You are currently browsing the tag archive for the ‘αυτονομία’ tag.

Το δημοψήφισμα για την απόσχιση της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο κατέλαβε υψηλή θέση στη διεθνή δημοσιότητα λίγες ημέρες πριν τη διεξαγωγή του. Δικαίως: ενδεχόμενη απόσχιση της Σκωτίας θα ήταν καίριο πλήγμα στο γόητρο και την εναπομείνασα ισχύ του Ηνωμένου Βασιλείου, πρώτο μετά την τεράστια απομείωση που υπέστη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τις, λίγο-πολύ, βίαιες ανεξαρτητοποιήσεις των πρώην αποικιών από την αυτοκρατορία.

Ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, η Σκωτία είναι βέβαιο ότι από σήμερα θα αλλάξει status: θα κυμαίνεται από την πλήρη ανεξαρτησία έως την πολύ διευρυμένη αυτονομία. Διότι, ακόμη κι αν δεν υπερισχύσει η ψήφος υπέρ της ανεξαρτητοποίησης, η κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον και η ηγεσία του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος έχουν ήδη υποσχεθεί ειδικό καθεστώς προνομίων, φορολογικών, προνοιακών, διοικητικών. Και ακριβώς αυτά τα προνόμια πιθανόν να κρατήσουν αναμμένη τη φλόγα της ανεξαρτησίας. Πολύ περισσότερο, που η προνομιακή μεταχείριση της Σκωτίας θα υποδαυλίσει, υποδαυλίζει ήδη, ανάλογες απαιτήσεις από τα άλλα διακριτά μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου, με πρώτη τη Βόρειο Ιρλανδία.

Η αυτονόμηση της Σκωτίας δεν αφορά μόνο τους 5,3 εκατομμύρια Σκωτσέζους. Οπως πολλά άλλα ανάλογα συμβάντα, δεν έχει μόνο τοπική-εθνική σημασία, αλλά προκαλεί γεωπολιτικές ανακατατάξεις ευρύτερης εμβέλειας. Καταρχάς, πολλαπλασιάζει το βάρος του δημοψηφίσματος του 2017, με το οποίο οι Βρετανοί θα αποφασίσουν αν θα αποσχιστούν από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Προφανής αντίφαση, οφειλόμενη εν πολλοίς στον τυχοδιωκτισμό και την αλαζονεία των Οσμπορν και Κάμερον: ένα οιονεί διαιρεμένο κράτος θα αποφασίσει το 2017 αν επιθυμεί να παραμείνει ψυχικά διαιρεμένο και μονάχο, ένα νησί αποκομμένο από την ήπειρο, χωρίς θαλασσοκρατορία, χωρίς αποικίες, χωρίς στρατηγικό βάθος.

Αυτή η διάχυτη τάση αποσχίσεων και απομονωτισμού μάς αφορά ως Ευρωπαίους. Πώς θα διαμορφωθεί η ισορροπία στην Ευρώπη χωρίς ισχυρή και ενεργό Βρετανία; Δύσκολο να το φανταστούμε, στο μέτρο που οι νεότεροι χρόνοι σφραγίζονται από την ισορρροπία δυνάμεων μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Ρωσίας, και κατά τον 20ό αιώνα, μετά την πτώση των αυτοκρατοριών, με την αποφασιστική συμβολή των ΗΠΑ.

Μήπως βαδίζουμε προς μια Ευρώπη πολλών μικρών και αδύναμων κρατών, εύκολα χειρίσιμων από τα ολίγα ισχυρά κράτη; Ποιος θα ωφεληθεί από τον κατακερματισμό των κρατών και την απίσχναση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας; Από την άλλη, ό,τι ξορκίζεται τώρα στην Σκωτία, όπου με απολύτως ειρηνικό και δημοκρατικό τρόπο ετέθη η απόσχιση, έχει συμβεί στη μετά το ’89 Ευρώπη πολλές φορές, βίαια και απροσχημάτιστα: θυμίζουμε την πολυδιάσπαση της Γιουγκοσλαβίας, με τελευταία πράξη την ίδρυση του κράτους-φαντάσματος στο Κόσοβο, το βελούδινο, πλην ανεξήγητο, διαζύγιο Τσεχίας – Σλοβακίας, το πλήθος των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, την πιθανότατη πολυδιάσπαση της Ουκρανίας.

Τα σύνορα στην Ευρώπη, χαραγμένα εν πολλοίς με δύο παγκόσμιους πολέμους, έχουν προ πολλού πάψει να είναι ιερά και απαραβίαστα. Στο πλαίσιο μιας λειτουργούσας και βιώσιμης ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, τα σύνορα θα ήταν πωρώδη έως και εικονικά. Ομως η πολιτική και οικονομική ενοποίηση δεν προχωρεί· μόνο η νομισματική ένωση προχώρησε, και μάλιστα γεννώντας παρά επιλύοντας προβλήματα, έτσι ασύμμετρα που εκδιπλώθηκε. Η θεμιτή δυσπιστία των Ευρωπαίων πολιτών γεννιέται λοιπόν εξαιτίας υπαρκτών ασυμμετριών και καθυστερήσεων· ο ευρωσκεπτικισμός αναπτύσσεται ως αντίδραση σε ένα υδροκεφαλικό κέντρο εξουσίας αποκομμένο από τις κοινωνίες και τα έθνη-κράτη. Δυστυχώς, η απάντηση σε αυτό το ιστορικό ρεύμα ευρωσκεπτικισμού, σεπαρατισμού, εθνικισμού, φυγοκέντρησης, δεν μπορεί να είναι το μείγμα απειλών και υποσχέσεων, ηθικισμού και κυνισμού, αδράνειας και υποτίμησης, που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση του Λονδίνου και χρησιμοποιούν ακόμη οι ηγέτες της Ε.Ε.

1024px-Eugène_Ferdinand_Victor_Delacroix_017

Σε αλλεπάλληλες συνομιλίες άκουσα αλλόκοτα τον εαυτό μου να αυτοσχεδιάζει γύρω από δύο μοτίβα: το φρόνημα στο παρόν, και ορόσημα του παρελθόντος.

Πρώτα, το φρόνημα. Η μακρά κρίση βιώνεται σαν χαμένος πόλεμος· αν εντοπίσουμε την πρώτη ρήξη στο 2010, από τότε ώς σήμερα το ρήγμα διαρκώς διευρύνεται, το σκάφος βουλιάζει όλο και πιο βαθιά, σε νερά ανεξερεύνητα, τέτοια που ουδέποτε είχαμε φανταστεί. Και για πολλούς είναι ήδη σαφές ότι δεν θα γυρίσουμε ποτέ στην προ ρήξης εποχή, δεν θα την πλησιάσουμε καν· απλούστατα, διότι έχει συντελεστεί ήδη μια ποιοτική μεταβολή. Ακόμη και αν ανακτηθούν εν μέρει οι ποσοτικές απώλειες ζωτικών δεικτών του κοινωνικού βίου, λ.χ. η τοξική ανεργία, η κοπιαστικά αποκτημένη νέα ισορροπία θα βρίσκεται σε εντελώς άλλη ιστορική πίστα, ο κοινωνικός σχηματισμός θα είναι διαφορετικός, είναι ήδη διαφορετικός.

Στα χρόνια της βίαιης προσαρμογής έχουν ήδη μετασχηματιστεί βαθιά η διοίκηση, το εργασιακό περιβάλλον, οι δικαιικές δομές, η κατανομή του πλούτου, οι ταξικές διαστρωματώσεις. Κινούμαστε σαν υπνοβάτες μέσα σε μια νέα πραγματικότητα, που δεν την αντιλαμβανόμαστε γιατί νομίζουμε ότι ζούμε μέσα στο όνειρο κάποιου άλλου ― αλλά αυτός ο άλλος είμαστε εμείς.

Μέσα σε αυτή την επώδυνη υπνοβασία, με όλο και συχνότερα τινάγματα-επαναφορές στην πραγματικότητα, διαπιστώνουμε ότι η μεγαλύτερη απώλεια του ακήρυκτου πολέμου είναι το φρόνημα. Υπό πολλές έννοιες: απώλεια αυτοπεποίθησης, απώλεια αυτοεικόνας, καταρρακωμένο ηθικό, σύγχυση ταυτότητας, βύθιση στην ετερονομία, καταφυγή στη φενάκη. Ευλόγως. Για πολλούς Ελληνες η προσαρμογή έχει σημάνει οιονεί έκλειψη μέλλοντος. Μπορεί όμως να αφαιρεθεί το μέλλον, να τελειώσει η ιστορία; Οχι. Σίγουρα όμως η νέα ιστορική περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας δεν θα είναι περίοδος ακμής υπό τους παραδοσιακούς όρους· θα είναι η ουρά της παρακμής ταυτόχρονα με τη σταθεροποίηση σε άλλη στάθμη· δεν λέω χαμηλότερη, άλλη. Και πορεία σε νέες συντεταγμένες. Αυτό είναι το ευνοϊκότερο σενάριο.

Οσο συντομότερα αντιληφθούμε αυτό τον ιστορικό μετασχηματισμό, τόσο συντομότερη θα είναι η επίπονη συνύπαρξη της ουράς του παρακμιακού παρελθόντος μέσα στην αναδυόμενη σταθεροποίηση. Εδώ υπεισέρχεται η μεγάλη σημασία της ανάκτησης του φρονήματος· μάλλον, η κατασκευή νέου φρονήματος, αναβαπτισμένης αυτοεικόνας και ταυτότητας. Ετσι ώστε να εμφανιστεί ξανά ισχυρή η βούληση, η απόφαση και η δράση των κοινωνικών υποκειμένων. Μόνο αν θέλει να σωθεί με τις δικές της δυνάμεις προς τη δική της κατεύθυνση, θα σωθεί η κοινωνία· μόνο αν σκεφτεί τη σωτηρία ως πρωτίστως και αποκλειστικώς δική της υπόθεση, θα αποφασίσει και θα δράσει. Πολύ αδρά, η ανάκτηση-κατασκευή φρονήματος είναι ο αναγκαίος όρος για την επιβίωση, αλλά σημαίνει επίσης και το αναγκαίο κοπιώδες πέρασμα της κοινωνίας από την παθητική ετερονομία σε μια ενεργητική αυτονομία.

Δεύτερος αυτοσχεδιασμός, η βύθιση σε ορόσημα του παρελθόντος. Παραμονή της 25ης Μαρτίου, ας προσπαθήσουμε να δούμε όχι διαζευκτικά, αλλά επάλληλα και παραπληρωματικά, δύο πηγές νοήματος για τον νεότερο ελληνισμό: το Ναυαρίνο και το Μεσολόγγι. Στο πρώτο, η υλική ισχύς των Μεγάλων Δυνάμεων της θάλασσας κατατρόπωσε τη θνήσκουσα αυτοκρατορία και επέτρεψε στην ηττώμενη Επανάσταση να συνεχίσει, έως την ίδρυση του κράτους· κράτους τυπικά ανεξάρτητου, αλλά υπό την κηδεμονία των Δυνάμεων του Ναυαρίνου.

Εντούτοις οι Ελληνες του νεοπαγούς κρατιδίου τοποθέτησαν την κοιτίδα τους αλλού: σε έναν τόπο υλικής ήττας, συμβολικής θυσίας και νικηφόρου μαρτυρίου, στο Μεσολόγγι. Στον τόπο που πέθανε ο ρομαντικός λόρδος Βύρων, τον τόπο που απαθανάτισε ο ρομαντικός κόμης Σολωμός. Ενα ρομαντικό ορόσημο εμπνέει τον ποιητή, που επινοεί τη γλώσσα της ποιήσεώς του και τη γλώσσα του έθνους-κράτους με υλικά και μέθοδο αμιγώς ρομαντικά. Πολύ περισσότερο: μπολιάζει το έθνος με ρομαντισμό, βάζει τους συγκαιρινούς και τους μεταγενέστερους να αναμετριούνται με το υψηλό, ορίζει το αληθές ως διαρκές χρέος, το κοινό και το κύριο ως παντοτινή έγνοια.

Το Ναυαρίνο είναι η πολιτική, και μια νίκη που δεν είναι δική μας. Το Μεσολόγγι είναι το συμβολικό κεφάλαιο, και μια θυσιαστική ήττα που είναι δική μας νικηφόρος, σαν βούληση και σαν απόφαση. Και τα δύο είναι ιστορία. Ποιο ιδρυτικό Ναυαρίνο μπορούμε να περιμένουμε δύο αιώνες αργότερα; Μάλλον συνέβη, και ήταν το πρόγραμμα διάσωσης, aka Μνημόνιο. Απομένει το Μεσολόγγι, υψηλό, επώδυνο, δραματικό, εξίσου ιδρυτικό.

Εικόνα: Eugène Delacroix, La Grèce sur les ruines de Missolonghi. 1826. Musée des Beaux-Arts de Bordeaux

Η δήλωση του επιτρόπου Ολι Ρεν περί Ελλάδος υπό επιτήρηση έως τον μακρύ καιρό υπενθύμισε με πικρό τρόπο το Καστελόριζο του Γιώργου Παπανδρέου. Ο τότε πρωθυπουργός για να αναγγείλει την είσοδο της χώρας στο Μνημόνιο είχε επιλέξει το ακριτικό νησί, τη φυσική και συμβολική εσχατιά της επικράτειας. Για να αναγγείλει την έναρξη μιας ιστορικής περιόδου πόνων και δακρύων, αλλά και τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Η χονδροειδής σκηνοθεσία του Καστελόριζου μάλλον δεν ήταν προϊόν αφέλειας· κι αν ήταν, έδειχνε παρ’ όλ’ αυτά ανάγλυφο το μέλλον, για όσους μπορούσαν να το διακρίνουν: η χώρα εφεξής θα λειτουργούσε σαν γραφική καρτ-ποστάλ, σαν ένα πανέμορφο νησί, ξεμοναχιασμένο, διεκδικούμενο, μια γκρίζα ζώνη, με ανυπεράσπιστους κατοίκους και μια κεντρική διοίκηση πολύ μα πολύ μακρινή. Ο Γ. Παπανδρέου, πάντα ρηξικέλευθος και απρόβλεπτος, εσήμανε εξωλεκτικά για την ιστορική μετάβαση όσα δεν μπορούσε να χωρέσει κανένας λόγος: εθνική κυριαρχία και λαϊκή κυριαρχία ετίθεντο υπό περιστολή και επιτήρηση για όσο χρόνο θα κρατούσε η περιπέτεια του χρέους, άγνωστο πόσο.

Ο Ολι Ρεν είπε το προφανές, το αμοιβαία συμφωνημένο, και ψηφισμένο από τη Βουλή των Ελλήνων. Είπε αυτό που είχε αναγγείλει ο τότε πρωθυπουργός, το 2010, και όσα εγνώριζαν οι μετέπειτα πρωθυπουργοί, εκλεγμένοι ή μη. Άλλωστε, η συρρίκνωση του έθνους-κράτους κατά την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας ήταν γνωστή, καίτοι μη πλήρως κατανοητή, από την εποχή της Συμφωνίας του Μάαστριχτ και της ένταξης στην ΟΝΕ. Η πρόσφατη απόφαση για επιτήρηση των χωρών υπό μνημόνιο ελήφθη και με την ελληνική ψήφο· και ακολούθως από την επιτηρούμενη χώρα αφαιρέθηκε το δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

Προφανές λοιπόν. Μια διαφορά: το 2010 το σοκ του καινούργιου ήταν τόσο σφοδρό, που ο καθείς προσπαθούσε καταρχάς να φανταστεί τη ζωή του, πώς θα επιζήσει στους δύσκολους καιρούς που θα έρχονταν. Κατάπληξη, οργή, στρατηγικές επιβίωσης, και κάποιες σπίθες ελπίδας ζωντανές ακόμη για διάσωση· η μεγάλη εικόνα, η ιστορική τροπή, δεν είχε γίνει αντιληπτή. Στα τέλη του 2013, μετά αλλεπάλληλες θυσίες και κύματα οριζόντιου κανιβαλισμού, η κρίσιμη μάζα των μεσοστρωμάτων αντιλαμβάνεται τη διάρκεια και το βάθος της ιστορικής μεταβολής. Και αντιλαμβάνεται την ιστορική μεταβολή σαν καταστροφή εν διαρκή προόδω. Σε αυτό τον αντιληπτικό ορίζοντα, η ατομική και κοινωνική υποβάθμιση αρχίζουν να συνδέονται με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και την περιορισμένη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Ότι αυτά τα φαινόμενα, σε άλλοτε άλλη έκταση, συμβαίνουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπό επιτήρηση ή και χωρίς επιτήρηση, ουδόλως παρηγορεί τον ελληνικό λαό, κατά τον έκτο χρόνο ύφεσης.

Ένας έμπειρος φίλος πρόσφατα βρήκε μια αναλογία της παρούσας εθνικής κατάστασης με την καταστροφή του 1922: τότε επλήγη ο εκτός κρατιδίου μείζων ελληνισμός, τώρα απειλούνται με σαρωτική αλλαγή οι όροι ύπαρξης του ελληνισμού εντός της επικράτειας. Η συνέχιση της παράτολμης αναλογίας ίσως είναι παρηγορητική: οι πληγές του ’22 επουλώθηκαν και οι πρόσφυγες μπόλιασαν ευτυχισμένα τον ισχνό κορμό. Η καταστροφή έδωσε και δημιουργικούς καρπούς, όχι μόνο συντρίμμια. Η γνώση αυτή όμως ήρθε εκ των υστέρων, πολύ αργότερα. Προς το παρόν, η αναλογία μάς βρίσκει στη φάση της εθνικής ταπείνωσης και της κοινωνικής αγωνίας, στη φάση της θραυσμένης ταυτότητας, των συλλογικών διαψεύσεων, της ηττοπάθειας, της σύγχυσης, της μοιρολατρίας, της ετερονομίας. Για διάφορους λόγους, υπερτοπικούς και εγχώριους, οι άνθρωποι χάνουν την πίστη στον εαυτό τους, χάνουν την ικανότητα να αγωνιστούν για να ανατρέψουν τη δυσμενή συνθήκη, και περιμένουν τη σωτηρία από έναν εξωτερικό παράγοντα, έναν Μεσσία. Ηγέτη, προφήτη, σωτήρα, ποιμένα και πατέρα, όλα. Υπό αυτή την έννοια, πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι είδαν στην εξωγενή τρόικα έναν παράγοντα υπέρβασης της εγχώριας παθογένειας, μια δύναμη που θα ξεπερνούσε τους εγχώριους φαύλους ηγέτες και θα έβαζε τη χώρα σε τροχιά νοικοκυρέματος και εξορθολογισμού. Με παρόμοια διάθεση, άλλοι προσέβλεψαν σε μια διακυβέρνηση τεχνοκρατών-σωτήρων, απαλλαγμένων από την μολυσματική πολιτική, αλλά και από την πολιτική νομιμοποίηση.

Όλες αυτές οι προσδοκίες, θεμιτές, αφελείς, ιδιοτελείς, είναι απότοκες της απόγνωσης· γεννιούνται από την αγωνία ενώπιον του άδηλου μέλλοντος, από την σπασμένη ταυτότητα, από την κατάρρευση του πολιτικού, από τη βίαιη απομείωση των δημόσιων αγαθών, τη βίωση του δημόσιου χώρου ως χώρου ανοίκειου και εχθρικού. Η απογοήτευση από την εγκατάλειψη των εταίρων, που μετετράπησαν τώρα σε άκαρδους δανειστές, τείνει να λάβει χαρακτηριστικά ιδεαναγκασμού, μανίας καταδίωξης, ακριβώς διότι δεν πιστεύουμε στις δικές μας δυνάμεις, διότι έχει σβήσει μέσα μας η εικόνα ενός εαυτού αυτεξούσιου και αγωνιστή, αυτόνομου και αυτάρκους, που θα σταθεί όρθιος παρ’ όλες τις αντιξοότητες, όρθιος μαζί με τους άλλους. Μα τέτοιοι είναι οι απαιτητοί χαρακτήρες του ελεύθεροι πολίτη και παραγωγού στη δημοκρατία.

Η ανάκαμψη της Ελλάδας μπορεί να έρθει μόνο με την ψυχική ανάκαμψη των Ελλήνων. Με αναπτέρωση του φρονήματος, ατομικού και συλλογικού. Η διαπίστωση ότι περιεστάλη η εθνική κυριαρχία, ότι απειλείται να μείνει χωρίς περιεχόμενο η λαϊκή κυριαρχία, ότι μεσοπρόθεσμα η χώρα κινδυνεύει να κατοικείται από γέροντες και παρίες, είναι καταλύτες αποφασιστικής σημασίας, είναι αφετηρίες αυτογνωσίας και αυτενέργειας. Σε δέκα χρόνια η χώρα μπορεί να πετάει, μου είπε φίλος οικονομολόγος· το θέμα τι θα κάνουμε εμείς αυτά τα δέκα χρόνια.

Λαχτάρα για ελπίδα, να κάνουμε κάτι μαζί, cruel optimism, έγραψε μια αγγλίδα, σκληρή αισιοδοξία… Ο λόγιος φίλος έφυγε κι άφησε στο δωμάτιο τις ιδέες του να στέκουν λάμπουσες, σαν ρωγμές στο αδιάφανο παρόν. Δεν τις συμμερίστηκα όταν τις πρωτάκουσα, τραβήχτηκα ενστικτωδώς απ’ τη θέρμη τους, αλλά αρκετή ώρα μετά, οι ρωγμές είχαν εγκατασταθεί για τα καλά στον δικό μου, προφυλαγμένο, μισοσκότεινο χώρο.

Κατά κάποιο τρόπο, η ελπίδα και η αισιοδοξία ήρθαν από τη φλεγόμενη Αθήνα, από τον καύσωνα, μες στο κλιματιζόμενο μικροπεδίο μου, το θέρμαναν, κι ύστερα ξαναβγήκαν στον καύσωνα, στο τρέμισμά του, σ’ έναν κόσμο που αιωρείται αβέβαιος και σπασμένος ανάμεσα στο σβησμένο παρελθόν και στο άδηλο μέλλον.

Ο άγγελος του καύσωνος, με τη μορφή του Δ., έφερνε ένα μήνυμα: το παρόν. Μου το ‘πε καθαρά, ότι μόνο αυτό υπάρχει, και πάνω σε αυτό διεξάγεται η πάλη για κυριαρχία: όποιος υπόσχεται διάσωση στο μέλλον, ζητάει ταυτόχρονα να ξεχάσουμε το παρόν. Το παρόν θα κυλάει με θυσίες, με μια προπάντων: με την απάρνησή του. Και στο μέλλον θα έρθει η ανταμοιβή. Ας απαρνηθούμε το παρόν, λοιπόν. Αυτό ζητάει ο κυρίαρχος του παρόντος, που τυχαίνει να είναι και παραγωγός της κρίσης. Πίσω από τα ταξίματα του μέλλοντος, κρύβεται άγαρμπα η τόσο προφανής δίψα του για κατίσχυση.

Μα ποιος εγκαταλείπει το παρόν, την ίδια τη ζωή, να κυλήσει μεσ’ απ΄τα χέρια του, για μια αόριστη υπόσχεση μέλλοντος; Θα ήταν σαν να αφήνεις τη ζωή σου παρακαταθήκη στα χέρια τρίτων. Ενα αβέβαιο ενέχυρο, μια ολοκληρωτική ήττα. Κι όμως, πολλοί πείθονται, ακουμπάνε τις ζωές τους ενέχυρο σε μαγαζάκια “Αγοράζεται χρυσός, ασήμι, τιμαλφή”. Οι άνθρωποι χάνουν την πίστη στον εαυτό τους, αφού έχουν ήδη χάσει την αίσθηση ότι η ζωή τους ανήκει, ότι είναι ανεξαγόραστη, όση λίγη, όση είναι. Δεν έχουν φως.

Σε αυτό το κομβικό σημείο, της πτώσης στη γυμνή ζωή, ξεπροβάλλει ο cruel optimism, η σκληρή αισιοδοξία, η ελπίδα παρά την απόγνωση, και ο άνθρωπος της κρίσης προσπερνά το σαράφικο “Αγοράζεται χρυσός”. Δεν ενεχυριάζει την υπόστασή του, τον παρόντα χρόνο του, την αξίωση να ελπίζει και, κυρίως, την αξίωση να ζει εδώ και τώρα. Η αμυντική κίνηση, το “δεν”, είναι ουσιαστικά νικηφόρος μάχη, και είναι κατάφαση της ζωής. Είναι ξεπέρασμα ενός ντετερμινισμού, ότι το μέλλον θα είναι a priori καλύτερο, άρα ας δεχτούμε τώρα να υποφέρουμε. Είναι απόρριψη της συλλογικής ενοχής για το άφρον παρελθόν, για τις παλαιές ευτυχισμένες μέρες, που δεν τις αξίζαμε. Είναι εντέλει διεκδίκηση του σύνολου χρόνου και του χώρου, ξεκινώντας από την καυτή υλικότητα τού εδώ και τώρα.

Αισιοδοξία, ελπίδα, παρόν: η αξίωσή τους, η διεκδίκηση τους, δεν συνεπάγονται έλλειψη πραγματισμού ή σχεδίου για τα ερχόμενα, ούτε εξωραϊσμό του παρελθόντος και αγνόηση των σφαλμάτων. Κάθε άλλο. Η διεκδίκηση του παρόντος προϋποθέτει αλλαγές, προσαρμογές, μεταρρυθμίσεις, ρήξεις, τομές, γεννήσεις. Προϋποθέτει επίσης ξαναδιάβασμα του παρελθόντος και δημιουργική οικειοποίηση του, αναχώνευση μες στο διαρκές χυτήριο του παρόντος. Κυρίως όμως σημαίνει διεκδίκηση της κυριαρχίας, αυτόφωτη ζωή, αυτόνομα υποκείμενα, αυτοτελείς συνειδήσεις. Οχι ετεροχρονισμένη ζωή και ετερόνομους ανθρώπους.

Δεν είναι εγωισμός, δεν είναι ιδεολογία. Το αντίθετο: είναι υγιής έκφραση του ενστίκτου επιβίωσης και του ενστίκτου διαώνισης, είναι υγιής μετουσίωση των καταστροφικών ενορμήσεων και του πολυσυζητημένου ενστίκτου του θανάτου, αυτών ακριβώς που στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν οδήγησαν τους ανθρώπους να μαζοποιηθούν σε σκοτεινές αγέλες και να απαρνηθούν τη ζωή, την ελευθερία, την αυτονομία, έναντι του υπεσχημένου κήπου της μίας αλήθειας και της μίας καθαρότητας.

Η κρίση κλονίζει τη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη χρόνου που συνέχει τον άνθρωπο της μεσαίας τάξης ― πώς θα σπουδάσει τα παιδιά του, πώς θα εξοφλήσει το δάνειο, πότε θα πάρει σύνταξη. Η εξάλειψη μεσοπρόθεσμης προβλεψιμότητας αποσαθρώνει ψυχοδιανοητικά τους ανθρώπους, υπονομεύει την αυτοκυριαρχία, κλονίζει την αίσθηση ότι ορίζουν ουσιώδεις παράμετρους του βίου, τη ζωή τους την ίδια. Η υπόσχεση ενός κάποιου μέλλοντος, με οδυνηρό αντάλλαγμα την εκχώρηση του παρόντος, της μόνης σαρκωμένης βεβαιότητας, της μόνης μας προίκας, αυτή η απατηλή υπόσχεση δεν προσφέρει ούτε καν πρόσκαιρη ανακούφιση. Μόνο υποταγή στην αχλή μιας άθυμης ουτοπίας, σε μια ναρκωτική πλάνη, σε μια αγωνιώδη προσδοκία: να ζούμε σαν φοβισμένα ζούδια στο άχρονο σύμπαν.

Αμφίθυμη και εντέλει αντινομική εμφανίζεται προς το παρόν η κοινωνία ενώπιον του ιστορικού ρήγματος της κρίσης και του πτωχευμένου κράτους. Κυριαρχούν η οργή και η απόγνωση, αφενός, των κοινωνικών ομάδων που ωθούνται βιαίως στη φτώχεια ή και πέραν αυτής. Ευεξήγητα και δικαιολογημένα τα αισθήματα· που όμως εκφράζονται με βίαιη συμπεριφορά, όπως οι συχνότατοι προπηλακισμοί πολιτικών και άλλων δημοσίων προσώπων. Οι εξοργισμένοι πολίτες αθροιζόμενοι ως όχλος απαιτούν την εξαφάνιση από προσώπου γης των πολιτικών, των αποκαλουμένων “προδοτών”. Αυτό ακούγεται στις παρελάσεις. Γιατί αισθάνονται προδομένοι; Ισως επειδή τους ψήφισαν στο παρελθόν και διαψεύσθηκαν οικτρά οι προσδοκίες τους. Τα δύο μεγάλα κόμματα, που κυβέρνησαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, είχαν τη συναίνεση, εκλογική τουλάχιστον, της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, έως και των τριών τετάρτων. Η κριτική κατά των πολιτικών άρα θα πρέπει να περιέχει και αυτοκριτική των πολιτών: Πώς εμπιστεύτηκαν τις τύχες τους σε τέτοιους ανάξιους, επί τόσο μακρό χρόνο;

Η άλλη, παράλληλη, συμπεριφορά είναι η απόσυρση από τον δημόσιο χώρο και η αποφυγή της πολιτικής δράσης. Οι περισσότεροι Ελληνες, όλοι σχεδόν, συμφωνούν να εξαφανιστούν οι παλιοί πολιτικοί. Λίγοι όμως δέχονται να δραστηριοποιηθούν πολιτικά ώστε να πληρωθεί το κενό και να ξεκινήσει υπό νέους όρους και με νέα πρόσωπα η επίπονη πορεία διάσωσης και ανόρθωσης. Ακόμη και τα αναμάρτητα ή νεοπαγή κόμματα δυσχεραίνονται αφάνταστα να προσελκύσουν νέα πρόσωπα, άφθαρτα, στις τάξεις τους. Θα βοηθήσω όπως μπορώ, αλλά δεν μπορώ να βγω μπροστά, να περιληφθώ σε εκλογική λίστα, απαντούν στις προσκλήσεις. Ετσι, μόνοι κινούμενοι, από κόμματος εις κόμμα, απομένουν οι γνωστοί περιπλανώμενοι αρριβίστες, πρόσωπα φθαρμένα και αποχυμωμένα.

Η κρίση δείχνει τα όρια της παλαιάς οργάνωσης και τις απαιτήσεις της νέας. Η παλαιά συνίστατο από ετερονομία, απόσυρση, πελατειακότητα, δηλαδή φαυλοκρατία. Η νέα απαιτεί αυτονομία, αυτοοργάνωση, συμμετοχή, ευθύνη, δηλαδή δημοκρατία.

To Mνημόνιο Στήριξης που προσυπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση τον περασμένο Μάιο έδωσε την αφορμή να εκδηλωθεί ένας διχασμός των πολιτικών δυνάμεων και του ίδιου του λαού, που διαπερνά έκτοτε τον δημόσιο βίο με άλλοτε άλλες κορυφώσεις. Τελευταία κορύφωση υπήρξαν οι πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές, κατά τις οποίες η αποδοχή ή η απόρριψη του μνημονίου ετέθη ως δραματικό δίλημμα: υπέρ ή κατά της πατρίδος, με πρώτο κηρύξαντα τον ίδιο τον πρωθυπουργό.

Ο λαός άλλοτε υπέκυψε στο δίλημμα, με πολωτική εκδήλωση ψήφου, και άλλοτε το υπερέβη, είτε δια της αποχής και της λευκής ψήφου, είτε δια της εκλογής ανεξάρτητων ή πολυσυλλεκτικών αρχόντων. Ο διχασμός όμως παραμένει, κυρίως σαν διχογνωμία, σαν διχοστασία, αλλά και σαν βασανιστικό ερώτημα αναχρονισμού: Μπορούσε να γίνει αλλιώς; Τι άλλο μπορούσε να γίνει;

Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν ουσιαστικό όφελος, από τη στιγμή που το ιστορικό ενδεχόμενο έχει μεταπέσει σε ιστορικό γεγονός. Πριν από την υπογραφή του Μνημονίου Στήριξης και των επαχθών όρων του, το περίφημο εξάμηνο μετά τις εκλογές του 2009, ο δανεισμός υπό τους όρους της τρόικας ήταν ένα ενδεχόμενο ανάμεσα σε μερικά άλλα. Αυτά τα “άλλα” δεν τα μάθαμε ποτέ, δεν μπήκαν στον επίσημο δημόσιο λόγο από την κυβέρνηση, άρα δεν είχαν την δυνατότητα να γίνουν γεγονός, παρέμειναν ενδεχόμενα, μάλιστα άδηλα και άρρητα. Ως ιστορικό γεγονός έμεινε το Μνημόνιο· βάσει αυτού τώρα ορίζεται ο δημόσιος λόγος, η υλικότητά του ορίζει και τον διχασμό που αναδύθηκε.

Κάτω βέβαια από τον διχασμό που φέρνει το Μνημόνιο βρίσκονται βαθιές ρίζες, που φτάνουν μέχρι τους χρόνους ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, ίσως και πιο βαθιά ακόμη, στους χρόνους της κατάκτησης όταν ανεδύετο η εθνική συνείδηση. Ιδίως τότε, στα χρόνια της ανάδυσης και στα χρόνια της ίδρυσης, παρατηρείται αδρά μια διττή στάση των υποκειμένων που αυτοαναγνωρίζονται ως Ελληνες: αφενός, όσοι επιθυμούν να υπάρξουν ως Ελληνες αλλά ενσωματωμένοι στο επικυρίαρχο σύστημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας (ή προσαρτημένοι σε άλλους επικυρίαρχους, αργότερα), αφετέρου, όσοι επιθυμούν να υπάρξουν απελευθερωμένοι και ανεξάρτητοι από το επικυρίαρχο σύστημα, όσοι διαπνέονται από πνεύμα αντίστασης και εναντίωσης.

Η διχοστασία αυτή, των ενσωματωμένων και των ανεξάρτητων, διαπερνά το έθνος από αναδύσεως και το κράτος από συστάσεως. Οχι μόνο όμως ως διχοστασία, σαφής και διακριτή κάθε φορά· συχνά, τα όπλα και η ρητορική του ενός γίνονται όπλα και ρητορική του άλλου, εκτρεπόμενα από την αρχική τους χρήση· συχνά επίσης οι διισταμένες τάσεις συγχωνεύονται σε μια τρίτη, προς μια κατάσταση ισορροπίας, ή και αποσύρονται οι εντάσεις εν όψει κινδύνων που απειλούν την ίδια την ύπαρξη του εθνικού συνόλου.

Οι τέτοιες διχοστασίες έφτασαν στα όρια του εμφυλίου αμέσως μετά τον ξεσηκωμό του 1821, και με ανάλογη αδελφοκτόνο σφοδρότητα εκδηλώθηκαν και το 1916-22 και το 1944-49. Κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις περιπτώσεις, η ανάμιξη του ξένου παράγοντα, ο οποίος επεμβαίνει διαιρετικά και εξουσιαστικά, είτε ως αυτόκλητος σωτήρας είτε προσκεκλημένος από τη μια ή την άλλη μερίδα. Η ανάμιξη του ξένου παράγοντα υπογραμμίζει όχι μόνο τις ποικίλες σχέσεις εξάρτησης που καλλιεργούν εγχώριες ελίτ, αλλά και τη σταθερά ιμπεριαλιστική διάθεση των υπερόριων ισχυρών φίλων προς τον αδύναμο γεωπολιτικό κρίκο. Επιπλέον, υπογραμμίζουν τη σχεδόν μόνιμη πνευματική καχεξία των υποτελών ελίτ και την αδυναμία τους να αρθρώσουν ένα επαρκώς αυτοτελές κοσμοείδωλο, διακριτή ταυτότητα, ιθαγενή σκέψη, αν όχι πρωτότυπη, τουλάχιστον αυτόνομη, γνήσια και λυσιτελή για το κοινό συμφέρον, για το κοινό καλό.

Εχουμε δει πώς περίπου εμφανίζεται η διχοστασία διηνεκώς, αλλά και πώς αποσύρονται ενίοτε οι εντάσεις αν εμφανιστούν κίνδυνοι που απειλούν την ίδια την ύπαρξη του εθνικού συνόλου. Αυτό συνέβη, φερ’ ειπείν, το 1940. Τηρουμένων των αναλογιών, σε παρόμοιο κίνδυνο βρίσκεται σήμερα η χώρα, ενώπιον του εσωτερικού και του εξωτερικού εχθρού, ενώπιον του φαύλου εαυτού και ενώπιον της διεθνούς κρίσης και των δανειστών. Μπροστά σε αυτόν ακριβώς τον πολυπρόσωπο κίνδυνο, κίνδυνο πτώχευσης, κίνδυνο απώλειας εθνικής κυριαρχίας, κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης, κίνδυνο μαρασμού ενός λαού με χαμένη αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, με κερματισμένη και θαμπή την ταυτότητα, με θρυμματισμένη την αίσθηση του συνανήκειν, σε αυτή ακριβώς την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, μόνη διέξοδος είναι η υπέρβαση της διχοστασίας. Η υπέρβαση του διλήμματος: Με ή χωρίς Μνημόνιο; Είπαμε, το ιστορικό γεγονός είναι το Μνημόνιο, όλα τα άλλα παρέμειναν ενδεχόμενα· άρα, οφείλουμε να πράξουμε βάσει του γεγονότος, επί του γεγονότος και πέραν αυτού· να μείνει πίσω αυτό και να δημιουργήσουμε άλλα γεγονότα, όχι να μηρυκάζουμε ενδεχόμενα. Από δω και πέρα.

Η υπέρβαση του διλήμματος προϋποθέτει θέληση για συμφιλίωση. Συμφιλίωση των αντιπάλων και των οιονεί εχθρών, δηλαδή αμοιβαία αλληλοαναγνώριση και υπέρβαση του ατομικού· και συμφιλίωση με την πραγματικότητα, δηλαδή αναγνώριση της πραγματικότητας, των υλικών της όρων, των υπαρκτών δυσχερειών και των αντινομιών της. Ορισμένως, προϋποτίθεται η θέληση· να επενεργήσει δυναμικά η θέληση πάνω σε μια πραγματικότητα που τώρα ορίζεται ερήμην των υποκειμένων και της θέλησης τους, ή και εναντίον τους.

Με τέτοια σύλληψη της δυσβάστακτης πραγματικότητας και τέτοια εκδήλωση θέλησης, με μετατόπιση από το ατομικό προς το καθολικό, και από τον φατριασμό προς το κοινό καλό, είναι δυνατόν να αποτραπούν τα χειρότερα για την κοινωνία, το λαό, τη χώρα, την πατρίδα. Αιρόμενοι υπεράνω των διλημμάτων και του διχασμού, μετατοπιζόμενοι δραστικά από την εργαλειακή χρήση και κατανάλωση του κοινωνικού, προς τη συλλογικότητα, τη δοτικότητα, την ηθική θεμελίωση του κοινού βίου. Η κρίση φέρνει ευκαιρίες ― ιδού μια κοινοτοπία που μένει να υποστασιωθεί: Ευκαιρίες ερείπωσης ή ευκαιρίες αναγέννησης;

Για εκδρομείς του Εξήντα μίλησε ο Διονύσης Σαββόπουλος, και μας έβαλε να σκεφτούμε. Οσους έζησαν τα σίξτις κι όσους δεν τα έζησαν, μα παραδόξως τα νοσταλγούν, με ένταση. Ετσι γίνεται: ο καλλιτέχνης ερεθίζει, προκαλεί, το κοινό ανταποκρίνεται και ανατροφοδοτεί. Και να, με ρώτησε προ ημερών τριαντάρης συνάδελφος: Τι είναι τα σίξτις; Απάντησα με υπεκφυγές: εγώ δεν είμαι των σίξτις, είμαι των ύστερων ’70s και των ’80s. Επέμεινε: Αλλά το πνεύμα, ποιο είναι το πνεύμα; Κάτι θα ξέρεις. Ναι, κάτι ξέρω· το πνεύμα των σίξτις διεμβόλισε και τη δική μου νιότη, την ωρίμανση και τη διαμόρφωση, καλλιτεχνικά, αισθητικά, ιδεολογικά, πνευματικά εντέλει. Μας σφράγισε με τις μακριές απολήξεις του το ’60, ετεροχρονισμένα, βραδυφλεγώς και διαρκώς, με τις μυθολογίες του και τα άνθη της τέχνης. Αρχισα ήδη να του απαντώ…

Τα σίξτις για μας είναι εν πολλοίς η μυθολόγήσή τους, αλλά είναι κυρίως το ταλέντο, που εκτινάχθηκε ελεύθερο και παρήγαγε καταπληκτική μουσική, ταινίες, βιβλία, θεωρίες, ντυσίματα, σχέσεις και στυλ, κι όλα μαζί συνέθεσαν μια νέα γενική διάνοια, μια διάχυτη ελευθεριακή συμπεριφορά. Αυτό το νέο δεν έγινε αντιληπτό ούτε υιοθετήθηκε από όλους, ούτε καν από τους πολλούς· πυρπόλησε όμως τους νέους, κι αυτό ήταν αρκετό, τόσο αρκετό που θεωρητικοί όπως ο Μαρκούζε άρχισαν να αναζητούν τα νέα ιστορικά υποκείμενα ανάμεσα στη νεολαία, τους φοιτητές, τους περιθωριακούς.

Για να καταλάβεις τα σίξτις, πρέπει να τα αισθανθείς. Δηλαδή; Δηλαδή, άκου τη μουσική τους, δες τις ταινίες, εμείς έτσι ποτιστήκαμε, ακούγοντας Χέντριξ, Στόουνς και Ζάππα, Τζέφερσον Αίρπλεϊν, Μπόουι και Κινκς, βλέποντας Γκοντάρ, Πέκινπα και Αντονιόνι, Γούντστοκ και Μοντερεϊ Ποπ, ξανά και ξανά, φθαρμένες κόπιες σε θερινά και ταινιοθήκες, ξανά και ξανά ώσπου να λιώσουν τα βινύλια. Δεν ξέρω αν αυτή είναι η βασιλική οδός, ξέρω μόνο πώς ποτιστήκαμε στη μυθολογία, πώς βρήκαμε τη δική μας ουσία, πώς καθρεφτιστήκαμε στην ψυχεδέλεια, στις δυστοπίες και τις ενοράσεις του Φίλιπ Ντικ, του Τζ. Τζ. Μπάλαρντ και του Γκρέιλ Μάρκους. Και πώς από κει οδηγούμασταν στον Νίτσε, τον Μπαρτ και τον Φουκώ, στον Μπενγιαμιν και την Αρεντ.

Δαίδαλοι, αναπηδήσεις, σκεδασμοί, υβρίδια, λοξές προσλήψεις. Τα σίξτις στην Ελλάδα έζησαν κολοβωμένα, μισά. Η χαμένη άνοιξη άνθισε (όχι ματαίως) ώς το ’67, ώς τη δικτατορία· η φωτοχυσία του ’68 (ουσία των σίξτις) συνέβη εδώ με χρονοκαθυστέρηση, το ’73 καταρχάς, ματωμένα, δραματικά, κι ύστερα στην παραζάλη του ’74. Μπουκωμένοι τυπική ελευθερία, μετά το ’74, αρχίσαμε να αναζητούμε και την άλλη, τη βαθύτερη ελευθερία, την υπερβατική, την απόλυτη. Να νοσταλγούμε τα σίξτις, ακόμη κι αν δεν τα ζήσαμε, και γι΄αυτό ακριβώς να τα νοσταλγούμε βολονταριστικά, φανατισμένα, υπερβολικά. Τουλάχιστον έμενε ο σπόρος του ρομαντισμού τους, και μαζί ο σπόρος της αμφισβήτησης, της γόνιμης αμφιβολίας. Μαζί και η malaise της ώριμης νεωτερικότητας, που δεν είχε ονομαστεί ακόμη μεταμοντέρνο.

Δεν ξέρω ακριβώς πώς βιώθηκε το ροκ, ο χιπισμός, η ψυχεδέλεια, από τη νεολαία του ’60 μες στη χούντα· σίγουρα αρκετοί ένιωσαν τους κραδασμούς και τους αναπαρήγαγαν. Υποθέτω βάσιμα όμως ότι δεν βιώθηκε μαζικά και φανερά· και πάντως μένει να τεκμηριωθεί η διάχυση του υπερβατικού αμφισβητησιακού πνεύματος στους τότε νέους.

Τα πολιτισμικά σίξτις στην Ελλάδα βιώθηκαν στα σέβεντις· χονδρικά, από το ’74 έως το ’81, όταν η χώρα υποδέχτηκε την Αλλαγή. Σε αυτή την αδρή επταετία, η μετά το Πολυτεχνείο νεολαία, άφησε πίσω της τον μετεμφύλιο και επιδόθηκε στη βακχεία που κληροδότησε η περασμένη δεκαετία, ξεθυμασμένη έστω. Ο χιπισμός και το κουλ στυλ ανακατεύτηκαν με ταγάρια και αξύριστες γάμπες, τα μαυροντυμένα φρικιά των αθηναϊκών συνοικιών συγχρωτίστηκαν με μοντερνοέξαλλα επαρχιωτάκια στα ίδια ελάχιστα κλαμπ, στις ίδιες χλομές Εβγες, στα λιγοστα βιβλιοπωλεία και δισκάδικα. Στα πανεπιστήμια, ισχυρά ακόμη και “αριστεροκρατούμενα”, παραμερίστηκαν για λίγο τα αντάρτικα εμβατήρια και οι αριστεροί παιάνες της ήττας· ακούστηκαν ηλεκτρικά ριφ, Τζιμ Μόρισον, Sympathy for the devil. Ελάχιστο χρόνο μετά το ’74, το ρομαντικό πνεύμα των σίξτις συνέπαιρνε τη νεολαία και την έστελνε πέραν των κομμάτων της κραταιάς πλην ταριχευμένης αριστεράς.

Φορείς, τελετάρχες και φαν των σίξτις ήταν μια άλλη νεολαία, απείθαρχη, μη λενινιστική. Προτού τελειώσει η δεκαετία, μεταξύ ’77 και ’79, αυτή η μειοψηφική τσογλανοπαρέα θα κατέλυε την παντοκρατορία των κομμάτων στα πανεπιστήμια, θα αποχωρούσε ή θα εξεδιώκετο από τα κόμματα, θα μπόλιαζε στο σώμα της νεολαίας την αμφιβολία, την ειρωνεία, τον υπαρξισμό, την αυτονομία, την αντιεξουσία, τον υποκειμενισμό των σίξτις.

Δεν ήταν όλα ρόδινα, όπως δεν είναι ποτέ ρόδινη κάθε απόληξη των πρωτοποριών. Οι συλλογικότητες δεν κατατρόπωσαν τον ατομικισμό, ο γιάπικος υλισμός των ’80s σάρωσε ψευδαισθήσεις και νουάρ ήρωες των μπαρ· άλλους έστειλε στον αλκοολισμό και τα ντραγκς, άλλους στον κυνισμό και το πιο χυδαίο βόλεμα, άλλους στην παραμυθία της θρησκείας και new age δοξασιών, όλους σχεδόν στην ιδιώτευση. Στις παλίρροιες των ιδεών δεν υπάρχουν πολλοί κερδισμένοι.

Τι μένει από την αναχώνευση των σίξτις μέσα στα σέβεντις; Μια νέα ευαισθησία: μετακομμουνιστική, ήδη πρίν από το ’89, μεταμοντέρνα, αποενοχοποιημένη έως και πατροκτόνος απέναντι στις βαριές κληρονομιές (λ.χ. της Γενιάς του ’30, του ΕΑΜ), με έγνοια για την αισθητική, σπαταλημένη γόνιμα στη συναίσθηματική αγωγή, με ψυχαναλυτικές καταδύσεις, με επιλεκτική επανοικειοποίηση της παράδοσης.

Αναζήτηση συλλογικότητας και περιπέτεια αυτοπραγμάτωσης, αυτά περίπου.

kapnos 

Η νεανική εξέγερση του Δεκεμβρίου σφραγίζει τη χρονιά που κλείνει. Για την Ελλάδα, αυτό το ξέσπασμα οργής και βίας, με αφορμή τον φόνο του 15χρονου, είναι το Γεγονός της Χρονιάς, που σκεπάζει ακόμη και την επελαύνουσα ύφεση και την πλανητική αναθεώρηση οικονομικών και πολιτικών μοντέλων. Μοιραία, το τραγικό πρόσωπο του έφηβου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου είναι το Πρόσωπο της Χρονιάς, εκφράζοντας τη βίαιη διακοπή της ελπίδας, το πλήγμα στη νιότη, σε μια χώρα υπογεννητικότητας, γερόντων και μεταναστών. Ο ακούσιος μάρτυρας αφήνει πίσω τον Μπαράκ Ομπάμα και την ελπίδα αλλαγής που εξέφρασε, αφήνει πίσω και τον ηγούμενο Εφραίμ, που εξέφρασε την απληστία και την αλαζονεία της Ελλάδας του real estate, των «αγνοούντων» και ανεύθυνων υπουργών, της γενικευμένης διαφθοράς και του κυνισμού. Υπό μία έννοια, ο Αλέξης είναι η ομπαμική ελπίδα, το υποσχόμενο Νέο, που δολοφονείται από τη διαφθορά και τον κυνισμό του Παλαιού, της παρακμιακής Ελλάδας.

Εκεί ακριβώς, στο οδυνηρό μεταίχμιο, στεκόμαστε τώρα. Πϊσω μας σωρεύονται ερείπια και σκάνδαλα, αποκαϊδια παρακμής. Μπροστά μας ανοίγεται η έρημος του πραγματικού, στρωμένη με φτώχεια και δυσχέρεια. Κι εμείς, στο χείλος, στο δυσοίωνο πέρασμα, σαστισμένοι και απαράσκευοι.

 

barricade

barricade_2

Αναζητούμε αναλογίες των σημερινών Δεκεμβριανών, στην εγχώρια και τη διεθνή παράδοση. Ακούγονται ήδη τα Ιουλιανά του ‘65,  το Πολυτεχνείο του ‘73, οι ελληνικές καταλήψεις του ‘79-’80, ο γαλλικός Μάης του ‘68, το ιταλικό «φθινόπωρο» του ‘77. Ορθώς προστρέχουμε στο παρελθόν, για να βρούμε αναλογίες, αλλά χρειάζεται προσοχή στις αναγωγές, τις προβολές και τους αναπόφευκτους αναχρονισμούς. Καταρχάς, να διακρίνουμε τις βαθιές ποιοτικές διαφορές των σημερινών συμβάντων με τα συμβάντα του παρελθόντος. Οι διαφορές προέρχονται αφενός από το ριζικά νέο γεωπολιτικό περιβάλλον, όπως διαμορφώνεται μετά τα ορόσημα του ΄89, της 9/11 και της πρόσφατης κατάρρευσης των οικονομιών. Το παγκοσμιοποημένο περιβάλλον κατοικείται από άλλα κοινωνικά υποκείμενα, άλλο πλήθος, και απαιτεί άλλη διάνοια για την προσέγγισή του. 

Από το ‘60 και το ‘70 έως σήμερα έχει εν τω μεταξύ μετασχηματισθεί βαθιά η φύση της εργασίας και των επικοινωνιών, και συνακόλουθα η σχέση με την εργασία και τον χρόνο, μετασχηματίζονται δηλαδή οι σχέσεις με τα συμβάντα και με τον εαυτό. Η μεσογειακή γενιά των 700 ευρώ και η Generazione 1000 δεν ορίζεται μόνο από την υλική μιζέρια του κατώτατου μισθού, αλλά και από το ριζικά νέο φαντασιακό· είναι η γενιά που μεγάλωσε ψηφιακά, με κινητή τηλεφωνία, διαρκή ταξίδια, κοσμοπολιτισμό αλλά και ρευστότητα και ανασφάλεια, ανάμεσα σε ερείπια παρελθόντος και διαψευσμένες υποσχέσεις μέλλοντος· είναι η γενιά του ρίσκου και της επισφάλειας· είναι το πολύμορφο, πολυσθενές «πρεκαριάτο» (<precarious=επισφαλής), που παίρνει τη θέση του προλεταριάτου σε ένα τοπίο αποβιομηχάνισης, συγκεντροποίησης και καινοφανών υπηρεσιών.

Αυτό το πρεκαριάτο απλώνεται από τα σπλάχνα της νεόπτωχης μεσαίας τάξης των προαστίων έως τους ήδη αποκλεισμένους των εργατικών συνοικιών και των γκέτο· από τους διδακτορούχους τριαντάρηδες που υποβάλλουν CV και εισπράττουν συμπάθεια και 700 ευρώ, έως τα λαϊκά τέκνα κατεστραμμένων εργατών και μικροκαταστημαρχών που αφιονίζονται με γήπεδο και Στοίχημα, και ανταγωνίζονται στην αγορά εργασίας με μετανάστες μεροκάματου 30 ευρώ χωρίς ΙΚΑ. Κοινή ορίζουσα, οι κραυγές των πανκ και των χούλιγκαν απέναντι στον θατσερισμό: No future και Pretty vacant.

Αυτά τα υποκείμενα δεν υπήρχαν ούτε το ‘65, όταν κυριαρχούσε ο εργατισμός και φούσκωνε μια άνοιξη που πνίγηκε από τη δικτατορία, ούτε το ‘73 όταν οι ντεκλασέ φοιτητές συσπειρώθηκαν αυθόρμητα με αιτήματα πανεθνικά και θεμελιώδη: Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία.

Το ‘68, από την άλλη, σημαδεύεται από την εξέγερση για τη χειραφέτηση του φαντασιακού, για την απόλυτη ελευθερία, όχι από υλική απόγνωση. Τέτοια ήταν και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού αναρχοαυτόνομου μικροκινήματος του ‘79, που ουσιαστικά έφερε καθυστερημένα το πνεύμα του ΄68 στα πανεπιστήμια και εξουδετέρωσε ηθικά και πολιτικά την παραδοσιακή αριστερά και κυρίως το ΚΚΕ.

Οι μάχες για την ηγεμονία είναι ένα άλλο πεδίο διαφορισμού. Είπαμε για το ‘79, όταν το ΚΚΕ απόλεσε την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία στη νεολαία· η ηγεμονία του ΚΚΕ έως τότε ήταν ηγεμονία ανθρώπων σφραγισμένων από την ήττα και τον σταλινισμό, σε τρανταχτή αναντιστοιχία με την ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης, που έβλεπε ήδη τη μιζέρια του υπαρκτού σοσιαλισμού και ετοιμαζόταν να υποδεχτεί ως Μεσσία τον Ανδρέα Παπανδρέου, να συνεχίσει τον ανολοκλήρωτο κύκλο του ‘65. Η σημερινή χιλιαστική, αγοραφοβική και αντιδραστική στάση του ΚΚΕ είναι φυσική συνέχεια του ‘65, του ‘73, του ‘79: και τότε και τώρα βλέπει προβοκάτορες και πράκτορες, από τον σκυλευμένο Πέτρουλα έως τους προβοκάτορες του Πολυτεχνείου και των καταλήψεων ‘79. Ωστόσο το ισχνό κινηματικά ‘79 διαγράφει αχνά ένα νέο στοιχείο: οι αναρχοαυτόνομοι καταστρέφουν μεν την ηγεμονία του ΚΚΕ, αλλά δεν διεκδικούν ούτε εγκαθιδρύουν τη δική τους ηγεμονία, ούτε καν ιδεολογική. Η πολιτική ηγεμονία κληροδοτείται στο αχανές ΠΑΣΟΚ, εκφραστή του αχανούς μικρομεσαίου πλήθους.

Τα Δεκεμβριανά ‘08 έχουν αυτό το στοιχείο καταστροφής και μη εγκαθίδρυσης ηγεμονίας. Κανείς δεν τη διεκδικεί, κανείς δεν καθοδηγεί, δεν συντονίζει. Δεν υπάρχει κεντρική πολιτική έκφραση, δεν υπάρχουν καν τυπικά αιτήματα, πλην της λυσσαλέας και κάποτε εφευρετικής διαμαρτυρίας, της οργής, της απόγνωσης, της σύγκρουσης. Το πρεκαριάτο περνά από την εσωστρέφεια και τον μαρασμό στην άγρια αντίδραση, παρακάμπτει τα μήντια και τις διαμεσολαβήσεις,  παρακάμπτει ακόμη και το Διαδίκτυο στις κρίσιμες στιγμές, και ανακαλύπτει τον δρόμο.

Αυτά τα φαινόμενα μετωπικής σύγκρουσης και συνολικής απόρριψης οποιουδήποτε διαλόγου και έλλογου μετασχηματισμού, εν τινι μέτρω προοικονομούνται στην Ιταλική Αυτονομία του ‘77, η οποία όμως κατέληξε σε ένοπλους, σε άτυπο εμφύλιο, σε δεκάδες χιλιάδες φυλακισμένους, σε μια κοινωνική και ψυχική τραγωδία που άφησε βαθιές ουλές ακόμη και στη μεγάλη γειτονική μας χώρα. 

Οι δικές μας αναγνώσεις του παρόντος οφείλουν να μας οδηγήσουν όχι σε επαναλήψεις, όχι σε τυφλή απόρριψη και κοινωνικό μαρασμό, αλλά σε κατανόηση του πραγματικού, με διαύγεια, θάρρος και συμπόνια. Μια μικρή χώρα μπορεί να στέλνει μηνύματα καπνού, αλλά δεν αντέχει να καεί.

buzz it!

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.892 hits
Αρέσει σε %d bloggers: