You are currently browsing the tag archive for the ‘ανακαίνιση’ tag.
Τις τελευταίες μέρες η ιστορία επύκνωσε και επιταχύνθηκε, πάλι, με τρόπους που θυμίζουν μεν στιγμές της παρελθούσας πενταετίας, αλλά και τις υπερβαίνουν. Η κρίση συνεχίζεται· άλλωστε κανείς προσεκτικός παρατηρητής μετά το 2010 δεν πίστεψε ότι αυτή η κρίση με τα πανευρωπαϊκά και διεθνή χαρακτηριστικά θα παρήρχετο σύντομα ή ανώδυνα ― το αντίθετο.
Η αμφίρροπη προεδρική εκλογή, οι πιθανές εθνικές εκλογές και η ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή συμβαίνουν σε διεθνές περιβάλλον ιδιαιτέρως περίπλοκο και ασταθές, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας. Καταρχάς είναι ταραγμένη η ίδια η Ευρώπη, στην οποία είναι βαθιά ενσωματωμένη η Ελλάδα, οικονομικά και πολιτικά, τουλάχιστον από το 1979, και πολύ περισσότερο στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων μνημονιακών χρόνων. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ανέδειξε τις δομικές ασυμμετρίες του ευρωπαϊκού οικονομικού ολοκληρώματος, αλλά και την επιδεινούμενη θέση της ηπείρου στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος και πλούτου. Ο κλονισμός των μεγάλων χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα, ιδίως της Γαλλίας και της Ιταλίας, ανατρέπουν την ισορροπία δυνάμεων, αλλά όχι αναγκαστικά προς όφελος της Γερμανίας. Η Γερμανία υπό το βάρος των ευρωπαϊκών προβλημάτων, αναγκαζόμενη επιπλέον από τις ΗΠΑ να πάρει αποστάσεις από τη Ρωσία και να της επιβάλει κυρώσεις, βρίσκεται μόνη της να υπερασπίζεται τα βραχυπρόθεσμα εθνικά της συμφέροντας πέραν ή και εναντίον των Ευρωπαίων εταίρων της. Η «σκληρή» στάση της Γερμανίας είναι ουσιαστικά συνέχιση της απόφασης που ελήφθη κατά την έναρξη της κρίσης: ο καθένας για τον εαυτό του. Εκτοτε η δοκιμασία μετετέθη στα κράτη-μέλη και στους δεσμούς συνοχής της ευρωζώνης.
Για την Ελλάδα επιπλέον σημασία έχει η κλιμακούμενη γεωπολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Μεσόγειο, και η εκ παραλλήλου επιθετική στάση της γείτονος Τουρκίας. Οι γεωπολιτικές τρύπες στο Ιράκ και τη Συρία, η τήξη των συνόρων, το ογκούμενο ρεύμα προσφύγων πολέμου, η τουρκική διεκδίκηση των κυπριακών υδρογονανθράκων, είναι μερικές μόνο όψεις της κρίσης που διηθείται στην Ελλάδα από τον Νότο και την Ανατολή. Τέλος, μακάρι να μπορούσαμε να θεωρήσουμε τα Βαλκάνια ως ζώνη σταθερότητας, αλλά ούτε αυτό είναι δεδομένο.
Τούτων δοθέντων, ο ελληνικός λαός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ιστορική πρόκληση· η χρεοκοπία ήταν ο δικός της παράδοξος ελκυστής. Η πρόκληση: Πώς θα σταθεί η χώρα στο διεθνές περιβάλλον, με ποιες συμμαχίες και σε ποιους συσχετισμούς ισχύος, αφενός. Αφετέρου, πώς θα ανακαινίσει τον οίκο του, εξυγιαίνοντας το κράτος και ανασυγκροτώντας τον παραγωγικό ιστό, για να σταθεί στον μεταβαλλόμενο κόσμο. Το δεύτερο καθήκον, το εσωτερικό, αλλά και το πρώτο, προϋποθέτει μια κοινωνία που συνειδητοποιεί και αντιλαμβάνεται την ένταση των προκλήσεων. Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν όλα τα κοινωνικά στρώματα να έχουν κοινή αντίληψη και προσέγγιση σε όλα τα θέματα, αλλά μερικά ζητήματα, τα κρισιμότερα, αφορούν όλους.
Είχαμε περιγράψει παλαιότερα, στο ξέσπασμα της κρίσης, την ανάγκη για ενίσχυση του φρονήματος και για μια νέα γενική διάνοια. Παράλληλα, είχαμε επισημάνει συχνά τον φόβο για την πάντα ελλοχεύουσα διχόνοια, τον διαρκή διχασμό χαμηλής έντασης, ένα χαρακτηριστικό της νεότερης ιστορίας, που το είχαμε μισολησμονήσει και που ασφαλώς δεν είναι μόνο ελληνικό. Εν πάση περιπτώσει, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας ιστορικής φάσης, που άρχισε το 2008-10 και δεν πρόκειται να κλείσει σύντομα ή εύκολα.
Ωστόσο, τώρα συνειδητοποιούμε εναργέστερα ότι η μέχρι τούδε δοκιμασία, με τον πόνο και τη σύγχυση που έχει σωρεύσει, προσφέρει ένα δίδαγμα, υπό τη μορφή ερωτήματος-πρόκλησης: Μπορούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για επανεκκίνηση, για ανακαίνιση, της οικονομίας, της κοινωνίας, του δημοκρατικού κράτους; Μπορούμε να ανατρέψουμε, ή να ανασχέσουμε τουλάχιστον, τη βραχυμεσοπρόθεσμη δυσμενή τάση που διαμορφώνουν η μετανάστευση των νέων, η δημογραφική φθίση, η διοικητική καχεξία, η απουσία εθνικού παραγωγικού σχεδίου; Προ πάντων: Μπορούμε να ανατρέψουμε ―όχι να ανασχέσουμε― τη διάχυτη μοιρολατρία, τη θλίψη και τον αυτοοικτιρμό, αλλά συστοίχως και την τυφλή οργή, το μίσος, την εκδικητικότητα, τον κερματισμό και την εξαίρεση;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα επιτακτικά, σκληρά ερωτήματα οφείλουν να δοθούν από τους Ελληνες πολίτες καταρχάς προς τους εαυτούς τους, με το βλέμμα στο μέλλον, δηλαδή στους νέους και την ιστορική συνέχεια, δηλαδή στο αν θέλουμε να ανασυγκροτήσουμε τους όρους υγιούς αναπαραγωγής της κοινωνίας. Είναι το διαρκώς επανερχόμενο ζήτημα της ενεργού βούλησης και της απόφασης. Η έκφρασή τους θα διαμορφώσει τα πολιτικά υποκείμενα του νέου ιστορικού κύκλου.
Albrecht Dürer, Ο Αγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριο.
Την περασμένη εβδομάδα, μετά πολλούς αλλεπάλληλους μήνες αγωνίας, κι ενώ τα διλήμματα περί την εκλογή κορυφώνονταν, εν μέσω διάχυτου δέους και απειλών Αποκαλύψεως, διαβάζοντας λαχανιασμένα ξένους αναλυτές, οικονομοπροφήτες και γεωπολιτικούς, έλαμψε το μέλλον: Η παρτίδα υπό τους τρέχοντες όρους δεν σώζεται. Αλλά το παιχνίδι δεν τέλειωσε.
Η δοκιμασία, κλιμακούμενη επί τριετία, φέρνει κατάπληξη, φόβο, πόνο, ασφυξία, αλλά και αστραπές ελπίδας. Οσο μεγαλύτερα τα βάρη της δοκιμασίας, τόσο πιο αβάσταχτη η αναμονή, σε έναν χρόνο που πήζει γύρω μας και μας φυλακίζει. Αλλά και τόσο εναργέστερη η αίσθηση ότι στο τέρμα αυτού του σπιράλ δεν καραδοκεί μεγαλύτερος πόνος, αλλά ανακούφιση και λύτρωση. Διότι τώρα το μεγαλύτερο άχθος είναι η αναμονή, να νιώθεις τα ζωτικά υγρά να ρέουν έξω απ’ το σώμα και να μην μπορείς να διακόψεις την απορροή, να μην μπορείς να αναπληρώσεις τις απώλειες.
Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή, ο δε καιρός οξύς, η δε πείρα σφαλερή, η δε κρίσις χαλεπή… Ο Ιπποκράτης ψιθυρίζει το ίαμα της σοφίας του κάτω απ΄τα πλατάνια του Ακληπιείου της Κω. Μας διδάσκει υπομονή, καρτερία, να δεχόμαστε ότι ο καιρός ολισθαίνει συνεχώς, κι η εμπειρία δεν διδάσκει πάντα για το πώς να αντιμετωπίσουμε τα ερχόμενα, κι η κρίση και η απόφαση είναι πάντα δύσκολες. Δεν είναι μοιρολατρία, αλλά αποδοχή του πεπερασμένου, του περατού μας ορίζοντα, του βραχέος βίου. Και με την αποδοχή, ήδη αρχίζει η εκτίναξη, η αποκατάσταση και η ανακαίνιση. Ως εκ τούτου, καλούμαστε να διοεχετεύσουμε τη ζωτικότητά μας και το πνεύμα μας, στην ίδια τη ζωή, τη δρώσα ζωή, τη vita activa. Είμαστε τα έργα μας, η τέχνη μας, η δημιουργία μας και η μαστορική μας, η μήτις που πηδαλιουχεί τον βίο εν δράσει.
Φτάνει να κρατάμε «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας», καθώς λέει ο Σολωμός. Καθώς το μαρτυρά η παράδοση: Ego dormio et cor meum vigilat. Καθώς το μεταγράφει ο άλλος ποιητής, ο Σεφέρης: Κοιμούμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά. Λόγια βγαλμένα από το Ευαγγέλιο: οι φρόνιμοι περιμένουν την Κρίση κάθε ώρα, κάθε στιγμή, και είναι άγρυπνοι. Οι λιγόψυχοι ολιγωρούν· σ’ αυτούς η Κρίση θα έρθει σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα, όταν ο νοικοκύρης κοιμάται. «Nα είναι η μέση σας πάντα ζωσμένη και τα λυχνάρια σας αναμμένα», υποδεικνύει ο Ευαγγελιστής.
Ετσι διασχίζουμε τη νύχτα της δοκιμασίας, ζωσμένοι με καρτερία, με πικρά αποκτημένη πείρα, αγρυπνούντες και ιστορικοί. Τα βάσανα δεν έχουν τελειώσει, αλλά τουλάχιστον τώρα αισθανόμαστε ότι το τέρμα πλησιάζει, και μες στην αντάρα και τη σκόνη της πρόσκρουσης θα συμβαίνει ήδη η επανεκκίνηση. Τώρα, για πρώτη φορά μετά την μακρά αγωνία της διαρκούς ολίσθησης, χαράζει ως πραγματικό το στερεοτυπικό: κάθε καταστροφή φέρει μέσα της τη δυνατότητα για δημιουργία. Είναι η μόνη δυνατότητα. Αλλά εν τω μεταξύ έχουμε να αντέξουμε ενδιαμέσως τον πόνο· ας είναι ωδίνη λοιπόν.
Ο Ιπποκράτης, ο Σολωμός, ο Σεφέρης, το Ευαγγέλιο, η amor fati του Μάρκου Αυρήλιου και του Νίτσε, όλα έρχονται παραμυθητικά και σκεπάζουν την ψυχή και τον νου. Το μέλλον φανερώνεται σαν έλλαμψη και σαν προαναγγελία κινδύνου, και μαζί σαν κάμπος φωτός, σαν να περνάς διαμιάς τη χρονοσήραγγα και βρίσκεσαι στη διάδοχη πίστα, σαν να ακολουθείς ανοδικό σπιράλ. Οσο διαρκεί η λάμψη της μετάβασης, το σώμα θα υποφέρει, ο βίος θα λυγίζει· αλλά μόνο για να εκτιναχθεί ξανά.
Ας το πάρουμε απόφαση. Θα διαγράψουμε το παρελθόν, αλλά δεν θα λησμονήσουμε. Δεν θα ξεχάσουμε τη φενάκη και την ύβρη, όσο και όπως υποκύψαμε. Η μνήμη είναι η μόνη αποσκευή, θα τη μεταφέρουμε ακούσια αλλά αγόγγυστα, θα είναι η μαρτυρία και η προίκα μας. Κάθε ρήξη εμπεριέχει συνέχεια και ανέλιξη.
Στεκόμαστε όρθιοι στην οδό Μπενάκη, πλάι σ’ έναν κάδο με υλικά κατεδαφίσεως, ανακαινισμένο με γκραφίτι. Ο σεβαστός μου φίλος αναρωτιέται τι δίνουμε στα παιδιά μας, στο χείλος της Κρίσεως. Κρίση είναι ζωή που τους ανοίγεται. Τους παραδίδουμε μια φλογίτσα αγάπης, ελευθερία. Και τη μαρτυρία του βίου μας: είμαστε τα έργα μας, οι πράξεις, το ζωντανό μας παράδειγμα και τα αισθήματά μας. «Κοιμούμαι και η καρδιά μου ξαγρυπνά, / κοιτάζει τ’ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι / και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι.»
Ο ήλιος καταυγάζει τον Σαρωνικό, την Αττική, την πόλη των Αθηνών. Καταυγάζει ψυχές και αλλάζει διάθεση. Καθώς υποδεχόμαστε το 2012, νιώθουμε ότι τίποτε δεν είναι ίδιο πια, ίδιο με ό,τι γνωρίζαμε· η χρονιά που τέλειωσε μάς κατέπληξε, μας πόνεσε, μας φόβισε, τόσο που να περιμένουμε τα πάντα, ακόμη και χειρότερα.
Θα είναι δύσκολο το ’12, αλλά θα αρχίσει να φαίνεται πια το τέλος· το τέλος της καθόδου. Δηλαδή, το τέλος της αβεβαιότητας: αυτή είναι η πιο επώδυνη, αυτή μουδιάζει τις ψυχές και τα μυαλά. Η πρόσκρουση στον πάτο θα είναι ανακουφιστική, διότι θα σημάνει το τέλος των ψευδαισθήσεων σωτηρίας εξ ουρανού, θα τερματίσει το φόβο και την απόγνωση. Σημαίνει γείωση στο χώμα και τη στάχτη. Θα σημάνει επανέναρξη.
Βαθιά μέσα μας πεταρίζει μια πίστη καταγόμενη από το Tikkun olan της Καμπάλα: εκεί στα σκοτάδια του πάτου, ξαναβρίσκουμε τον βαθύ χρόνο, τον χρόνο πριν από τον χρόνο, πριν από την πτώση, και μαζί μάς αποκαλύπτεται η δυνατότητα αποκαταστάσης, η δυνατότητα να αποκαταστήσουμε τον ραγισμένο κόσμο μας, να τον επαναφέρουμε καινούργιο· εκεί στα σκοτάδια του βυθού, απόκειται η τρομερή δυνατότητα της ανακαίνισης. Οχι αναπαλαίωση, όχι αναστήλωση ερειπίων, αλλά ανακαίνιση μέσα από την καταστροφή.
Αυγή.
Ο ήλιος βάφει μαγικά τον ουρανό πάνω απ’ την Καστέλα. Παραβάλλω αυτό το πυρετώδες ηλιοβασίλεμα με την ζωγραφική «Αυγή» που μου ‘στειλε ο Μποκόρος για ευχή. Ηλιόβγαλμα και ηλιοβασίλεμα υποστασιώνονται στα μάτια μας με ίδια χρώματα, ίδιες φόρμες, ίδια φευγαλέα δυναμική, ίδιο κέντρισμα να στοχαστείς το χρόνο: στο τέλος η αρχή. Κύκλος.
Η κρίση φέρνει στον νου τον κυκλικό χρόνο των προνεωτερικών ανθρώπων, τέτοιων που ζουν ακόμη, τέτοιων που ήταν οι γονείς και οι παππούδες μας. Τη χρειαζόμαστε αυτή την κρίση για να αποτινάξουμε την τυραννία του γραμμικού χρόνου, του αυθάδους διανύσματος της διαρκούς προοόδου, της αλαζονικής συσσώρευσης. Η απόγνωση της κρίσης μάς προσφέρει μια βαθύτερη επίγνωση του χρόνου: ο χρόνος σπαταλιέται, όταν δεν τον ζεις απόλυτα και μοναδικά, με ό,τι έχεις, όπως είσαι· μόνο έτσι, αλλιώς, η ζωή κλειδώνει σε βρόχους, κάνει λούπες, ξοδεύεται και καίγεται.
Κατά τα λοιπά, οι άνθρωποι:
Μπαινοβγαίνω σε ηλικίες, κλέβοντας ομιλίες και σημάδια εφήβων, είκοσι-κάτι, τριάντα-φεύγα, μεσηλίκων, ηλικιωμένων. Σε καφενεία, τραπεζώματα, ραδιοθαλάμους, σε φυσαλίδες σοσιαλμηντιακές και σωματικές προσκρούσεις, όλοι μου μεταγγίζουν δύναμη και πίστη στη ζωή. Σκέφτομαι ότι αυτό το κεφάλαιο είναι αφάγωτο, οι άνθρωποι: απρόβλεπτοι, ανόμοιοι, πληγωμένοι, σκόρπιοι, παρ’ όλ’ αυτά ακατάβλητοι, πομποί αισθημάτων και ζωτικότητας.
«Θα σταθούμε όρθιοι, ρε!» μου σφίγγει ζωηρά το χέρι και με χτυπάει στον ώμο πολυπράγμων συνομήλικος στην οδό Ασκληπιού, κι ένας άλλος στη Σκουφά διασχίζει το οδόστρωμα με φιλάει στο κρύο μάγουλο και ψιθυρίζει εμπιστευτικά μες στη βουή «υγεία, αδελφέ, αγάπη, κι όλα θα ‘ρθουν…» Εγκαρδιωμένος μοιράζομαι κονιάκ και ρακές, ώσπου να σκοτεινιάσει καλά. Από κάθε πόρο της πόλης αναδύεται γνώση και καρτερία, και μια θέληση αμίλητη ακόμη, ωστόσο υπαρκτή, φουσκώνει στις φλέβες: Θα σταθούμε όρθιοι, δεν θα μας πάρει αποκάτω.
Ξυπνάω πριν την αυγή.
Είμαι στο πλοίο, ακτή Κονδύλη, Σαρωνικός, Κάβο Κολώνες, Κάβο Ντόρος ανταριασμένος, Τζιά, Γιούρα, κάτω δυτικά τα Θερμιά, ο κάβος της Σύρας, το μπουγάζι του Τσικνιά, το Φανάρι. Στο τέρμα του δρόμου, ο Αϊ-Λούκας των κεκοιμημένων, φλογίτσες δαρμένες από τον βοριά, και χαμομήλια την άνοιξη. Φλογίτσες. Φωτογραφίες από βαφτίσια με βιολιά στο νησί, φωτογραφίες από βαφτίσια με κλαρίνα στο βάλτο. Φλογίτσες.
Είμαι ξανά στο πλοίο. Χωρίς βιβλίο, χωρίς μουσική. Μόνο με κύμα μανιασμένο κι αρμύρα και τσιγάρο κλεισμένο μες στη φούχτα. (Δεκάξι, στο Ναϊάς Ι, πενήντα τρία, στο Ιθάκη, ίδιο ταξίδι, πάντα το ίδιο, από το ένα λιμάνι στο άλλο, πότε για ζωή και πότε για θάνατο.)
Πϊσω από κάθε ακρωτήρι ξεπροβάλλει ένα άλλο.
Με δαγκωμένα χείλη, λοιπόν. Γνωρίζοντας ότι το μέλλον μπορεί να εμφανίζεται σαν σωρός ερειπίων, και ότι παρ’ όλ΄αυτά, οφείλουμε να προσχωρήσουμε σε αυτό το σκοτεινό μέλλον, δεν έχουμε άλλη οδό, παρά την οδό της αποκατάστασης, της καταστροφής και της ανακατασκευής. Προσωρινοί κάτοικοι, νοικάρηδες του κόσμου, χρεωμένοι εντούτοις με το καθήκον της ανακατασκευής του.
Η χρεοκοπία είχε επέλθει προ πολλού· πριν από τις υποβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης και το bullying αγορών και Financial Times. H χρεοκοπία είχε πλήξει τον δημόσιο βίο εν συνόλω, η Ελλάδα είχε χρεοκοπήσει πολιτικά και ηθικά, πολιτιστικά· απλώς δεν τη βλέπαμε, θαμμένη καθώς ήταν κάτω από βουνά υποκρισίας, ανομίας και χλιδοσπατάλης, με δανεικό και μαύρο χρήμα.
Τώρα πληρώνουμε τον μικρομεγαλισμό του ολυμπιακού 2004, τα παχιά λόγια για την ισχυρή Ελλάδα. Τώρα φαίνεται πολλαπλάσια η καμένη και γυμνή Ελλάδα του 2007, η απροστάτευτη από τους ίδιους τους ανθρώπους της· η Ελλάδα των σκανδάλων και της ατιμωρησίας, της “νομιμοφανούς” ηθικής των βουλευτών, των offshore και των Kαγιέν· των επίορκων δημόσιων λειτουργών και της διαβουκολευμένης μάζας. Πληρώνουμε αυτό που ήμασταν: Αφρονες και υβριστικοί.
Θα μείνουμε ίδιοι; Η χρεοκοπία δεν μας το επιτρέπει· η κατάσταση δεν μαζεύεται με μερεμέτια. Η πιο πικρή ώρα μπορεί να είναι η ευκαιρία για έναν σωτήριο μετασχηματισμό, για έναρξη μιας νέας ιστορικής περιόδου. Οχι μόνο για έξοδο από την κρίση και ανάκαμψη, όχι μόνο αυτό, παρότι είναι αναγκαίο και πρώτο. Αλλά για βαθύ, ουσιαστικό μετασχηματισμό, για ανακαίνιση, για επανίδρυση της δημοκρατικής πολιτείας και του δημόσιου βίου.
Είπαμε: η χρεοκοπία δεν είναι μόνο οικονομική, έχει προηγηθεί η πολιτική και ηθική χρεοκοπία, δηλαδή, η αποσάθρωση των θεμελίων. Σε αυτό τον σωρό ερειπίων δεν μπορούμε να χτίσουμε το μέλλον, ακόμη κι αν βρούμε δανεικά από τις αγορές της Ασίας, ακόμη κι αν ξεπουλήσουμε δημόσιες γαίες, ακίνητα, επιχειρήσεις, μνημεία. Πάλι σαθρό θα είναι το οικοδόμημα.
Πιστεύω ότι υπάρχουν οι πνευματικές δυνάμεις στον ευρύτερο ελληνισμό, ότι υπάρχουν αποθέματα ζωτικότητος στο ανθρώπινο δυναμικό πάσης προελεύσεως εντός του ελλαδικού χώρου, γι’ αυτόν τον ιστορικό μετασχηματισμό. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχαν τόσο πολλές δυνάμεις, τόση ευφυία, τόση γνώση. Δυστυχώς, έως τώρα, οι δυνάμεις αυτές είναι διάσπαρτες, χωρίς σχέδιο και συνοχή, ασυντόνιστες, απογοητευμένες, ακόμη και αντιμαχόμενες και αλληλοεξουδετερούμενες. Τις τελευταίες δύο περίπου δεκαετίες ήμασταν μάρτυρες μιας πρωτοφανούς σπατάλης ταλέντου, ευφυίας, φρονήματος· περιφρόνησης του μέτρου και της αξίας· αποθέωσης της ανηθικότητας και της αρπαγής. Αγγίξαμε το όριο θραύσεως. Σπάσαμε.
Ο υπουργός Οικονομικών θα βρει τελικά δανειστές, έστω με αιματηρά επιτόκια. Αυτό που δεν μπορεί να βρει κανένας υπουργός, όσο άξιος, είναι ένα συμβόλαιο τιμής για ανακαίνιση της χώρας: αυτό πρέπει να το συνομολογήσουμε και να το εφαρμόσουμε όλοι, παραγωγοί, λειτουργοί, έμποροι, δάσκαλοι, διανοούμενοι. Και να υποχρεώσουμε τους όποιους αιρετούς άρχοντες να ακολουθήσουν και να ηγηθούν, να εμπνευστούν και να εμπνεύσουν.
Ας ξεκινήσουμε από τις ηθικές αρχές, από μια αλλαγή βιοσοφικού παραδείγματος: Να αρκούμαστε στην καλή ζωή, να μην κυνηγάμε την καλύτερη. Το είπε πρόσφατα αυτό ο πρόεδρος της Βολιβίας, ο ινδιάνος Εβο Μοράλες, κι έμεινα ώρα πολλή πάνω σε αυτή την “απλοϊκή” κουβέντα: «Επιχειρούμε να σκεφτούμε άλλους τρόπους για να ζούμε και να ζούμε καλά, όχι να ζούμε καλύτερα. Όχι καλύτερη διαβίωση. Η καλύτερη διαβίωση γίνεται πάντα εις βάρος κάποιου άλλου. Η καλύτερη διαβίωση γίνεται με κόστος την καταστροφή του περιβάλλοντος». Ιδού, ο “αφελής” Ινδιάνος θέτει το πρόβλημα της αιωνίας προόδου, της ατελεύτητης συσσώρευσης, της διαρκούς επιδίωξης κέρδους με κάθε τίμημα.
Το «διαρκώς καλύτερα» σε πλανητική κλίμακα έχει τίμημα τον αφανισμό του περιβάλλοντος, την κλιματική αλλαγή, την απειλή κατά της βόσφαιρας. Σε εθνική κλίμακα, το τίμημα είναι ο υπερδανεισμός και η χρεοκοπία. Σε κοινωνική κλίμακα, το τίμημα είναι η εξαφάνιση της αμοιβαιότητας, της συνοχής, της αλληλεγγύης· η επικράτηση των εγωτιστών και των άπληστων στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας.
Η άφρων χλιδοσπατάλη των Ελληναράδων του 21ου αιώνα αποτελεί μια έκφραση της Υβρεως που συμβαίνει σε πλανητική κλίμακα. Η καθήλωση της αγροτικής παραγωγής σε επιζήμιες και περιβαλλοντοκτόνες καλλιέργειες, πλην όμως επιδοτούμενες, είναι μια όψη της Υβρεως. Η διαρκής υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου και η σπατάληση των νέων σε ΑΕΙ σημαίας ευκαιρίας και καφετέριες, είναι άλλη όψη. Η εγκληματική παραμέληση του μεταναστευτικού πληθυσμού, τρίτη. Η ρηχή πολιτική και η αρπαχτή στον τουρισμό, η κατάρρευση του ΕΣΥ, οι διαβρωμένες δημόσιες υπηρεσίες, τα ασάρωτα πεζοδρόμια, η οικοδομική αυθαιρεσία, η επιθετικότητα στον καθημερινό βίο, άλλες όψεις έκπτωσης, όψεις παρακμής. Αυτή η γενικευμένη, εσωτερικευμένη Υβρις, η σπατάλη ως πρόοδος, η απληστία ως αξία και αυτοσκοπός, ο παρασιτισμός ως τρόπος επιβίωσης, αυτά συνιστούν τη χρεοκοπία μας. Και αυτά τα χαρακτηριστικά βίου είναι ασύμβατα με κάθε έννοια δημοκρατικής πολιτείας.
«Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου… Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής» ― λέει ο Καρυωτάκης. Σε αυτό το όριο βρισκόμαστε τώρα, σε ένα δραματικό μεταίχμιο. Θα αφεθούμε να μας παρασύρει η άβυσσος, αυτή που κατασκευάσαμε; Θα βουλιάξουμε στην ήττα και τη μοιρολατρία; Ή θα βαδίσουμε με θάρρος και παρρησία προς μια καινούργια αρχή; Προς έναν μοντέρνο πατριωτισμό, ένυλο, ρεαλιστικό και υπερβατικό μαζί; Ο χρόνος πιέζει.
(Plan B: μια Ελλάδα μπατίρηδων και ηττημένων· γέροντες, χωροφύλακες και φοροεισπράκτορες καπνίζουν σε καφενεία μελαγχολικά.)
Τα μηνύματα από το διεθνές περιβάλλον δεν είναι πια δυσοίωνα, είναι αγγελτήρια καταστροφής. Ο καθείς για τους σκοπούς του, φανερούς ή υπόδηλους, Ευρωπαίοι εταίροι, γραφειοκρατία των Βρυξελών, τράπεζες, hedge funds, οίκοι αξιολόγησης, διεθνής τύπος, επιτίθενται στην Ελλάδα, ανακοινώνουν ότι ήδη επτώχευσε. Κάποιοι προσδοκούν να κερδίσουν από τη δική μας χρεοκοπία· άλλοι τη φοβούνται διότι θα τους επηρεάσει ή θα τους συμπαρασύρει.
Ολα κατασκευάζουν περιβάλον ήττας. Το θέμα όμως πλέον δεν είναι να περιμένουμε τι θα αποφασίσουν οι αγορές για μας, αλλά τι εμείς αποφασίζουμε ότι μπορούμε να κάνουμε. Το θέμα δεν είναι να κλαιγόμαστε, να οικτίρουμε εαυτούς, να ελεεινολογούμε κυβερνήσεις και να αναλύουμε τις συνωμοσίες των διεθνών κερδοσκόπων. Με οικονομολογία και πολιτικολογία καφενείου δεν πρόκειται ποτέ να βγούμε από το τούνελ· το πιθανότερο είναι ότι θα ταφούμε αδρανείς.
Το θέμα τώρα είναι ο χρόνος· πώς εκμεταλλευόμαστε δημιουργικά τον χρόνο, ως κοινωνία. Πώς συνερχόμαστε άμεσα από το σοκ, πώς αποτινάζουμε την παγωνιά του φόβου, και επιστρατεύουμε ψυχρή και ταχεία διάνοια για να βρούμε τον μίτο που θα μας βγάλει από τον λαβύρινθο. Αλλους.
Η παρούσα κρίση, η σφοδρότερη ίσως από τη μεταπολίτευση, δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και πολιτική και ηθική. Τελειώνει ένα μοντέλο οργάνωσης του δημόσιου βίου, ένας τρόπος διαβίωσης. Κατά τούτο, η κρίση είναι ιστορική ευκαιρία. Και πρόκληση: Να αναδείξουμε επιτέλους τις διαφημιζόμενες αρετές μας ― ταχύτητα στις αποφάσεις, ανάληψη ρίσκων, εφευρετικότητα, ικανότητα αλλαγών, μαχητικότητα, αντιστασιακό πνεύμα. Ακριβώς με αυτό το εφευρετικό και αντιστασιακό πνεύμα του επιβιωτή, του ιστορικού ανθρώπου, αυτό που επισημαίνουν στοχαστές όπως ο Νίκος Σβορώνος, αυτό για το οποίο καυχιόμαστε, με αυτό το πνεύμα καλούμαστε σήμερα να αντιμετωπίσουμε τις αγορές, μα κυρίως τους εαυτούς μας, τα πανθομολογούμενα ελαττώματα που έφεραν την κοινωνία μας στο χείλος της κατάρρευσης. Αν μπορούμε. Το στοίχημα σήμερα, επί του χείλους, είναι να επινοήσουμε τους εαυτούς μας και την κοινωνία μας αλλιώς. Η παλαιά Ελλάδα χρεοκόπησε.
Οι συνοδοί της Ολυμπιακής αγουροξυπνημένες γιορτιάτικα, πρόθυμες και θετικές στη δουλειά. Μέτριος ο καφές στο κυλικείο αλλά με χαμόγελα και ευχές στους λιγοστούς πρωινούς επιβάτες. Το νησιωτικό αεροδρόμιο λειτουργεί στην εντέλεια, α λα μανιέρα γκρέκα: φιλικο-οικογενειακά, νοικοκυριστίκα. Aς πούμε: καθυστερούμε τις αποσκευές, η συνοδός μάς ενημερώνει προσωπικά ότι τις πήραν, μας τις δείχνει από την τζαμαρία. Την ευχαριστούμε. Και τα λοιπά, και τα λοιπά όλα σε αυτή τη μανιέρα γκρέκα: ταχύτητα, απλότητα, νεανικότητα, οικειότητα, ολίγος αυτοσχεδιασμός, έλλειψη πρωτοκόλλου. Pas mal…
Το νησί ακτινοβόλο και καταπράσινο, διαυγής ορίζοντας γύρω τρυγύρω, θάλασσα, οι γείτονες νήσοι παραστέκουν ήσυχα, είσαι μόνος και συντροφεμένος. Κλίμακες υπόκωφες, συγκινητικές. Να η Δήλος μακρόστενη και χαμηλή, η Ρήνεια στα δύο με μια γλώσσότσα γης ενωμένη, σκόρπιες αγροικίες, η Τήνος ορεινή φίλη, η Σύρος, οι θαλασσινοί δρόμοι, το θαύμα των Κυκλάδων, ανθεκτικό στις βαριές χρήσεις, στην κατάχρηση, στον καιρό.
Ετσι κι η πόλη. Ξεκίνησαν βαριές οι γιορτές, με κατήφεια και απαισιοδοξία. Σε μερικά καφενεία απλωνόταν μουρμουρητό γκρίνιας, αλλά και ανακουφιστικά καλαμπούρια, αλεξίκακα, εχλεύαζαν το σπρεντ.
Οσο μπαίναμε στις γιορτές, η ατμόσφαιρα άλλαζε. Στο γύρισμα της Πρωτοχρονιάς, η πόλη μεταμορφώθηκε, όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους, από ποτήρι σε ποτήρι, νεαροί ακαταμάχητοι, έφηβοι σίφουνες, οι δρόμοι ηλεκτρίστηκαν, όλοι εφήβεψαν τούτη τη νύχτα την πιο μακριά απ’ όλες, και την τράβηξαν ως τον άλλο χρόνο. Εξάρχεια, Γκάζι, Ψυρρή, Θησείο, Κολωνάκι, Μετς, Χαυτεία και Παγκράτι, λόφοι και λεωφόροι, κατελήφθησαν από διψασμένα ελληνόπουλα, χωρίς μαυρίλα για το αύριο, που ήθελαν να ρουφήξουν το εδώ και το τώρα.
Τα καφενεία όλα λαμπρά, κι οι φίλοι μου ξεκαρδισμένοι… Από την παραμονή της Πρωτοχρονιά ήδη ο βόμβος άλλαξε τόνο, η γκρίνια διαλύθηκε. Η ανοιξιάτικη λιακάδα εφαίδρυνε και τον πιο γρουζούζη. Ο Επιφάνιος από τον Μυλοπόταμο μου ‘στειλε μία μόνο ευχή, ελιξήριο για κρίσεις και φόβους: Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν. Κοιτούσα το γράμμα, πλάι στον φρεσκοκομμένο κατάλογο των εκδ. Στιγμή· το βιβλιάριο ήταν ανοιγμένο σ’ ένα ποίημα του Αρθούρου Ρεμπώ, μιλούσε κι αυτός, ο έφηβος, γι’ αγάπη:
Θα φύγω μες στου θέρους τα γαλάζια βράδια,
θα με τσιμπούν τα στάχυα, χόρτα θα πατώ
ονειροπόλος μες στα δροσερά λειβάδια,
θα λούζει ο αέρας το κεφάλι μου γυμνό.
Δεν θα μιλώ και δεν θα σκέφτομαι, μα ώς πάνω
άπειρη η αγάπη θ΄ανεβαίνει στην ψυχή μου·
στη Φύση θα τραβώ μακριά, σαν τον τσιγγάνο,
μακάριος, μια γυναίκα σαν να είχα μαζί μου.
(“Αίσθηση”, μετ.: Μαρία Υψηλάντη)
Από διαφορετικές μεριές λοιπόν, από φίλους, οικείους, γνωριμίες, τηλεφωνήματα, χαρτιά και βιβλία, από τη ρέουσα φαντασμαγορία της πόλης, από τους κραδασμούς της νιότης στα πεζοδρόμια, από τις φωτοχυσίες των παλλόμενων μπαλκονιών και τις μουσικές των τσουγκρισμάτων, όλα τα καλέσματα, τα σημεία, τα φανερώματα και οι νύξεις, μας οδηγούν στους δρόμους της καρδιάς, στη βαθιά ζωή των αισθημάτων, στην απλή καρδιά. Τόσο ριζοσπαστικά: σαν την απλή καρδιά της φλωμπερικής Φελισιτέ, που σβήνει μόνη, μες στην ανυπόκριτη αγάπη της για τον κόσμο, τόσο μόνη και τόσο πλήρης, τόσο ταπεινή και τόσο υπέροχη, μια απλή καρδιά που τους περιέχει όλους.
Λέγαμε για γκρίνια, απαισιοδοξία, έλλειψη αυτοπεποίθησης, ροπή προς τη χαμέρπεια· τέτοια λέγαμε πριν τις γιορτές. Δεν άλλαξαν οι αντικειμενικοί όροι, φυσικά· εδώ είναι. Αλλαξαν όμως προσώρας οι υποκειμενικοί όροι, κι αυτό αρκεί για να αλλάξουμε εμείς ως προς τον κόσμο, και να αλλάξουμε τον κόσμο.
Ο χρόνος της εορτής, πυκνός, έμφορτος συμβολισμών, καθώς εξέπνεε μάς έσυρε σαν ζόμπι στις αγορές για δώρα και ψώνια τελετουργικά, κι ύστερα ενόσω τα ρολά κατέβαιναν και τα ταξί λιγόστευαν, γύρω από τραπέζια και εστίες, αναδύθηκε νικητήριο νέο πνεύμα, μια λάμψη, μια υπενθύμιση: ο βαθύς χρόνος, ο χρόνος πριν τον χρόνο, και μαζί η δυνατότητα να αποκαταστήσουμε τον κόσμο, να τον διορθώσουμε και να τον επαναφέρουμε, όχι μόνο παλαιό αλλά και ριζικά καινούργιο, ωραίο και τρομερό. Σαν το Tikkun olam της Καμπάλα, μεσσιανικό και βαθιά επαναστατικό.
Η φύση, η πόλη, η αγάπη, ο χρόνος, ο κόσμος. Η διαρκής δυνατότητα αποκατάστασης.
φωτ.: Νίκος Πηλός, 20.12.2008