You are currently browsing the tag archive for the ‘διχασμός’ tag.
H ομιλία και η συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη ήταν μακροσκελείς και αναλυτικές. Οι προτάσεις του για αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, για ανάσχεση της ύφεσης και της ανεργίας, ήταν αρκούντως λεπτομερείς και κοστολογημένες, ενταγμένες σε ένα ενιαίο σχέδιο ανασυγκρότησης. Το σχέδιο Τσίπρα μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε κριτική, καλόπιστα ή κακόπιστα, να ελεγχθεί η ακρίβεια και η αποτελεσματικότητά του, να βρεθεί λίγο ή υπερβολικό, να χαρακτηριστεί παροχολάγνο ή μετριοπαθές, μετακεϋνσιανό ή σοσιαλδημοκρατκό, οτιδήποτε μπορεί να του προσαφθεί. Είναι όμως ένα σχέδιο, αυτοφυές, αυτόχθον, συνταγμένο από Ελληνες και προσανατολισμένο στην ελληνική κοινωνία τού σημερα, στις ανάγκες της και στις δυνατότητες της, στις αντοχές της και στις προσδοκίες της. Είναι το μοναδικό ελληνικό σχέδιο στα τεσσεράμιση χρόνια της δοκιμασίας. Είναι μια αρχή.
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο της ομιλίας Τσίπρα είναι η πρόσκληση ευθύνης που απηύθυνε στον ελληνικό λαό, διττά: ευθύνη που είναι έτοιμος να αναλάβει ο ίδιος και η παράταξή του, ευθύνη που οφείλει να αναλάβει ο ελληνικός λαός απέναντι στον εαυτό του, στα παιδιά του, στην πατρίδα του. Εντόπισε ορθώς το έλλειμμα πίστης των Ελλήνων στις δυνάμεις τους, μέσα από το σοκ της κρίσης, την έλλειψη πίστης στη συλλογική δράση, την καχυποψία προς το δημοκρατικό κράτος, την δυσφορία προς την πολιτική, την λιποψυχία. Περιέγραψε έναν δύσβατο δρόμο. Διέγνωσε την πληγή του διχασμού πάνω στο κοινωνικό σώμα και τις τρέχουσες αδυναμίες της δημοκρατίας. Και μίλησε προς όλους τους Ελληνες, ενωτικά και συμπεριληπτικά. Μίλησε για τη χαμένη πίστη.
Κατά την υποκειμενική μου εκτίμηση, αυτά τα μηνύματα, πλήρη ενσυναίσθησης και πραγματισμού, είναι τα στοιχεία που ξεχώρισαν. Είναι μηνύματα που, υπό προϋποθέσεις, μπορούν να μεταβάλουν την αμυντική και μοιρολατρική στάση σε στάση ενεργητική και δημιουργική. Διότι επιστρέφει στη λησμονημένη ή μισοσκεπασμένη ουσία της πολιτικής στις δημοκρατίες: οι άνθρωποι είναι τα δρώντα υποκείμενα, η βούλησή τους είναι η κινώσα δύναμη, οι ικανότητές τους είναι το πολύτιμο κεφάλαιο. Ασφαλώς ο τεχνοκρατικός πραγματισμός είναι χρήσιμος και απαραίτητος, αλλά χωρίς τη βούληση, το κοινό σχέδιο και τον κοινό σκοπό, χωρίς την πίστη στον συλλογικό εαυτό, καμία παραγωγική μηχανή, καμία οικονομία δεν μπορεί να επανεκκινήσει.
Τα τεχνοκρατικά σχέδια θα χρειαστεί να αλλάξουν, να προσαρμοστούν δυναμικά, θα τεθούν νέες ιεραρχήσεις. Αλλά ο ελληνικός λαός τούτη τη στιγμή έχει μεγαλύτερη ανάγκη την καθαρή πολιτική σκέψη, την ενεργό βούληση, τη στοχοθεσία, το όραμα, πάντα μαζί με την ξεκάθαρη επίγνωση των δυσχερειών και των προκλήσεων. Από αυτή την άποψη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδειξε την πιο ουσιαστική ωρίμανση έως τώρα, και μάλιστα γρήγορη ως προς τον χρόνο που του δόθηκε.
Ο Τσίπρας το Σάββατο κατάφερε να διασκεδάσει θεμιτούς φόβους, να καταθησυχάσει τους δικαιολογημένα επιφυλακτικούς, να συμπεριλάβει. Μετά τα πολλά ταξίδια του στην Ευρώπη, μετά τις πολυσυζητημένες επισκέψεις του στο Αγιο Ορος και το Κόμο, έδειξε αυτοπεποίθηση και πραγματισμό. Βέβαια, τα δύσκολα τώρα αρχίζουν: καθώς θα πλησιάζει προς την εξουσία, τα εμπόδια θα πληθαίνουν, η ίδια η εξουσία είναι Κίρκη και σαγήνη. Ο λόγος του θα χρειαστεί να είναι όλο και περισότερο ειλικρινής, διεισδυτικός, σκληρός, αλλά και εμψυχωτικός. Το Σάββατο δεν το είπε, αλλά σύντομα τον φαντάζομαι να λέει: Θα ξεκινήσουμε με μια δίκαιη φτώχεια, με πλήρη αξιοπρέπεια, κι ο δρόμος θα είναι ποτισμένος με ιδρώτα, δάκρυα και αίμα.
Πραγματισμός, ευθύνη, πίστις, τα τρία ταύτα· μείζων δε τούτων η πίστις.
Η κατάσταση της χώρας μπορεί να γίνει ορατή σήμερα όχι μόνο από τα κλειστά μαγαζιά και τη έλλειψη ρευστότητας, αλλά κυρίως από την βαθμιαία κατάρρευση του δημόσιου χώρου. Αρκεί να σταθείς απ΄το πρωί σε μια ουρά, στην εφορία, στη ΔΕΗ, στον ΕΟΠΠΥ, για διακανονισμό οφειλής ή για ένα παραπεμπτικό. Να δεις τους εκατοντάδες εξουθενωμένους ανθρώπους, να στέκονται σε διαδρόμους, κλιμακοστάσια και πεζοδρόμια επί ώρες, να αερίζονται με έναν φάκελο, με τα χαρτιά της υπόθεσής τους, να διαπληκτίζονται μεταξύ τους και με τους λιγοστούς υπαλλήλους, να αυτολοιδορούνται, να μεψιμοιρούν, να σιχτιρίζουν, συχνότερα να σιωπούν, να βυθίζονται σε μια βουβή κατάθλιψη.
Η προϊούσα, συχνά ραγδαία, φθορά του δημόσιου χώρου εικονίζει την υλική πτώχευση, ότι οι δημόσιοι και κοινωφελείς οργανισμοί λειτουργούν οριακά, με λιγότερο προσωπικό, για πολλαπλάσιες υποθέσεις πτωχευμένων ή αναγκεμένων πολιτών· ότι τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια είναι πολύ πιο αραιά φέτος, με πιο αργά πλοία, με στιριμωξίδι από τον Ιούνιο· ότι τα σκουπίδια σωρεύονται συχνότερα, οι δρόμοι γεμίζουν λακούβες. Παρατηρώντας τις αντιδράσεις του κόσμου, αντιλαμβάνεσαι και την ψυχική φθορά: οι άνθρωποι αισθάνονται εγκαταλειμμένοι, ότι τίποτε δεν λειτουργεί εύρυθμα, όλα έχουν ρετάρει και κινούνται στο όριο, ότι κανείς δεν νοιάζεται, ότι όλα πάνε πίσω, χαμηλά.
Η διάχυτη αίσθηση ανημπόριας και απόγνωσης μπροστά στην πρωινή ουρά που ξεχειλίζει ώς το ισόγειο και το πεζοδρόμιο, εκτείνεται διαφοριζόμενη: εκδηλώνεται με μεμψιμοιρία, με ηττοπάθεια, με ενδοβεβλημένη την ήττα ακόμη και χωρίς αγώνα, με εκπομπή μίσους προς πάσαν κατεύθυνση, με διαρκή επιθετικότητα, με μια κρούστα κατάθλιψης να καλύπτει τα πρόσωπα. Κυρίως με ολοσχερή επικράτηση της αίσθησης ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε τη μοίρα μας, σαν ένα αόρατο χέρι να μας αρπάζει και να μας πετάει στα βράχια· οι άνθρωποι βουλιάζουν στην ετερονομία, περιμένοντας έναν ηγεμόνα, έναν σωτήρα, έναν μεσσία, να τους βγάλει από το κακό όνειρο.
Πρόκειται για αργή, πλην διαρκή, καταστροφή ανθρώπινου κεφαλαίου. Πρόκειται για το χειρότερο ίσως αποτέλεσμα της μακράς κρίσης, εικόνα βαθιάς ηθικής και πολιτικής παρακμής, σύμπτωμα νόσου της συλλογικής ψυχής και της συλλογικής βούλησης. Πώς θα επιτευχθεί ανάσχεση και εν συνεχεία ανάδυση; Παρότι δεν είναι απλώς πρακτικό πρόβλημα, μερικές πρακτικές κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας θα μπορούσαν να σημάνουν την έναρξη κάποιας τάσης αντιστροφής. Η άμεση ενίσχυση, π.χ., των οργανισμών που δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις θα ελάφραινε το κλίμα. Οι εφορίες, το ΙΚΑ, η ΔΕΗ αδειάζουν από έμπειρους υπαλλήλους. Προσωπικό λείπει κυρίως, αυτοί που έφυγαν με πρόωρη συνταξιοδότηση για να προλάβουν το εφ’ άπαξ όσο ακόμη υπάρχει. Τι βλέπουμε όμως; Η περίφημη κινητικότητα, αφού επωάσθηκε επί μακρόν, δεν εφαρμόζεται με ενίσχυση των τομέων που καταρρέουν, αλλά μεταφέροντας 4.000 δημοτικούς αστυνομικούς στην ΕΛΑΣ. Προχειρότητα και πανικόβλητες κινήσεις υπό την πίεση της τρόικας, ή σκοπούμενη ενίσχυση των δυνάμεων ασφαλείας ερήμην των κοινωνικών αναγκών; Σε κάθε περίπτωση, οι πολίτες θα συνεχίσουν να εξαθλιώνονται στις ουρές για να ρυθμίσουν οφειλές, χαράτσια, συνταγές.
Γιατί όμως δεν κάνει κάτι η κυβέρνηση, τουλάχιστον απ’ όσα μπορούν να γίνουν χωρίς οικονομικό κόστος; Η αυθόρμητη απάντηση: Δεν μπορούν και δεν θέλουν. Η αυθόρμητη απάντηση, που θα έδινε και το πλήθος στις ουρές, είναι η πλησιέστερη στην αλήθεια. Για πολλούς λόγους, οι πολιτικές ελίτ που κυβερνούν τον τόπο, με άνετες πλειοψηφίες συνήθως, έχουν φθαρεί ανεπίστρεπτα, περισσότερο κι από τους άνεργους και τους κατεστραμμένους της κρίσης. Οι ολίγες, ούτως ή άλλως, ικανότητές τους φαίνονται εντελώς ανεπαρκείς τώρα ενώπιον των ιστορικών προκλήσεων. Πέραν αυτού, νοητικά και ψυχικά είναι προσανατολισμένοι σταθερά στην αυτοαναπαραγωγή τους και στην αναπαραγωγή ενός κράτους χαμηλών προσδοκιών, υπό απόλυτο έλεγχο, εργαλείο για τις δικές τους επιδιώξεις. Δεν ξέρουν και δεν επιθυμούν κάτι άλλο.
Επιπλέον, και τούτο το χαρακτηριστικό διατρέχει εγκάρσια το πολιτικό σύστημα, δεν είναι σε θέση να επιχειρήσουν συγκλίσεις και συνθέσεις, πόσο μάλλον υπερβάσεις. Δεν είναι σε θέση να αποκριθούν στις κατεπείγουσες κλήσεις της ιστορίας. Η ενεργητικότητα και οι δυνάμεις τους όλες αναλώνονται στη διαπάλη για τη νομή της εξουσίας· μακριά από την εξουσία, η συντριπτική πλειονότητα δεν μπορεί καν να αναπνεύσει.
Στην παρούσα οριακή φάση εντούτοις το πολιτικό παίγνιο αποκτά για πρώτη φορά μετά πολλές δεκαετίες εξόχως συγκρουσιακό χαρακτήρα. Η αμβλεία πόλωση του μεταπολιτευτικού δικομματισμού συνέβαινε τελετουργικά ανά τριετία-τετραετία, με έπαθλο έναν αχανή ρευστό κεντρώο χώρο. Η δικτατορία είχε συμβάλει άλλωστε στην προσέγγιση όχι μόνο των αριστερών με τους δεξιούς αντιστασιακούς, αλλά και τη συνομιλία αστών και λαϊκών στρωμάτων πάνω στο κοινό εθνικό-δημοκρατικό πεδίο. Το σοκ της πτώχευσης και της ύφεσης εξαφάνισε την πολυτέλεια της μετριοπάθειας, της αρμονικής συνύπαρξης των τάξεων, της, έστω συμβατικής, συναίρεσης των αντιθέτων. Η πόλωση τώρα λαμβάνει άλλα χαρακτηριστικά, σχεδόν ψυχροπολεμικά. Η προφανής αιτία της μεταπτωχευτικής πόλωσης είναι η επιδίωξη ηγεμονίας· μάλλον, η διάθεση απόλυτης κυριαρχίας, με εξουθενωμένο τον αντίπαλο ― τον εχθρό, κατά Καρλ Σμιτ, έτσι όπως τίθεται από την ακροδεξιά ρητά και συνειδητά.
Κατά τούτο, η προϊούσα πόλωση υπερπηδά το παλαιό δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, φορτίζεται με ιδεολογική σφοδρότητα και επιθέσεις σε συμβολικές μορφές όπως του Ανδρέα Παπανδρέου, επικαλείται τον εθνικό κίνδυνο και τον δυτικό προσανατολισμό, αλλά φαίνεται να αγνοεί ένα νέο χαρακτηριστικό που έφερε στην επιφάνεια η κρίση: τη βαθιά ταξικότητα. Οι διαιρέσεις πλέον δεν συμβαίνουν σε επίπεδο ιδεολογίας, οικογενειακής ή τοπικής παράδοσης, πελατειακότητας, αλλά πάνε βαθιά, στον πυρήνα των υλικών προϋποθέσων της βιοτής, και της απορρέουσας αυτοσυνείδησης. Οσοι επιδιώκουν άρα τον διχασμό με όρους ιδεολογικούς ή διαχείρισης φόβου, θα πρέπει αργά ή γρήγορα να απαντήσουν καίρια στις υλικές ανάγκες των θυμάτων της κρίσης. Και είναι πολλά τα θύματα, μπορούν να γείρουν τη ζυγαριά.
Φωτ.: Αγέλαστος πέτρα, still από την ταινία. Φίλιππος Κουτσαφτής, 87 min, 2000.
H αποτύπωση των προτιμήσεων στα δύο εκλογικά αποτελέσματα του περασμένου καλοκαιριού, μαζί με τις δημοσκοπικές καταγραφές έκτοτε, δείχνει την κοινωνία ως προς τις πολιτικές εκφράσεις της σε κατάσταση ρευστότητας και κινητικότητας. Για πρώτη ίσως φορά μεταπολεμικά το κοινωνικό σώμα φυγοκεντρίζεται, συσπειρώνεται προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, όπως κι αν τα ορίσουμε. Ταυτόχρονα, αδειάζει το κέντρο. Γιατί;
Μια πρώτη εξήγηση: ο κεντρώος-κεντροαριστερός πολιτικός σχηματισμός θεωρείται υπεύθυνος για την εν εξελίξει κοινωνική καταστροφή, και τα πληττόμενα στρώματα τον τιμώρησαν. Οι παραγωγικές προπάντων ηλικίες, αυτές που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και την ύφεση, βρέθηκαν άστεγες πολιτικά και μεγάλο μέρος αναζήτησε καταφύγιο στην αριστερά. Αλλά αυτοί είναι ένα 20-25%. Τι απέγιναν οι υπόλοιποι; Οχι οι εκλογείς του κεντροαριστερού ΠΑΣΟΚ, αλλά και της κεντροδεξιάς ΝΔ; Είναι προφανές ότι παρά την ένταση και τον φόβο της προεκλογικής περιόδου, πολλοί συντηρητικοί ψηφοφόροι δεν πήγαν στη Νέα Δημοκρατία αλλά στους νεοπαγείς δεξιούς σχηματισμούς που την πλαγιοκόπησαν. Και έκτοτε η ΝΔ νιώθει καυτή την ανάσα των όμορων χώρων, παρότι απορρόφησε τον εξχνωθέντα ΛΑΟΣ.
Το κενό έκφρασης του κεντρώου χώρου είναι ένα μέτρο της πνευματικής και ιδεολογικής κρίσης, ίσως το πιο φανερό. Ο πολιτικός λόγος διχάστηκε βαθιά ανάμεσα στον φιλομνημονιακό και τον αντιμνημονιακό, και ό,τι πήγε να φυτρώσει ανάμεσα, στα διάκενα και τις χαραμάδες, ποδοπατήθηκε. Ποδοπατήθηκαν η μετριοπάθεια, η νηφαλιότητα, ο πραγματισμός, η ιστορική αίσθηση, η μαχητικότητα επί των υπαρκτών πεδίων και όχι κατά ανεμομύλων. Από την πόλωση που προέκυψε βγαίνουν βαριά τραυματισμένες και η συντηρητική παράταξη και η κεντροαριστερή· η μεν πρώτη διότι έχει πια να αντιπαλαίψει τον δαίμονα του νεοναζιστικού άκρου, η δε δεύτερη διότι εξαχνώθηκε υπό το παλαιό της πρόσωπο και τώρα αναζητείται έκφρασή της εξ αριστερών, από τον νεοπαγή ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική ανασυγκρότηση προϋποθέτει την ανασυγκρότηση αυτών των δύο μεγάλων ρευμάτων. Η ιστορία κρούει και τα δύο πορτόφυλλα της ελληνικής δημοκρατίας, διότι τα χρειάζεται εξίσου.
Ανασυγκρότηση του καθενός πόλου δεν σημαίνει πόλωση έως διχασμού· δεν σημαίνει ούτε σύγκλιση. Σημαίνει σαφή, διακριτά όρια στην ιδεολογία και στην έκφραση διαφορετικών ταξικών ομάδων· άλλωστε η κρίση επανέφερε στο οπτικό πεδίο τις ταξικές και άλλες ομαδώσεις του παραγωγικού πληθυσμού. Η διαφοροποίηση θα παγιωθεί σε πολλούς άλλους χαρακτήρες, διότι εν τω μεταξύ υπό το βάρος της ένδειας ή της απειλής πληβειοποίησης, η κοινωνία μετασχηματίζεται και ιεραρχεί τις υλικές ανάγκες της και το φαντασιακό της με άλλες προτεραιότητες πια, με άλλες απαιτήσεις. Υπό αυτή την έννοια, ούτε οι υπάρχοντες δεξιοί ούτε οι υπάρχοντες αριστεροί είναι σε θέση προς το παρόν να συλλάβουν τις αναδυόμενες ανάγκες της κοινωνίας και να τις εκφράσουν. Είναι ακόμη εγκλωβισμένοι σε παλαιά σχήματα πρόσληψης και ερμηνείας, με εξαιρέσεις φυσικά.
Ας πούμε, η νεοναζιστική απειλή δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά μόνο από την αριστερά· απαιτείται και η δράση των συντηρητικών. Μάλιστα η δαιμονοποίηση της αριστεράς ως το αντίστοιχο ετερώνυμο άκρο εντέλει ενισχύει το νεοναζιστικό μόρφωμα του φυλετισμού και της εχθροπάθειας, εφόσον του δίνει την ευκαιρία να αποκρύψει τα ειδεχθή ιδεολογικά χαρακτηριστικά του και να μεταμφιεστεί σε υπερασπιστή του ελληνοχριστιανισμού. Και ακριβώς με την προβιά του υπερεθνικιστή ελληνοχριστιανού αποσπά ακροατήριο από την παραδοσιακή δεξιά, την οποία μέμφεται ως χλιαρή, συστημική ή σάπια. Η ανασυγκρότηση της δεξιάς δεν μπορεί λοιπόν να μην περιλαμβάνει την υπεράσπιση του συνταγματικού δημοκρατικού χώρου και την ιδεολογική ανανέωση προς την κατεύθυνση της μετριοπάθειας.
Αντιστοίχως, η οικοδόμηση ενός ισχυρού κεντροαριστερού πόλου, ελκυστικού για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τους ελευθεροεπαγγελματίες, τους μικροεπιχειρηματίες και μικροαστούς, φαίνεται να πέφτει στους ώμους του πρώην μικρού, αριστερού ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος υπό την ώθηση της ιστορικής δυναμικής και υπό την πίεση περίπου 1,5 εκατομμυρίου εκλογικών μεταναστών, καλείται να μετασχηματιστεί ιδεολογικά και πολιτικά, ταχύτατα, σε συγχρονισμό με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, εφόσον εξακολουθεί να επιθυμεί τη δοκιμασία της κυβερνητικής εξουσίας. Στην περίπτωσή του, οι κίνδυνοι διαρροών προς τα αριστερά δεν είναι ανύπαρκτοι, αλλά είναι μάλλον αμελητέοι συγκρινόμενοι με τα προσδοκώμενα κέρδη από το κέντρο. Στην πραγματικότητα, οι δισταγμοί για εγκατάλειψη της αριστερίστικης ή παλαιοαριστερής ρητορικής πηγάζουν από τον παλαιό μικρό εαυτό του, εκεί όπου όμως αισθανόταν βολεμένος: στην καταγγελτική αντιπολίτευση και στην υπεράσπιση μειονοτικών δικαιωμάτων. Ως μικρός, δεν ήταν καν αναγκασμένος να έχει επεξεργασμένο πραγματιστικό πρόγραμμα για τη μεγάλη πολιτική· αρκείτο στην ρητορική πολυχρωμία.
Η ιστορική πρόκληση όμως σήμερα είναι άλλη: είναι μια χώρα πτωχευμένη και μια κοινωνία φοβισμένη και απελπισμένη, που καταστρέφεται οικονομικά και αποσαθρώνεται πνευματικά. Τα ιδεολογήματα δεν αρκούν. Ούτε οι σοφτ ιδέες της ευρωπαϊκής Αριστεράς του ύστερου Ψυχρού Πολέμου και των χρόνων της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Η οικουμενικότητα των προβλημάτων επιβαρύνεται δραματικά από το εντόπιο ρήγμα: τη χρεοκοπία, την έλλειψη παραγωγικού μοντέλου, τη ξεχαρβαλωμένη διοίκηση, την απουσία στοιχειώδους πνευματικού υποδείγματος. Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διασταλεί, να μεγεθυνθεί, να χωρέσει προσδοκίες, να παίξει ηγεμονικό ρόλο ― ή να συρρικνωθεί έως διαλύσεως. Η ιστορία κρούει τη θύρα και, αν αυτή δεν ανοίξει, προσπερνά.
Υπό μία έννοια, λοιπόν, η ανασυγκρότηση μιας μετριοπαθούς συντηρητικής παράταξης και της αριστερής προοδευτικής, συσχετίζονται· όχι μόνο για αποτροπή της ακροδεξιάς νεοναζιστικής απειλής, αλλά κυρίως για να δοθούν πειστικές πολιτικές εκφράσεις στα κοινωνικά υποκείμενα που αναδύονται μέσα από τον πόνο και τα ερείπια της πτώχευσης.
Μακριά από την Αθήνα, η κρίση, η ζωή, φαίνονται αλλιώς. Οι Ελληνες ανησυχούν, αγωνιούν, όπου κι αν βρίσκονται, στα χωριά και στα όρη, στην Αμερική ή στην Ωκεανία. Αλλά στην υπερτροφική πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η αγωνία παίρνει άλλες διαστάσεις, γιατί η κρίση εδώ, περισσότερο από παντού, χτυπάει σκληρότερα τους ανθρώπους.
Ρωτούν λοιπόν τον Αθηναίο, και μάλιστα τον «ευρισκόμενο στα πράγματα»: Πώς πάμε; Κοντεύει να τελειώσει; Πού θα φτάσει; Τι μπορούμε να κάνουμε; Οσο εύγλωττος μπορεί να είναι ο ερωτώμενος όταν αναλύει και παρλάρει στο οικείο του περιβάλλον, άλλο τόσο κούφιος ή ατελέσφορος μπορεί να ακουστεί ο λόγος του ενώπιον τέτοιων ερωτημάτων, θεμελιωδών, που ζητούν ουσιώδεις απαντήσεις. Δεν ξέρω, λες, ταπεινά και σιγαλά.
Η συζήτηση όμως δεν τελειώνει. Καθώς συνεχίζεται, όλοι μαθαίνουν απ΄ τον άλλο: και ο ερημίτης των ορέων, και πολύ περισσότερο ο πολύφερνος Αθηναίος. Καθώς συναντιούνται οι σκέψεις, βαθαίνει η κατανόηση των συμβαινόντων, ο πεσιμισμός μετριάζεται, αναδεικνύονται οι δυνατότητες, και μαζί εντοπίζονται οι απειλές, φανερές και κρυμμένες. Ιδού η επίγευση των πολύωρων συζητήσεων σε τόπους άκρας ησυχίας, μεταξύ έναστρου ουρανού, χιονοσκεπών βουνών και απέραντης θάλασσας.
Μας απειλούν η ηττοπάθεια, η παραίτηση, η ακηδία, ο διχασμός ― τα αναφέρω χωρίς αξιολογική σειρά. Ολα εμφιλοχωρούν στο κοινωνικό σώμα και το υποσκάπτουν· όσο φουντώνουν, θα εκτοπίζουν κάθε υγιή αντίδραση, και στο τέλος θα προκαλέσουν μια κατάρρευση προς τα έσω, μια ούτως ειπείν ενδόρρηξη. Η διαρκής αυτή απειλή εκτείνεται ανάμεσα σε δυο στερεοτυπικές κουβέντες: «Αυτοί είμαστε, δεν αλλάζουμε» και «Φταίει ο άλλος». Στο ένα άκρο βρίσκεται η παραίτηση από τον συλλογικό νου, η φυγή από την πολιτική κοινωνία, η απόδραση από τον έλλογο βίο εντέλει. Η ζωή εναπόκειται σε εξωλογικές δυνάμεις, υπέρτερες του ατόμου και της συλλογικής βούλησης· δεν μπορείς να κάνεις τίποτε, δένεις τα χέρια κι αφήνεσαι στη μοίρα.
Στο άλλο άκρο βρίσκεται η ακραία ετερονομία, η βίαιη μετάθεση της ατομικής ευθύνης, το μίσος. Ο άλλος διαμορφώνει τη μοίρα μου, η βούλησή μου δεν αρκεί για να ορίσω τον βίο μου, το κακό είναι πάντα έξω από μένα, υπάρχω οριζόμενος ως προς έναν εχθρό. Εδώ φωλιάζει ο διχασμός. Ο οποίος παρότι φαντάζει εξωστρεφής, σαν ενέργεια στρεφόμενη κατά του εχθρού-άλλου, στο βάθος του είναι μια ακραία εσωστρέφεια, μια πτύχωση προς τα έσω, με την οποία απαρνείσαι το έξω, το περιβάλλον, τον άλλο. Απαρνείσαι την κίνηση προς τα έξω, την επαφή ή την τομή με άλλους· επιλέγεις μόνο την καταστροφή του άλλου. Κι είναι τόση η τύφλωση της εσωπτύχωσης, που προχωρείς στην καταστροφή του άλλου, ακόμη κι όταν αυτό σημαίνει αυτοκαταστροφή.
Ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, θάλλουν πολλές άλλες δυνατότητες. Ολες λίγο-πολύ καλύτερες, δηλαδή λιγότερο καταστροφικές. Παρ’ όλο λοιπόν που ορθώνονται μπροστά μας τα άκρα, τα πιο ζοφερά, είναι πολύ πιθανότερο να τραπούμε προς τις άλλες οδούς, τις βατές. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η βαθύτερη κατανόηση των συμβάντων, μέσα στο ιστορικό και το ανθρώπινο πλαίσιό τους, και η διατήρηση μιας ορισμένης νηφαλιότητας. Είναι εύκολο; Είναι εφικτό. Και μόνο που συζητάμε και συνθέτουμε μια κάποια συναντίληψη, που βρίσκουμε εφαπτόμενες και τομές, αγωνιώντες Αθηναίοι και ήρεμοι ερημίτες, κουρασμένοι μεσήλικες και παλλόμενοι νέοι, δείχνει ότι δεν έχουμε φτάσει από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής.
Ποια είναι τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα για το αμέσως επόμενο διάστημα στην Ελλάδα; Κατά τη γνώμη μας, δύο, ένα μετρήσιμο κι ένα μη μετρήσιμο, και τα δύο όμως βόμβες στα θεμέλια: η ανεργία και ο διχασμός ―μάλλον, κερματισμός― της κοινωνίας.
Οι τελευταίες εκθέσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και του ΙΟΒΕ καταγράφουν τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση της οικονομίας και μια ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα. Η ανεργία τον φετινό Οκτώβριο έφτασε το 26,8%, έναντι του 19,7% τον αντίστοιχο περσινό μήνα. Ο ρυθμός αύξησης είναι τρομακτικός: 2,6% μηνιαίως. Αν διατηρηθεί αυτός ο ρυθμός, τον Οκτώβριο του 2013 οι άνεργοι θα είναι το 36,5% ― περισσότερο από το ένα τρίτο του ενεργού πληθυσμού θα είναι εκτός εργασίας, εκτός βιοπορισμού.
Οι δείκτες ανεργίας και ύφεσης αντιστοιχούν στους δείκτες της αμερικανικής Μεγάλης Υφεσης, μετά το Κραχ του 1929. Αμερικανοί αναλυτές που παρακολουθούν με ανησυχία την Ευρώπη, υπολογίζουν ότι για να επανέλθει η ανεργία στα κοινωνικώς αποδεκτά επίπεδα του 7,5%, όσο δηλαδή μετριόταν η ανεργία στην Ελλάδα το 2007, θα απαιτηθούν είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια είναι πολύ μακρύς χρόνος, είναι περίπου μια γενιά: πρώτος είχε μιλήσει για μισή ή μία χαμένη γενιά Ελλήνων ο οικονομολόγος Τομάσο Πάντοα Σιόπα, πρ. υπουργός στην Ιταλία και σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος είχε προβλέψει μια δεκαπενταετία πτώσης ήδη το 2010. Ο δε πρώην πρόεδρος της Bundesbank Aξελ Βέμπερ είχε εκτιμήσει ότι η κρίση χρέους θα ταλανίζει την Ελλάδα για την επόμενη τριακονταετία.
Πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι. Το 26,8% αντιστοιχεί σε περίπου 1,35 εκατομμύρια συμπολίτες, επί συνόλου 5 εκατομμυρίων ενεργού πληθυσμού· 1,35 εκατομμύρια νοικοκυριά, οικογένειες, στερούνται το βασικό ή το αναγκαίο συμπληρωματικό εισόδημα για να επιβιώσουν. Αλλιώς: 3,64 εκατομμύρια εργαζόμενοι πρέπει να παράγουν πλούτο ικανό να θρέψει 11 εκατομμύρια Ελληνες. Δεν γίνεται.
Αυτή η αριθμητική αφόρητης ένδειας μάς οδηγεί αναπόφευκτα στις μη μετρήσιμες αλλά εξίσου αισθητές συνέπειές της: στον διχασμό, τον κερματισμό του κοινωνικού σώματος. Εξαιτίας της κρίσης η Ελλάδα χάνει οδυνηρά ό,τι είχε κατακτήσει με κόπο τη μεταπολεμική περίοδο: υψηλή κοινωνική ομοιογένεια, διαταξική κινητικότητα και μια ευρύτατη μικρομεσαία τάξη. Οι πιο αδύναμοι κρίκοι των μικρομεσαίων στρωμάτων πληβειοποιούνται, τα χάνουν όλα, ενώ και τα μεσαία στρώματα φτωχοποιούνται, χάνουν τα προστατευτικά μαξιλάρια των σταθερών εισοδημάτων και των αποταμιεύσεων και ήδη απειλείται σοβαρά το τελευταίο οχυρό και ταυτοποιητικό στοιχείο, η ακίνητη περιουσία.
Αυτός ο μείζων κοινωνικός μετασχηματισμός ασφαλώς θα εκφραστεί και πολιτικά. Ηδη οι ψηφοφόροι μετατοπίστηκαν μαζικά προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, καθώς η κεντρώα έκφραση κατέρρευσε ηθικά. Η μετατόπιση δεν εκφράζει μόνο την ψήφο· εκφράζει και την οργή, την απόγνωση, τον φόβο, την ελπίδα και, για πρώτη φορά με τέτοια ένταση, τον ταξικό διαχωρισμό. Ο εμφιλοχωρών διχασμός δεν έχει ιδεολογικούς ή πολιτικούς χαρακτήρες, όσο κοινωνικούς και οικονομικούς, δηλαδή ταξικούς. Ακόμη πιο ωμά: οι πεπτωκότες, οι κατεστραμμένοι, οι μη έχοντες ούτε εισόδημα ούτε ελπίδα βραχυπρόθεσμης ανάταξης, βρίσκονται αποκομμένοι από το υπόλοιπο όλον των εχόντων κάτι, βρίσκονται απέναντι, καχύποπτοι και ενάντιοι. Οσο η υπόλοιπη κοινωνία των εχόντων -κάτι ή πολύ- δεν καταφέρνει να ανασχέσει την ερείπωση και να αναδιοχετεύσει μέριμνα, υλική ανακούφιση και εργασία προς τους ανέργους, το ενδεχόμενο ρήξεων θα ενισχύεται.
Συναφές και ίσως πιο ανησυχητικό για το μέλλον, με όρους εθνικούς -ιστορικούς, είναι το φαινόμενο της νεανικής ανεργίας, που φτάνει πια το 56% στις ηλικίες 15-25. Γνωρίζουμε από το κοντινό περιβάλλον μας, πόσο οδυνηρή είναι η ανεργία του πενηντάχρονου: πιθανότατα δεν θα ξαναβρεί ποτέ δουλειά με πλήρεις αποδοχές. Η ανεργία στους νέους δεν τόσο φανερά επώδυνη· ακουμπάνε στην οικογένεια, οι ανάγκες είναι μικρότερες. Είναι όμως πιο ύπουλη και υπονομευτική: ο μακροχρόνιος αποκλεισμός από την είσοδο στην εργασία αναστέλλει βίαια μια αναγκαία τελετή ενηλικίωσης, ψαλιδίζει τα όνειρα, την αυτοπεποίθηση, τη δημιουργικότητα. Κι όχι μόνο κολοβώνει τα νεαρά άτομα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά στερεί και την κοινωνία από τις απολύτως αναγκαίες δυνάμεις ανανέωσης: Πώς αλλιώς θα ανανεώσει το έμψυχο δυναμικό της μια κοινωνία στην παραγωγή, στην επιστήμη, στην τέχνη, στις ηγετικές ελίτ; Πολύ περισσότερο που η Ελλάδα φθίνει δημογραφικά. Προβάλλοντας πάνω στην υπογεννητικότητα, πάνω σε έναν γερασμένο πληθυσμό, τον καλπάζοντα δείκτη νεανικής ανεργίας και αποκλεισμού, η εξαγόμενη εικόνα είναι ζοφερή. Οι μεσήλικες κουρασμένοι και άνεργοι, οι νέοι άνεργοι ή μετανάστες. Κινδυνεύουμε σαν λαός, σαν έθνος, να μπούμε σε τροχιά ιστορικού μαρασμού.
Κασσανδρικές προβλέψεις; Ναι, εφόσον ισχύσουν οι προβολές του δυσχερούς παρόντος στον μέλλοντα χρόνο. Γνωρίζουμε όμως ότι η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικά· ρήξεις και ασυνέχειες, επώδυνες συχνά, εκτρέπουν τη ροή προς άλλες, απρόσμενες κατευθύνσεις. Στο μέτρο που μας επιτρέπεται, διότι η Ελλάδα δεν πορεύεται μόνη της αλλά εξαρτώμενη σε πολλά από άλλους, οφείλουμε να κατανοήσουμε τους κινδύνους καταρχάς, και να δράσουμε αποτρεπτικά: να διαφυλάξουμε την κοινωνική συνοχή, ανακουφίζοντας τους αδύναμους και ανανεώνοντας το συλλογικό φρόνημα. Με δικαιοσύνη και αναδιανομή. Για να επηρεάσουμε κατά το δυνατόν την ιστορική ροή, δηλαδή τη μοίρα μας.
Η μακρά αγωνία, που άρχισε το φθινόπωρο στις Κάννες και κορυφώθηκε με την ψήφιση του Μνημονίου ΙΙ, φαίνεται να υποχωρεί προσώρας. Οι επικείμενες εκλογές, παρότι δεν προσδιορίζονται ακόμη επακριβώς, ελπίζεται να δράσουν εκτονωτικά στη δυσφορία και την απόγνωση του κοινωνικού σώματος. Αλλά μέχρι εκεί: ο ορίζοντας κοινωνικής ειρήνης δεν υπερβαίνει τους ολίγους μήνες. Διότι, ακόμη κι αν δεν ακούγαμε τις σαφείς προειδοποιήσεις για το τι περιμένει τους Ελληνες, από τα πιο αρμόδια χείλη, των εκπροσώπων της τρόικας λόγου χάριν, η ίδια η σκληρή πραγματικότητα δίνει τα δικά της μηνύματα. Το χρέος δεν θα καταστεί βιώσιμο στους χρόνους που υποσχέθηκαν η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι, κατά τη λήξη της κρίσιμης τριετίας 2012-14 η χώρα θα χρειαστεί επιπλέον χρηματοδότηση έως και 67 δισ., η ύφεση θα συνεχιστεί, η ανεργία καλπάζει, το ασφαλιστικό καταρρέει εξαιτίας της ύφεσης και της ανεργίας αλλά και λόγω του κουρέματος των διαθεσίμων των ταμείων. Εν τω μεταξύ, με φόντο την παγωμένη αγορά, βιώνουμε και τη βίαιη συρρίκνωση κοινωνικών υποδομών: σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, βρεφονηπιακοί σταθμοί, προνοιακές δομές υποχρηματοδοτούνται, υπολειτουργούν, καταργούνται ή καταρρέουν.
Η αγωνία λοιπόν δεν περνά. Και οι πιο ανυποψίαστοι πολίτες έχουν συνειδητοποιήσει πια ότι η κρίση δεν θα περάσει σε τρία-τέσσερα χρόνια και, κυρίως, θα περάσει αφήνοντας πίσω της θύματα και βαθιές ουλές, θα μετασχηματίσει την κοινωνική ζωή. Αρκετοί πολίτες επίσης συνειδητοποιούν με ανησυχία ότι η γενικευμένη κρίση και οι διαρκείς δεσμεύσεις έναντι δανειστών, εφόσον διαρκέσουν, μπορούν να οδηγήσουν σε οδυνηρή απομείωση του γεωπολιτικού βάρους της χώρας, σε φινλαδοποίησή της. Πράγματι, η Ελλάδα κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μια περιοχή μεγάλου στρατηγικού και οικονομικού ενδιαφέροντος, πάνω στους ενεργειακούς δρόμους της αναβαθμιζόμένης ΝΑ Μεσογείου, αλλά και πλάι σ’ έναν ισχυρό και επιθετικό γείτονα, την Τουρκία, και με τη Μέση Ανατολή σε αποσταθεροποίηση. Η ίδια η χώρα είναι βαριά λαβωμένη οικονομικά, με πολύ χαμηλή αυτοπεποίθηση, χωρίς ηγεσία, σχεδόν ξέπνοη. Ωστε τα δυνητικά της πλεονεκτήματα, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά, εφόσον δεν αξιοποιηθούν ευφυώς και βάσει εθνικού σχεδίου, μπορούν να απωλεσθούν ή να εκχωρηθούν άνευ ουσιαστικών ωφελημάτων για τον δοκιμαζόμενο τώρα ελληνικό λαό. Αυτό θα ισοδυναμούσε με εθνική καταστροφή και ιστορική καθυστέρηση.
Ολο και περισσότεροι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι βρισκόμαστε σε ένα τέτοιο ιστορικό μεταίχμιο. Και παρ΄όλη την αγωνία για την ατομική και οικογενειακή τύχη, αναγνωρίζουν ότι η ανάσχεση της πτώσης είναι δυνατή μόνο με ένα μίνιμουμ ομοθυμίας, με συνένωση δυνάμεων και κατασκευή του μέλλοντός μας. Η ιστορική πρόκληση πλέον είναι η υπέρβαση του διλήμματος «Μνημόνιο ή Αντιμνημόνιο», διότι κατ΄ουσίαν δεν απειλούμαστε από έναν τυπικό Διχασμό, αλλά από έναν διάχυτο, άτυπο, διαρκή εμφύλιο, από πολυκερματισμό και θρυμματισμό των κοινωνικών δυνάμεων, που γίνονται αισθητά σαν γενικευμένη δυσφορία, ασφυξία, πνιγμός, κατάθλιψη και απόγνωση. Ο τέτοιος θρυμματισμός της κοινωνίας κατοπτρίζεται στην υγροποίηση των κρατικών δομών και στον κοινωνικό αυτοματισμό.
Σε τι μπορούν να ελπίζουν οι Ελληνες για ανάσχεση της πτώσης; Μάλλον όχι στο παρόν πολιτικό σύστημα, όπως εκφράζεται από φθαρμένα πρόσωπα και εξαχρειωτικές δομές. Το πολιτικό σύστημα, τροφοδοτούμενο από φενακισμένους ψηφοφόρους-πελάτες, δεν μπορεί να συγκροτήσει εθνικό σχέδιο διάσωσης· και δεν θέλει εντέλει, στο βαθμό που η διάσωση θα προϋπέθετε την πολιτική αναγέννηση και την καταστροφή των παλαιών παθογενών ριζωμάτων. Οι εκλογές, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα δώσουν μια αδύναμη κυβέρνηση, εκ συνασπισμού ή εξ ανοχής, η οποία μόνο προσωρινά θα ανασχέσει την ασφυξία. Αναγκαστικά λοιπόν, θα περιμένει τη λύση έξωθεν, αν και εφόσον αλλάξει ο πολιτικός συσχετισμός στην Ευρώπη, και αν οι όποιες αλλαγές περιλαμβάνουν την Ελλάδα επωφελώς.
Εν τω μεταξύ όμως; Η χώρα χρειάζεται επειγόντως να ανακόψει τη βύθιση στην ύφεση. Προς τούτο δεν μπορεί να περιμένει πότε θα αποκτήσει την περιβόητη ανταγωνιστικότητα με μισθούς Ρουμανίας και απαξιωμένα τα εθνικά assets κ.λπ. Εως ότου συμβούν τα προβλεπόμενα στα μάνιουαλ των μάγων της εσωτερικής υποτίμησης, απλώς δεν θα υπάρχουν Ελληνες. Η Ελλάδα πρέπει να βρει τρόπους να εργαστούν οι πολίτες της και να παράγουν πλούτο, πρέπει να ξυπνήσει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, να ξυπνήσει τα δημόσια έργα, να αντλήσει πόρους από τις ευρωπαϊκές δεξαμενές του ΕΣΠΑ και της Ευρωπαϊκή Τράπεζας Επενδύσεων, όπως τουλάχιστον υπόσχονται οι εταίροι μας: αυτό είναι το πεδίο για σκληρή διαπραγμάτευση.
Οτιδήποτε ξυπνά την πραγματική οικονομία και κρατάει ζωηρούς τους ανθρώπους, πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Να δημιουργηθούν ευκαιρίες για κοινωνική εργασία, για απασχόληση ανέργων και νέων με κοινωνικό μισθό, με προσφορά εθελοντικής εργασίας σε αδύναμους τομείς της δημόσιας διοίκησης. Η αυτοδιοίκηση, από τη γειτονιά έως την περιφέρεια, μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός για την συνέγερση του κόσμου. Η αυτοδιοίκηση διαθέτει πολιτική νομιμοποίηση, έχει καθορισμένη θητεία, ελέγχεται από τους πολίτες και εν πολλοίς την εμπιστεύονται· υπό όρους μπορεί να μετατραπεί σε μοχλό ανάπτυξης και φυτώριο ηγετών, αλλά χρειάζεται στήριξη και πόρους.
Οι συνεταιρισμοί να αποκτήσουν νέο, ελπιδοφόρο και παραγωγικό, περιεχόμενο, σε κάθε τομέα: γεωργία, βιοτεχνία, υπηρεσίες, καινοτομίες. Αυτό θα μπορούσε να είναι το όχημα για τους νέους και τα start-ups. Η Task Force της Κομισιόν τέτοια βοήθεια θα έπρεπε να δίνει, αυτά πρέπει να της ζητηθούν: να μεταφέρει πόρους και τεχνογνωσία στην παραγωγή, για ανάνηψη της κοινωνίας.
Αυτά τα ελάχιστα περί παραγωγής, θα ήθελαν να δουν οι πολιτες στα προγράμματα των πολιτικών δυνάμεων που ζητούν ψήφο. Για αρχή.
Οι Ελληνες καυχώνται για την ιστορία τους, αλλά συχνά την υπερερμηνεύουν, έτσι ώστε να την αδειάζουν από τις αντινομίες και τα οδυνηρά της διδάγματα, να την χρησιμοποιούν σαν γλυκαντική ουσία, παρηγορητική, σαν το sweetener που πρόσφερε αυτάρεσκα ο αντιπρόεδρος Βενιζέλος στους πιστωτές. Η υπερερμηνεία, η κατάχρηση, και τα κατοπτρικά ισοδύναμά τους, δηλαδή η άγνοια και η αποδόμηση της ιστορίας, λειτουργούν εντέλει καθ’ όμοιο τρόπο: αφαιρούν κάθε δυνατότητα αυτογνωσίας, αυτοπεποίθησης, αυτοδιάθεσης, αυτονομίας.
Η επέτειος του Ξεσηκωμού του 1821, που πρόκειται να εορταστεί σύντομα, θα μπορούσε να λειτουργήσει ενωτικά και εμψυχωτικά για τους δοκιμαζόμενους Ελληνες του 2012. Αυτή θα έπρεπε να είναι η επιδίωξη των πολιτικών ηγετών πάσης αποχρώσεως, και ίσως έτσι συναντούσαν το λαϊκό αίσθημα και πρόσφεραν μια ψυχική παρηγοριά. Διότι, πέραν του υλικού ζόφου που απλώνεται πάνω σε όλο και ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, η μεγαλύτερη ίσως ζημιά σήμερα είναι η απόγνωση, η έλλειψη πίστης, η ήττα που διαποτίζουν την κοινωνία.
Το ’21 προϋποθέτει τον σημερινό ελληνισμό, το κράτος του και τη δημοκρατία του. Η Επανάσταση είναι η έναρξή μας. Περιέχει την ανάταση, τη μάχη, το όραμα ελευθερίας, την αποκοτιά, τον ηρωισμό, τη δημιουργία. Περιέχει επίσης τον εμφύλιο, τον διχασμό, την προδοσία, την ιδιοτέλεια, την ήττα. Στο ιστορικό μεταίχμιο που στέκουμε σήμερα, γονατισμένοι, βαριά λαβωμένοι, μπορούμε να αντλήσουμε και από τις δύο αυτές δεξαμενές του ξεσηκωμού· μπορούμε επίσης να διδαχθούμε και να μην επαναλάβουμε λάθη.
Δεν είναι εύκολο βέβαια να ορίσουμε βολονταριστικά τον ρου της ιστορίας, υπάρχουν δυνάμεις που μας ξεπερνούν εξ αντικειμένου. Μπορούμε ωστόσο να προσπαθήσουμε: να γείρουμε προς την πλευρά της υπέρβασης, της δημιουργίας, της αναγέννησης, της σύνθεσης. Σε μια τέτοια προσπάθεια, ένα τιτάνιο εγχείρημα ανόρθωσης, θα ‘πρεπε να καλέσουν τους Ελληνες οι ηγέτες τους, αν απέμειναν. Κι ακόμη παραπέρα: οι ίδιοι οι Ελληνες, αναλογιζόμενοι το παρελθόντα πάθη, να γείρουν τη ζυγαριά προς την επιβίωση, εννοούμενη ως συνέχιση του ιστορικού βίου εν δικαιοσύνη και ειρήνη.
Είναι ωφέλιμο να θυμόμαστε και να τελετουργούμε, δίνοντας κάθε φορά νέο περιεχόμενο στην επέτειο. Φέτος, πέρα από ωφέλιμο, είναι αναγκαίο, είναι επείγον. Η 25η Μαρτίου 2012 μπορεί να σημασιοδοτηθεί πολλαπλώς: σαν κορυφαίο ξαναφανέρωμα του αντιστασιακού πνεύματος, σαν σάλπισμα υπεράσπισης της δημοκρατίας, σαν κατανόηση της νεωτερικότητας και των δεινών της, σαν λαχτάρα για δημιουργία, σαν βούληση να διατηρηθεί ακέραιη η χώρα, σαν βούληση να επιβιώσει ο ελληνισμός ― υπό ετέρα μορφή ενδεχομένως, αλλά ορισμένως να επιβιώσει.
Οι τελευταίοι μήνες και ιδίως οι θερμοί Ιούλιος και Αύγουστος βρήκαν την Ελλάδα σε μια ιστορική καμπή. Η οικονομική κρίση ασφαλώς είναι αυτή που ορίζει τις συμπεριφορές, ατομικές και συλλογικές, αλλά γίνεται όλο και πιο φανερό, ακόμη και στον πιο ανυποψίαστο, ότι η κρίση είναι και κοινωνική και πολιτική. Θα τολμούσα να πω και πνευματική, υπό την έννοια ότι η κρίση αχρηστεύει τα εν χρήσει γνωστά εργαλεία και τις ορθόδοξες προσεγγίσεις· απαιτεί νέα σκέψη, τολμηρά βήματα, αυτοαναίρεση, κι αυτά λείπουν.
Οι εκτιμήσεις για το προσεχές μέλλον είναι δυσοίωνες. Τα οικονομικά στοιχεία της χώρας επιδεινώνονται σταθερά, η ύφεση ως το τέλος του 2011 εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 5%, ίσως και το 6%, η ανεργία θα υπερβεί το 17,5%. Οι δείκτες αυτοί περιγράφουν μια οικονομία που πλήττεται από πολεμική σύρραξη. Το πολεμικό φόντο καταγράφεται πράγματι σε μια στάση του κοινωνικού σώματος όλο και πιο έκδηλη: σε μια διχοστασία, έναν ψυχικό και πολιτικό διχασμό, έναν ακήρυκτο εμφύλιο. Η εξήγηση δεν είναι μία και δεν είναι απλή. Ωστόσο, στη ρίζα αυτής της διχοστασίας βρίσκεται ο φόβος ενώπιον της κατάρρευσης του παλαιού, του γνώριμου, του οικείου ― καλό, ψυχρό, ανάποδο, δεν έχει σημασία. Η παλαιά κατάσταση καταρρέει υπό το βάρος των αμαρτιών της και ο καθείς σπεύδει να προφυλαχθεί κραδαίνοντας μια εξήγηση: φταίει αυτό το πρόσωπο, αυτό το κόμμα, αυτή η πολιτική ιδεολογία ή πρακτική. Ολες οι εξηγήσεις αναφέρονται στο παρελθόν, όλες αναζητούν υπεύθυνους, και όχι άδικα. Εντούτοις, οι εξηγήσεις αυτές πάσχουν στον πυρήνα τους: πρώτον αρθρώνονται με τα ίδια διανοητικά υλικά, τα υλικά της παλαιάς ερειπώδους κατάστασης. Δεύτερον, οι εξηγήσεις λειτουργούν περισσότερο σαν εξορκισμός του κακού και ελάχιστα σαν εφαλτήριο για υπερπήδηση της δυσχέρειας και δημιουργία.
Η κρίση παγώνει τη σκέψη, ο φόβος πνίγει τις δημιουργικές δυνάμεις. Παρότι θα περιμέναμε η απειλή να αφυπνίσει το ένστικτο αυτοσυντήρησης και να κινητοποιήσει δυνάμεις αντίστασης και αναγέννησης, αυτό που παρατηρείται προς το παρόν είναι το αντιδιαμετρικό του: Ο φόβος απελευθερώνει καταστροφικές ενορμήσεις, ο θυμός μένει αμετουσίωτος και στρέφεται εναντίον του διπλανού και εναντίον του συλλλογικού εαυτού εντέλει. Είναι μια αναγκαία φάση ασφαλώς, πλην όμως δαπανάται ζωτική ενέργεια σε μια κρίσιμη περίοδο, κατά την οποία ο ιστορικός χρόνος κυλά εξαιρετικά συμπυκνωμένος και εξαιρετικά απαιτητικός.
Αυτό το αδρό σχήμα ενδοψυχικής και ενδοκοινωνικής σύγκρουσης, αμφιθυμίας, ενδοβεβλημένου θυμού, μπορεί να εξηγήσει μέσες-άκρες και τη ζηλωτική συμπεριφορά κυβερνητικών ανδρών που εφαρμόζουν οδυνηρές πολιτικές, συχνά καταστροφικές και αδιέξοδες, ισχυριζόμενοι ότι μόνο αυτό μπορεί να γίνει και επιπλέον αυτό είναι το καλύτερο. Δεν λένε ψέματα, το πιστεύουν· το έχουν εσωτερικεύσει και το πιστεύουν, διότι δεν θα μπορούσαν να επιζήσουν διαφορετικά. Ασφαλώς υπάρχουν και οι κυνικοί και οι υποκριτές, ακόμη και οι κουτοί πολτικοί, αλλά δεν συζητάμε αυτό. Με τον ίδιο τρόπο σκέψης-δράσης, ένα είδος αυθυποβολής, πορεύονται και άλλοι πολίτες, τασσόμενοι με τη μία ή την άλλη ολοκληρωτική εξήγηση: αυτή είναι η μόνη λύση, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική.
Αντιλαμβανόμαστε βέβαια ότι αυτή η ζηλωτική στάση, η αρραγής σκέψη η σχεδόν φονταμενταλιστική, χωρίς καμία αμφιβολία, καμία ρωγμή ή αμυχή, περικλείει έναν πυρήνα ολοκληρωτισμού, και εφόσον η πεισματάρα πραγματικότητα επιμένει να διαψεύδει διαρκώς τους ζηλωτές, μπορεί να εκλύσει τεράστια ποσά ματαίωσης.
Την ίδια στιγμή, σε έναν παράλληλο κόσμο, η ίδια κρίση δρα σαν ισχυρό ναρκωτικό. Ικανό μέρος του πληθυσμού πορεύεται παγωμένο και μουδιασμένο, αναίσθητο, σαν ανέπαφο από οιωνούς, σημάδια και πλήγματα. Η τερατώδης αμεριμνησία των προηγούμενων χρόνων κυλά ακόμη στις φλέβες, η αδράνεια υπερνικά κάθε πραγματικό εμπόδιο, η αδράνεια αποκλείει τα εξωτερικά ερεθίσματα. Η αδράνεια μαζί με τον φόβο. Σε αυτή την περίπτωση η φόβος κινητοποιεί άλλο μηχανισμό: την άρνηση του πραγματικού. Εκεί όπου ο ζηλωτής δρα υπεραναπληρωτικά και φανατικά, πεπεισμένος ότι μπορεί να αναστρέψει την καταστροφή με τα ίδια εργαλεία που προκάλεσαν την καταστροφή, ο «αδρανής» αναχωρεί από το πραγματικό, το αρνείται, το σβήνει. Και εφόσον διαγράφει την πηγή του φόβου του, είναι σαν να μην αισθάνεται φόβο και πόνο. Μένει απαθής.
Αναπτύσσονται και άλλες συμπεριφορές, κινητοποιούνται και άλλοι μηχανισμοί άμυνας, μετουσίωσης της τρομακτικής πραγματικότητας της κρίσης, άλλοτε πιο πρωτόγονοι και άλλοτε πιο εκλεπτυσμένοι και σύνθετοι. Η βαριά δυσθυμία, η εκτεταμένη αθυμία, η κατάθλιψη, εντοπίζονται διάχυτες σε όλο το κοινωνικό σώμα· η δυσπιστία και η καχυποψία γενικεύονται, ο στοιχειώδης σχεδιασμός του μέλλοντος αναστέλλεται. Ολες αυτές οι συμπεριφορές έχουν ως κοινό παρονομαστή τη βία, είτε εσωτερικευμένη, συμπιεσμένη και μη εκτονωμένη, είτε εξωτερικευμένη, θορυβώδη, χαοτική.
Η κρίση διαρρηγνύει το άτομο, τις σταθερές του βίου του, απειλεί την οικογένειά του. Η κρίση διαρρηγνύει τις σταθερές του συλλογικού βίου, τις κανονικότητες, τις ροές. Φέρνει μαζί της και την πικρή, ακριβή επίγνωση: η κρίση, η ρήξη, η ανατροπή, η καταστροφή είναι σύμφυτες της νεωτερικότητας. Η μεταπολεμική ευημερία, η ειρήνη, ήταν ένα φωτεινό μακρύ διάλειμμα. Και τέλειωσε.
Η πολλαπλή πίεση προς τα ασθενέστερα στρώματα του πληθυσμού και η ύφεση που διαρκώς βαθαίνει, προκαλούν αγωνία, σύγχυση, εντάσεις. Η ελληνική κοινωνία, είναι πασίδηλο, περνά μεταιχμιακή φάση, με πολλή οδύνη για πολλούς, και άγνωστη κατάληξη για όλους. Είναι επίσης πασίδηλο ότι σε αυτό το μεταίχμιο διάφορες ομάδες ανταγωνίζονται, είτε για να επιπλεύσουν είτε για να αποκτήσουν καλύτερες θέσεις στο νέο τοπίο που θα προκύψει, θέσεις νομής ισχύος και πλούτου. Το φανερό διακύβευμα, σε πρώτη ανάγνωση, είναι υλικό: ποιοι θα ξεπέσουν οικονομικά-κοινωνικά, ποιοι θα διατηρήσουν το status τους, ποιοι θα ενισχυθούν. Στον πυρήνα του κοινωνικού ανταγωνισμού, διαρκώς σιγοκαίνε φωτιές: η πάλη για ηγεμονία, αφενός· και μια αυξανόμενη ροπή προς διχασμό του κοινωνικού σώματος, αφετέρου, μια άτυπη σχάση, πολυμετωπική και πολυσθενής. Ατυπος εμφύλιος.
Το Μνημόνιο ήταν η αφορμή, ο πυροκροτητής. Από καιρό, από χρόνια, από τα χρόνια ήδη του «εκσυγχρονισμού», τέλη του 20ού, αρχές του 21ου αι., διαφαίνονταν οι πρώτες ραγισματιές στο ελλαδικό κοινωνικό σώμα. Ο ίδιος ο εκσυγχρονισμός σαν αίτημα πολύ σύντομα φάνηκε ότι δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι καθολικός: δεν μπορoύσε να αφορά όλο το κοινωνικό σώμα, ούτε καν το κήρυττε με ιδιαίτερη ζέση. Η πρώτη ραγισματιά συνέβη με το στρίμωγμα του επενδυτή λαού στο κάγκελο του Χρηματιστηρίου ― αλλά την είδαν πολύ λίγοι, διότι το Zeitgeist επέβαλε λατρεία των αγορών, λατρεία της κερδοσκοπίας και της σπατάλης, θαυμασμό της μίζας. Η ιστορική του φιλοδοξία εξαντλήθηκε με την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη ― καταφεύγοντας σε μαγειρέματα του χρέους και των δημοσιονομικών στοιχείων από την Goldman Sachs, φευ! Οταν δε το κράτος, ρυμουλκούμενο από προσωπικές φιλοδοξίες και διαπλεκόμενα συμφέροντα, ανέλαβε και τη διοργάνωση των πολυδάπανων Ολυμπιακών, εξατμίστηκε κάθε ίχνος της πρωθητικής ικμάδας του εκσυγχρονισμού: εφεξής, το κράτος τροφοδοτούσε αμήχανο μια τελετή υπεραναπλήρωσης.
Η μέθη του συλλογικού φαντασιακού, κατά το αλησμόνητο καλοκαίρι 2004, έφερε τον ύπνο και την αδράνεια, έδειξε μεγεθυμένες τις αδυναμίες και τα κενά. Aλλά η αδράνεια, η ευθυνοφοβία, η αναβλητικότητα, οι υπεκφυγές ξεχείλιζαν. Σχεδόν τρομακτικά. Τρία καλοκαίρια αργότερα, όταν οι πυρκαγιές κατέκαιγαν ανθρώπους και βεβαιότητες, εξεπέμφθη το πρώτο SOS: το πλοίο έπλεε ακυβέρνητο, διασπασμένο, χωρίς φρόνημα. Ο Δεκέμβρης ’08 επιβεβαίωσε και βάθυνε το ρήγμα. Τρομακτικά. Και πάλι η αδράνεια ενίκησε· οι υπεκφυγές επικράτησαν, κι ήταν τόσο ισχυρή η εθελοτυφλία ώστε ακόμη κι όταν εκέσκηψε η κρίση, οι διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια της εθνικής οικονομίας και των καταθέσεων υπερίσχυσαν της ανησυχίας, απέτρεψαν τη λήψη μέτρων…
Η κρίση διέλυσε τη φενάκη του ενός και ομοούσιου λαού των μη προνομιούχων, της δεκαετίας ΄80, διέλυσε τις μονολιθικές βεβαιότητες με τη λήξη του Ψυχρύ Πολέμου, το ’90, διέλυσε τον ατομικιστικό και καταναλωτικό παραδαρμό του 2000. Τη στιγμή της κρίσης, ο λαός αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ενιαίος και ομοούσιος, ότι υπάρχουν ισχυροί και ασθενείς, σύννομοι και άνομοι, ορθόφρονες και λαϊκιστές, ηθικοί και νόμιμοι, συντεχνίες και κλειστά ισνάφια, κοπρίτες και υπεράριθμοι. Οταν δεν το αντιλαμβάνεται, του το υπενθυμίζουν, του το διατυμπανίζουν, με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο. Το νιώθει στο πετσί του, στην υλική του ταπείνωση, στην απομείωση της προσδοκίας, στο φόβο που τρώει τα σωθικά τα αμέριμνα, τα αδρανή.
Οι λαοί είναι πολλοί… Και νιώθουν ένοχοι όλοι. Δυσφορούν. Οργίζονται, μετακυλίουν την οργή, αλληλοϋποβλέπονται. Βαθιά μέσα τους, τα κέρματα λαού νιώθουν να φουσκώνει η ήττα αλλά και η επίνοια: για να μην αφανιστούν πρέπει να κινηθούν, να παλέψουν, να σκεφτούν τους εαυτούς τους εξαρχής, ριζοτομικά, να δράσουν. Δεν είναι εύκολο: στο πεδίο ανταγωνίζονται πολλές ομάδες, αλλά οι περισσότερες απ’ αυτές είναι γυμνές: χωρίς ένυλο οπλισμό, αλλά κυρίως χωρίς ιδέες, χωρίς συνείδηση χώρου και εαυτού, χωρίς ηγέτες. Αυτές οι ομάδες, ασθενείς οι περισσότερες, συχνότατα έχουν κοινά συμφέροντα, αλλά δεν το ξέρουν ή αδυνατούν να συναντηθούν. Αν μείνουν διάσπαρτες, θα ηττηθούν. Αυτή την αδυναμία τους γνωρίζουν άλλες ομάδες ολιγάριθμες, οι οποίες κατέχουν υπέρτερα μέσα, και επιπλέον δρουν πιο συντονισμένα έναντι του κερματισμένου πλήθους, του “εχθρού λαού” που τείνει προς την οχλοκρατία. Εξ ου και η αναμέτρηση έχει μεταφερθεί, υπόγεια αλλά σταθερά, στο πεδίο της ψυχολογίας, των εντυπώσεων, της ηγεμονίας επί του φαντασιακού. Η κυριάρχηση του ενός ή του άλλου πιθανότατα δεν θα προκύψει από μια τυπική σύγκρουση, αλλά στο πεδίο της πειθούς και της χειραγώγησης, με την επιβολή ενός επικρατούντος ρευστού δόγματος τάξεως και την εσωτερίκευση του φόβου.
To Mνημόνιο Στήριξης που προσυπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση τον περασμένο Μάιο έδωσε την αφορμή να εκδηλωθεί ένας διχασμός των πολιτικών δυνάμεων και του ίδιου του λαού, που διαπερνά έκτοτε τον δημόσιο βίο με άλλοτε άλλες κορυφώσεις. Τελευταία κορύφωση υπήρξαν οι πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, κατά τις οποίες η αποδοχή ή η απόρριψη του μνημονίου ετέθη ως δραματικό δίλημμα: υπέρ ή κατά της πατρίδος, με πρώτο κηρύξαντα τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Ο λαός άλλοτε υπέκυψε στο δίλημμα, με πολωτική εκδήλωση ψήφου, και άλλοτε το υπερέβη, είτε δια της αποχής και της λευκής ψήφου, είτε δια της εκλογής ανεξάρτητων ή πολυσυλλεκτικών αρχόντων. Ο διχασμός όμως παραμένει, κυρίως σαν διχογνωμία, σαν διχοστασία, αλλά και σαν βασανιστικό ερώτημα αναχρονισμού: Μπορούσε να γίνει αλλιώς; Τι άλλο μπορούσε να γίνει;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν ουσιαστικό όφελος, από τη στιγμή που το ιστορικό ενδεχόμενο έχει μεταπέσει σε ιστορικό γεγονός. Πριν από την υπογραφή του Μνημονίου Στήριξης και των επαχθών όρων του, το περίφημο εξάμηνο μετά τις εκλογές του 2009, ο δανεισμός υπό τους όρους της τρόικας ήταν ένα ενδεχόμενο ανάμεσα σε μερικά άλλα. Αυτά τα “άλλα” δεν τα μάθαμε ποτέ, δεν μπήκαν στον επίσημο δημόσιο λόγο από την κυβέρνηση, άρα δεν είχαν την δυνατότητα να γίνουν γεγονός, παρέμειναν ενδεχόμενα, μάλιστα άδηλα και άρρητα. Ως ιστορικό γεγονός έμεινε το Μνημόνιο· βάσει αυτού τώρα ορίζεται ο δημόσιος λόγος, η υλικότητά του ορίζει και τον διχασμό που αναδύθηκε.
Κάτω βέβαια από τον διχασμό που φέρνει το Μνημόνιο βρίσκονται βαθιές ρίζες, που φτάνουν μέχρι τους χρόνους ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, ίσως και πιο βαθιά ακόμη, στους χρόνους της κατάκτησης όταν ανεδύετο η εθνική συνείδηση. Ιδίως τότε, στα χρόνια της ανάδυσης και στα χρόνια της ίδρυσης, παρατηρείται αδρά μια διττή στάση των υποκειμένων που αυτοαναγνωρίζονται ως Ελληνες: αφενός, όσοι επιθυμούν να υπάρξουν ως Ελληνες αλλά ενσωματωμένοι στο επικυρίαρχο σύστημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας (ή προσαρτημένοι σε άλλους επικυρίαρχους, αργότερα), αφετέρου, όσοι επιθυμούν να υπάρξουν απελευθερωμένοι και ανεξάρτητοι από το επικυρίαρχο σύστημα, όσοι διαπνέονται από πνεύμα αντίστασης και εναντίωσης.
Η διχοστασία αυτή, των ενσωματωμένων και των ανεξάρτητων, διαπερνά το έθνος από αναδύσεως και το κράτος από συστάσεως. Οχι μόνο όμως ως διχοστασία, σαφής και διακριτή κάθε φορά· συχνά, τα όπλα και η ρητορική του ενός γίνονται όπλα και ρητορική του άλλου, εκτρεπόμενα από την αρχική τους χρήση· συχνά επίσης οι διισταμένες τάσεις συγχωνεύονται σε μια τρίτη, προς μια κατάσταση ισορροπίας, ή και αποσύρονται οι εντάσεις εν όψει κινδύνων που απειλούν την ίδια την ύπαρξη του εθνικού συνόλου.
Οι τέτοιες διχοστασίες έφτασαν στα όρια του εμφυλίου αμέσως μετά τον ξεσηκωμό του 1821, και με ανάλογη αδελφοκτόνο σφοδρότητα εκδηλώθηκαν και το 1916-22 και το 1944-49. Κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις περιπτώσεις, η ανάμιξη του ξένου παράγοντα, ο οποίος επεμβαίνει διαιρετικά και εξουσιαστικά, είτε ως αυτόκλητος σωτήρας είτε προσκεκλημένος από τη μια ή την άλλη μερίδα. Η ανάμιξη του ξένου παράγοντα υπογραμμίζει όχι μόνο τις ποικίλες σχέσεις εξάρτησης που καλλιεργούν εγχώριες ελίτ, αλλά και τη σταθερά ιμπεριαλιστική διάθεση των υπερόριων ισχυρών φίλων προς τον αδύναμο γεωπολιτικό κρίκο. Επιπλέον, υπογραμμίζουν τη σχεδόν μόνιμη πνευματική καχεξία των υποτελών ελίτ και την αδυναμία τους να αρθρώσουν ένα επαρκώς αυτοτελές κοσμοείδωλο, διακριτή ταυτότητα, ιθαγενή σκέψη, αν όχι πρωτότυπη, τουλάχιστον αυτόνομη, γνήσια και λυσιτελή για το κοινό συμφέρον, για το κοινό καλό.
Εχουμε δει πώς περίπου εμφανίζεται η διχοστασία διηνεκώς, αλλά και πώς αποσύρονται ενίοτε οι εντάσεις αν εμφανιστούν κίνδυνοι που απειλούν την ίδια την ύπαρξη του εθνικού συνόλου. Αυτό συνέβη, φερ’ ειπείν, το 1940. Τηρουμένων των αναλογιών, σε παρόμοιο κίνδυνο βρίσκεται σήμερα η χώρα, ενώπιον του εσωτερικού και του εξωτερικού εχθρού, ενώπιον του φαύλου εαυτού και ενώπιον της διεθνούς κρίσης και των δανειστών. Μπροστά σε αυτόν ακριβώς τον πολυπρόσωπο κίνδυνο, κίνδυνο πτώχευσης, κίνδυνο απώλειας εθνικής κυριαρχίας, κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης, κίνδυνο μαρασμού ενός λαού με χαμένη αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, με κερματισμένη και θαμπή την ταυτότητα, με θρυμματισμένη την αίσθηση του συνανήκειν, σε αυτή ακριβώς την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, μόνη διέξοδος είναι η υπέρβαση της διχοστασίας. Η υπέρβαση του διλήμματος: Με ή χωρίς Μνημόνιο; Είπαμε, το ιστορικό γεγονός είναι το Μνημόνιο, όλα τα άλλα παρέμειναν ενδεχόμενα· άρα, οφείλουμε να πράξουμε βάσει του γεγονότος, επί του γεγονότος και πέραν αυτού· να μείνει πίσω αυτό και να δημιουργήσουμε άλλα γεγονότα, όχι να μηρυκάζουμε ενδεχόμενα. Από δω και πέρα.
Η υπέρβαση του διλήμματος προϋποθέτει θέληση για συμφιλίωση. Συμφιλίωση των αντιπάλων και των οιονεί εχθρών, δηλαδή αμοιβαία αλληλοαναγνώριση και υπέρβαση του ατομικού· και συμφιλίωση με την πραγματικότητα, δηλαδή αναγνώριση της πραγματικότητας, των υλικών της όρων, των υπαρκτών δυσχερειών και των αντινομιών της. Ορισμένως, προϋποτίθεται η θέληση· να επενεργήσει δυναμικά η θέληση πάνω σε μια πραγματικότητα που τώρα ορίζεται ερήμην των υποκειμένων και της θέλησης τους, ή και εναντίον τους.
Με τέτοια σύλληψη της δυσβάστακτης πραγματικότητας και τέτοια εκδήλωση θέλησης, με μετατόπιση από το ατομικό προς το καθολικό, και από τον φατριασμό προς το κοινό καλό, είναι δυνατόν να αποτραπούν τα χειρότερα για την κοινωνία, το λαό, τη χώρα, την πατρίδα. Αιρόμενοι υπεράνω των διλημμάτων και του διχασμού, μετατοπιζόμενοι δραστικά από την εργαλειακή χρήση και κατανάλωση του κοινωνικού, προς τη συλλογικότητα, τη δοτικότητα, την ηθική θεμελίωση του κοινού βίου. Η κρίση φέρνει ευκαιρίες ― ιδού μια κοινοτοπία που μένει να υποστασιωθεί: Ευκαιρίες ερείπωσης ή ευκαιρίες αναγέννησης;
Ποιος τολμά σήμερα να μιλήσει για την Ελλάδα και τους Ελληνες, με την Ελλάδα στα γόνατα και τους Ελληνες αλαφιασμένους και ασύντακτους; Λίγοι, πολύ λίγοι ― όσοι τολμούσαν και πριν, όσοι προσφέρονται να διακινδυνεύσουν με τη σκέψη τους, αναστοχαζόμενοι το παρελθόν μες στο παρόν, χωρίς στερεότυπα και δεκανίκια. Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι ένας απ’ αυτούς τους ολίγους ριψοκίνδυνους. Στο τελευταίο του βιβλίο, ο γνωστός δοκιμιογράφος πραγματεύεται ένα ακανθώδες θέμα, την πολιτική ηθική των Ελλήνων, υπό τον δραματικό τίτλο “Διχασμός και εξιλέωση”.
Η αφήγησή του ξεκινά αδρά από το ξέπασμα της Επανάστασης του ‘21 και φθάνει ώς το τέλος του εμφυλίου· στη διαδρομή εξετάζει πρόσωπα, πράξεις, αισθήματα και λόγια, κομβικά, που σφραγίζουν δύο αιώνες νεότερου ελληνισμού. Εξετάζει πρόσωπα σαν τον Καραϊσκάκη, τους εθνικούς ευεργέτες του 19ου αι., τον Παύλο Μελά, τον Ιωνα Δραγούμη και τον Ελ. Βενιζέλο, τον Αρη Βελουχιώτη, εξετάζει στιγμές ιστορικές, τον ξεσηκωμό του ‘21, την πτώχευση του 1893, την ντροπή του 1897, το ξύπνημα της Μεγάλης Ιδέας, τους βαλκανικούς πολέμους, την καταστροφή του ‘22, τον πόλεμο του ‘40-’41, την αντίσταση και τον εμφύλιο. Και εξετάζει τους Ελληνες ως πολιτικά, κοινωνικά και ηθικά όντα σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές.
Ο διχασμός νοείται διττός: εμφύλιος κοινωνικός και σχίσμα ατομικό. Ο Ελληνας αιωρείται: από τη συνήθη θέση του, της ιδιοτέλειας, του εγωισμού, της κοινωνικής αδιαφορίας, προς την υπέρβαση του εαυτού, τον ηρωισμό, τη δοτικότητα, τη θυσία. Ο Β.Κ. αναρωτιέται: Πώς και γιατί ο εγωιστής, απείθαρχος, άπληστος Ελληνας μεταμορφώνεται σε γενναίο, σε ήρωα, σε ανιδιοτελή δότη; Πώς ο δαίμονας των «καπακιών» Καραϊσκάκης μεταμορφώνεται σε άγγελο που εγείρεται υπεράνω όλων και θυσιάζεται; Πώς επινοούν την πατρίδα τους οι οπλαρχηγοί και γιατί αμέσως μετά περιφρονούν το κράτος; Ποιο όραμα πατρίδος εμπνέει τους ευεργέτες ώστε να σχεδιάζουν καταλεπτώς τις διαθήκες τους υπέρ παιδείας και συνανθρώπων, πάντα καχύποπτοι προς το κράτος; Ποια δύναμη οδηγεί τον ανυποψίαστο Μελά στους βάλτους και τον θάνατο; Πώς αντιλαμβάνεται την πατρίδα και το Εμείς ο Αρης Βελουχιώτης, με τα έργα του και τον λόγο της Λαμίας;
Οι απαντήσεις που ρισκάρει ο συγγραφέας είναι συναρπαστικές, γραμμένες σε υψηλής θερμοκρασίας πρόζα, με πάθος ρομαντικό ― άλλωστε οι αραιές αναφορές του είναι σε στοχαστές οριακούς, συναρπαστικούς: Σέλερ, Ντοστογιέφσκι, Σοπενχάουερ, Νίτσε… Αναλόγως συναρπαστική είναι η εμβάθυνση, η ένταση που προσδίδει στις ερωτήσεις του, καθώς τις παίρνει από παλαιότερα χείλη (Μακρυγιάννης, Κολοκοτρώνης, Ζαμπέλιος, Παλαμάς, Σικελιανός, Περ. Γιαννόπουλος, Καραβίδας, Σβορώνος) και τις φέρνει δραματικά στο παρόν. Πόσω μάλλον που το παρόν εκρήγνυται τώρα στα χέρια μας σαν προαναγγελθείσα καταστροφή, ομοιάζουσα με άλλες καμπές, με παλιότερα πάθη και καταστροφές.
Το θέμα του Καραποστόλη, μα και η θερμή πραγμάτευσή του, είναι ντεμοντέ, εκτός ακαδημαϊκού λειμώνα, και εκτός του τρέχοντος κανόνος πολιτικής ορθοφροσύνης. Διότι τολμά να γράφει περί πατρίδας, περί συλλογικού θυμικού και ασθημάτων, περί διλημματικών προσώπων, χωρίς ωστόσο ποτέ να λησμονεί το υλικό πλαίσιο, το γεωπολιτικό περιβάλλον, τις εξωτερικές συνθήκες.
Βασικό μοτίβο της σκέψης του, για να ερμηνεύσει τον ατομιστή που γίνεται ήρωας, είναι η αντιπαραβολή της κοινωνίας προς την πατρίδα. Η κοινωνία δεν συνεγείρει τον εγωιστή Ελληνα, τη βλέπει σαν εργαλείο, σαν μέσον, δεν της οφείλει τίποτε. Μόνο η πατρίδα, και μάλιστα η εν κινδύνω, η πάσχουσα, η διακονιάρα πατρίδα, μπορεί να συνεγείρει τον Ελληνα, να τον οδηγήσει πέρα από τον εαυτό του, πέρα από τα αποκτήματά του, να τον βάλει στην περιοχή του δότη, του γενναίου, ακόμη και του ήρωα. Το είδαμε το ‘21, όταν οι κλέφτες, τροφοδότες μιας συνείδησης αντίστασης και ρεμπελιού, επινοούν την πατρίδα, γεννούν τη μητέρα· το είδαμε και το ‘40, όταν οι διχασμένοι και απογοητευμένοι με την κραυγή “αέρα!” ξαναβρίσκουν τη ζωτική τους φαντασίωση, ότι οι Ελληνες υπερέχουν έναντι του ίδιου τους του εαυτού, και αντικρίζουν τον θάνατο χωρίς τρόμο.
Η πρόζα του Καραποστόλη πάλλεται, κυματίζει, βυθίζεται σε αισθήματα και ντοκουμέντα, και αναδύεται απρόοπτη, σκληρή, θερμή· ποτέ αδιάφορη. Είναι ένα έργο λοξό, έκκεντρο, ρηξικέλευθο, πρωτότυπο. Και μιλάει για εμάς, τώρα, τους εγωιστές και άπληστους, τους μισούντες το Εμείς, τους βουλιαγμένους στο Εγώ, τους αντιφατικούς και αντινομικούς, τους κλονισμένους και έμφοβους τώρα. Και μιλάει οδυνηρά.