνύει.
Εχουμε βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση, διχασμένοι ανάμεσα στα μέρη της παραβολής. Είμαστε ταυτοχρόνως ο άσωτος και ο φρόνιμος γιος, και το δυσκολότερο όλων: καλούμαστε να γίνουμε και ο μεγάθυμος πατέρας, ο συγχωρών. Να αποφασίσουμε αν θα δώσουμε την ευκαιρία για νέα ζωή, για ανακαίνιση. Να δώσουμε την ευκαιρία στον άσωτο να αποσυνδεθεί από την πράξη του, να ανοιχτεί στον κόσμο ώστε να βρει τη δυνατότητα να αναθεωρήσει τον εαυτό του και να ξαναγεννηθεί.
Η συγχώρηση επιστρέφει σε αυτόν που τη δίδει, διώχνει το μίσος, διώχνει την εκδίκηση, στερεώνει τη δικαιοσύνη, στερεώνει την κοινωνία. Δεν είναι απλή, δεν είναι εύκολη. Αλλά την έχουμε ανάγκη.