You are currently browsing the tag archive for the ‘Δικαιοσύνη’ tag.
Εχουμε ξανασυζητήσει το θέμα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων: τι είναι, με ποια κριτήρια αποφασίζονται, σε τι αποσκοπούν, ποιες μελέτες σκοπιμότητας και προσδοκώμενων οφελών έχουν προηγηθεί. Εμπειρικά, από την τετραετία των μεταρρυθμίσεων, μπορούμε να συνάγουμε ότι πολλές έχουν διαφημιστεί, πολλές έχουν ψηφιστεί, λίγες έχουν εφαρμοστεί χωρίς εν συνεχεία τροποποιήσεις, και ελάχιστες από αυτές έχουν βελτιώσει τη ζωή των πολιτών ή τις συνθήκες λειτουργίας επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Οι μόνες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ακαριαία είναι όσες αφορούν βαρύτερη φορολόγηση, άμεση ή έμμεση.
Αρκετές μεταρρυθμίσεις μάλιστα όχι μόνο δεν βελτιώνουν τίποτε, αλλά απορρυθμίζουν επί τα χείρω. Οι προωθούμενες αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λ.χ. περιγράφονται ως επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης, στα αστικά δικαστήρια, αίτημα που έχει διατυπωθεί συχνά από πολίτες, επιχειρηματίες, αλλά και από δικηγόρους και δικαστές. Είναι όμως έτσι; Την περασμένη εβδομάδα, οι πρόεδροι των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, συνεπικουρούμενοι, για πρώτη φορά, από τους προέδρους των ενώσεων δικαστών, εξήγησαν πώς οι επιχειρούμενες αλλαγές στον Κώδικα αλλάζουν δραματικά το δικαιικό περιβάλλον προς ζημίαν του πολίτη αλλά και του δημοσίου συμφέροντος.
Ο νομικός κόσμος υποστηρίζει ότι, εν ονόματι της «οικονομίας της δίκης» καταργείται ουσιαστικά η εξέταση μαρτύρων και η προφορική συζήτηση· η δίκη διεξάγεται με έγγραφα, βάσει ενός «προτύπου δίκης», ακόμη και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των δικηγόρων τους.
Ουσιαστικά, πρόκειται για περιστολή των δικαιωμάτων των πολιτών, η οποία αναδεικνύεται και σε κάποιες κρίσιμες λεπτομέρειες του νομοσχεδίου για τη διαδικασία πτωχεύσεων και αποζημιώσεων στην αναγκαστική εκτέλεση. Εως τώρα, από την εκπλειστηριαζόμενη περιουσία μιας πτωχευμένης επιχείρησης, προτεραιότητα στην ικανοποίηση απαιτήσεων είχαν οι εργαζόμενοι και τα ασφαλιστικά ταμεία. Ακολούθως και εφόσον είχαν ικανοποιηθεί αυτοί, από το υπόλοιπο ικανοποιούνταν ο ενυπόθηκος δανειστής (κατά κανόνα, τράπεζες) και το Δημόσιο. Στον νέο Κώδικα, προβλέπεται το αντίθετο: το πλειστηρίασμα διαιρείται εξαρχής και προηγείται η τράπεζα, λαμβάνοντας το 65%, ενώ οι εργαζόμενοι, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία μαζί λαμβάνουν το 25%, και το 10% λαμβάνουν οι προμηθευτές. Δηλαδή, η τράπεζα που επένδυσε εν γνώσει του ρίσκου, αποζημιώνεται με τη μερίδα του λέοντος, έναντι των εργαζομένων που ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται, του Δημοσίου που έπρεπε να εισπράττει φόρους και των ταμείων που έπρεπε να εισπράττουν εισφορές.
Ο νομοθέτης διευκολύνει την τράπεζα να ελαχιστοποιεί το ρίσκο της, και ταυτόχρονα θεσπίζει ότι η εργασία εμπεριέχει ρίσκο και επισφάλεια, άρα και τιμωρία! Είναι εντυπωσιακό επίσης ότι ο νομοθέτης βάζει σε δεύτερη μοίρα ακόμη και τα συμφέροντα του κράτους και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό το επισημαίνει προσφυώς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στην έκθεσή του: «…ενδέχεται να προκληθεί απώλεια εσόδων του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, λόγω της αποδυνάμωσης των ισχυόντων σήμερα προνομίων τους στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης». Τι λένε επ’ αυτού οι εισηγούμενοι υπουργοί Δικαιοσύνης και Οικονομικών; «Η εν λόγω απώλεια εσόδων θα αναπληρώνεται από άλλες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού κατά περίπτωση»! Ητοι, θα μπαίνουν φόροι κατά περίπτωση…
Η αλλαγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχει και άλλα τρωτά ή μαχητά σημεία. Το αναφερθέν παράδειγμα όμως συνοψίζει τον μεταρρυθμιστικό πυρετό: προνόμια για τις τράπεζες, υποχρεώσεις και ρίσκο για τους εργαζόμενους, ζημίες για το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Η εναντίωση δικηγόρων και δικαστών δεν είναι συντεχνιασμός, είναι υπεράσπιση του δικαιικού πολιτισμού, της ισονομίας και της ισοπολιτείας.
H λειτουργία της Δικαιοσύνης είναι και παιδευτική. Οφείλει να είναι. Οφείλει να μην είναι μόνον μια κανονιστική λειτουργία, μια εφαρμογή· δεν μπορεί άλλωστε, διότι συχνά, συχνότατα, ο δικαστής καλείται να εφαρμόσει τον νόμο κατά την ερμηνεία του και κατά τη συνείδησή του. Κι αυτή η συνείδηση σχηματίζεται δυναμικά, εναρμονιζόμενη με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αν και όχι υποτασσόμενη σε αυτό.
Η ομόφωνη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πατρών για τα γεγονότα στα φραουλοχώραφα της Νέας Μανωλάδας, δεν ανταποκρίνεται σε αυτή την παιδευτική λειτουργία της Δικαιοσύνης. Δεν βρίσκεται σε αρμονία με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, με τις θεμελιώδεις αξίες της Ελληνικής Δημοκρατίας, με τις ανθρωπιστικές αρχές. Η αθώωση των δύο κατηγορουμένων και οι ποινές με ανασταλτικό χαρακτήρα και εξαγοράσιμες για τους άλλους δύο, δείχνουν μια Δικαιοσύνη τυφλή στα κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν μηνύματα από τις φράουλες της οργής και της μεταμφιεσμένης δουλοπαροικίας.
Το μήνυμα που στέλνει το δικαστήριο στα φραουλοχώραφα της Νέας Μανωλάδας και σε κάθε αγροτική περιοχή με εργάτες γης υπό παρόμοια μεταχείριση, είναι ότι ο γεωκτήμων μπορεί να καθυστερεί δεδουλευμένα, μπορεί να μην τηρεί τις κατά νόμο υποχρεώσεις του, μπορεί να κάνει χρήση μαύρης εργασίας. Το μήνυμα είναι ότι ο επιστάτης μπορεί να πυροβολεί εναντίον ανθρώπων και να πέφτει στα μαλακά, σχεδόν ατιμώρητος. Τυφλή και αμνήμων η Δικαιοσύνη: ο ένας εκ των τριών κατηγορουμένων επιστατών, σύμφωνα με καταγγελία, είχε αναμιχθεί και στο παρελθόν σε ανάλογη επίθεση ― τον Αύγουστο του 2012 σφήνωσαν το κεφάλι ενός Αιγύπτιου στην πόρτα αυτοκινήτου και τον έσυραν στην κεντρική οδό, για φρονηματισμό και παραδειγματισμό. Ενα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 2013, ο ίδιος μοίραζε σκάγια σε Ασιάτες εργάτες φράουλας.
Στην απόφαση του Μικτού Ορκωτού Πατρών δεν αγνοείται μόνον το κοινό αίσθημα, αλλά και οι νόμοι περί εμπορίας ανθρώπων (τράφικινγκ) που έχει θεσπίσει η Ελληνική Δημοκρατία, όπως σχολίασαν συνήγοροι και νομικοί. Η απόφαση επίσης αγνόησε την εκτενή και τεκμηριωμένη εισήγηση της εισαγγελέως.
Δυστυχώς, το μήνυμα της απόφασης είναι ότι η μαύρη, αδήλωτη και απλήρωτη εργασία στην Ελλάδα του 2014 τελεί υπό καθεστώς διακριτικής ανοχής, ενδεχομένως και ατιμωρησίας. Διαστέλλοντας το μήνυμα: οι συνθήκες δουλοπαροικίας του αμερικανικού Νότου τον 19ο αιώνα μπορεί να γίνουν ανεκτές στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Υπερδιαστέλλοντας, μια επελαύνουσα δυστοπία: οι τέτοιες συνθήκες μπορεί να αγγίξουν όλους τους εργαζόμενους, και τους Ελληνες πολίτες, όχι μόνο τους Ασιάτες παρίες.
Κι όμως, υπάρχουν καλλιεργητές και επιχειρηματίες, πολλοί, που τηρούν τις υποχρεώσεις και τις συμφωνίες τους, με αυτοσεβασμό και σεβασμό προς την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ατιμωρησία των ασυνεπών και ασεβών συνιστά περιφρόνηση για τους έντιμους, για όσους πιστεύουν έργω ότι η δουλεία έχει καταργηθεί.
Ευτυχώς, η Δικαιοσύνη μπορεί να επανορθώσει. Μια χαραμάδα φωτός: χθες, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη ζήτησε να λάβει την καθαρογραμμένη απόφαση του δικαστηρίου, για να εξετάσει ενδεχόμενη αναίρεσή της κατά το αθωωτικό σκέλος. Στα χέρια της κ. Κουτζαμάνη βρίσκονται όχι μόνο το κύρος της Διακοσύνης και η τιμή των δικαστών, αλλά και η αρμονική συνύπαρξη των θεσμών με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, η παιδευτική λειτουργία της Δικαιοσύνης: να μην γίνει η χώρα Νέα Μανωλάδα.
Οι άνεργοι και ανασφάλιστοι συμπολίτες μας είναι ασφαλώς τα θύματα της κρίσης που πρώτα μάς έρχονται στον νου. Εντούτοις, τέσσερα χρόνια από την υπάγωγή της χώρας υπό επιτήρηση, διαπιστώνουμε ότι και η πολιτική ζημιά είναι μεγάλη. Το κύρος των θεσμών έχει πληγεί, οι διακριτές εξουσίες παλινωδούν, αντιφάσκουν, υποτάσσονται στην εκτελεστική. Η Βουλή και η Δικαιοσύνη βγαίνουν ηττημένες από την κρίση.
Πριν από λίγες μέρες, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Σωτ. Ρίζος, στο καλοκαιρινό του μήνυμα, με λόγο ιδιαιτέρως δριμύ διαπίστωνε: «[…] ευρίσκεται σε εξέλιξη εκστρατεία καταπτοήσεως του Σώματος με αλλεπάλληλα δημοσιεύματα, τηλεοπτικές εκπομπές και άλλα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Με αφορμή τις αποφάσεις του Μισθοδικείου και αιτία τις εσχάτως δημοσιευθείσες ακυρωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου. Η προπαγάνδα ασκείται κατά τρόπο οργανωμένο και δυνάμει μπορεί να βλάψει την ελευθερία κρίσεως των δικαστών και τελικώς να προκαλέσει ανήκεστες βλάβες στο δικαιοδοτικό έργο του Δικαστηρίου και σαφή μείωση και απίσχναση της αξιώσεως των πληττομένων πολιτών για έννομη προστασία.»
Βαριές κουβέντες, ανησυχητικές, ιδίως όταν λέγονται από τον επικεφαλής του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου. Οι συντετριμμένοι πολίτες όμως διερωτώνται με πίκρα: Ποια προστασία πρόσφερε το Σ.τ.Ε. κατά τις αλλεπάλληλες φοροεπιδρομές και οριζόντιες περικοπές; Ορθωσε το ανάστημά του μόνο όταν εθίγησαν υπερμέτρως οι αποδοχές των δικαστών· δυστυχώς δεν ακολούθησαν το παράδειγμα των συναδέλφων τους του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πορτογαλίας.
Πολλαπλάσια η ταπείνωση του Κοινοβουλίου. Νομοσχέδια ιστορικής σημασίας ψηφίζονται κατεπειγόντως, χωρίς συζήτηση για βελτιώσεις και αλλαγές, συχνά με κρυμμένες φωτογραφικές τροπολογίες, που ντροπιάζουν τους αδαείς υπερψηφίζοντες βουλευτές, έρευνες για ευθύνες υπουργών ματαιώνονται δια σκοπίμων καθυστερήσεων. Ολα αυτά πλήττουν το κύρος του νομοθετικού σώματος. Χειρότερα: τροφοδοτούν τη διάχυτη καχυποψία της κοινωνίας για τους πολιτικούς, την πολιτική, τους θεσμούς της δημοκρατίας. Ας μην πέφτουμε από τα σύννεφα όταν φουσκώνει το φασιστικό μόρφωμα, ακόμη και με την ηγεσία του στη φυλακή.
Ποια είναι τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα για το αμέσως επόμενο διάστημα στην Ελλάδα; Κατά τη γνώμη μας, δύο, ένα μετρήσιμο κι ένα μη μετρήσιμο, και τα δύο όμως βόμβες στα θεμέλια: η ανεργία και ο διχασμός ―μάλλον, κερματισμός― της κοινωνίας.
Οι τελευταίες εκθέσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και του ΙΟΒΕ καταγράφουν τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση της οικονομίας και μια ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα. Η ανεργία τον φετινό Οκτώβριο έφτασε το 26,8%, έναντι του 19,7% τον αντίστοιχο περσινό μήνα. Ο ρυθμός αύξησης είναι τρομακτικός: 2,6% μηνιαίως. Αν διατηρηθεί αυτός ο ρυθμός, τον Οκτώβριο του 2013 οι άνεργοι θα είναι το 36,5% ― περισσότερο από το ένα τρίτο του ενεργού πληθυσμού θα είναι εκτός εργασίας, εκτός βιοπορισμού.
Οι δείκτες ανεργίας και ύφεσης αντιστοιχούν στους δείκτες της αμερικανικής Μεγάλης Υφεσης, μετά το Κραχ του 1929. Αμερικανοί αναλυτές που παρακολουθούν με ανησυχία την Ευρώπη, υπολογίζουν ότι για να επανέλθει η ανεργία στα κοινωνικώς αποδεκτά επίπεδα του 7,5%, όσο δηλαδή μετριόταν η ανεργία στην Ελλάδα το 2007, θα απαιτηθούν είκοσι χρόνια. Είκοσι χρόνια είναι πολύ μακρύς χρόνος, είναι περίπου μια γενιά: πρώτος είχε μιλήσει για μισή ή μία χαμένη γενιά Ελλήνων ο οικονομολόγος Τομάσο Πάντοα Σιόπα, πρ. υπουργός στην Ιταλία και σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος είχε προβλέψει μια δεκαπενταετία πτώσης ήδη το 2010. Ο δε πρώην πρόεδρος της Bundesbank Aξελ Βέμπερ είχε εκτιμήσει ότι η κρίση χρέους θα ταλανίζει την Ελλάδα για την επόμενη τριακονταετία.
Πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι. Το 26,8% αντιστοιχεί σε περίπου 1,35 εκατομμύρια συμπολίτες, επί συνόλου 5 εκατομμυρίων ενεργού πληθυσμού· 1,35 εκατομμύρια νοικοκυριά, οικογένειες, στερούνται το βασικό ή το αναγκαίο συμπληρωματικό εισόδημα για να επιβιώσουν. Αλλιώς: 3,64 εκατομμύρια εργαζόμενοι πρέπει να παράγουν πλούτο ικανό να θρέψει 11 εκατομμύρια Ελληνες. Δεν γίνεται.
Αυτή η αριθμητική αφόρητης ένδειας μάς οδηγεί αναπόφευκτα στις μη μετρήσιμες αλλά εξίσου αισθητές συνέπειές της: στον διχασμό, τον κερματισμό του κοινωνικού σώματος. Εξαιτίας της κρίσης η Ελλάδα χάνει οδυνηρά ό,τι είχε κατακτήσει με κόπο τη μεταπολεμική περίοδο: υψηλή κοινωνική ομοιογένεια, διαταξική κινητικότητα και μια ευρύτατη μικρομεσαία τάξη. Οι πιο αδύναμοι κρίκοι των μικρομεσαίων στρωμάτων πληβειοποιούνται, τα χάνουν όλα, ενώ και τα μεσαία στρώματα φτωχοποιούνται, χάνουν τα προστατευτικά μαξιλάρια των σταθερών εισοδημάτων και των αποταμιεύσεων και ήδη απειλείται σοβαρά το τελευταίο οχυρό και ταυτοποιητικό στοιχείο, η ακίνητη περιουσία.
Αυτός ο μείζων κοινωνικός μετασχηματισμός ασφαλώς θα εκφραστεί και πολιτικά. Ηδη οι ψηφοφόροι μετατοπίστηκαν μαζικά προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, καθώς η κεντρώα έκφραση κατέρρευσε ηθικά. Η μετατόπιση δεν εκφράζει μόνο την ψήφο· εκφράζει και την οργή, την απόγνωση, τον φόβο, την ελπίδα και, για πρώτη φορά με τέτοια ένταση, τον ταξικό διαχωρισμό. Ο εμφιλοχωρών διχασμός δεν έχει ιδεολογικούς ή πολιτικούς χαρακτήρες, όσο κοινωνικούς και οικονομικούς, δηλαδή ταξικούς. Ακόμη πιο ωμά: οι πεπτωκότες, οι κατεστραμμένοι, οι μη έχοντες ούτε εισόδημα ούτε ελπίδα βραχυπρόθεσμης ανάταξης, βρίσκονται αποκομμένοι από το υπόλοιπο όλον των εχόντων κάτι, βρίσκονται απέναντι, καχύποπτοι και ενάντιοι. Οσο η υπόλοιπη κοινωνία των εχόντων -κάτι ή πολύ- δεν καταφέρνει να ανασχέσει την ερείπωση και να αναδιοχετεύσει μέριμνα, υλική ανακούφιση και εργασία προς τους ανέργους, το ενδεχόμενο ρήξεων θα ενισχύεται.
Συναφές και ίσως πιο ανησυχητικό για το μέλλον, με όρους εθνικούς -ιστορικούς, είναι το φαινόμενο της νεανικής ανεργίας, που φτάνει πια το 56% στις ηλικίες 15-25. Γνωρίζουμε από το κοντινό περιβάλλον μας, πόσο οδυνηρή είναι η ανεργία του πενηντάχρονου: πιθανότατα δεν θα ξαναβρεί ποτέ δουλειά με πλήρεις αποδοχές. Η ανεργία στους νέους δεν τόσο φανερά επώδυνη· ακουμπάνε στην οικογένεια, οι ανάγκες είναι μικρότερες. Είναι όμως πιο ύπουλη και υπονομευτική: ο μακροχρόνιος αποκλεισμός από την είσοδο στην εργασία αναστέλλει βίαια μια αναγκαία τελετή ενηλικίωσης, ψαλιδίζει τα όνειρα, την αυτοπεποίθηση, τη δημιουργικότητα. Κι όχι μόνο κολοβώνει τα νεαρά άτομα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά στερεί και την κοινωνία από τις απολύτως αναγκαίες δυνάμεις ανανέωσης: Πώς αλλιώς θα ανανεώσει το έμψυχο δυναμικό της μια κοινωνία στην παραγωγή, στην επιστήμη, στην τέχνη, στις ηγετικές ελίτ; Πολύ περισσότερο που η Ελλάδα φθίνει δημογραφικά. Προβάλλοντας πάνω στην υπογεννητικότητα, πάνω σε έναν γερασμένο πληθυσμό, τον καλπάζοντα δείκτη νεανικής ανεργίας και αποκλεισμού, η εξαγόμενη εικόνα είναι ζοφερή. Οι μεσήλικες κουρασμένοι και άνεργοι, οι νέοι άνεργοι ή μετανάστες. Κινδυνεύουμε σαν λαός, σαν έθνος, να μπούμε σε τροχιά ιστορικού μαρασμού.
Κασσανδρικές προβλέψεις; Ναι, εφόσον ισχύσουν οι προβολές του δυσχερούς παρόντος στον μέλλοντα χρόνο. Γνωρίζουμε όμως ότι η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικά· ρήξεις και ασυνέχειες, επώδυνες συχνά, εκτρέπουν τη ροή προς άλλες, απρόσμενες κατευθύνσεις. Στο μέτρο που μας επιτρέπεται, διότι η Ελλάδα δεν πορεύεται μόνη της αλλά εξαρτώμενη σε πολλά από άλλους, οφείλουμε να κατανοήσουμε τους κινδύνους καταρχάς, και να δράσουμε αποτρεπτικά: να διαφυλάξουμε την κοινωνική συνοχή, ανακουφίζοντας τους αδύναμους και ανανεώνοντας το συλλογικό φρόνημα. Με δικαιοσύνη και αναδιανομή. Για να επηρεάσουμε κατά το δυνατόν την ιστορική ροή, δηλαδή τη μοίρα μας.
Δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε ποιους θα παραπέμψει για έρευνα η Βουλή, σχετικά με τη λίστα Λαγκάρντ, και ποια θα είναι εντέλει η κατάληξη της Προανακριτικής Επιτροπής. Πιθανόν να εντοπιστούν ποινικές ευθύνες. Πιθανόν επίσης η ποινική ευθύνη να περιγραφεί ως πλημέλημμα με τις ανάλογες ήπιες κυρώσεις. Ολα είναι πιθανά.
Εξίσου πιθανόν: το σκάνδαλο της λίστας θα ξεφουσκώσει και θα τεθεί στο αρχείο, μαζί με τόσα και τόσα σκάνδαλα που πέρασαν από εξεταστικές και προανακριτικές, και θα βυθιστούν όλα στη λήθη, σαν το μικροσκάνδαλο του Βατοπεδίου, σαν το μεγασκάνδαλο της Siemens. Εν προκειμένω, το σκάνδαλο Siemens υπήρξε εξόχως διδακτικό: μάθαμε το ύψος της δωροδοκίας από τα γερμανικά δικαστήρια, αλλά δεν μάθαμε ποτέ τους δωροδότες ούτε βεβαίως τους δωρολήπτες. Κανείς δεν δικάστηκε, κανείς δεν τιμωρήθηκε, η δε κραταιά γερμανική εταιρεία συνεχίζει να προμηθεύει το ελληνικό κράτος.
Βεβαίως η παρούσα ιστορική φάση δεν είναι ίδια με την εποχή των σκανδάλων Βατοπεδίου και Siemens. Η χώρα μαστίζεται από ύφεση και ανεργία ανάλογη της Μεγάλης Υφεσης της δεκαετίας 1930. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι ο δείκτης ανεργίας θα βρεθεί κάτω από 10% μετά από τουλάχιστον είκοσι χρόνια· μια γενιά ολόκληρη θα βρεθεί στις μυλόπετρες της μη απασχόλησης, μια γενιά ολόκληρη θα αναγκαστεί να υποβαθμίσει δραματικά τις προσδοκίες βίου. Ή θα μεταναστεύσει υπό δυσμενείς όρους στις χώρες της Δύσης. Ή θα δοκιμάσει την τύχη της στις αραβικές χώρες, στη Ρωσία, στην Τουρκία, όπου βρεθεί δουλειά.
Οι κατ΄αυτόν τον τρόπο δοκιμαζόμενοι Ελληνες, κουρασμένοι και απογοητευμένοι ήδη, είναι πιθανόν να αποστρέψουν το βλέμμα τους από τη χώρα τους, από τις κολοβωμένες δημοκρατικές διαδικασίες και το καχεκτικό κράτος δικαίου, να εγκαταλείψουν τη δημοκρατία εκτάκτου ανάγκης. Η τιμωρία ενός ολιγωρησάντος, απιστήσαντος ή πλαστογράφου υπουργού, δεν θα τους προσφέρει εργασία και ψωμί για την οικογένειά τους. Δεν είναι κυνισμός ή πώρωση αυτή η αντιμετώπιση· είναι ένστικτο επιβίωσης: ο κατεστραμμένος δεν χορταίνει με ειδικά δικαστήρια.
Ωστε παραίτηση; Ατιμωρησία; Παραγραφή; Οχι. Η επιδιόρθωση του κράτους δικαίου και η αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου δεν είναι μάταιες. Καμία κοινωνία δεν επιζεί λειτουργούσα χωρίς τελετουργίες κάθαρσης και αποκατάστασης. Οθεν, η Βουλή και η Δικαιοσύνη θα πρέπει να ολοκληρώσουν τον έλεγχο της Εκτελεστικής Εξουσίας, μέχρι τέλους. Οσο πάει. Ταυτοχρόνως όμως, δεν πρέπει να χάνουμε από το βλέμμα μας, την υλική συνθήκη βίου για ένα-δύο εκατομμύρια συμπολίτες μας: ζουν στο όριο της φτώχειας ή και κάτω απ’ αυτό, με κλονισμένη αξιοπρέπεια, με κλονισμένους τους δεσμούς με την υπόλοιπη κοινωνία, στη ζώνη του λυκόφωτος. Οποιαδήποτε πολιτική πράξη, λόγος, σύγκρουση, τελείται υπό το λυκόφως αυτής της κοινωνικής καταστροφής, και αυτή την καταστροφή οφείλει πρωτίστως να ανασχέσει.
Η παύση των ακροάσεων για τη λίστα Λαγκάρντ ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, που αποφάσισαν προχθές κατά πλειοψηφία οι βουλευτές μέλη της Επιτροπής, γεννά κάποιες σκέψεις για τη λειτουργία της Βουλής και για την ενε γένει λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Οι καταψηφίσαντες τη συνέχιση της έρευνας, με προσωπικές τοποθετήσεις, υποστήριξαν ότι την έρευνα πρέπει να συνεχίσει είτε η Επιτροπή για το πόθεν έσχες, είτε μια άλλη εξεταστική επιτροπή συγκροτημένη ειδικά για το θέμα. Ο καταψηφίσας βουλευτής της Χρυσής Αυγής υποστήριξε ότι η περαιτέρω έρευνα στερείται νοήματος και εν πάση περιπτώσει ας αφεθεί η υπόθεση στην δικαστική οδό. Ο κ. Απ. Κακλαμάνης υπερθεμάτισε: «Υπάρχουν και άλλα θέματα με τα οποία οφείλουμε να ασχοληθούμε».
Το μήνυμα είναι οδυνηρό. Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας είναι αυτή που αποκάλυψε τις αντιφάσεις, τις ασύγγνωστες παραλείψεις και την αδράνεια δύο υπουργών και δύο επικεφαλής ΣΔΟΕ κατά τον χειρισμό της λίστας Λαγκάρντ, επί δύο περίπου χρόνια. Δια του αποκαλυπτικού έργου της Επιτροπής, η Βουλή διεμήνυσε στον ελληνικό λαό ότι κάνει τη δουλειά της και το καθήκον της, σε μια περίοδο κατά την οποία το κύρος του νομοθετικού σώματος βαίνει μειούμενο και οι βουλευτές λετουργούν υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης.
Πράγματι, η χώρα βρίσκεται σε σφοδρή οικονομική κρίση, η οποία συμπαρασύρει τους πολιτικούς θεσμούς, αλλά το ευρέως συνομολογούμενο υπόβαθρο της κρίσης είναι η αδιαφάνεια, η διαφθορά, η επιλεκτική μεταχείριση, η συγκάλυψη, η ολιγωρία, τα οποία επέδειξαν κατά συρροήν κορυφαίοι της πολιτικής πυραμίδας. Οθεν, η διαλεύκανση της υπόθεσης της Λίστας θα βοηθούσε αποφασιστικά στην ανάκτηση του τρωθέντος κύρους των δημοκρατικών θεσμών και στην αποκατάσταση του αισθήματος δικαιοσύνης μεταξύ των πολιτών.
Ο έλεγχος της λίστας καταθετών πιθανόν να μην οδηγούσε σε μεγάλη φοροδιαφυγή, άρα ούτε σε αξιόλογα έσοδα. Η απόκρυψή της όμως και η απολύτως καμία χρήση της έπληξαν σοβαρά τα ηθικά και πολιτικά θεμέλια του συστήματος, του ήδη εξασθενημένου λόγω της κρίσης και λόγω ανάλογων ανορθόδοξων χειρισμών. Διότι συνιστά ανηθικότητα η απώλεια του πρωτοτύπου και απιστία η απόκρυψη της λίστας, που απέφερε καρπούς στα χέρια κυβερνήσεων άλλων χωρών. Στην ελληνική περίπτωση δε, οι καρποί θα ήταν απείρως πολυτιμότεροι, όχι τόσο κατά το υλικό σκέλος, όσο κατά το ηθικό: θα έδιδε το περιζήτητο μήνυμα της ισονομίας και της ισοπολιτείας, σε έναν λαό που δοκιμάζεται αγρίως από την ύφεση, την ανεργία και την ανισότητα.
Λεφτά δεν υπάρχουν, ούτε για πελατειακή εξαχρείωση ούτε, φευ, για ανακούφιση ― το ξέρουν όλοι. Αξιοπρέπεια όμως; Δικαιοσύνη; Υπάρχουν;
To κύμα συλλήψεων μεγαλοεπιχειρηματιών και διευθυντικών στελεχών για το σκάνδαλο της τράπεζας Proton συμπίπτει χρονικά με την εκταμίευση της δόσης από την Ε.Ε. και υπό όρους θα μπορούσε να συμβάλει συμβολικά στη μεταστροφή της βαριάς, ηττοπαθούς διάθεσης που καταπλακώνει την κοινωνία.
Η εσπευσμένη σύλληψη των κατηγορουμένων για κακουργήματα δικαιολογείται επισήμως ότι έγινε για να προλάβουν τυχόν φυγοδικίες· εντούτοις τουλάχιστον για τον Λ. Λαυρεντιάδη ίσχυε απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Εν πάση περιπτώσει το εκπεμπόμενο σήμα είναι ότι η Δικαιοσύνη, έστω και αργά, λειτουργεί, και δρα προς την κατεύθυνση της κάθαρσης. Αυτό το μήνυμα έχει τη δική του αξία για τον δοκιμαζόμενο πληθυσμό: αποκαθιστά εν μέρει το απωλεσθέν αίσθημα περί δικαίου.
Ο αδύναμος, ο άνεργος, ο νεόπτωχος, αρχίζει να νιώθει ότι μπορεί ακόμη να αποδίδεται δικαιοσύνη· η αίσθηση αυτή δεν αναπληρώνει τις οδυνηρές υλικές απώλειες του νοικοκυριού του, όμως δυνητικά αποκαθιστά την αξιοπρέπειά του και την κλονισμένη πίστη του προς τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ως εκ τούτου, και εφόσον η διαδικασία προχωρήσει μέχρι τέλους, αξίζει να σημειώσουμε το λησμονημένο αυτονόητο: η ενδελεχής λειτουργία των θεσμών ενισχύει το φρόνημα και την κοινωνική συνοχή.
Από την άλλη, αναφύονται εύλογα ερωτήματα: Πώς επί τόσο μακρό διάστημα αυτοί οι βραβευμένοι και επαινεθέντες μεγαλοεπιχειρηματίες, οι προβεβλημένοι μάνατζερ, οι επιφανείς πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, ντάρλινγκ των μήντια και αμφιτρύωνες πολιτικών, εξαπατούσαν πελάτες, καταθέτες, κράτος και κοινωνία, χωρίς να υποπέσουν στην αντίληψη των ελεγκτικών οργάνων της Τράπεζας της Ελλάδος και του υπουργείου Οικονομικών; Επρεπε να έρθει η κρίση, να σαρωθεί η χώρα, για να αποκαλυφθούν (ή να θυσιαστούν) διαφθορείς και χρυσοδάκτυλοι απατεώνες; Κανείς δεν ήξερε τίποτε πριν από το 2008, κανείς δεν διέκρινε την οσμή του βρώμικου χρήματος;
Ωρα να ελεγχθούν και οι πλημμελώς ελέγξαντες, και οι ολιγωρήσαντες ρυθμιστές.
Ακόμη και την υστάτη ώρα ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και οι αρχηγοί των συγκυβερνώντων κομμάτων έχουν την ευκαιρία να στείλουν στον δοκιμαζόμενο και απαισιόδοξο ελληνικό λαό ένα εγκαρδιωτικό και ενωτικό μήνυμα: ένα μήνυμα για αξιοκρατία, για αποκατάσταση της λειτουργικότητας και του αισθήματος δικαίου στο κράτος. Τέτοια ευκαιρία είναι ο διορισμός νέων επικεφαλής στις ΔΕΚΟ και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Mέχρι στιγμής, οι διαρροές από τα κυβερνητικά γραφεία προεικονίζουν την ίδια θλιβερή τακτική διορισμών αποτυχόντων πολιτευτών στις ηγετικές θέσεις των δημόσιων οργανισμών, αυτήν ακριβώς την τακτική που εξαθλίωσε τη διοίκηση και εξαχρείωσε διοικούντες και πολίτες. Μιλάμε βέβαια για την πιο αισχρή μορφή πελατειακής διαχείρισης κρατικών πόρων και εξουσίας, και για τον παρασιτισμό της πολιτικής τάξης επί του κοινωνικού σώματος, ρικνού πλέον, χωρίς σάρκα και χωρίς αίμα.
Ο πρωθυπουργός και οι πολιτικοί αρχηγοί οφείλουν να αναλογιστούν σε ποια οικτρή κατάσταση βρίσκεται το κράτος που διοικούν, την ένδεια στελεχών και την απουσία φρονήματος μεταξύ των εναπομεινάντων, την αδιαφορία ή και την εχθρότητα. Οφείλουν επίσης να αναλογιστούν σε ποια κατάσταση βρίσκεται ο λαός και βάσει ποιων υποσχέσεων τους εξέλεξε: όλοι μιλούσαν για ανασυγκρότηση του κράτους, για αξιοκρατία και διαφάνεια. Οχι για διαμοιρασμό οφικίων στους γνωστούς αποτυχημένους, όχι για πλιάτσικο βάσει ποσοστώσεων, επί ενός κράτους ήδη κατασπαραγμένου από το χρέος.
Ο λαός έχει δείξει αξιοθαύμαστη αντοχή κατά την τριετή ύφεση. Και με ανάλογη προσαρμοστικότητα πασχίζει να σταθεί όρθιος στα νέα δυσμενή δεδομένα, κάθε μέρα, κάθε ώρα. Αυτό που περιμένει από την ηγεσία του, και αυτή του το οφείλει, δεν είναι τα λεφτά που δεν υπάρχουν, είναι τουλάχιστον αξιοπρέπεια. Δηλαδή, αξιοκρατία, δικαιοσύνη, αποτελεσματικότητα, αυτοσεβασμός εντέλει. Ας τα σκεφτούν αυτά οι κ. Σαμαράς, Βενιζέλος, Κουβέλης· ενώπιον της ιστορίας και όχι ενώπιον των αέργων ακολούθων τους.
Αυτή την κρίσιμη ώρα, ώρα θλίψης και ηττοπάθειας, η κυβέρνηση είχε μια ευκαιρία να τονώσει αδαπάνως το φρόνημα των πολιτών: να νομοθετήσει ένα φορολογικό σύστημα δίκαιο, αποτελεσματικό και ευεφάρμοστο. Δεν το έκανε. Μέχρι στιγμής, ό,τι διαρρέει ως νέα φορολογική νομοθεσία δεν φαίνεται να είναι ούτε απλούστερη ούτε δικαιότερη· αντιθέτως, τιμωρεί φορολογικά τις οικογένειες με παιδιά, σε ένα πληθυσμό υπό δημογραφικό μαρασμό, ενώ ταυτοχρόνως δεν μαθαίνουμε για κάποιο νέο δραστικό μηχανισμό προς ανάσχεσιν της φοροδιαφυγής.
Εξ όνυχος τον λέοντα. Η φορολόγηση είναι πεδίο όπου κατεξοχήν δοκιμάζεται το δημοκρατικό κράτος: αν μπορεί να υποστηρίξει την ισοπολιτεία και την ισονομία, αν θέλει να είναι κράτος δικαίου και κράτος λειτουργικό. Ομως τέτοιες πράξεις προϋποθέτουν επίγνωση της πραγματικότητας, ότι η κυβέρνηση εισακούει τις βαθύτερες ανάγκες της κοινωνίας, τις μεταβαλλόμενες προσδοκίες της. Αυτό δεν συμβαίνει. Υπάρχει μια χρονική διαφορά μεταξύ πολιτικού συστήματος και κοινωνίας. Το πολιτικό σύστημα, χαμηλών ικανοτήτων ούτως ή άλλως, δαπανά ενέργεια και πολύτιμο χρόνο για την αυτοσυντήρηση του και την αναπαραγωγή του την παρασιτική.
Η κοινωνία, μετά τρία χρόνια απωλειών και κλιμακούμενης οδύνης, έχει μεταβάλει στάση και συμπεριφορά σε πολλούς τομείς του βίου· έχει χαμηλώσει τον ορίζοντα προσδοκιών, έχει προσαρμοστεί εξ ανάγκης σε χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης, σε άλλους όρους εργασίας· για μέγα μέρος του πληθυσμού μόνη ωστική δύναμη είναι το ένστικτο επιβίωσης. Ως εκ τούτου πολλοί Ελληνες είναι ήδη έτοιμοι για αλλαγές, είναι ήδη μετασχηματισμένοι ψυχικά, και αναμένουν ένα σχέδιο, στόχους, μια ανανεωμένη αίσθηση συνανήκειν. Εν τω μεταξύ, εν απουσία σχεδίου και στόχων, μεταναστεύουν, υποβαθμίζουν τις ανάγκες τους, ζαρώνουν, δραπετεύουν από τη συλλογικότητα.
Το πολιτικό σύστημα αδυνατεί όχι μόνο να συγχρονιστεί με την κοινωνία που του αντιστοιχεί, με τον κυρίαρχο και νομιμοποιό λαό, αλλά αδυνατεί ακόμη και να αντιληφθεί τους μείζονες μετασχηματισμούς που συντελούνται.
H απόγνωση, και οι αυτοκτονίες απεγνωσμένων ανθρώπων λόγω κρίσης, δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα. Ούτε η κρίση είναι αποκλειστικά ελληνική, οφειλόμενη σε γονίδια οκνηρών και διεφθαρμένων ιθαγενών. Η κρίση, και η απόγνωση που γεννά, πλήττει τον ευρωπαϊκό Νότο, την περιφέρεια της Ε.Ε. και πλησιάζει απειλητική και προς τις κραταιές χώρες του Βορρά και του πυρήνα. Η κρίση που άρχισε το 2008 είναι πλανητικής κλίμακας, πλήττει μικρές χώρες και χώρες μέλη του G7, κλονίζει την συνοχή των κοινωνιών, δοκιμάζει τους δημοκρατικούς θεσμούς, σαρώνει τα στερεότυπα πολιτικής διαχείρισης και τις εύκολες οικονομικές συνταγές.
Ο αναμφίβολα διεθνής χαρακτήρας της κρίσης εντούτοις δεν απαλύνει τον πόνο, παρότι καταρρίπτει την καθολική ενοχοποίηση των Ελλήνων, που προπαγανδίζουν κακόβουλα οι βασικοί ένοχοι. Διότι ο πόνος των πληττόμενων μικρομεσαίων Ευρωπαίων δεν προέρχεται μόνο από την απομείωση των εισοδημάτων και των υλικών απολαυών, αλλά και από τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την περιστολή του δημόσιου χώρου, και κυρίως διότι οι άνθρωποι φοβούνται πλέον το μέλλον. Οχι μόνο αδυνατούν να ζήσουν αξιοπρεπώς στο παρόν, αλλά πολύ χειρότερα, δεν μπορούν πια να φανταστούν τη ζωή τους στο ορατό μέλλον. Η κρίση υπονομεύει ή και κονιορτοποιεί όλα όσα ήξεραν και όλα όσα σχεδίαζαν. Οι άνθρωποι αδυνατούν να σχεδιάσουν και αδυνατούν να νοηματοδοτήσουν τις ζωές τους, διότι πολλές από τις έννοιες και τα αυτονόητα του «ομαλού» παρελθόντος σωριάζονται τώρα σε ερείπια.
Ενα από τα ακλόνητα αυτονόητα που τροφοδότησε τη μακρά μεταπολεμική περίοδο ειρήνης και ευημερίας στον δυτικό κόσμο ήταν η πίστη στην αιωνία πρόοδο. Βοηθούμενη από μηχανισμούς κατανομής πλούτου και ανοικοδόμησης, όπως η Συμφωνία του Μπρέτον Γουντς και το σχέδιο Μάρσαλ, από την αποφυγή των σφαλμάτων του Μεσοπολέμου, από την συνεχιζόμενη μεταφορά πόρων από τον Τρίτο Κόσμο ακόμη και μετά την πτώση της αποικιοκρατίας, αλλά και από την ιδιόμορφή γεωπολιτική ισορροπία που πρόσφερε το ψυχροπολεμικό δίπολο, η παλαιά δοξασία του Διαφωτισμού, η αωνία ειρήνη και η διαρκής πρόοδος, έγινε κυρίαρχο δόγμα. Δικαιολογημένα. Οι Ευρωπαίοι προ πάντων δεν ήθελαν καν να σκέφτονται ότι θα ξαναζούσαν τη φρίκη δύο γενικευμένων πολέμων και ενός διεθνούς Κραχ μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες. Οι πολιτικοί ηγέτες υποσχέθηκαν τη Μεγάλη Κοινωνία και τη Διαρκή Ευημερία, τη σχεδίασαν, την εφάρμοσαν, και οι λαοί άνθησαν μέσα σε αυτό τον ορίζοντα προσδοκιών της Χρυσής Τριακονταετίας 1945-75 των baby boomers, που ήταν τόσο λαμπερή ώστε δια της αδρανείας κατρακύλησε μια-δυο δεκαετίες ακόμη.
Αυτός ο χρυσός ορίζοντας θάμπωσε προς το τέλος του 20ού αιώνα, με τη λήξη του διπολικού κόσμου και τον βαθύ καίτοι δυσδιάκριτο μετασχηματισμό της οικονομικής δραστηριότητας στις δυτικές χώρες: η Δύση σταδιακά εγκατέλειπε την παραγωγή και παραλλήλως τα δημοκρατικά κράτη εκχωρούσαν μεγάλα μέρη της εξουσίας τους στις λεγόμενες αγορές, στη γιγαντωμένη χρηματοπιστωτική βιομηχανία. Η ευημερία ήταν η πρώτη που επλήγη, ως καθολικό και αναφαίρετο δικαίωμα των υπερδιογκωμένων μεσοστρωμάτων. Μαζί της επλήγη η έννοια της αδιατάρακτης ασφάλειας και, βαθύτερα παρότι λιγότερο εμφανώς, η έννοια της προόδου.
Η κρίση του 2008 πυροδοτήθηκε από το τοξικό χρήμα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, αλλά τις φούσκες τροφοδοτούσε εκτός από την απληστία και η αφροσύνη, η τυφλή πίστη, ο φενακισμός: ότι η οικονομική σφαίρα μπορεί να διαστέλλεται αενάως, ότι οι φυσικοί πόροι είναι πρακτικά ανεξάντλητοι, και πάντως απολύτως εμπορεύσιμοι, ότι η τεχνολογία μπορεί να θεραπεύσει μη αναστρέψιμες βλάβες στα οικοσυστήματα, ότι ο πλανήτης αντέχει τη δημογραφική έκρηξη και ότι οι χώρες BRICS δεν θα γεννήσουν δισεκατομμύρια καταναλωτών.
Η οδυνηρή πτώση αυτό πρέπει να διδάξει τώρα εμάς τους Ελληνες του μεταπολεμικού θαύματος: ότι η πρόοδος δεν είναι αδιάκοπη και γραμμική, ες αεί και επ’ άπειρον, πρώτον. Και δεύτερον, ότι η ευημερία δεν μπορεί να ταυτίζεται με αυτή την τυφλή πρόοδο έναντι παντός τιμήματος, δεν μπορεί να ταυτίζεται με την τυφλή κατανάλωση, τη συσσώρευση, την υποδούλωση σε έξυπνα γκάτζετ, την κατασπατάληση φυσικών πόρων. Η δημοκρατία δεν μπορεί να ταυτίζεται με την ιδιωτική χλιδή και τη δημόσια πενία, με τις πολυτελείς μεζονέτες και τα εξαθλιωμένα δημόσια νοσοκοκομεία και σχολεία.
Ο φόβος ενώπιον του μέλλοντος νικιέται με ανανοηματοδότησή του. Και με άλλη προσέγγιση του βίου. Πραγματική φτώχεια είναι η ετερονομία, η αναξιοπρέπεια και η ανελευθερία, όχι η ολιγαρκής οικονόμηση του βίου εν ελευθερία και δικαιοσύνη.
Ισως μας έχει γίνει εμμονή ο κ. Μάκης Ψωμιάδης, αλλά θα επανέλθουμε, εφόσον εν τω μεταξύ συνέβη αυτό το οποίο όλοι περίμεναν: ο φυγόποινος και φυγόδικος, ο καταζητούμενος με διεθνές ένταλμα, ο συλληφθείς μετά 80 ημέρες ερευνών, εκρίθη μη ύποπτος φυγής από τον ανακριτή κ. Γ. Κασσίμη, παρά τη διαφωνία της εισαγγελέως κ. Αθηνάς Θεοδωροπούλου, και φυσικά, όπως σύσσωμο το πανελλήνιο πίστευε, ο Μπιγκ Μακ εξαφανίστηκε. Ματαίως το δικαστικό συμβούλιο, μετά τη διαφωνία ανακριτού και εισαγγελέως, ανέλυσε τη δράση και το ήθος του ανδρός και τον έκρινε προφυλακιστέο. Ο κ. ανακριτής είχε αφήσει ορθάνοιχτη την πόρτα για τον πολιτικό κρατούμενο Μάκη, συμφωνώντας προφανώς με τον αυτοχαρακτηρισμό του ανδρός και κρίνοντας ότι ένας τέτοιος πολιτικός ιδεολόγος έχει μπέσα.
Ας το πούμε απερίφραστα, εν γνώσει των συνεπειών: Η απελευθέρωση του Μάκη Ψωμιάδη υπερβαίνει τα όρια του σκανδάλου· πλήττει σφοδρά το κύρος της Δικαιοσύνης, πλήττει τη Δημοκρατία και την έννομο τάξη. Η προσαγωγή του κ. Ψωμιάδη σε μια τίμια δίκη, για τις κατηγορίες που του προσάπτονται, ήταν και είναι υπόθεση τιμής για το δικαστικό σώμα και τις διωκτικές αρχές. Κάθε οπισθοχώρηση και καθυστέρηση, κάθε ηθική ήττα, τροφοδοτεί την καχυποψία της πολιτικής κοινωνίας έναντι της δικαστικής εξουσίας, πυλώνα του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Σε ποιους θεσμούς μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σήμερα ο δοκιμαζόμενος ελληνικός λαός; Η εκτελεστική εξουσία τον ποτίζει απογοητεύσεις, πίκρες, ψεύδη και αιφνιδιασμούς. Η νομοθετική εξουσία έχει μετατραπεί σε άβουλη, εκβιαζόμενη θεραπαινίδα της κυβέρνησης. Αμφότεροι τρέμουν το προσωπικό κόστος, το κατ΄ευφημισμόν πολιτικό. Η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, που δεν συναρτά τις πράξεις της με το πολιτικό κόστος και δεν συντηρεί πελατειακές σχέσεις, θα ήταν το τελευταίο αποκούμπι του απογοητευμένου πολίτη.
Είναι; Δυστυχώς, κάποιοι δικαστές αδυνατούν να αντιληφθούν το μέγεθος της ιστορικής τους ευθύνης, φέρονται σαν έμφοβοι υπάλληλοι και όχι σαν υπεύθυνοι δημόσιοι λειτουργοί, σαν ιστορικά πρόσωπα, σαν απόγονοι του Τερτσέτη και του Πολυζωϊδη. Δυστυχώς για την Ελληνική Δημοκρατία, ένας τυχάρπαστος νονός μπορεί να ευτελίζει τους θεσμούς και να γκρεμίζει το αίσθημα δικαίου σε έναν ολόκληρο λαό ― σε αυτή την ιστορική στιγμή, της κρίσης, του κλονισμού, της αναταραχής, της ρευστοποίησης, σε αυτή τη στιγμή όταν όλοι έχουν ανάγκη να κρατηθούν από κάπου, να διατηρήσουν σώα τη σπονδυλική στήλη του κράτους δικαίου. Σε αυτή την ιστορική στιγμή, κάποιοι δημόσιοι λειτουργοί ολιγωρούν, αστοχούν, αδιαφορούν, δειλιάζουν. Είναι σαν να ασελγούν πάνω στο σώμα της λιπόθυμης κοινωνίας, να τσακίζουν τον ηθικό πυρήνα, την τελευταία ελπίδα.
Με την ύφεση να εκτοξεύει το έλλειμμα και τις αγορές να γκρεμίζουν τα ομόλογα και το Χρηματιστήριο, με τον υπουργό Οικονομικών να αναζητεί απεγνωσμένα πρόσθετους πόρους από τη φορολόγηση των αναψυκτικών, με την κοινωνία και την εγχώρια αγορά παγωμένες, δεν μένει πια καμιά αμφιβολία ότι η πολιτική του Μνημονίου, όπως την εφάρμοσε η κυβέρνηση όλο τον τελευταίο χρόνο, δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο. Μάλλον τη βυθίζει πιο βαθιά στην ύφεση και στην απόγνωση. Πολύ περισσότερο, η αποτυχία στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης συνοδεύεται από καταφανή πλέον δυσχέρεια της κυβέρνησης να παράγει έργο, να παράγει δηλαδή πολιτικά γεγονότα. Η κυβέρνηση Παπανδρέου φαίνεται όχι μόνο κατάκοπη, αλλά κυρίως σαστισμένη, άγονη, διασπασμένη, και χωρίς κανένα στρατηγικό εθνικό σχεδιασμό, όχι για μετά το 2012, αλλά ούτε καν για το υπόλοιπο του 2011.
Αυτή η πασίδηλη δυστοκία, που διατρέχει εγκάρσια το πολιτικό σύστημα, είναι το πιο ανησυχητικό σύμπτωμα. Διότι δείχνει, πρώτα απ’ όλα, ότι από το παρόν πολιτικό προσωπικό και υπό τους παρόντες συσχετισμούς και διατάξεις, δεν μπορεί να προκύψει η προωθητική ενέργεια που απαιτείται επειγόντως για να ανακοπεί η ελεύθερη πτώση. Το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να διαπραγματευτεί τους όρους επιβίωσης της χώρας, αδυνατεί να εισπράξει έσοδα, αδυνατεί να επιβάλει δίκαιη και αποτελεσματική φορολόγηση, αδυνατεί να εμφυσήσει μια αίσθηση δικαιοσύνης στους πολίτες, και φυσικά αδυνατεί να γεννήσει ιδέες και να απελευθερώσει υπνώττουσες ή φυλακισμένες δημιουργικές δυνάμεις.
Ποτέ άλλοτε στα χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας δεν ήταν τόσο έντονη η αίσθηση της ανημπόριας και της χρεοκοπίας, αλλά και η αίσθηση ότι σαν έθνος ζούμε μια ιστορική καμπή, συγχρονισμένη με μείζονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Ο βίαιος μετασχηματισμός του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας με την είσοδο των ασιατικών γιγάντων, τα πλανητικά μεταναστευτικά ρεύματα, η παγκόσμια οικονομική κρίση, ο οικονομικός και πολιτικός κλονισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, όλα τούτα δρουν ενισχυτικά πάνω στη γηγενή δομική κρίση. Η Ελλάδα κλυδωνίζεται επώδυνα, σ’ έναν κόσμο που αλλάζει.
Και οι Ελληνες είναι αναγκασμένοι να ξαναδούν τους εαυτούς τους. Να τοποθετηθούν διαφορετικά στο διεθνές περιβάλλον. Αλλά πρώτα απ’ όλα, να ξαναδούν διαφορετικά τους εαυτούς τους μέσα στην ίδια τους τη χώρα: να μας φανταστούμε διαφορετικούς σαν πολίτες μιας διαφορετικής χώρας. Στον βίαιο 20ό αιώνα οι Ελληνες επινόησαν εκ νέου τους εαυτούς τους και τη χώρα, τρεις-τέσσερις φορές τουλάχιστον: όταν ξεκίνησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, μετά την Καταστροφή του ‘22, στον πόλεμο του ‘40-’41, μετά τον Εμφύλιο, μετά την πτώση της δικτατορίας και την τραγωδία της Κύπρου. Κάθε φορά κατασκεύαζαν μια ιδέα για το μέλλον, λιγότερο ή περισσότερο συνεκτική, κάθε φορά η ιδέα προσγειωνόταν στην πραγματικότητα, μετά από μία ήττα ή μια ιστορική ανακατάταξη, κάθε φορά είχαν να αντιμετωπίσουν την αλλαγή στάσης του ξένου παράγοντα και τον εσωτερικό διχασμό.
Δυστυχώς, αυτή η τόσο πλούσια ιστορική πείρα δεν εγγυάται την αποφυγή των ίδιων ή άλλων λαθών, κάθε άλλο. Η ιστορία διδάσκει αλλά δεν φρονηματίζει. Ωστόσο, η μακροσκοπική όραση, που αναπόφευκτα φέρει ένας ιστορικός λαός με παράδοση αγώνων και καταστροφών, μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε την παρούσα δυσχέρεια σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, να βγούμε προσώρας από τη δίνη του προβλήματος, ώστε να μπορέσουμε να επινοήσουμε βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες λύσεις.
Η αναδιάρθρωση του χρέους είναι η πρώτη κίνηση. Η πρόσφατη πικρή πείρα του Μνημονίου διδάσκει, πρώτον, ότι πρέπει να κινηθούμε ταχύτατα για να αντλήσουμε τα όποια οφέλη της αναδιάρθρωσης και, δεύτερον, πρέπει να διαπραγματευτούμε σκληρά, όσο μπορούμε. Η δικαιοσύνη και η ισονομία είναι οι αμέσως επόμενες προτεραιότητες: για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φυγάδευσης κεφαλαίων, για την προστασία των εξουθενωμένων, κυρίως για την εμπέδωση αισθήματος δικαίου και ελπίδας στους καχύποπτους και αποκαρδιωμένους πολίτες. Ο ελληνικός λαός, των μικρομεσαίων επιβιωτών και της μαύρης οικονομίας, δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά ένα κράτος που ανακοινώνει 75 πολίτες με εισόδημα άνω του ενός εκατομμυρίου και 35 χιλιάδες με εισόδημα άνω των 80.000. Μόνο με αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου θα επανακάμψει το τρωθέν κύρος της δημοκρατίας και θα επισκευαστεί το διάτρητο σήμερα δημόσιο ήθος, θα αναστραφεί η τυφλή ανταρσία κατά του αναξιόπιστου και αλλοπρόσαλλου κράτους. Και μόνο έτσι θα καταστεί δυνατή η ελάχιστη αναγκαία συναίνεση για αναθεμελίωση της παιδείας και της παραγωγής, δηλαδή για την μεσοπρόθεσμη αναθεμελίωση της κοινωνίας.
Ποια κυβέρνηση, ποια ηγεσία, είναι σε θέση να πείσει τον κερματισμένο, φοβισμένο και εξοργισμένο λαό, ώστε να πειθαρχήσει και να εργαστεί προς ένα στόχο; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα. Ποια ηγεσία μπορεί να πείσει καταρχάς για το δικό της ήθος, τις αγωνιστικές της προθέσεις, την ανεξαρτησία της; Κυρίως για την πρόθεσή της να δώσει το παράδειγμα αναγέννησης ή να πέσει επί των επάλξεων; Ελάχιστα πρόσωπα από τους υπάρχοντες σχηματισμούς είναι σε θέση να πείσουν και ελάχιστοι θα επιπλεύσουν στο επόμενο διάστημα των αλλεπάλληλων αλλαγών. Νέα πρόσωπα, σε νέους σχηματισμούς, με άλλα πρόσημα και σε άλλες συμμαχίες, θα αναδυθούν, σε μία και δύο και τρεις και πολλές φάσεις. Πιθανόν δεν θα είναι όλοι καλοί ή καλύτεροι, πθανόν και η ίδια η μορφή διακυβέρνησης να αλλάξει, σε σχέση πάντα και με το ρευστό διεθνές περιβάλλον και τους απρόβλεπτους τελεστές. Ωστόσο ο πολιτικός χρόνος έχει πυκνώσει, τόσο πολύ που έχει γίνει αφόρητος: η χώρα χρειάζεται επειγόντως αλλαγή, επανεκκκίνηση. Τώρα.
εικόνα: Λουκία Richards
Με τεντωμένα νεύρα, ακροποδητί, φτάσαμε στο Πάσχα, με άνοιξη που διστάζει να ξεμυτίσει, με κλίμα που περιγράφει τον μέσα καιρό, καιρό κρύο και θαμπό. Θα το θυμόμαστε κι αυτό το Πάσχα, αχνό, όπως αχνό θυμόμαστε το περασμένο, παραμονές του Μνημονίου, θα το θυμόμαστε μες στις προφητείες για τη χρονιά του ’11, σκληρή χρονιά, για όσους ξεπέφτουν και δυστυχούν, για όλους όσοι αγωνιούν, για όλους όσοι μαζεύονται να πιουν ένα ούζο με νηστίσιμα και γυρνάνε την κουβέντα στον παρόντα ζόφο και μαυρίζουν.
Αλλά έχουν και οι προφητείες τις διαψεύσεις τους, έχουν και οι ζόφοι τα φώτα που τους διαλύουν. Αίφνης, παρά τη σύγχυση και την απαισιοδοξία, όλο και περισσότεροι Ελληνες κατανοούν ότι από τη συμφορά δεν μπορείς να κρυφτείς ατομικά. Ακόμη κι αν γλιτώσεις μια περιουσία κι ένα εισόδημα, μια δουλειά, είναι δύσκολο να ζήσεις σε μια χώρα όπου οι περισσότεροι θα δυστυχούν, όπου οι κάδοι απορριμμάτων στις αστικές συνοικίες θα ‘ναι καβατζωμένοι από πρωινούς κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, όπου οι ζητιάνοι θα περνούν ανά τρίλεπτο στο καφενείο, και στις χωματερές θα αλληλοεξοντώνονται συμμορίες ρακομεταλλοσυλλεκτών, ένυλα slum που διαχέονται στο ιστορικό κέντρο και στις παρυφές, άυλα slum, ψυχικά, που διαχέονται σε όλη τη δημόσια σφαίρα: Πώς γλιτώνεις από αυτά;
Δεν γλιτώνεις. Ακόμη κι αν υψώσεις τοίχους με ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα στην παρ’ ημίν suburbiana, ακόμη κι αν το χρήμα έχει παρκάρει από καιρό στα νησιά Cayman, αφορολόγητο και θρασύ, ακόμη κι αν οι μετακινήσεις γίνονται πίσω από φυμέ τζάμια, ακόμη κι έτσι, ο ζόφος και ο κοχλασμός θα εισβάλλει από διάπλατες πόρτες μηντιακές: δεν κρύβεται, δεν θάβεται, δεν αποσιωπάται.
Δεν γλιτώνει λοιπόν κανείς. Ούτε ο πλούσιος ούτε ο μεσαίος. Ολοι θα ζουμε, ζούμε ήδη, σε μια υπόκωφη δυστοπία, με σιωπηρές πτωχεύσεις και αποδράσεις, με αιτήσεις μετανάστευσης, με απεγνωσμένες φυγαδεύσεις μικροαποταμιεύσεων, ανάμεσα σε σκονισμένα ενοικιαστήρια και οργισμένες αφίσες, σε έναν ακήρυκτο εμφύλιο, όπου συμφύρονται θύματα και θύτες αδιακρίτως, ενοχοποιημένοι και έξαλλοι εν ταυτώ. Ομως βλέπεις, ακούς, αφουγκράζεσαι, νιώθεις, ότι δεν πάει άλλο έτσι, όλοι να αλληλοϋποβλέπονται, όλοι να ενοχοποιούνται, όλοι να αδρανούν, όλοι να αναζητούν δοχείο για τη χολή που τους ανεβαίνει στο στόμα.
Κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει μόνος του. Αλλά πώς θα αναγνωριστούν αυτοί οι πολλοί μόνοι σε ένα ενοποιημένο σύνολο, προσωρινό έστω, σε ένα όλον που θα ενώνει πολλαπλασιαστικά τις δυνάμεις, ώστε να αντέξουν το βάρος της συγκυρίας και να διαπλεύσουν τον μακρύ καιρό της κρίσης; Αυτός ο κοινός παρονομαστής αναζητείται τώρα, που θα συνενώσει σκόρπιες και ανοιμοιογενείς δυνάμεις προς κάποιο μίνιμουμ στόχο. Καλύτερα: ένας τελεστής, με τη μαθηματική έννοια· μια σχέση που θα μπορεί να δράσει πάνω σε όλη την υπάρχουσα ζοφερή σχέση και να τη μετασχηματίσει, να οδηγήσει σε μια ριζικά άλλη κατάσταση συνολικά.
Η κρίση οδηγεί σε υπερβάσεις και επανευρέσεις. Υπέρβαση των γνωστών εργαλείων, εννοιολογήσεων, συνηθειών· επανεύρεση μέσων, εργαλείων, εννοιών, στόχων. Υπερβαση των γνωστών ομαδώσεων ανά επάγγελμα, συντεχνία, κλάδο, συμφέρον, λόμπι, κλαν, συνλαμογικό γκρουπ· επανεύρεση άλλων πυρήνων για συσπείρωση: από το συγκεκριμένο ένυλο μικροπεδίο της κοινότητας έως το αφηρημένο, υπερβατικό μακροπεδίο της πατρίδας. Νέοι στόχοι: σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, επείγει η υπεράσπιση της δημοκρατικής τάξης, της ουσίας της, και όχι η περιστολή και η συρρίκνωσή της για δήθεν πρακτικούς λόγους.
Επείγει η ριζική αναθεώρηση του κυρίαρχου οικονομισμού υπέρ των λατρευομένων αγορών, αυτού που μάς οδήγησε εν πολλοίς στον παρόντα ζόφο. Επείγει η επανεπινόηση του πολιτικού. Η πολιτική κοινωνία οφείλει τώρα, περισσότερο από ποτέ πριν, να ανασυνταχθεί και να απαιτήσει δικαιοσύνη: δίκαιη φορολογία, δίκαιη κατανομή βαρών, τιμωρία κλεφτών, επίορκων και φοροφυγάδων. Δικαιοσύνη στο υλικό και στο ηθικό πεδίο, αλληλένδετα. Πώς καλούνται να θυσιαστούν μαζικά οι αδύναμοι, όταν κανείς επιφανής της κλεπτοκρατίας δεν έχει πληρώσει, δεν έχει τιμωρηθεί; Η επανεπινόηση του πολιτικού άρα περνάει, πρώτα απ’ όλα, από την απονομή δικαιοσύνης. Χωρίς υστερία, χωρίς δημαγωγία· ψυχρά, με ιστορική ευθύνη. Τότε, μπορούμε να δούμε και τους άλλους όρους του συνανήκειν, τους υπερβατικούς και προωθητικούς ― ώστε να δράσει ολοκληρωμένα ο τελεστής.
Ο υπόκωφος εμφύλιος που ζούμε τροφοδοτείται από οργή, από φόβο και σύγχυση. Τροφοδοτείται όμως και από δόλια φερέφωνα, όρνια αγορών, νεοδοσίλογους αριβίστες που πλασάρονται σε θέσεις κυριαρχίας πατώντας σε κοινωνικά ερείπια. Αλλά ο εμφύλιος, έτσι όπως διεξάγεται τώρα, τυφλός και πανδαμάτωρ, συδαυλισμένος κιόλας από τους αριβίστες, θα αφανίσει τους αδύναμους, θα πλήξει σφοδρά τους μεσαίους, θα ψαλιδίσει ακόμη και τους αστούς. Αυτό τον σωρό ερειπίων, το σωρό της αδικίας, ας δούμε πρώτα απ’ όλα: ορθώνεται και φράζει το μέλλον.