You are currently browsing the tag archive for the ‘Βουλή’ tag.
H συνεδρίαση της Βουλής, το βράδυ της περασμένης Τρίτης, και η ευτυχής της κατάληξη της την επόμενη μέρα, αποτελούν το πιο ενθαρρυντικό σημείο για την υγεία της δημοκρατίας τα τελευταία χρόνια. Σε αυτές τις συνεδριάσεις οι βουλευτές όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, πλην Χρυσής Αυγής, μαζί με βουλευτές του συγκυβερνώντος ΠΑΣΟΚ εργάστηκαν με ζήλο και ευρηματικότητα για να προτείνουν στον υπουργό Δικαιοσύνης μια νομοθετική λύση που θα διατηρούσε στη ζωή τον απεργό πείνας Νίκο Ρωμανό, και ταυτόχρονα θα διατηρούσε αλώβητα το κύρος και τη λειτουργικότητα του σωφρονιστικού συστήματος, αλλά και της δημοκρατίας και των αναγνωρισμένων δικαιωμάτων.
Η αλήθεια είναι ότι και άλλοι πολιτειακοί παράγοντες κινητοποιήθηκαν εκτάκτως και έριξαν το βάρος τους για εξεύρεση λύσης. Ωστόσο, σε επίπεδο κοινοβουλίου δεν θυμόμαστε στο πρόσφατο παρελθόν τέτοια αποτελεσματικότητα και σύγκλιση. Συνηθίζεται να λέγεται ότι οι βουλευτές ομοφωνούν διακομματικά μόνο όταν πρόκειται για τις αμοιβές και τα προνόμιά τους. Με την πράξη τους αυτή έσωσαν την τιμή του κοινοβουλευτισμού.
Και όχι μόνον: έδειξαν εμπράκτως ότι σε κρίσιμα ζητήματα μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος ― αυτό είναι το ιστορικής σημασίας μήνυμα. Εδειξαν, καταρχάς, ότι μπορούν να συμφωνήσουν ότι υπάρχει πρόβλημα, και επιθυμούν να το ορίσουν. Κατόπιν, έδειξαν ότι μπορούν να συμφωνήσουν ότι πρέπει να βρεθεί λύση· κάποια λύση, όχι η λύση του ενός ή του άλλου, αλλά μια συνισταμένη ή οποιαδήποτε γίνεται αποδεκτή και επιλύει ικανοποιητικά το πρόβλημα. Τέλος, απέδειξαν ότι οι νομοθέτες μπορούν να είναι ταχείς και αποτελεσματικοί, με βροχή εναλλακτικών προτάσεων, με ειλικρινή διάθεση για αμοιβαίες υποχωρήσεις, χωρίς κανείς να μειώνεται πολιτικά, αλλά και με τελικό εξαγόμενο που προάγει το Δίκαιο και την Πολιτική.
Αυτή την ικανότητα σύγκλισης, δημοκρατικής σύνθεσης και αποφασιστικότητας, ενώπιον μιας έκτακτης ανάγκης, όπως εκδηλώθηκε στις 9-10 Δεκεμβρίου 2014, ας τη θυμόμαστε. Θα χρειαστεί.
Η εισαγωγή νομοσχεδίων για περιβαλλοντικά θέματα μείζονος ενδιαφέροντος στα θερινά τμήματα της Βουλής, συνεχίζεται και προκαλεί αντιδράσεις. Παράδειγμα, ο νόμος για τους αιγιαλούς και ο νόμος για τα δάση.
Καταρχάς, είναι ασαφές αν οι προωθούμενες ρυθμίσεις συμπεριλαμβάνονται στα λεγόμενα προαπαιτούμενα της τρόικας για την εκταμίευση της δόσης. Δεύτερον, φαίνεται ότι διαφωνούν και βουλευτές της συμπολίτευσης αλλά και υπουργοί της κυβέρνησης. Για τους αιγιαλούς. λ.χ., ο υπουργός Περιβάλλοντος Γ. Μανιάτης υποστήριξε ότι δεν χρειάζεται νόμος, αρκεί η χάραξη των αιγιαλών. Αυτό είναι καρφί προς τον υπουργό Οικονομικών που εισηγείται τη σχετική ρύθμιση. Από την άλλη, η βουλευτής της ΝΔ κ. Διονυσία Αυγερινοπούλου, πρόεδρος της Επιτροπής Περιβάλλοντος της Βουλής, χαρακτήρισε αντισυνταγματικό το νομοσχέδιο για τα δάση. Στη σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση δριμύτατη κριτική εξέφρασαν όλοι οι αρμόδιοι φορείς: το Τεχνικό Επιμελητήριο, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο, η Ενωση Δασολόγων, η μη κυβερνητική οργάνωση WWF. «Νομοσχέδιο οικοδόμησης των δασών», το χαρακτήρισαν.
Για την «απορρύθμιση» των αιγιαλών η αντίδραση είναι επίσης μαζική, αυθόρμητη, διακομματική. Η αντίδραση των πολιτών ξεκίνησε κατά την προεκλογική περίοδο και κορυφώνεται παρά τη θρυλούμενη απόσυρσή του, ακριβώς διότι εκτιμάται ότι θα εισαχθεί σαλαμοποιημένο και μεταμφιεσμένο.
Μα γιατί η κυβέρνηση επιμένει τόσο στην περιβαλλοντική απορρύθμιση; Ο βουλευτής Αδωνις Γεωργιάδης απάντησε έτσι: «Για καθίστε, ρε μάγκες. Έχουμε τον μεγαλύτερο αιγιαλό στον πλανήτη. Να μην βγάλουμε κανένα φράγκο;»
Το επιχείρημα «φράγκα» φοβούμαστε ότι δεν απαντά στην επείγουσα ανάγκη για ανάκαμψη. Οχι έτσι: με την εγνωσμένη απαξίωση των τσιμεντοποιμένων ακτών της Ισπανίας, με τον αποχαρακτηρισμό δασών για οικοδόμηση ΧΥΤΑ ή για σύνθετα τουριστικά καταλύματα, όταν υπάρχουν πολλές χιλιάδες απούλητα. Η φρενήρης ανάπτυξη του τσιμέντου και της οικοδομής ήταν ένα από τα αίτια εκτροχιασμού της χώρας· δεν παραγόταν πλούτος και προστιθέμενη αξία, αλλά πλασματικές υπεραξίες και φούσκες. Η ανάκαμψη δεν μπορεί να έλθει με ατταβιστική επανάληψη λαθών.
Οι άνεργοι και ανασφάλιστοι συμπολίτες μας είναι ασφαλώς τα θύματα της κρίσης που πρώτα μάς έρχονται στον νου. Εντούτοις, τέσσερα χρόνια από την υπάγωγή της χώρας υπό επιτήρηση, διαπιστώνουμε ότι και η πολιτική ζημιά είναι μεγάλη. Το κύρος των θεσμών έχει πληγεί, οι διακριτές εξουσίες παλινωδούν, αντιφάσκουν, υποτάσσονται στην εκτελεστική. Η Βουλή και η Δικαιοσύνη βγαίνουν ηττημένες από την κρίση.
Πριν από λίγες μέρες, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Σωτ. Ρίζος, στο καλοκαιρινό του μήνυμα, με λόγο ιδιαιτέρως δριμύ διαπίστωνε: «[…] ευρίσκεται σε εξέλιξη εκστρατεία καταπτοήσεως του Σώματος με αλλεπάλληλα δημοσιεύματα, τηλεοπτικές εκπομπές και άλλα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Με αφορμή τις αποφάσεις του Μισθοδικείου και αιτία τις εσχάτως δημοσιευθείσες ακυρωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου. Η προπαγάνδα ασκείται κατά τρόπο οργανωμένο και δυνάμει μπορεί να βλάψει την ελευθερία κρίσεως των δικαστών και τελικώς να προκαλέσει ανήκεστες βλάβες στο δικαιοδοτικό έργο του Δικαστηρίου και σαφή μείωση και απίσχναση της αξιώσεως των πληττομένων πολιτών για έννομη προστασία.»
Βαριές κουβέντες, ανησυχητικές, ιδίως όταν λέγονται από τον επικεφαλής του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου. Οι συντετριμμένοι πολίτες όμως διερωτώνται με πίκρα: Ποια προστασία πρόσφερε το Σ.τ.Ε. κατά τις αλλεπάλληλες φοροεπιδρομές και οριζόντιες περικοπές; Ορθωσε το ανάστημά του μόνο όταν εθίγησαν υπερμέτρως οι αποδοχές των δικαστών· δυστυχώς δεν ακολούθησαν το παράδειγμα των συναδέλφων τους του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πορτογαλίας.
Πολλαπλάσια η ταπείνωση του Κοινοβουλίου. Νομοσχέδια ιστορικής σημασίας ψηφίζονται κατεπειγόντως, χωρίς συζήτηση για βελτιώσεις και αλλαγές, συχνά με κρυμμένες φωτογραφικές τροπολογίες, που ντροπιάζουν τους αδαείς υπερψηφίζοντες βουλευτές, έρευνες για ευθύνες υπουργών ματαιώνονται δια σκοπίμων καθυστερήσεων. Ολα αυτά πλήττουν το κύρος του νομοθετικού σώματος. Χειρότερα: τροφοδοτούν τη διάχυτη καχυποψία της κοινωνίας για τους πολιτικούς, την πολιτική, τους θεσμούς της δημοκρατίας. Ας μην πέφτουμε από τα σύννεφα όταν φουσκώνει το φασιστικό μόρφωμα, ακόμη και με την ηγεσία του στη φυλακή.
Κατά τη μνημονιακή εποχή παρακολουθήσαμε συχνά κυβερνητικούς παράγοντες να επικαλούνται την πίεση της τρόικας ή τα προαπαιτούμενα μέτρα του προγράμματος, προκειμένου να δικαιολογήσουν νομοθετήματα εξαιρετικά σκληρά ή απλώς παράλογα. Η λογική ήταν γνωστή: εφόσον έχουμε συνυπογράψει μνημόνια και συμβάσεις, πρέπει να τα τηρήσουμε. Το οποίο υπονοούσε ότι δεν επιθυμούσαν οι κυβερνώντες να πάρουν σκληρά ή και άδικα μέτρα, αλλά τους το επέβαλλε η τρόικα.
Πίσω από αυτό το κρυφτούλι, συνέβη και συμβαίνει ακόμη μια τερατώδης νομοθέτηση, πρόχειρη, χαοτική, αντινομική, ιδιοτελής, που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, συντεχνιακά και ατομικά, και απορρυθμίζει τον δημόσιο χώρο, χωρίς να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον.
Αυτή η απόκρυψη και η μη ανάληψη ευθύνης συνεχίζεται αδιάκοπα, τέσσερα χρόνια μετά το μνημόνιο. Με μια διαφορά: τώρα γνωρίζουμε ότι πολλές νομοθετικές ρυθμίσεις δεν είναι διαταγές της τρόικας ούτε προαπαιτούμενα του μνημονίου, αλλά πολιτικές αποφάσεις της ίδιας της κυβέρνησης. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, λέγεται ότι εγχώρια λόμπι υπέβαλλαν αιτήματά τους απευθείας στην τρόικα παρακάμπτοντας την κυβέρνηση, η οποία υποχρεωνόταν να ακολουθήσει, δηλαδή να υποβάλει στη Βουλή τα κλαδικά αιτήματα ως μνημονιακές υποχρεώσεις…
Ουσιαστικά, μέσα στην κρίση, δια της υπερπαραγωγής νόμων, διαμορφώνεται ένα δικαιικό πλαίσιο και μια κρατική δομή, που αντί να εξορθολογίζουν τις δημόσιες λειτουργίες και να προστατεύουν τους πολίτες, μεγιστοποιούν την αυθαιρεσία των εκάστοτε κυβερνώντων και καταργούν τους κανόνες διαβούλευσης και λογοδοσίας.
Σε αυτή την παράδοση απόκρυψης, προχειρότητας και ιδιοτέλειας, εντάσσονται και δύο πρόφατες νομοθετικές πράξεις της Βουλής. Μία είναι η κατεπείγουσα ψήφιση του χωροταξικού από το θερινό τμήμα της Ολομέλειας. Μέσα σε μία ημέρα οι βουλευτές εκλήθησαν να μελετήσουν και να αποφασίσουν για το χωροταξικό και πολεοδομικό μέλλον της χώρας, π.χ. για το πώς ορίζονται οι ζώνες αμιγούς κατοικίας και πώς οι ζώνες μικτής χρήσης, σε ένα νομοσχέδιο που ελάχιστη σχέση είχε με ό,τι είχε κατατεθεί προς διαβούλευση. Το παιχνίδι με τα προαπαιτούμενα εξελίχθηκε ως εξής: η τρόικα πράγματι είχε απαιτήσει σύμπτυξη των σταδίων έγκρισης χωροθέτησης. Και πράγματι από επτά τα στάδια έγιναν τέσσερα. Ομως: η εγχώρια πονηριά έγκειται ότι στο μέλλον τα Ρυθμιστικά σχέδια θα τροποιούνται κατά το δοκούν με μια απλή υπουργική απόφαση! Ολη η εξουσία στον υπουργό. Ας ωρύονται πολεοδόμοι, χωροτάκτες, τεχνικά επιμελήτηρια και περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Σε άλλη περίπτωση, στο δαιδαλώδες πολυνομοσχέδιο για τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος, ένα υψηλής κωδικοποίησης νομικό κείμενο υπερεκατό σελίδων με τρία άρθρα όλα κι όλα, παρεισέφρησε μια υποπαράγραφος φωτιά. Σύμφωνα με την υποπαράγραφο αυτή, αίρεται η δυνατότητα των δικαστικών λειτουργών να ζητούν άρση τηλεφωνικού απορρήτου κατά την έρευνα οικονομικών εγκλημάτων, συγκεκριμένα κατά την έρευνα για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Στα μουλωχτά, χωρίς διαβούλευση, με διαδικασίες εξπρές στα θερινά της Βουλής. Και τι ειρωνία: το νομοσχέδιο αφορούσε την ανακούφιση των πληγέντων της κρίσης. Αλλά αφορούσε και την ανακούφιση των παραγωγών της κρίσης, των πλυντηριούχων μαύρου χρήματος…
Δυστυχώς έχουν δίκιο οι δανειστές για όσα καταμαρτυρούν στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, ότι δηλαδή δεν συλλαμβάνει το μαύρο χρήμα και τη φοροδιαφυγή. Με τέτοιο νομοθετικό-απορρυθμιστικό έργο, με τέτοια επίδειξη θράσους εν μέσω κοινωνικών ερειπίων, η κυβερνώσα τάξη δείχνει ότι όχι μόνο ανέχεται την ανομία αλλά και την υποθάλπει.
Η μεθαυριανή ψήφιση του πολυνομοσχεδίου με τα προαπαιτούμενα μέτρα φέρνει στο νου τη μέρα της μαρμότας: όλα έχουν ξαναγίνει με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο. Η κατεπείγουσα εισαγωγή ενός πολυνομοσχεδίου 191 σελίδων με εκατοντάδες νομοθετικές ρυθμίσεις που αλλάζουν ριζικά τη διοίκηση, την εργασία, την αγορά· η ζητούμενη ψήφισή του εντός 48 ωρών χωρίς διαβούλευση· η σχεδόν καθολική άγνοια των βουλευτών για το περιεχόμενο τόσο σημαντικών νόμων· το θρίλερ για την εξασφάλιση των 151 ψήφων. Ολα έχουν ξανασυμβεί: ακόμη και η υπόσχεση ότι αυτό είναι το τελευταίο μαζικό νομοθέτημα που δοκιμάζει το κύρος του κοινοβουλίου και την υπόσταση των βουλευτών.
Μερικές παρατηρήσεις. Του πολυνομοσχεδίου προηγήθηκε μια διαβούλευση για ένα μόνο θέμα, από τα εκατοντάδες που μεταρρυθμίζονται: για το γάλα. Το γάλα είναι η καθημερινότητα, η ζωή· η δημόσια συζήτηση άρα ευκόλως στράφηκε στο γάλα. Η μεταρρύθμιση των ονομασιών και των λήξεων υποτίθεται γίνεται για να διευκολύνει τον αναταγωνισμό και να πέσουν οι τιμές προς όφελος του καταναλωτή. Από Δευτέρα θα ξέρουμε· εντούτοις, ήδη γνωρίζουμε ότι το υψηλής παστερίωσης, με πολλές ημέρες ζωής, συχνά εισαγόμενο, δεν πωλείται φθηνότερα από το χαμηλής παστερίωσης, εγχώριο, βραχείας διαρκείας.
Εν πάση περιπτώσει, μεταρρυθμίσεις και απορρυθμίσεις σαν του γάλακτος, σαν τις 250 που περιέχονται στην περίφημη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, μπορεί να είναι απαραίτητες, χρήσιμες, αδιάφορες ή περιττές, πάντως δεν απαντούν στο αγωνιώδες αίτημα για επανεκκίνηση της οικονομίας και ανακούφιση της κοινωνίας. Η βαριά ύφεση και η εφιαλτική ανεργία δεν θεραπεύονται με το άνοιγμα του επαγγέλματος του αναλογιστή ή του εκτιμητή. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις δεν έχουν καν άμεσο δημοσιονομικό όφελος, πολύ περισσότερο δεν παράγουν νέο πλούτο και δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας· στην καλύτερη περίπτωση αναδιατάσσουν και εξορθολογίζουν το υπάρχον παραγωγικό πλαίσιο, το ασθενές ή αδρανές.
Αλλά η χώρα χρειάζεται επειγόντως τρόπους να παράγει αγαθά και υπηρεσίες με υψηλή προστιθέμενη αξία, με υψηλή εμπορευσιμότητα, με δυναμικό εξαγωγών, με αξίωση να καλύψουν την εσωτερική ζήτηση. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση και η κατεπείγουσα ανάγκη: η παραγωγή και η απασχόληση. Και μόνο αυτά μπορούν να αποφέρουν έσοδα στο κράτος, μαζί βεβαίως με την είσπραξη των παγίως διαφευγόντων πόρων από τους θλιβερά γνωστούς τομείς: το εμπόριο καυσίμων, τις τριγωνικές συναλλαγές, τις ασύμφορες ή ύποπτες αναθέσεις και προμήθειες του δημοσίου.
Μια ακόμη παρατήρηση: ο μετασχηματισμός του τραπεζικού συστήματος, μέσω συγχωνεύσεων, θραύσεων και εξαγορών, οδήγησε σε εντυπωσιακή ελάττωση του αριθμού των πιστωτικών ιδρυμάτων: ουσιαστικά απομένουν τέσσερις συστημικές τράπεζες και δύο μικρές. Ας παραμερίσουμε προσώρας τους όρους ανακεφαλαιοποίησης και αν θα βγει ζημιωμένο το δημόσιο που έβαλε τα 50 δισ. Ας δούμε πώς καταλήξαμε να έχουμε γιγάντιες τράπεζες μετά την πτώχευση, δυσανάλογα μεγάλες για τις αντοχές της εθνικής οικονομίας, πολύ λίγες ώστε να ελπίζουμε βάσιμα σε γόνιμο ανταγωνισμό. Ας δούμε ποια άλλη χώρα αναλόγου πληθυσμιακού και οικονομικού μεγέθους μετά την κρίση βρέθηκε με τρεις μεγάλες τράπεζες, μία προβληματική (ανακεφαλαιοποιημένες με δημόσιο χρήμα) και δύο μικρές. Τυπικά έχει δημιουργηθεί περιβάλλον για ολιγοπώλιο.
Ο τέτοιος τραπεζικός μετασχηματισμός υποβοηθείται από το πολυνομοσχέδιο: δεκάδες σελίδες του ρυθμίζουν τις περαιτέρω δράσεις του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Είναι πράγματι κορυφαίας σημασίας ζήτημα. Καμία διαβούλευση όμως δεν θα διεξαχθεί εντός του κοινοβουλίου· η συζήτηση εξαντλήθηκε στα μήντια, για την παστερίωση. Αλλο ένα πλήγμα για τον ήδη τραυματισμένο κοινοβουλευτισμό.
H προχθεσινή συνεδρίαση της Βουλής ήταν μια ατελής περίληψη του δημόσιου βίου. Περιείχε σύγχυση, φόβο, επιθετικότητα, μικροπρέπεια, ασυνεννοησία, τσαπατσουλιά, αδολεσχία. Εκατομμύρια Ελληνες παρακολούθησαν απευθείας τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους να βολοδέρνουν γύρω από διαδικασίες διαστελλόμενες κατά το δοκούν και συμφέρον, αποστρέφοντας διαρκώς από το βλέμμα τους το κοινό και το κύριο.
Πολλοί Ελληνες δεν αντελήφθησαν καν πώς διεξήχθη η ψηφοφορία, πολλοί θα οργίστηκαν με όσα άκουσαν και είδαν, πολλοί, πάρα πολλοί, θα εθλίβησαν. Κάποιοι, εικάζω, θα σκέφτηκαν επίσης ότι αυτή η εικόνα του βουλευτηρίου είναι ένα καθρέφτισμά μας· παραμορφωτικό και μερικό, πάντως καθρέφτισμα. Ανθρωποι ευφυείς ή εξυπνάκηδες, αλληλολοιδορούμενοι, κουφοί στον λόγο του άλλου, τυφλοί ενώπιον του ιστορικού κινδύνου, αυτοϊκανοποιούμενοι με ατάκες. Μια μικρομεσαία Βουλή, τείνουσα προς τη μικρότητα, εκπροσωπούσα έναν μικρομεσαίο λαό ζαλισμένο, εν συγχύσει και φόβω, χωρίς ταυτότητα, χωρίς σκοπό και στόχο, χωρίς σχέδιο και έργο.
Αυτοί είναι εμείς; Ναι και όχι. Ναι, εμείς τους εκλέξαμε, διαλέγοντας μεταξύ των υπαρχουσών επιλογών· στην τομή των δικών τους διακηρύξεων και των δικών μας προσδοκιών, προβάλλοντας στην άπαξ ψήφο συλλογικές επιθυμίες, ατομικούς φόβους και λαχτάρες· και πάντως όχι για να παράγουν την απογοητευτική μουτζούρα που βλέπαμε προχθες. Και όχι, ο εκλέξας λαός δεν είναι ακριβώς όμοιος με τους αντιπροσώπους του· νομίζω ότι είναι κατώτεροι των προσδοκιών, κατώτεροι των περιστάσεων, παρότι το βουλευτικό σώμα ανανεώθηκε σε πολύ μεγάλη έκταση πρόσφατα.
Η ανανέωση δεν έχει έλθει ακόμη, δεν έχει πάει σε βάθος. Ισως διότι κάθε ανανέωση, για να είναι ριζοτόμος και αναγεννητική, προϋποθέτει ερείπωση του παλαιού δι’ ελέου και φόβου. Μα αυτό το παλαιό κρατάει ακόμη· η ελίτ που παρήγαγε παρακμή ελέγχει ακόμη κλειδιά και στικάκια, τα μυστικά και τα περάσματα, αναπαράγει αυτάρεσκα τον εαυτό της. Το μέλλον μάς επιφυλάσσει ξηρασία και ερείπια.
Δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε ποιους θα παραπέμψει για έρευνα η Βουλή, σχετικά με τη λίστα Λαγκάρντ, και ποια θα είναι εντέλει η κατάληξη της Προανακριτικής Επιτροπής. Πιθανόν να εντοπιστούν ποινικές ευθύνες. Πιθανόν επίσης η ποινική ευθύνη να περιγραφεί ως πλημέλημμα με τις ανάλογες ήπιες κυρώσεις. Ολα είναι πιθανά.
Εξίσου πιθανόν: το σκάνδαλο της λίστας θα ξεφουσκώσει και θα τεθεί στο αρχείο, μαζί με τόσα και τόσα σκάνδαλα που πέρασαν από εξεταστικές και προανακριτικές, και θα βυθιστούν όλα στη λήθη, σαν το μικροσκάνδαλο του Βατοπεδίου, σαν το μεγασκάνδαλο της Siemens. Εν προκειμένω, το σκάνδαλο Siemens υπήρξε εξόχως διδακτικό: μάθαμε το ύψος της δωροδοκίας από τα γερμανικά δικαστήρια, αλλά δεν μάθαμε ποτέ τους δωροδότες ούτε βεβαίως τους δωρολήπτες. Κανείς δεν δικάστηκε, κανείς δεν τιμωρήθηκε, η δε κραταιά γερμανική εταιρεία συνεχίζει να προμηθεύει το ελληνικό κράτος.
Βεβαίως η παρούσα ιστορική φάση δεν είναι ίδια με την εποχή των σκανδάλων Βατοπεδίου και Siemens. Η χώρα μαστίζεται από ύφεση και ανεργία ανάλογη της Μεγάλης Υφεσης της δεκαετίας 1930. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι ο δείκτης ανεργίας θα βρεθεί κάτω από 10% μετά από τουλάχιστον είκοσι χρόνια· μια γενιά ολόκληρη θα βρεθεί στις μυλόπετρες της μη απασχόλησης, μια γενιά ολόκληρη θα αναγκαστεί να υποβαθμίσει δραματικά τις προσδοκίες βίου. Ή θα μεταναστεύσει υπό δυσμενείς όρους στις χώρες της Δύσης. Ή θα δοκιμάσει την τύχη της στις αραβικές χώρες, στη Ρωσία, στην Τουρκία, όπου βρεθεί δουλειά.
Οι κατ΄αυτόν τον τρόπο δοκιμαζόμενοι Ελληνες, κουρασμένοι και απογοητευμένοι ήδη, είναι πιθανόν να αποστρέψουν το βλέμμα τους από τη χώρα τους, από τις κολοβωμένες δημοκρατικές διαδικασίες και το καχεκτικό κράτος δικαίου, να εγκαταλείψουν τη δημοκρατία εκτάκτου ανάγκης. Η τιμωρία ενός ολιγωρησάντος, απιστήσαντος ή πλαστογράφου υπουργού, δεν θα τους προσφέρει εργασία και ψωμί για την οικογένειά τους. Δεν είναι κυνισμός ή πώρωση αυτή η αντιμετώπιση· είναι ένστικτο επιβίωσης: ο κατεστραμμένος δεν χορταίνει με ειδικά δικαστήρια.
Ωστε παραίτηση; Ατιμωρησία; Παραγραφή; Οχι. Η επιδιόρθωση του κράτους δικαίου και η αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου δεν είναι μάταιες. Καμία κοινωνία δεν επιζεί λειτουργούσα χωρίς τελετουργίες κάθαρσης και αποκατάστασης. Οθεν, η Βουλή και η Δικαιοσύνη θα πρέπει να ολοκληρώσουν τον έλεγχο της Εκτελεστικής Εξουσίας, μέχρι τέλους. Οσο πάει. Ταυτοχρόνως όμως, δεν πρέπει να χάνουμε από το βλέμμα μας, την υλική συνθήκη βίου για ένα-δύο εκατομμύρια συμπολίτες μας: ζουν στο όριο της φτώχειας ή και κάτω απ’ αυτό, με κλονισμένη αξιοπρέπεια, με κλονισμένους τους δεσμούς με την υπόλοιπη κοινωνία, στη ζώνη του λυκόφωτος. Οποιαδήποτε πολιτική πράξη, λόγος, σύγκρουση, τελείται υπό το λυκόφως αυτής της κοινωνικής καταστροφής, και αυτή την καταστροφή οφείλει πρωτίστως να ανασχέσει.
Τι σκεφτόταν ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου όταν διέγραφε τα ονόματα των συγγενών του από τη λίστα Λαγκάρντ; Εφόσον φυσικά αποδειχθεί η παραποίηση των στοιχείων, η αναρώτηση περί των κινήτρων του πρώην υπουργού θα επανέρχεται και δεν θα βρίσκει εύκολη απάντηση.
Η πρώτη απάντηση που έρχεται στον νου είναι η αλαζονία. Η υπέρμετρη, τυφλή, τοξική, αλλά και εντός της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλαζονία. Αλαζονία φυσική ίσως, προϋπάρχουσα, αλλά στην παρούσα περίπτωση ενισχυόμενη από τη μέθη της εξουσίας και μια αίσθηση παντοδυναμίας και μη ελέγχου.
Μια εξήγηση για την αλαζονία μπορεί να αναζητηθεί στον τρόπο που ανέρχονται στο πολιτικό στερέωμα άνθρωποι σαν τον κατηγορούμενο υπουργό: σαν κομήτες. Με ελάχιστο ή και μηδαμινό πολιτικό ίχνος, χωρίς κοινωνική παρουσία, χωρίς ιδιαίτερες επιστημονικές ή επαγγελματικές διακρίσεις, απλώς με ένα αξιοπρεπές βιογραφικό σπουδών, στο οποίο περιλαμβάνονται ένα ακριβό ιδιωτικό σχολείο και μεταπτυχιακό στο LSE.
Η πολιτική άνοδος, ακόμη και στο πηδάλιο του κορυφαίου υπουργείου, οφείλεται άρα σε έναν συνδυασμό ελιγμών, δημοσίων σχέσεων, και κυρίως σε πλασάρισμα πλάι στο κατάλληλο ισχυρό πρόσωπο, την κατάλληλη στιγμή. Η τέτοια ανέλιξη, χωρίς έκθεση στην λαϊκή ετυμηγορία, χωρίς κοινωνική καμίνευση, χωρίς καν φιλτράρισμα από κομματικούς μηχανισμούς, συγκροτεί αφεύκτως μια παρα-δημοκρατική πολιτική συνείδηση: εκτός ελέγχων, άνευ νομιμοποίησης, άνευ λογοδοσίας. Αυτή είναι εν πολλοίς η περίπτωση του Γ. Παπακωνσταντίνου, έτσι όπως και ο ίδιος την έχει διατυπώσει, λ.χ. στη μακρά τηλεοπτική συνεντευξή του στον Αλέξη Παπαχελά (23 Μαίου 2011): αντλεί νομιμοποίηση μόνο από τον πρωθυπουργό, τον ηγέτη-φύλαρχο, και λογοδοτεί μόνο σε αυτόν· η Βουλή, οι δημοκρατικοί θεσμοί, ο λαός, η κοινωνία, η πατρίδα δεν προσφέρουν νομιμοποίηση ούτε βέβαια ζητούν λογοδοσία. Ιδού: «Θα κριθώ και κρίνομαι καθημερινά καταρχάς από τον Πρωθυπουργό που μου ανέθεσε αυτή τη δουλειά να τη κάνω, θα την κάνω όσο θεωρεί ότι πρέπει να την κάνω εγώ και όχι κάποιος άλλος.»
Στο ίδιο πλαίσιο, η διακυβέρνηση, οι πολιτικές αποφάσεις σε μια δραματική στιγμή, χαρακτηρίζονται απλώς «δουλειά», η οποία εκτελείται ερήμην της πολιτικής βούλησης και της ιστορίας, πάντα υπό τη σκέπη του ηγέτη: «Μου έχει ανατεθεί μια δουλειά, θα την κάνω, όσο θεωρεί ο Πρωθυπουργός, βεβαίως οι πολίτες που κρίνουν, ότι αυτή η δουλειά γίνεται σωστά. Εάν κάποια στιγμή κριθεί ότι η αξιοπιστία του συγκεκριμένου Υπουργού έχει τρωθεί, είναι μια απόφαση που θα την πάρει ο Πρωθυπουργός και κανένας άλλος.»
Η «δουλειά» λοιπόν… Αnd the Good Fellas.
Δεν υπάρχει πολιτική, αποφάσεις ιστορικής σημασίας για τις ζωές γενεών, αλλά «δουλειά» ουδέτερη, άχρωμη, αυτονομημένη από πρόσωπα, πάθη, βούληση, επιλογές· οι πράξεις του είναι σαν φυσικό φαινόμενο, αναπόδραστο, συνοψιζόμενες όλες στο δικό του ‘There is no alternative’: «Έστω ότι εγώ φεύγω αύριο το πρωί. Και λοιπόν; Θα υπάρχει μια άλλη οικονομική πολιτική; Αυτός ο οποίος θα με αντικαταστήσει, θα κάνει μια διαφορετική πολιτική;»
Δεν έπεσε και πολύ έξω. Εκτός του ότι η «δουλειά» του θα τον εξευτέλιζε τόσο.
Το δικομματικό σύστημα εξουσίας, που σφράγισε τη μεταπολιτευτική περίοδο, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο της κατάρρευσης, υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης και της αδυναμίας του να τη διαχειριστεί. Η κατάρρευση στοιχειοθετείται αφενός από τις δημοσκοπήσεις της αλαφιασμένης και αμφίβουλης κοινής γνώμης, αλλά και από τη στάση του πολιτικού προσωπικού ελάχιστες εβδομάδες προ των εκλογών.
Ληξιπρόθεσμοι βουλευτές και υπουργοί, οι οποίοι την παρελθούσα διετία νομοθέτησαν το ψαλίδισμα των μελλουσών γενεών, χωρίς να έχουν διαβάσει καν τους νόμους, καταθέτουν στη Βουλή, την υστάτη στιγμή, τροπολογίες χιλιάδων σελίδων για να τακτοποιήσουν εκκρεμότητες της εκλογικής πελατείας. Νυσταγμένοι, βαριεστημένοι, ληγμένοι, νομοθετούν επί των ερειπίων, λίγο προτού βρεθούν στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Παραδόξως δε, εκτιμούν ότι υπάρχει ακόμη εκλογική πελατεία.
Οι ολίγιστοι και δείλαιοι, δια των επαίσχυντων τροπολογιών τους, δείχνουν ακριβώς ποιοι οδηγούν στην κατάρρευση τα αστικά κόμματα, ποιοι καταπατούν τους συνταγματικούς όρκους και τροφοδοτούν το αντικοινοβουλευτικό μένος του απεγνωσμένου πλήθους. Δείχνουν επίσης σε ποιους άνδρες εμπιστευόταν το πλήθος αφρόνως τη μοίρα του: σε φαιδρούς δημοκόπους, άεργους κληρονόμους, πολιτικούς νάνους. Πολλοί απ’ αυτούς τους βρυχώμενους νάνους θα ξεμυτίσουν τις επόμενες μέρες και θα ζητήσουν ανανέωση εντολής, υποσχόμενοι το μόνο που γνωρίζουν: συνέχιση της αμοιβαίας πελατειακής εξαχρείωσης. Θα επισείουν τον κίνδυνο των άκρων και της ακυβερνησίας. Υπάρχει πράγματι το ενδεχόμενο αναρρίχησης των λούμπεν στοιχείων της άκρας δεξιάς, παλαιάς και νέας, στο κοινοβούλιο, αλλά μήπως η συμπεριφορά των κατεστημένων δεξιών, κεντρώων και κεντροαριστερών, δεν απέβη αναλόγως λούμπεν και εντέλει τροφοδότησε τα άκρα;
Η χρεοκοπία είναι πολιτική πρωτίστως. Με ηττημένη την πολιτική και τη χώρα υπό σιδηρά επιτήρηση, οι προτάσεις διακυβέρνησης είναι αναιμικές και ελάχιστα πειστικές, διότι οι φορείς τους κείτονται ξέπνοοι και ηττημένοι, δεν μπορούν να διεκδικήσουν από το πλήθος παρά μόνο τη μοιρολατρία και τον φόβο. Η ψήφος θα είναι τιμωρητική και αντινομική.
Η χθεσινή δημοσκόπηση της Public Issue καταγράφει με αριθμούς ό,τι ήδη αντιλαμβάνεται κάθε Ελληνας που ζει σε αυτή τη δοκιμαζόμενη χώρα: Οτι, δηλαδή, το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ οδεύει προς τον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας, μαζί με τον πρόεδρό του, με ποσοστά επιπέδου 1974. Εφόσον μάλιστα εκφραστεί και εκλογικά η απαξίωση του ΠΑΣΟΚ, τότε 5 από τους 7 παρόντες βουλευτές του ΠΑΣΟΚ θα δουν την πολτική τους καριέρα να τερματίζεται οριστικά.
Μεγαλύτερη συμπαγής ομάδα παραμένουν οι απέχοντες και αποδοκιμάζοντες: ένας στους τρεις ερωτώμενους. Αυτή την πλειοψηφική ομάδα μπορούμε να υποθέσουμε ότι την απαρτίζουν οι πλέον απελπισμένοι, όσοι έχουν χάσει κάθε ελπίδα για αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος. Η απόγνωση όμως εντοπίζεται και σε άλλες συμπεριφορές του δημοσκοπούμενου σώματος: στη χαμηλότατη ελπίδα για βελτίωση της οικονομίας από τον πρωθυπουργό Λ. Παπαδήμο (ένας στους δύο δεν εμπιστεύεται), στην αμφίθυμη στάση έναντι των εκλογών (ένας στους δύο επιθυμεί εκλογές), στην υψηλότατη δυσαρέσκεια από τη λειτουργία της νέας κυβέρνησης (8 στους 10).
Δύο ακόμη δημοσκοπικά ευρήματα με σημασία: ένα, η πρωτοφανής δημοσκοπική έκρηξη των κομμάτων της Αριστεράς, που υπερβαίνουν αθροιστικά το 40%, ποσοστό διαμαρτυρίας ασφαλώς, το οποίο όμως όσο κι αν συρρικνωθεί στην κάλπη, καταδεικνύει ριζοσπαστικοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Δύο, ο αυξανόμενος ευρωσκεπτικισμός: αισθητή η άνοδος μετά τον εκβιασμό των Καννών.
Συνολικά, οι Ελληνες φαίνονται κατάκοποι, απογοητευμένοι, απορριπτικοί για το Μνημόνιο, εξοργισμένοι με το ΠΑΣΟΚ, δύσπιστοι προς το πολιτικό σύστημα και τις μεταμορφώσεις του. Ελάχιστοι πιστεύουν ότι μπορεί να επιτευχθεί ανάσχεση της πτώσης, πόσω μάλλον ανάταξη, με το φθαρμένο, ηττημένο και απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό και τους κίβδηλους συσχετισμούς δυνάμεων που καταγράφονται στην παρούσα Βουλή. Από αυτή τη σκοπιά, θα είχε πλέον ενδιαφέρον μια έρευνα για τις κοινωνικές προτεραιότητες και τις ιδεολογικές ζητήσεις σε περιβάλλον εκτάκτου ανάγκης.
Προ ημερών, γράψαμε ένα σχόλιο στην Καθημερινή, συγκρίνοντας την απρεπή συμπεριφορά του αγανακτισμένου πλήθους με την απρεπή συμπεριφορά των πολιτικών ανδρών, εντός και εκτός Βουλής. Το σχόλιο προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του εκ των Αντιπροέδρων της κυβερνήσεως Θόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος με επιστολή του καταλόγισε στον συντάκτη γλωσσική και δημοσιογραφική ανεπάρκεια, ολολοκληρωτικό φρόνημα και παραταξιακή ιδιοτέλεια.
Τα παραθέτουμε όλα.
Μούτζες μέσα, μούτζες έξω
(Καθημερινή 21.06.2011)
Η κρίση αναδεύει τη συλλογική ψυχή και φέρνει στην επιφάνεια πάθη και συμπεριφορές αφτιασίδωτα. Αλλοτε με λυτρωτική ειλικρίνεια, με παρρησία, κι άλλοτε με εκπλήσσουσα ωμότητα, και χυδαιότητα ακόμη. Εχουν γραφτεί πολλά, λόγου χάριν, για τις απρεπείς εκφράσεις και τους προπηλακισμούς κατά των πολιτικών, εκ μέρους του πλήθους των αγανακτισμένων. Πράγματι, το πλήθος σε ορισμένες περιπτώσεις συμπεριφέρεται σαν όχλος, με εξάρσεις βίας, που φτάνουν σε χειροδικίες και ξυλοδαρμούς, εκδηλώσεις που καταδικάζονται καθολικά. Αλλά η κύρια δράση του αγανακτισμένου πλήθους εξαντλείται στον λεκτικό και χειρονομιακό εξτρεμισμό: η μούτζα λ.χ. προς τους πολιτικούς άνδρες ερμηνεύεται και επικρίνεται ποικιλοτρόπως. Μήπως όμως ακριβώς οι πολιτικοί δίνουν πρώτοι το έμπρακτο παράδειγμα του λεκτικού εξτρεμισμού, και μάλιστα μέσα στον φασκελωνόμενο ναό του κοινοβουλευτισμού;
Προχθές, ας πούμε, οι κατηγορούμενοι επί λαϊκισμώ αγανακτισμένοι πήραν συμπυκνωμένα μαθήματα καθύβρισης από την πολιτική ηγεσία. Το Κοινοβούλιο αντηχούσε από βαρύτατους χαρακτηρισμούς, που εκτόξευαν οι Νέστορες της πολιτικής. Ο αρχηγός του ΛΑΟΣ Γ. Καρατζαφέρης, γνωστός για τις ατάκες του επιπέδου Δελφινάριου, προχώρησε πολύ παραπέρα από το προσφιλές του καλαμπούρι: απεκάλεσε τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αντώνη Σαμαρά, προδότη. «Απαξ προδότης, πάντα προδότης», είπε και κατόπιν, για να ελαφρώσει το κλίμα μάλλον, συμπλήρωσε το «Τρελαντώνης»… Αναρωτιόμαστε: Αν δεν εκαλύπτετο απο βουλευτική ασυλία, ο αυτοδημιούργητος γιος του σανοπώλη θα αποτολμούσε τέτοιους χαρακτηρισμούς για πρόσωπο κεντρικό στους πολιτικούς θεσμούς;
Οι προπηλακισμοί πολιτικών των τελευταίων ημερών οδήγησαν τον συνήθη λιμπερτίνο Θόδωρο Πάγκαλο, αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, να χαρακτηρίσει ένα κοινοβουλευτικό κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ, «κόμμα τραμπούκων». Ακολούθησε με τα ίδια λόγια, ο προσφάτως αποδοκιμασθείς υπουργός Νίκος Σηφουνάκης. Προδότες, τρελοί, τραμπούκοι ― τι άλλο μένει; Κακοποιοί, εγκληματίες και τραμπούκοι: όσοι επέκριναν διαδικτυακώς τον Παντελή Οικονόμου, νεοδιορισμένο αν. υπουργό Οικονομικών, επειδή ξήλωσε εσπευσμένως από την ιστοσελίδα του αντιμνημονιακό άρθρο που είχε δημοσιεύσει προ καιρού. Ο έμπειρος στην πολιτική αλλά νεοφώτιστος στην κουλτούρα του Διαδικτύου, κ. Οικονόμου, κατέφυγε στη δαιμονολογία, στις ύβρεις και στην ηλεκτρονική εγκληματολογία(!), αντί να εξηγήσει με πολιτικούς όρους τις αναλύσεις και τις θέσεις του.
Το πλήθος των αγανακτισμένων μουτζώνει, χλευάζει, βρίζει, ασχημονεί. Και δεν έχει θέσεις. Ετσι είναι. Ας δούμε την άλλη πλευρά, την υβριζόμενη: Πόσο πιο ορθολογικά και κόσμια, με πολιτικά και δημοκρατικά επιχειρήματα συμπεριφέρονται οι αποδοκιμαζόμενοι πολιτικοί; Πολύ χειρότερα, δεδομένων των απαιτήσεων και των προσδοκιών της θεσμικής τους θέσης: αντί να προσφέρουν υπόδειγμα πολιτικής κουλτούρας, προσφέρουν σόου χυδαίας προσωπόληπτης ατάκας και ηθικής απαξίωσης.
Επιστολή Θ. Πάγκαλου
(Καθημερινή 23.06.2011)
Λιμπερτινισμός
Kύριε διευθυντά
Oπως ίσως θυμάστε, σας έχω πει ότι διαβάζω καθημερινώς και επιμελώς την εφημερίδα σας. Δυστυχώς, εκεί που κατάντησε ο Tύπος στη χώρα μας, είναι από τις ελάχιστες εφημερίδες που αξίζουν αυτή την ονομασία. Aυτό, όμως, σας δημιουργεί και ορισμένες υποχρεώσεις, ιδιαίτερα σε στήλες όπως τα «Kαθημερινά», που εκφράζουν το έντυπο στο σύνολό του.
Διαβάζω λοιπόν, σήμερα, στο σχόλιο του κ. N. Ξυδάκη «Mούτζες μέσα, μούτζες έξω», κριτική που με αφορά, η οποία με χαρακτηρίζει «συνήθη λιμπερτίνο». Aναζήτησα τη λέξη «λιμπερτίνος» στο ελληνικό λεξικό του Γ. Mπαμπινιώτη και δεν τη βρήκα. Στο γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό των εκδόσεων Πελεκάνος η λέξη «libertin» σημαίνει «ελευθεριάζων, άπιστος, έκλυτος». Σε υπέροχο κείμενο του K. Γεωργουσόπουλου στα «Nέα» (14-7-2007) που έχει τίτλο «Tο σεξ ως μελέτη θανάτου», οι ελευθερόφρονες (λιμπερτίνοι) περιγράφονται ως «άθεοι, κολασμένοι, κυνικοί, ερωτικά ανικανοποίητοι» (το κείμενο επισυνάπτεται). Θα μπορούσε να με πληροφορήσει ο κ. Ξυδάκης τι ακριβώς γνωρίζει για τη σεξουαλική μου ζωή, που του δίνει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τον όρο αυτόν εναντίον μου και αν άλλο νόμιζε ότι έλεγε, λόγω επιπολαιότητας και έλλειψης παιδείας, γιατί ταλαιπωρεί την εφημερίδα και τους αναγνώστες του με την προφανή αγραμματοσύνη του;
Tο υπόλοιπο κείμενο δεν θα το σχολιάσω, γιατί δεν έχει τίποτα το πρωτότυπο. Eίναι απλώς η συνηθισμένη αντιστροφή αιτίου και αιτιατού, την οποία χρησιμοποιούν οι απανταχού ολοκληρωτικοί κονδυλοφόροι για να δικαιολογήσουν τις παράνομες και ανήθικες πρακτικές της παράταξης που υποστηρίζουν.
Θεόδωρος Πάγκαλος
Aντιπρόεδρος της Kυβερνήσεως
Απάντηση
O αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως φαίνεται να αγνοεί ή να προσπερνά την πρωταρχική, ιστορικώς προσδιορισμένη και εξόχως πολιτική, σημασία του «λιμπερτίνου»: είναι ο ελευθερόφρων, ο φορέας των απελευθερωτικών ιδεών πριν και κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού· και ο ανυπότακτος, o άτακτος, ο αυτότροπος (Γαλλοελληνικόν Λεξικόν Ηπίτη, 1908-10). Εικάζω ότι η πραγματολογική και πολιτική ανάλυση του κ. Αντιπροέδρου δεν ήταν εξαντλητική. Ισως διότι το αναλυτικό απόθεμα εξαντλήθηκε σε βαρείς προσωπικούς χαρακτηρισμούς, εντοπισμό φρονημάτων και υποδείξεις προς την εφημερίδα.
Ν. Γ. Ξυδακης
Ο έλεγχος της περιουσίας των πολιτικών και των κρατικών λειτουργών βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Δικαίως. Αλλά παρά τους διαδοχικούς νόμους ή, μάλλον, εξαιτίας των αλλεπάλληλων τροποποιήσεων της νομοθεσίας, ο έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων, το γνωστό «πόθεν έσχες», είναι ελάχιστα αποτελεσματικός και διεξάγεται προσχηματικά. Στην πράξη, το μόνο που γίνεται είναι η τελετουργική υποβολή μιας τυπικής δήλωσης ακινήτων, χρεογράφων και καταθέσεων, χωρίς καμία διασταύρωση. Η τελετουργία εξαντλείται με την ενιαύσια δημοσίευση αυτών των τυπικών δηλώσεων των βουλευτών, από τον Tύπο – σαν ηδονοβλεψία άνευ αντικειμένου. Μάλιστα, ο πολύς κόσμος αγνοεί ότι υπόχρεοι τέτοιων δηλώσεων «πόθεν έσχες» είναι και οι εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί και πολιτικοί, δικαστικοί, περιφερειάρχες, δήμαρχοι, τραπεζίτες, ιδιοκτήτες ΜΜΕ, δημοσιογράφοι και πολλοί άλλοι δημόσιοι άνδρες που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα και εξουσία.
Ακόμη όμως και αυτή η τελετουργία άνευ συνεπειών φαίνεται να αδυνατίζει περαιτέρω. Πρόσφατα, στις 10 Μαρτίου 2011, τροποποιήθηκε ο νόμος 3213 του 2003, για τη «δήλωση και τον έλεγχο περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων». Με την ψήφιση του νόμου 3932/2011 για τη Σύσταση Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, άλλαξαν μερικά άρθρα του νόμου 3213. Μια αλλαγή φαίνεται πιο κρίσιμη: Με το άρθρο 10 του νέου νόμου (3932/2011) προστίθεται ένα μικρούλι εδάφιο στο άρθρο 10, παρ. 3 του παλαιού νόμου (3213/2003). Το εδάφιο έχει το εξής περιεχόμενο: «Ομως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες.»
Ποιες πράξεις; Η μη υποβολή δήλωσης «πόθεν έσχες» ή η ανακριβής δήλωση. Σύμφωνα με τον νόμο, όποιος δεν υποβάλλει δήλωση ή δηλώνει ανακριβώς, υπόκειται σε ποινικές και διοικητικές κυρώσεις. Αν κριθεί ότι ήταν αμελής, λ.χ., πλήρωνε πρόστιμο 10 χιλ. ευρώ. Τώρα, με την αλλαγή του άρθρου 3, ο αμελής ή ο ανακριβής (εκ δόλου ή εξ αμελείας), μπορεί και να μείνει ατιμώρητος, εφόσον έτσι κρίνει το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο.
Προφανώς, υπάρχουν πολλοί αμελείς που δεν υποβάλλουν δήλωση. Πολλοί εξ αυτών είναι και δικαστικοί. Με την τροποποίηση ανοίγει ο δρόμος να μην τιμωρηθούν οι αμελείς, ούτε καν με πρόστιμο. Εστω. Αλλά τι γίνεται αν κριθεί ατιμώρητος κάποιος με ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, όπου πιθανόν υπάρχει απόκρυψη και δόλος; Με ποια πραγματικά δεδομένα θα εκτιμήσει «ελεύθερα όλες τις περιστάσεις» ο δικαστής; Θα έχει στοιχεία από ενδελεχείς διασταυρώσεις λογαριασμών, τίτλων ακινήτων, χρεογράφων; Μάλλον όχι. Αρα δεν θα μπορεί εξ αντικειμένου να κρίνει «όλες τις περιστάσεις».
Η μικροσκοπική τροποποίηση ανοίγει μια κερκόπορτα, απ’ όπου μπορούν να διαφύγουν μεγάλα ψάρια, όχι απλώς αμελείς υπάλληλοι. Κι αν ξεφύγει ατιμώρητο το μεγάλο ψάρι από αυτή την ποινική κρίση, τότε ξεφεύγει και από κάθε διοικητική κρίση, αποφεύγει πρόστιμα, δημεύσεις κ.λπ. Μήπως έτσι «φωτογραφίζονται» κάποια μεγάλα ψάρια, ήδη περικυκλωμένα;
Δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι υπό την παρούσα πολιτική και ηθική αναταραχή, πέρασε στη Βουλή τέτοια νομοθετική αστοχία, με την υπογραφή πέντε υπουργών. Σε έναν ταλαίπωρο νόμο, που είχε ήδη ξανατροποποιηθεί, μόλις τον περασμένο Μάιο (Νόμος 3849/2010)… Ισως κάτι να μας διαφεύγει από τη νομική και πολιτική ουσία.
EDIT: Διεκρινίσεις και προεκτάσεις εξαιρετικού ενδιαφέροντος από τον Έρμιππο στο μπλογκ του.