You are currently browsing the tag archive for the ‘Δεξιά’ tag.
Η ελληνική κρίση είναι πολιτική, λέγαμε προ ετών. Κατόπιν, προσθέσαμε: η κοινωνία μετασχηματίζεται βαθιά και βίαια, εξαιτίας της κρίσης και με μοχλό την κρίση. Σήμερα, στην ανήσυχη, δυσοίωνη ακινησία μπορούμε να δούμε δια γυμνού οφθαλμού την κρίση σαν κλειστό βρόγχο, σαν αυτοτροφοδοτούμενη λούπα.
Στο πολιτικό πεδίο, η κρίση έχει ταπεινώσει τους διαχειριστές της, όσον αφορά την εκλογική τους νομιμοποίηση, και έχει αναδείξει νέες πολιτικές δυνάμεις. Ο μεγάλος ασθενής είναι προφανώς το Κέντρο, ό,τι κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται Κεντροαριστερά, αλλά και ο συντηρητικός χώρος, η Κεντροδεξιά ή Δεξιά. Στην κρίσιμη στιγμή, το Κέντρο δεν κατόρθωσε να υπερασπιστεί το παραδοσιακό εκλογικό του κοινό· πρόσδωσε τις προσδοκίες του, θεμιτές ή αθέμιτες, έσπασε το υπόρρητο συμβόλαιο. Ο εκλογικός καταποντισμός του και ο ηθικός ξεπεσμός του ήταν αναμενόμενα.
Το ίδιο παθαίνει τώρα και η δεξιά παράταξη, διαχειριζόμενη την κρίση με τρόπο που πλήττει καίρια τους εκλογείς της. Ουσιαστικά, τα δύο μεγάλα κόμματα, που συγκέντρωναν έως και 86% του εκλογικού σώματος, εφάρμοσαν δια του μνημονίου έναν βίαιο μετασχηματισμό της κοινωνίας, πλήττοντας κυρίως τα ποικίλα μεσοστρώματα, τον βασικό αιμοδότη τους. Στις ευρωεκλογές 2014 και τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα συγκέντρωσαν 31%. Στις παρελθούσες εθνικές εκλογές είχαν συγκεντρώσει: 42% το 2012, 77% το 2009, 86% το 2004.
Για να υπάρχει λειτουργούσα η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, χρειάζονται ορισμένως υγιείς πολιτικές εκφράσεις όλου του πολιτικού φάσματος. Προς το παρόν, ας δούμε τον τελευταίο οργανισμό που δεν έχει πληγεί από την κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει εκ σκεδάσεως την λαϊκή εντολή, μετά επιφυλάξεων, να ανασχέσει την πτώση και να εφαρμόσει ένα υλοποιήσιμο σχέδιο εθνικής σωτηρίας, ήτοι σχέδιο κοινωνικής και πολιτικής ανασυγκρότησης.
Η αμφίπλευρη διεύρυνση που εξαγγέλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, και δεδομένης της θρηκόληπτης άρνησης του ΚΚΕ για οποιαδήποτε συνεργασία, κατ’ ουσίαν είναι απόπειρα κατάληψης του κεντρώου χώρου, που αφήνει κενό το διαλυμένο ΠΑΣΟΚ. Αυτό με πολιτικούς όρους.
Με κοινωνικούς όρους, η περαιτέρω διεύρυνση απαιτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσει λυσιτελώς τις ανάγκες και τις προσδοκίες ευρύτατων στρωμάτων· να γίνει το συνέχον και συμπεριλαμβάνον πολιτικό υποκείμενο για ποικίλα, απογοητευμένα, θραυσμένα και έμφοβα κοινωνικά υποκείμενα. Πρόκειται για εγχείρημα εξαιρετικά απαιτητικό διανοητικά και ψυχικά, αν συνυπολογισθεί η τελεσθείσα φθορά του δημοκρατικού κράτους και των θεσμών, η ιδεολογική αμηχανία της Αριστεράς διεθνώς μετά το ρήγμα του 1989, και το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη.
Το ερώτημα είναι με ποιους όρους θα διευρυνθεί: με συμμαχίες πολιτικής κορυφής ή με εξάπλωση ριζών στη βάση; Το πρώτο είναι εύκολο και θεαματικό· το δεύτερο είναι δύσκολο και απαιτητικό. To συμβολικό φορτίο των προβεβλημένων προσώπων είναι χρήσιμο, εντούτοις είναι πεπερασμένης αξίας. Όθεν, πρέπει να αναζητηθούν όχι μόνο οι προβεβλημένοι επώνυμοι, αλλά πρωτίστως οι άνθρωποι με «όνομα» και ηθικό βάρος στην κοινότητα, στο μικροπεδίο, στα σπλάχνα της κοινωνίας. Η ιστορική πρόκληση είναι η κατασκευή ενός ρωμαλέου πολιτικού υποκειμένου, ικανού να αντέξει το βάρος ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης και ικανού επίσης να εμπνεύσει στην κοινωνία των πολιτών πίστη για το εθνικό σχέδιο και ένα νέο ήθος στη δημόσια σφαίρα.
Εφόσον η διεύρυνση επιχειρηθεί μόνο με μετεγγραφές στελεχών του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, το όλο εγχείρημα κινδυνεύει να γίνει συνάθροιση δημογερόντων και ανακύκλωση οιονεί τεχνοκρατών του Ancien Régime· και το πολιτικό υποκείμενο να καταλήξει μια ασπόνδυλη συνομοσπονδία ομάδων και οπλαρχηγών, ο καθείς με τη δική του ατζέντα, την ιδιοτέλεια, το χαβά του. Την τέτοια αποτύπωση του κοινωνικού στο πολιτικό, τις διαμεσολαβήσεις και τις στρεβλώσεις του κρατικοκομματικού απαράτ ―ας πούμε τις κυβερνώσες φυλές των αυλικών, των golden boys, των ΔΕΚΟ και των προστατευμένων θυλάκων― τα είδαμε εν δράσει τις δεκαετίες της αμέριμνης ισχυράς Ελλάδος, με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.
Από την αρχή της ελληνικής κρίσης, το 2009, και πολύ περισσότερο από την αναγγελία εισόδου στο πρώτο μνημόνιο, ήταν σαφές ότι η πολιτική γεωγραφία, όπως λίγο πολύ παρέμενε σταθερή από τη δεκαετία ‘80, θα άλλαζε βαθιά και διαρκώς. Σε κανένα κράτος υπό τη δοκιμασία της χρεοκοπίας και των προγραμμάτων του ΔΝΤ το πολιτικό σύστημα δεν παρέμεινε αλώβητο· αντιθέτως, πρόσωπα και δυνάμεις που οδηγούν μια χώρα στην οδυνηρή επιτήρηση είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν από το προσκήνιο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Αυτή η τεκτονική μετατόπιση συμβαίνει ήδη και στην Ελλάδα, παρότι δεν έχει ολοκληρωθεί. Το πολιτικό σκηνικό του φθινοπώρου 2009, μετά τις τελευταίες προμνημονιακές εκλογές, παρουσιάζει ελάχιστα κοινά τυπικά χαρακτηριστικά με το σημερινό. Εν τω μεταξύ, στη διαρρεύσασα τετραετία, έχουν συμβεί πρωτογανή γεγονότα: ο εκλεγμένος πρωθυπουργός του πρώτου μνημονίου απεπέμφθη και ο υπουργός του επί των Οικονομικών σύρεται κατηγορούμενος για κακούργημα. Ενας τραπεζίτης αναγορεύθηκε πρωθυπουργός και υπέγραψε το δεύτερο μνημόνιο. Το κεντροαριστερό κόμμα που σφράγισε τη μεταπολίτευση και έβαλε τη χώρα σε καθεστώς επιτήρησης κατέρρευσε. Ενα ακροδεξιό κόμμα συνήργησε στο μνημόνιο και εξαερώθηκε. Ενα άλλο ακροδεξιό μόρφωμα, με νεοναζιστικούς χαρακτήρες και αντισυστημική ρητορική, εκτοξεύθηκε από το πουθενά και διεκδικεί την τρίτη θέση. Ο ηγέτης της μείζονος αντιπολίτευσης, που αντιτάχθηκε στο πρώτο μνημόνιο, υπέγραψε το δεύτερο και το τρίτο και εφάρμοσε πολτική εκ διαμέτρου αντίθετη προς τις διακηρύξεις του, όταν έγινε πρωθυπουργός. Τέλος, ένα μικρό αριστερό κόμμα, κινούμενο ιστορικά μεταξύ 3%-5,5%, απογειώθηκε στη στρατόσφαιρα του 27% και του ουσιαστικού ρυθμιστή των εξελίξεων εφεξής.
Οι αλλαγές δεν σταματούν εδώ. Στο ρευστό παρόν, πέραν της υπό διαμόρφωσιν πολιτικής γεωγραφίας, διακρίνουμε ήδη μείζονες μετασχηματισμούς στο κοινωνικό ανάγλυφο, δηλαδή στην ταξική διάρθρωση, και στις συλλογικές αναπαραστάσεις, στις συμπεριφορές και στις ιδέες. Το υλικό, κοινωνικό και διανοητικό σοκ της χρεοκοπίας και της φτώχιας διαμορφώνει νέες συσσωματώσεις, νέα συλλογικά και ατομικά υποκείμενα, με τέτοια σφοδρότητα και ταχύτητα που δεν είχαμε υποψιαστεί στην Ελλάδα τον τελευταίο μισό αιώνα. Τόσο που, στο πολιτικό επίπεδο, μπορούμε να μιλάμε για νέα δεξιά και νέα αριστερά, σε αντιπαραβολή με την έως πρόσφατα παλαιά δεξιά και αριστερά.
Θα αποτολμήσουμε να περιγράψουμε αδρά μερικά χαρακτηριστικά του αναδυόμενου τοπίου, σε σύγκριση με τους χαρακτήρες του παλαιού.
Η παλαιά δεξιά, επηρεασμένη βαθιά από τον καραμανλισμό της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου («σοσιαλμανία» και ευρείες κρατικοποιήσεις), σταδιακά προσέγγισε και τον κεντρώο χώρο, όπως και τον φιλελεύθερο-νεοφιλελεύθερο. Η νεοφιλελεύθερη στροφή, υπό τον αστερισμό του θατσερισμού, επιχειρήθηκε από τον Κων. Μητσοτάκη στο κυβερνητικό διάλειμμα του ‘90. Η κεντρώα στροφή της λαϊκής δεξιάς ολοκληρώθηκε υπό την ηγεσία τον Κώστα Καραμανλή. Ηδη όμως από τη δεκαετία ‘90, η νοοτροπία των στελεχών της δεξιάς επηρεάζεται από τον κυβερνητισμό και τη συμπαγή κομματική οργάνωση του αντιπάλου του, του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Μετά το 2004, και ιδίως μετά το 2007, η τυπική δεξιά παρουσιάζεται κουρασμένη, χωρίς νέα πρόσωπα και νέες ιδέες, στηριζόμενη στην περιστασιακή, μεγαλύτερη ή μικρότερη, ακτινοβολία του ηγέτη της παράταξης.
Η κρίση μεταμορφώνει δραστικά τη δεξιά. Η χρεοκοπία, τα μνημόνια και η συνακόλουθη εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και των μικρομεσαίων, απομακρύνουν μεγάλα μέρη της εκλογικής πελατείας. Ταυτόχρονα, οι νεοφιλελεύθερες δοξασίες, εφαρμοζόμενες από την ξένη επιτροπεία, καθίστανται απεχθείς για τις μάζες. Τα πληγέντα στρώματα, που ακολουθουσαν τη δεξιά, είτε ως πελάτες είτε από οικογενειακή παράδοση, αποκολλώνται ψυχικά και σκορπίζουν. Παρά τη στροφή της πληγείσας ΝΔ προς τον σκληρό λόγο και την απορρόφηση ακροδεξιών από τον ΛΑΟΣ, ένα σημαντικό μέρος ψηφοφόρων καταφεύγει στον οιονεί αντισυστημικό, υπερεθνικιστικό, λαϊκιστικό και βάναυσο λόγο της Χρυσής Αυγής. Υπό αυτή την έννοια, η παλαιά ΝΔ και η νέα ΧΑ είναι όμορες και ανταγωνιστικές εντός του ευρύτερου δεξιού πλαισίου.
Αξιοσημείωτο: η νυν ΝΔ διατηρείται ενιαία μόνον λόγω της συγκολλώσας κυβερνητικής εξουσίας. Κατά τα άλλα, εφόσον η κατάσταση οξύνεται, θα αποκαλύπτονται οι τώρα λανθάνουσες φυγόκεντρες τάσεις: οι σαμαρικοί της σκληρής λαϊκής δεξιάς, οι καραμανλικοί κεντροδεξιοί, οι νεοφιλελεύθεροι, οι ακροδεξιοί.
Στα μήντια, συμβατικά και δικτυακά, η δεξιά εκφράζεται με ισχυρή φωνή κυρίως μέσω των νεοδεξιών, οι οποίοι προέρχονται από μη τυπικούς δεξιούς χώρους· κυρίως από την πρώην εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, το ερειπιώδες ΠΑΣΟΚ του Β. Βενιζέλου, φιλελεύθερους και νεοφιλελεύθερους των μικροσκοπικών μορφωμάτων, αλλά και αρκετούς πρώην αριστερούς. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φωνής είναι η επιθετική ρητορική της καθολικής ευθύνης ή της συνευθύνης, και ένα κράμα ηθικολογίας και οικονομισμού.
Η αριστερά έχει υποστεί κι αυτή βαθιές μεταμορφώσεις. Η παλαιά ήταν κατά βάσιν ηττοπαθής, περιχαρακωμένη, αναχρονιστική, εκφραζόμενη ως τέτοια από το ΚΚΕ έως και σήμερα. Η σοσιαλδημοκρατία, στην επικρατήσασα ελληνική εκδοχή της, ήταν μαζική, νικήτρια, συμπαγής, λαϊκιστική, πελατειακή και συντεχνιακή, εντέλει διεφθαρμένη. Τώρα πλέον δεν υπάρχει.
Ο τελευταίος, μικρότερος παίκτης της ευρύτερης παλαιάς αριστεράς, ο πρώην Συνασπισμός, είναι αυτός που άλλαξε πιο θεαματικά από οποιονδήποτε πολιτικό σχηματισμό. Ο μικρός ΣΥΝ καρδιοχτυπούσε να μπει στη Βουλή, ήταν μια περίπου λέσχη μοιρασμένη ανάμεσα στον δικαιωματισμό και έναν αντιπαγκοσμιοποιητικό κινηματισμό, ταλαντευόμενος επίσης ανάμεσα στον φετιχιστικό ευρωπαϊσμό και τον εγγενή συντηρητισμό της πρωην ΕΑΡ, αφενός, και τις παλαιοαριστερές καθηλώσεις των κουκουεδογενών, αφετέρου. Κοινωνικά και ανθρωπολογικά, η παλαιά αριστερά ήταν συμμαζεμένη και υστερόβουλη, λεηλατημένη πολιτικά αλλά και βολεμένη εντός του κοινωνικού συμβολαίου του ΠΑΣΟΚ. Η περιλάλητη πνευματική ηγεμονία της είναι μάλλον για γέλια.
Η νεά αριστερά όπως την ανέδειξε η τεκτονική κρίση έχει διαφοριστεί σε πολύ σύντομο χρόνο. Είναι επιθετική και αυθάδης, με σχετική αυτοπεποίθηση, είναι ηγεμονική αλλά και σαστισμένη, υπό το βάρος της ιστορικής ευθύνης και με τη διεθνή κοινή γνώμη στραμμένη πάνω της. Η αναδυόμενη μαζική αριστερά φέρει την απόγνωση της κρίσης και της υλικής εξαθλίωσης, υποφέρει και αυτή από τη σύγχυση των καινοφανών προκλήσεων, δεν διαθέτει νέα διανοητικά εργαλεία, αλλά πολιτικά για πρώτη φορά καταφέρνει να είναι πιο ανοιχτά λαϊκή, συχνά και λαϊκιστική. Υπάρχουν κι εδώ πολύς οπορτουνισμός, υστεροβουλία, εξουσιομανία. Ελάχιστες νέες ιδέες. Τα πιο νεανικά της τμήματα είναι τα πιο μοντέρνα, ανοιχτά στη νέα γνώση, τα νέα μέσα και τον κοσμοπολιτισμό· αυτά συμπεριφέρονται πλουραλιστικά επιθετικά στα κοινωνικά δίκτυα, αποκόπτουν εαυτούς από τη σταλινική παράδοση και ταυτόχρονα βδελύσσονται την παλαιά σοσιαλδημοκρατία, ιδίως τον εκσυγχρονισμό που βούλιαξε στη διαφθορα και την χρεοκοπία.
Κι ακόμη δεν έχουμε δει τίποτε.
Η αποχώρηση της Δημοκρατικής Αριστεράς από την κυβέρνηση σήμανε αλλαγή πολιτικής του κεντροαριστερού κόμματος: παύει να αναλαμβάνει ευθύνες που δεν μπορεί να τις αντέξει ηθικά, ιδεολογικά αλλά και υλικά. Η απαγκίστρωσή του από τη διακυβέρνηση προκαλεί κλυδωνισμούς στο εσωτερικό του, αλλά ίσως αυτή η αναστάτωση οδηγήσει σε αποσαφήνιση της φυσιογνωμίας του και ουσιαστικότερη σχέση με την εκλογική του βάση, ωφέλιμη εν όψει πολλαπλών ανακατατάξεων. Αν δεν εμπλακεί σε έριδες και πόλωση, η πολιτική πείρα των στελεχών του και, ιδίως, η ιδεολογική τους συγκρότηση, θα είναι η μαγιά για ανασυγκρότηση του χαμένου σοσιαλδημοκρατικού πόλου, στην οποία μάλλον αποκλείεται πια να παίξει ρόλο το ΠΑΣΟΚ.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η ΔΗΜΑΡ θα πλησιάσει προς τον φυσικό της όμορο και ετεροθαλή αδελφό, τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αυτές τις μέρες με το ιδρυτικό του συνέδριο παύει να είναι ιδιότυπη ομοσπονδία συνιστωσών και συγκροτείται ως πολυτασικό μεν, πλην ενιαίο κόμμα, με πρόεδρο μάλιστα αντλούντα ισχύ και νομιμοποίηση απευθείας από το συνέδριο. Δεν είναι λίγοι άλλωστε όσοι υποστηρίζουν ότι η ανάδυση της μεγάλης κεντροαριστεράς δεν μπορεί παρά να συνυπολογίζει σαν πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, μπορούμε να πούμε ότι μόλις τώρα αρχίζει να φαίνεται ο πυρήνας μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης. Εως τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ, εκπλαγείς από το εντυπωσιακό εκλογικό του σκορ, δεν είχε κατορθώσει να συνθέσει μια πρόταση διακυβέρνησης, αν όχι ολοκληρωμένη και τολμηρή, τουλάχιστον ρεαλιστική και πειστική. Ηταν διστακτικός διττά: και ως προς την πρόταση εξουσίας και ως προς την άντληση ζωτικότητας και ιδεών από την κοινωνία. Η οργανωτική και κυρίως η πνευματική του δομή δεν προέβλεπαν τέτοιο άλμα μεγέθυνσης, μαζί με τα συνοδά αμφίπλευρα ανοίγματα και τις αυτοϋπερβάσεις.
Το συνέδριο πιθανότατα θα τερματίσει την εσωστρέφεια του μικρού αριστερού κόμματος, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό· το νέο κόμμα πρέπει να απαντά στην κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσείλκυσε ψήφους πολιτικά αστέγων και προσφύγων που εξέφραζαν ταυτοχρόνως οργή, απόγνωση, προσδοκία. Θα πρέπει να διασκεδάσει τον φόβο και την απόγνωση και να ανταποκριθεί στην προσδοκία, στην ελπίδα για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, για κοινωνική δικαιοσύνη, για μεταρρύθμιση του κράτους: αυτά άλλωστε εμπεριέχονται ιστορικά στο πρόγραμμα και της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Κάποιες από τις εξυγιαντικές του πελατειακού κράτους μεταρρυθμίσεις, λ.χ., που ζητούνται από την τρόικα, θα μπορούσαν να είναι μέρος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ· και σίγουρα μπορεί να διεκδικήσει να είναι αυτός ο κατεξοχήν φορέας αλλαγής και μεταρρυθμίσεων.
Υπό μία έννοια, πρόκειται για την παραγωγή ενός μοντέρνου ουσιώδους λαϊκισμού ανάλογου προς τον Ομπάμα του 2008, ριζικά διάφορου από το ελληνικό ’80, με αναφορές στις εθνικές, δημοκρατικές και κοινοτικές παραδόσεις, αλλά και με τολμηρές απαντήσεις στους παρόντες καταναγκασμούς της μόνιμης κρίσης και της «μη υπάρχουσας εναλλακτικής». Ναι, υπάρχει ζωή χωρίς κρίση ― αυτό.
Μπορεί να τα συλλάβει, να τα πιστέψει και να τα αναπτύξει αυτά ο νέος ΣΥΡΙΖΑ με τους όποιους συμμάχους του; Θα δούμε σύντομα, ο καιρός δεν περιμένει. Πάντως αυτά περιμένει το χειμαζόμενο πλήθος: τόλμη, ηθική ακεραιότητα, συνθέσεις, υπερβάσεις, ειλικρίνεια, παρρησία. Αυτή είναι η ιστορική πρόκληση, και η ευθύνη.
Η κατάσταση της χώρας μπορεί να γίνει ορατή σήμερα όχι μόνο από τα κλειστά μαγαζιά και τη έλλειψη ρευστότητας, αλλά κυρίως από την βαθμιαία κατάρρευση του δημόσιου χώρου. Αρκεί να σταθείς απ΄το πρωί σε μια ουρά, στην εφορία, στη ΔΕΗ, στον ΕΟΠΠΥ, για διακανονισμό οφειλής ή για ένα παραπεμπτικό. Να δεις τους εκατοντάδες εξουθενωμένους ανθρώπους, να στέκονται σε διαδρόμους, κλιμακοστάσια και πεζοδρόμια επί ώρες, να αερίζονται με έναν φάκελο, με τα χαρτιά της υπόθεσής τους, να διαπληκτίζονται μεταξύ τους και με τους λιγοστούς υπαλλήλους, να αυτολοιδορούνται, να μεψιμοιρούν, να σιχτιρίζουν, συχνότερα να σιωπούν, να βυθίζονται σε μια βουβή κατάθλιψη.
Η προϊούσα, συχνά ραγδαία, φθορά του δημόσιου χώρου εικονίζει την υλική πτώχευση, ότι οι δημόσιοι και κοινωφελείς οργανισμοί λειτουργούν οριακά, με λιγότερο προσωπικό, για πολλαπλάσιες υποθέσεις πτωχευμένων ή αναγκεμένων πολιτών· ότι τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια είναι πολύ πιο αραιά φέτος, με πιο αργά πλοία, με στιριμωξίδι από τον Ιούνιο· ότι τα σκουπίδια σωρεύονται συχνότερα, οι δρόμοι γεμίζουν λακούβες. Παρατηρώντας τις αντιδράσεις του κόσμου, αντιλαμβάνεσαι και την ψυχική φθορά: οι άνθρωποι αισθάνονται εγκαταλειμμένοι, ότι τίποτε δεν λειτουργεί εύρυθμα, όλα έχουν ρετάρει και κινούνται στο όριο, ότι κανείς δεν νοιάζεται, ότι όλα πάνε πίσω, χαμηλά.
Η διάχυτη αίσθηση ανημπόριας και απόγνωσης μπροστά στην πρωινή ουρά που ξεχειλίζει ώς το ισόγειο και το πεζοδρόμιο, εκτείνεται διαφοριζόμενη: εκδηλώνεται με μεμψιμοιρία, με ηττοπάθεια, με ενδοβεβλημένη την ήττα ακόμη και χωρίς αγώνα, με εκπομπή μίσους προς πάσαν κατεύθυνση, με διαρκή επιθετικότητα, με μια κρούστα κατάθλιψης να καλύπτει τα πρόσωπα. Κυρίως με ολοσχερή επικράτηση της αίσθησης ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε τη μοίρα μας, σαν ένα αόρατο χέρι να μας αρπάζει και να μας πετάει στα βράχια· οι άνθρωποι βουλιάζουν στην ετερονομία, περιμένοντας έναν ηγεμόνα, έναν σωτήρα, έναν μεσσία, να τους βγάλει από το κακό όνειρο.
Πρόκειται για αργή, πλην διαρκή, καταστροφή ανθρώπινου κεφαλαίου. Πρόκειται για το χειρότερο ίσως αποτέλεσμα της μακράς κρίσης, εικόνα βαθιάς ηθικής και πολιτικής παρακμής, σύμπτωμα νόσου της συλλογικής ψυχής και της συλλογικής βούλησης. Πώς θα επιτευχθεί ανάσχεση και εν συνεχεία ανάδυση; Παρότι δεν είναι απλώς πρακτικό πρόβλημα, μερικές πρακτικές κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας θα μπορούσαν να σημάνουν την έναρξη κάποιας τάσης αντιστροφής. Η άμεση ενίσχυση, π.χ., των οργανισμών που δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις θα ελάφραινε το κλίμα. Οι εφορίες, το ΙΚΑ, η ΔΕΗ αδειάζουν από έμπειρους υπαλλήλους. Προσωπικό λείπει κυρίως, αυτοί που έφυγαν με πρόωρη συνταξιοδότηση για να προλάβουν το εφ’ άπαξ όσο ακόμη υπάρχει. Τι βλέπουμε όμως; Η περίφημη κινητικότητα, αφού επωάσθηκε επί μακρόν, δεν εφαρμόζεται με ενίσχυση των τομέων που καταρρέουν, αλλά μεταφέροντας 4.000 δημοτικούς αστυνομικούς στην ΕΛΑΣ. Προχειρότητα και πανικόβλητες κινήσεις υπό την πίεση της τρόικας, ή σκοπούμενη ενίσχυση των δυνάμεων ασφαλείας ερήμην των κοινωνικών αναγκών; Σε κάθε περίπτωση, οι πολίτες θα συνεχίσουν να εξαθλιώνονται στις ουρές για να ρυθμίσουν οφειλές, χαράτσια, συνταγές.
Γιατί όμως δεν κάνει κάτι η κυβέρνηση, τουλάχιστον απ’ όσα μπορούν να γίνουν χωρίς οικονομικό κόστος; Η αυθόρμητη απάντηση: Δεν μπορούν και δεν θέλουν. Η αυθόρμητη απάντηση, που θα έδινε και το πλήθος στις ουρές, είναι η πλησιέστερη στην αλήθεια. Για πολλούς λόγους, οι πολιτικές ελίτ που κυβερνούν τον τόπο, με άνετες πλειοψηφίες συνήθως, έχουν φθαρεί ανεπίστρεπτα, περισσότερο κι από τους άνεργους και τους κατεστραμμένους της κρίσης. Οι ολίγες, ούτως ή άλλως, ικανότητές τους φαίνονται εντελώς ανεπαρκείς τώρα ενώπιον των ιστορικών προκλήσεων. Πέραν αυτού, νοητικά και ψυχικά είναι προσανατολισμένοι σταθερά στην αυτοαναπαραγωγή τους και στην αναπαραγωγή ενός κράτους χαμηλών προσδοκιών, υπό απόλυτο έλεγχο, εργαλείο για τις δικές τους επιδιώξεις. Δεν ξέρουν και δεν επιθυμούν κάτι άλλο.
Επιπλέον, και τούτο το χαρακτηριστικό διατρέχει εγκάρσια το πολιτικό σύστημα, δεν είναι σε θέση να επιχειρήσουν συγκλίσεις και συνθέσεις, πόσο μάλλον υπερβάσεις. Δεν είναι σε θέση να αποκριθούν στις κατεπείγουσες κλήσεις της ιστορίας. Η ενεργητικότητα και οι δυνάμεις τους όλες αναλώνονται στη διαπάλη για τη νομή της εξουσίας· μακριά από την εξουσία, η συντριπτική πλειονότητα δεν μπορεί καν να αναπνεύσει.
Στην παρούσα οριακή φάση εντούτοις το πολιτικό παίγνιο αποκτά για πρώτη φορά μετά πολλές δεκαετίες εξόχως συγκρουσιακό χαρακτήρα. Η αμβλεία πόλωση του μεταπολιτευτικού δικομματισμού συνέβαινε τελετουργικά ανά τριετία-τετραετία, με έπαθλο έναν αχανή ρευστό κεντρώο χώρο. Η δικτατορία είχε συμβάλει άλλωστε στην προσέγγιση όχι μόνο των αριστερών με τους δεξιούς αντιστασιακούς, αλλά και τη συνομιλία αστών και λαϊκών στρωμάτων πάνω στο κοινό εθνικό-δημοκρατικό πεδίο. Το σοκ της πτώχευσης και της ύφεσης εξαφάνισε την πολυτέλεια της μετριοπάθειας, της αρμονικής συνύπαρξης των τάξεων, της, έστω συμβατικής, συναίρεσης των αντιθέτων. Η πόλωση τώρα λαμβάνει άλλα χαρακτηριστικά, σχεδόν ψυχροπολεμικά. Η προφανής αιτία της μεταπτωχευτικής πόλωσης είναι η επιδίωξη ηγεμονίας· μάλλον, η διάθεση απόλυτης κυριαρχίας, με εξουθενωμένο τον αντίπαλο ― τον εχθρό, κατά Καρλ Σμιτ, έτσι όπως τίθεται από την ακροδεξιά ρητά και συνειδητά.
Κατά τούτο, η προϊούσα πόλωση υπερπηδά το παλαιό δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, φορτίζεται με ιδεολογική σφοδρότητα και επιθέσεις σε συμβολικές μορφές όπως του Ανδρέα Παπανδρέου, επικαλείται τον εθνικό κίνδυνο και τον δυτικό προσανατολισμό, αλλά φαίνεται να αγνοεί ένα νέο χαρακτηριστικό που έφερε στην επιφάνεια η κρίση: τη βαθιά ταξικότητα. Οι διαιρέσεις πλέον δεν συμβαίνουν σε επίπεδο ιδεολογίας, οικογενειακής ή τοπικής παράδοσης, πελατειακότητας, αλλά πάνε βαθιά, στον πυρήνα των υλικών προϋποθέσων της βιοτής, και της απορρέουσας αυτοσυνείδησης. Οσοι επιδιώκουν άρα τον διχασμό με όρους ιδεολογικούς ή διαχείρισης φόβου, θα πρέπει αργά ή γρήγορα να απαντήσουν καίρια στις υλικές ανάγκες των θυμάτων της κρίσης. Και είναι πολλά τα θύματα, μπορούν να γείρουν τη ζυγαριά.
Φωτ.: Αγέλαστος πέτρα, still από την ταινία. Φίλιππος Κουτσαφτής, 87 min, 2000.
Το μαύρο στις οθόνες της ΕΡΤ ήταν ενδογενές ατύχημα, το οποίο ανεξαρτήτως της αρχικής στόχευσης, εντέλει εκτροχίασε την τρικομματική συνεργασία και γέννησε μια ασθενή κυβέρνηση. Πέραν του εσπευσμένου κυβερνητικού ανασχηματισμού, το ατύχημα ΕΡΤ φαίνεται ότι θα είναι αφετηρία βαθύτερων πολιτικών εξελίξεων. Η αποσκίρτηση της ΔΗΜΑΡ σημαίνει την απαρχή ριζικών διαφορισμών στην κομματική γεωγραφία και, περαιτέρω, στην πολιτική ψυχογεωγραφία.
Οι δυνάμεις που συγκροτούν την παρούσα κυβέρνηση είναι οι δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, για καλό και για κακό. Οι πολιτικές επιλογές ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έφτασαν τη χώρα στο σημείο ρήξης του 2009-10 και οι ίδιοι λίγο-πολύ άνθρωποι διαχειρίζονται το ναυάγιο έκτοτε. Ο παλαιός δικομματισμός συναιρεμένος θα αποτελέσει πιθανότατα τον ένα μεγάλο πόλο στο πολιτικό σκηνικό προσεχώς. Οι ιδεολογικές διαφορές, δυσδιάκριτες ήδη από καιρό, τώρα πλέον έχουν εξαλειφθεί· στη μέλλουσα ρητορική του νέου δεξιού-κεντροδεξιού πόλου η μόνη συνέχουσα ύλη θα είναι ο φιλοευρωπαϊκός προσανατολισμός, στο μέτρο βεβαίως που θα εξακολουθήσει να υπάρχει η ευρωζώνη όπως την ξέρουμε τώρα. Εν πάση περιπτώσει η συναίρεση των δύο πρώην αντιπάλων στην κυβέρνηση εφαρμογής του μνημονίου προοιωνίζεται την ανάδυση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, με προσχωρήσεις και τρίτων, νυν αστέγων. Οι αποχωρήσεις φαίνονται λιγότερο πιθανές.
Ιδεολογικά, ο νέος σχηματισμός θα δέχεται διαρκώς πίεση από την ακροδεξιά, ως εκ τούτου, αντανακλαστικά, θα είναι δυσχερής έως αδύνατη η επέκταση προς το κέντρο. Ενδεχομένως να διαμορφωθεί ένας λόγος οιονεί νεοθατσερικός, με λαϊκιστικές και αυταρχικές αποχρώσεις, πάντως ο πολιτικός φιλελευθερισμός συρρικνώνεται διαρκώς.
Ο άλλος πόλος του μεταμνημονιακού-μεταπτωχευτικού δικομματισμού συγκροτείται γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το μεγαλύτερο μέρος της ΔΗΜΑΡ και ένα μέρος του κερματισμένου ΠΑΣΟΚ συγκλίνουν ήδη προς τα εκεί. Κεντρώος χώρος δεν υπάρχει, οποιαδήποτε ανασύστασή του είναι προς τα παρόν καταδικασμένη. Ο αριστερός-κεντροαριστερός πόλος της νέας εποχής έχει να επιλύσει δύσκολα προβλήματα φυσιογνωμίας και λόγου, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με απώτατο ορίζοντα τις ευρωεκλογές και τις περιφερειακές εκλογές στα μέσα του 2014 ― ίσως και νωρίτερα. Κυρίως επείγεται να βρει ιδέες και ζωτικότητα, πρόσωπα και δυνάμεις, ώστε να εμφανιστεί ως επί της ουσίας κυβερνώσα δύναμη.
Κωδικά, τρία είναι τα κρίσιμα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει: Πρώτον, ποια είναι η εθνική συλλογική ταυτότητα, αυτή που θα συνέχει και θα συνεγείρει τους πολίτες επί ελαχίστης βάσεως, και θα τοποθετεί γεωπολιτικά τη χώρα στο ασταθές περιβάλλον της. Δεύτερον, ποιο είναι το παραγωγικό μοντέλο με το οποίο θα ανορθωθεί η χώρα και θα μειωθούν οι στρατιές των ανέργων. Τρίτον, πώς θα επανιδρυθεί το μεταπελατειακό κράτος, με όρους λειτουργικότητας και ανοιχτής κοινωνίας. Σε αυτό το τρίπτυχο εντάσσονται και κρίσιμες απαντήσεις για την ασφάλεια, το μεταναστευτικό, τη δραστική αξιοποίηση της νεολαίας, τις στρατηγικές αντιμετώπισης του δημογραφικού κ.λπ.
Ο νέος αριστερός-κεντροαριστερός πόλος φέρει το βάρος της «μικρής» καταγωγής και της μεγάλης προσδοκίας, πιέζεται αμείλικτα από τον χρόνο και από πρωτόγνωρες ιστορικές προκλήσεις. Η προσδοκία είναι διττή: αφενός υλική ανακούφιση, αφετέρου ηθική-πολιτική αναγέννηση. Αμφότερα δύσκολα, κατεπείγοντα· το δεύτερο ίσως ακόμη περισσότερο.
H αποτύπωση των προτιμήσεων στα δύο εκλογικά αποτελέσματα του περασμένου καλοκαιριού, μαζί με τις δημοσκοπικές καταγραφές έκτοτε, δείχνει την κοινωνία ως προς τις πολιτικές εκφράσεις της σε κατάσταση ρευστότητας και κινητικότητας. Για πρώτη ίσως φορά μεταπολεμικά το κοινωνικό σώμα φυγοκεντρίζεται, συσπειρώνεται προς τα άκρα του συμβατικού φάσματος, όπως κι αν τα ορίσουμε. Ταυτόχρονα, αδειάζει το κέντρο. Γιατί;
Μια πρώτη εξήγηση: ο κεντρώος-κεντροαριστερός πολιτικός σχηματισμός θεωρείται υπεύθυνος για την εν εξελίξει κοινωνική καταστροφή, και τα πληττόμενα στρώματα τον τιμώρησαν. Οι παραγωγικές προπάντων ηλικίες, αυτές που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία και την ύφεση, βρέθηκαν άστεγες πολιτικά και μεγάλο μέρος αναζήτησε καταφύγιο στην αριστερά. Αλλά αυτοί είναι ένα 20-25%. Τι απέγιναν οι υπόλοιποι; Οχι οι εκλογείς του κεντροαριστερού ΠΑΣΟΚ, αλλά και της κεντροδεξιάς ΝΔ; Είναι προφανές ότι παρά την ένταση και τον φόβο της προεκλογικής περιόδου, πολλοί συντηρητικοί ψηφοφόροι δεν πήγαν στη Νέα Δημοκρατία αλλά στους νεοπαγείς δεξιούς σχηματισμούς που την πλαγιοκόπησαν. Και έκτοτε η ΝΔ νιώθει καυτή την ανάσα των όμορων χώρων, παρότι απορρόφησε τον εξχνωθέντα ΛΑΟΣ.
Το κενό έκφρασης του κεντρώου χώρου είναι ένα μέτρο της πνευματικής και ιδεολογικής κρίσης, ίσως το πιο φανερό. Ο πολιτικός λόγος διχάστηκε βαθιά ανάμεσα στον φιλομνημονιακό και τον αντιμνημονιακό, και ό,τι πήγε να φυτρώσει ανάμεσα, στα διάκενα και τις χαραμάδες, ποδοπατήθηκε. Ποδοπατήθηκαν η μετριοπάθεια, η νηφαλιότητα, ο πραγματισμός, η ιστορική αίσθηση, η μαχητικότητα επί των υπαρκτών πεδίων και όχι κατά ανεμομύλων. Από την πόλωση που προέκυψε βγαίνουν βαριά τραυματισμένες και η συντηρητική παράταξη και η κεντροαριστερή· η μεν πρώτη διότι έχει πια να αντιπαλαίψει τον δαίμονα του νεοναζιστικού άκρου, η δε δεύτερη διότι εξαχνώθηκε υπό το παλαιό της πρόσωπο και τώρα αναζητείται έκφρασή της εξ αριστερών, από τον νεοπαγή ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική ανασυγκρότηση προϋποθέτει την ανασυγκρότηση αυτών των δύο μεγάλων ρευμάτων. Η ιστορία κρούει και τα δύο πορτόφυλλα της ελληνικής δημοκρατίας, διότι τα χρειάζεται εξίσου.
Ανασυγκρότηση του καθενός πόλου δεν σημαίνει πόλωση έως διχασμού· δεν σημαίνει ούτε σύγκλιση. Σημαίνει σαφή, διακριτά όρια στην ιδεολογία και στην έκφραση διαφορετικών ταξικών ομάδων· άλλωστε η κρίση επανέφερε στο οπτικό πεδίο τις ταξικές και άλλες ομαδώσεις του παραγωγικού πληθυσμού. Η διαφοροποίηση θα παγιωθεί σε πολλούς άλλους χαρακτήρες, διότι εν τω μεταξύ υπό το βάρος της ένδειας ή της απειλής πληβειοποίησης, η κοινωνία μετασχηματίζεται και ιεραρχεί τις υλικές ανάγκες της και το φαντασιακό της με άλλες προτεραιότητες πια, με άλλες απαιτήσεις. Υπό αυτή την έννοια, ούτε οι υπάρχοντες δεξιοί ούτε οι υπάρχοντες αριστεροί είναι σε θέση προς το παρόν να συλλάβουν τις αναδυόμενες ανάγκες της κοινωνίας και να τις εκφράσουν. Είναι ακόμη εγκλωβισμένοι σε παλαιά σχήματα πρόσληψης και ερμηνείας, με εξαιρέσεις φυσικά.
Ας πούμε, η νεοναζιστική απειλή δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ικανοποιητικά μόνο από την αριστερά· απαιτείται και η δράση των συντηρητικών. Μάλιστα η δαιμονοποίηση της αριστεράς ως το αντίστοιχο ετερώνυμο άκρο εντέλει ενισχύει το νεοναζιστικό μόρφωμα του φυλετισμού και της εχθροπάθειας, εφόσον του δίνει την ευκαιρία να αποκρύψει τα ειδεχθή ιδεολογικά χαρακτηριστικά του και να μεταμφιεστεί σε υπερασπιστή του ελληνοχριστιανισμού. Και ακριβώς με την προβιά του υπερεθνικιστή ελληνοχριστιανού αποσπά ακροατήριο από την παραδοσιακή δεξιά, την οποία μέμφεται ως χλιαρή, συστημική ή σάπια. Η ανασυγκρότηση της δεξιάς δεν μπορεί λοιπόν να μην περιλαμβάνει την υπεράσπιση του συνταγματικού δημοκρατικού χώρου και την ιδεολογική ανανέωση προς την κατεύθυνση της μετριοπάθειας.
Αντιστοίχως, η οικοδόμηση ενός ισχυρού κεντροαριστερού πόλου, ελκυστικού για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τους ελευθεροεπαγγελματίες, τους μικροεπιχειρηματίες και μικροαστούς, φαίνεται να πέφτει στους ώμους του πρώην μικρού, αριστερού ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος υπό την ώθηση της ιστορικής δυναμικής και υπό την πίεση περίπου 1,5 εκατομμυρίου εκλογικών μεταναστών, καλείται να μετασχηματιστεί ιδεολογικά και πολιτικά, ταχύτατα, σε συγχρονισμό με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, εφόσον εξακολουθεί να επιθυμεί τη δοκιμασία της κυβερνητικής εξουσίας. Στην περίπτωσή του, οι κίνδυνοι διαρροών προς τα αριστερά δεν είναι ανύπαρκτοι, αλλά είναι μάλλον αμελητέοι συγκρινόμενοι με τα προσδοκώμενα κέρδη από το κέντρο. Στην πραγματικότητα, οι δισταγμοί για εγκατάλειψη της αριστερίστικης ή παλαιοαριστερής ρητορικής πηγάζουν από τον παλαιό μικρό εαυτό του, εκεί όπου όμως αισθανόταν βολεμένος: στην καταγγελτική αντιπολίτευση και στην υπεράσπιση μειονοτικών δικαιωμάτων. Ως μικρός, δεν ήταν καν αναγκασμένος να έχει επεξεργασμένο πραγματιστικό πρόγραμμα για τη μεγάλη πολιτική· αρκείτο στην ρητορική πολυχρωμία.
Η ιστορική πρόκληση όμως σήμερα είναι άλλη: είναι μια χώρα πτωχευμένη και μια κοινωνία φοβισμένη και απελπισμένη, που καταστρέφεται οικονομικά και αποσαθρώνεται πνευματικά. Τα ιδεολογήματα δεν αρκούν. Ούτε οι σοφτ ιδέες της ευρωπαϊκής Αριστεράς του ύστερου Ψυχρού Πολέμου και των χρόνων της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Η οικουμενικότητα των προβλημάτων επιβαρύνεται δραματικά από το εντόπιο ρήγμα: τη χρεοκοπία, την έλλειψη παραγωγικού μοντέλου, τη ξεχαρβαλωμένη διοίκηση, την απουσία στοιχειώδους πνευματικού υποδείγματος. Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να διασταλεί, να μεγεθυνθεί, να χωρέσει προσδοκίες, να παίξει ηγεμονικό ρόλο ― ή να συρρικνωθεί έως διαλύσεως. Η ιστορία κρούει τη θύρα και, αν αυτή δεν ανοίξει, προσπερνά.
Υπό μία έννοια, λοιπόν, η ανασυγκρότηση μιας μετριοπαθούς συντηρητικής παράταξης και της αριστερής προοδευτικής, συσχετίζονται· όχι μόνο για αποτροπή της ακροδεξιάς νεοναζιστικής απειλής, αλλά κυρίως για να δοθούν πειστικές πολιτικές εκφράσεις στα κοινωνικά υποκείμενα που αναδύονται μέσα από τον πόνο και τα ερείπια της πτώχευσης.
Ο Μαρκ Μαζάουερ την περασμένη Τρίτη αναρώτηθηκε στην ομιλία του για «Μια νέα εποχή των άκρων;» αντηχώντας το γνωστό βιβλίο του Ερικ Χομπσμάουμ. Εσπευσε να απαντήσει με αυτό που μπορεί ως ιστορικός: «Ιστορικές σκέψεις για τα πολιτικά της τρέχουσας κρίσης». Ο Μαζάουερ γνωρίζει καλά τη σύγχρονη ελληνική ιστορία· γνωρίζει εξίσου καλά την ευρωπαϊκή ιστορία του 20ού αιώνα. Επιπλέον, παρότι αγαπά την Ελλάδα, μπορεί να τη βλέπει απ’ έξω, με ψυχρό μάτι, να τοποθετεί τον παρόντα ελληνικό κλονισμό μέσα στο ευρύτερο διεθνές πλαίσιο και την ιστορική ροή. Ως εκ τούτου, πραγματεύτηκε την ανάδυση των ακραίων φαινομένων στην Ελλάδα της Μεγάλης Υφεσης χωρίς να πέσει στις παγίδες και τις πολωτικές υπερπλουστεύσεις της εγχώριας συζήτησης.
Με επιχειρήματα και παρρησία, ο διακεκριμένος ιστορικός αποδόμησε το σχήμα των ταυτόσημων δύο άκρων, το οποίο διακονείται πυρετωδώς μετά τις εκλογές, ακόμη και από αναλυτές που αυτοπροσδιορίζονται ως φιλελεύθεροι. Για τον Μαζάουερ το επικίνδυνο άκρο είναι ένα: η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Δεν θεωρεί την εξωκοινοβουλευτική Ακρα Αριστερά αναλόγως επικίνδυνη για τη δημοκρατία· πόσο μάλλον τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και τη σκέψη του αυτή τη θεμελιώνει ιστορικά και πολιτικά, επισημαίνοντας ορθώς ότι η Χ.Α. φενακίζει τους απελπισμένους του παρ’ ημίν Depression με φυλετικό μίσος και εθνικιστική υπεραναπλήρωση· το πιο κοντινό ανάλογο είναι ο γερμανικός ναζισμός.
«Μερικοί λένε ότι όλες οι μορφές ανομίας είναι εξίσου επικίνδυνες. Διαφωνώ!» Αυτή ήταν η απάντηση του Μάζάουερ όταν ερωτάτο αν οι καταλήψεις κτιρίων και οι φοιτητικές ακρότητες απειλούν τη δημοκρατία όσο και η Χρυσή Αυγή. Μερικές χαμένες ώρες διδασκαλίας δεν βάζουν την ελληνική δημοκρατία σε πραγματικό κίνδυνο, σχολίασε. Αντί να αναλίσκεται στις καταλήψεις των αναρχικών στην Αθήνα, οι οποίες έχουν μικρή πολιτική σημασία, η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να κατευθύνει τη δράση της και την προσοχή της στην μεγαλύτερη απειλή που είναι η Χρυσή Αυγή, συμπλήρωσε.
Ο Μαρκ Μαζάουερ ασφαλώς θα κατέπληξε πολλούς με την ανάλυσή του, κυρίως επειδή κατέρριψε τα στερεότυπα περί ταυτόσημων άκρων, και επειδή ανέδειξε με δραματική ένταση την απειλή από το άκρο του αίματος και του φυλετισμού. Φυσικά κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Μάζάουερ είναι κομμουνιστής ή ακραίος· μάλλον τα λόγια ενός μετριοπαθούς φιλελεύθερου ακούσαμε, που όμως δεν τυφλώνεται από την μικροπολιτική ωφελιμοθηρία, τον φόβο και τη συλλογική ενοχοποίηση. Το είχε δείξει άλλωστε και στο περίφημο άρθρο του στους New York Times, το καλοκαίρι του 2011 («Το λίκνο της δημοκρατίας κλονίζει την Ευρώπη»), περιγράφοντας τα σφάλματα της ευρωπαϊκής πολιτικής στο ελληνικό πρόβλημα, όταν ο κυρίαρχος λόγος εδώ ήταν η απόλυτη αυτοενοχοποίηση. Λίγους μήνες αργότερα, παρόμοια περιγραφή για Ελλάδα και Ιταλία έκανε ο Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας (βλ. εδώ, εδώ, εδώ και εδώ) εξ αφορμής των ταυτόχρονων καθαιρέσεων των εκλεγμένων πρωθυπουργών τους (βλ. επίσης σχετική αρθρογραφία του διευθυντή της FAZ Frank Schirrmacher εδώ και εδώ).
Αλλη μια συμβολή του Βρετανού και «Τηνιακού» ιστορικού: Κάλεσε τους Ελληνες να υπερασπιστούν τα θετικά επιτεύγματα της Μεταπολίτευσης. Πράγματι, η Μεταπολίτευση που ενταφίασε τον εθνικό διχασμό και εδραίωσε τη δημοκρατία, βάλλεται σήμερα αδιακρίτως ως μήτρα διαφθοράς, και βάλλεται κυρίως από τους προαγωγούς της διαφθοράς ή από τους ακροδεξιούς εχθρούς της δημοκρατίας. Βάλλεται επίσης από μια ομάδα ανιστορικώς σκεπτομένων, απόντων από τον δημόσιο βίο, οι οποίοι τώρα αξιώνουν κυριαρχία ως παρθενογεννημένοι.
Περιμέναμε έναν ξένο να μας πει τα στοιχειώδη; Περιμέναμε έναν διανοούμενο, κάτοικο Νέας Υόρκης, να μας δείξει το κοινό και το κύριο; Ναι. Δυστυχώς, οι περισσότεροι ιθαγενείς διανοούμενοι, εξ όσων έχουν δημόσιο λόγο και βήμα, αιφνιδιάστηκαν από την κρίση, και είτε εσιώπησαν γιατί δεν είχαν κάτι να πουν είτε αναλώθηκαν σε ηθικολογίες, κοινοτοπίες και αναμασήματα της απολογητικής της ιθύνουσας τάξης, ενισχυτικά της τύφλωσης και του διχασμού. Ελάχιστοι διείδαν εγκαίρως τις κοινωνικές ρηγματώσεις που έφερνε η αχαλίνωτη ύφεση, ελάχιστοι διέκριναν την άνοδο της φασιστικής απειλής, οι περισσότεροι είδαν ως αντίπαλους τους Αγανακτισμένους και αρνούνταν έως πρόσφατα ότι η ένδεια σαρώνει τον πληθυσμό. Υπάρχει κρυμμένο λίπος, έλεγαν. Αυτή την εθελοτυφλία αντέκρουσε ο Μαζάουερ· μας είπε ότι ο εχθρός δεν είναι το ανύπαρκτο ή ξοδεμένο λίπος των μικρομεσαίων, ο εχθρός δεν είναι ο «ανύπακουος» ή «γονιδιακά άνομος» λαός και η μεταπολίτευσή του, αλλά το αίμα και χώμα των ναζί και η υποκρισία της ιθύνουσας τάξης.
Το Μνημόνιο Ι, και πολύ περισσότερο το Μνημόνιο ΙΙ, έδειξαν την ελληνική κοινωνία να χωρίζεται αδιόρατα πλην σαφώς σε όσους τα υποστήριξαν και τα υποστηρίζουν και όσους αντιτάσσονται. Ο διαχωρισμός δεν έχει να κάνει μόνο με λογικά επιχειρήματα και τοποθετήσεις, αλλά και με παράδοξες ομαδώσεις του πολιτικού θυμικού, ατταβιστικές αντιδράσεις, ακόμη και με διαφορισμούς γούστου. Κατ΄αρχάς το δίλημμα “μνημόνιο ή θάνατος”, έτσι όπως δραματικά και εκβιαστικά ετέθη, φυσικό ήταν να τρομοκρατήσει το πλήθος των Νεοελλήνων: κανείς δεν ήθελε να πεθάνει. Αλλωστε κανείς δεν διέθετε τις αναγκαίες πληροφορίες και τα διανοητικά εργαλεία για να αναλύσει επαρκώς την κατάσταση. Οι ομιχλώδεις τεχνικοί όροι, οι δαιδαλώδεις απρόσωπες αγορές και η απειλή μη πληρωμής συντάξεων, διαμόρφωσαν την ικανή συνθήκη πρόκλησης πανικού. Εξ ου και πολύς κόσμος συμμορφώθηκε στα οδυνηρά μέτρα του Μνημονίου, αναμένοντας την επιστροφή στις μαγικές αγορές και την έξοδο από το τούνελ της κρίσης. Σε αυτό το σημείο καταλυτικό ρόλο για τη συμμόρφωση έπαιξε και η συλλογική ενοχοποίηση: το “μαζί τα φάγαμε” περιείχε μια μερική αλήθεια μέσα με μια τερατώδη προπαγάνδα. Ελάχιστοι γνώριζαν ότι το τούνελ της κρίσης οδηγεί στη βαθιά ύφεση, στην μακροχρόνια ανεργία και την καταστροφή πολυπληθών κοινωνικών ομάδων. Μόνο όταν ο Τομάζο Παντόα Σκιόπα, ο εκλιπών Ιταλός σύμβουλος του πρωθυπουργού, μίλησε για δεκαπέντε χρόνια οδύνης και μια χαμένη γενιά, αρκετοί αντελήφθησαν τη σφοδρότητα της κρίσης.
Αυτό που μας απασχολεί όμως είναι η διαίρεση του κόσμου και η ανάδυση νέων διακρίσεων σε φιλο- και αντι- μνημονιακούς. Ενα ιδαίτερο γνώρισμα αυτού του διαχωρισμού είναι ότι υπερβαίνει την παραδοσιακή διάκριση Δεξιά-Αριστερά. Το αντιλαϊκό Μνημόνιο και την αφόρητη πίεση στα αδύναμα μικρομεσαία στρώματα εισηγείται η κεντροαριστερά, και αντιτάσσεται η δεξιά παράταξη μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς. Ωστόσο με τη σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά συντάσσεται ανοιχτά υπέρ του Μνημονίου και η άκρα δεξιά και μια ορισμένη φιλελεύθερη δεξιά-κεντροδεξιά. Επαμφοτερίζουσα, μα βαθύτερα υπέρ Μνημονίου, εμφανίζεται μια άλλη μερίδα αριστεράς, η οποία και στο παρελθόν είχε φλερτάρει ανοιχτά με τον πασοκικό εκσυγχρονισμό της ισχυρής Ελλάδας του Χρηματιστηρίου και των διαπλεκομένων.
Οι, ούτως ειπείν, φιλομνημονιακοί εκφράζουν την απέχθειά τους προς τον λαϊκισμό και την πίστη τους στις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και της σώφρονος διαχείρισης. Στην πράξη, συχνά ο αντιλαϊκισμός μετά βίας διαφορίζεται από μια απροκάλυπτη αποστροφή προς τον λαό και τη λαϊκή κυριαρχία, ενώ ο εκσυγχρονισμός νοείται ως λατρεία μιας δημοκρατίας των διευθυντών, εξ ου και οι πυκνές αναφορές σε κυβερνήσεις τεχνοκρατών, σοφών κ.λπ. Πίσω από τη ρητορική των εκσυγχρονιστών περί αριστείας, συναίνεσης, σωφροσύνης κ.ο.κ. λανθάνει η εδραία πεποίθησή τους ότι ο λαός μπορεί να κυβερνηθεί μόνο από Illuminati, προερχόμενους από συγκεκριμένα σχολεία, κομματικά θερμοκήπια ή συγκεκριμένες οικογένειες και παρέες. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ισχύει ούτε αυτή η ιδιοτέλεια· επικρατεί η καθαρή ιδεολογία, καθαρή μεν αλλά τόσο ξεροκέφαλη που αρνείται να δει την πραγματικότητα, και καταντάει εμμονική ηθικολογία.
Περιγράφουμε ατελώς μια νέα Δεξιά, αυτή που ο Ιταλός στοχαστής Ραφαέλε Σιμόνε ονομάζει Μειλίχιο Τέρας, και την οποία βλέπει να κυριαρχεί στη Δύση. Το μόρφωμα αυτό απορροφά και ομογενοποιεί παραδοσιακούς δεξιούς και αριστερούς σε ένα νέο πολιτικό σύνθεμα, υπεράνω παθών, δυσάρεστων συναισθημάτων, συμπόνιας, ενοχών, διεκδικήσεων. Στα καθ΄ημάς, το φιλομνημονιακό μόρφωμα αποδέχεται περιστολή της λαϊκής κυριαρχίας, εφόσον κρίνεται αναποτελεσματική, περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, εφόσον κρίνεται περιττός μπελάς καθ’ οδόν προς την παγκόσμια διακυβέρνηση, περιστολή του κοινωνικού κράτους εφόσον δεν είναι ανταποδοτικό, συρρίκνωση του κράτους επειδή οι λειτουργοί του αποδείχτηκαν ανάξιοι. Με μια κουβέντα: Αφού αποτύχαμε οι Ελληνες, ας έρθουν οι Γερμανοί να μας βάλουν τάξη.
Η εθελοδουλία είναι περιγραφή και εξήγηση αυτής της διάχυτης στάσης. Η ιδιοτέλεια και ο αριβισμός είναι μια εξήγηση. Η καθίζηση της αριστεράς, πνευματική και ψυχική, είναι μια άλλη εξήγηση. Η ηθική απαξίωση του φιλελευθερισμού μετά τη σύμπλευσή του με τη γυμνή κερδοσκοπία, εξήγηση επίσης. Η νεωτερικότητα ως επισώρευση ερειπίων, κατά Μπένγιαμιν, είναι μια σκοτεινή πλην βαθιά εξήγηση αυτού του μειλίχιου ζόφου.
Στην ελληνική περίπτωση, ρευστή σαν νιτρογλυκερίνη, η αναπάντεχη παρουσία του πλήθους δρα ενάντια στο μειλίχιο τέρας της ομογενοποιημένης σκέψης, συνενώνοντας κατεστραμμένους μικροαστούς, πατριώτες, δεξιούς, εθνικιστές, λαϊκιστές, αριστερούς, αντιεξουσιαστές. Το Μνημόνιο ΙΙ, έκφραση της αυτοκαταστροφικής αμηχανίας των ευρωπαϊκών ελίτ και της παράλυσης των ελληνικών ελίτ, δείχνει το κρατίδιο και πάλι σαν πεδίο ιστορικών ρήξεων.
Οι ζυμώσεις στα κόμματα και η κινητικότητα πολιτευτών, εντονότατες τις τελευταίες ημέρες, συμπίπτουν με την εγκατάσταση κομισαρίου του ΔΝΤ στο υπουργείο Οικονομικών και εμπειρογνωμόνων σε κάθε υπυργείο. Η διακυβέρνηση της χώρας τελεί, ως γνωστόν, υπό επιτροπεία. Το πολιτικό σύστημα εντούτοις, εντός και εκτός κυβέρνησης, ενεργεί σαν να το αγνοεί: ουσιαστικά, ενεργεί με σκοπό την επιβίωσή του στα απομεινάρια εξουσίας, αποφεύγοντας να δει την ελεύθερη πτώση της χώρας.
Χαρακτηριστικές είναι οι κινήσεις στον συντηρητικό χώρο, με αφορμή την ίδρυση κεντροδεξιού κόμματος από την κ. Ντόρα Μπακογιάνη. Το νέο κόμμα φυσικό είναι να αντλεί δυνάμεις από τους όμορους χώρους· στη συγκεκριμένη άντληση όμως, και παρά τις διακηρύξεις περί φιλελευθερισμού και κεντρώου χώρου, όμορη δεξαμενή είναι μόνο η, τυπικά δεξιότερη, Νέα Δημοκρατία και ο, ακόμη δεξιότερα, ΛΑΟΣ. Βουλευτές της ΝΔ διαρρέουν προς τα όμορα, ενώ ενδιαφέρον έχει το διαφαινόμενο φλερτ του κ. Μάκη Βορίδη, βουλευτή του ΛΑΟΣ, με το νεοϊδρυθέν κόμμα.
Ο κ. Βορίδης, εξ απαλών ονύχων ακροδεξιός, μαζί με την αυτοπεριγραφόμενη ως κεντρώα κ. Μπακογιάννη; Ακούγεται παράδοξο; Δεν είναι. Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που διανύουμε φέρνει βαθείς μετασχηματισμούς και ανακατατάξεις· οι ιδεολογικές διακηρύξεις και το pedigree ελάχιστη αξία θα έχουν μερικούς μήνες αργότερα, τη στιγμή της κρίσεως· δεξιά, κέντρο, αριστερά, φιλελεύθεροι θα ηχούν σαν αστεία ενώπιον των βίαιων καιροσκοπικών αναδιευθετήσεων. Μόνο κινούν για τα πολιτικά πρόσωπα θα είναι η νομή της εξουσίας, και η δι΄αυτής επιβίωση.
Καθώς παραμένει πιθανός ο κλονισμός της κυβέρνησης Παπανδρέου κατά την εκπνοή της τρίτης μνημονιακής φάσης και την περαιτέρω βύθιση της χώρας στην ύφεση, το παλαιό πολιτικό προσωπικό αναζητεί νέες θέσεις για την αναπαραγωγή του, δηλώνει την ετοιμότητά του για συμμετοχή σε σχήματα και σενάρια της επόμενης μέρας. Μια κυβέρνηση προθύμων για εθνική σωτηρία θα χωρούσε όλους όσοι τώρα υπερβαίνουν εν σπουδή τα παλαιά όρια.
H αναμέτρηση για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, όπως και η ανάλογη αναμέτρηση για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ προ διετίας, δείχνει τους αρμούς και τους πόρους του κομματικού μας συστήματος. Υπό κλίμακα, δείχνει και βαθύτερα χαρακτηριστικά της πολιτικής μας κουλτούρας. Δείχνει, ας πούμε, ότι οι αναμετρήσεις για την ηγεσία έχουν να κάνουν λιγότερο με ιδεολογικές πλατφόρμες και προγράμματα, και περισσότερο με ονόματα, πρόσωπα και συστοιχήσεις σε γραμμές ατομικής ισχύος και προνομίων.
Οχι ότι η αδρή ιδεολογική γραμμή του ενός ή του άλλου δεν παίζουν ρόλο. Εχουν την αξία τους και οι αποχρώσεις, ιδίως αν τροφοδοτούν αντανακλαστικά και ατταβιστικές συμπεριφορές στην κομματική βάση. Αυτά τα αντανακλαστικά, λόγου χάριν, φαίνεται να ενεργοποιεί ο ασαφής πλην φορτισμένος λόγος του Αντώνη Σαμαρά, στη βάση της Νέας Δημοκρατίας. Ο Μεσσήνιος (και Αθηναίος) πολιτικός ανεμίζει τη σημαία του κληρονόμου: του κληρονόμου του καραμανλισμού, του αβερωφισμού, της λαϊκής και πατριωτικής δεξιάς. Είναι η γνωστή κληρονομιά, η οικεία στα μέλη της Ν.Δ., του ισχυρού κράτους και του ισχυρού κόμματος, την οποία ψιμυθιώνει με πιο μοντέρνα ονόματα: φερ’ ειπείν, φιλελευθερισμός με κοινωνικό πρόσωπο.
Η Ντόρα Μπακογιάνη, από την άλλη, ευαγγελίζεται μια ασαφή κεντροδεξιά, τον φιλελευθερισμό, έναν εκσυγχρονισμό της συντηρητικής παράταξης, έτσι που να μη λέγεται πια Δεξιά, και να μην ντρέπονται τα μέλη και οι φίλοι για τη ρετσινιά του δεξιού. Ως πρώτη δικαιούχος της οικογενειακής κληρονομιάς ρεαλισμού, η θυγατέρα του πρώην πρωθυπουργού Κων. Μητσοτάκη, υπόσχεται διεύρυνση προς το Κέντρο και διεμβολισμό του κεντροαριστερού ΠΑΣΟΚ του ΓΙώργου Παπανδρέου. Ουσιαστικά, υπαινίσσεται ότι το πολιτικό της στίγμα δεν απέχει πολύ από του Γ. Παπανδρέου, και ότι με αυτό και άλλα προσόντα είναι η μόνη ικανή να τον νικήσει σε μελλοντική εκλογική αναμέτρηση. Αρα, μόνη υπόσχεση είναι η εξουσία, η κατάκτηση και η νομή της· όχι μια άλλη στρατηγική προσέγγισης της κοινωνίας και των ανοιχτών προβλημάτων, μια άλλη ιδεολογική πλατφόρμα. Το διαφημιζόμενο είναι η διαχείριση του ρεσάλτου, όταν και όπως προκύψει στον καιρό.
Ακόμη κι έτσι στολισμένο, το ιδεολογικό περίβλημα δεν μπορεί να αποκρύψει ό,τι πράγματι περιέχει: συσσωμάτωμα τοπαρχών, ομάδων συμφερόντων, δημογερόντων και προυχόντων, με μόνη συνέχουσα ύλη την εξουσία, δηλαδή τη νομή της. Το κράτος, το έθνος, ο λαός, η ιστορία, η ευθύνη έναντι του κοινωνικού σώματος διαχρονικά, απουσιάζουν από τη συζήτηση. Στις πρόσφατες συνεδριάσεις της Ν.Δ. οι περισσότερες ομιλίες απευθύνονταν στο «τραυματισμένο μέλος», παρηγορούσαν το τρωθέν από την εκλογική ήττα κομματικό μέλος· κανείς δεν απευθύνθηκε απολογητικά ―ή έστω εξηγητικά― προς την κοινωνία, την τραυματισμένη εκτός των άλλων από την αποτυχημένη και φαύλη διακυβέρνηση της Ν.Δ
Η συμπεριφορά των στελεχών των μεγάλων κομμάτων, οι εμφύλιοι και η ομφαλοσκοπία ύστερα από κάθε ήττα τους, δείχνουν πόσο λίγο εθνικοί ηγέτες είναι, πόσο λίγο hommes d’etat, και πόσο πολύ κομματάρχες. Ακόμη βαθύτερα: βλέπουμε ότι η το πολιτικό-κομματικό σύστημα αρθρώνεται όχι βάσει αρχών, αλλά βάση ομαδώσεων και ατομικών συμφερόντων. Καμία ή ελάχιστη αίσθηση αποστολής, αγώνα, έντιμης αποχώρησης, ολοκλήρωσης ιστορικού κύκλου, καμία παραδοχή σφάλματος, καμία ανάληψη ευθύνης. Καμία συγγνώμη. Στην περίπτωση της Ν.Δ., ο μόνος υπεύθυνος δια τη δεινή ήττα του 2009 είναι ο απελθών και παραιτηθείς Κ. Καραμανλής. Το 2004, ο απερχόμενος ηγέτης του ΠΑΣΟΚ, ο μακρόβιος πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, παρέδωσε το σκήπτρο και την ήττα στον Γ. Παπανδρέου. Αλλοι αρχηγίζοντες δεν δίνουν καν τη μάχη, καμία μάχη, ποτέ· εξαγγέλουν συγκρούσεις, σχηματίζουν κόμματα, συγκεντρώνουν πόρους, κι ύστερα υπαναχωρούν, επιστρέφουν στην ηδυτάτη αγκάλη της εξουσίας· κρατούν ανέπαφο το πολιτικό τους κεφάλαιο, ατσαλάκωτη την εικόνα τους, άκαπνοι, επικοινωνιακοί και πάντα κερδισμένοι.
Ποιες ιδέες, ποιες επαγγελίες, ποιοι διαφορισμοί; Ο Ευάγγελος Βενιζέλος έχασε από βιασύνη και οίηση, από ένα υπέρτερο ατταβιστικά όνομα ― κι από έναν μοιραίο φραπέ. Ο Γ. Παπανδρέου επεβίωσε χάρη στο όνομα και στο ένστικτο επιβίωσης του κομματικού δεινόσαυρου. Η Ντόρα Μπακογιάννη προσπαθεί να περάσει ως αντίπαλο δέος στον γιωργοπαπανδρεϊσμό, και ταυτοχρόνως να διασκεδάσει τη διάχυτη, παλλαϊκή αντιπάθεια προς τον μητσοτακισμό. Κι ο Αντώνης Σαμαράς επικαλείται κι αυτός ονόματα, το οικογενειακό του και των προπατόρων δεξιών. Πάντα ονόματα. Και σόγια και φατρίες.