You are currently browsing the tag archive for the ‘δημοψήφισμα’ tag.

Το δημοψήφισμα για την απόσχιση της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο κατέλαβε υψηλή θέση στη διεθνή δημοσιότητα λίγες ημέρες πριν τη διεξαγωγή του. Δικαίως: ενδεχόμενη απόσχιση της Σκωτίας θα ήταν καίριο πλήγμα στο γόητρο και την εναπομείνασα ισχύ του Ηνωμένου Βασιλείου, πρώτο μετά την τεράστια απομείωση που υπέστη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τις, λίγο-πολύ, βίαιες ανεξαρτητοποιήσεις των πρώην αποικιών από την αυτοκρατορία.

Ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, η Σκωτία είναι βέβαιο ότι από σήμερα θα αλλάξει status: θα κυμαίνεται από την πλήρη ανεξαρτησία έως την πολύ διευρυμένη αυτονομία. Διότι, ακόμη κι αν δεν υπερισχύσει η ψήφος υπέρ της ανεξαρτητοποίησης, η κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον και η ηγεσία του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος έχουν ήδη υποσχεθεί ειδικό καθεστώς προνομίων, φορολογικών, προνοιακών, διοικητικών. Και ακριβώς αυτά τα προνόμια πιθανόν να κρατήσουν αναμμένη τη φλόγα της ανεξαρτησίας. Πολύ περισσότερο, που η προνομιακή μεταχείριση της Σκωτίας θα υποδαυλίσει, υποδαυλίζει ήδη, ανάλογες απαιτήσεις από τα άλλα διακριτά μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου, με πρώτη τη Βόρειο Ιρλανδία.

Η αυτονόμηση της Σκωτίας δεν αφορά μόνο τους 5,3 εκατομμύρια Σκωτσέζους. Οπως πολλά άλλα ανάλογα συμβάντα, δεν έχει μόνο τοπική-εθνική σημασία, αλλά προκαλεί γεωπολιτικές ανακατατάξεις ευρύτερης εμβέλειας. Καταρχάς, πολλαπλασιάζει το βάρος του δημοψηφίσματος του 2017, με το οποίο οι Βρετανοί θα αποφασίσουν αν θα αποσχιστούν από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Προφανής αντίφαση, οφειλόμενη εν πολλοίς στον τυχοδιωκτισμό και την αλαζονεία των Οσμπορν και Κάμερον: ένα οιονεί διαιρεμένο κράτος θα αποφασίσει το 2017 αν επιθυμεί να παραμείνει ψυχικά διαιρεμένο και μονάχο, ένα νησί αποκομμένο από την ήπειρο, χωρίς θαλασσοκρατορία, χωρίς αποικίες, χωρίς στρατηγικό βάθος.

Αυτή η διάχυτη τάση αποσχίσεων και απομονωτισμού μάς αφορά ως Ευρωπαίους. Πώς θα διαμορφωθεί η ισορροπία στην Ευρώπη χωρίς ισχυρή και ενεργό Βρετανία; Δύσκολο να το φανταστούμε, στο μέτρο που οι νεότεροι χρόνοι σφραγίζονται από την ισορρροπία δυνάμεων μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Ρωσίας, και κατά τον 20ό αιώνα, μετά την πτώση των αυτοκρατοριών, με την αποφασιστική συμβολή των ΗΠΑ.

Μήπως βαδίζουμε προς μια Ευρώπη πολλών μικρών και αδύναμων κρατών, εύκολα χειρίσιμων από τα ολίγα ισχυρά κράτη; Ποιος θα ωφεληθεί από τον κατακερματισμό των κρατών και την απίσχναση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας; Από την άλλη, ό,τι ξορκίζεται τώρα στην Σκωτία, όπου με απολύτως ειρηνικό και δημοκρατικό τρόπο ετέθη η απόσχιση, έχει συμβεί στη μετά το ’89 Ευρώπη πολλές φορές, βίαια και απροσχημάτιστα: θυμίζουμε την πολυδιάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, με τελευταία πράξη την ίδρυση του κράτους-φαντάσματος στο Κόσοβο, το βελούδινο, πλην ανεξήγητο, διαζύγιο Τσεχίας – Σλοβακίας, το πλήθος των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, την πιθανότατη πολυδιάσπαση της Ουκρανίας.

Τα σύνορα στην Ευρώπη, χαραγμένα εν πολλοίς με δύο παγκόσμιους πολέμους, έχουν προ πολλού πάψει να είναι ιερά και απαραβίαστα. Στο πλαίσιο μιας λειτουργούσας και βιώσιμης ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, τα σύνορα θα ήταν πωρώδη έως και εικονικά. Ομως η πολιτική και οικονομική ενοποίηση δεν προχωρεί· μόνο η νομισματική ένωση προχώρησε, και μάλιστα γεννώντας παρά επιλύοντας προβλήματα, έτσι ασύμμετρα που εκδιπλώθηκε. Η θεμιτή δυσπιστία των Ευρωπαίων πολιτών γεννιέται λοιπόν εξαιτίας υπαρκτών ασυμμετριών και καθυστερήσεων· ο ευρωσκεπτικισμός αναπτύσσεται ως αντίδραση σε ένα υδροκεφαλικό κέντρο εξουσίας αποκομμένο από τις κοινωνίες και τα έθνη-κράτη. Δυστυχώς, η απάντηση σε αυτό το ιστορικό ρεύμα ευρωσκεπτικισμού, σεπαρατισμού, εθνικισμού, φυγοκέντρησης, δεν μπορεί να είναι το μείγμα απειλών και υποσχέσεων, ηθικισμού και κυνισμού, αδράνειας και υποτίμησης, που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση του Λονδίνου και χρησιμοποιούν ακόμη οι ηγέτες της Ε.Ε.

Το 1974 το θυμόμαστε στην Ελλάδα σαν χρονιά πτώσης της δικτατορίας και επανόδου της δημοκρατίας. Απωθούμε το άλλο μείζον συμβάν του 1974, απότοκο της προδοτικής δράσης της δικτατορίας Ιωαννίδη: το πραξικόπημα κατά του Προέδρου Μακαρίου στην Κύπρο και τη συνακόλουθη εισβολή τουρκικών στρατευμάτων. Το 1974 είναι η χρονιά μιας μείζονος εθνικής ήττας, η οποία άφησε την Κύπρο διαιρεμένη, με το βόρειο τμήμα υπό στρατιωτική κατοχή· ένα ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος μέλος του ΟΗΕ, η Κυπριακή Δημοκρατία, είχε εν μέρει καταληφθεί από δυνάμεις ξένης χώρας.

Ακολούθησαν πολλές αποφάσεις και ψηφίσματα του ΟΗΕ και πολλές διπλωματικές δράσεις, για να επιτευχθεί η ειρηνική επανένωση και η συγκρότηση ενός κράτους που θα περιλάμβανε τις δύο κοινότητες, την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή. Ολες απέβησαν άκαρπες. Τελευταία διεθνής πρωτοβουλία ήταν το Σχέδιο Ανάν, το 2004, το οποίο ετέθη σε δημοψήφισμα και καταψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία από τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ υπερψηφίστηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Δέκα χρόνια μετά την αποτυχία του, το Σχέδιο Ανάν επανέρχεται υπό άλλη ενδυμασία αλλά με την ίδια ουσία. Το κείμενο της κοινής διακήρυξης Αναστασιάδη-Ερογλου, βάσει του οποίου θα ξεκινήσουν συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού, έχει δημοσιευθεί, έχει σχολιασθεί, και έχει προκαλέσει ήδη τους πρώτους τριγμούς στο πολιτικό σύστημα της Λευκωσίας: το συγκυβερνών κόμμα ΔΗΚΟ αποχώρησε από την κυβέρνηση Αναστασιάδη ασκώντας δριμεία κριτική στο κείμενο της κοινής διακήρυξης.

Σε αδρές γραμμές η κοινή διακήρυξη αντλεί στοιχεία τόσο από το απορριφθέν Σχέδιο Ανάν, όσο και από τις διμερείς διαπραγματεύσεις Χριστόφια-Ταλάτ που τερματίστηκαν πριν από τρία χρόνια. Τα αγκάθια παραμένουν: προβλέπεται η διάλυση της Κυπραικής Δημοκρατίας και η δημιουργία μιας ομοσπονδίας με δύο συνιστώσες κρατικές οντότητες, με δύο κυριαρχίες, με δύο ιθαγένειες, και σταθμισμένη ενίσχυση 4:1 της ψήφου των Τουρκοκυπρίων έναντι των Ελληνοκυπρίων στις ομοσπονδιακές εκλογές. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, σε περίπτωση αδιεξόδου λόγω διαφωνίας, προστρέχουν οι εγγυήτριες δυνάμεις ως διαιτητές, δηλαδή Τουρκία, Βρετανία, Ελλάδα ― πρόσφατα ακούστηκε ότι μπορεί να προστεθεί το ΝΑΤΟ.

Είναι πρόδηλο, σχεδόν βέβαιο, ότι ένα τέτοιο κρατικό μόρφωμα, που υιοθετεί καινοτομίες όπως η διπλή κυριαρχία και διπλή ιθαγένεια και που καταπατά τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, βρίσκεται εκτός ευρωπαϊκού δικαιικού κεκτημένου αλλά και εκτός των αρχών που διέπουν τον ΟΗΕ, και σίγουρα θα αποδειχθεί δυσλειτουργικό και εντέλει μη βιώσιμο. Εμπειροι διεθνολόγοι λένε ότι ανάλογες κατασκευές μπορούμε να συναντήσουμε μόνο σε νεοπαγή μορφώματα που προέκυψαν μετά από πολέμους, όπως στη Βοσνία και το Κόσσοβο, ή στην περίπτωση του Καμερούν· σε καμία περίπτωση όμως δεν σημειώθηκε αυτοδιάλυση κυρίαρχου κράτους, μέλους του ΟΗΕ.

Είναι δίκαιο ασφαλώς να προστατεύεται μία εθνική μειονότητα έναντι της πλειονότητας και να διασφαλίζεται η ισοτιμία των ομόσπονδων μερών, αλλά και παράλογο να καταργείται εντελώς η ισοτιμία των πολιτών και το δημοκρατικό δικαίωμα της πλειοψηφίας να κυβερνά. Επί της ουσίας, προωθείται μια εσωτερική διχοτόμηση, από την οποία οι Ελληνοκύπριοι μόνο απώλειες και ανασφάλεια μπορούν να περιμένουν.

Η ασφυκτική πίεση του διεθνούς παράγοντα, που επιθυμεί μια διευθέτηση στη ΝΑ Μεσόγειο, είναι δεδομένη. Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ εστιάζεται στην ανασυγκρότηση του τουρκοϊσραηλινού άξονα, με υπομόχλια τους υδρογονάνθρακες και την Κύπρο. Οι ενεργειακοί πόροι δεν αφήνουν αδιάφορη και τη Γερμανία, η οποία δια του bail in και του Mνημονίου έδειξε ότι μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τις τύχες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αλλωστε η ρητορική των υποστηρικτών της νέας λύσης εντός της νήσου χρωματίζεται από τον επείγοντα χαρακτήρα και από το πακετάρισμα του πολιτικού με το οικονομικό: αν δεν δοθεί η λύση τώρα, θα χαθούν οι υδρογονάνθρακες. Οι υποστηρικτές του σχεδίου υπολογίζουν ακόμη στην κόπωση και τον φόβο του κυπριακού λαού, μετά το επιθετικό bail in και την βαθιά κρίση που μαστίζει την εγχώρια οικονομία. Υπολογίζουν ότι με τους κατάλληλους χειρισμούς θα καμφθεί το 75,83% που καταψήφισε το σχέδιο Ανάν το 2004· άλλωστε από τουρκοκυπριακής πλευράς έχει δηλωθεί ότι τώρα δημοψήφισμα θα γίνει μόνο αφού διασφαλιστεί μέσω δημοσκοπήσεων ότι το αποτέλεσμα θα είναι θετικό.

Μια καλυμμένη διχοτόμηση της Κύπρου θα έχει ασφαλώς δυσμενέστατες επιπτώσεις και στο ελλαδικό κράτος, του οποίου η γεωπολιτική σημασία θα εξασθενήσει αποφασιστικά, κυρίως έναντι του νευρικού μεγάλου γείτονα. Πολύ περισσότερο, που και τα δύο κράτη σήμερα, η Ελληνική και η Κυπριακή Δημοκρατία, εξασθενημένα από την σφοδρή οικονομική κρίση, στερούνται διπλωματικού κεφαλαίου και συμμαχιών, ενώ το διεθνές περιβάλλον καθίσταται διαρκώς ασταθέστερο.

Αναμένονται βεβαίως πάντα οι αντιδράσεις των πολιτικών δυνάμεων και των πολιτών. Στην Κύπρο το ΔΗΚΟ, υπό τον Νικόλα Παπαδόπουλο, διαφώνησε ανοιχτά με τις πρωτοβουλίες του Προέδρου Αναστασιάδη και αποχώρησε από την κυβέρνησή του. Το ΑΚΕΛ τηρεί επιφυλακτική στάση, καθώς οι οπαδοί του είναι αποδεδειγμένα εχθρικοί προς το σχέδιο Ανάν, ενώ η ηγεσία είναι βαριά τραυματισμένη από την αποτυχημένη διακυβέρνηση του Προέδρου Χριστόφια. Τα υπόλοιπα «αντι-ανανικά» κόμματα είναι σκόρπια.

Στην Ελλάδα επικρατεί επιφυλακτικότητα. Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς είχε ταχθεί ανοιχτά εναντίον του Σχεδίου Ανάν, τώρα σιωπά· και είναι γνωστό ότι οι σχέσεις του με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη δεν είναι οι καλύτερες. Ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμως κρατά πολύ προσεκτική στάση δια του προέδρου του, Αλέξη Τσίπρα· ο οποίος θυμάται τον υπερβάλλοντα φιλοανανικό ζήλο του προδρόμου Συνασπισμού το 2004, και ασφαλώς γνωρίζει ότι τα παρόντα διακυβεύματα είναι απείρως σοβαρότερα. Το ΚΚΕ και οι ΑΝ.ΕΛ. τάσσονται εναντίον της κοινής διακήρυξης. Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα γνωρίζουν ότι κάθε βεβιασμένη κίνηση και κάθε τετελεσμένο στο Κυπριακό μπορεί αίφνης να αποκτήσει εξαιρετικά βαρύνουσα σημασία στο εσωτερικό μέτωπο, με απρόβλεπτες συνέπειες.

Η ζαριά του Γ. Α. Παπανδρέου αιφνιδίασε και αποδιοργάνωσε. Τον ελληνικό λαό σίγουρα, ίσως και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ενεργώντας ως παράφρων μεταβλητή, ο απομειωμένος πρωθυπουργός μιας χώρας διεφθαρμένων με απομειωμένο πλην άβάσταχτο χρέος, τροφοδότησε επικά πρωτοσέλιδα και τηλεοπτικά δελτία, άλλαξε την ατζέντα του G20, αιφνιδίασε τα κόμματα και, κυρίως, κεραυνοβόλησε τον ελληνικό λαό ζητώντας του να απαντήσει σε ένα εκβιαστικό δίλημμα και να αναλάβει την ιστορική ευθύνη των μελλουσών γενεών. Σε ένα δίλημμα στο οποίο ο ίδιος δεν κατόρθωσε να απαντήσει, αν υποθέσουμε ότι το έθεσε.

Οπωσδήποτε υπάρχει ένας τρελός χρονισμός στις κινήσεις του Γ. Α. Παπανδρέου: τα έκανε όλα ανάστροφα. Πρώτα μετέτρεψε το χρέος σε αβάσταχτο, αντάλλαξε το χρέος με ελευθερία, έκανε μυστική διπλωματία, είπε ψέματα, μισές αλήθειες, δημαγώγησε, σχεδόν περιφρόνησε τη λαϊκή βούληση, και κατόπιν, όταν απέτυχε σε όλους τους αυτοσχεδιασμούς του, εστράφη στο λαό και του ζήτησε συμμετοχή, βούληση και ευθύνη· και μόνο τότε θυμήθηκε ότι μπορεί να διαπραγματευθεί με τόλμη. Αλλά τώρα, τυπικά, έχει κάψει πολλά χαρτιά. Και κυρίως έχει κάψει το λαό του: τον έκανε πένητα, αναξιοπρεπή και έξαλλο, απεγνωσμένο ― και μάλλον δεν το αντιλαμβάνεται καν. Ισως ποτέ δεν αντελήφθη αυτό τον δύστροπο, κυκλοθυμικό λαό, τις πλούσιες αμφίστομες παραδόσεις ηρωισμού και ποταπότητας, το φιλόσοφο λόγο του, το αίσθημα του δίκιου και της ελευθερίας,τις εικονίσεις τους στη δημώδη και τη λόγια ποίηση. Ισως ποτέ δεν κατάλαβε σε ποια βαθιά ιστορική κοινωνία ζούσε, ένας πολίτης της open society ο ίδιος. Ισως πάλι να νόμισε ότι Ελλάδα ίσον ΠΑΣΟΚ ― αυτό που μίσησε και το εξουσίασε ως πρίγκηψ.

Κάθε άνθρωπος πιστεύει ενδομύχως στα θαύματα· κι αν βρίσκεται υπό πίεση, πολύ περισσότερο. Καθώς η λιτότητα, οι φόροι και η φτώχεια σκέπαζαν ανά κύματα τους Ελληνες, η πίστη στο θαύμα δυνάμωσε: κάτι θα συνέβαινε, μια σωτήρια επέμβαση, ένα Ναυαρίνο, η Υπέρμαχος Οδηγήτρια στα τείχη εναντίον των Αβάρων, κάτι, και η ζωή θα επέστρεφε στον περασμένο ρυθμό, ίσως ψαλιδισμένη, αλλά όχι ριζικά άλλη, όχι τρομακτικά άλλη. Η ρουτίνα είναι το αποκούμπι της ζωής.

Ακόμη και η κρίση φτιάχνει τη δική της ρουτίνα. Οι άνθρωποι προσαρμόζονται, ζαρώνουν, φυλάγονται, αλλάζουν στρατηγικές επιβίωσης. Αντιλαμβάνονται αλλιώς τον χρόνο: όσο πυκνώνει ο χρόνος, τόσο επιταχύνουν οι άνθρωποι τις αντιδράσεις τους. Κι αρχίζουν να βλέπουν άλλη τη ζωή, τις αξίες της, τα χρειώδη.

Το δημοψήφισμα Παπανδρέου φέρνει τρόμο διότι ανατρέπει ακόμη και τη ρουτίνα της κρίσης. Διότι πυκνώνει αφόρητα τον χρόνο,την υλικότητά του, τόσο πολύ που ο χρόνος καταρρέει μέσα σε μια μαύρη τρύπα. Ετσι το αισθάνεται ο κόσμος, ο ήδη εξουθενωμένος από τις αλλεπάληλλες, συνεχιζόμενες ανατροπές, τη διαρκή συρρίκνωση του μέλλοντος. Ωστόσο η παράφρων μεταβλητή του Γ. Α. Παπανδρέου μπορεί να κρύβει το θαύμα. Οχι με την έννοια της ακαριαίας σωτηρίας, ούτε καν της βραχυμεσοπρόθεσμης. Αλλά με την έννοια ότι απότομα, βίαια, φέρνει το μέλλον πιο κοντά μας ― πέραν του καλού και του κακού. Απλώς, φέρνει το μέλλον εδώ, στο παρόν, με έναν σπασμό, που μπορεί να είναι σπασμός ωδίνης, μπορεί να είναι σπασμός βαθύτερου άλγους, οπωσδήποτε όμως δεν είναι ο ύστατος σπασμός: ένας λαός, μια χώρα, μια διάρκεια, σαν της Ελλάδας, δεν τελειώνουν έτσι, με έναν σπασμό, με ένα δίλημμα, μια ασθένεια, όσο βαριά κι αν είναι. Ναι, βεβαίως, λαοί μεσουράνησαν και έσβησαν παλαιότερα, και τους θυμούνται μόνο οι ειδικοί ιστορικοί, αλλά δεν είναι αυτή η περίπτωση τώρα: ενδεχομένως να βιώνουμε την αρχή του τέλους του ελληνισμού, όπως τον γνωρίσαμε και τον ζήσαμε, με εκλάμψεις και υφέσεις, ενδεχομένως να πορευόμαστε προς μια ετέρα μορφή ελληνικού βίου, εν Ελλάδι και αλλαχού, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι το τέλος. Δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχουν ρήγματα και τομές, φαράγγια, αλλά και πάντα μια όχθη απέναντι, ένα Βορειοδυτικό Πέρασμα.

Η απειλή αιφνίδιας κατάρρευσης μπορεί να είναι το θαύμα. Δηλαδή, να είναι το τέλος της πίστης στο θαύμα και η βίαιη επαναφορά στην πίστη στον εαυτό, η επαναφορά στην αυτοπεποίθηση, στην ευθύνη, στην ιστορικότητα. Και η εκτόξευση στην ώριμη παγκοσμιοποίηση.

εικόνα: ALEKSANDRA WALISZEWSKA

Ο ύπνος της 3ης Νοεμβρίου γέννησε τέρατα. Προτού κοιμηθούμε είχαμε δει τους Σαρκοζί και Μέρκελ να ταπεινώνουν την Ελληνική Δημοκρατία, υπαγορεύοντάς της το θέμα και την ημερομηνία του δημοψηφίσματος που εκόμισε ο Γ. Α. Παπανδρέου στις Κάννες. Είχαμε αντιληφθεί ήδη ότι η κίνηση Παπανδρέου, να θέσει σε δημοψήφισμα τους οικονομικούς και πολιτικούς όρους του κουρέματος, θα προκαλούσε την αντίδραση της ηγεσίας της Ε.Ε. και θα έβαζε τον ελληνικό λαό ενώπιον ενός εκβιαστικού και αδιέξοδου διλήμματος. Δεν είχαμε αντιληφθεί ωστόσο πόσο μακριά μπορούσε να φτάσει ο Γ. Α. Παπανδρέου το παίγνιο Win-Win στον λαβύρινθο των τακτικών ελιγμών. Μας εξέπληξε, παρότι ο ίδιος δεν κατανοεί την έκπληξή μας ― ίσως διότι δεν κατανόησε πώς κατασπατάλησε διπλωματικό κεφάλαιο και εθνική αξιοπρέπεια στις Κάννες, όταν στήθηκε στον διάδρομο για να εξηγήσει πώς εδάρη από τη Γερμανίδα καγκελάριο και τον Γάλλο πρόεδρο.

Πράγματι, ίσως ο κ. Παπανδρέου να μην καταλαβαίνει τίποτε απ’ όσα καταλαβαίνουν οι Ελληνες πολίτες: πώς καταλαβαίνουν τους υλικούς και ψυχικούς όρους της κρίσης, πώς αντιλαμβάνονται την ύπαρξή τους με όρους ιστορικής συνέχειας, πώς βιώνουν τον τόπο, τη γλώσσα, την παράδοση, τη συμβολική κληρονομιά, πώς αντιλαμβάνονται το ήθος και το έθος ― αυτά μάλιστα με την αριστοτελική έννοια. Κατά τούτο είναι ερμηνεύσιμη η εμμονή του σε μια γλώσσα μεταμοντέρνου σχετικισμού, που πολλά λέγει και ουδέν σημαίνει, η εμμονή του σε φόρμες χωρίς περιεχόμενο, και, κυρίως, η εμμονική του προσήλωση σε μια διακυβέρνηση απευθυνόμενη στην οικουμένη και ποτέ στη χώρα του.

Αυτό που προξενεί όμως την πιο αλγεινή εντύπωση, στην παρούσα ιστορική στιγμή, την ιδιαιτέρως δραματική, είναι η νοσηρή εξουσιομανία και ο αμοραλισμός που εκπέμπει η πολιτική πράξη του πρωθυπουργού. Καμώνεται πώς αγνοεί ό,τι ο ίδιος έχει προκαλέσει, μεταβιβάζει ανέμελα την ιστορική του ευθύνη στον λαό όταν και όπως το θυμάται, σαν να αγνοεί ή και να προσπερνά συνειδητά τον πυρήνα του δημοκρατικού βίου: την αυτοκριτική, τη σύνθεση, την εναλλαγή, την υποχώρηση, την αποχώρηση. Αυτό το τελευταίο κυρίως: ως προρφυρόγεννητος, ο κ. Παπανδρέου αδυνατεί να κατανοήσει ότι υπάρχει ζωή εκτός εξουσίας.

Ο κ. Παπανδρέου, και μαζί του το όλον ΠΑΣΟΚ, φθαρμένοι ανεπανόρθωτα από την μακρά παραμονή στην εξουσία, θεωρούν ότι Ελλάδα είναι οι ίδιοι. Εχασαν όχι μόνο το αριστοτελικό ήθος και το έθος, αλλά και κάθε επαφή με τη δεινή πραγματικότητα. Η πραγματικότητα θα τους επισκεφθεί τιμωρητική σύντομα, αλλά δυστυχώς αυτή η τιμωρία ελάχιστα θα ανακουφίσει τις οδύνες των πολιτών.

Η εξαγγελία δημοψηφίσματος από τον πρωθυπουργό Γ. Α. Παπανδρέου αιφνιδίασε τους πάντες: λαό, κόμματα, βουλευτές, ΜΜΕ, Ευρωπαίους. Και τους έφερε όλους απέναντί του. Δημοψήφισμα που ζητεί ένα ναι ή ένα όχι, σε ποιο ερώτημα; Ενας υπουργός της κυβέρνησης, ο Χ. Καστανίδης, το περιέγραψε έτσι: «Το ερώτημα που θα τεθεί είναι αν η δανειακή σύμβαση, συνοδευόμενη από τα παραρτήματα, γίνεται αποδεκτή από τον ελληνικό λαό».

Το Μνημόνιο του 2010 ήταν ένα νομοτεχνικό κείμενο στα αγγλικά, περίπου 1.300 σελίδες, και ακολούθησαν άλλα επικαιροποιημένα μνημόνια. Το νέο Μνημόνιο του κουρέματος θα είναι ανάλογο κείμενο, ίσως και μεγαλύτερο μαζί με τα παραρτήματα. Προφανώς ουδείς ψηφοφόρος θα προλάβει να το μελετήσει και να το κατανοήσει έως τον Ιανουάριο του δημοψηφίσματος. Αρα, μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι το δημοψήφισμα, εάν διεξαχθεί, θα διεξαχθεί βάσει ενός αδρού, ωμού διλήμματος, προς το οποίο αναπόφευκτα θα πιέσουν όλες οι πλευρές: Ναι ή όχι; Υπό ποικίλες μορφές: Να πάρουμε τα λεφτά του δανείου, ναι ή όχι; Να πληρώσουμε μισθούς – συντάξεις, ναι ή όχι; Ευρώ ή δραχμή; Ευρώπη ή Σομαλία; Φως ή σκοτάδι;

Πώς μπορεί ο δοκιμαζόμενος και σκοτεινιασμένος Ελληνας πολίτης να σκεφτεί και να αποφασίσει πάνω σε τέτοια εκβιαστικά διλήμματα; Τα οποία ουσιαστικά του δίνουν μόνο το περιθώριο να επιλέξει τρόπο αφανισμού του; Πώς μπορεί να διεξαχθεί υπό αυτούς τους εκβιαστικούς όρους η απολύτως αναγκαία συζήτηση για το πώς και προς τα πού θέλουμε να πορευτούμε σαν κοινωνία και χώρα, από δω και στο εξής; Μετά τη χρεοκοπία, μετά την αφροσύνη, σε αντίξοο γεωπολιτικό περιβάλλον;

Πάνω στην κόψη του καιρού, του πιο πυκνού και δραματικού ιστορικού χρόνου που έχουν ζήσει οι Ελληνες εδώ και δύο γενεές, ο Γ. Α. Παπανδρέου, συρόμενος πίσω από εξελίξεις που ο ίδιος πυροδότησε αλλά τον ξεπέρασαν, ρίχνει μια προσωπική ζαριά, ιδιοτελή. Η ζαριά επανορίζει προσώρας το πολιτικό πεδίο, στο οποίο ο ίδιος έχει ηττηθεί ήδη από τον περασμένο Ιούλιο του Μεσοπρόθεσμου, αλλά η ζαριά δεν μπορεί να αναστρέψει τη ροή του χρόνου και τα τετελεσμένα. Το game Δημοψήφισμα δεν οδηγεί σε Win-Win καταστάσεις, η νίκη του παίκτη δεν συνεπάγεται και νίκη της χώρας. Το παίγνιο αυτό εγκυμονεί τον διχασμό του λαού και την περαιτέρω φθορά της κλονισμένης χώρας. Το δημοψήφισμα θα φέρει διχασμό τύπου Σχεδίου Ανάν, χωρίς όμως τη λύτρωση του τότε Οχι: Η Κύπρος δεν καταστράφηκε, απεναντίας εισήλθε στην Ε.Ε. κυρίαρχη και με πλουτοφόρο ΑΟΖ – εδώ όμως πιθανόν να δρομολογηθεί έξοδος και απομόνωση.

Κανένα δημοψήφισμα δεν μπορεί να δώσει αυτό που ζητείται απεγνωσμένα σήμερα: ηγεσία που να εμπνέει, ενότητα λαού, εθνικό σχέδιο διάσωσης, δράση άμεσα, τώρα. Οι εκλογές θα ήσαν μια κάποια λύσις.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.894 hits
Αρέσει σε %d bloggers: