You are currently browsing the tag archive for the ‘δημοκρατία’ tag.
«Προβληματισμός στις τάξεις της αριστεράς για τον Αλέξη, το Άγιο Όρος και τους Ζαπατίστας; Μια λέξη μόνο: Μανταμάδος, 98% ΚΚΕ (κάποτε) και χριστανοί μέχρι το κόκκαλο. Έτσι για το διαλεκτικό υλισμό και την αλητεία της υπερβατικότητας.» Ετσι απάντησε στα σχόλια για την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Αγιο Ορος ο πολιτικός επιστήμων και επιχειρηματίας Γιώργος Παπαναγιώτου ― στο facebook βεβαίως, στον χλοερό λειμώνα του αθεϊσμού και του αντικληρικαλισμού.
Ο αγγλοσπουδασμένος Γ.Π. βεβαίως, εκτός από βρετανικό χιούμορ, διαθέτει ελληνική μνήμη. Και γράμματα γνωρίζει. Μπορεί να θυμάται λόγου χάρη ότι σπουδαίοι ποιητές, που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αντιδραστικοί, συντηρητικοί ή θεούσες, έχουν γράψει αξέχαστες σελίδες που τις διαπερνά μεταφυσικό ή θρησκευτικό ρίγος: Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Τάσος Λειβαδίτης, Νίκος Καρούζος, Βύρων Λεοντάρης. Και με το παράδειγμα του Μανταμάδου Λέσβου υποδεικνύεται ακριβώς η αναχώνευση των ποικίλων παραδόσεων στο σώμα του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Εικάζω τέτοια θα ήταν, μεταξύ άλλων, η συζήτηση του κ. Τσίπρα με τον π. Βασίλειο Γοντικάκη, τον ιερομόναχο που συνέπαιρνε με τον εμπνευσμένο λόγο του τους αμφισβητίες φοιτητές στη δεκαετία του ‘80. Θα ωφελούσε πολλούς δοκησίσοφους η συνακρόαση.
Νομίζω ότι αυτό είναι το πολιτιστικό υπόστρωμα της επίσκεψης Τσίπρα στην αθωνική πολιτεία: αναγνωρίζει την πολυστρωματική και πολυδιάστατη παράδοση που αρδεύει τη σύγχρονη ζωή. Η Εκκλησία είναι ουσιώδες συστατικό στοιχείο της νεοελληνικής ταυτότητας, απ’ όποια πλευρά κι αν το δεις, με θετικές και αρνητικές αποτιμήσεις. Αρκεί να δεις και να επικοινωνήσεις με τη ζώσα Εκκλησία, το σώμα πιστών, πάντων ημών των βαπτισθέντων, και όχι να τη συρρικνώσεις στα μέτρα της επίσημης διοικούσας Εκκλησίας. Εκκλησία δεν είναι κάποιοι καμαρωτοί αρχιμανδρίτες και ξιπασμένοι δεσπότες· είναι οι ανώνυμοι πιστοί, οι θερμοί, οι χλιαροί, οι σιωπηλοί, οι ταπεινοί λευίτες, οι απόκληροι. Οπως ακριβώς όταν μιλάμε για Δημοκρατία δεν την ταυτίζουμε κατ’ ανάγκην με την τρέχουσα Κυβέρνηση, αλλά με την κοινωνία των πολιτών, τη ζωή και τους θεσμούς της.
Οι πούροι αριστεροί, οι ευλαβείς του ιστορικού υλισμού, οι αντικληρικαλιστές, οι φονταμενταλιστές φιλελεύθεροι, ας μην ανησυχούν άλλωστε: οι χριστιανοί στην Ελλάδα σήμερα είναι μικρή μειοψηφία, με αναλόγως μικρή πολιτική επιρροή· συμβιώνουν ταπεινά εντός της εκκοσμικευμένης κοινωνίας μας με τους άθεους, τους αγνωστικιστές, τους άπιστους, τους ετερόδοξους. Στα γεύματα της Εκκλησίας προσέρχονται όλοι, ανεξαρτήτως φυλής και πίστεως.
Ας δούμε και το πολιτικό υπόστρωμα της επίσκεψης: ως θεσμικό πρόσωπο, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δυνάμει πρωθυπουργός, αποδέχεται την πρόσκληση της Ιεράς Κοινότητας. Και επισκέπτεται την υπερχιλιόχρονη μοναστική πολιτεία, την αρχαιότερη του χριστιανικού κόσμου, όπως πράττουν αδιαλείπτως κορυφαίοι πολιτικοί απ’ όλο τον κόσμο, πνευματικοί ηγέτες, καλλιτέχνες, διανοούμενοι ― όλοι σαν προσκυνητές μιας συνεχούς χιλιετούς παράδοσης. Πολύ περισσότερο, που είναι Ελληνας, και ως Ελληνας δημοκράτης ηγέτης υποχρεούται να είναι συμπεριληπτικός όλων των Ελλήνων, σεβόμενος τις πεποιθήσεις και τις παραδόσεις όλων.
Δεν είναι υποκρισία λοιπόν, είναι πραγματισμός, άνοιγμα και σεβασμός, εκ μέρους ενός δημοκράτη πολιτικού. Ενα βήμα για να φτάσει η δημοκρατική αριστερά του 21ου αιώνα να πει τα λόγια του Πάπα Φραγκίσκου και στη θέση της Εκκλησίας να εννοεί τον εαυτό της: «Προτιμώ μια Εκκλησία μωλωπισμένη, πληγωμένη, βρώμικη επειδή ήταν έξω στους δρόμους, από μια Εκκλησία που είναι ανθυγιεινή διότι παρέμεινε περιορισμένη και προσκολλημένη στην ιδέα της δικής της ασφάλειας» (Εvangelii Gaudium – Η Χαρά του Ευαγγελίου, Νοέμβριος 2013).
Μια αυθεντική εμπειρία του ελληνικού καλοκαιριού είναι η αδιαμεσολάβητη επαφή με τη φύση. Οσο λίγο κι αν διαρκεί. Αρκεί μια στιγμή βύθισης στον τόπο, στη θάλασσα, στα βουνά, στα φρυγμένα σπαρτά· μια στιγμή μοναχικής ενατένισης, η νυκτερινή ακρόαση του τριζονιού και του γρύλλου, η βαθύτερη συναίσθηση της φθαρτότητας και του θαύματος.
Ναι, βοηθά το καλοκαίρι να νιώσουμε τη βαθύτερη ουσία της ζωής: την καταλαγή, την αρμονία, την αγάπη, την ήρεμη αποδοχή του άλλου μες στην παντοτινή δημοκρατία του θέρους. Ας είναι και κακόγουστη αυτή η δημοκρατία, δεν πειράζει· ο τόπος, η θάλασσα, το φως, περισσεύουν, τους χωράνε όλους.
Ναι, βοηθά ο μεσογειακός Αύγουστος των πλούσιων καρπών, της φωτοχυσίας, της Παναγίας. Το αισθάνεσαι καθώς βγαίνεις το σούρουπο στο προαύλιο εξοχικού ναού, μετά τον Εσπερινό και τον Παρακλητικό Κανόνα της Θεοτόκου. Ηχούν ακόμη στ’ αυτιά ο λυρισμός, η ταπεινωμένη αυτογνωσία, η ικεσία και το πάθος: Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε… Περιστάσεις και θλίψεις και ανάγκαι εύροσαν με, Αγνή, και συμφοραί του βίου… Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων…
Ηχούν οι ψαλμωδίες των τρυγόνων προσκυνητριών ανά το πανελλήνιον, που ζητούν μεσιτεία από την Μητέρα, ηχούν τα τραγούδια των πουλιών και των τζιτζικιών στον πευκώνα, οι φωνές των νηπίων με το τόπι, οι παφλασμοί κολυμβητών του λυκόφωτος. Ηχεί το μυστικό και διαρκές μήνυμα της αλληλοπεριχώρησης: να ζήσουμε εν δικαιοσύνη, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν. Αυτό το μήνυμα απευθύνεται σε εμάς τους δοκιμαζόμενους της κρίσης, για το πιο ανησυχητικό της σύμπτωμα: το μίσος και τη διχόνοια, τη διάχυτη πηχτή κακία, την πεισμωμένη βλακεία, την αδικία. Επικράτησαν. Και μας διαμελίζουν.
Ας θυμηθούμε πάλι τον αυγουστιάτικο ρεμβασμό του Παπαδιαμάντη για τη σκληρότητα, το πείσμα, την οργή.
H δήλωση του Γαβριήλ Σακελλαρίδη για τον επιχειρούμενο εκβιασμό του με αφορμή την ιδιωτική του ζωή προκάλεσε κινήσεις συμπαράστασης ποικίλης προελεύσεως, κυρίως επειδή μια τέτοια απειλή δεν στρέφεται εναντίον ενός μεμονωμένου συμπολίτη ή ενός δημοσίου προσώπου, αλλά εναντίον όλων. Η συζήτηση που ξεδιπλώνεται αφορά πλέον το όριο μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, αφορά το όριο μεταξύ πολιτικής ηθικής και κανιβαλικής ηθικολογίας, αφορά έναν συγκεκριμένο τρόπο επιτήρησης και τρομοκράτησης μέσω της πληθωρισμένης νοσηρής δημοσιότητας, αφορά εντέλει την ουσία και τους όρους λειτουργίας της δημοκρατίας.
Δυστυχώς, στη διάρκεια της μεταπολίτευσης γίναμε μάρτυρες αρκετών περιπτώσεων ανθρωποφαγίας και ωμών εκβιασμών εν ονόματι πάντα της δημοσιότητας, δηλαδή της διασποράς ηδονοβλεπτικών ωμοτήτων προς βρώσιν του χαχανίζοντος κοινού. Κατ’ ουσίαν όμως οι λεγόμενες αποκαλύψεις και οι επιθέσεις κατά προσώπων συνέβαιναν για προσπορισμό κέρδους, έμμεσου ή άμεσου. Είναι περιττό να αναφερθούμε στις γνωστές θλιβερές περιπτώσεις φωτογραφιών, φημολογιών, ιταμών επιθέσεων, με αφετηρία πάντα την κρεβατοκάμαρα. Δράστες, άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται δημοσιογράφοι, εκδότες, αυτόκλητοι Ρομπέν των δασών και Ζορρό.
Μας έπνιξαν. Και συνεχίζουν να μας βουλιάζουν. Γιατί τους ανεχθήκαμε. Και γιατί μερικοί, όμοιοι τους, τους προστάτευσαν για να τους χρησιμοποιήσουν στο μέλλον. Ιδιοι τότε και τώρα και πάντα. Να τι γράφαμε τον Ιανουάριο του 2008 για μια ανάλογη υπόθεση, την υπόθεση Ζαχόπουλου:
«Κι όμως, τους περισσότερους από τους θλιβερούς πρωταγωνιστές της κρίσης, της σημερινής και κάθε πρόσφατης, τους ξέρουμε. Γνωρίζουμε το ποιόν τους, την ηθική αντοχή τους, τη συμπεριφορά τους. Ξέρουμε τι τσακάλια κρύβονται πίσω από τις μάσκες Ζορρό, τι ύαινες υποδύονται τους Ρομπέν των Δασών, πόσο εξωνημένοι και διαβλητοί είναι οι νεοκυνικοί καραγκιόζηδες, οι δήθεν διασκεδαστές, ξέρουμε πόσο ανίκανοι και φουκαράδες, πόσο ευάλωτοι και πεινασμένοι, είναι οι κάθε λογής αξιωματούχοι. Τους γνωρίζουμε.
»Και δυστυχώς τους έχουμε ανεχθεί. Πάνω στη ράχη της ανοχής μας, της αιδήμονος ή και οργίλης σιωπής μας, οι άθλιοι απέκτησαν πλούτο, φήμη, δύναμη. Τους ανέχθηκαν δικαστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πιεζόμενοι, εκβιαζόμενοι, κολακευόμενοι, ή απλώς αδιαφορούντες. Και η ζούγκλα θέριεψε, κατέλαβε όλο τον διαθέσιμο χώρο, η λοιδωρία αδυνάμων βαφτίστηκε σάτιρα, τα πορνοανέκδοτα βαφτίστηκαν χιούμορ, το κράξιμο βαφτίστηκε κριτική, τα πτώματα και οι κρεβατοκάμαρες έγιναν πρωτοσέλιδα και πρωτοβίντεο, ο κανιβαλισμός έγινε επάγγελμα.
»Τα βλέπαμε όλα αυτά. Τα ξέραμε. Τους ξέραμε. Και αυτοί έθαλλαν θρασείς, λειτουργοί των Αγίων Μέσων, μες στην καχεκτική δημοκρατία των επικοινωνιών και του cool σχετικισμού.
»Ομως η ξεφτίλα δεν αυτορρυθμίζεται, δεν φρενάρει από μόνη της. Το ψέμα διαστέλλεται διαρκώς, αυτοτροφοδείται, γίνεται θέαμα καυτό για το πλήθος των ανδράποδων: παρακολουθούμε ηδονικά τη βύθισή μας. Εως το σημείο πνιγμού.» (Στη ράχη της ανοχής, 19.01.2008)
Ελπίζαμε τότε ότι η πολιτική κοινωνία θα νικούσε μακροπρόθεσμα· ότι θα κέρδιζε την ύπαρξή της στον μη βιασμένο, τον βαθύ χρόνο της πολιτικής και της ιστορίας· ότι δεν θα άφηνε να την δυναστεύει ο εκβιαστής, ο υποκριτής, ο ανθρωποφάγος. Δεν ήρθε αυτή η ώρα. Τα δηλητηριώδη παράσιτα θεριεύουν πάλι, μέσα σε πολιτικά και κοινωνικά ερείπια. Ελπίζω να βρούμε το συλλογικό σθένος, την πυγμή και τη νηφαλιότητα για να τα ξεριζώσουμε, αν όχι για πάντα, τουλάχιστον για όσο χρειάζεται να σηκωθούμε στα πόδια μας αξιοπρεπείς και ελεύθεροι. Ας αρχίσουμε από κάπου.
Τις επόμενες εβδομάδες η συνομιλία με το κοινό της «Καθημερινής» θα αραιώσει. Αλλά δεν θα χαθούμε, θα ξαναβρεθούμε, ό,τι κι αν συμβεί. Προς το παρόν θα εκτεθώ στην κρίση των συμπολιτών σε ένα πεδίο άλλο από το οικείο της εφημερίδας που με στεγάζει είκοσι δύο χρόνια, εντούτοις όχι τόσο μακρινό: στο πεδίο των εκλογών. Θα είμαι υποψήφιος ευρωβουλευτής, συνεργαζόμενος με τη λίστα του ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί; Ας πούμε ότι είναι μια καμπή στη μακρά διαδρομή στον δημόσιο χώρο. Από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, χρόνια σχολικά για μένα, έως τα χρόνια της κρίσης. Σε αυτό το διάστημα πολλά άλλαξαν στην Ελλάδα, στην κοινωνία, στα ήθη· οι άνθρωποι αλλάξαμε. Η πολιτική ζωή άλλαξε: τα αιτήματα, τα συνθήματα, οι προσδοκίες, οι σχέσεις, οι οργανωμένοι σχηματισμοί, οι συνειδήσεις. Η οικονομία πληγώθηκε. Τώρα αλλάζει γοργά και ο κοινωνικός σχηματισμός, παρότι δεν το βλέπουν όλοι από την ίδια γωνία θέασης: άλλοι έχουν πέσει, πολλοί· άλλοι ισορροπούν, έστω δύσκολα· άλλοι ολίγοι δεν πλήττονται από την κρίση. Ολοι αντιλαμβάνονται ότι κάτι αλλάζει, βαθιά. Πολλοί αντιλαμβάνονται αυτή την αλλαγή σαν ένα παντοδύναμο χέρι που μας αρπάζει και μας εκσφενδονίζει σε σκοτεινά τοπία, ανεξερεύνητα.
Αυτό αισθάνομαι κι εγώ: σαν να ανοίγονται μπροστά μας δρόμοι, δρόμοι παλιοί και νέοι, ξεχασμένοι και απερπάτητοι, σκονισμένοι απ’ τη λήθη, τυλιγμένοι απ’ την ομίχλη του μέλλοντος. Είναι οι διακλαδώσεις της ιστορίας, εκεί όπου όλα είναι δυνατά, ανοίγουν όλα τα ενδεχόμενα, εκεί που νιώθεις όμως ότι δεν τα ορίζει όλα η τύχη, αλλά το φρόνημα και η βούληση, η φρόνηση και η τόλμη, η απόφαση και η ευθύνη της πράξης.
Σε αυτό τον κόμβο ο καθείς ακούει την κλήση του. Και δεν έχεις περιθώριο να κρυφτείς από το μέλλον, να αδρανήσεις πάνω στις ράγες της συνήθειας. Επώδυνα, με πολλές αμφιβολίες, με επιφυλάξεις, με τα βάρη της ηλικίας και τις υποχρεώσεις του βίου, με παλινδρομήσεις – ακούς την κλήση, βλέπεις έναν φανό να τρεμανάβει στο βάθος. Ζυγίζεις. Αποφασίζεις. Βγαίνεις σαν υπνοβάτης από το παλιό σου δέρμα και εισχωρείς στη λεπτή ομίχλη του μέλλοντος, οδηγημένος από τον προσωρινό φανό. Εκεί βρίσκεται η νέα Ελλάδα, τεμνόμενη με την αναδυόμενη νέα Ευρώπη, συναρτημένη με τον αναδυόμενο περίπλοκο κόσμο.
Η ευτυχής τομή ωστόσο δεν θα προκύψει μόνη της, είναι δικό μας έργο να την ορίσουμε και να την κάνουμε να βλαστήσει· θα είναι καρπός της βούλησης και των ενεργειών μας. Στα πεδία της Ευρώπης θα δοθούν σκληρές μάχες, πολιτικές και πνευματικές, που θα αλλάξουν τον ρου της ιστορίας. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, με τον δικό μας σχεδιασμό, σύμφωνο με τις δικές μας ανάγκες, με τις δυνάμεις μας και τη φυσιογνωμία μας, σε αλληλεπίδραση με ό,τι δημιουργικό και ελπιδοφόρο συμβαίνει στην Ευρώπη, για την ανοικοδόμηση μιας Ελλάδας που θα τρέφεται από ελευθερία και δημοκρατία, και θα ανατρέπει τις βάρβαρες ανισότητες που γεννά η κρίση.
Κάτι αλλάζει στην Ευρώπη, και τώρα είναι ευκαιρία να ακουστεί η φωνή των σιωπηλών, των θυμάτων, των φοβισμένων, των λαχταρισμένων, των αποφασισμένων, των υπερήφανων, των αγωνιστών της ζωής, των νέων, των μεσήλικων, των βετεράνων της εργασίας, να ακουστεί η φωνή των Ελλήνων. Σε αυτές τις φωνές προσθέτω τη δική μου φωνή και τη δική μου πράξη. Τόσο.
Καθημερινή, 15.04.2014 / φωτ.: Αλέξανδρος Φιλιππίδης
Από προχθές η Ελληνική Δημοκρατία βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα βίντεο κακής ποιότητας. Τα όσα λέγονται στην υποκλαπείσα συνομιλία Μπαλτάκου-Κασιδιάρη, με τον τρόπο και στο περιβάλλον όπου λέγονται, δεν αφορούν προφανώς μόνον τους συνομιλητές ούτε καν μόνο τους αναφερόμενους. Στο βίντεο διασύρονται η υπαρκτή δημοκρατία και οι θεσμοί της.
Οι λέξεις, οι εκφράσεις, οι χειρονομίες, το όλο πνεύμα προσέγγισης κορυφαίων θεσμικών προσώπων δείχνει την πολιτική λειτουργία σαν διαρκή συναλλαγή εν κρυπτεία, σαν αλυσίδα συνωμοσιών, στην καλύτερη περίπτωση σαν αδιάκοπους τακτικούς ελιγμούς σύμφωνα με ένα δόγμα: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Ποιος είναι ο σκοπός; Οι ψήφοι των αγανακτισμένων, παρασυρθέντων, ακροδεξιών που μετανάστευσαν στη Χρυσή Αυγή – η προφανέστερη εκδοχή. Ας πάμε βαθύτερα: Η εξουσία. Η νομή της εξουσίας, παντί τρόπω, ακόμη και με τίμημα την αλλοίωση της δημοκρατικής ουσίας του κράτους.
Το βίντεο δεν είναι η επιτομή της λεκτικής χυδαιότητας μόνο, είναι και επιτομή του πιο ωμού αμοραλισμού, μια βαλκανομαφιόζικη εκδοχή μακιαβελισμού. Η πολιτική στον κοινοβουλευτισμό διεξάγεται με όρους ιδιοτελούς συμφέροντος, εντοπιότητας, μικρονιτερέσου, θρησκευτικής συνάφειας και συνωμοσιολογίας. Η κατασκευή και δημοσιοποίηση του βίντεο δείχνει, επιπλέον, ότι η πολιτική είναι συνωμοσία, εκβιασμός, εκδίκηση, ολοσχερής εξόντωση του αντιπάλου, είναι μια εκδήλωση ριζικού κακού.
Λέμε συχνά, στερεοτυπικά, ότι η ζωή αντιγράφει την τέχνη. Μερικοί είπαν ήδη ότι το βίντεο θύμιζε σαν κακέκτυπο το πολιτικό σίριαλ «House of cards». Αλλά ποιος είναι εδώ ο Φρανκ Αντεργουντ, ο βουλευτής που στρώνει με αίμα τον δρόμο προς την κορυφή; Κανείς.
Εδώ μόνο το αίμα της δημοκρατίας μένει χυμένο, σκόρπιο, σπαταλημένο. Εδώ, η ζωή αντιγράφει με τον πιο σαρδόνιο τρόπο τις κακότεχνες μυθοπλασίες του και λογοτέχνη Κασιδιάρη, την κακορίζικη αλαζονεία του κάθε ακροδεξιού, την οίηση και την ατιμωρησία ουτιδανών και τυχάρπαστων.
Αφεύκτως, η μνήμη ανασύρει μια ηχογράφηση από το παρελθόν: την υποκλαπείσα συνδιάλεξη των Μένιου Κουτσόγιωργα και Σταύρου Ψυχάρη, η οποία μετεδίδετο από τα ραδιόφωνα την εποχή του σκανδάλου Κοσκωτά. Ηταν σοκ, το ισχυρότερο σοκ που θυμάμαι από εκείνη την ταραγμένη εποχή, ακριβώς διότι η φόρμα συναρτάτο αδιάσπαστα με το περιεχόμενο: ο τότε απειλούμενος υπουργός εν τη απογνώσει του να σώσει τον ραγισμένο θρόνο του, εκφραζόταν με την ίδια ωμή χυδαιότητα που ακούσαμε από το δίδυμο Μπαλτάκου-Κασιδιάρη.
Μερικούς μήνες αργότερα, ο Κουτσόγιωργας έπεφτε ξέπνοος σαν δέντρο μες στο Ειδικό Δικαστήριο: «Δεν δύναμαι, κύριε πρόεδρε…» Σαν ομηρική αναπαράσταση Νεμέσεως.
Ελα με τη βέσπα, άνοιξαν οι ουρανοί, χαρά Θεού! Το επείγον τηλεφώνημα του Γιώργου με οδήγησε ως το μπαλκόνι, να διαπιστώσω το γλαυκό θάμβος πάνω απ’ τον Λυκαβηττό.
Δεν είχα καλοξυπνήσει, βρισκόμουν ακόμη στην προηγούμενη νύχτα, υπό βροχήν, στη μακριά συζήτηση με τον ομήλικο Χρήστο. Ψαύαμε ολονυχτίς καταγωγικά ίχνη, παγωμένες κουβέντες αμίλητων γερόντων, συναντήσεις με σαλούς και λεβέντες, πλαγιομετωπικές με καθάρματα, σκόρπιους στίχους, μυρωδιές χώματος και σβουνιάς, παρηγοριές εικόνων, μισό αιώνα σαν νερό, με ένδοξες ουλές και νέα τραύματα. Η συνομιλία ξετυλιγόταν ελικοειδώς, άλλοτε πυρετική κι άλλοτε σιγαλόφωνη, με ουσιώδεις παρεκβάσεις, με μόνο σχέδιο τη συνάντηση, την κοινωνία. Κατοπτρική εξομολόγηση στο διάσελο της ηλικίας, καταλύοντες ιχθύν και οίνον.
Από τη βροχερή νύχτα συγκρατώ ένα διαυγές μουρμουρητό, που ανεβαίνει ντροπαλά, σταθερά: Ποιοι είμαστε, ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε, τι ξεχάσαμε, τι χάσαμε, τι αφήσαμε πίσω, τι μπορούμε να γίνουμε. Συνεχώς αυτό. Στον πυρήνα του και σε όλη την υποδόρια έκταση, το ελληνικό πρόβλημα είναι πρόβλημα πολιτικό και διερώτηση ταυτότητας. Τίθεται εν χρόνω· όχι μόνο σαν συνέχεια εκ του παρελθόντος, αλλά κυρίως μες στη δυναμική του παρόντος: πώς αφομοιώνεις και μετουσιώνεις την παράδοση, πώς ισορροπείς στη διεθνή συγκυρία μετασχηματιζόμενος και προσαρμοζόμενος, χωρίς να χάσεις το πρόσωπό σου.
Το έθνος-κράτος τήκεται και μεταμορφώνεται μες στην άνιση ευρωπαϊκή συνομοσπονδία και την παγκοσμιοποίηση, η δημοκρατία αδυνατίζει από τις πολλές διαμεσολαβήσεις και τις παρακάμψεις της γενικής βούλησης, οι αποφασίζοντες για τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων δεν λογοδοτούν και δεν ελέγχονται. Η εργασία, η πρόνοια, η κατοικία, η ισότητα, ό,τι περιείχε το κοινωνικό συμβόλαιο από την αυγή των Φώτων έως σήμερα, βρίσκονται στον αέρα, χωρίς το παλαιό περιεχόμενο. Οι αγορές απαιτούν και κερδίζουν χώρο, ελευθερία κινήσεως, χρόνο· οι άνθρωποι της Ευρώπης περιορίζονται σε όλο και μικρότερο χώρο, με όλο και πιο ρηχές προσδοκίες, στριμωγμένοι στην ανάγκη. Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει πού θα καταλήξει αυτή η ταυτόχρονη άσκηση φυγόκεντρων δυνάμεων και κεντρομόλου ηγεμονισμού, η διελκυνστίδα μεταξύ άφωνων λαϊκών μαζών και άδηλων κέντρων ισχύος.
Το βλέπουμε καθαρά εδώ στην Ελλάδα, γιατί είμαστε οι πιο στριμωγμένοι απ’ όλους, διαθέτουμε το επώδυνο προνόμιο να προοικονομούμε το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών υπό τους πιο ακραίους όρους. Αυτή η επώδυνη προπόρευση μας κάνει πειραματόζωα και αποσυνάγωγους, μας προκαλεί ταυτοτική σύγχυση και αδυναμία χάραξης πορείας στα αχαρτογράφητα τοπία του αναδυόμενου κόσμου. Εντούτοις η πειραματική, μερική προοικονόμηση του γενικού μέλλοντος μπορεί να αποβεί σχετικό πλεονέκτημα, εφόσον κατορθώσουμε να απαντήσουμε στις προκλήσεις με κάποια επιτυχία, κυρίως αν απαντήσουμε στην πρόκληση του αυτοκαθορισμού, της ταυτότητας. Αν ανασυγκροτήσουμε λυσιτελώς μια ταυτότητα δυναμική, ευλύγιστη και συμπαγή, ικανή να αμβλύνει τις ανισότητες, να απαλείψει δευτερεύουες ή επίπλαστες αντιθέσεις, μια ταυτότητα που να συναιρεί δημιουργικά τις υπαρκτές αντιθέσεις παράγοντας ενέργεια και ώθηση, αντί για διχασμό και κανιβαλισμό.
Για να πετύχουμε αυτή την κατάσταση δυναμικού αυτοκαθορισμού, χρειάζεται να πορευτούμε στο ραγδαία μεταλασσόμενο διεθνές περιβάλλον με ένα είδος ριζοσπαστικού πραγματισμού. Ούτε δειλιάζοντας ούτε υπνοβατώντας. Ριζοσπαστικά, με την έννοια μιας πολυμήχανης πολιτικής που θα υπερβαίνει τα στερεότυπα του παρελθόντος, χωρίς να αγνοεί τα ουσιώδη διδάγματά του. Και πραγματιστικά, με την έννοια ότι επικεντρώνεται στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, υλικές και πνευματικές· στο ψωμί και στο όνειρο ταυτοχρόνως και ισοβαρώς, στις υλικές και ηθικές προϋποθέσεις του αξιοπρεπούς αυτόνομου βίου.
Για να πετύχουμε, χρειάζεται να γνωρίζουμε και να αισθανόμαστε ποιοι είμαστε· ούτε πιο σπουδαίοι ούτε ασήμαντοι. Χωρίς αυτοϋποτίμηση και επαρχιώτικα συμπλέγματα, χωρίς μειονεξία και δουλοπρέπεια, αλλά και χωρίς πρωτόγονους μηχανισμούς υπεραναπλήρωσης, αναδελφισμού και απομονωτισμού. Στις δύσκολες μέρες μας, περισσεύουν και οι δύο στάσεις παροξυμένες, εκδιπλώνονται συγκρουσιακά και αλληλοαποκλειόμενες. Αδρομερώς, μπορούμε να πούμε ότι πίσω από μια απατηλή πρόσοψη σύγκρουσης Δύσης και Ανατολής, εκσυγχρονισμού και λαϊκισμού, κρύφτηκε εντέχνως η διαπάλη για την κυριαρχία, μια διαπάλη με βαθύτερα κοινωνικά, ταξικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά ― τώρα, σαν λεηλασία επί ερειπίων. Η κρίση ρηγμάτωσε στην πρόσοψη, βάθυνε τα χάσματα και αποκαλύπτει εν τω βάθει ραφές και ουλές του ιστορικού σώματος, φωτισμένες επιπλέον απο την καινοφανή ανθρωπολογία της παγκοσμιοποίησης.
Απαντήσεις υπάρχουν. Η ομορφιά υπάρχει, εμείς πρέπει να την ανακαλύπτουμε, να ανασκάπτουμε, είπε ο Χρήστος. Στο βρεγμένο δάσος των Αγράφων, στη γλαυκή διαύγεια της Αττικής, σε αυτή την οικουμενικότητα.
ζωγραφική: Μποκόρος, Φωτισμένη σκιά, 2001
Η δήλωση του επιτρόπου Ολι Ρεν περί Ελλάδος υπό επιτήρηση έως τον μακρύ καιρό υπενθύμισε με πικρό τρόπο το Καστελόριζο του Γιώργου Παπανδρέου. Ο τότε πρωθυπουργός για να αναγγείλει την είσοδο της χώρας στο Μνημόνιο είχε επιλέξει το ακριτικό νησί, τη φυσική και συμβολική εσχατιά της επικράτειας. Για να αναγγείλει την έναρξη μιας ιστορικής περιόδου πόνων και δακρύων, αλλά και τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Η χονδροειδής σκηνοθεσία του Καστελόριζου μάλλον δεν ήταν προϊόν αφέλειας· κι αν ήταν, έδειχνε παρ’ όλ’ αυτά ανάγλυφο το μέλλον, για όσους μπορούσαν να το διακρίνουν: η χώρα εφεξής θα λειτουργούσε σαν γραφική καρτ-ποστάλ, σαν ένα πανέμορφο νησί, ξεμοναχιασμένο, διεκδικούμενο, μια γκρίζα ζώνη, με ανυπεράσπιστους κατοίκους και μια κεντρική διοίκηση πολύ μα πολύ μακρινή. Ο Γ. Παπανδρέου, πάντα ρηξικέλευθος και απρόβλεπτος, εσήμανε εξωλεκτικά για την ιστορική μετάβαση όσα δεν μπορούσε να χωρέσει κανένας λόγος: εθνική κυριαρχία και λαϊκή κυριαρχία ετίθεντο υπό περιστολή και επιτήρηση για όσο χρόνο θα κρατούσε η περιπέτεια του χρέους, άγνωστο πόσο.
Ο Ολι Ρεν είπε το προφανές, το αμοιβαία συμφωνημένο, και ψηφισμένο από τη Βουλή των Ελλήνων. Είπε αυτό που είχε αναγγείλει ο τότε πρωθυπουργός, το 2010, και όσα εγνώριζαν οι μετέπειτα πρωθυπουργοί, εκλεγμένοι ή μη. Άλλωστε, η συρρίκνωση του έθνους-κράτους κατά την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας ήταν γνωστή, καίτοι μη πλήρως κατανοητή, από την εποχή της Συμφωνίας του Μάαστριχτ και της ένταξης στην ΟΝΕ. Η πρόσφατη απόφαση για επιτήρηση των χωρών υπό μνημόνιο ελήφθη και με την ελληνική ψήφο· και ακολούθως από την επιτηρούμενη χώρα αφαιρέθηκε το δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Προφανές λοιπόν. Μια διαφορά: το 2010 το σοκ του καινούργιου ήταν τόσο σφοδρό, που ο καθείς προσπαθούσε καταρχάς να φανταστεί τη ζωή του, πώς θα επιζήσει στους δύσκολους καιρούς που θα έρχονταν. Κατάπληξη, οργή, στρατηγικές επιβίωσης, και κάποιες σπίθες ελπίδας ζωντανές ακόμη για διάσωση· η μεγάλη εικόνα, η ιστορική τροπή, δεν είχε γίνει αντιληπτή. Στα τέλη του 2013, μετά αλλεπάλληλες θυσίες και κύματα οριζόντιου κανιβαλισμού, η κρίσιμη μάζα των μεσοστρωμάτων αντιλαμβάνεται τη διάρκεια και το βάθος της ιστορικής μεταβολής. Και αντιλαμβάνεται την ιστορική μεταβολή σαν καταστροφή εν διαρκή προόδω. Σε αυτό τον αντιληπτικό ορίζοντα, η ατομική και κοινωνική υποβάθμιση αρχίζουν να συνδέονται με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και την περιορισμένη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Ότι αυτά τα φαινόμενα, σε άλλοτε άλλη έκταση, συμβαίνουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπό επιτήρηση ή και χωρίς επιτήρηση, ουδόλως παρηγορεί τον ελληνικό λαό, κατά τον έκτο χρόνο ύφεσης.
Ένας έμπειρος φίλος πρόσφατα βρήκε μια αναλογία της παρούσας εθνικής κατάστασης με την καταστροφή του 1922: τότε επλήγη ο εκτός κρατιδίου μείζων ελληνισμός, τώρα απειλούνται με σαρωτική αλλαγή οι όροι ύπαρξης του ελληνισμού εντός της επικράτειας. Η συνέχιση της παράτολμης αναλογίας ίσως είναι παρηγορητική: οι πληγές του ’22 επουλώθηκαν και οι πρόσφυγες μπόλιασαν ευτυχισμένα τον ισχνό κορμό. Η καταστροφή έδωσε και δημιουργικούς καρπούς, όχι μόνο συντρίμμια. Η γνώση αυτή όμως ήρθε εκ των υστέρων, πολύ αργότερα. Προς το παρόν, η αναλογία μάς βρίσκει στη φάση της εθνικής ταπείνωσης και της κοινωνικής αγωνίας, στη φάση της θραυσμένης ταυτότητας, των συλλογικών διαψεύσεων, της ηττοπάθειας, της σύγχυσης, της μοιρολατρίας, της ετερονομίας. Για διάφορους λόγους, υπερτοπικούς και εγχώριους, οι άνθρωποι χάνουν την πίστη στον εαυτό τους, χάνουν την ικανότητα να αγωνιστούν για να ανατρέψουν τη δυσμενή συνθήκη, και περιμένουν τη σωτηρία από έναν εξωτερικό παράγοντα, έναν Μεσσία. Ηγέτη, προφήτη, σωτήρα, ποιμένα και πατέρα, όλα. Υπό αυτή την έννοια, πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι είδαν στην εξωγενή τρόικα έναν παράγοντα υπέρβασης της εγχώριας παθογένειας, μια δύναμη που θα ξεπερνούσε τους εγχώριους φαύλους ηγέτες και θα έβαζε τη χώρα σε τροχιά νοικοκυρέματος και εξορθολογισμού. Με παρόμοια διάθεση, άλλοι προσέβλεψαν σε μια διακυβέρνηση τεχνοκρατών-σωτήρων, απαλλαγμένων από την μολυσματική πολιτική, αλλά και από την πολιτική νομιμοποίηση.
Όλες αυτές οι προσδοκίες, θεμιτές, αφελείς, ιδιοτελείς, είναι απότοκες της απόγνωσης· γεννιούνται από την αγωνία ενώπιον του άδηλου μέλλοντος, από την σπασμένη ταυτότητα, από την κατάρρευση του πολιτικού, από τη βίαιη απομείωση των δημόσιων αγαθών, τη βίωση του δημόσιου χώρου ως χώρου ανοίκειου και εχθρικού. Η απογοήτευση από την εγκατάλειψη των εταίρων, που μετετράπησαν τώρα σε άκαρδους δανειστές, τείνει να λάβει χαρακτηριστικά ιδεαναγκασμού, μανίας καταδίωξης, ακριβώς διότι δεν πιστεύουμε στις δικές μας δυνάμεις, διότι έχει σβήσει μέσα μας η εικόνα ενός εαυτού αυτεξούσιου και αγωνιστή, αυτόνομου και αυτάρκους, που θα σταθεί όρθιος παρ’ όλες τις αντιξοότητες, όρθιος μαζί με τους άλλους. Μα τέτοιοι είναι οι απαιτητοί χαρακτήρες του ελεύθεροι πολίτη και παραγωγού στη δημοκρατία.
Η ανάκαμψη της Ελλάδας μπορεί να έρθει μόνο με την ψυχική ανάκαμψη των Ελλήνων. Με αναπτέρωση του φρονήματος, ατομικού και συλλογικού. Η διαπίστωση ότι περιεστάλη η εθνική κυριαρχία, ότι απειλείται να μείνει χωρίς περιεχόμενο η λαϊκή κυριαρχία, ότι μεσοπρόθεσμα η χώρα κινδυνεύει να κατοικείται από γέροντες και παρίες, είναι καταλύτες αποφασιστικής σημασίας, είναι αφετηρίες αυτογνωσίας και αυτενέργειας. Σε δέκα χρόνια η χώρα μπορεί να πετάει, μου είπε φίλος οικονομολόγος· το θέμα τι θα κάνουμε εμείς αυτά τα δέκα χρόνια.
Πολλά ανέδειξε η κρίση, κρυμμένα, λανθάνοντα, αποσιωπημένα μες στο σώμα της κοινωνίας. Στοιχεία θαμμένα ή οιονεί λησμονημένα, ξεπερασμένα τάχα από τη διαρκή πρόοδο, αναδύθηκαν δείχνοντας το τρομακτικό τους πρόσωπο. Η φτώχεια, η ανημπόρια, η καταφρόνια, η ταπείνωση, οι ταξικές διακρίσεις, που χωρίζουν σαν χαράδρα τους έχοντες από τους μη έχοντες, τους δυνάμενους από τους αδύναμους, τους επιπλέοντες από τους βουλιαγμένους. Αυτά τα στοιχεία, αυτές οι συνθήκες ζωής, αιφνιδίασαν νοητικά τους ανθρώπους της κρίσης, καθώς άλλαζαν βιαίως πίστα ή ετίθεντο εκτός πεδίου, εκτός δήμου, εκτός κοινωνίας. Και σταδιακά άλλαξε ο λόγος, το discours περί συνεπειών της κρίσης πάνω στις ζωές των ανθρώπων, παραμερίστηκαν οποιαδήποτε επιχειρήματα περί κοινωνικής συνοχής, κράτους πρόνοιας, κοινωνικού συμβολαίου, θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυάται η δημοκρατία. Ολα υποσκελίστηκαν από ένα είδος εμμονικού, μνησίκακου κοινωνικού δαρβινισμού, που ενοχοποιεί τους αδύναμους και τη δίκαιη οργή τους.
Τον Μάιο 2010 γράφαμε: «Ο άνεργος σε καιρό κρίσης είναι ο άνθρωπος που βουλιάζει· όποιος διατηρεί το μεροκάματο, ακόμη και με ηθικές και υπαρξιακές εκπτώσεις, έχει περισότερες πιθανότητες να γλιτώσει. Αλλά τι σημαίνει ”να γλιτώσει”; Τι άνθρωπος θα είναι ο ”γλιτωμένος”, όταν γύρω του θα σωριάζονται πτώματα; Η ατομική επιβίωση, θεμιτή και ενστικτώδης, θα είναι αρκετή να τον γλιτώσει και σαν ολόκληρο άνθρωπο, κοινωνικό, έλλογο και ηθικό άνθρωπο; Και πώς γνωρίζει ο ”γλιτωμένος” ότι δεν θα έρθει η σειρά του να βουλιάξει; Το πιθανότερο: Θα βουλιάξουν πολλοί, θα επιπλεύσουν λίγοι.» ( Αλλά κανείς δεν γλίτωσε μόνος του.)
Tον Ιούνιο 2011 επανήλθαμε: «Η Ελλάδα χωρίζεται σε όσους θα σωθούν, με απώλειες έστω, και σε όσους θα βουλιάζουν. Τη διαίρεση, υλική και ψυχική, τη νιώθεις πια, την αισθάνεσαι, δεν χρειάζεται να τη συλλογιστείς. Είναι απότοκο της δυσχέρειας κι είναι απότοκο της ανισότητας και της αδικίας… Η αυξανόμενη δυσχέρεια του βίου φέρνει μεμψιμοιρία, ματαίωση, φθόνο, μοχθηρία. Η ευημερία, πραγματική ή επίπλαστη, όσο μοιραζόταν παντού κι άφηνε τα ψίχουλά της εδώ κι εκεί, σκέπαζε τις αντινομίες, κοίμιζε τη σκέψη και τα αισθήματα. Τώρα που αποσύρεται ατάκτως, αφήνει ακάλυπτο το ερεθισμένο νεύρο της μνησικακίας, πικρό το στόμα.»
Το φθινόπωρο του 2013, ο πτωχευμένος, ο άνεργος, ο ανήμπορος, ο βουλιαγμένος εξορίζονται από τις συζητήσεις των γλιτωμένων. Δεν θέλουν να ακούνε για τον πόνο ή, έστω, τη δυσκολία των άλλων. Οταν τίθεται το ζήτημα, αμφισβητούν στοιχεία, γεγονότα, όποιον θέτει το ζήτημα· αλλάζουν θέμα, σιωπούν. Ή γίνονται κατάφωρα εχθρικοί: ο φτωχός παράγει τη φτώχεια του, ο δυστυχής τη δυστυχία του, ο καθείς είναι υπεύθυνος για τη μοίρα του. Κάποιοι το θεωρητικοποιούν: η πτώχευση και το μνημόνιο δεν φταίνε για την κρίση, η κρίση προϋπήρχε, όπως και ο νεοναζισμός άλλωστε· η εξαθλίωση και η ακροδεξιά έχουν γονιδιακό υπόστρωμα, είναι λανθάνουσες έξεις που φανερώνονται τώρα λόγω χαμηλής αισθητικής παιδείας.
Οι γλιτωμένοι θα προτιμούσαν οι βουλιαγμένοι, οι φτωχοί, να είναι αόρατοι. «Η Χάννα Αρεντ υπενθυμίζει το λόγο του Τζων Ανταμς: η ανθρωπότητα δεν δίνει καμία προσοχή στον φτωχό που πλανιέται στα σκοτάδια. ‘Δεν τον αποδοκιμάζουν, δεν τον λογοκρίνουν, δεν τον μέμφονται· απλώς δεν τον βλέπουν’» (στο: Μυριάμ Ρεβώ ντ’ Αλλόν, Ο συμπονετικός άνθρωπος, εκδ. Εστία).
Ο Αλέξης ντε Τοκβίλ στο «Η δημοκρατία στην Αμερική» εντοπίζει τη διαφορά της δημοκρατικής από την αριστοκρατική κοινωνία, μεταξύ άλλων, στο αίσθημα της συμπόνιας και της κοινής μετοχής στο ανθρώπινο γένος. Εντοπίζει σε μια επιστολή της περίφημης μαντάμ ντε Σεβινιέ την παράδοξη συνύπαρξη ωμότητας και συμπάθειας. Η μαντάμ ντε Σεβινιέ περιγράφει με παιγνιώδες ύφος τις βιαιοπραγίες κατά την καταστολή μιας λαϊκής εξέγερσης στη Βρετάνη· ο Τοκβίλ σχολιάζει: «Θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι η μαντάμ ντε Σεβινιέ, που χάραζε τις γραμμές αυτές, υπήρξε πλάσμα εγωιστικό και βάρβαρο: αγαπούσε με πάθος τα παιδιά της και δειχνόταν ιδιαίτερα ευαίσθητη στις λύπες των φίλων της: και διαβάζοντάς την διαβλέπει κανείς ότι μεταχειριζόταν με επιείκεια και αγαθότητα τους υποτελείς και υπηρέτες της. Ομως η μαντάμ ντε Σεβινιέ δεν αντιλαμβανόταν με διαύγεια τι σήμαινε να υποφέρει κάποιος όταν αυτός ο κάποιος δεν ήταν ευγενής.» (ό.π.)
Τα τριάμισι χρόνια πτώχευσης, ανέργων και φτωχών μοχλεύουν τη δημοκρατική κοινωνία προς την ανατροπή ή τη μετάλλαξή της: είτε με νεοναζιστική απόδραση από το πολιτικό, για τους βουλιαγμένους, είτε με διολίσθηση προς την αριστοκρατική κοινωνία της μαντάμ ντε Σεβινιέ, για τους γλιτωμένους.
Χρειάστηκε, δυστυχώς, το αίμα ενός αθώου για να αφυπνισθούν η πολιτεία και η κοινή γνώμη, για να αντιληφθούμε ότι ο κίνδυνος εκφασισμού του δημόσιου βίου είναι υπαρκτός και σοβαρός. Αφυπνισθήκαμε όμως; Και αν ναι, η αφύπνιση θα οδηγήσει σε αποτελεσματικό χειρισμό του κινδύνου;
Η αντιμετώπιση του νεοναζιστικού φαινομένου δεν μπορεί να είναι μονομερώς ποινική ή πολιτική. Απαιτούνται και οι δύο απαντήσεις συγχρόνως και συμπληρωματικά: Οι εγκληματικές πράξεις αντιμετωπίζονται ως τέτοιες, βάσει των υπαρχόντων νόμων, και οι ιδέες, όσες και όπως υπάρχουν, αντιμετωπίζονται πολιτικά, με ιδέες και επιχειρήματα, με αποκάλυψη των ψεμάτων, με αντιπαράθεση των ευγενέστερων ιδεών της δημοκρατίας.
Οι προς αντιμετώπιση ιδέες μπορεί να είναι ιδέες μίσους, θανατολατρίας, τυραννίας, δεν παύουν όμως να είναι ιδέες, και σαν τέτοιες πρέπει να απαντιούνται, με ιδέες. Οχι με προληπτικές απαγορεύσεις, με δίκες προθέσεων, όχι με τα όπλα του τυραννικού και ολοκληρωτικού αντιπάλου, διότι τότε θα είσαι ίδιος με τον σκοτεινό αντίπαλο, δεν θα είσαι ο εαυτός σου. Νόμοι υπάρχουν αρκετοί.
Αλλωστε, η ίδια η συνεπής εφαρμογή των νόμων, προκειμένου να προσδιοριστούν και να τιμωρηθούν οι εγκληματικές πράξεις, είναι έργο διδακτικό, με ιδεολογική σημασία και πολιτικό αποτέλεσμα. Οταν οι εθνοκάπηλοι καταδεικνύονται ως ιδιοτελείς εγκληματίες, με ταπεινά ελατήρια και μεθόδους εκτός δικαιικού πολιτισμού, το συμπέρασμα απομένει στη νοημοσύνη και την ηθική του λαού, του κρίνοντος και εντέλει κυρίαρχου υποκειμένου στη δημοκρατία.
Με αυτές τις σκέψεις οδηγούμαστε σε έναν άλλο προβληματισμό. Είναι ουδέτερο το κράτος; Είναι απλώς ένας ουδέτερος μεσολαβητής μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων; Ή είναι εγγυητής δημοκρατικών ελευθεριών, ισότητας και δικαιωμάτων; Για τη λυσιτελή αντιμετώπιση των εχθρών της δημοκρατίας, θεσμική και πολιτική, μάς ενδιαφέρει το δημοκρατικό κράτος, ο εγγυητής των ελευθεριών. Ο οπαδός του ολοκληρωτισμού και αρνητής της δημοκρατίας προφανώς υποστηρίζει ένα κράτος που εφαρμόζει μονολιθικά το δίκαιο του ισχυρού, τη μία αλήθεια, τη μία δόξα. Αρα, στην παρούσα ιστορική συγκυρία, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, για την αντιμετώπιση του νεοναζιστικού αρνητή της δημοκρατίας, το κράτος δεν μπορεί να είναι ουδέτερος παρατηρητής και διαμεσολαβητής, οφείλει να εγγυάται και να προασπίζει έργω τις δημοκρατικές ελευθερίες και αξίες. Πρακτικά, αυτό θα μπορούσε να εκφραστεί ως εξής: η δημοκρατία δεν μπορεί να επιτρέψει στους αρνητές της να κάνουν τις ιδέες τους πράξεις.
Τούτων λεχθέντων, και με δεδομένη την πλημμύρα πληροφοριών, φημών, γεγονότων, με δεδομένη τη συνθήκη ανάγκης, πενίας και φόβου, που έχει επιφέρει η κρίση, μένει ένας ακόμη προβληματισμός: Μπορούν να φέρουν εις πέρας τούτο το λεπτό και επίπονο έργο οι παρόντες φορείς εξουσίας του δημοκρατικού κράτους; Διαθέτουν το ηθικό έρμα, την πολιτική ευφυΐα και το αίσθημα ιστορικής ευθύνης, για να αντιμετωπίσουν τη νεοναζιστική απειλή νικηφόρα, αλλά και χωρίς να βλάψουν την ουσία της δημοκρατίας, τις θεμελιώδεις ελευθερίες και την πίστη των πολιτών προς αυτές;
Σε αυτό το ακανθώδες ερώτημα, στο ποιος δίνει τη μάχη της δημοκρατίας και της ελευθερίας, οφείλει να απαντήσει σύσσωμη η πολιτική κοινωνία, όλοι οι πολίτες: Και οι αγωνιώντες δημοκράτες, και οι πλανημένοι ψηφοφόροι των νεοναζί, και οι αντιφασίστες του καφενείου, και οι αριστεροί του καναπέ, και οι καιροσκόποι απολιτίκ, και οι α λα καρτ φιλελεύθεροι. Ολοι μας. Κανείς δεν θα σώσει τη δημοκρατία για λογαριασμό μας.
Την Τετάρτη ξύπνησα ασυνήθιστα νωρίς. Λίγο πριν τις επτά, είδα την πρώτη καταγραφή στο τουίτερ. Νεκρός ο 34χρονος Παύλος Φύσσας, αντιφασίστας ράπερ, από μαχαίρι, που το κρατούσαν πιθανότατα χρυσαυγίτες. Στην Αμφιάλη, λίγο μετά το ματς του Ολυμπιακού. Το τουίτερ είναι σιωπηλό πριν τις επτά, και οι έγκυρες πηγές ειδησεογραφίας λιγοστές τόσο νωρίς. Στις 06.54 αναμετέδωσα την είδηση, και λίγο μετά έβλεπα στο YouTube τον Κillah P – Παύλο Φύσσα να τραγουδά «Σιγά μη φοβηθώ» και «Ο Πειραιάς στην πλάτη μου». Στις 10, με όσα στοιχεία υπήρχαν διαθέσιμα, έστειλα στον διευθυντή της εφημερίδας το εν θερμώ σχόλιο που μου ζήτησε.
«H 18η Σεπτεμβρίου 2013 πρέπει να λειτουργήσει αφυπνιστικά για την Ελληνική Δημοκρατία, για τους θεσμούς και τους πολίτες. Η δολοφονία του 34χρονου μουσικού Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι από ακραία στοιχεία είναι η κορύφωση σε ένα κύμα βίαιων εκδηλώσεων των τελευταίων ημερών, που άρχισαν με τον τραυματισμό μελών του ΚΚΕ στο Πέραμα από φερόμενους ως οπαδούς της Χρυσής Αυγής. Δεν πρόκειται απλώς για επίδειξη ισχύος και κυριαρχίας στον δρόμο, στις συμβολικές γειτονιές της εργατιάς, δεν είναι πόλεμος χουλιγκάνων· πρόκειται για αποσταθεροποίηση του κράτους δικαίου, για έμπρακτη άρνηση της δημοκρατίας, για λογική προέκταση των πολιτικών πρακτικών των αρνητών του Ολοκαυτώματος και των νεκρών του Πολυτεχνείου. Ο φασισμός μπορεί να υπάρχει μόνο παράγοντας βία και σύγκρουση, επιδιώκοντας την ολοσχερή εξόντωση του Εχθρού, του Αλλου· η φυσική απόληξή αυτής της ενδιάθετης ροπής είναι η εξόντωση της δημοκρατίας και η Τελική Λύση. Οι δυνάμεις του συνταγματικού τόξου οφείλουν να εκτιμήσουν αυτή την ιστορική απειλή και να απαντήσουν πολιτικά, απερίφραστα, χωρίς αναγωγές, η δε Ελληνική Δημοκρατία, διά των θεσμικών οργάνων της, οφείλει να δράσει ακαριαία και λυσιτελώς, με κάθε πρόσφορο νόμιμο μέσον. Έχει και η κρίση τις κόκκινες γραμμές της.»
Το κείμενο ήταν έτοιμο από καιρό. Δυστυχώς. Και δυστυχέστατα ο ελλείπων κρίκος ήταν το νεκρό παλικάρι, ο ράπερ του Πειραιά και σωληνουργός του Περάματος.
Ηταν αναμενόμενο. Για όποιον παρακολουθούσε με στοιχειώδη προσοχή τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια την περιθωριακή Χρυσή Αυγή να ανθίζει μες στα ερείπια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και να αναδύεται από τα υπόγεια των νεοναζιστικών συμμοριών στις πλατείες μικροαστικών συνοικιών, και από εκεί στο δημοτικό συμβούλιο Αθηνών και στο Κοινοβούλιο, ο φόνος της 18ης Σεπτεμβρίου ήταν αναμενόμενος. Διότι η βία, η μισαλλοδοξία, το εθνοφυλετικό μίσος, η βαναυσότητα, η περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής παντός ετέρου, είναι χαρακτήρες εγγενείς και αυτοτροφοτοδούμενοι στα νεοναζιστικά μορφώματα. Μιλούν για αίμα, κηρύττουν το αίμα, τρέφονται με αίμα.
Θυμήθηκα τον σπουδαίο ιστορικό και φιλόσοφο Μαρσέλ Γκωσέ, τι λέει στο έργο του «Η δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών, 1914-1974» (εκδ. Πόλις) όταν προσπαθεί να εξηγήσει γιατί ο Μουσολίνι εντείνει τη βίαιη συγκρουσιακή του πορεία, παρότι είναι πλέον απόλυτος κυρίαρχος, και καταλήγει στην καταστροφή του: διότι ο φασισμός πρέπει διαρκώς να κινείται με βία, δεν μπορεί να σταματήσει. Ενας άλλος μελετητής του φασισμού, ο Εμίλιο Τζεντίλε, ονομάζει αυτή την τάση «μύθο της αναζωογονητικής βίας» (Φασισμός, ιστορία και ερμηνεία, εκδ. Ασίνη). Και οι δύο μελετητές βλέπουν στο φασισμό χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας, τη λατρεία της προόδου,της ταχύτητας, της δύναμης, της ορμητικής εισόδου στη μεγάλη ιστορία.
Η ΧΑ παπαγαλίζει συνθήματα και λόγια παρμένα από προπαγανδιστικές φυλλάδες, ελάχιστοι έχουν διαβάσει κάτι παραπάνω, και κανείς προβεβλημένος μέχρι τώρα δεν έχει μπορέσει να εκφέρει ολοκληρωμένο λόγο. Δεν στερούνται τακτικής ωστόσο, στο μέτρο που αντιγράφουν τα χιτλερικά ινδάλμάτα τους: τη χρήση της δημοκρατικής ανοχής, την παραστρατιωτική οργάνωση, τον αφιονισμό εξαθλιωμένων μαζών και την υπόσχεση μιας μυθικής ταυτότητας λαού.
Τα στελέχη της ΧΑ εμπιστεύονται περισσότερο τους μυες των αναβολικών, τα τατουάζ, τις στολές, τις σιδερογροθιές και τα μαχαίρια. Αυτό δεν τους καθιστά ακίνδυνους: ο machismo και η βαναυσότητα που εκπέμπουν βιώνονται και ως λάιφστάιλ, οι οπαδοί τους αισθάνονται σαν να είναι πιτ μπουλ σε ένα πλήθος προβάτων. Σαν πιτ μπουλ μπορεί να τους βλέπει και μέρος του πολιτικού συστήματος και να τους χρησιμοποιεί σαν χρήσιμο φόβητρο. Ομως στην Αμφιάλη το πιτ μπουλ αμολήθηκε ανεξέλεγκτο και κατασπαράζει όλα τα χέρια που το τάιζαν.
Ο εν ψυχρώ φόνος του Παύλου Φύσσα από μέλος της Χρυσής Αυγής ορίζει μια νέα πολιτική περίοδο. Ολες οι πολιτικές δυνάμεις αναγνωρίζουν ότι πρέπει να υπάρξει μία απάντηση. Αλλά ποια μπορεί να είναι η πιο τελέσφορη απάντηση; Δεν είναι εύκολο, παρότι επιθυμητό, να συμφωνήσουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις αμέσως σε μια κοινή απάντηση, με εύρος και βάθος. Διότι, πέρα από οποιονδήποτε καιροσκοπισμό και ιδιοτέλεια, είναι πολύ δύσκολο να αναιρεθούν τα αίτια που γεννούν τον φασισμό με διοικητικές πράξεις, με νομοθέτηση, με μόνη την πολιτική βούληση, και μάλιστα σε σύντομο χρόνο. Η πολιτική βούληση είναι αναγκαία αλλά δεν είναι ικανή, απαιτούνται επιπλέον χρόνος, λόγος, ιδέες και κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον.
Τα αίτια της ανόδου του φασισμού και του ναζισμού, λοιπόν. Το ολοκληρωτικό φαινόμενο σφραγίζει τον 20ό αιώνα, η μελέτη συνεχίζεται και θα συνεχίζεται. Είναι πολλά τα αίτια, προσδιορισμένα εκτενέστατα σε έργα ιστορικών, κοινωνιολόγων, φιλοσόφων, πολιτικών επιστημόνων, ψυχαναλυτών, ανθρωπολόγων. Είναι η ανάδειξή του σε πολιτική θρησκεία, είναι μια ροπή σύμφυτη της νεωτερικότητας, είναι η ήττα του φιλελευθερισμού, η υποχώρηση του κέντρου, η ήττα της Αριστεράς, είναι η ύφεση και η φτώχεια. Από τις πολλές εξηγήσεις, στην ελληνική περίπτωση, η πιο φανερή και απτή, αν και όχι η μόνη, είναι η πολύπλευρη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση, η Μεγάλη Υφεση και η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.
Η Χρυσή Αυγή ήταν επί πολλά χρόνια μια περιθωριακή ομάδα, πάντα με βίαιες τάσεις και εκδηλώσεις, με ελάχιστη απήχηση και μηδαμινές καταγραφές σε εκλογές. Πώς αναδύθηκε από τα καλτ υπόγεια στην κεντρική σκηνή; Πώς οι σατανιστές σωματοφύλακες, οι λούμπεν με τα άρβυλα, οι αναμεμιγμένοι σε αιματηρά ξεκαθαρίσματα νονών της νύχτας, οι κοινωνικά απόκληροι, οι macho προγλωσσικοί που προσπαθούσαν ματαίως να συλλαβίσουν την καθαρεύουσα του Περικλή Γιαννόπουλου και τον ρομαντισμό του Ιωνος Δραγούμη, μεταλλάχθηκαν σε εθνοπρόσκοπους που βοηθούν γριούλες και σε πολιτικά πρόσωπα με ακροατήρια; Σε ντάρλινγκ τόσων αστυνομικών; Σε κόμμα με εκλογικό σκορ και οικονομική ισχύ; Ιδού τα δύσκολα ερωτήματα, που δεν σηκώνουν εύκολες απαντήσεις
Οι σπόροι βαναυσότητας και βίας ασφαλώς υπήρχαν άφθονοι. Αλλά βλάστησαν στα οικονομικά και πολιτικά ερείπια της κρίσης, σαν τις υποτιμημένες τσουκνίδες που φουντώνουν και σκεπάζουν τον ερειπιώνα. Οι φοβισμένοι, οργισμένοι και συγχυσμένοι άνθρωποι της κρίσης, πληττόμενοι ή απειλούμενοι, ζητούν από τη δημοκρατία ψωμί, προστασία, δικαιοσύνη. Αν η δημοκρατία δεν μπορεί να τα παράσχει, θα στραφούν αλλού, όπου τους υπόσχονται εθνοφυλετικό ψωμί, σιδερένια πυγμή και δωρεάν μίσος για άλλους, πιο αδύναμους ή απλώς άλλους.
Η δημοκρατία οφείλει να απαντήσει επί του υλικού πεδίου, αλλά αυτό θα πάρει χρόνο. Οφείλει, εν τω μεταξύ, να απαντήσει καίρια επί του πολιτικού, με ιδέες, με πειθώ, με πράξεις. Η ηθική της υπεροχή δεν είναι αυτονόητη, χρειάζεται διαρκώς επιβεβαίωση και ενίσχυση. Οι άνθρωποι δεν είναι αυτονοήτως αυτόφωτοι, έλλογοι, πεπαιδευμένοι, ανθεκτικοί στην πενία και την ανασφάλεια. Η δημοκρατία στηρίζεται στη συμπόνια, στην ανοχή, στον πλουραλισμό, στη συνύπαρξη ετέρων, στην προσωπική ολοκλήρωση με ισότητα και αδελφοσύνη: τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι αυτονόητο και διαρκές. Και εν τω μεταξύ φθίνουν.
Η δημοκρατία πρέπει να δείξει σιδηρά πυγμή απέναντι στις εγκληματικές πράξεις των ναζιστών. Αλλά δεν μπορεί να φερθεί ολοκληρωτικά, δηλαδή να προδώσει την ουσία της, διώκοντας προληπτικά ιδέες και δικάζοντας σκέψεις, ακόμη και ναζιστικές. Πρέπει να πείσει διά της υπεροχής της. Μπορεί.
Στη Στοά Αττάλου χθες, ένας βετεράνος της ευρωπαϊκής πολιτικής έδειξε να εμπνέεται από το genius loci της Αρχαίας Αγοράς, και συνεκδοχικά της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Ο πρώην πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερύ Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν δέχθηκε να πει δυο λόγια από στήθους για τη «Δημοκρατία υπό πίεση», την εκδήλωση για τα 15 χρόνια της εκδοτικής σύμπραξης International Herlad Tribune και Καθημερινής. Ο Γάλλος πολιτικός προέβαλε ένα ουσιαστικό στοιχείο από το θαύμα των κλασικών χρόνων: ναι, ο Αθηναίος προβάλλει ως το πρώτο ολοκληρωμένο και αυτεξούσιο άτομο της ιστορίας, αλλά ως πολίτης· όταν λειτουργεί πολιτικά, όταν επιλέγει διά της ψήφου του, δεν προτάσσει το ατομικό συμφέρον, αλλά το δημόσιο συμφέρον, το συμφέρον της πολιτείας, το κοινό καλό.
Ο πολύπειρος ρεπουμπλικάνος, μέτοχος της ελληνικής πολιτικής φιλοσοφίας, είναι ταυτοχρόνως απευθείας κληρονόμος της νεωτερικής δημοκρατικής παράδοσης: του τριπτύχου «Liberté, égalité, fraternité» της μεγάλης αστικής επανάστασης, το οποίο αποτελεί και εμβληματική θεσμική φράση της Γαλλικής Δημοκρατίας. Κατά τον προβληματισμό για τις ποικίλες δοκιμασίες της δημοκρατίας σήμερα, ο ηλικιωμένος Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν ανατρέχει στον πυρήνα, στις ουσιαστικές αξίες, και υπαινίσσεται ποια πρέπει να είναι διαρκώς η σύζευξη του ατομικού με το συλλογικό, ποιοι είναι οι ιδρυτικοί όροι της δημοκρατίας.
Το απογευματινό φως πλαγιοκοπούσε τις δενδροστοιχίες και εισχωρούσε στη στοά, μια καμπάνα ακούστηκε άπαξ, τα τζιτζίκια. Λίγο πιο πέρα από την Αγορά, στην Πνύκα, σαν ν’ ακουγόταν το κάλεσμα «τις αγορεύειν βούλεται», δηλαδή η ελευθερία ένυλη και πραγματωμένη, ο βόμβος χιλιάδων πολιτών, οι αγορεύσεις, οι συγκρούσεις των λόγων, οι αποφάσεις, τέλος, η νομοθέτηση με τα ζυγισμένα λόγια «έδοξε τη βουλή και τω δήμω» να υπενθυμίζουν διαρκώς τα ανθρώπινα όρια και τις απρόβλεπτες τροπές της ιστορίας.
Η παρατήρηση του Γάλλου πολιτικού επήγαζε τρόπον τινά από αυτή την βαθύτατα φιλοσοφημένη παράδοση της πρώτης και εντελέστερης μορφής δημοκρατίας· ο τόπος εκεί, πέριξ των Βράχων, αντηχεί ακόμη τους λόγους του Περικλή και του Νικία όπως τους παραδίδει ο Θουκυδίδης, αντηχεί τους λόγους του Λυσία, την απολογία του Σωκράτη, τα πολιτικά του Αριστοτέλη. Και οι αντηχήσεις των κλασικών έσμιγαν με τις αντηχήσεις της νεωτερικότητας: την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφότητα του ιδρυτικού τριπτύχου, τα θεμέλια της δημοκρατίας στους δικούς μας καιρούς.
Πάλι λόγια; Μεγάλα λόγια; Σε καιρούς ανάγκης, φόβου και οργής; Μα ακριβώς τώρα, πάνω στις στάχτες της φενάκης της μαζοδημοκρατίας, χρειαζόμαστε τέτοια λόγια, για αναζωπύρωση της δημοκρατικής πίστης, για αναθεμελίωση της πολιτικής κουλτούρας και του δημόσιου ήθους, για επανορισμό του πολίτη και του κοινού καλού.
Η κρίση της δημοκρατίας ήρθε γιατί περιφρονήσαμε τέτοια λόγια, ζυγισμένα στην κόψη, απαιτητικά, πολύσημα, λόγια που δεν εμπνέουν μόνο αλλά απαιτούν πράξεις και επιτάσσουν συνθέσεις, έργα, υπερβάσεις. Η κρίση αφυπνίζει κρόνειες δυνάμεις, φαντάσματα που στοιχειώνουν τη νεωτερικότητα, τα μισοχωμένα φαντάσματα του τρομερού 20ού αιώνα. Οι απαντήσεις βρίσκονται σε παλαιά και νέα λόγια, στην Αγορά, στην Πνύκα, στην Εκκλησία του Δήμου, στο Βουλευτήριο, και σε όσα λόγια ακόμη δεν έχουμε σκεφτεί. Οχι σε τρομώδεις αναγωγές.
Ελληνικό πρόβλημα υπάρχει, αν και δεν είναι μοναδικό· ως προς τους δείκτες ύφεσης και ανεργίας, απελπισίας και κατάθλιψης, σύγχυσης και μετανάστευσης, μοιάζει με το πορτογαλικό πρόβλημα, το ιρλανδικό, το ισπανικό. Υπό αυτή την έννοια, το ελληνικό πρόβλημα είναι απεικόνιση και προοικονόμηση του ευρωπαϊκού προβλήματος: ανοιχτά, επώδυνα ερωτήματα για τη διατήρηση της ευημερίας, τους δρόμους ανάπτυξης, την προστασία της δημοκρατίας, την εύρεση μιας λειτουργικής κοινής ταυτότητας.
Το ελληνικό πρόβλημα έχει φυσικά και ιδιαίτερους χαρακτήρες, πηγάζοντες από γεωπολιτικά, ιστορικά, εθνικά δεδομένα. Και φανερώνεται διαφορετικά εντός και εκτός Ελλάδος. Αλλιώς το αντιλαμβάνονται οι ξένοι αναλυτές ή απλοί παρατηρητές, και διαφορετικά οι ζώντες εντός συνόρων, πολύ περισσότερο όσοι, πολλοί δυστυχώς, βιώνουν το πρόβλημα ως αλυσίδα καταστροφών.
Για κάποιους ανήσυχους ξένους το ελληνικό πρόβλημα είναι ένα εργαστήρι μέλλοντος, από το οποίο μπορεί να βγει η δυστοπία ή η ελπίδα. Για τα πλήθη που συγκροτούν κοσμοείδωλο από τα μαζικά μέσα, η Ελλάδα υποφέρει ένα ιστορικό ατύχημα, για το οποίο ευθύνονται οι φαύλοι ηγέτες και ο αμέριμνος λαός. Για της ξένες ηγετικές ελίτ το ελληνικό πρόβλημα είναι καινοφανές ως προς τους χειρισμούς που απαιτεί, ούτως ώστε να μην αποσταθεροποιηθεί το τοπικό υποσύστημα και συμπαρασύρει το μεγάλο σύνολο, αλλά και να παραμείνει υπό αυστηρά επιτήρηση, ως οιονεί αποικία χρέους. Ενα γερμανικό think tank προ ημερών περιέγραψε ωμά πώς οι εταίροι-δανειστές ασχολούνται με την Ελλάδα για τους ενεργειακούς αγωγούς και πώς θα ωφεληθούν οι εγχώριες ελίτ ενώ ο λαός θα συνεχίσει να υποφέρει απαράλλαχτα. Σε αυτή την οπτική, το ελληνικό πρόβλημα είναι η διαχείριση του γεωοικονομικού και γεωπολιτικού οικοπέδου.
Το κύριο όμως και το προέχον είναι πώς αντιμετωπίζουμε εμείς οι Ελληνες το ελληνικό πρόβλημα, τις ποικίλες φανερώσεις του, και πώς προσπαθούμε να απαντήσουμε. Ασφαλώς, λαμβάνουμε υπ’ όψιν το διεθνές περιβάλλον. Αλλά δεν μας επιτρέπεται να δούμε το δικό μας πρόβλημα με ξένα γυαλιά. Απαιτούνται η δική μας όραση, η δική μας κρίση, η δική μας λύση. Τα δικά μας λάθη. Η διεθνής συγκυρία μπορεί οπωσδήποτε να ευνοήσει ή να επισπεύσει μια καλή λύση, αλλά ώς εκεί. Τον υπόλοιπο, μακρύ και δύσβατο, δρόμο πρέπει να τον διανύσουμε με τις δικές μας δυνάμεις.
Συμπυκνώνω αδρά τρεις, κατά τη γνώμη μου, ταυτόχρονες απαντήσεις που απαιτεί το πρόβλημά μας. Επανίδρυση κράτους· παραγωγική ανασυγκρότηση· ψυχική ενότητα. Ξέρω, είναι κλισέ, λέξεις φθαρμένες, αλλά ας δούμε την ψίχα τους, την υλικότητά τους. Επανίδρυση κράτους, όχι εργαλειακή, όχι μόνο για τη λειτουργικότητα, αλλά και για την ανάκτηση του τρωθέντος σήμερα δημοκρατικού φρονήματος και την εμπέδωση μιας οργανικής αμοιβαίας σχέσης κράτους-πολίτη. Η υπερτριετής κατάσταση εκτάκτου ανάγκης έχει τραυματίσει πολλαπλώς τους θεσμούς και βασικές λειτουργίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας· το κράτος ήταν διανομέας φαυλότητας και μεταλλάχθηκε σε λεηλάτη· θα πρέπει να γίνει εγγυητής ελευθεριών και ισότητας.
Η αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού, υπό τον μανδύα της ψευδοαναδιανομής και με τη πάνδημη προπαγάνδα υπέρ καταναλωτισμού-δανεισμού, προκάλεσε αποσάθρωση συνειδήσεων και εργασιακού ήθους. Ο επιτήδειος διορισμένος, ο γάτος του χρηματιστηρίου, ο σαλταδόρος του μαύρου χρήματος, ήταν τα υποδείγματα των περασμένων δεκαετιών. (Τα glossy media υποδείκνυαν: τα κορίτσια μοντέλα και τ’ αγόρια ντι-τζέι. Καταλήξαμε να πουλάμε ο ένας στον άλλο υπερτιμημένα ακίνητα και καρτοκινητά, και να εισάγουμε καλαμάκια για τους φραπέδες.)
Η παραγωγική αναδιάρθρωση προϋποθέτει ορισμό στόχων, σκοπού, μέσων, μια αποκρυστάλλωση ταυτότητας. Ποιο είναι «από την αρχή ώς το τέλος, το Κοινό και το Κύριο» ― έλεγε ο Σολωμός. Δεν είναι άρα οικονομισμός και εργαλειακότητα, είναι ουσία, είναι γνώση του τόπου και των ανθρώπων, είναι θέση στον κόσμο, είναι θέαση του κόσμου και του εαυτού, είναι ταυτότητα.
Ιδού: το αίτημα για ψυχική ενότητα. Οχι στατική ταύτιση, αλλά δυναμική συνύπαρξη με έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, μια αίσθηση κοινού σκοπού: τη σωτηρία και την ανάδυση. Το αίτημα για σκέψη υπερβαίνουσα το σεσηπός παρόν. («Σκέψου βαθιά και σταθερά [μία φορά για πάντα] τη φύση της Ιδέας, πριν πραγματοποιήσεις το ποίημα» ― πάλι ο Σολωμός.) Η παρούσα διαίρεση, ο πολυκερματισμός, το διάσπαρτο μίσος συχνότατα χωρίς στόχο, ο α-τυπικός εμφύλιος χαμηλών οκτανίων, το πιθανότερο δεν οδηγούν καν σε σύγκρουση εκτόνωσης και ανασύνταξης σε άλλη πίστα, αλλά σε δομική κατάθλιψη και ενδόρρηξη, σε κοινωνική εντροπία.
Τα έχουμε ξαναπεί. Τα ξαναλέμε.
ζωγραφική: Γιώργος Μανουσάκης, Πλάκα, ακουαρέλα, 1963.
Η απειληθείσα κατάρρευση της κυβέρνησης στην Πορτογαλία, λίγες μόνο ημέρες μετά τον κλονισμό και τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης στην Ελλάδα, δείχνει ότι η έξοδος από την κρίση απέχει πολύ ακόμη στην ευρωζώνη. Και οι δύο λαοί έχουν υπομείνει καρτερικά πολλές θυσίες επί μια τριετία, η Ελλάδα μάλιστα κατέχει το πανευρωπαϊκό μαύρο ρεκόρ στην ανεργία και την ύφεση. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, και οι δύο χώρες θα βγουν από τη δανειακή ομπρέλα του Μνημονίου, αλλά δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα μπορούν να δανειστούν από τις αγορές. Ισως χρειαστεί ένα νέο πρόγραμμα, εκ νέου αναδιάρθρωση χρέους, νέα χρηματοδότηση με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Η δοκιμασία θα συνεχιστεί.
Και όμως, οι πολίτες έχουν υπομείνει πολλά. Σε προχθεσινή έκθεσή της, η Eurobank αναφέρει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή που πέτυχε η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη που έχει πετύχει ποτέ χώρα του ΟΟΣΑ σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Στην έκθεση επισημαίνεται όμως και η παρενέργεια της κολοσσιαίας προσαρμογής: η ανεργία απειλεί την κοινωνική συνοχή, καταστρέφεται φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο.
Θα προσθέταμε: απειλείται πλέον και η εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατικής πολιτείας. Απειλείται η ουσία της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας ελευθέρων κρατών, ο κοινός ευρωπαϊκός χώρος για ισότιμους πολίτες. Η κρίση διόγκωσε την ανισότητα με κάθε έννοια, υλική και πολιτική. Οι πληττόμενοι της κρίσης αποκλείονται σταδιακά από την εργασία, την πρόνοια, τον κοινωνικό χώρο, και αποσύρονται επίσης, εκόντες άκοντες, από το πεδίο της δημοκρατίας. Αποσύρονται στη σιωπή ή στις κραυγές της μνησικακίας και του μίσους.
Πίσω από τους καλούς αριθμούς της δημοσιονομικής προσαρμογής και τους κακούς αριθμούς της ανεργίας βρίσκονται άνθρωποι. Οι άνθρωποι συνιστούν τις πόλεις, τα δημοκρατικά κράτη. Οι αποκλεισμένοι και δυστυχούντες άνθρωποι συνιστούν δυστυχή κράτη, δυστυχείς δημοκρατίες. Αυτή η ιστορική δυστυχία δεν αντιμετωπίζεται με ευχές αριθμών και ξόρκια από μάνιουαλ, με μάντρα και μονολόγιστες προσευχές: μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις, λιτότητα, λιτότητα, ανταγωνιστικότητα, ανταγωνιστικότητα. Ποιες μεταρρυθμίσεις, για ποιους; Πόση λιτότητα και από ποιους; Ανταγωνιστικοί έναντι ποίων, με ποιο τίμημα, για ποιο σκοπό;
Οι άνθρωποι δεν ζουν με ευχές, ζητούν εργασία, πραγματική οικονομία, περίθαλψη, αξιοπρέπεια, κι ένα τόσο δα δικαίωμα στο όνειρο για τα παιδιά τους. Δεν τα λαμβάνουν· δέχονται υποσχέσεις εναλλάξ με ενοχοποίηση και φόβο. Ζητούν ειρήνη και σταθερότητα, γιατί παντού γύρω τους βλέπουν πολέμους, επαναστάσεις, εξεγέρσεις, πραξικοπήματα. Η Ελλάδα αίφνης, από μαύρο πρόβατο και παρίας της ευρωζώνης, βρέθηκε μαζί με την εξουθενωμένη Κύπρο να είναι το ανατολικότερο σταθερό άκρο του δυτικού κόσμου· στην άλλη ακτή της Μεσογείου μαίνονται πόλεμοι, κλονίζονται πολυετή καθεστώτα και κοσμοείδωλα.
Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με τεκτονικές μετατοπίσεις και κοινωνικούς σπασμούς, η Ευρώπη δεν έχει πια κανένα περιθώριο να αναβάλλει τις αποφάσεις και να υποκρίνεται ότι η κρίση θεραπεύεται με ημίμετρα και τιμωρητικές αγωγές. Η Ελλάδα και η Πορτογαλία κουτσά-στραβά θα βγάλουν το καλοκαίρι, ίσως και το χρόνο, ενδεχομένως να φτάσουν ώς τον Μάιο των κρίσιμων ευρωεκλογών και της τελευταίας μνημονιακής δόσης. Κατόπιν, ποιο είναι το σχέδιο;
Φίλος παντρεμένος με Γερμανίδα μου περιέγραφε πόσο αμήχανος ή και σοκαρισμένος νιώθει με τον διάχυτο αντιγερμανισμό. Ο γιος μας είναι μισός Γερμανός, είναι λοιπόν άλλος, παράξενος; αναρωτήθηκε. Απάντησε ο ίδιος: Δυστυχώς ταυτίζουμε τους Γερμανούς με τους ηγέτες τους και με τα στερεότυπα.
Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και κατά την αντίστροφη κατεύθυνση: Οι Γερμανοί κρίνουν τους Ελληνες με βάση τα στερεότυπα της μπυραρίας και τους λιβέλους του λαϊκού τύπου. Οι αμοιβαίες παρεξηγήσεις και η καχυποψία απλώνονται ανάμεσα στον Νότο και τον Βορρά, υπονομεύοντας το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ένα πρωτότυπο εγχείρημα ιστορικών διαστάσεων. Ο μαγνήτης που τραβάει τα βέλη είναι η Γερμανία· ευλόγως: επιβάλλει προσώρας την πολιτική της βούλησή στα άλλα κράτη και ηγεμονεύει. Αυτό που φουντώνει όμως τα αντιγερμανικά αισθήματα είναι μια ορισμένη ωμότητα στις διατυπώσεις της κυβέρνησης του Βερολίνου όταν απευθύνονται σε ασθενείς εταίρους, και κυρίως το μείγμα κανονιστικής ακαμψίας, ηθικολογίας και υποκρισίας που συνθέτει τον λόγο των Γερμανών ηγετών.
Οι Γερμανοί διανοούμενοι διεθνούς εμβέλειας, όπως ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας και ο κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, επισημαίνουν καίρια όχι μόνο τον επαρχιωτισμό και την αλαζονεία των συμπατριωτών τους πολιτικών, τον αντιευρωπαϊσμό τους εντέλει, αλλά και το έλλειμμα δημοκρατικής κουλτούρας στην μετά-BRD μεγάλη Γερμανία και την ανιστορική απάλειψη της ενοχής για την ιστορική ανωμαλία του ναζισμού και του Δευτέρου Πολέμου. Με παρόμοιο τρόπο έχουν ασκήσει δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση Μέρκελ, Σόιμπλε κ.ά., οι βετεράνοι της μεταπολεμικής BRD, ηγέτες σαν τον Χέλμουτ Σμιντ και τον συγγραφέα φίλο του Γκύντερ Γκρας· αυτοί είναι οι τελυταίοι της γενιάς που έζησε τη φρίκη του πολέμου και συμμετείχαν στην ανοικοδόμηση όχι μόνο της χώρας αλλά και της πρώτης δημοκρατίας με διάρκεια και σφρίγος.
Επανέρχομαι στην αγωνία του φίλου με τον Ελληνογερμανό γιο. Η πρόκληση είναι αμφίδρομη: πώς θα καταλάβουμε εμείς τους Γερμανούς και πως αυτοί θα καταλάβουν εμάς. Δυστυχώς η σφοδρή κρίση, οικονομική και πολιτική, εξουδετερώνει γοργά τους πολλούς και επίπονους δεσμούς αλληλοκατανόησης και προσέγγισης που κατορθώθηκαν μεταπολεμικά, στη μακρά διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ισως επειδή η κρίση απεκάλυψε ότι οι δεσμοί ήσαν κυρίως οικονομικοί, τεχνοκρατικοί και νομοκανονιστικοί, χωρίς την αναγκαία εμβάθυνση στην πολιτική και τον πολιτισμό. Ισως επειδή η σύγκλιση και η αλληλεγγύη, η έως πρόσφατα κυρίαρχη ρητορική της Ε.Ε., δεν υπερπήδησε ποτέ βαθιά ριζωμένες, καλυμμένες, αντιλήψεις αποικιοκρατίας και προκαταλήψεις οριενταλισμού. Ισως επειδή υποτιμήθηκαν τα φαντάσματα του ναζισμού και του φασισμού, και εξορκίστηκαν επιπόλαια οι μνήμες του πολέμου.
Παρ’ όλ’ αυτά: ο μισός αιώνας κοινής πορείας δεν μπορεί να πάει χαμένος. Πολύ περισσότερο που η σημερινή γεωγραφία δυνάμεων αναγκάζει τα ευρωπαϊκά κράτη να παραμείνουν κοντά, ενωμένα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, για να ανταποκριθούν στις ιστορικές προκλήσεις. Ακόμη κι αν διαλυθεί ή μετασχηματιστεί η ζώνη του κοινού νομίσματος, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να βρει έναν άλλο τρόπο συνέχειας της κοινής πορείας, πολιτικά, εμπορικά, πολιτιστικά. Βέβαιο είναι ότι πρέπει να συνεχιστεί ελικρινέστερα η ανακοπείσα προσπάθεια για αλληλοκατανόηση. Και να αποδεχθούμε την συνύπαρξη με τις διαφορές μας· μας ενώνουν πολλά περισσότερα. Τα διπλής καταγωγής παιδιά μας μαρτυρούν περί της δυνατής συνύπαρξης.
Η βαριά καταδίκη του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου προκάλεσε δύο ταυτόχρονες αντιδράσεις: επικρότηση της τιμωρίας, αλλά και έκπληξη για την επιβληθείσα ποινή. Επιτέλους, να μπει ένας διεφθαρμένος πολιτικός στη φυλακή. Αλλά ισόβια;
Οι δύο αντιδράσεις δεν είναι αντινομικές· συμπληρωματικές είναι: η μία προέρχεται από τον πολίτη, η άλλη από τον άνθρωπο. Και εν συνεχεία, οι δύο συντίθενται σε έναν πιο περιεκτικό και ευρύ συλλογισμό: η διαφθορά ευθύνεται κυρίως για τη δεινή κρίση που παραλύει τη χώρα και βασανίζει τους ανθρώπους. Διεφθαρμένοι πολιτικοί και επίορκοι δημόσιοι λειτουργοί αδιαφόρησαν και υπονόμευσαν τις αναγκαίες προσαρμογές της οικονομίας, χρηματίστηκαν για εξοπλισμούς, προμήθειες και έργα του Δημοσίου, συχνά περιττά ή ακατάλληλα, επέβαλαν ομερτά και τρόμο σε όλη την υπόλοιπη διοίκηση, διέχυσαν τη διαφθορά σε όλο το κοινωνικό σώμα ως τρόπο διοικείν και ως κυρίαρχο ήθος.
Η δημοκρατία δεν πρέπει να φέρεται εκδικητικά, αλλά δεν μπορεί να υπομένει επί μακρόν τον ευτελισμό της από ανάξιους λειτουργούς και αιρετούς ηγέτες, διότι αυτοακυρώνεται. Η καταδίκη του πρώην δημάρχου Θεσσαλονίκης σε ισόβια προοικονομεί βαριές ποινές σε αρκετές άλλες δίκες που εκκρεμούν, με κατηγορούμενους ανθρώπους που διαχειρίστηκαν πλημμελώς δημόσιες υποθέσεις. Πολλοί έχουν χάσει τον ύπνο τους. Ορθώς. Πρόκειται για ανθρώπους που πολιτεύθηκαν με τρομερή αλαζονεία, που αισθάνονταν ανέλεγκτοι, υπεράνω κανόνων και νόμων, αιώνιοι νομείς της εξουσίας και όχι υπηρέτες του δημόσιου συμφέροντος. Αλλωστε, κάποιοι εξ αυτών εξακολουθούν να βρίσκονται σε καίριες θέσεις του κράτους, αυτού που οι ίδιοι οδήγησαν στη χρεοκοπία, επιδιδόμενοι στο πλιάτσικο που ακολουθεί κάθε χρεοκοπία και διαχειριζόμενοι την αποικιοποίηση του ερειπιώνα.
Η τιμωρία, άρα, έχει παραδειγματικό χαρακτήρα. Και δρα ενισχυτικά για το δημοκρατικό φρόνημα που τόσο έχει υποφέρει τα τελευταία πολλά χρόνια από την κατά συρροήν παραγραφή αξιόποινων πράξεων πολιτικών προσώπων. Ολα τα μεγάλα σκάνδαλα πέρασαν από τα όργανα της Βουλής και κανένα δεν κατέληξε σε παραδειγματική τιμωρία. Αυτή η σκανδαλώδης απαλλαγή των επίορκων, η ομερτά μεταξύ φυλάρχων και κλεπτοκρατών, υπονόμευε διαρκώς την ισονομία και την ισοπολιτεία, τραυμάτιζε διαρκώς το πολίτευμα, και κλόνισε εντέλει την πίστη των πολιτών στη δημοκρατία. Η οικονομική καταστροφή, η πτώχευση, ήταν η υλική έκφραση της ήδη συντελεσθείσας ηθικής φθοράς.
Πόσο βαθιά θα πάει η τιμωρία των επίορκων; Θα θυσιαστούν μερικοί ήδη ξοφλημένοι και καμένοι, για να εξευμενιστεί το πλήθος, χωρίς να θιγούν οι μεγάλοι υπαίτιοι; Δεν το ξέρουμε. Ελπίζουμε ωστόσο η τιμωρία να μην είναι μαζική και τυφλή, αφενός, αλλά και να μην ξεφουσκώσει, να είναι δίκαιη και παραδειγματική· αφετέρου, να δράσει προωθητικά για την εκ παραλλήλου ανασυγκρότηση των θεσμών και την αναγέννηση της πολιτικής. Η τιμωρία μόνη δεν είναι αρκετή· απαιτείται υπέρβαση και αναδημιουργία.
Ο Μαρκ Μαζάουερ την περασμένη Τρίτη αναρώτηθηκε στην ομιλία του για «Μια νέα εποχή των άκρων;» αντηχώντας το γνωστό βιβλίο του Ερικ Χομπσμάουμ. Εσπευσε να απαντήσει με αυτό που μπορεί ως ιστορικός: «Ιστορικές σκέψεις για τα πολιτικά της τρέχουσας κρίσης». Ο Μαζάουερ γνωρίζει καλά τη σύγχρονη ελληνική ιστορία· γνωρίζει εξίσου καλά την ευρωπαϊκή ιστορία του 20ού αιώνα. Επιπλέον, παρότι αγαπά την Ελλάδα, μπορεί να τη βλέπει απ’ έξω, με ψυχρό μάτι, να τοποθετεί τον παρόντα ελληνικό κλονισμό μέσα στο ευρύτερο διεθνές πλαίσιο και την ιστορική ροή. Ως εκ τούτου, πραγματεύτηκε την ανάδυση των ακραίων φαινομένων στην Ελλάδα της Μεγάλης Υφεσης χωρίς να πέσει στις παγίδες και τις πολωτικές υπερπλουστεύσεις της εγχώριας συζήτησης.
Με επιχειρήματα και παρρησία, ο διακεκριμένος ιστορικός αποδόμησε το σχήμα των ταυτόσημων δύο άκρων, το οποίο διακονείται πυρετωδώς μετά τις εκλογές, ακόμη και από αναλυτές που αυτοπροσδιορίζονται ως φιλελεύθεροι. Για τον Μαζάουερ το επικίνδυνο άκρο είναι ένα: η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Δεν θεωρεί την εξωκοινοβουλευτική Ακρα Αριστερά αναλόγως επικίνδυνη για τη δημοκρατία· πόσο μάλλον τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και τη σκέψη του αυτή τη θεμελιώνει ιστορικά και πολιτικά, επισημαίνοντας ορθώς ότι η Χ.Α. φενακίζει τους απελπισμένους του παρ’ ημίν Depression με φυλετικό μίσος και εθνικιστική υπεραναπλήρωση· το πιο κοντινό ανάλογο είναι ο γερμανικός ναζισμός.
«Μερικοί λένε ότι όλες οι μορφές ανομίας είναι εξίσου επικίνδυνες. Διαφωνώ!» Αυτή ήταν η απάντηση του Μάζάουερ όταν ερωτάτο αν οι καταλήψεις κτιρίων και οι φοιτητικές ακρότητες απειλούν τη δημοκρατία όσο και η Χρυσή Αυγή. Μερικές χαμένες ώρες διδασκαλίας δεν βάζουν την ελληνική δημοκρατία σε πραγματικό κίνδυνο, σχολίασε. Αντί να αναλίσκεται στις καταλήψεις των αναρχικών στην Αθήνα, οι οποίες έχουν μικρή πολιτική σημασία, η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να κατευθύνει τη δράση της και την προσοχή της στην μεγαλύτερη απειλή που είναι η Χρυσή Αυγή, συμπλήρωσε.
Ο Μαρκ Μαζάουερ ασφαλώς θα κατέπληξε πολλούς με την ανάλυσή του, κυρίως επειδή κατέρριψε τα στερεότυπα περί ταυτόσημων άκρων, και επειδή ανέδειξε με δραματική ένταση την απειλή από το άκρο του αίματος και του φυλετισμού. Φυσικά κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Μάζάουερ είναι κομμουνιστής ή ακραίος· μάλλον τα λόγια ενός μετριοπαθούς φιλελεύθερου ακούσαμε, που όμως δεν τυφλώνεται από την μικροπολιτική ωφελιμοθηρία, τον φόβο και τη συλλογική ενοχοποίηση. Το είχε δείξει άλλωστε και στο περίφημο άρθρο του στους New York Times, το καλοκαίρι του 2011 («Το λίκνο της δημοκρατίας κλονίζει την Ευρώπη»), περιγράφοντας τα σφάλματα της ευρωπαϊκής πολιτικής στο ελληνικό πρόβλημα, όταν ο κυρίαρχος λόγος εδώ ήταν η απόλυτη αυτοενοχοποίηση. Λίγους μήνες αργότερα, παρόμοια περιγραφή για Ελλάδα και Ιταλία έκανε ο Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας (βλ. εδώ, εδώ, εδώ και εδώ) εξ αφορμής των ταυτόχρονων καθαιρέσεων των εκλεγμένων πρωθυπουργών τους (βλ. επίσης σχετική αρθρογραφία του διευθυντή της FAZ Frank Schirrmacher εδώ και εδώ).
Αλλη μια συμβολή του Βρετανού και «Τηνιακού» ιστορικού: Κάλεσε τους Ελληνες να υπερασπιστούν τα θετικά επιτεύγματα της Μεταπολίτευσης. Πράγματι, η Μεταπολίτευση που ενταφίασε τον εθνικό διχασμό και εδραίωσε τη δημοκρατία, βάλλεται σήμερα αδιακρίτως ως μήτρα διαφθοράς, και βάλλεται κυρίως από τους προαγωγούς της διαφθοράς ή από τους ακροδεξιούς εχθρούς της δημοκρατίας. Βάλλεται επίσης από μια ομάδα ανιστορικώς σκεπτομένων, απόντων από τον δημόσιο βίο, οι οποίοι τώρα αξιώνουν κυριαρχία ως παρθενογεννημένοι.
Περιμέναμε έναν ξένο να μας πει τα στοιχειώδη; Περιμέναμε έναν διανοούμενο, κάτοικο Νέας Υόρκης, να μας δείξει το κοινό και το κύριο; Ναι. Δυστυχώς, οι περισσότεροι ιθαγενείς διανοούμενοι, εξ όσων έχουν δημόσιο λόγο και βήμα, αιφνιδιάστηκαν από την κρίση, και είτε εσιώπησαν γιατί δεν είχαν κάτι να πουν είτε αναλώθηκαν σε ηθικολογίες, κοινοτοπίες και αναμασήματα της απολογητικής της ιθύνουσας τάξης, ενισχυτικά της τύφλωσης και του διχασμού. Ελάχιστοι διείδαν εγκαίρως τις κοινωνικές ρηγματώσεις που έφερνε η αχαλίνωτη ύφεση, ελάχιστοι διέκριναν την άνοδο της φασιστικής απειλής, οι περισσότεροι είδαν ως αντίπαλους τους Αγανακτισμένους και αρνούνταν έως πρόσφατα ότι η ένδεια σαρώνει τον πληθυσμό. Υπάρχει κρυμμένο λίπος, έλεγαν. Αυτή την εθελοτυφλία αντέκρουσε ο Μαζάουερ· μας είπε ότι ο εχθρός δεν είναι το ανύπαρκτο ή ξοδεμένο λίπος των μικρομεσαίων, ο εχθρός δεν είναι ο «ανύπακουος» ή «γονιδιακά άνομος» λαός και η μεταπολίτευσή του, αλλά το αίμα και χώμα των ναζί και η υποκρισία της ιθύνουσας τάξης.
Ο θάνατος του ισοβίτη πραξικοπηματία Νίκου Ντερτιλή έδωσε την ευκαιρία σε γνωστούς εχθρούς της δημοκρατίας, χουντικά κατάλοιπα και νεοναζί, όσους η κρίση έβγαλε από τα λαγούμια τους, να στήσουν μιαν ακόμη τελετή μίσους και τυφλότητας. Ευλόγως: ο εκλιπών ήταν ο τυπικά αμετανόητος χουντικός, μαζί με τον σιωπηλό εσατζή Ιωαννίδη. Ποτέ δεν αναγνώρισε την Ελληνική Δημοκρατία, την οποία άλλωστε κατέλυσε δια των όπλων που του εμπιστεύθηκε η πατρίδα· ποτέ δεν παραδέχθηκε ότι σκότωσε εν ψυχρώ τον εικοσάχρονο Μιχ. Μυρογιάννη, κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όπως κατέθεσαν δεκατρείς μάρτυρες.
Η λεπτομέρεια που ίσως διαφεύγει: ο πείσμων γέρων παρέμεινε επί 38 έτη στη φυλακή όχι ως καταδικασθείς επί εσχάτη προδοσία· την ποινή αυτή την είχε εκτίσει από καιρό. Παρέμεινε φυλακισμένος, αυτός ο στρατιώτης, για τον εν ψυχρώ φόνο του πολίτη Μυρογιάννη εν καιρώ ειρήνης, καταδικασθείς από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων σε ιδιαίτερη δίκη, έξι μήνες μετά την ιστορική δίκη των πρωταιτίων της δικτατορίας. Και ήταν απλός στρατιώτης πλέον: είχε καθαιρεθεί από τον βαθμό του ταξίαρχου. Ο ίδιος είχε ατιμάσει τη στολή του.
Θα είχε αποφυλακιστεί πριν από πολλά χρόνια, αν το ζητούσε. Δεν το ζήτησε, διότι δεν αναγνώριζε τη Δημοκρατία, το πολίτευμα και τους θεσμούς του, όχι την άλφα ή τη βήτα κυβέρνηση. Κατά βάθος, δεν αναγνώριζε τη δικαιοσύνη των ανθρώπων. Πίστευε, σύμφωνα με λεγόμενά του, μόνο στον Στρατό (Και καυχιόταν ότι κακοποιούσε Τουρκοκύπριους αμάχους στην Κύπρο. Γιατί λοιπόν να σεβαστεί τη ζωή του Ελληνα αμάχου;) Πίστευε στο όπλο του και στον πόλεμο, όπως ο ίδιος τον κήρυττε και τον διεξήγαγε. Κατά τούτο, συνεπής στον πολεμιστή εαυτό του, επέλεξε τη φυλακή, διότι μόνο εκεί εύρισκε τη μυθική του δικαίωση, μόνο εκεί, μακριά από τους ανθρώπους, ετρέφετο το εγωτικό του πείσμα ως σολιψισμός και ως παραίσθηση.
Τέλος πάντων, ο άνθρωπος έφυγε, η ανθρώπινη δικαιοσύνη του απεδόθη όπως απεδόθη, η ψυχή του ίσως βρει ανάπαυση απ’ τη συγχώρεση του θύματός του· όταν «παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου».
Αυτή τη διάσταση μεταξύ ανθρωπίνης και θείας δικαιοσύνης αδυνατεί, ή δεν θέλει, να αντιληφθεί ο μητροπολίτης Καλαβρύτων, ο οποίος στην κηδεία ανακήρυξε τον αμετανόητο φονέα Ντερτιλή ήρωα ισάξιο του Σωκράτη και του Κολοκοτρώνη. Ανιστόρητος ή απλώς διαστρεβλωτής; Και οι δύο υπέμειναν την ετυμηγορία της πολιτείας, ενώ ο φιλόσοφος υπερασπίστηκε τη δημοκρατία λόγω και έργω, θυσιάζοντας τη ζωή του, όχι αφαιρώντας μιαν άλλη ζωή.
Ο συγκεκριμένος ρασοφόρος εν προκειμένω συμπεριφέρεται όχι σαν χριστιανός ιερέας, αλλά σαν αμετανόητος στρατιώτης, φαίνεται να συμμερίζεται τον στρατιώτη κατά την επιορκία και τη μισαλλοδοξία, και ως διαρκής κήρυκας μίσους υμνεί τον άνθρωπο που δεν μπόρεσε να συγχωρέσει τον εαυτό του, δεν ζήτησε ποτέ συγχώρεση και δεν συγχώρεσε κανέναν. Οχι, ο Καλαβρύτων δεν είναι απλώς ανιστόρητος, εκτός δημοκρατίας, αλλά και βαθύτατα αψυχολόγητος και αθεολόγητος, εκτός χριστιανικής παραδόσεως.
APPENDIX
Aρθρο του ιστορικού Λεωνίδα Καλλιβρετάκη στο περιοδικό Ταχυδρόμος: η δίκη Ντερτιλή για τη δολοφονία Μυρογιάννη: “Πόσο ‘γενναίος στρατιώτης’ είναι στ’ αλήθεια ο ισοβίτης Νικόλαος Ντερτιλής,” Ταχυδρόμος, vol. 299, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε., pp. 46-51, 2005.
Ολο το άρθρο σε pdf: LK_2005_01_TEXT
Μερικοί διανοούμενοι σήμερα, πρώην αριστεροί ή αριστερίζοντες (κατά βάθος ΠΑΣΟΚίζοντες), παίζουν τον ρόλο που έπαιξαν στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν διανοούμενοι όπως ο Σπύρος Μελάς, μεταξικός ήδη από τον Μεσοπόλεμο και αντιδραστικός για πάντα, ο Ανδρέας Καραντώνης μετεμφυλιακά μέχρι που τον απόκοψε και ο Σεφέρης, ακόμη και ο Στράτης Μυριβήλης ως απολογητής του Ψυχρού Πολέμου.
Κομβικό σημείο η Διακήρυξη των Χριστιανών Επιστημόνων, από την πέννα του εγκέφαλου της παραεκκλησιαστικής Αδελφότητας Ζωή Α. Τσιριντάνη, το 1946, που υπέγραψαν 220 επιφανείς προσωπικότητες, για αντιμετώπιση του «στρατού της αθεϊας και του υλισμού». Ανάμεσα στους 220, και σοβαροί δημοκράτες και πατριώτες που μάλλον παρασύρθηκαν από το άγριο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής. 1946, θυμίζουμε.
Ας μη μιλήσουμε για τους πρώην αριστερούς, μετέπειτα θεωρητικούς και απολογητές της χούντας, Θεοφύλακτο Παπακωνσταντίνου (Πέτρο Μοναστηριώτη), Σάββα Κωνσταντόπουλο αρχειομαρξιστή, ακόμη και τον κούτβη Γεώργιο Γεωργαλά.
Διαφορές του τότε με το τώρα:
Πρώτον, δεν είναι Ψυχρός Πόλεμος. [Ασε που στις ΗΠΑ οι Δημοκρατικοί κατατρόπωσαν το Tea Party. Bέβαια, στην Ευρώπη είχαμε καθαίρεση εκλεγμένων (καίτοι ανίκανων) πρωθυπουργών…]
Δεύτερον, οι σημερινοί εμφυλιοπολεμικοί διανοούμενοι δεν έχουν το ταλέντο και την καλλιέργεια των παλαιών, ούτε καν το πολιτικό τους κριτήριο.
Τρίτον, τον εμφύλιο σήμερα διακηρύσσουν ανοιχτά μόνο οι νεοναζί. Οχι οι αντιναζί.
Και τα λοιπά.
Ομοιότητες: Κάποιοι επιδιώκουν ανάφλεξη Εμφυλίου. Γιατί; Για προσωπική τους διάσωση; Λόγω υστερίας; Λόγω ιστορικής και πολιτικής μυωπίας; Λόγω πνευματικής ανεπάρκειας; Ολα παίζουν.
Σε κάθε περίπτωση, μεγάλη παραμένει η ευθύνη των αριστερών (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σήμερα) και δημοκρατών διανοούμενων, στην παρούσα κρίσιμη συγκυρία, για την προάσπιση της δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής.
Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είναι η Ελλλάδα ύστερα από δέκα χρόνια. Αδύνατον. Μετά πέντε χρόνια; Αδύνατον. Σ’ ένα χρόνο; Οικονομικά θα είναι ακόμη χειρότερα από σήμερα, πολιτικά ή κοινωνικά δεν ξέρω, μόνο φοβάμαι για χειρότερα. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα είμαστε τα Χριστούγεννα. Πιστεύω ότι θα καθίσουμε γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και σε τραπέζια φίλων και θα καταφέρουμε να γελάσουμε, να ευχηθούμε, να τσουγκρίσουμε, χωρίς να μπλέξουμε σε συζητήσεις για την Υφεση και μαυρίσει η ψυχή μας, χωρίς να χαλάσουμε τις καρδιές μας για τα πολιτικά αίτια και τα ελαττώματα του γένους.
Αυτά τα Χριστούγεννα θα τα καταφέρουμε κουτσά-στραβά. Μέχρι τόσο μπορώ να δω το μέλλον, ευχόμενος να μη σκιάσει το τραπέζι καμιά βαριά κουβέντα. Πιο πέρα δεν μπορώ να δω. Δεν πρόκειται για αδυναμία πρόβλεψης, αλλά για κατάρρευση της κανονικότητας: ποτέ δεν μπρούσαμε να προβλέψουμε τη μέλλουσα ζωή, αλλά τουλάχιστον η ζωή κυλούσε μέσα σε μια ροή αναμονών, με κάποιες ευλογοφανείς προσδοκίες, με εύλογες πιθανότητες. Η κρίση διέκοψε την κανονική ροή του βίου και η ύφεση διέλυσε κάθε ορθολογιστική ή έστω ευλογοφανή προσδοκία. Οχι μόνο ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά.
Η μετάπτωση από τη σφαίρα της επιθυμίας, γνήσιας ή επίπλαστης, από τη σφαίρα της αφθονίας και της επάρκειας, πρωτογενούς ή δανεικής, στη σφαίρα της ανάγκης, της σπάνης, δεν μετασχηματίζει μόνο τον υλικό βίο, αλλά και τη σκέψη, το φαντασιακό, τους άυλους, πλην απολύτως ουσιώδεις, όρους της ύπαρξης. Ο βιαίως και αποτόμως χρεοκοπημένος, ο νεόπτωχος, ο νεοπληβείος βρίσκεται σε μια ριζικά καινούργια κατάσταση εντελώς απαράσκευος, χωρίς τα στοιχειώδη νοητικά εργαλεία, χωρίς την ψυχική δομή για να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις. Λυγίζει, πανικοβάλλεται, λιποψυχάει.
Σε αυτό το σημείο περίπου βρισκόμαστε τώρα, με ευρεία διαβάθμιση ποσοτική και ποιοτική· δεν είναι εκτεθειμένες όλες οι πληθυσμιακές ομάδες στον ίδιο πόνο. Το γενικό κλίμα εντούτοις είναι αυτό: σύγχυση, πανικός, φόβος. Ο κατ’ αυτόν τον τρόπο λυγισμένος και δεχόμενος αλλεπάλληλα σοκ, ο ολισθαίνων καθοδικά στην κλίμακα της πτώχευσης και της ανημπόριας, είναι έτοιμος να αποδεχτεί τον τερματισμό του μαρτυρίου έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, ηθικού, πολιτικού· είτε με έκπτωση στην ατομική του αξιοπρέπεια είτε με εκχώρηση κάθε αξίωσης επί του κοινωνικού συμβολαίου, του άλλωστε κουρελιασμένου. Ο λυγισμένος, ο ευρισκόμενος στο κατώφλι της ολοσχερούς ήττας, ο απωλέσας την τιμή και την υπερηφάνειά του, ο λαχταρισμένος για το ψωμί των παιδιών του, είναι πρόθυμος να υποταχθεί, να εγκαταλείψει και την ισότητα και την ελευθερία και φυσικά τη δημοκρατία. Αρκεί να επιζήσει.
Είναι όλα τόσο μαύρα; Οχι. Ασφαλώς το ενδεχόμενο του ζόφου είναι ισχυρό. Αλλά όχι μόνο αυτό. Οι άνθρωποι είναι επιβιωτές που τρέπονται προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις, που αντιδρούν στις ιστορικές προκλήσεις με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, με επινοητικότητα, με πρωτότυπες ανασυνθέσεις της εμπειρίας. Ωστε πλάι στο ενδεχόμενο της παράλυσης και της υποταγής, του απανθρωπισμού, υπάρχουν πάντα και άλλα ενδεχόμενα εξίσου ισχυρά: η εξέγερση, η μεταρρύθμιση, η ταχεία προσαρμογή. Σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι οργανισμοί επιδιώκουν αυτοματικά σχεδόν, και επιτυγχάνουν, ομοιοστασία, τη βέλτιστη ισορροπία με δαπάνη της ελάχιστης δυνατής ενέργειας ― αυτό αχνοθυμάμαι από τη θερμοδυναμική εμβίων όντων στις παραδόσεις Βιολογίας πρώτου έτους και το μεταφέρω χοντροκομμένα στον κοινωνικό οργανισμό.
Παρότι δεν μπορείς πια να προδιαγράψεις ούτε καν το αναμενόμενο περίγραμμα του εγγύς μέλλοντος ―έλλογη προσδοκία, παρά πρόβλεψη―, προσαρμόζεσαι. Φέρνεις το μέλλον ακόμη πιο κοντά, συμπυκνώνεις τον χρόνο. Μαθαίνεις να ζεις μέρα τη μέρα, να αντλείς ευχαρίστηση βραχείας διάρκειας, παροντική, σωματική. Επανεκτιμάς απλές χαρές, βλέπεις ξανά τα ουσιώδη, ορίζεις αλλιώς τα στερνά χρειώδη.
Τα δύο δύσκολα χρόνια που πέρασαν έπιανα τον εαυτό μου να ρουφάει άπληστα, σαν παρθένος οργανισμός άμαθος, τον ουρανό, τη λιακάδα, τη θάλασσα, αγκάλιαζα αλλιώς τ’ αμπέλια, τις ελιές, τους άτακτους πευκώνες. Γεύτηκα με πρωτόγνωρη ηδονή ντομάτες ξερικές απ΄το κυκλαδικό μποστάνι και πράσινο λάδι απ΄το «δύστυχο χώμα» του Μανιάτη φίλου μου. Ενιωσα ότι οι φιλίες, οι συγγενείς, οι σχέσεις είναι μονάκριβα δώρα. Σαν τη ζωή. Και με έκπληξη έπιασα και άλλους πολλούς γύρω μου να αντιδρούν έτσι, να ζουν εδώ και τώρα, να απολαμβάνουν το ολίγο, να σέβονται το ελάχιστο. «Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς».