You are currently browsing the tag archive for the ‘Αλέξης Τσίπρας’ tag.

Πρώτες παρατηρήσεις για την επίσκεψη Νταβούτογλου:

• Η επίσκεψη πραγματοποιήθηκε ενώ το σκάφος Μπαρμπαρός, συνοδευόμενο από πολεμικά πλοία, βρίσκεται στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας ― δηλαδή υπό την σκιά μονομερώς προκληθείσας παραβίασης κυριαρχικού χώρου, και δυνάμει θερμού επεισοδίου.

• Η Τουρκία επιχειρεί σταθερά να μετατρέψει το Κυπριακό σε διμερές πρόβλημα, δηλαδή να το αποδιεθνοποιήσει, εκτός αποφάσεων ΟΗΕ και πλαισίου διεθνούς δικαίου. Η ελληνική πλευρά δεν απέρριψε σαφώς αυτή την τάση.

• Η ελληνική πλευρά δεν απέρριψε σαφώς την επιχειρούμενη από την Τουρκία αναστολή της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας επί της νομίμως ανακηρυχθείσας ΑΟΖ, όπου και οι εργασίες εξόρυξης.

• Η Τουρκία μοχλεύει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με δύο υπομόχλια: το Κυπριακό και τη Θράκη. Για πρώτη φορά ανακοινώθηκε τουρκική ρηματική διακοίνωση για επίσημη επίσκεψη πρωθυπουργού στη Θράκη. Η επίσκεψη ματαιώθηκε την υστάτη στιγμή.

Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αναγνωσθεί η προσεκτική, επιφυλακτική δήλωση του Αλέξη Τσίπρα, μετά τη συνάντηση με Νταβούτογλου (εδώ, ολόκληρη η δήλωση):

«Η ελληνοτουρκική συνεργασία, για να είναι ουσιαστική, πρέπει να βασιστεί στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και την προοπτική μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού επί τη βάσει των αποφάσεων του ΟΗΕ και δεν μπορεί να βασιστεί σε προκλήσεις και δημιουργία τετελεσμένων… Η αποστολή τουρκικού ερευνητικού σκάφους, συνοδευόμενου από πολεμικά πλοία, προκειμένου να διεξάγει σεισμικές έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, υπονομεύει αυτήν την προοπτική καθώς συνιστά παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας».

Ιδού η ατζέντα Νταβούτογλου, όπως διατυπώνεται σε κοινή συνέντευξη σε αθηναϊκά μέσα, που θα δημοσιευθεί αύριο Δευτέρα 8.12.2014:

«Το όλο θέμα που δημιουργήθηκε δεν είναι θέμα «Μπαρμπαρός», αλλά φυσικού αερίου που ανήκει και στις δυο κοινότητες του νησιού. Παρά τις προτάσεις μας, οι Ελληνοκύπριοι έδρασαν μονομερώς»
«[…] αν οι Ελληνοκύπριοι θέλουν να κάνουν έρευνες τώρα, αυτό πρέπει να είναι μέρος της διαπραγματευτικής διαδικασίας».
[…] Ο τούρκος πρωθυπουργός δεν κρύβει την ενόχλησή του για τα τριμερή σχήματα συνεργασίας που διαμορφώνουν στην ανατολική Μεσόγειο Ελλάδα και Κύπρος με τη συμμετοχή της Αιγύπτου και του Ισραήλ, επισημαίνοντας ότι «όλες οι συνεννοήσεις στην ανατολική Μεσόγειο πρέπει να γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης με όλους».
Προειδοποιεί μάλιστα ότι αν η Ελλάδα προχωρήσει σε οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο χωρίς να οριοθετήσει προηγουμένως με την Τουρκία, «δεν θα δεχθούμε τη συμφωνία. Έχουμε τη μακρύτερη ακτή στην ανατολική Μεσόγειο. Κανένας δεν πρέπει να περιμένει ότι η Τουρκία θα περιοριστεί στον κόλπο της Αττάλειας».

EDIT: Η συνέντευξη Νταβούτογλου στην Καθημερινή: Αποφεύγει να δεσμευθεί για απόσυρση του Μπαρμπαρός, δεν αναγνωρίζει ενδεχόμενη οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξυ Ελλάδας και Αιγύπτου.

H συνάντηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλ. Τσίπρα με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γ. Στουρνάρα στέλνει ωφέλιμο μήνυμα προς την κοινωνία, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της συζήτησης. Το μήνυμα είναι ότι οι πολιτειακοί παράγοντες, εκλεγμένοι και διορισμένοι, συνομιλούν, ενημερώνονται αμοιβαία, ανταλάσσουν απόψεις και σχέδια, διαπιστώνουν διαφορές θέσεων αλλά και δυνητικά σημεία σύνθεσης. Αλλωστε, καθήκον αμφοτέρων, διακηρυγμένο τουλάχιστον, είναι η ανόρθωση της χώρας, χωρίς προσωπικά ή φατριαστικά φίλτρα. Δεν καλούνται να ταυτιστούν πολιτικά ή ιδεολογικά, αλλά είναι υποχρεωμένοι να βρουν έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, λειτουργικό για την κοινωνία και το δημοκρατικό κράτος.

Για να το δούμε και απέξω: Οι ξένοι βλέπουν την Ελλάδα ενιαία, σαν μια πολιτική συνέχεια, ένα ενιαίο πολιτικό σύστημα, ανεξαρτήτως χρώματος της κυβέρνησης. Φυσικά δεν είναι ίδιες όλες οι κυβερνήσεις, διαφέρουν ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά στις σχέσεις και τις διαπραγματεύσεις με τον ξένο παράγοντα, κάθε κυβέρνηση εκπροσωπεί το κοινωνικό όλον, διαχειρίζεται εθνικά συμφέροντα σε ιστορική προοπτική, δεν εκπροσωπεί συμφέροντα προσώπων ή ομάδων ― τουλάχιστον τυπικά. Αλλά στο σημείο που έχει φτάσει η χώρα, το τυπικό πρέπει να είναι και ουσιαστικό, διαρκώς και συνεκτικά.

Ας το δούμε από μέσα: κοινή η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο ανόρθωσης, ολοκληρωμένο και συγκροτημένο. Υπάρχουν προσχέδια, φωτοβολίδες, μονότονη επίκληση ταριχευμένων εννοιών: ανταγωνιστικότητα, νέες τεχνολογίες, νέα επιχειρηματικότητα, start up. Στην προχθεσινή έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής περιγράφεται ωμά: «Δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί ένα εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον μνημόνιο που τελειώνει το 2014. Οσα έχουν αναγγελθεί έως τώρα για ένα τέτοιο σχέδιο επαναλαμβάνουν γενικούς στόχους (ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας κ.λπ.) χωρίς να συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα, χρονοδιαγράμματα, αιτιολογήσεις. […] Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί από την πλευρά τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ζήτημα του τέλους του μνημονίου. Με τον τρόπο που τίθεται το θέμα δίνεται η εντύπωση ότι από το 2015 η ελληνική οικονομική πολιτική δεν θα υπόκειται σε κάποιες δεσμεύσεις, προκαλούνται ανεδαφικές προσδοκίες για ικανοποίηση πάσης φύσεως απαιτήσεων και τροφοδοτείται η εντύπωση πως ό,τι έγινε ως τώρα ήταν λάθος».

Σχετικά με τα παραπάνω είναι όσα οξυδερκώς έγραψε την περασμένη Δευτέρα στους Financial Times ο αρθρογράφος Tony Barber: «Aυτό που έχει σημασία για την Ελλάδα δεν είναι εάν θα παραμείνει στην κυβέρνηση ο κ. Σαμαράς ή εάν θα τον αντικαταστήσει ο κ. Τσίπρας. Είναι το εάν η πενταετία κακουχιών και υποταγής στην τρόικα οδήγησε στον εκσυγχρονισμό της πολιτικής κουλτούρας και της στάσης του κόσμου προς το κράτος». Ο Τ. Barber φαίνεται ότι γνωρίζει σε βάθος τα ελληνικά πράγματα· κορυφώνει τον συλλογισμό του πικρόχολα: «Οι πελατειακές σχέσεις και ο εγωισμός των οικονομικά ισχυρών επιβίωσαν από όλα τα δεινά του 20ού αιώνα ― δύο παγκόσμιους πολέμους, ξένη κατοχή, εμφύλιο πόλεμο και χούντα. Μην απορείτε εάν επιβιώσουν και από την τρόικα, αφού φύγουν οι τελευταίοι ξένοι ηγεμόνες της χώρας.»

Η Ελλάδα θα επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί τα επόμενα χρόνια σε ευρωπαϊκό περιβάλλον στάσιμο ή και υφεσιακό. Η ανασυγκρότηση άρα θα είναι διπλά δύσκολη, εφόσον οι υφιστάμενοι δεσμοί με το ατελές ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα είναι πολλαπλοί και ζωτικοί. Πιθανολογείται βάσιμα ότι η πολιτική της άκαμπτης λιτότητας θα αλλάξει, προς το καλύτερο. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη από τώρα, για να επωφεληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Γι’ αυτό επείγουν ο εθνικός σχεδιασμός και η ομαλή δημοκρατική συνέχεια.

H ομιλία και η συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη ήταν μακροσκελείς και αναλυτικές. Οι προτάσεις του για αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, για ανάσχεση της ύφεσης και της ανεργίας, ήταν αρκούντως λεπτομερείς και κοστολογημένες, ενταγμένες σε ένα ενιαίο σχέδιο ανασυγκρότησης. Το σχέδιο Τσίπρα μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε κριτική, καλόπιστα ή κακόπιστα, να ελεγχθεί η ακρίβεια και η αποτελεσματικότητά του, να βρεθεί λίγο ή υπερβολικό, να χαρακτηριστεί παροχολάγνο ή μετριοπαθές, μετακεϋνσιανό ή σοσιαλδημοκρατκό, οτιδήποτε μπορεί να του προσαφθεί. Είναι όμως ένα σχέδιο, αυτοφυές, αυτόχθον, συνταγμένο από Ελληνες και προσανατολισμένο στην ελληνική κοινωνία τού σημερα, στις ανάγκες της και στις δυνατότητες της, στις αντοχές της και στις προσδοκίες της. Είναι το μοναδικό ελληνικό σχέδιο στα τεσσεράμιση χρόνια της δοκιμασίας. Είναι μια αρχή.

Το σημαντικότερο όμως στοιχείο της ομιλίας Τσίπρα είναι η πρόσκληση ευθύνης που απηύθυνε στον ελληνικό λαό, διττά: ευθύνη που είναι έτοιμος να αναλάβει ο ίδιος και η παράταξή του, ευθύνη που οφείλει να αναλάβει ο ελληνικός λαός απέναντι στον εαυτό του, στα παιδιά του, στην πατρίδα του. Εντόπισε ορθώς το έλλειμμα πίστης των Ελλήνων στις δυνάμεις τους, μέσα από το σοκ της κρίσης, την έλλειψη πίστης στη συλλογική δράση, την καχυποψία προς το δημοκρατικό κράτος, την δυσφορία προς την πολιτική, την λιποψυχία. Περιέγραψε έναν δύσβατο δρόμο. Διέγνωσε την πληγή του διχασμού πάνω στο κοινωνικό σώμα και τις τρέχουσες αδυναμίες της δημοκρατίας. Και μίλησε προς όλους τους Ελληνες, ενωτικά και συμπεριληπτικά. Μίλησε για τη χαμένη πίστη.

Κατά την υποκειμενική μου εκτίμηση, αυτά τα μηνύματα, πλήρη ενσυναίσθησης και πραγματισμού, είναι τα στοιχεία που ξεχώρισαν. Είναι μηνύματα που, υπό προϋποθέσεις, μπορούν να μεταβάλουν την αμυντική και μοιρολατρική στάση σε στάση ενεργητική και δημιουργική. Διότι επιστρέφει στη λησμονημένη ή μισοσκεπασμένη ουσία της πολιτικής στις δημοκρατίες: οι άνθρωποι είναι τα δρώντα υποκείμενα, η βούλησή τους είναι η κινώσα δύναμη, οι ικανότητές τους είναι το πολύτιμο κεφάλαιο. Ασφαλώς ο τεχνοκρατικός πραγματισμός είναι χρήσιμος και απαραίτητος, αλλά χωρίς τη βούληση, το κοινό σχέδιο και τον κοινό σκοπό, χωρίς την πίστη στον συλλογικό εαυτό, καμία παραγωγική μηχανή, καμία οικονομία δεν μπορεί να επανεκκινήσει.

Τα τεχνοκρατικά σχέδια θα χρειαστεί να αλλάξουν, να προσαρμοστούν δυναμικά, θα τεθούν νέες ιεραρχήσεις. Αλλά ο ελληνικός λαός τούτη τη στιγμή έχει μεγαλύτερη ανάγκη την καθαρή πολιτική σκέψη, την ενεργό βούληση, τη στοχοθεσία, το όραμα, πάντα μαζί με την ξεκάθαρη επίγνωση των δυσχερειών και των προκλήσεων. Από αυτή την άποψη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδειξε την πιο ουσιαστική ωρίμανση έως τώρα, και μάλιστα γρήγορη ως προς τον χρόνο που του δόθηκε.

Ο Τσίπρας το Σάββατο κατάφερε να διασκεδάσει θεμιτούς φόβους, να καταθησυχάσει τους δικαιολογημένα επιφυλακτικούς, να συμπεριλάβει. Μετά τα πολλά ταξίδια του στην Ευρώπη, μετά τις πολυσυζητημένες επισκέψεις του στο Αγιο Ορος και το Κόμο, έδειξε αυτοπεποίθηση και πραγματισμό. Βέβαια, τα δύσκολα τώρα αρχίζουν: καθώς θα πλησιάζει προς την εξουσία, τα εμπόδια θα πληθαίνουν, η ίδια η εξουσία είναι Κίρκη και σαγήνη. Ο λόγος του θα χρειαστεί να είναι όλο και περισότερο ειλικρινής, διεισδυτικός, σκληρός, αλλά και εμψυχωτικός. Το Σάββατο δεν το είπε, αλλά σύντομα τον φαντάζομαι να λέει: Θα ξεκινήσουμε με μια δίκαιη φτώχεια, με πλήρη αξιοπρέπεια, κι ο δρόμος θα είναι ποτισμένος με ιδρώτα, δάκρυα και αίμα.

Πραγματισμός, ευθύνη, πίστις, τα τρία ταύτα· μείζων δε τούτων η πίστις.

«Προβληματισμός στις τάξεις της αριστεράς για τον Αλέξη, το Άγιο Όρος και τους Ζαπατίστας; Μια λέξη μόνο: Μανταμάδος, 98% ΚΚΕ (κάποτε) και χριστανοί μέχρι το κόκκαλο. Έτσι για το διαλεκτικό υλισμό και την αλητεία της υπερβατικότητας.» Ετσι απάντησε στα σχόλια για την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Αγιο Ορος ο πολιτικός επιστήμων και επιχειρηματίας Γιώργος Παπαναγιώτου ― στο facebook βεβαίως, στον χλοερό λειμώνα του αθεϊσμού και του αντικληρικαλισμού.

Ο αγγλοσπουδασμένος Γ.Π. βεβαίως, εκτός από βρετανικό χιούμορ, διαθέτει ελληνική μνήμη. Και γράμματα γνωρίζει. Μπορεί να θυμάται λόγου χάρη ότι σπουδαίοι ποιητές, που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αντιδραστικοί, συντηρητικοί ή θεούσες, έχουν γράψει αξέχαστες σελίδες που τις διαπερνά μεταφυσικό ή θρησκευτικό ρίγος: Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Τάσος Λειβαδίτης, Νίκος Καρούζος, Βύρων Λεοντάρης. Και με το παράδειγμα του Μανταμάδου Λέσβου υποδεικνύεται ακριβώς η αναχώνευση των ποικίλων παραδόσεων στο σώμα του νεοελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Εικάζω τέτοια θα ήταν, μεταξύ άλλων, η συζήτηση του κ. Τσίπρα με τον π. Βασίλειο Γοντικάκη, τον ιερομόναχο που συνέπαιρνε με τον εμπνευσμένο λόγο του τους αμφισβητίες φοιτητές στη δεκαετία του ‘80. Θα ωφελούσε πολλούς δοκησίσοφους η συνακρόαση.

Νομίζω ότι αυτό είναι το πολιτιστικό υπόστρωμα της επίσκεψης Τσίπρα στην αθωνική πολιτεία: αναγνωρίζει την πολυστρωματική και πολυδιάστατη παράδοση που αρδεύει τη σύγχρονη ζωή. Η Εκκλησία είναι ουσιώδες συστατικό στοιχείο της νεοελληνικής ταυτότητας, απ’ όποια πλευρά κι αν το δεις, με θετικές και αρνητικές αποτιμήσεις. Αρκεί να δεις και να επικοινωνήσεις με τη ζώσα Εκκλησία, το σώμα πιστών, πάντων ημών των βαπτισθέντων, και όχι να τη συρρικνώσεις στα μέτρα της επίσημης διοικούσας Εκκλησίας. Εκκλησία δεν είναι κάποιοι καμαρωτοί αρχιμανδρίτες και ξιπασμένοι δεσπότες· είναι οι ανώνυμοι πιστοί, οι θερμοί, οι χλιαροί, οι σιωπηλοί, οι ταπεινοί λευίτες, οι απόκληροι. Οπως ακριβώς όταν μιλάμε για Δημοκρατία δεν την ταυτίζουμε κατ’ ανάγκην με την τρέχουσα Κυβέρνηση, αλλά με την κοινωνία των πολιτών, τη ζωή και τους θεσμούς της.

Οι πούροι αριστεροί, οι ευλαβείς του ιστορικού υλισμού, οι αντικληρικαλιστές, οι φονταμενταλιστές φιλελεύθεροι, ας μην ανησυχούν άλλωστε: οι χριστιανοί στην Ελλάδα σήμερα είναι μικρή μειοψηφία, με αναλόγως μικρή πολιτική επιρροή· συμβιώνουν ταπεινά εντός της εκκοσμικευμένης κοινωνίας μας με τους άθεους, τους αγνωστικιστές, τους άπιστους, τους ετερόδοξους. Στα γεύματα της Εκκλησίας προσέρχονται όλοι, ανεξαρτήτως φυλής και πίστεως.

Ας δούμε και το πολιτικό υπόστρωμα της επίσκεψης: ως θεσμικό πρόσωπο, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δυνάμει πρωθυπουργός, αποδέχεται την πρόσκληση της Ιεράς Κοινότητας. Και επισκέπτεται την υπερχιλιόχρονη μοναστική πολιτεία, την αρχαιότερη του χριστιανικού κόσμου, όπως πράττουν αδιαλείπτως κορυφαίοι πολιτικοί απ’ όλο τον κόσμο, πνευματικοί ηγέτες, καλλιτέχνες, διανοούμενοι ― όλοι σαν προσκυνητές μιας συνεχούς χιλιετούς παράδοσης. Πολύ περισσότερο, που είναι Ελληνας, και ως Ελληνας δημοκράτης ηγέτης υποχρεούται να είναι συμπεριληπτικός όλων των Ελλήνων, σεβόμενος τις πεποιθήσεις και τις παραδόσεις όλων.

Δεν είναι υποκρισία λοιπόν, είναι πραγματισμός, άνοιγμα και σεβασμός, εκ μέρους ενός δημοκράτη πολιτικού. Ενα βήμα για να φτάσει η δημοκρατική αριστερά του 21ου αιώνα να πει τα λόγια του Πάπα Φραγκίσκου και στη θέση της Εκκλησίας να εννοεί τον εαυτό της: «Προτιμώ μια Εκκλησία μωλωπισμένη, πληγωμένη, βρώμικη επειδή ήταν έξω στους δρόμους, από μια Εκκλησία που είναι ανθυγιεινή διότι παρέμεινε περιορισμένη και προσκολλημένη στην ιδέα της δικής της ασφάλειας» (Εvangelii Gaudium – Η Χαρά του Ευαγγελίου, Νοέμβριος 2013).

Το 1974 το θυμόμαστε στην Ελλάδα σαν χρονιά πτώσης της δικτατορίας και επανόδου της δημοκρατίας. Απωθούμε το άλλο μείζον συμβάν του 1974, απότοκο της προδοτικής δράσης της δικτατορίας Ιωαννίδη: το πραξικόπημα κατά του Προέδρου Μακαρίου στην Κύπρο και τη συνακόλουθη εισβολή τουρκικών στρατευμάτων. Το 1974 είναι η χρονιά μιας μείζονος εθνικής ήττας, η οποία άφησε την Κύπρο διαιρεμένη, με το βόρειο τμήμα υπό στρατιωτική κατοχή· ένα ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος μέλος του ΟΗΕ, η Κυπριακή Δημοκρατία, είχε εν μέρει καταληφθεί από δυνάμεις ξένης χώρας.

Ακολούθησαν πολλές αποφάσεις και ψηφίσματα του ΟΗΕ και πολλές διπλωματικές δράσεις, για να επιτευχθεί η ειρηνική επανένωση και η συγκρότηση ενός κράτους που θα περιλάμβανε τις δύο κοινότητες, την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή. Ολες απέβησαν άκαρπες. Τελευταία διεθνής πρωτοβουλία ήταν το Σχέδιο Ανάν, το 2004, το οποίο ετέθη σε δημοψήφισμα και καταψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία από τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ υπερψηφίστηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Δέκα χρόνια μετά την αποτυχία του, το Σχέδιο Ανάν επανέρχεται υπό άλλη ενδυμασία αλλά με την ίδια ουσία. Το κείμενο της κοινής διακήρυξης Αναστασιάδη-Ερογλου, βάσει του οποίου θα ξεκινήσουν συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού, έχει δημοσιευθεί, έχει σχολιασθεί, και έχει προκαλέσει ήδη τους πρώτους τριγμούς στο πολιτικό σύστημα της Λευκωσίας: το συγκυβερνών κόμμα ΔΗΚΟ αποχώρησε από την κυβέρνηση Αναστασιάδη ασκώντας δριμεία κριτική στο κείμενο της κοινής διακήρυξης.

Σε αδρές γραμμές η κοινή διακήρυξη αντλεί στοιχεία τόσο από το απορριφθέν Σχέδιο Ανάν, όσο και από τις διμερείς διαπραγματεύσεις Χριστόφια-Ταλάτ που τερματίστηκαν πριν από τρία χρόνια. Τα αγκάθια παραμένουν: προβλέπεται η διάλυση της Κυπραικής Δημοκρατίας και η δημιουργία μιας ομοσπονδίας με δύο συνιστώσες κρατικές οντότητες, με δύο κυριαρχίες, με δύο ιθαγένειες, και σταθμισμένη ενίσχυση 4:1 της ψήφου των Τουρκοκυπρίων έναντι των Ελληνοκυπρίων στις ομοσπονδιακές εκλογές. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, σε περίπτωση αδιεξόδου λόγω διαφωνίας, προστρέχουν οι εγγυήτριες δυνάμεις ως διαιτητές, δηλαδή Τουρκία, Βρετανία, Ελλάδα ― πρόσφατα ακούστηκε ότι μπορεί να προστεθεί το ΝΑΤΟ.

Είναι πρόδηλο, σχεδόν βέβαιο, ότι ένα τέτοιο κρατικό μόρφωμα, που υιοθετεί καινοτομίες όπως η διπλή κυριαρχία και διπλή ιθαγένεια και που καταπατά τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, βρίσκεται εκτός ευρωπαϊκού δικαιικού κεκτημένου αλλά και εκτός των αρχών που διέπουν τον ΟΗΕ, και σίγουρα θα αποδειχθεί δυσλειτουργικό και εντέλει μη βιώσιμο. Εμπειροι διεθνολόγοι λένε ότι ανάλογες κατασκευές μπορούμε να συναντήσουμε μόνο σε νεοπαγή μορφώματα που προέκυψαν μετά από πολέμους, όπως στη Βοσνία και το Κόσσοβο, ή στην περίπτωση του Καμερούν· σε καμία περίπτωση όμως δεν σημειώθηκε αυτοδιάλυση κυρίαρχου κράτους, μέλους του ΟΗΕ.

Είναι δίκαιο ασφαλώς να προστατεύεται μία εθνική μειονότητα έναντι της πλειονότητας και να διασφαλίζεται η ισοτιμία των ομόσπονδων μερών, αλλά και παράλογο να καταργείται εντελώς η ισοτιμία των πολιτών και το δημοκρατικό δικαίωμα της πλειοψηφίας να κυβερνά. Επί της ουσίας, προωθείται μια εσωτερική διχοτόμηση, από την οποία οι Ελληνοκύπριοι μόνο απώλειες και ανασφάλεια μπορούν να περιμένουν.

Η ασφυκτική πίεση του διεθνούς παράγοντα, που επιθυμεί μια διευθέτηση στη ΝΑ Μεσόγειο, είναι δεδομένη. Το ενδιαφέρον των ΗΠΑ εστιάζεται στην ανασυγκρότηση του τουρκοϊσραηλινού άξονα, με υπομόχλια τους υδρογονάνθρακες και την Κύπρο. Οι ενεργειακοί πόροι δεν αφήνουν αδιάφορη και τη Γερμανία, η οποία δια του bail in και του Mνημονίου έδειξε ότι μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τις τύχες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αλλωστε η ρητορική των υποστηρικτών της νέας λύσης εντός της νήσου χρωματίζεται από τον επείγοντα χαρακτήρα και από το πακετάρισμα του πολιτικού με το οικονομικό: αν δεν δοθεί η λύση τώρα, θα χαθούν οι υδρογονάνθρακες. Οι υποστηρικτές του σχεδίου υπολογίζουν ακόμη στην κόπωση και τον φόβο του κυπριακού λαού, μετά το επιθετικό bail in και την βαθιά κρίση που μαστίζει την εγχώρια οικονομία. Υπολογίζουν ότι με τους κατάλληλους χειρισμούς θα καμφθεί το 75,83% που καταψήφισε το σχέδιο Ανάν το 2004· άλλωστε από τουρκοκυπριακής πλευράς έχει δηλωθεί ότι τώρα δημοψήφισμα θα γίνει μόνο αφού διασφαλιστεί μέσω δημοσκοπήσεων ότι το αποτέλεσμα θα είναι θετικό.

Μια καλυμμένη διχοτόμηση της Κύπρου θα έχει ασφαλώς δυσμενέστατες επιπτώσεις και στο ελλαδικό κράτος, του οποίου η γεωπολιτική σημασία θα εξασθενήσει αποφασιστικά, κυρίως έναντι του νευρικού μεγάλου γείτονα. Πολύ περισσότερο, που και τα δύο κράτη σήμερα, η Ελληνική και η Κυπριακή Δημοκρατία, εξασθενημένα από την σφοδρή οικονομική κρίση, στερούνται διπλωματικού κεφαλαίου και συμμαχιών, ενώ το διεθνές περιβάλλον καθίσταται διαρκώς ασταθέστερο.

Αναμένονται βεβαίως πάντα οι αντιδράσεις των πολιτικών δυνάμεων και των πολιτών. Στην Κύπρο το ΔΗΚΟ, υπό τον Νικόλα Παπαδόπουλο, διαφώνησε ανοιχτά με τις πρωτοβουλίες του Προέδρου Αναστασιάδη και αποχώρησε από την κυβέρνησή του. Το ΑΚΕΛ τηρεί επιφυλακτική στάση, καθώς οι οπαδοί του είναι αποδεδειγμένα εχθρικοί προς το σχέδιο Ανάν, ενώ η ηγεσία είναι βαριά τραυματισμένη από την αποτυχημένη διακυβέρνηση του Προέδρου Χριστόφια. Τα υπόλοιπα «αντι-ανανικά» κόμματα είναι σκόρπια.

Στην Ελλάδα επικρατεί επιφυλακτικότητα. Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς είχε ταχθεί ανοιχτά εναντίον του Σχεδίου Ανάν, τώρα σιωπά· και είναι γνωστό ότι οι σχέσεις του με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη δεν είναι οι καλύτερες. Ο ΣΥΡΙΖΑ επισήμως κρατά πολύ προσεκτική στάση δια του προέδρου του, Αλέξη Τσίπρα· ο οποίος θυμάται τον υπερβάλλοντα φιλοανανικό ζήλο του προδρόμου Συνασπισμού το 2004, και ασφαλώς γνωρίζει ότι τα παρόντα διακυβεύματα είναι απείρως σοβαρότερα. Το ΚΚΕ και οι ΑΝ.ΕΛ. τάσσονται εναντίον της κοινής διακήρυξης. Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα γνωρίζουν ότι κάθε βεβιασμένη κίνηση και κάθε τετελεσμένο στο Κυπριακό μπορεί αίφνης να αποκτήσει εξαιρετικά βαρύνουσα σημασία στο εσωτερικό μέτωπο, με απρόβλεπτες συνέπειες.

Η εισηγητική έκθεση των δύο ευρωβουλευτών προς το Ευρωκοινοβούλιο για τα πεπραγμένα της τρόικας στις χώρες της ευρωζώνης υπό Μνημόνιο αναγνώσθηκε με δύο παράλληλους τρόπους από τους συντάκτες της. Αλλα είναι τα συμπεράσματα και οι εκτιμήσεις του Γάλλου σοσιαλιστή Λίεμ Χοάνγκ-Νγκοκ, άλλα του Αυστριακού συντηρητικού Οτμαρ Κάρας. Πάντως και οι δύο συμφωνούν: η τρόικα στερείται νομικής βάσης, η λειτουργία της δεν καλυπτόταν από εγγυήσεις για διαφάνεια, κοινοβουλευτικό έλεγχο και δημοκρατική νομιμοποίηση, και εν πάση περιπτώσει ο ρόλος της τέλειωσε εκ τω πραγμάτων· εφεξής πρέπει να βρεθεί άλλο σχήμα επιτήρησης.

Τις διαφορετικές προσεγγίσεις τις είχαμε αντιληφθεί από τις πρώτες στιγμές που δημοσιεύτηκε η έκθεση, πολύ πριν φτάσουν οι δύο εισηγητές στην Αθήνα και προκληθεί τοπική τρικυμία από τις αιχμηρές δηλώσεις του κ. Κάρας σχετικά με τι του είπε και τι δεν του είπε ο κ. Τσίπρας στο Στρασβούργο, στις 11 Δεκεμβρίου.

Η διαφορά προσεγγίσεων όμως έχει την πολιτική της σημασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η προσέγγιση Κάρας, έτσι όπως εκδηλώθηκε ως προς τον Ελληνα αρχηγό της αντιπολίτευσης, δείχνει πώς αντιλαμβάνεται ένα μέρος της ευρωηγεσίας την παραγωγή πολιτικής σε εθνικό επίπεδο: μάλλον συγκαταβατικά, ενοχλημένα, και σίγουρα πατερναλιστικά. Κατά βάθος η ηγεμονεύουσα ελίτ αντιμετωπίζει με καχυποψία τη δυνατότητα των εθνών-κρατών, ιδίως των μικρών, να χαράσσουν πολιτική, ακόμη και αν κινούνται εντός των συνομολογημένων στενότατων ορίων. Η παρατήρηση, οιονεί επίκριση, του κ. Κάρας ότι ο κ. Τσίπρας δεν του υπέβαλε το κυβερνητικό του πρόγραμμα για την Ελλάδα, διπλωματικά είναι τουλάχιστον ατυχής· ένας πολιτικός ηγέτης δεν θα εκφραζόταν ποτέ με αυτό τον τρόπο. Ούτε ο Ολι Ρεν ούτε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μίλησαν έτσι, και δεν μπορούμε να πούμε ότι διάκεινται ευμενώς ή φιλικά υπέρ του κ. Τσίπρα.

Τέλος πάντων, ο κ. Κάρας δεν είναι πολιτικός ηγέτης, ένας ευρωβουλευτής είναι που ζητά τώρα την ψήφο του αυστριακού λαού για να επανεκλεγεί· του δόθηκε σημασία δυσανάλογη προς το πραγματικό του εκτόπισμα, όπως κάνουμε άλλωστε με τον παράφορο ευρωαρνητή Νάιτζελ Φάραντζ.

Στην επιτηρούμενη Ελλάδα δίδεται υπερβολική, μη αρμόζουσα σημασία σε δευτερεύοντα πρόσωπα, εντολοδόχους ή τεχνοκράτες. Γιατί όμως; Διότι υπό πολλές έννοιες η Ευρωπαϊκή Ενωση διοικείται από τεχνοκράτες και εντολοδόχους. Ακόμη και οι μεγάλες πολιτικές αποφάσεις, που λαμβάνουν οι ηγέτες στην Σύνοδο Κορυφής, ή η περίπλοκη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εξειδικεύονται και εφαρμόζονται από δαιδαλώδεις επιτροπές και απρόσωπους τεχνοκράτες, με ανύπαρκτη νομιμοποίηση και λογοδοσία. Και βέβαια, μετά το ναυάγιο των δημοψηφισμάτων για το Ευρωσύνταγμα, είναι καταφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση αποφεύγει με κάθε τρόπο τη λαϊκή ετυμηγορία και τη δημοκρατική λογοδοσία. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, λ.χ., εφαρμόστηκε με συνοπτικές διαδικασίες από την κορυφή, ενώ σε όλη την περίοδο της κρίσης χρέους είδαμε ότι η ευρωπαϊκή πολιτική πηγάζει κατά κύριο λόγο από το Βερολίνο υπό την σκιά μιας άτυπης Διεθνούς των αγορών. Η, κατά τον Οτμαρ Κάρας μη έχουσα νομική και δημοκρατική βάση, τρόικα ορίστηκε από τις Βρυξέλες και το Βερολίνο, βάζοντας το ΔΝΤ να εφαρμόσει την εσωτερική υποτίμηση αλά καρτ σε χώρες του ευρώ.

Ποια σχέση έχει αυτή η παραγωγή ανισοβαρούς πολιτικής με τα φεντεραλιστικά, ουμανιστικά οράματα του Ζαν Μονέ και του Αλτιέρο Σπινέλι, ή και του Ζακ Ντελόρ; Η κρίση δοκιμάζει τα πολιτικά και διανοητικά θεμέλια της Ευρώπης.

KAL_CN_2406207_11 001

Αλέξη Τσίπρα, πιστεύεις στον Θεό; Το ερώτημα απευθύνθηκε στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τη συμπολίτευση και ακολούθως από ορισμένους ιεράρχες. Οι ερωτώντες υποστηρίζουν ή υπονοούν ότι από την απάντηση του κ. Τσίπρα (ήδη δοθείσα άλλωστε σε ανύποπτο χρόνο) οι Ελληνες πολίτες θα κρίνουν αν είναι κατάλληλος για πρωθυπουργός ― ένα ιδιότυπο γκάλοπ, δηλαδή, για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό, βασισμένο σε ερώτηση με «παγίδες».

Είναι προφανές ότι τέτοιο ερώτημα βάζει την ήδη εύθραυστη δημοκρατία μας σε τροχιά παραοθωμανικής θεοκρατίας, ήκιστα χριστιανικής και ήκιστα διαφωτιστικής ταυτοχρόνως. Προξενεί αλγεινή εντύπωση δε ότι τέτοιο ερώτημα δεν ετέθη από κάποιον γραφικό ζηλωτή, αλλά από πολιτικό οργανισμό που αντλεί από τον φιλελευθερισμό.

Είναι προφανές επίσης, ότι κανείς πιστός χριστιανός δεν συμμερίζεται τις ερωτήσεις του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, πολύ περισσότερο αν τίθενται για πολιτική εκμετάλλευση. Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος το εξέφρασε έτσι: «Κανείς δεν μπορεί να κρίνει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι οποίες είναι σεβαστές και ανεξάρτητες από την ιδιότητα που φέρει ο καθένας. Ο λαός κρίνει αν αύριο μπορεί να είναι κάποιος Πρωθυπουργός. Όμως υπάρχει ελευθερία στα πιστεύω του καθενός».

Αντιθέτως ο Αλεξανδρουπόλεως Ανθιμος και ο Πειραιώς Σεραφείμ κάλεσαν τον Αλέξη Τσίπρα να ομολογήσει δημοσίως τον αθεϊσμό του. Ο Πειραιώς μάλιστα τον κάλεσε να πάρει θέση στο ερώτημα της Δημιουργίας, όπως τίθεται συχνά-πυκνά από τους «δημιουργιστές» φονταμενταλιστές στις ΗΠΑ, προκειμένου να του επιτραπεί να αναλάβει τη διακυβέρνηση, και εν συνεχεία προεξόφλησε κάθε απάντηση χρησιμοποιώντας τα λόγια του Ντοστογιέφσκι: «χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται».

Περιττόν ειπείν, στην κάλπη δεν εκλέγεται γέροντας αλλά βουλευτής, ο πολιτικός ηγέτης δεν εκλέγεται βάσει της θρησκευτικής του πίστης, αλλά βάσει των πολιτικών ιδεών και ικανοτήτων του, και βεβαίως βάσει των προσδοκιών εκάστου εκλογέως. Ο Πειραιώς Σεραφείμ και οι ομοϊδεάτες του αντιλαμβάνονται την Ελλάδα ως ιδιότυπο θεοκρατούμενο κράτος συγκροτούμενο από ομοειδείς πιστούς, μέλη ενός περιούσιου λαού, ενιαίου και αμετάβλητου. Είναι εκτός πραγματικότητας. Ναι μεν η Ορθοδοξία είναι η συνταγματικώς αναγνωρισμένη επικρατούσα θρησκεία, αλλά όχι η υποχρεωτική. Η πίστη δεν επιβάλλεται με νόμους και καταναγκασμό. Πολύ περισσότερο, όπως λέγει ο αδελφόθεος Ιάκωβος: «Τι το όφελος αδελφοί μου, εάν πίστιν λέγη τις έχειν, έργα δε μη έχη; […] Η πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά εστί καθ’ εαυτήν».

Ο κοσμικός ηγέτης εγκαλείται για τα έργα του και όχι για την πίστη του, για την αρετή του και όχι για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, για το πώς μπορεί να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και όχι πώς να τους προσηλυτίσει.
Ας δούμε όμως και τι λέει ο Ντοστογιέφσκι περί πίστης. Στους «Δαιμονισμένους», ο σκληροτράχηλος μηδενιστής Σταυρόγκιν αποσυναρμολογεί τον εθνικιστή Σατώφ στον μνημειώδη διάλογο περί πίστης. Πιστεύεις στον Θεό; τον ρωτά. Ο Σατώφ: Πιστεύω στη Ρωσία, πιστεύω στην Ορθοδοξία, πιστεύω ότι η Δευτέρα Παρουσία θα γίνει στη Ρωσία… Επιμένει ο Σταυρόγκιν: Στον Θεό, πιστεύεις στον Θεό; Ο Σατώφ καταρρέει: Θα πιστέψω στον Θεό…

Ο μηδενιστής Σταυρόγκιν ξεγυμνώνει την «πίστη» του Σατώφ, την προβαλλόμενη μόνο ως δεκανίκι του πανρωσισμού του. Τέτοια χρήση της χριστιανικής πίστης έγινε στα αναμορφωτήρια του Εμφυλίου, τέτοια πίστη επεκαλούντο οι χουντικοί συνταγματάρχες και οι βασανιστές· τα έργα τους ωστόσο άλλα μαρτυρούσαν, έναν βίο κατενάντιο στη χριστιανική μαρτυρία. «Τι με πειράζετε, υποκριταί; […] απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ.»

φωτ.: Στράτος Καλαφάτης

Το πολιτικό στερέωμα μετασχηματίζεται με εντυπωσιακά ταχύ ρυθμό, σε σχέση με το παρελθόν. Τα πολιτικά γεγονότα είναι πολλά και πυκνά, δείχνουν ώσμωση μεταξύ χώρων, κινητικότητα προσώπων, κερματισμό και ανασύνθεση. Ολα έχουν τη σημασία τους: η πανηγυρική ανάδειξη του Αλέξη Τσίπρα από την Ευρωπαϊκή Αριστερά σε υποψήφιο πρόεδρο της Κομισιόν, η κίνηση των 58 για αναδιάταξη της κεντροαριστεράς, η μεγάλη πλειοψηφία που έλαβε ο Φώτης Κουβέλης επανεκλεγόμενος πρόεδρος μια διχασμένης ΔΗΜΑΡ.

Η σταδιακή αποσάθρωση του ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας του μνημονίου, άφησε κενό χώρο, δηλαδή αδέσποτους εκλογείς και ορφανά κοινωνικά στρώματα. Αυτό τον πληγωμένο και σαστισμένο μικρομεσαίο κόσμο, την πλειονότητα του εκλογικού σώματος, διεκδικούν ο ΣΥΡΙΖΑ, με όρους μιας νέας ηγεμονίας, αλλά και η ΔΗΜΑΡ, η οποία επανέφερε τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» στη ρητορική της για να διαφοριστεί από την υπό διαμόρφωση Ελιά· και πιο πρόσφατα η Ελιά των 58, με περισσότερα πασοκογενή στοιχεία αυτή, πιο μεταπολιτική και ασαφής ως προς τα κοινωνικά της μηνύματα.

Παρότι όμως οι πολιτικές διεργασίες επιταχύνονται, υστερούν ως προς τις κοινωνικές διεργασίες. Οι πολιτικοί σχηματισμοί κινούνται με εντυπωσιακή βραδύτητα, σε σύγκριση με τις τεκτονικές μετατοπίσεις μέσα στο κοινωνικό σώμα. Δεν καταφέρνουν να στοιχηθούν ευκρινώς με τα νεοπαγή κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που ανέδειξε η κρίση, κυρίως με την οδυνηρά μετασχηματιζόμενη μεσαία τάξη. Ακόμη και ο παλαιότερος και συμπαγέστερος των προειρηθέντων σχηματισμών, ο ΣΥΡΙΖΑ, αναζητεί ακόμη τον προγραμματικό λόγο που θα καταφέρει να συσπειρώσει την εκλογική κρίσιμη μάζα.

Πέρα από τα εκλογικά ποσοστά: το σημαντικότερο σε αυτή την ιστορική μετάβαση είναι πώς θα εκφραστούν πολιτικά οι ανάγκες και οι προσδοκίες των πληγέντων από την κρίση. Πώς θα συγκροτηθεί μια συνολική επίγνωση: αφενός μια συνείδηση για τα εγχώρια και διεθνή αίτια, αφετέρου, το κρισιμότερο, μια συνείδηση των αναγκαίων δράσεων για να αναταχθεί η χώρα με όρους συνοχής και δικαιοσύνης.

Υπό αυτή την έννοια, οι αλλαγές ρητορικής, ιδεών, συμμαχιών, οι μετατοπίσεις και οι ανασυνθέσεις, προοικονομούν μια βαθύτερη αναδιάταξη της πολιτικής σκηνής, πολύ βαθύτερη από όσο καταγράφηκε στις εκλογές του 2012 και από όσο φαίνεται στις δημοσκοπήσεις. Στο σημείο ζέσεως η πολιτική καλείται να ακολουθήσει την κοινωνία, λαχανιασμένα, σχεδόν πανικόβλητα. Η κοινωνία, με τη σειρά της, είναι πολυδιαιρεμένη, υλικά και βουλητικά· οι γονατισμένοι δεν ελπίζουν τίποτε, είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν το πολιτικό, ακόμη και τις υποσχέσεις στήριξης από την Αριστερά, ακόμη και την αντισυστημική βαναυσότητα της Χρυσής Αυγής. Αλλοι, όχι τόσο απελπισμένοι, θέλουν να εκφραστούν, αλλά ταλαντεύονται άθυμα ανάμεσα σε ριζοσπαστικές, μετριοπαθείς και τυχοδιωκτικές φωνές· κι εδώ όμως ζυγίζει βαριά η δυσπιστία προς την πολιτική, παρότι δεν εγκαταλείπεται το πολιτικό. Για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια, πάνω σε κοινωνικά ερείπια, η πολιτική δεν μπορεί να επιβληθεί εκ των άνω, με παραδοσιακούς τρόπους επιρροής ή χειραγώγησης.

Το κοινοβουλευτικό σαββατοκύριακο αποτύπωσε την κόπωση και την αμηχανία που διατρέχει εγκάρσια το πολιτικό σύστημα. Η πρόταση μομφής που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση καταψηφίστηκε με την αναμενόμενη οριακή κυβερνητική πλειοψηφία· η σχετική συζήτηση διεξάχθηκε με οξείς τόνους, όπως αναμενόταν, αλλά χωρίς να λάβουμε μια καινούργια, μια ουσιαστική απάντηση, για το ένα και μοναδικό καυτό ερώτημα: Πώς θα απεγκλωβιστεί η χώρα από το θανάσιμο σπιράλ της ύφεσης και της ανεργίας;

Ο πρωθυπουργός περιέγραψε τη χώρα σαν να βγαίνει από την κρίση, σαν να έχει ανακοπεί ήδη η οδυνηρή πτώση· δεν δίστασε μάλιστα να υποσχεθεί ότι, αν καταστεί δυνατόν, ένα μικρό μέρος του πλεονάσματος θα δοθεί για ανακούφιση. Ωστόσο, η υπαρκτή πραγματικότητα και όσα φέρνουν τα νέα μέτρα λιτότητας δεν έχουν καμία σχέση με τη χώρα που περιέγραψε ο κ. Σαμαράς, ούτε με την κενή περιεχομένου αριθμολογία του υπουργού Οικονομικών Γ. Στουρνάρα. Ανεξάρτητοι αναλυτές υπολογίζουν ότι και το 2014 η ύφεση θα παραταθεί για έκτη συνεχή χρονιά, με ρυθμό 2-4%, η ανεργία θα προσεγγίσει το 30%, ενώ οι βασικές οικονομικοκοινωνικές δομές θα εξασθενούν από την απώλεια παγίων επενδυμένων κεφαλαίων, τη διαρροή νεανικού στελεχικού δυναμικού και τη δημογραφική γήρανση. Ολοι οι αναλυτές, εντός και εκτός Ευρώπης, συμφωνούν ότι η συνεχιζόμενη λιτότητα δεν επιλύει την ελληνική-ευρωπαϊκή κρίση, αλλά την επιδεινώνει.

Απέναντι σε αυτή τη ζοφερή προοπτική αργού θανάτου, η αξιωματική αντιπολίτευση στάθηκε περιγραφική. Με ορθή, κατά το μάλλον ήττον, περιγραφή του εθνικού αδιεξόδου, με ορθή επισήμανση της ευρωπαϊκής δυστοκίας, με ορθές επισημάνσεις για την παθογένεια που γεννά η εγχώρια διαπλοκή. Αλλά χωρίς συγκεκριμένες προτάσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε μαχητικός και με αυτοπεποίθηση, αλλά περισότερο ως οξύς παρατηρητής και ως σκληρά αντιπολιτευόμενος διαχειριστής με αίτημα πολιτικής εναλλαγής· όχι όμως ως φορέας εξουσίας έτοιμος να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας σε μια ιστορική καμπή, για να ανακόψει την πτώση και να οργανώσει τη σωτηρία.

Δεν εξετάζουμε εδώ τα τακτικά οφέλη και τις ζημίες ενός εκάστου· εξετάζουμε τις βραχυμεσοπρόθεσμες δυνατότητες της χώρας για ανάκαμψη. Ως προς τούτο, κατέστη φανερή η κόπωση του πρωθυπουργού, ο οποίος περιορίζεται να συνοψίζει ευφημιστικά ό,τι έχει επιτευχθεί στο δημοσιονομικό πεδίο, χωρίς να απευθύνεται ευθέως στους πολίτες, επειδή δεν μπορεί πλέον να υποσχεθεί πειστικά ότι δεν έρχονται κι άλλες οριζόντιες θυσίες. Είναι φανερή επίσης η δυσχερέστατη πολιτικά θέση του κ. Β. Βενιζέλου, μετέωρος καθώς βρίσκεται ανάμεσα σε μια αντιδημοφιλή κυβερνητική πολιτική και σε μια διαφαινόμενη εκλογική συντριβή. Σε παρόμοια δύσκολη θέση βρίσκεται και ο κ. Φ.Κουβέλης: ο επαμφοτερισμός του οδηγεί σε στρατηγικό αδιέξοδο.

Δυσχερής είναι όμως και η θέση του κ. Αλέξη Τσίπρα. Στο μέτρο που προβάλλει με αξιώσεις ως ο επόμενος πρωθυπουργός, θα έπρεπε ήδη να αρθρώνει άλλο λόγο: ξεκάθαρα ηγεμονικό, ενωτικό και συμπεριληπτικό, με εξειδικευμένες προτάσεις διάσωσης και ανόρθωσης, λόγο ενισχυτικό του συλλογικού φρονήματος αλλά και με σκληρές αλήθειες για τον βίο μεσοπρόθεσμα σε μια οικονομία βαριά λαβωμένη και σε δυσμενές διεθνές περιβάλλον.

Δυστυχώς, η αναμέτρηση εντός του Κοινοβουλίου μετέδωσε κόπωση, όχι μια σύγκρουση για υπέρβαση. Προς το παρόν.

συνεδριο

Οι περισσότεροι ψηφοφόροι απ’ όσους έδωσαν το ιστορικό 27% στον ΣΥΡΙΖΑ περίμεναν από το συνέδριο ένα μήνυμα συνέγερσης και ελπίδας, σκληρές αλήθειες και δεσμεύσεις επί του πρακτέου, επί του αμείλικτου πραγματικού. Αυτοί οι 1,8 εκατομμύρια εκλογείς, οι μη τυπικά αριστεροί, περίμεναν ένα ενιαίο κόμμα ευρύχωρο και ανοιχτό, εξωστρεφές, όχι για να τους χωρέσει όλους, αλλά για να τους σκεφτεί, και κυρίως για να τους ανοίξει ένα παράθυρο στο μέλλον.

Αυτό συνέβη μόνον εν μέρει. Στο συνέδριο του Φαλήρου ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να συγκροτηθεί ως ενιαίο κόμμα, με ενιαίες καταστατικές αρχές και πολιτικές θέσεις, ανέδειξε και τυπικά πρόεδρο τον de facto ηγέτη Αλέξη Τσίπρα, με απευθείας εκλογή, κήρυξε το τέλος των συνιστωσών. Είναι βήματα αυτά, σημαντικά σε άλλο, ομαλό καιρό, αλλά βήματα μάλλον δειλά υπό την παρούσα ιστορική συγκυρία, δεν είναι βήματα που οδηγούν αποφασιστικά στο ραντεβού με την ιστορία, τη μεγάλη, όχι την κομματική. Ας πούμε: Η αυτοδιάλυση των εναπομεινασών συνιστωσών πήρε πίστωση χρόνου («εύλογο διάστημα»), η απευθείας εκλογή προέδρου συνάντησε αντιστάσεις, στην εκλογή της κεντρικής επιτροπής κατέβηκαν λίστες, η εσωτερική αντιπολίτευση θεσμοθετήθηκε σαν παρουσία, παρότι οι πολιτικές της θέσεις καταψηφίστηκαν. Τέλος, ο χαρισματικός Αλέξης Τσίπρας, παρά τις υποχωρήσεις και τους ισορροπισμούς του, ή μάλλον εξαιτίας τους, εισέπραξε 20% λευκές ψήφους, μισόκαρδης αμφισβήτησης.

Το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπερέβη ολοκληρωτικά την εσωστρέφεια. Δεν μίλησε θαρρετά και ανοιχτά στον εξωκομματικό κόσμο, στους ψηφοφόρους και συμπαθούντες, στους προσβλέποντες, δηλαδή στους πολίτες. Η περισσότερη ενέργεια των 3.800 συνέδρων αναλώθηκε στο πώς θα πλασαριστούν καλύτερα στο νέο τοπίο ενδοκομματικής εξουσίας οι διαλυόμενες φράξιες και συνιστώσες. Το κόμμα αναδύθηκε ενιαίο μεν, διστακτικά δε, με δυσπιστία προς την ισχυρή ηγεσία και τις ρεαλιστικές απαντήσεις στο εδώ και τώρα της σφοδρής κρίσης, με αποφυγή του πρωτογενούς, ρηξικέλευθου, συνθετικού λόγου για τον ταραγμένο καιρό, με καταφυγή είτε σε δοξασίες Τρίτης Διεθνούς είτε στον αμυντικό κινηματισμό των δικαιωμάτων.

Υπό μία έννοια, τα ιστορικά στελέχη του Συνασπισμού και των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, προέβησαν σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών του συνομοσπονδιακού και κομμουνιστογενούς παρελθόντος, αναγκαίο ίσως, αλλά δεν τόλμησαν να ανοίξουν παράθυρα στο μέλλον, δεν εξέπληξαν. Η τέτοια προσέγγιση προδίδει μια στατική αντίληψη του ρευστού και πολυκίνδυνου παρόντος, τοπικού και γεωπολιτικού. Προδίδει μια ιδεολογική και αμυντική προσέγγιση των καινοφανών πολιτικών προβλημάτων του 2013, με τη χώρα χρεοκοπημένη στα πρόθυρα κατάρρευσης, με την Ευρώπη διαιρεμένη και αδύναμη, με τη Μεσόγειο ασταθή ή φλεγόμενη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πιθανόν να πρωτεύσει και να κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Για να συμβεί αυτό, πρέπει όχι μόνο να κάμψει την καχυποψία όσων δεν τον εψήφισαν πέρυσι και να κερδίσει την ανοχή ή τον σεβασμό τους, αλλά να αναπτερώσει το φρόνημα των πολλών, των φίλων, συμπαθούντων, ουδετέρων. Δηλαδή, των πληγέντων και έμφοβων Ελλήνων πολιτών. Η κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση όλων των Ελλήνων, όχι των αριστερών. Για να το επιτύχει αυτό, δεν αρκούν ο κομματικός πατριωτισμός και οι καλές προθέσεις, απαιτείται υπέρβαση εαυτού, απροκατάληπτη εμβάπτιση στην κοινωνία, συναίσθηση της βαριάς ιστορικής ευθύνης μες στο εργαστήρι του μέλλοντος.

Η πολιτική περιμένει έξω από την υπόγεια αρένα του συνεδρίου· εκεί όπου πάντα βρισκόταν.

Το πολιτικό κλίμα περί την Ελλάδα έχει βελτιωθεί στο εξωτερικό. Η συνέχιση της εκροής του πακέτου διάσωσης, μετά την ψήφιση του πολλοστού πακέτου περικοπών και φόρων, αφαίρεσε από την Ελλάδα τον χαρακτηρισμό της συστημικής βόμβας. Προς το παρόν. Εν τω μεταξύ η διπλωματική κινητικότητα του Αλέξη Τσίπρα, μεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον, προσεχώς και Βρυξελών, αφενός αποδαιμονοποιεί τον αριστερό ηγέτη στα μάτια των δυτικών ηγετών, αφετέρου δείχνει ότι η Ελλάδα παίζει κάποιο σημαντικό ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης της ευρωζώνης.

Η υποδοχή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και των ΗΠΑ, και από την ηγεσία του ΔΝΤ, ουσιαστικά δείχνει μια πραγματιστική προσέγγιση εκ μέρους των εταίρων και συμμάχων: δείχνει αποδοχή μιας ενδεχόμενης αλλαγής ηγεσίας και επιθυμία για συνέχιση των σχέσεων συνεργασίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Φυσικό άλλωστε: οι διεθνείς σχέσεις δεν κυριαρχούνται από ιδεοληψίες, αλλά από πραγματισμό και διάθεση κατανόησης του άλλου ― ως επί το πλείστον.

Αντιθέτως, η κριτική που δέχεται μέχρι στιγμής ο Αλ. Τσίπρας για τα εξωχωρίως λεγόμενά του, από εγχώριους αναλυτές, δείχνει μάλλον αμηχανία και ιδεοληπτικές αγκυλώσεις ― στο μεγαλύτερο μέρος. Ορισμένοι συντηρητικοί τού προσάπτουν δεξιά στροφή, αλλά ταυτοχρόνως τοποθετούν το κόμμα του εκτός νομιμότητας. Του προσάπτουν επίσης διγλωσσία, χωρίς όμως συγκεκριμένη παραβολή λόγων και επιχειρημάτων, πέραν των στερεοτυπικών. Οι βιαστικές επικρίσεις, προτού καν ολοκληρωθεί η επίσκεψη, δείχνουν μια διττή δυσκολία κατανόησης: αφενός, του ρευστού διεθνούς συσχετισμού, με φόντο την γεωπολιτική ταραχή στη Μεσόγειο και την υφεσιακή πορεία της Ευρώπης· αφετέρου, δυσκολία να γίνει κατανοητή η πολιτική ρευστότητα στο εσωτερικό της χώρας, σύστοιχη της κοινωνικής ρευστότητας.

Πέραν των αριστεροδεξιών στερεοτύπων: Το σοκ της κρίσης και η συνεχιζόμενη ύφεση μετασχηματίζουν βίαια την κοινωνία· οι πολιτικοί οργανισμοί προσπαθούν να παρακολουθήσουν την κοινωνία, να συλλάβουν τις νέες ανάγκες και να επινοήσουν λύσεις. Η ευρεία ανανέωση προσώπων και η είσοδος νεοπαγών σχημάτων στο Κοινοβούλιο είναι ένα μόνον επεισόδιο σε αυτή τη διαδικασία, που θα είναι μακρά, επίπονη και γεμάτη απροσδόκητα. Ο εκφερόμενος λόγος και οι ιδέες για την ανασυγκρότηση της χώρας υπόκεινται διαρκώς σε ανάλογες δυναμικές προσαρμογές· πολύ περισσότερο που δυναμικά αναδιατάσσονται μεγάλες κοινωνικές ομάδες, ιδίως εντός της συντριπτικά κυρίαρχης πληθυσμιακά μικροαστικής μάζας.

Συνοπτικά: οι νέες ιδέες και πρακτικές, και οι πολιτικές εκφράσεις τους, δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί. Οι πολλαπλές επείγουσες ανάγκες πιέζουν αφόρητα· ο πολιτικός χρόνος επιταχύνεται, διαρκώς ξεπερνώντας τις ικανότητες και τις συνήθειες κομμάτων και πολιτικών ανδρών. Υπό αυτές τις συνθήκες, η σύλληψη του καίριου και του αναδυόμενου, η αναγνώριση του καινοφανούς, η έγκαιρη προσαρμογή, η ευελιξία και ο πραγματισμός, είναι εκ των ων ουκ άνευ για τον πολιτικό άνδρα, σήμερα και για τον καιρό που έρχεται. Μαζί ασφαλώς με την ικανότητά του να αφουγκράζεται τα παρόντα και τα πλησιάζοντα, και να φτιάχνει σχήμα υποδοχής για τα μέλλοντα. Τέτοιες αρετές και πρόσωπα αναζητούνται σήμερα εναγωνίως· ζωογόνα ρεύματα σκέψης και πράξης, σε κάθε χώρο, πέρα από στερεοτυπικές κατατάξεις.

Λούλα και Τσίπρας.

Λούλα και Τσίπρας.

Η προσεκτική ανάγνωση των δημογραφικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών των εκλογέων του περασμένου καλοκαιριού (π.χ. εδώ και εδώ) και των ευρημάτων πρόσφατων δημοσκοπικών ερευνών (εδώ και εδώ) δείχνει την ελληνική κοινωνία να μετατοπίζεται μαζικά κατά την πολιτική της έκφραση, έστω και στο σχετικά περιορισμένο πλαίσιο που συνθέτουν οι υπάρχοντες κομματικοί σχηματισμοί.

Οι μετακινήσεις δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις πολιτικές προτιμήσεις, όσο με τις ραγδαίες ανακατατάξεις στην οικονομική και κοινωνική πυραμίδα. Η ύφεση και η ανεργία δεν είναι απλώς οικονομετρικοί δείκτες, αλλά φαινόμενα που κατεξοχήν και απευθείας επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Τα πολυπληθή στην Ελλάδα μικροαστικά στρώματα ήταν τα πρώτα που ένιωσαν στο πετσί τους τις επιπτώσεις της βαθιάς παρατεταμένης ύφεσης: καταστράφηκαν οικονομικά, κατρακύλησαν ταξικά, υποβαθμίστηκαν οι προσδοκίες τους. Οι νεόπτωχοι, άνεργοι ή ημιαπασχολούμενοι, μαζί με την εργασία και το εισόδημά τους, σε δυόμισι χρόνια έχασαν κάθε δυνατότητα παρέμβασης στο παρόν και κάθε δυνατότητα σχεδιασμού του εγγύς μέλλοντος. Αυτοί ακριβώς, οι πληγέντες και οι αισθανόμενοι προδομένοι, οι συνθέτοντες τον παραγωγικό κορμό της χώρας, μετακινούνται τώρα μαζικά στο πολιτικό φάσμα. Πού πάνε;

Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ άφησε τα μικροαστικά στρώματα και τις παραγωγικές ηλικιακές ομάδες όχι μόνο χωρίς πολιτική στέγη, αλλά και κοινωνικά υποβαθμισμένα και ψυχικά εξαγριωμένα. Η συντριπτική πλειονότης κινείται προς τον ΣΥΡΙΖΑ: μισθωτοί ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ελεύθεροι επαγγελματίες, νέοι, άνεργοι, και όλες οι παραγωγικές ηλικίες. Μόνο οι αγρότες και οι συνταξιούχοι, οι πιο συντηρητικές ομάδες πληθυσμού, δεν μετακινούνται πλειοψηφικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προς τη Νέα Δημοκρατία.

Με τις παραγωγικές και κατά τεκμήριο πιο δυναμικές ομάδες να κινούνται πολιτικά εκτός των κομμάτων του κυβερνητικού τόξου, γεννάται εύλογα το ερώτημα: Ποιο εναλλακτικό κυβερνητικό σχήμα μπορεί να εκφράσει τους μετακινούμενους, και να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους για απόκρουση της φτώχειας και στοιχειώδη αξιοπρέπεια; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ;

Το παράδοξο είναι ότι πολλοί απ’ όσους ψήφισαν ή κλίνουν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν τον θεωρούν έτοιμο να κυβερνήσει, δηλαδή να εκπληρώσει τις προσδοκίες τους. Αυτό σημαίνει δύο τινά: Πρώτον, ο περισσότερο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι έχει συντελεστεί ήδη μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, ότι δεν υπάρχει επιστροφή στα παλιά· άρα απαιτούνται νέα εργαλεία και ριζικά νέο πολιτικό σχέδιο.

Δεύτερον, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αντιπολιτεύεται κυρίως, και λιγότερο να προβάλλει ως επόμενη κυβέρνηση και ως ηγεμονική δύναμη στο πολιτικό πεδίο. Ο πυκνός χρόνος τον αιφνιδίασε. Δεν έχει προλάβει να αντλήσει ψυχοπνευματικές δυνάμεις από το άμορφο πλήθος των απογοητευμένων αλλά πολύτιμων ανένταχτων μονάδων που κινούνται φωτοτακτικά προς αυτόν. Ενώ ήταν τολμηρή και ορθή η διεθνοποιημένη προσέγγιση της κρίσης, οι κινήσεις του στο εσωτερικό στηρίζονται σε εννοιολογήσεις του παλαιού θνήσκοντος κόσμου: παραδοσιακές συμμαχίες με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν κανέναν, τακτικές μανούβρες διεμβόλισης, υψηλή ρητορεία, σε συνδυασμό με αμφίθυμη διγλωσσία και πολυφωνικό βόμβο σε κομβικά ζητήματα υψηλής πολιτικής.

Με τις διαδικασίες βάσης και αιμοδότησης από τη βάση να απαιτούν άλλο χρόνο από τον διατιθέμενο, αναπόφευκτα το βάρος για παραγωγή πολιτικής σύνθεσης πέφτει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, την ηγεσία ενός πρώην μικρού κόμματος πολύχρωμης διαμαρτυρίας. Αρα το ερώτημα τίθεται κι έτσι: Μπορούν ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα;

Με χρονική υστέρηση ως προς τις κοινωνικές μετατοπίσεις και τους ψυχοπνευματικούς μετασχηματισμούς, ακόμη και ως προς τα εκλογικά αποτελέσματα, οι πολιτικοί οργανισμοί εισέρχονται και αυτοί σε φάση έντονων αναζητήσεων και ανασυγκρότησης. Παρά την πρωτοφανή (τείνουσα προς τη μηδενική) κρίση εμπιστοσύνης προς τα κόμματα, τις τελευταίες ημέρες είχαμε μείζονες διεργασίες σε δύο υπάρχοντα κόμματα και ανάδυση δύο νέων μορφωμάτων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού ενέγραψε περίπου 30-40 χιλιάδες νέα μέλη τριπλασιάζοντας τη βάση του, προχώρησε σε πανελλαδική ιδρυτική συνδιάσκεψη ως ενιαίο κόμμα και ετοιμάζεται ήδη για συνέδριο. Με ογκώδες εκλογικό ποσοστό και φιλοδοξία ανάληψης της εξουσίας, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εισήλθε προχθές στη δύσκολη ενηλικίωση. Οι περιλάλητες συνιστώσες αυτοδιαλύθηκαν και ενσωματώθηκαν, πλην του Αριστερού Ρεύματος· η νέα δυναμική πλέον αντλείται από την προοπτική εξουσίας και από την ανάγκη κοινωνικών-πολιτικών συμμαχιών· όχι από την άθροιση επιμέρους ιδεολογικών εμμονών και ιδιορρυθμιών. Το νέο αίμα και η ιστορική συγκυρία θα ορίσουν την πολιτική σύνθεση που θα παραχθεί από το νέο μεγάλο κόμμα: και οι δύο αυτές παράμετροι ανατρέπουν τη συμβίωση επαγγελματικών στελεχών και αριστεριστών καθαρολόγων, που συνυπήρχαν σε ένα μικρό κόμμα-λέσχη.

Το σαφώς μειοψηφικό (25%) Αριστερό Ρεύμα εκφράζει μια στατική άποψη, προσανατολισμένη προς τον καταγωγικό Περισσό και ιδεολογικές συμμαχίες. Το κυρίαρχο ρεύμα υπό τον Αλέξη Τσίπρα στρέφεται προς κοινωνικές συμμαχίες και προς την ευθύνη μιας διαταξικής εθνικής συμπερίληψης· υπό τον όρο «κόσμος της εργασίας» νοούνται πλέον και τα ευρύτερα μικροαστικά στρώματα που πλήττονται από την κρίση. Εξ ου και οι πιο δυναμικές οργανώσεις είναι οι χωρικές, οι μικτής επαγγελματικής σύνθεσης οργανώσεις γειτονιάς, συνοικίας κ.λπ., οι οποίες είναι και πολύ περισσότερο παρεμβατικές επί του πεδίου, και όχι οι τυπικές κλαδικές.

Ενδιαφέρον έχει και η κινητικότητα στο χώρο των φιλελευθέρων, με αφορμή το συνέδριο της Δράσης. Παρά την περιορισμένη διείσδυση των ιδεών του πολιτικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού, και την μονομερή έμφαση στα νεοφιλελεύθερα οικονομικά, γεγονός που τους προσδίδει συχνά έναν ακατέργαστο πολιτικά και αντιδημοφιλή χαρακτήρα, φαίνεται ότι και αυτός ο χώρος αντιλαμβάνεται ότι η συγκυρία επιτάσσει ριζοσπαστισμό και ανατροπές.

Τέλος, δύο αποτμήματα από τα κυβερνητικά κόμματα, ελάσσονος σημασίας: η ΡΙΚΣΣΥ του Ανδρέα Λοβέρδου, διαγραφέντος πάραυτα από το ΠΑΣΟΚ, πλασάρεται στο ασχημάτιστο κέντρο, ενόψει εξελίξεων, ενώ το Αριστερό Δίκτυο συγκεντρώνει τους ευάριθμους δυσαρεστημένους της ΔΗΜΑΡ, περισσότερο σαν αμήχανη ομάδα πίεσης στο αραιωμένο διάλυμα της παλαιάς κεντροαριστεράς.

Σε κάθε περίπτωση, ο σκληρότατος χειμώνας που έρχεται απειλητικός για το υπόλοιπο 70% του πληθυσμού, όσο δεν έχει διαβεί το κατώφλι της φτώχειας και του αποκλεισμού (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ), θα φέρει και σοβαρές πολιτικές διεργασίες ― συστοιχισμένες εν μέρει με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς.

μοτο
Το ψυχόδραμα
των παραιτήσεων
Την πολιτική εβδομάδα σφραγίζει η εξαγγελθείσα παραίτηση του Αλέκου Αλαβάνου από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και από το βουλευτικό αξίωμα. Ο πράος και στοχαστικός, μα και δυναμικός και έτοιμος για υπερβάσεις, Κυκλαδίτης πολιτικός αιφνιδίασε. Μάς ξάφνιασε. Οπως ξάφνιαζε παλιότερα με τις θέσεις του υπέρ της συλλογικής ηγεσίας, με την αποχώρηση από την ηγεσία του Συνασπισμού, με την προώθηση του νεαρού και άπειρου Αλέξη Τσίπρα στο τιμόνι του κόμματος, με την μόλις υποκρυπτόμενη αντι-ηγεμονική του στάση. Ξάφνιαζε με τα ποιήματα που στόλιζαν συχνά τις πολιτικές του ομιλίες, με το σθένος και τον αέρα υπεροχής που αντιμέτωπιζε τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, με το σθένος που υπερασπιζόταν τα νέα κοινωνικά υποκείμενα, με την ηρεμία και την καταλαγή που άκουσε την πάνδημη οργή των νέων του Δεκέμβρη.
Στο τέλος του 2007, είχα περιγράψει τον Αλέκο Αλαβάνο ως πολιτικό πρόσωπο της χρονιάς. Το κόμμα του τα είχε πάει αρκετά καλά στις εκλογές, είχε ξεκολλήσει από τον ρόγχο του 3%, είχε κερδίσει και πάλι, μετά πολύ καιρό, τον αέρα των μαζικών χώρων και της νεολαίας, διαμόρφωνε ένα αριστερό προφίλ αρκετά ελκυστικό για τις νεότερες γενιές. Ο ίδιος ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Αριστεράς, είχε διασκεδάσει προσώρας τη φαγωμάρα των τάσεων, έστεκε υπέράνω της ετικέτας “Αριστερό Ρεύμα”, είχε κερδίσει με ρίσκο και αποκοτιά τη βουλευτική έδρα στο Ηράκλειο. Και τότε, στο ζενίθ του, με όλα τα χαρτιά του ανοιχτά, αιφνιδίασε και πάλι: αποχώρησε από την ηγεσία, προκρίνοντας για πρόεδρο τον “μικρό”, προκρίνοντας αλλαγή προσώπων και αλλαγή ατζέντας.
Η παραίτηση του 2007 περιγράφτηκε ως ευφυής τακτική κίνηση, με στρατηγικό βάθος, αφενός· αλλά και ως ιδιοσυγκρασιακή συμπεριφορά ενός ανθρώπου βαθύτατα πολιτικού, που παίζει ζάρια με την ιστορία. Τολμά, ρισκάρει· κι αν βγει. Προχθές, είπε μέσες-άκρες ότι δεν του βγήκε… Οτι δεν ξέρει αν μετάνιωσε. Κατόπιν, κάλεσε τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, και τους ζήτησε να παραιτηθεί από την ηγεσία της κοινοβουλευτικής ομάδας και του μετωπικού μορφώματος. Σοκαρισμένοι, φαντάζομαι, οι συνιστώντες, του είπαν, όχι, δεν δεχόμαστε την παραίτηση. Το ψυχόδραμα συνεχίζεται τη Δευτέρα.
Ο 59χρονος Αλέκος Αλαβάνος, γόνος παλαιάς πολιτικής οικογενείας της Τήνου, εκπρόσωπος της αντιδικτατορικής γενιάς, από παιδί στο ΚΚΕ, ευρωβουλευτής επί 23 χρόνια (ίσως ο εμπειρότερος Ελληνας της Ευρωβουλής), είναι βετεράνος της πολιτικής. Κανείς πολιτικός αρχηγός σήμερα δεν διαθέτει την αγωνιστική και επιτελική πείρα του, σφυρηλατημένη μάλιστα μέσα σε κορυφαίες στιγμές της μεταπολιτευτικής ελληνικής ιστορίας, και κανείς δεν γνωρίζει τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης εκ τω έσω, όπως αυτός, ο αρχικά ευρωαρνητής κουκουές που σταδιακά μεταμόρφωθηκε σε αριστερό ευρωσκεπτικιστή και ευρωπαϊστή.
Στο πρόσωπο του Αλαβάνου, η Αριστερά, το κομβικό 2004, βρήκε τον ιδανικό ηγέτη: αναγνωρίσιμο, δημοφιλή και αποδεκτό στα μη αριστερά ακροατήρια, με αριστερές περγαμηνές εντούτοις, με ευρωπαϊκή εμπειρία και παιδεία, ανοιχτό στους νέους και τα νέα ρεύματα. Και παρ’ όλη την καταγωγή του από το παλαιολιθικό ΚΚΕ, έτοιμο να οδηγήσει τη Νέα Αριστερά στο δύσκολο νέο περιβάλλον, χωρίς αγκυλώσεις. Το έκανε. Οδήγησε την Αριστερά σε σκολιές ατραπούς, σε αυτοϋπερβάσεις, σε δύσκολες ερμηνείες, σε καιροσκοπικές περιπέτειες, σε κυνήγι του Zeitgeist. Εως σήμερα.
Είπαμε πριν, για ιδιοσυγκρασιακή συμπεριφορά. Πράγματι, η σχέση του με την εξουσία είναι ιδιοσυγκρασιακή, δεν ταιριάζει με τα στερεότυπα που έχουμε για τους ηγέτες, δεξιούς και αριστερούς, οι οποίοι συνήθως γαντζώνονται στην εξουσία, τρέφονται απ’ αυτήν, δεν ξέρουν πότε να αποχωρήσουν, συχνότατα ξεχνούν την ίδια την ουσία της πολιτικής, την πολιτική πράξη, την ιστορική ευθύνη, την προσωπική ακεραιότητα, την υστεροφημία. Ολα χάριν της εξουσίας. Ο ΑΑ στέκεται αμφίθυμος απέναντι στην εξουσία· σαν αριστερός ουτοπιστής περισσότερο, παρά σαν πραγματιστής διαχειριστής. Αυτό είναι αρετή μα και αδυναμία.
Παρόμοια αμφιθυμία διατρέχει τη σχέση του με το πολιτικό του τέκνο Αλέξη Τσίπρα: χειραφέτηση, αφενός, πατερναλισμός, αφετέρου. Η υπέρβαση φρενάρεται από τον πραγματισμό.
Μα αυτή η αμφιθυμία σφραγίζει την Αριστερά σήμερα: ανάμεσα στην υπέρβαση, στο ουτοπικό πρόταγμα, την ανάδειξη της κοινωνίας των στριμωγμένων και των αποκλειομένων· και στον πραγματισμό της πρότασης εξουσίας, στην πρόθεση διακυβέρνησης. Αυτή η αμφιθυμία, αυτό το ψυχόδραμα, το acting out περιέχονται όλα μες στην παραίτηση Αλαβάνου. Και η ιστορική ευθύνη ενώπιον της διηνεκούς Αριστεράς.

alavanos_mpaltas

[…]

Στο τέλος του 2007, είχα περιγράψει τον Αλέκο Αλαβάνο ως πολιτικό πρόσωπο της χρονιάς. Το κόμμα του τα είχε πάει αρκετά καλά στις εκλογές, είχε ξεκολλήσει από τον ρόγχο του 3%, είχε κερδίσει και πάλι, μετά πολύ καιρό, τον αέρα των μαζικών χώρων και της νεολαίας, διαμόρφωνε ένα αριστερό προφίλ αρκετά ελκυστικό για τις νεότερες γενιές. Ο ίδιος ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Αριστεράς, είχε διασκεδάσει προσώρας τη φαγωμάρα των τάσεων, έστεκε υπέράνω της ετικέτας “Αριστερό Ρεύμα”, είχε κερδίσει με ρίσκο και αποκοτιά τη βουλευτική έδρα στο Ηράκλειο. Και τότε, στο ζενίθ του, με όλα τα χαρτιά του ανοιχτά, αιφνιδίασε και πάλι: αποχώρησε από την ηγεσία, προκρίνοντας για πρόεδρο τον “μικρό”, προκρίνοντας αλλαγή προσώπων και αλλαγή ατζέντας.

Η παραίτηση του 2007 περιγράφτηκε ως ευφυής τακτική κίνηση, με στρατηγικό βάθος, αφενός· αλλά και ως ιδιοσυγκρασιακή συμπεριφορά ενός ανθρώπου βαθύτατα πολιτικού, που παίζει ζάρια με την ιστορία. Τολμά, ρισκάρει· κι αν βγει. Προχθές, είπε μέσες-άκρες ότι δεν του βγήκε… Οτι δεν ξέρει αν μετάνιωσε. Κατόπιν, κάλεσε τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, και τους ζήτησε να παραιτηθεί από την ηγεσία της κοινοβουλευτικής ομάδας και του μετωπικού μορφώματος. Σοκαρισμένοι, φαντάζομαι, οι συνιστώντες, του είπαν, όχι, δεν δεχόμαστε την παραίτηση. Το ψυχόδραμα συνεχίζεται τη Δευτέρα.

Ο 59χρονος Αλέκος Αλαβάνος, γόνος παλαιάς πολιτικής οικογενείας της Τήνου, εκπρόσωπος της αντιδικτατορικής γενιάς, από παιδί στο ΚΚΕ, ευρωβουλευτής επί 23 χρόνια (ίσως ο εμπειρότερος Ελληνας της Ευρωβουλής), είναι βετεράνος της πολιτικής. Κανείς πολιτικός αρχηγός σήμερα δεν διαθέτει την αγωνιστική και επιτελική πείρα του, σφυρηλατημένη μάλιστα μέσα σε κορυφαίες στιγμές της μεταπολιτευτικής ελληνικής ιστορίας, και κανείς δεν γνωρίζει τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης εκ τω έσω, όπως αυτός, ο αρχικά ευρωαρνητής κουκουές που σταδιακά μεταμόρφωθηκε σε αριστερό ευρωσκεπτικιστή και ευρωπαϊστή.

Στο πρόσωπο του Αλαβάνου, η Αριστερά, το κομβικό 2004, βρήκε τον ιδανικό ηγέτη: αναγνωρίσιμο, δημοφιλή και αποδεκτό στα μη αριστερά ακροατήρια, με αριστερές περγαμηνές εντούτοις, με ευρωπαϊκή εμπειρία και παιδεία, ανοιχτό στους νέους και τα νέα ρεύματα. Και παρ’ όλη την καταγωγή του από το παλαιολιθικό ΚΚΕ, έτοιμο να οδηγήσει τη Νέα Αριστερά στο δύσκολο νέο περιβάλλον, χωρίς αγκυλώσεις. Το έκανε. Οδήγησε την Αριστερά σε σκολιές ατραπούς, σε αυτοϋπερβάσεις, σε δύσκολες ερμηνείες, σε καιροσκοπικές περιπέτειες, σε κυνήγι του Zeitgeist. Εως σήμερα.

Είπαμε πριν, για ιδιοσυγκρασιακή συμπεριφορά. Πράγματι, η σχέση του με την εξουσία είναι ιδιοσυγκρασιακή, δεν ταιριάζει με τα στερεότυπα που έχουμε για τους ηγέτες, δεξιούς και αριστερούς, οι οποίοι συνήθως γαντζώνονται στην εξουσία, τρέφονται απ’ αυτήν, δεν ξέρουν πότε να αποχωρήσουν, συχνότατα ξεχνούν την ίδια την ουσία της πολιτικής, την πολιτική πράξη, την ιστορική ευθύνη, την προσωπική ακεραιότητα, την υστεροφημία. Ολα χάριν της εξουσίας. Ο ΑΑ στέκεται αμφίθυμος απέναντι στην εξουσία· σαν αριστερός ουτοπιστής περισσότερο, παρά σαν πραγματιστής διαχειριστής. Αυτό είναι αρετή μα και αδυναμία.

Παρόμοια αμφιθυμία διατρέχει τη σχέση του με το πολιτικό του τέκνο Αλέξη Τσίπρα: χειραφέτηση, αφενός, πατερναλισμός, αφετέρου. Η υπέρβαση φρενάρεται από τον πραγματισμό.

Μα αυτή η αμφιθυμία σφραγίζει την Αριστερά σήμερα: ανάμεσα στην υπέρβαση, στο ουτοπικό πρόταγμα, την ανάδειξη της κοινωνίας των στριμωγμένων και των αποκλειομένων· και στον πραγματισμό της πρότασης εξουσίας, στην πρόθεση διακυβέρνησης. Αυτή η αμφιθυμία, αυτό το ψυχόδραμα, το acting out περιέχονται όλα μες στην παραίτηση Αλαβάνου. Και η ιστορική ευθύνη ενώπιον της διηνεκούς Αριστεράς.

sneak preview

Πόσο σαστισμένος μπορεί να είναι ένας πολιτικός αρχηγός από το εκλογικό ποσοστό του, πόσο στριμωγμένος από την κομματική καμαρίλα, για να εμφανιστεί, τη βραδιά εκλογών, απολογούμενος για το 4,7%, σαν να θεωρεί ότι κατατροπώθηκε στον δρόμο προς τα Χειμρινά Ανάκτορα, και κυρίως, σαν να απευθύνεται στα κομματικά μέλη που τον δίκαζαν και όχι σε πολίτες που τον ψήφισαν. Ο πρόεδρος του Συνασπισμού Αλέξης Τσίπρας, συνήθως χαρωπός και άνετος, την περασμένη Κυριακή εξέπεμπε ήττα και περίσκεψη: πώς θα τα βγάλει πέρα με την εσωκομματική αντιπολίτευση, με τους ανανεωτικούς, με τους καναλοδίκες, με τους βαρυσήμαντους αναλυτές που θα καταδίκαζαν την πολιτική του.

Μα όλοι αυτοί θα τον έθαβαν χωρίς δίκη, θα τον καταδίκαζαν ακόμη κι αν έπιανε 6, 7 ή 8%, γιατί θα τον σύγκριναν με τα δημοσκοπικά διψήφια ποσοστά του περασμένου καλοκαιριού, αφενός, και γιατί δεν εγκρίνουν την πολιτική του Συνασπισμού έτσι κι αλλιώς· δεν τους αρέσει ο Συνασπισμός, τον μισούν, έτσι κινηματικός και αριστερός που κατάντησε, σχεδόν αντισυστημικός, με ροκ χιούμορ, με σκανδαλιστικά φιλελεύθερη προσέγγιση της νεολαίας και των αναδυόμενων συλλογικοτήτων, με σκουλαρίκια στο αυτί και συγχρωτισμούς με τους ανυπάκουους.

Οχι, δεν είναι Αριστερά αυτή ― θα έλεγε ο Λεωνίδας Κύρκος, και όλοι οι σύντροφοι της αλήστου μνήμης EAΔΕ, της ευπειθούς ροζ Αριστεράς, της γραφικής Συμμαχίας, του ΚΚΕεσωτ-Τσαουσέσκου και της ΕΑΡ του 1,5% και του 2%. Και θα συμφωνούσαν όλοι οι καναλαστέρες και οι ξινοί αναλυτές, οι οποίοι ούτε ψηφίζουν ούτε υποστηρίζουν Αριστερά· μόνο τη χλευάζουν.
Αξιοσημείωτο. Οι δριμύτεροι επικριτές της “αριστερής” στροφής του ΣΥΝ υποστηρίζουν ότι νοιάζονται για μια αξιοπρεπή, ρεαλιστική Αριστερά, όπως τον παλιό καλό καιρό του ‘74- ‘89, όταν δηλαδή ήταν κομπάρσος και παρήγαγε στελέχη για το κράτος και το ΠΑΣΟΚ. Τι ειρωνεία… Οι τιμητές της σημερινής “κινηματικής” (και τρικυμιώδους και αντιφατικής και καιροσκοπικής, θα πρόσθετα) Αριστεράς του 5% και του 4,7%, αυτοί που την προτιμούν πτωχή και τιμία, αυτοί που την προτιμούν με Λένιν-και-Λακόστ, είναι περίπου αυτοί που επί έτη πολλά την καθήλωναν στο συν-πλην 2% και την άφησαν εκτός Βουλής.

Γιατί να τους ακούσει αυτούς τώρα ο Συνασπισμός; Θα τους ακούσει, τους ακούει ήδη. Γιατί ο Συνασπισμός ―σαν κόμμα, όχι σαν έκφραση Αριστεράς― είναι ψοφοδεής και αυτιστικός, είναι ιδιοτελής ισορροπιστής και εκκολαπτήριο επαγγελματιών μηχανορράφων. Γιατί ο Συνασπισμός αυτοαναφέρεται, ενδοεπικοινωνεί μες στο περίκλειστο σύμπαν της Κουμουνδούρου, λογοδοτεί στο ιερατείο του, τακτοποιεί τάσεις και ταξίματα, εξασφαλίζει καριέρες, κλαυθμηρίζει που δεν του αφιερώνουν δυο αράδες οι εφημερίδες, που δεν τον καλούν στα πάνελ να μυρηκάσει τα ίδια ξύλινα, να απολογηθεί στον κάθε καναλαστέρα. Γιατί ο Συνασπισμός δεν αφουγκράζεται τις προσδοκίες του κόσμου του, αυτού του πεισματάρη κόσμου που του χάριζε επί τόσες αναμετρήσεις το μαγικό 3% της επιβίωσης, δεν αφουγκράζεται τους φόβους και τις προσδοκίες των ανυπάκουων μα και τόσο τρομαγμένων νέων, των επισφαλών με μάστερ, των ντελίβερι με πτυχίο, των νέων υποκειμένων που στρέφουν τα νώτα στο φθαρμένο σύστημα, που υποφέρουν από τον νεποτισμό, την αναξιοκρατία και τη διαφθορά, που στραγγαλίζονται από ένα διαλυμένο εκπαιδευτικό σύστημα και υποβαθμίζονται κοινωνικά προτού καν δοκιμαστούν.

Κι όμως, τελευταία, ο Συνασπισμός άκουσε τέτοιες φωνές. Κινήθηκε προς το μέρος των νεο-αποκλεισμένων, των μορφωμένων νεόπτωχων και του αναδυόμενου πρεκαριάτου. Ο Αλέκος Αλαβάνος ελίχθηκε τακτικά, προς τον Καιρό, επεχείρησε ανανέωση προσώπων και ατζέντας. Ταυτόχρονα όμως, ο σκουριασμένος, γερασμένος και επαγγελματοποιημένος ΣΥΝ, ανακαλύπτοντας εκ νέου τη σαγήνη των κινημάτων, των φοιτητών εν προκειμένω, κολακεύτηκε από τα πλήθη που κατέβαιναν στους δρόμους και θεώρησε ότι αυτοί οι νέοι τον ακολουθούν. Εκανε λάθος. Οι νέοι δεν ακολουθούσαν τον ΣΥΝ, ακολουθούσαν την οργή τους, την απελπισία τους, ίσως και την κακομαθησιά τους. Ο ΣΥΝ, όμως, προσβεβλημένος από έναν ιδιότυπο κινηματισμό, αντί να αναλύσει τις νέες ανάγκες, το νέο ήθος, τα νέα υποκείμενα, έκανε σημαία το άρθρο 16 και τα ιδιωτικά κολέγια, αντί να υπερασπίσει καινοτόμα το καλύτερο δημόσιο σχολείο, τον διευρυμένο δημόσιο χώρο, τον χώρο της Αριστεράς εντέλει.

Και προτού αντιληφθεί τι συνέβαινε, σε περιβάλλον απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, με την εφήμερη δημοσκοπική προσδοκία να τροφοδοτεί αλαζονεία και εσωκομματικές διελκυνστίδες, ο Συνασπισμός, και ο Σύριζα μαζί του, τράκαρε στην οικονομική κρίση και στον Δεκέμβρη. Μάλλον, ο Δεκέμβρης τράκαρε πάνω του·και τον τσαλάκωσε, μαζί με όλα τα στερεότυπα και τις εδραίες πεποιθήσεις. Ορθώς ο Συνασπισμός δεν καταδίκασε τυφλά, δεν ξόρκισε, δεν αναθεμάτισε. Προσπάθησε να καταλάβει ― ίσως να νόμισε ότι μπορεί και να ηγεμονεύσει. Δεν μπόρεσε. Δεν είχε τα εργαλεία· αλλά και το ίδιο το παρανάλωμα του Δεκέμβρη δεν προσφέρεται για εύκολες ερμηνείες και αφομοίωση.

Οι χλευαστές λένε ότι ο ΣΥΝ πληρώνει τον Δεκέμβρη. Εν μέρει αληθές ― δημοσκοπικά αληθές: Πράγματι, οι νοικοκυραίοι στον Αγιο Παντελεήμονα λένε ότι ο Συνασπισμός τις νύχτες τούς κουβαλάει μετανάστες… Μα όχι, ο Συνασπισμός, ως έκφραση της Αριστεράς, πληρώνει τις αδυναμίες του: να αντιληφθεί τον κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, τη μητροπολιτική Αθήνα, το απειλητικό πλήθος των μεταναστών homo sacer, τους απειλούμενους μικροαστούς, τους ανυπάκουους νέους, το, μισοτραυλό μα γνήσια αγωνιώδες, νέο discours. Αυτές οι αδυναμίες της Αριστεράς είναι αδυναμίες της κοινωνίας μας. Μα ακριβώς γι’ αυτές τις αδυναμίες, παρ’ όλες τις αδυναμίες, η Αριστερά, με αυτή ή την άλλη μορφή, με αυτόν ή άλλον ΣΥΝ, παραμένει αναγκαία διαρκής δυνατότητα. Ανοιχτή. Αναγκαία όσο και η ουτοπία.

buzz it!

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.893 hits
Αρέσει σε %d bloggers: