You are currently browsing the tag archive for the ‘δημόσιος χώρος’ tag.
Το καλοκαίρι προεκτείνεται αλλόκοτα μες στον Νοέμβριο. Στους δρόμους της πόλης άλλοι κυκλοφορούν με κοντομάνικα και μαύρα γυαλιά κι άλλοι με καμπαρντινάκια και μπότες. Η διχοστασία δείχνει τους ποικίλους δισταγμούς, μια ψευδαίσθηση πολλών επιλογών, τις πολλές παράλληλες στρατηγικές επιβίωσης· ο καθείς κοιτάει πώς να βολευτεί, πώς να διαπλεύσει τον πολλαπλώς ανησυχητικό χειμώνα του 2014 χωρίς καίριες απώλειες.
Η πολύμορφη, πλην καχεκτική, ατομικότητα εκδηλώνεται στους δρόμους. Ο φθινοπωρινός ήλιος φωτίζει από χαμηλά τα πρόσωπα και τα δείχνει σχεδόν πέτρινα, σμιλεμένα σε πάγο. Η αιθρία μαλακώνει τη δυσθυμία, αλλά μέχρι εκεί· δεν κατορθώνει να απογειώσει τα αισθήματα, τη λαχτάρα για ζωή. Υπό άλλες συνθήκες… Υπό άλλες συνθήκες, τα ραδιόφωνα θα παπαγάλιζαν από όρθρου βαθέος “καλά να περνάτε”. Υπό τις παρούσες συνθήκες, τα ράδια αναλύουν τους φόρους ακινήτων, κι όσοι έχουν ακόμη δουλειά και εισόδημα λογαριάζουν τους φόρους· οι άλλοι δεν νοιάζονται για φόρους, λογαριάζουν μόνο πόσο κοστίζουν δυο τσάντες στο σούπερ μάρκετ.
[Τα παιδιά του γυμνασίου φέρονται πιο ώριμα, σε κοιτάνε στα μάτια, είναι πιο μελαγχολικά, άλλαξαν τα τελευταία χρόνια, μου έλεγε φίλη καθηγήτρια στο Θησείο, έμπειρη και ευαίσθητη λειτουργός. Πιο ώριμα στα δεκατρία, δεκατέσσερα, τα υπερχαϊδεμένα και κακομαθημένα παιδιά της υπογεννητικής υπερχρεωμένης Ελλάδας. Ξεδιάλεγα αντιβιοτικά στο τραπέζι της κουζίνας και στ’ αυτιά μου αντηχούσε η λιτή περιγραφή της ωρίμανσης στα δεκατρία-δεκατέσσερα.]
Τα τραπεζάκια καταλαμβάνουν άπληστα τους πεζόδρομους, αλλά είναι τόσο πολλά τα καφενεία που δεν γεμίζουν ποτέ. Παρ’ όλ’ αυτά, διεκδικούν με πείσμα τον δημόσιο χώρο και τον κερδίζουν, τον καταπατούν. Οι διαβάτες ελίσσονται αυτοματικά σε στενούς διαδρόμους, πάνω από ποτήρια φρέντο. Περπατούν ξεκούρδιστα, μηχανικά.
Στα φτηνομάγαζα Tiger οι κυρίες της Ερμού βομβούν συγκρατημένα. Δανέζικο ντιζάιν και κόνσεπτ, ένα Ικέα τσέπης, όλα σελφ σέρβις, κανένας πωλητής, οι αγοραστές τριγυρνάνε σαν θηρευτές ευκαιριών, όλα ημιχρήσιμα, όλα ημικαλαίσθητα ημιορεκτικά, ορισμένως όλα να φαίνονται φτηνά, να γεμίζεις μια τσάντα με δέκα-είκοσι ευρώ για μια shopping therapy καθολικά made in China, υπόκωφα απεγνωσμένη. Στις ουρές η ευρωστωικότητα ραγίζει, τα ψώνια των ολίγων ευρώ έχουν εξαντλήσει ήδη το θεραπευτικό τους αποτέλεσμα. [Η Γερμανοαθηναία Σουζάνε μου είχε περιγράψει προ ετών την έκπληξή της όταν είδε ότι οι συμπατριώτες της μικρομεσαίοι Γερμανοί, μετά την Ατζέντα 2000 του Σρέντερ, μπορούν πια να ψωνίζουν μόνο από τα κινέζικα.]
Σε τέτοια μαγαζιά με περιττά φτηνά κινέζικα θα πάνε να ψωνίσουν κυριακάτικα οι νεόπτωχοι. Αντί για τη Θεία Λειτουργία ή τον καφέ με εφημερίδες, αντί της εκδρομούλας με ταβέρνα, αντί του οικογενειακού γεύματος, θα σπεύσουν να διασκεδάσουν τη φτώχειά τους με ψώνια, να βουτηχτούν στην ειρωνεία: να αγοράσουν ό,τι δεν πρόλαβαν όλη την εργάσιμη εβδομάδα ― όσοι έχουν ακόμη εργασία.
Το πάρτυ της αφθονίας είναι ανάμνηση θαμπή, ματαιωμένη βουλιμία. Στο τεράστιο σούπερ μάρκετ, ζητάνε φρέσκια ρικότα, η υπάλληλος χαμογελά με συγκατάβαση “πάνε αυτές οι εποχές, τώρα φέτα…” Σ’ έναν όροφο πολυκαταστήματος της Ιπποκράτους, εκεί που πρόπερσι συνωστίζονταν οι πελάτισσες ανάμεσα σε κατάμεστα ράφια, τώρα ερημιά. Όλα τα ράφια άδεια· τα λιγοστά προϊόντα, τα ίδια και τα ίδια, είναι απλωμένα στους πάγκους, αραιά, στολισμένα για να δείχνουν πολλά. Σε τέτοια άδεια μαγαζιά θα πάνε, λέει, οι νεόπτωχοι να σουλατσάρουν τις Κυριακές της Ύφεσης. Θα βγουν από τα δανεικά επισφαλή σπίτια και θα μπαινοβγαίνουν σε φούρνους που ξεφυτρώνουν σε κάθε γωνιακό με πρώην υψηλό ενοίκιο, θα προσπερνούν μισοάδεια καφενεία και βιτρίνες, σαν τα ζόμπι του Ρομέρο στο ανωφελές mall.
Εικόνες από το παρελθόν των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, εικόνες από το χρεοκαπιταλιστικό παρόν. Η ενδόρρηξη μάς συνδέει υποδόρια με τη Ρωσία του Γέλτσιν. Ένας κόσμος ραγισμένος βυθίζεται εντός του, χωρίς φωνή, χωρίς λυγμό. Υπόκωφα, σχεδόν βουβά, η ενδόρρηξη έρπει στους ηλιόλουστους δρόμους, γεμίζει τα αστικά διάκενα, ορίζει τις συμπεριφορές. Στα μουδιασμένα χείλη διαβάζεις ίδια μουρμουρητά “δεν πάει άλλο έτσι”, “να βρω τη δόση”, “ευτυχώς είμαι κοντά στο μετρό”, “ήρθε η ΔΕΗ”, “καλά που δεν πιάσανε τα κρύα” “έχει υπόλοιπο ο λογαριασμός μισθοδοσίας;” “γιατί μου το ‘πε αυτό;” “θα προλάβω το εφάπαξ;” “τις Κυριακές τα μαγαζιά θα μένουν ανοιχτά”.
Την Τετάρτη η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση, ηλικίας 75 ετών, ήταν τρεις μαύρες οθόνες στην τηλεόραση και βουβές συχνότητες στο ραδιόφωνο. Ενα θρυμματισμένο απεργιακό πρόγραμμα έβγαινε ψηφιακά. Η βροχή εμπόδιζε συναυλίες και άλλα υπαίθρια. Οι φίλαθλοι συνωστίζονταν στις οδογέφυρες του Φαλήρου για να δουν τον τελικό Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού. Η ζωή συνεχιζόταν με πολλά πρόσωπα.
Αυτή τη βροχερή δυσοίωνη μέρα, ένας δεκαοκτάχρονος μου ζήτησε να του πω με δύο λόγια, τα υπέρ και τα κατά του κλεισίματος της ΕΡΤ. Πολύ περιληπτικά, με δυο λόγια ― επέμεινε. Ηταν πολύ δύσκολο, ιδίως το «πολύ περιπληπτικά». Βρήκα να πω δυο λόγια για την έννοια του δημόσιου αγαθού, ότι δηλαδή το εκπεμπόμενο υλικό της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης προσφέρεται ανταποδοτικά σε όλους τους πολίτες, αφενός. Και αφετέρου η ΕΡΤ δεν είναι μόνο το ενημερωτικό και ψυχαγωγικό της πρόγραμμα, αλλά ένας πολύπλευρος οργανισμός που περιλαμβάνει ορχήστρες, που κρατάει επαφή με τη διασπορά, που τροφοδοτεί το σημαντικότερο οπτικοακουστικό αρχείο του ελληνισμού του 20ού αιώνα. Δηλαδή, τι αρχείο; Με ρώτησε. Να, φαντάσου μια κιβωτό όπου φορτώνονται διαρκώς ενθύμια, τεκμήρια, φωτογραφίες, ταινίες, ηχογραφήσεις, οι σκέψεις και οι πράξεις των ανθρώπων, τα τραγούδια και τα ποιήματά τους, τα θέατρα, οι αθλητικοί αγώνες. Μια ζωντανή κιβωτός με φωτογραφίες του Πουλίδη, ταινίες του Ανδρέα Εμπειρίκου, το παίξιμο του Μινωτή, τον οίστρο της Λιλιπούπολης και τον Κίκι Ντιάμπολι του Κυριακούλη με τη φωνή του Λευτέρη Βογιατζή.
Ο δεκαοκτάχρονος έδειξε ικανοποιημένος. Εγώ όχι. Εν συνεχεία, βρέθηκα σε παρομοίως δύσκολη θέση, όταν συνάδελφοι από ξένα ειδησεογραφικά δίκτυα ζητούσαν δυο λόγια για το τι ακριβώς συμβαίνει στη χώρα. Δεν μπορούσα να χωρέσω σε ένα-δύο λεπτά on camera ό,τι στροβιλιζόταν στο κεφάλι μου επί τρία-τέσσερα χρόνια. Αντιλήφθηκα ότι δεν είχα τρόπο ικανοποιητικό για μένα, να συνοψίσω τι συνέβαινε και γιατί. Αισθάνθηκα την κόπωση σχεδόν τεσσάρων ετών γεμάτων με περιγραφές, εξηγήσεις και σενάρια· με εκρήξεις ανησυχίας, με βυθίσεις στην απαισιοδοξία, με διαδοχικές ανακάμψεις και παραιτήσεις.
Προσγείωση στο συγκεκριμένο, πάλι να καταλάβουμε. Η ΕΡΤ με όλες τις αμαρτίες και τις αδυναμίες της, με τις αδράνειες και τους συντεχνιασμούς της, δεν είναι μια οποιαδήποτε ΔΕΚΟ· είναι ένας οργανισμός με μεγάλο συμβολικό φορτίο, σαν την Εθνική Βιβλιοθήκη, υπό αναλογία. Δεν κλείνει, δεν σβήνει. Μένει αναμμένη, ακόμη και θαμπή, αδύναμη, να τρεμοσβήνει, έως ότου αναταχθεί και αναμορφωθεί, βαθιά ριζικά, χειρουργικά. Αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί δουλειά, επιμονή, μέθοδο. Σκέψη. Οραμα.
Ο αιφνιδίως φιμωμένος Τσοπανάκος με έστελνε στο πεδίο του συμβολικού. Η γενίκευση περί «αμαρτωλής ΕΡΤ» μου θύμιζε μια άλλη χυδαία γενίκευση περί «διεφθαρμένης χώρας», σε πρόσφατη κρίσιμη ώρα, πάλι από χείλη πρωθυπουργού, που δεν άντεξε την ιστορική ευθύνη και γύρεψε έναν φταίχτη έξω από τον ίδιο. Και τότε, όπως και τώρα, ηγέτες που δεν έχουν αίσθηση του συμβολικού και της ιστορικότητας, στις χειρονομίες, στους λόγους, στα εκπεμπόμενα σήματα. Ηγέτες που προσέρχονται στον δημόσιο χώρο και τα δημόσια αγαθά σαν προνομιακοί και υπεράνω λογοδοσίας ιδιοκτήτες, και όχι σαν πρόσκαιροι διαχειριστές με βαριά ευθύνη συνέχειας.
Αυτή η ελαφρότης και η αδυναμία διάκρισης με τρόμαζε περισσότερο απ’ όλα, διότι με οδηγούσε να σκεφτώ ότι αυτοί οι ηγέτες μένουν ανέπαφοι από τη δραματικότητα των περιστάσεων, δεν νιώθουν το ιστορικό βάρος σαν τραγικοί πρωταγωνιστές, αλλά σαν παίκτες σε ένα συνηθισμένο παίγνιο τακτικών κινήσεων και πληγμάτων. Ωσάν η χώρα να βρίσκεται ακόμη στον αφρό της ευφορίας του 2004. Σάν να μην έχει περάσει απ’ τη σπονδυλική μας στήλη το υλικό άχθος της πτώχευσης και μιας ψυχικής ήττας.
Η κακομεταχείριση των συμβόλων είναι κακομεταχείριση της συλλογικής ψυχής που αναγνωρίζεται σε αυτά, που αντλεί από αυτά, που βρίσκει ριζώματα και συνέχειες, που τα προεκτείνει στον χρόνο και τα εμπλουτίζει και τ’ αλλάζει. Η βίαιη επέμβαση στα, υποβαθμισμένα έστω, σύμβολα, η υποστολή της σημαίας χάριν τακτικού αιφνιδιασμού των αντιπάλων (ποιων αντιπάλων άραγε;) μπορεί να αποβεί μοιραία, καταστροφική σε στρατηγικό βάθος. Καταστροφική όχι για τους τυχάρπαστους παίκτες που παίζουν ζάρια, αλλά για το διακύβευμά τους: μια παραπαίουσα χώρα. Και έναν ολόκληρο λαό εν συγχύσει, που εναγωνίως αναζητεί ελπίδα και τιμόνι― όχι ζαριές.
φωτ.: murplejane
Τις νύχτες η Αθήνα είναι σιωπηλή και αργόσυρτη, σχεδόν ακίνητη. Οι πιάτσες ταξί φυτρώνουν παντού, μικρές κίτρινες αποικίες. Παρ’ όλ’ αυτά, κίνηση βουβή, αραιή. Η άνοιξη καταφέρνει να ζωηρέψει την πόλη μόνο πέριξ του Σαββάτου, και μόνο στις ορισμένες ζώνες διασκέδασης. Πολλά μπαρ φτάνουν τη happy hour με φτηνά ποτά έως τις 9 και 10, για να πείσουν την πελατεία να κεραστεί κάτι· οι νεότεροι ψωνίζουν μπίρες και κρασιά χύμα από το περίπτερο, τα πίνουν σε σκαλάκια και παγκάκια, σε αστικά ξέφωτα.
Στις λεωφόρους έχουν ελαττώσει τις περατζάδες ακόμη και οι κάγκουρες, η πολυπληθής πλην ανομοιογενής φυλή των λαϊκών που ιππηλατούν στην πόλη πάνω σε παπιά με κομμένες εξατμίσεις ή σε πειραγμένα αυτοκινητάκια φορτωμένα μπάσα, με σαμπγούφερ που πιάνουν όλο το πορτμπαγκάζ. Στις αντλίες παραγγέλνουν βενζίνη τρία ή πέντε ευρώ, όσο για μια βόλτα το σαββατόβραδο.
Στις κεντρικές συνοικίες, ακόμη και στα θεματικά πάρκα της διακσέδασης, Γκάζι και Ψυρρή, το χρώμα και η αύρα έχουν αλλάξει, τα αλλάζει ραγδαία η κρίση και η φτώχεια. Μια βαλκανίλα τα σκεπάζει όλα, ημιορατή ακόμη, σαν τούλινος μαδύας, που όμως επιμένει και εντείνεται, σταθερά.
Δεν εννοώ μόνο τα μικρομπακάλικα και τα πρόχειρα στέκια φαγητού με τις εξωτικές αλλόγλωσες επιγραφές, τα πακιστάνικα κουρεία, τα τηλεφωνικά-ιντερνετικά μαγαζάκια. Είναι κι αυτά ασφαλώς, ανεπτυγμένα σε διάρκεια σχεδόν μιας εικοσαετίας. Εννοώ περισσότερο μια υποχώρηση του επιδεικνυόμενου πλούτου δυτικού τύπου, στα αυτοκίνητα, στα ρούχα, στα αξεσουάρ, στον τρόπο που ξεχώριζαν οι πολίτες ευρωζώνης από τους τριτοκοσμικούς και τους ανατολικοευρωπαίους. Τα διακριτικά γνωρίσματα συγχέονται, διότι η αγοραστική δύναμη των ανέργων είναι παντού ίδια, μηδαμινή. Η βαλκανική αύρα, ίσως και ανατολικομεσογειακή, απλώνεται πολύχρωμη, μελαγχολική, με υποβόσκουσα επιθετικότητα, πλανάται πάνω σε ρημαγμένες βιτρίνες και φαλιρισμένα μαγαζιά, σε θορυβώδη γκράφιτι και μαρκαρίσματα, σε καφενεία ανάγκης με φωναχτές επιγραφές «καφές 1€», σε φούρνους που ξεφυτρώνουν διαρκώς, στα κλειστά περίπτερα και τις πολλαπλασιαζόμενες τυφλές ζώνες του κέντρου. Ιδίως μετά το δειλινό, όταν τα χρώματα ξεβάφουν και τα φώτα είναι λιγοστά.
Η πτώχευση επιτάχυνε δραματικά την κατάρρευση του παλαιού εμποροβιοτεχνικού κόσμου, ήδη κλονισμένου, που κρατιόταν με τα δόντια μέχρι τη σύνταξη. Η βίαιη αποχώρηση των γηρασμένων παραγωγικών θυλάκων άλλαξε αναλόγως βίαια την ψυχογεωγραφία του άστεος: ολόκληρες πιάτσες επαγγελματιών και εμπορίου εξατμίζονται. Τα δέρματα και η υποδηματοποιΐα απ’ του Ψυρρή, τα υφάσματα και τα ραφεία στο ιστορικό τρίγωνο Αιόλου, Σταδίου, Αθηνάς, τα είδη υγιεινής στην Γ’ Σεπτεμβρίου, τα βιβλιοπωλεία της Σόλωνος, τα αστικά εμπορικά της Σταδίου, ακόμη και τα σιδηρικά της οδού Αθηνάς αραιώνουν. Σε όλα τα κτίρια γραφείων του κέντρου, στην είσοδο, κολημμένες ανακοινώσεις: το ασανσέρ δεν λειτουργεί λόγω απλήρωτου λογαριασμού, η ΔΕΗ έκανε διακανονισμό, πληρώστε τα κοινόχρηστα. Αντιστέκονται η Βαρβάκειος και δυο-τρία πολυκαταστήματα. Παντού αλλού, όπου δεν χάσκουν άδειες βιτρίνες, φυτρώνουν καφενεία για άεργους και ευκαιριακά φτηνομάγαζα ― η επιχειρηματικότητα της ανάγκης.
Στα καφενεία, στα μπαρ, στους δρόμους: τα ντυσίματα άλλαξαν, τα ρούχα είναι παλιά, κι είναι φτηνά. Πληθαίνουν τα τατουάζ και τα πιρς, σημάδια ενός διάχυτου, άμορφου κύματος νεοτριμπαλισμού: αναζητείται ταυτότητα. Η πτώχευση ήταν απότομη, δεν έχουν επινοηθεί ακόμη τρόποι να αποτυπωθεί αισθητικά και συμπεριφοριολογικά η νέα συνθήκη. Μια υπαρκτή διέξοδος: η γενίκευση της καγκουριάς, του χύμα, του λαϊκού flâneur που περιφέρεται με τα ελάχιστα, με τσιγάρα ρεφενέ, χωρίς ή με σποραδικό μεροκάματο, με θρυμματισμένη ή διακοπείσα μόρφωση, και καταλαμβάνει ό,τι διατίθεται ακόμη δωρεάν: τον δημόσιο χώρο. Με θόρυβο εξατμίσεων ή σούπερ μπάσα, ο κάγκουρας μαρκάρει προσωρινές ζώνες, όπου για λίγο αισθάνεται κυρίαρχος ή ανεκτός.
Οι μηδενικές προσδοκίες, το άνυδρο μέλλον, ο αποκλεισμός, οδηγούν σε εσωστρέφεια, αυατοναφορικότητα, ατυπική οργάνωση ανά αγέλες, προσκόλληση σε υποκουλτούρες. Το στυλ του κάγκουρα, αισθητικά και ανθρωπολογικά, εκφράζει τη νέα φτωχογειτονιά, αυτή που έως πρόσφατα πίστευε ότι ήταν μικροπλούσια. Ο κάγκουρας ήταν φτωχός, τώρα είναι πληβείος· είχε λιγοστό μέλλον, τώρα δεν έχει καθόλου. Δεν χρειάζεται να μάθει τίποτε καινούργιο, έχει τους κώδικες, άλλωστε είναι εύκολοι και ρευστοί, του αρκούν για να αποικίσει το αστικό κενό. Είναι ήδη μια εκδοχή βίου, για πολλούς η μόνη.
video: DJ Mehdi – Signatune (via Sergios)
Η κρίση ανοίγει τα μάτια, τουλάχιστον σε όσους θέλουν να τα ανοίξουν, και μας δείχνει με τρομερή διαύγεια όσα από χρόνια συνόδευαν τον δημόσιο βίο και τα προσπερνούσαμε. Ενα κυρίως: τη φθορά της δημοκρατίας, τη δυσφορική μεταδημοκρατία, έτσι όπως την οσμιζόμαστε να μας κυκλώνει από καιρό, και τώρα τη βλέπουμε να αποσαθρώνεται μπρος στα μάτια μας και να μας σκεπάζει με τα σαρίδια και τ’ αποκαΐδια της χαμένης ύλης της.
Από την αρχή της οικονομικής κρίσης, και πολύ νωρίτερα ακόμη, επισημαίναμε όχι μόνο τη διάχυτη δυσφορία για το συστημικό αδιέξοδο και τις βαρύτατες ευθύνες των ηγετικών ελίτ, αλλά και το γεγονός ότι η κρίση είναι κατ’ ουσίαν βαθύτατα πολιτική, ως εκ τούτου οι λύσεις δεν μπορούν παρά να είναι αναλόγως πολιτικές, αναγεννητικές του πολιτεύματος εν γένει, και όχι τεχνικές διαχείρισης του οικονομικού πρόβλήματος. Ωστόσο, τρία χρόνια από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, και αφού εν τω μεταξύ έχουν ήδη μεσολαβήσει δύο μνημόνια, μια επίσημη χρεοκοπία δια της αναδιάρθρωσης χρέους, μια καθαίρεση πρωθυπουργού, μια δικομματική κυβέρνηση υπό τεχνοκράτη πρωθυπουργό, δύο εκλογικές αναμετρήσεις, και μια τρικομματική κυβέρνηση, το ελληνικό πρόβλημα εξακολουθεί να προσεγγίζεται ως οικονομικό και όχι ως πολιτικό.
Δύο από τις πολλές όψεις της πολιτικής παρακμής: η ασύμμετρη σχέση ιδιωτικού και δημόσιου· και η ηθική απαξίωση της δημοκρατικής λειτουργίας και των πολιτικών προσώπων. Και τα δύο συμπτώματα της φθαρμένης δημοκρατίας διαπερνούν την τρέχουσα ρητορική με πολλούς τρόπους, φανερά ή έμμεσα· και τα δύο συμπτώματα δείχνουν πόσο εξασθενημένα είναι τα θεμέλια του δημοκρατικού κράτους.
Την δυστροφική και στρεβλή σχέση δημόσιου-ιδιωτικού τη διαπιστώνουμε στον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι Ελληνες τον χώρο, την ίδια τους την πατρίδα, αλλά και τις λειτουργίες του κράτους. Οσο νοικοκύρηδες είναι στον ιδιωτικό τους χώρο και μαχητικοί υπερασπιστές του, τόσο αδιάφοροι ή και εχθρικοί είναι απέναντι στον κοινόχρηστο δημόσιο χώρο. Η ατομική ιδιοκτησία είναι ιερή, λαμβάνει όλη τη φροντίδα και την ενέργεια· ο δημόσιος χώρος, το κοινό, επαφίεται στη φροντίδα των αιρετών αρχόντων ή στην τύχη του, όταν δεν αντιμετωπίζεται ως λεία. Η αδιάφορη-εχθρική σχέση με τον δημόσιο χώρο, δηλαδή με την υλική έκφραση της δημόσιας σφαίρας, επεκτείνεται αναλόγως και στους άυλους θεσμούς και στις λειτουργίες του δημοκρατικού κράτους: η συμμετοχή δεν εκλαμβάνεται ως ευθύνη και συνεργασία, αλλά ως συναλλαγή. Από αυτή την άποψη, η πελατειακότητα, ένα πολύ πρώιμο χαρακτηριστικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, εξακολουθεί να κυριαρχεί στην ύστερη ελληνική δημοκρατία, μαζί με άλλα μετανεωτερικά χαρακτηριστικά.
Ενα απ΄αυτά τα μετανεωτερικά στοιχεία είναι η εμμονική ρητορική περί απομείωσης του κράτους, νεοφιλελεύθερης καταγωγής: το κράτος φταίει για όλα τα δεινά, το κράτος πρέπει να μειωθεί έως εξαφανίσεως, λιγότερο κράτος κ.ο.κ. Ενώ είναι απολύτως ορθό και θεμιτό να ζητάμε δίκαιο, ορθολογικό και αποτελεσματικό κράτος, προ πάντων δημοκρατικό, ώστε να εγγυάται την ισότητα, απεναντίας είναι εντελώς ανορθολογικό και ανιστορικό να ζητάμε την εξασθένηση του εργαλείου επειδή ο χρήστης είναι φαύλος ή ανίκανος. Η εξαχρείωση των πολιτικών προσώπων και των κρατικών λειτουργών δεν θα εξαφανιστεί αν εξασθενήσει το κράτος. Αντιθέτως, μόνο ένα λειτουργικό, ισχυρό δημοκρατικό κράτος μπορεί να εγγυηθεί την ισονομία, τη δικαιοσύνη, τον έλεγχο της αυθαιρεσίας και των σφετεριστών της εξουσίας.
Σε αυτό το σημείο εισέρχεται το άλλο σύμπτωμα της εγχώριας μεταδημοκρατίας: η ηθική απαξίωση των πολιτικών προσώπων και των θεσμών. Μια βασική έκφραση, αλλά και αιτία μαζί, είναι η αυτοπροστασία των πολιτικών από τον έλεγχο και την τιμωρία, η περιβόητη ασυλία που έχουν θεσμίσει για τους εαυτούς τους. Αλλη έκφραση είναι η πεισμώδης εθελοτυφλία ενώπιον των φαινομένων διαφθοράς και η κυνική απόρριψη της πολιτικής ευθύνης. «Οποιος έχει στοιχεία, να πάει στον εισαγγελέα!». Με αυτά τα λόγια ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης όρισε προ ετών, επί Ισχυράς Ελλάδος, το πολιτικό πλαίσιο της μη διερεύνησης σκανδάλων και της ατιμωρησίας. Δυστυχώς για τον πρώην πρωθυπουργό και για την ασθενή δημοκρατία, πλειάδα κορυφαίων συνεργατών και υπουργών του ευρέθησαν αργότερα διωκόμενοι ή υπόδικοι για τεράστια σκάνδαλα, από τους Μαντέλη και Τσουκάτο έως τον Τσοχατζόπουλο.
Εκτοτε το σημιτικό πλαίσιο, υπονομευτικό και εξευτελιστικό για την ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία, διευρύνθηκε από άλλους ικανούς συνηγόρους: η εντυπωσιακά κυνική διάκριση του «νόμιμου» από το «ηθικό», κατά Γιώργο Βουλγαράκη, παραμένει ισχυρή και δραστική έως σήμερα, όπως επιβεβαίωσε έργω και λόγω ο Βύρων Πολύδωρας, για μία ημέρα Πρόεδρος της Βουλής. Το νόμιμο δικαίωμα του νεποτισμού επικαλέστηκε κι αυτός.
Κανείς όμως εισαγγελέας δεν μπορεί να αποκαταστήσει την χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου. Αντιθέτως, ο κυνισμός, η νομότυπη ανηθικότητα, η αλαζονεία και η απληστία των αιρετών, εντέλει η προδοσία της ηθικής αποστολής του αιρετού και η κατοδολίευση της εντολής, οδήγησαν στο μαζικό μούτζωμα της Βουλής και στα τυφλά γιαουρτώματα.
Η ηθική εξαχρείωση των προσώπων σημαίνει εκχώρηση εξουσίας σε εξωθεσμικά κέντρα, εκτός δημοκρατικού ελέγχου: ο ηθικά επιλήψιμος πολιτικός είναι πολλαπλώς εκβιαζόμενος, ουσιαστικά όμηρος. Η δε δημόσια σφαίρα μετατρέπεται σε αρένα σύγκρουσης οργανωμένων συμφερόντων, όπου κατασπαράζονται όλοι: έντιμοι, Δον Κιχώτες, εισαγγελείς, θεσμοί και ιδέες. Η ηθική και πολιτική χρεοκοπία προηγήθηκε της οικονομικής.
Aν μπορούμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από τα συμβάντα της Κυριακής και τις διεθνείς αντιδράσεις της Δευτέρας, είναι ότι η Ελλάδα κέρδισε αφενός κάποιο χρόνο για τη βραχυπρόθρεσμη σωτηρία της χρηματοδότησής της, αλλά ακόμη αιωρείται επικίνδυνα, δεν έχει βρει το ιστορικό τέρμα καθόδου, εκ του οποίου θα αρχίσει την εκδίπλωσή της. Δεν έχουμε βρει πάτο.
Στις τηλεοπτικές οθόνες η Αθήνα εικονιζόταν φλεγομένη, full frame, και σε ένθετα μικροκάδρα οι ηγέτες των (πρώην) μεγάλων κομμάτων να αγορεύουν στη Βουλή. Οι φλόγες που κατέτρωγαν εμβληματικά αστικά κτίρια και το πλιάτσικο στους εμπορικούς δρόμους έδειχναν δραματικά τη σύγχυση και την αυτοκαταστροφή που κατατρώει το κοινωνικό σώμα, σε αντιδιαστολή με τις εικόνες λογοδιάρροιας που μεταδίδονταν από το βήμα του κοινοβουλίου ή τις εικόνες χαλάρωσης στο καφενείο της Βουλής που διασπείρονταν μέσω κινητών και τουίτερ.
Ηταν δύο κόσμοι ασύμπτωτοι, το φουλ κάδρο των καιομένων Αθηνών και τα ένθετα καδράκια της αμήχανης ηγεσίας. Η πόλη είχε παραδοθεί στους δαίμονές της και το πολιτικό σύστημα προσπαθούσε απεγνωσμένα να περισώσει ράκη εαυτού, εις μάτην, ασκώντας αυτοκριτική ισοπόσως με αλληλοκατηγορίες.
Βαθύτερα στις εικόνες της Κυριακής. Το ευρύτερο κάδρο της ηλιόλουστης Δευτέρας περιείχε όχι μόνο αποκαϊδια από το Αττικόν και τη Λαϊκή Τράπεζα, αλλά και ρημαγμένα φανάρια κυκλοφορίας στα σταυροδρόμια. Ξεκοιλιασμένα, με κάτοπτρα και καλώδια να κρέμονται, νεκρά. Αυτή η εικόνα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, προξενεί φόβο για άλλα πλησιάζοντα: είναι ο ρημαγμένος δημόσιος χώρος, ο κατεστραμμένος κοινωνικός πλούτος, η καταστροφή του κοινόχρηστου και του δημόσιου χωρίς καν πλιάτσικο, είναι η αναδυόμενη αστική δυστοπία. Το ξεκοιλιασμένο φανάρι δείχνει αδυναμία κυκλοφορίας, χαοτική κίνηση, στάση κοινωνίας και σύγκρουση κυκλοφορούντων. Δείχνει ακινησία. Και δείχνει επέλαση του ανορθολογισμού, του μηδενισμού, χωρίς δυστυχώς προς το παρόν να αφουγκραζόμαστε, έστω, τα σπέρματα της αναδημιουργίας που εμπεριέχονται μες στην καταστροφή, τα σημάδια μιας αναγέννησης.
Ο απεγνωσμένος άνεργος, ο βουλιαγμένος οικογενειάρχης, ο αποκλεισμένος νέος, απορροφημένος από τον δικό του διαρκή πόνο και την έλλειψη προοπτικής, ενδεχομένως δεν βλέπει ότι η καταστροφή του δημόσιου χώρου επιτείνει και πολλαπλασιάζει εκθετικά την ατομική καταστροφή. Η μεσαία τάξη λειτουργούσε πάντα σαν εξομαλυντής κοινωνικών τριβών και συγκρούσεων, απορροφούσε κραδασμούς· η πληβειοποιούμενη μεσαία τάξη, ενώπιον της δικής της αποσάθρωσης, φαίνεται ότι αδυνατεί πλέον να λειτουργήσει εξομαλυντικά, ούτε καν σαν ανάχωμα. Το ορμέμφυτο ατομικής επιβίωσης κονιορτοποιεί τη συλλογικότητα και το αίσθημα του συνανήκειν. Η μνησικακία, η μοχθηρία, η οργή, η απόγνωση εδραιώνονται σαν κοινωνικές συμπεριφορές, δηλαδή σαν γενικευμένη τυφλότητα.
Ανάχωμα, λοιπόν. Αυτό είναι το ιστορικό καθήκον, σήμερα, των πολιτών της Ελληνικής Δημοκρατίας: να διασώσουν τον ορθό λόγο, τον κοινόκτητο δημόσιο χώρο, το συλλογικό φρόνημα, τα μόνα εφόδια για τις πολλές δύσκολες μέρες που ακολουθούν.
Τρεις διαδοχικές βραδιές, με τρία διαφορετικά σύνολα ανθρώπων. Διαφορετικών ηλικιών, μόρφωσης και κοινωνικής θέσης, με διαφορετικές προσδοκίες, άλλες πολιτικές πεποιθήσεις. Ολα διαφορετικά. Μόνα κοινά, η ανησυχία και η έγνοια: Πού βαδίζομε; Ποιοι είμαστε;
Παραδόξως, νέοι και ηλικιωμένοι συμφωνούν ότι πρέπει να το ξαναδούμε ― το θέμα του ελληνικού βίου, εννοώ. Δεν πάει άλλο έτσι, σε αυτό συμφωνούν οι περισσότεροι. Ολοι βολεμένοι είναι, λίγο-πολύ, όλοι κολυμπούν σε αυτήν την απέραντη ελλαδική αμεριμνησία, πορεύονται με όλες τις ευκολίες και τα δανεικά που βρέθηκαν στο δρόμο τους. Μα τωρα όλοι αναρωτιούνται ανήσυχοι: Τι παράγουμε, ρε παιδιά;
Δεν ισχύει ή ιδια εκπληξη για όλους· μερικοί είναι γειωμένοι στην πραγματική ζωή, συναλλάσσονται με πολλούς, έχουν οξεία αίσθηση του πραγματικού· αυτοί τυχαίνει να είναι και οι λιγότεροι φοβισμένοι. Ολοι ωστόσο επανέρχονται: Να ξαναδούμε πώς πορευόμαστε, με ποιο σχέδιο.
Αναπόφευκτα, μια τέτοια συζήτηση περιλαμβάνει την κυβέρνηση. Ολοι θα ήθελαν να διαγνώσουν ότι η κυβέρνηση έχει κάποιο σχέδιο ― ορθό, στρεβλό, μακρόπνοο, βραχύ, επιθετικό, ό,τι να ‘ναι. Οι περισσότεροι διαπιστώνουν όμως ότι σχέδιο δεν υπάρχει. Ή τουλάχιστον δεν το έχουμε δει, δεν το έχουμε ακούσει. Ισως υπάρχει ένα απόθεμα λογιστικών τρυκ, τέτοιο που να μας επιτρέψει να δανειστούμε βραχυπρόθεσμα, να βγάλουμε αυτή τη δύσκολη μία χρονιά. Ισως υπάρχει κάποιο σχέδιο αγοράς χρόνου, πολιτικού χρόνου. Είναι όμως αυτό που μας χρειάζεται;
Οχι, τούτη την κρίσιμη στιγμή δεν χρειαζόμαστε μόνο βραχύ πολιτικό χρόνο. Αναπροσανατολισμό, κατεύθυνση, αυτοκατανόηση, σαφή ταυτότητα, στρατηγικές επιλογές σε βάθος χρόνου, σχέδιο για τον μακρύ χρόνο: αυτό χρειαζόμαστε.
Αυτό το μακρόπνοο σχέδιο δεν φαίνεται ικανή να το προμηθεύσει καμία κυβέρνηση, ούτε η παρούσα, υπό τους τρέχοντες όρους πολιτικής. Το πολιτικό προσωπικό φαίνεται, και είναι, τόσο κουρασμένο, τόσο κενό, τόσο μακριά νυχτωμένο… Τι να τους πρωτοζητήσεις; Κοινό νου, αίσθηση του πραγματικού, αξιοκρατικά κριτήρια, ταχείες αποφάσεις; Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος. Η παρούσα, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, αφίσταται θεαματικά από τον μέσο όρο ευφυϊας και ευθυκρισίας της κοινωνίας. Τούτη η διαπίστωση δεν αθωώνει την κοινωνία, το αντίθετο. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, οι ευφυείς και ικανότατοι επιβιωτές Ελληνες επιλέγουν για ηγέτες τους πρόσωπα χαμηλών προσόντων και χαμηλών προσδοκιών. Σαν να μη θέλουν να προκόψει ο δημόσιος χώρος, ο δημόσιος βίος. Σαν να θέλουν πολιτικούς του χεριού τους, ούτε καν στο μπόι τους… Κι ενώ στο ατομικό πεδίο η ευφυϊα, η μέριμνα και η εργασία προσφέρονται απλόχερα και δίνουν καρπούς, στο δημόσιο πεδίο όλα καρκινοβατούν, ακριβώς διότι αυτές οι αρετές λείπουν σε βαθμό απελπιστικό. Ο Ελληνας σικχαίνει πάντα τα δημόσια.
Ακούγονται καφενειακά όλα αυτά, και ώς ένα βαθμό είναι, αλλά συχνά η θυμοσοφία συμπυκνώνει παράδοξες αλήθειες, τις οποίες οι τυπικοί συλλογισμοί και η τεχνοκρατία δεν μπορουν να πλησιάσουν καν. Πϊσω από αυτή την «εκλογή των χαμηλών», ας πούμε, φωλιάζει η περίφημη πελατειακή σχέση πολίτη-κράτους, σχέση αμφίδρομης εξυπηρέτησης ηγετών και υπηκόων, και ταυτοχρόνως σχέση αμφίπλευρης εξαχρείωσης του κοινού δημόσιου χώρου. Ως δημόσιος χώρος εννοείται το παν: σπασμένα ρείθρα, κατειλημμένα πεζοδρόμια, ξεχειλισμένοι κάδοι απορριμμάτων, εισφοροδιαφυγή, ακραίος συντεχνιασμός, «λαϊκή» διαφθορά. Οτιδήποτε βρίσκεται έξω από το διαμέρισμα, πολυκατοικία, μεζονέτα, κτήμα, είναι εχθρικό τερέν.
Αυτός ο εξαχρειωμένος και συρρικνούμενος δημόσιος χώρος απολήγει σε μια αναλόγως ρικνή και αχρεία παραγωγική δομή, στην οποία λίγοι παράγουν, λίγοι φορολογούνται και όλοι κλέβουν τον διπλανό τους. Από τη μια τσέπη στην άλλη. Ενα μανιακό ντάρε ε άβερε γύρω από real estate και υπερτιμολογημένες υπηρεσίες.
Μας αξίζει αυτή η εξαχρείωση; Οχι. Βασικό προϊόν μας θα έπρεπε να είναι η ευφυϊα, βασική μας αρετή. Αλλά για να την αντιληφθουμε και να την αξιοποιήσουμε, χρειάζεται ειλικρίνεια, ταπεινότητα, πρακτικότητα, μετριοπάθεια. Συνεργασία. Θάρρος.
Η παρακμή, αφού κατέφαγε τον δημόσιο βίο, τώρα απειλεί τις υλικές προϋποθέσεις του ατομικού ευδαιμονισμού. Ο Μοναδικός, ο Ενας, ο Ακαταμάχητος, ο Γιγαντοτεράστιος, είναι στο χείλος της κατεδάφισης. Μόνο πολλοί μαζί, αλληλοτροφοδοτούμενοι και συνεκτικοί, αλληλέγγυα και αυτόνομα πρόσωπα, κοινότητες και κοινωνία, μπορούμε να καταρτίσουμε το σχέδιο που λέγαμε, τη νέα γενική διάνοια. Η κρίση είναι ευκαιρία να μας ξαναδούμε αλλιώς.