You are currently browsing the tag archive for the ‘Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης’ tag.

andros_1

 

Καμιά φορά αρκούν δυο φωτάκια για να σχίσουν μέσα μας τη βαριά αθυμία, να ανοίξουν παράθυρο στην αισιοδοξία, να ξαναφέρουν την πίστη. Πίστη στη ζωή, στο θαύμα της· πίστη στις δυνάμεις μας· θάρρος ενώπιον του μέλλοντος.

Ενα φωτογραφικό λεύκωμα και ένα μουσικοθεατρικό έργο. Φτιαγμένα από σημερινούς ανθρώπους, αντλημένα από το βιωμένο παρελθόν ή απ’ τη λόγια παράδοση, απευθυνόμενα στους συνανθρώπους του σήμερα, στο θυμικό και τον νου αξεχώριστα, φτιαγμένα για να συγκινήσουν αλλά και για να προκαλέσουν στοχασμό, επώδυνο ίσως αλλά δημιουργικό, ενδεχομένως λυτρωτικό.

Το λεύκωμα το πρόσφερε το ευαίσθητο βλέμμα της Μαρίνας Καραγάτση: «Διαδρομές στην Ανδρο του ’70» (εκδ. Αγρα). Ασκημένο βλέμμα επίσης: η κυρία Καραγάτση έχει μάθει να βλέπει σαν ζωγράφος και σαν συγγραφέας, εκ μητρός και εκ πατρός. Οι φωτογραφίες της αφηγούνται την Ανδρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: το νησί, τη Χώρα, τα ξωκλήσια, τα χτίσματα, μα προ πάντων τους ανθρώπους και τη ζωή, τη ζωή της καθεμέρας και της γιορτής, τη ζωή των παιδιών του σχολείου, τη ζωή των πανηγυριών και των εσπερινών, των παρελάσεων, της αγοράς, του καφενείου.

Συμβαίνει βέβαια, εκείνη τη δεκαετία να ζω κι εγώ στις Κυκλάδες, στην ολοχρονίς Σύρο και στη θερινή Μύκονο, άρα αυτό το σπαρταριστό ντοκυμαντέρ της κας Καραγάτση από τη γειτόνισσα Ανδρο το παίρνω σαν ντοκυμαντέρ της δικής μου ζωής. Εντούτοις, δεν είναι μόνο δική μου εμπειρία, αισθητική, πνευματική, συναισθηματική, αυτή η διαβίωση, αυτή η διαμονή· είναι κοινή εμπειρία πολλών Ελλήνων, ώριμων και μεσήλικων σήμερα, είναι το κοινό θρεπτικό υλικό πάνω στο οποίο βλάστησαν άνθη και αγκάθια. Μερικές σκέψεις λοιπόν:

Η Ανδρος της Μαρίνας Καραγάτση, χωρίς να έχει ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές φιλοδοξίες, διασώζει την Ελλάδα του μεταίχμιου, τη στιγμή που σβήνει ο παλιός κόσμος και αναδύεται φουριόζος ο νέος. Η ζωή στις Κυκλάδες έως και το ’70 ήταν περίπου ίδια με τη ζωή του 16ου ή του 19ου αιώνα ― εννοώ στη βίωση του κυκλικού χρόνου, στο νιώσιμο των εποχών και των γυρισμάτων του καιρού, στις τελετές και τα έθιμα. Είναι σαν τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη: στα ονόματα των γυναικών (Μαρουσώ, Μοσχούλα, Ορσα, Μηλιά, Φρατζέσκα), στη λαλιά, στα βλέμματα, στα μάλλινα, στα κασκέτα.

Εχει εν τω μεταξύ μπει ο ατμός, ο τηλέγραφος, ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο και δειλά η ασπρόμαυρη τηλεόραση, αλλά όλα τ’ άλλα παρέμεναν λίγο-πολύ απαράλλαχτα και στέρεα, αυτάρκη και ολιγαρκή, λίγα και δύσκολα. Ακόμη και η Αθήνα απεκαλείτο «ξενιτιά», παρότι ήταν πρακτικά μια εποικισμένη ενδοχώρα των νησιωτών. Ο τουρισμός δεν είχε προφτάσει να κυριεύσει δια του πλούτου τις μικροκοινωνίες και να επιβάλει τη δική του πρώιμη παγκοσμιοποίηση.

Ολα αυτά τα αναγνωρίζεις στις φωτογραφίες του βιβλίου. Αναγνωρίζεις παλαιούς ανθρώπους, καθαρά βλέμματα, τράπεζες πανηγυριών, υπαίθριο βίο σε μουράγια και αυλές ορεινών ναϊσκων, αχειροποίητες ξερολιθιές, πλακόστρωτους δρόμους, θάλασσα, θάλασσα. Εδώ κι εκεί, το μεταίχμιο: σε μερικά ρούχα, σε χτενίσματα, στα βλέμματα των νεαρών, σπαθίζει ο καινούργιος κόσμος, το μέλλον που επελαύνει.

Σαράντα χρόνια από την ανδριακή ψυχογεωγραφία του ’70, ο σημερινός Ελληνας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον τόπο, τους ανθρώπους, τον βίο. Ακόμη κι όσοι έζησαν αυτά τα μεταιχμιακά χρόνια. Κι όμως η περιπλάνηση σε αυτά τα ψυχοπνευματικά, πολιτισμικά τοπία, πολύ περισσότερο από νοσταλγία και συγκίνηση, προσφέρει ευκαιρίες αυτογνωσίας και τοποθέτησης εν χώρω και χρόνω, αυτό που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τώρα στο δικό μας δραματικό μεταίχμιο.

Με αυτή τη δίψα πήγα να παρακολουθήσω προχθές την όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη. Και ξεδίψασα. Ο Κουμεντάκης της Τήνου συνάντησε τη Φραγκογιαννού της Σκιάθου· αναμετρήθηκε με το πιο στοιχειωμένο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας, μια σπουδή στο κακό και το δαιμονικό, στο μεταιχμιακό πρόσωπο, μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου. Καταδύθηκε στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη, στη μουσική της πρόζας του, και ανέσυρε νανουρίσματα, μοιρολόγια, πολυφωνικά ρίγη, δημώδεις θησαυρούς, αρχαίες τραγωδίες, μαζί με τρόπους και ήχους του 21ου αιώνα.

Το εγχείρημά του έχει ιδιαίτερη αξία διότι κατορθώνει μια τολμηρή και λυσιτελή ανανέωση της παράδοσης, διότι κατορθώνει τη δική του σφριγηλή παράδοση, ορίζει νέα στάνταρ στο μουσικό θέατρο και τις παραστατικές τέχνες, ανάλογα με τις συνεισφορές των Κουν, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, του παλαιού του συνεργάτη Δ. Παπαϊωάννου.

Πέρα όμως από την αμιγώς καλλιτεχνική αξία της όπερας «Φόνισσα», έχει ιδιαίτερη σημασία το τι , το πού, το πότε συμβαίνει., ποιος το πράττει Ο Κουμεντάκης είναι αναμφίβολα από τους πιο προικισμένους και καταρτισμένους καλλιτέχνες της γενιάς του (γ. 1959), αλλά ταυτόχρονα είναι ιστορικό πρόσωπο, δημιουργός και καθολικός διανοούμενος. Αντλεί από την παράδοση και την παγκοσμιότητα, αλλά και από το τοπικό και το βαθύ, το κρυμμένο. Η εργασία του, η στάση του, η σιωπή και ο λόγος του, ως όλον, φανερώνουν πίστη στη ζωή, μεταδίδουν πίστη, εγκαρδιώνουν.

Η όπερα «Φόνισσα» ως συμβάν του μεταιχμιακού 2014 στην πληγωμένη Ελλάδα λέει και αυτό: μες στην αθυμία και την πίκρα των Ελλήνων, μες στον φόβο, μες στην αναρώτηση της γραίας Χαδούλας περί του αίματος, ακούγεται η αγγελική πολυφωνία, «Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πόθε θέλεις να ‘ρθεις, να στρώσω ρόδα στα βουνά, τριαντάφυλλα στους κάμπους». Λύτρωση και υπόσχεση.

φωτ.: Μαρίνα Καραγάτση, Ανδρος, Καθαρή Δευτέρα, 1977.

Μια αυθεντική εμπειρία του ελληνικού καλοκαιριού είναι η αδιαμεσολάβητη επαφή με τη φύση. Οσο λίγο κι αν διαρκεί. Αρκεί μια στιγμή βύθισης στον τόπο, στη θάλασσα, στα βουνά, στα φρυγμένα σπαρτά· μια στιγμή μοναχικής ενατένισης, η νυκτερινή ακρόαση του τριζονιού και του γρύλλου, η βαθύτερη συναίσθηση της φθαρτότητας και του θαύματος.

Ναι, βοηθά το καλοκαίρι να νιώσουμε τη βαθύτερη ουσία της ζωής: την καταλαγή, την αρμονία, την αγάπη, την ήρεμη αποδοχή του άλλου μες στην παντοτινή δημοκρατία του θέρους. Ας είναι και κακόγουστη αυτή η δημοκρατία, δεν πειράζει· ο τόπος, η θάλασσα, το φως, περισσεύουν, τους χωράνε όλους.

Ναι, βοηθά ο μεσογειακός Αύγουστος των πλούσιων καρπών, της φωτοχυσίας, της Παναγίας. Το αισθάνεσαι καθώς βγαίνεις το σούρουπο στο προαύλιο εξοχικού ναού, μετά τον Εσπερινό και τον Παρακλητικό Κανόνα της Θεοτόκου. Ηχούν ακόμη στ’ αυτιά ο λυρισμός, η ταπεινωμένη αυτογνωσία, η ικεσία και το πάθος: Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε… Περιστάσεις και θλίψεις και ανάγκαι εύροσαν με, Αγνή, και συμφοραί του βίου… Και σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων…

Ηχούν οι ψαλμωδίες των τρυγόνων προσκυνητριών ανά το πανελλήνιον, που ζητούν μεσιτεία από την Μητέρα, ηχούν τα τραγούδια των πουλιών και των τζιτζικιών στον πευκώνα, οι φωνές των νηπίων με το τόπι, οι παφλασμοί κολυμβητών του λυκόφωτος. Ηχεί το μυστικό και διαρκές μήνυμα της αλληλοπεριχώρησης: να ζήσουμε εν δικαιοσύνη, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν. Αυτό το μήνυμα απευθύνεται σε εμάς τους δοκιμαζόμενους της κρίσης, για το πιο ανησυχητικό της σύμπτωμα: το μίσος και τη διχόνοια, τη διάχυτη πηχτή κακία, την πεισμωμένη βλακεία, την αδικία. Επικράτησαν. Και μας διαμελίζουν.

Ας θυμηθούμε πάλι τον αυγουστιάτικο ρεμβασμό του Παπαδιαμάντη για τη σκληρότητα, το πείσμα, την οργή.

khdeia_kostis

Η εκδημία του Κωστή Παπαγιώργη κλείνει μιαν εποχή, την εποχή που και ο ίδιος σφράγισε με την ακάματη σκέψη του και τη λαμπρή του πρόζα, με τις έκκεντρες πλην μετωπικές προσεγγίσεις του της ανθρώπινης συνθήκης, με τις οξυδερκείς περιγραφές του νεοελληνικού βίου.

Με το θάνατό του διαπιστώνουμε πόσο πολύ διαβάστηκε, πόσο βαθιά επηρέασε όλους όσοι διαμορφώνονταν πνευματικά από τη δεκαετία ’80 και εφεξής, σχεδόν δύο γενιές. Ο Παπαγιώργης εμύησε τους νεότερους στο κιαροσκούρο της μέθης, της αγοραφοβίας, της φιλίας, του αντινομικού Εικοσιένα, του Παπαδιαμάντη, του ευρωπαϊκού μηδενισμού, σε περιοχές όπου καμιά «σπουδασμένη πουλάδα» δεν πρόσφερε τίποτε ριψοκίνδυνο και εμπνευστικό, τίποτε άξιο να μοιραστεί. Ορισμένως, ξεδίψασε την αναγνωστική-στοχαστική δίψα των νεοτέρων του, λειτουργώντας παιδευτικά, σαν δάσκαλος που δεν ζητάει μίμηση και επανάληψη, αλλά σε ωθεί να βρεις τα όρια της δικής σου σκέψης, τη δική σου μοναξιά στον χρόνο και τον χώρο. [Το βιογραφικό στοιχείο που προέτασσε: Γεννήθηκε στην Υπάτη Φθιώτιδος, ο πατέρας του ήταν δάσκαλος. Σπούδασε νομικά και φιλοσοφία, χωρίς να ολοκληρώσει.]

Η εκδημία του μάς δείχνει προ πάντων πόσο αγαπήθηκε σαν συγγραφέας και πρόσωπο. Στο άκουσμα του θανάτου του, την εαρινή ισημερία, όλων τα λόγια ήταν λόγια αγάπης και τιμής, όλοι αποχαιρετούσαν έναν ακριβό φίλο· όλοι όσοι τον γνώριζαν από τα γραφτά του τον ένιωθαν δικό τους άνθρωπο, φίλο, δάσκαλο, οδηγό, συνομιλητή.

Είναι ο δημοφιλέστερος και πιο επιδραστικός συγγραφέας τα τελευταία τριάντα χρόνια, περισσότερο ίσως κι από ποιητές και πεζογράφους. Παράδοξο για έναν άνθρωπο που έγραφε για την αγοραφοβία και τη μισανθρωπία, που δεν εμφανιζόταν σε τηλεοράσεις και δημόσιους χώρους; Οχι, απεναντίας: πίσω από τον είρωνα συγγραφέα υπήρχε ο τρυφερός, ο ζεστός άνθρωπος, κι αυτό το μύριζαν οι χιλιάδες αναγνώστες του μέσα απ’ τις ραφές του κειμένου. Ενιωθαν ότι το γράψιμό του ήταν η ανάσα του, δεν ήταν πόζα και στυλ, δεν μετέδιδε στρογγυλά συμπεράσματα, δεν στρίμωχνε την πραγματικότητα σε ετοιματζίδικα σχήματα, δεν ήταν γκουρού, διδάχος, μεσσίας· ήταν οργανικός διανοούμενος με τον γκραμσιανό ορισμό, έκκεντρος και αυτόφωτος, αυθεντικός, θα προσθέταμε εμείς· ο ίδιος είχε φροντίσει από νωρίς να πει: «Τα κείμενα έρχονται απ’ εκεί που δεν τα περιμένουμε. Οχι από το πανεπιστήμιο, όχι από τις σπουδασμένες πουλάδες, αλλά από άσημα άτομα, ‘ψυχούλες’ που τα βρήκαν σκούρα και πήραν τη ζωή στα σοβαρά. Είναι εντυπωσιακή η δεινότητα στην έκφραση που δείχνει μια καρδιά με επείγουσες ανάγκες όταν στρώνεται στην δουλειά και αποφασίζει να τα μάθει όλα μόνη της.»

Ψυχούλα, καρδιά… Με τον τρόπο του Τσέχωφ, του Φλωμπέρ, του Μπαλζάκ, λιγότερο με τον τρόπο των φιλοσόφων, ο Παπαγιώργης έβαζε τον αναγνώστη του μέτοχο και υπεύθυνο στην ανθρώπινη κωμωδία. Γι’ αυτό ίσως οι αναγνώστες του τον λογάριαζαν σαν σύντροφο, δεκαετίες μετά τα διαβάσματα, και σαν φίλο τώρα τον αποχαιρετούν. Αυτοί οι χιλιάδες φίλοι, από εικοσάρηδες και τριαντάρηδες ώς τους συνομηλίκους του, του λένε από την Παρασκευή «γειά σου, Ασημάκη!», επαναλαμβάνοντας πολλαπλάσιο τον πένθιμο αποχαιρετισμό του Παπαγιώργη προς τον Χρήστο Βακαλόπουλο: «Ο νεκρός υπάρχει πλέον μονάχα στην καρδιά μας. Και ακόμα βαθύτερα. Είναι πια ο σιωπηλός των σιωπηλών.»

Η Αθήνα ευωδιάζει άνθη νερατζιάς. Η σκυθρωπή πόλη δωρίζει απλόχερα το πιο εκλεκτό άρωμα της Μεσογείου: νερολί. Γλυκό, μεθυστικό, και ταυτόχρονα λεπτό, μοναδικό. Οι φουντωτές νερατζούλες των γκρίζων πεζοδρομίων σκορπάνε λευκά άνθη σε καπώ και παρμπρίζ, πάνω σε σέλες μοτοσυκλετών, σε φαγωμένα ρείθρα από μάρμαρο πεντελικό στη Ναυαρίνου, σκορπάνε αιθέριο έλαιο που θεραπεύει την ένταση και το άγχος, που διασκεδάζει τον φόβο και την απαισιοδοξία, καταυγάζει τα πρόσωπα και διώχνει τις ρυτίδες.

Η παλέτα: βαθύ πράσινο του φυλλώματος, λευκό των ανθέων και των μπουμπουκιών, λαμπρό πορτοκαλί των πικρών καρπών. Υπό τη σκέπη γλαυκού ουρανού, με ελαφρά ψύχρα το πρωί και ήλιο που ξεπλένει κρίματα. Η Αθήνα δίδεται σε όποιον έχει τις αισθήσεις ανοιχτές.

Ενα ρίγος καθώς διελαύνεις το κέντρο: η ομορφιά της αιθρίας, το άρωμα της ανοίξεως, χύνονται σαν βάλσαμο στην αδυνατισμένη πόλη, στο κουρασμένο σώμα σου. Είναι αρκετά; Είναι ικανά να δυναμώσουν και να γιατρέψουν;

Ιπποκράτους, Σοφοκλέους, Ευριπίδου, Αθηνάς, Ερμού, Αγιοι Ασώματοι. Το φως, οι νερατζιές… Μπορούν; Ναι, μπορούν, να δυναμώσουν την όραση, να αλλάξουν την προοπτική, ώστε να δούμε τη δυσχέρεια σε ένα ιστορικό συνεχές. Ακούγεται παράδοξο, ίσως και παράλογο, ακούγεται σαν γλυκερός λυρισμός, σαν στερεοτυπική υποδοχή ανοίξεως, μοιρολατρική υποταγή στα τετελεσμένα, μια στιγμή μέθης απ’ το νερολί. Ισως.

Ισως να την αποζητούν αυτή την παρηγοριά το κουρασμένο σώμα κι ο φοβισμένος νους, γιατί την έχουν ανάγκη, μα σίγουρα δεν την επινοούν: τα αρώματα, το φως, ο βόμβος είναι εδώ, γύρω μας, παντού, είναι ύλη, έχουν υπόσταση και σώμα, είναι η ουσία της ζωής. Ιδού: καθώς αφήνεσαι, καθώς οι ύλες τυλίγουν το σώμα και εισχωρούν στον νου, η πόλη φανερώνει τις ιστορικές της ραφές: κάθε δρόμος, ναΐσκος και μνημείο περιέχεται σε ποιήματα, τραγούδια και διηγήσεις, μαζί με ανθρώπους που υπήρξαν εδώ και τραγούδησαν στον καιρό τους τον πόνο και το θαύμα. Να, εδώ που στέκεσαι στο πρωινό Θησείο είναι ο τόπος που έπαιξε ο δερβίσης το νάι το γλυκύ το πράον, νιώθεις ήδη τον ίσκιο του Παπαδιαμάντη, και μερικούς δρόμους παραπάνω ακούς θροΐσματα από τους ίσκιους του Ξενόπουλου, του Μητσάκη, του Ροΐδη. Ολοι εδώ γυρνούν, αιώνια επιστρέφουν, κι εσύ μαζί, μαζί με νυσταγμένους μαγαζάτορες, διαβάτες που κοντοστέκονται με ένα κύπελλο καφέ, σαστισμένοι από τη φωτοχυσία και τα άνθη νερατζιάς που αναβλύζουν απ’ τα βάθη, από παντού και πάντα. Επιφάνεια.

Ενα άρωμα, ένα χρώμα, και μια ριπή ανέμου. Σε μια στιγμή σου φανερώνεται το παν.

Πάσχα στη Σύρο στον Αγιο Παντελεήμονα, Πάσχα στου Στρέφη, Πάσχα στην Εγκωμη και στις Πλάτρες, στον Μαραθώνα της Αγάπης, Πάσχα στη Μύκονο. Στα νησιά και τα όρη. Οπου και να ’ταν, ήταν Πάσχα Αρχιπελάγους. Γιατί όλα απέρρεαν σε ανθισμένες λοφοπλαγιές, σε αλίπληκτους βράχους, σε καλντερίμια και βουλιστά ζωγραφισμένα από μολόχες, τσουκνίδες, χαμομήλια, παπαρούνες, με μυρωδιές από μαστίχα, μαχλέπι κι αμμωνία, με καμπανίσματα δειλινά, με καινούργια παπούτσια, με πυρετώδη φλερτ κάτω από φοίνικες και πιπεριές.

Το Πάσχα η ζωή ανθίζει σαν την ηθογραφία της. Ο βίος αποσπάται ώριμος από την τυρβώδη ροή του, από τις έγνοιες και τα βασανάκια της συγχρονίας, και για λίγα εικοσιτετράωρα αιωρείται εκτός χρόνου, εκτός πόνου – αλλά εντός χώρου, ενός χώρου μυθολογημένου, τραγουδισμένου, μαγικού. Περισσότερο κι απ’ τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, δηλαδή την αρχή, την εκκίνηση, εδώ, σε τούτη τη γωνιά της Μεσογείου, η μαγεία εκδηλώνεται καθολική και παράφορη, γλυκεία και δημοκρατική, το Πάσχα, με την Ανάσταση. Ισως διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο φανερώνεται πιο ολοκληρωμένα ο συμφυρμός των πολλών ποικίλων παραδόσεων, παγανιστικών, μυστικιστικών, θεολογικών, λατρευτικών, αγροτοποιμενικών, ηρωικών. Και δοξάζεται το έαρ.

Οπως και να ανακαλέσουμε το ελληνικό Πάσχα, θα το βρούμε αξεδιάλυτο με την άνοιξη, τη νιότη, την υπέρβαση· εκφρασμένο με τον πιο καθαρό, μυστικό λυρισμό, που ξεκινάει από το παλαιολαϊκό «Γλυκύ μου Εαρ» και περνάει στον ρομαντικό ιδρυτή Σολωμό: «Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε / της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι, / σύγνεφο, καταχνιά δεν απερνούσε / τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη. / Και από κει κινημένο αργοφυσούσε / τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αγέρι, / που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα: / Γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.» (Η ημέρα της Λαμπρής)

Κι ύστερα, Παλαμάς: «Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα / με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του, / πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους, / τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα.» (Γιορτές).

Σικελιανός: «Γιατί κι’ ο πόνος / στα ρόδα μέσα, κι’ ο επιτάφιος θρήνος, / κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν / απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν / το νου τους στης Ανάστασης το θάμα, / και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες / τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια, / τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια, / που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!» (Στ’ Οσιου Λουκά το μοναστήρι)

Βάρναλης: «Οσ’ άστρα ’ναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα. / Ολ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα.» (Ανάσταση)

Παπατσώνης: «Ας είναι η δόξα του Θεού μεγάλη, / που ξαναφούντωσε για μας τούτη τη ζέστα / στην καρδιά του σπιτιού μας πάλι εφέτος / σε μια νύχτα του τόσο εαρινή» (Το νείκος του Αδη)

Ελύτης: «Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο: / Αύριο, αύριο, λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!» (Ασμα ηρωικό και πένθιμο)

Ρίτσος: «Ακου τα σήμαντρα / των εξοχικών εκκλησιών. / Φτάνουν από πολύ μακριά / από πολύ βαθιά. / Απ’ τα χείλη των παιδιών / απ’ την άγνοια των χελιδονιών / απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής / απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες / των ταπεινών σπιτιών.» (Εαρινή συμφωνία)

Καρούζος: «Εαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.» (Ασμα μικρό)

Ολες οι φωνές, όλες οι παραδόσεις, μυστικές, υψηλές, υλικές, υπεραισθητές, όλες βαθύτατα παρηγορητικές τούτο το αβέβαιο Πάσχα του 2012. Εγκαρδιώνουν και γλυκαίνουν. Το αίσθημα ανώτερον της θεωρίας, μας λέει ο Παπαδιαμάντης:

«Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, διά του πολλαπλασιασμού των εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθεί διά την στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του, κατίσχυσε της αυστηροτέρας και δογματικωτέρας θεωρίας, καθ’ ην απηγορεύοντο εις τους χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί. Ακριβέστεροι δέ τινες ερμηνείς του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να λειτουργώσιν εις εξωκκλήσια. Αλλά το αίσθημα είναι ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων, τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπειρόμενος κατά κώμας και χωρία, μη έχων πόρους να κτίσει μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας, έκτισε πολλάς και πενιχράς. Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των επισήμων επί γης διερμηνευτών του, “μνημονεύων των επί γης διατριβών”, καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά.» (Στην Αγι-Αναστασιά)

Καλή Ανάσταση!

Eικόνα: Η εις Άδου Κάθοδος του Χριστού, fresco, 1315-1320. Κωνσταντινούπολη, Μονή Χώρας.

Κάποτε στην Πόλη του ενός εκατομμυρίου κατοίκων οι διακόσιες χιλιάδες ήσαν Ρωμιοί Ορθόδοξοι, Ελληνες. Παρέμειναν πολλοί και δραστήριοι και στον 20ό αιώνα. Σήμερα στην Πόλη των 16-18 εκατομμυρίων, οι Ρωμιοί είναι τρεις χιλιάδες. Ωστόσο υπάρχουν ακόμη, λίγοι πια, ελάχιστοι, αλλά πάντα δραστήριοι, ιστορικοί, απόγονοι γένους παλαιότατου. Η φωτιά παραμένει αναμμένη στο Ζωγράφειο Λύκειο, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο, στα φιλόδοξα κτίσματα του ύστερου 19ου αιώνα της ακμής, εκεί όπου ακόμη διδάσκονται Ελληνες φιλόσοφοι και ποιητές, από φλογερούς δασκάλους. Ενας τέτοιος Ελληνας δάσκαλος, ο Γιάννης Δερμιντζόγλου, διευθυντής του ιστορικού Ζωγραφείου, επικουρούμενος από τη Μακεδονίτισσα σύζυγό του, Ασπα Χασιώτη, φιλόλογο εκπαιδευτικό στη Θεσσαλονίκη, πάτησε πάνω στον ζείδωρο Παπαδιαμάντη και προκάλεσε μια συναρπαστική ένωση Ελλαδιτών και Ρωμιών εφήβων, ζωντάνεψε αίθουσες και εκκλησιές, πυρπόλησε καρδιές και σκέψεις.

Ενα μαθητικό συνέδριο για τον Παπαδιαμάντη, εκατό συν ένα χρόνια από το θάνατό του, ήταν η αφορμή για μια πνευματική εμπειρία που θα μείνει αξέχαστη στα παιδιά και στους μεγάλους που συμμετείχαν. Οι έφηβοι, λίγο πριν από τη μέγγενη των Πανελλαδικών, έμαθαν να βουτάνε στη λογοτεχνία και να δουλεύουν συλλογικά· άγγιξαν την Ιστορία με τα χέρια τους, την είδαν μπρος στα μάτια τους. Είδαν να ζωντανεύει η φόνισσα Φραγκογιαννού μες στην Παναγία των Βλαχερνών απ’ τη φωνή της Νένας Μεντή, άκουσαν Παπαδιαμάντη από το στόμα του Πατριάρχη λίγο μετά την ακολουθία των Χαιρετισμών, διάβασαν Παπαδιαμάντη στην ιστορική Παναγιά των Μογγόλων, στην επιβλητική Αγία Τριάδα, στην Παναγία του Σταυροδρομίου. Μπήκαν στον Ταξιάρχη στο Μέγα Ρεύμα, έψαλαν Υπερμάχω και γέμισαν με τα νιάτα τους τον ναό, πρώτη φορά ύστερα από πολλές δεκαετίες.

Θα τη θυμούνται την Πόλη τα παιδιά, ζυμωμένη με τον Δερβίση και την Αγι-Αναστασιά του Παπαδιαμάντη, Πόλη μυρολογημένη και τραγουδισμένη από τον Θωμά Κοροβίνη, διαβασμένη από τη Ζυράννα Ζατέλη και τον Κώστα Ακρίβο, θα τη θυμούνται πλεγμένη με φιλικούς οικείους συγγραφείς, με προσφιλείς δασκάλους, με τη βαθιά θεολογική σκέψη του π. Ευάγγελου Γκανά, Πόλη τραγουδισμένη από «την ακορντιόν» του φλογερού Γιάννη, την ίδια ακορντιόν που φέρνει κάλαντα παρηγοριάς στα γηροκομεία των Ρωμιών.

Η Πόλη, τεράστια, επιβλητική, με αυτοκρατορικό μεγαλείο. Αλλαγμένη πολύ από την προ δεκαπενταετίας επίσκεψη: χωρίς ένοπλους στους δρόμους, χωρίς πολλά γιγαντοπανώ με Ατατούρκ, με πλήρως εκδυτικισμένη και εμπορική την πλημμυρισμένη Ιστικλάλ, με μυριάδες νέους ανθρώπους να κατακλύζουν την πόλη και να δείχνουν το δημογραφικό σφρίγος της Τουρκίας, με πλήθος μαντίλες στις λαϊκές γειτονιές να δείχνουν τον ιδιότυπο νεοϊσλαμισμό της εποχής Ερντογάν. Τα εμπορικά κέντρα και τα καταστήματα ειδών πολυτελείας ξεχειλίζουν στα ακριβά προάστια. Καγιέν, Μερτσέντες, κλαμπ τεράστια στα παράλια του Κεράτιου και του Βοσπόρου, κλαμπ πριβέ με τριπλή πόρτα για τους νέους υπερπλούσιους. Η Τουρκία ζει το τραπεζικό της όνειρο, πιθανότατα φούσκα, αλλά ο μισθός νέου μηχανολόγου δεν ξεπερνά τα 250 ευρώ. Η δίκη του πρώην προέδρου δικτάτορα Εβρέν επίκειται. Οι Κούρδοι διαδηλώνουν στο κέντρο, και από τα αχανή slum της περιφέρειας ξεχύνονται και σπάνε όλα τα στέγαστρα συγκοινωνιών, πετροβολούν τα πούλμαν στον αυτοκινητόδρομο.

Και η Ελλάδα ιδωμένη από τους λόφους της Πόλης: οδυνηρή ασπαίρουσα οντότητα πίσω απ’ τα σύννεφα. Τη βλέπουν καθαρά οι πολλοί πια Ελληνες που κάνουν μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο Βοσπόρου, το πρώην Ροβέρτειο Κολέγιο, και στ’ άλλα πανεπιστήμια της Πόλης· τα λόγια τους, δυναμικά και με τη διαύγεια της απόστασης, μας προσφέρουν μια άλλη θέαση του υποφέροντος ελληνισμού. Τη βλέπει ολοκάθαρα την Ελλάδα, σε ιστορική προοπτική και με γεωπολιτικό βάθος, ο Ρωμιός κύριος Αρης, ο φλογερός Ελληνας, τη βλέπει σαν αλυσίδα λαθών, υποχωρήσεων, υποτέλειας, ατολμίας, επαρχιωτισμού, ο λόγος του διαφωτίζει και εγκαρδιώνει. Μας τη φανερώνουν άλλη την Ελλάδα, τα πάθη της, τη δυναμική της, οι συνομιλίες εκεί, σε μια αρχαία και σφύζουσα μητρόπολη, με ελληνικές επιγραφές μισοσβησμένες στα σοκάκια.

Φανερώνεται έτσι η Ελλάδα στο βραχύ μέλλον: για να υπάρξει, χρειαζόμαστε επειγόντως πειθαρχία. Αυτοπειθαρχία, αυτοέλεγχο, στοχοπροσήλωση, εστίαση της ζωτικότητας. Το δαιμόνιο μόνο του δεν αρκεί, μπορεί και να καταστρέφει. Μόνο δαμάζοντας το δαιμόνιο και πειθαρχώντας τους εαυτούς, θα κερδίσουμε αυτογνωσία και σχέδιο, θα έχουμε θέση στον αναδυόμενο κόσμο.

φωτ.: Επί του Βοσπόρου. Τραγούδι, Θωμάς Κοροβίνης, ακορντιόν, Γιάννης Δερμιντζόγλου.

Στο Αγιον Ορος μπαίνεις από θαλάσσης, σαν νησί. Περιπλέεις τη χερσόνησο, συμπαγή ή αραιότερα δάση, βουνοπλαγιές, διάσπαρτα κτίσματα, πύργους, αρσανάδες, ερειπιώνες, κτιριακά συγκροτήματα – από τον ύστερο Μεσαίωνα ώς σήμερα, χίλια συμπαγή χρόνια. Αυτός ο συμπαγής χρόνος σε κάνει να νιώθεις μες στο αγιορείτικο βαπορέτο σαν να προσεγγίζεις τη Βενετία, τη θαλασσινή πολιτεία. Ολα είναι οικεία και μεγάλα, déjà vu.

Στο λιμανάκι της Δάφνης περιμένουν μερικά τζιπ· στις πινακίδες τους διαβάζεις τη μονή προέλευσης. Δάση, δάση, δάση. Η Φύση προετοιμάζει τον προσκυνητή, τον αμύητο, τον περιηγητή, με καστανιές, πλατάνια, κυκλάμινα, βατόμουρα, φτέρες. Συχνά βρέχει.
Για τι τον προετοιμάζει; Το Ορος δεν είναι ένα. Η παράδοσή του δεν είναι μία και ενιαία, είναι πολυσχιδής, πληθωρική, ποικίλη, οι μονές δεν είναι ίδιες, οι σκήτες διαφορετικές, τα κελιά, τα καθίσματα, οι καλύβες, όλα έχουν δικό τους χαρακτήρα. Τον χαρακτήρα των μοναχών που τα εμψυχώνουν κάθε ιστορική στιγμή, συνεχίζοντας την παράδοση. Η ανανεούμενη παράδοση: αυτή είναι ένας πυρήνας. Παράδοση μοναχικού βίου και ησυχασμού· διαρκής συνομιλία με τους κεκοιμημένους: στη σαββατιάτικη τράπεζα, με το καμπανάκι του ηγούμενου, όλοι γεύονται τα κόλλυβα και σχωρνάνε· το ίδιο, στην κυριακάτικη τράπεζα της πανηγύρεως. Οι απόντες είναι διαρκώς παρόντες, οι ψυχές είναι πάντα ζωντανές.

Και προσευχή, ησυχία, ακολουθίες: ιδού άλλος πυρήνας. Ο εσπερινός στο ναΰδριο του Αγίου Ευσταθίου είναι εμπειρία ησυχίας· τα κείμενα ρέουν σαν νοερά προσευχή και ξεχύνονται από τα παράθυρα στο Αιγαίο Πέλαγος του απογεύματος, το μουρμουρητό των προσευχών σμίγει με τον κυκλικό παφλασμό του κύματος στα βράχια από κάτω. Ο μοναχισμός των κελιών και των καθισμάτων εκπέμπει αμεσότητα και ανθρώπινη θέρμη, είναι η ελληνορθόδοξη εκδοχή χριστιανισμού, με συχώρεση και αλληλοπεριχώρηση, με δόξα ζωής και ήρεμη αποδοχή θανάτου, είναι ο κόσμος του Παπαδιαμάντη και του Πεντζίκη, κόσμος με οικονομία, με αίσθημα και αισθητική: Το γιορτινό στόλισμα του ναϋδρίου είναι φύλλα δάφνης σκορπισμένα σε όλα τα δάπεδα έως το ιερό. Απλό, υψηλό.

Η λειτουργία είναι ο χορός, των ψαλτών και των μοναχών, που τελετουργούν με ακρίβεια και αστείρευτη ζωτικότητα υπό το ημίφως των κεριών· κινούνται ακαταπαύστως σαν κουρδισμένο μπαλέτο, μελανές σκιές στο λυκαυγές. Ψιθυρίσματα, ψαλμωδίες, ευχές, άνθη, θυμίαμα, εικονίσματα· αν υπήρχαν και γραΐδια λαδικά, θα εβλέπαμε ολοζώντανο το Παπαδιαμαντικό Διήγημα. Μα όχι, δεν βλέπω καμιά θεια, μόνο καλόγερους και δεκάδες άρρενες λαϊκούς που έσπευσαν στο πανηγυράκι, παρά θιν’ αλός, με άνορακ και μποτάκια, ευλαβούμενοι και φιλακόλουθοι, ξεμοναχιασμένοι προσκυνητές, περίεργοι και φίλοι μοναχών. Αυτοί οι φίλοι νοικοκυρεύουν το κάθισμα, βοηθάνε στο μαγειρείο, στρώνουν τη λαμπρή τράπεζα: αυτή τη μεγαλειώδη κορύφωση του κοινού βίου. Οίνος, ιχθύς, κατσικίσιο τυρί, σταφύλια, κόλλυβα· σαν να κυλούν φυσικά ώς το τραπέζι απ’ τις πλαγιές, όπου κατηφορίζουν αμπέλια και ελιές.

Το πρωί, τριακόσια μέτρα πάνω απ’ τη θάλασσα, κρεμαστοί, μιλάμε με άλλους φίλους. Μοναχοί σπουδαγμένοι, ταξιδεμένοι, διεθνιστές, με υψηλές πνευματικές και διοικητικές ικανότητες. Νοιάζονται την Ελλάδα τη σημερινή, ρωτούν να μάθουν για την κρίση, για τις αγωνίες των ανθρώπων. Νοιάζονται για το μέλλον της αγιορείτικης πολιτείας: τα προβλήματα ογκώνονται, αλλάζουν, προβλήματα περιβαλλοντικά, διαβίωσης, δημογραφικά, διαχείρισης της κληρονομιάς, διαχείρισης φυσικών πόρων. «Οι καλόγεροι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους», λένε. Αυτοί, οι πιο μορφωμένοι και ικανοί, διπλωμάτες και διορατικοί σαν τον πατριάρχη Φώτιο, είναι οι πιο ανήσυχοι, αναζητούν προσαρμογές και νέες στερεώσεις.

Το Ορος πιέζεται όλο και περισσότερο από τα πλήθη των επισκεπτών, Ελλήνων και ξένων, από ένα αδιάκοπο ρεύμα ιδιότυπου τουρισμού. Οι μοναχοί αφήνουν τον ήσυχο βίο για να εξυπηρετήσουν τα πλήθη, να τους φιλέψουν, να τους ταΐσουν, να τους κοιμήσουν, να υπηρετήσουν τις θρησκευτικές τους ζητήσεις. «Αλλά ο καλόγερος είναι ον ησυχαστικό, γι’ αυτό ήρθε στο Ορος…», λέει ο ιερομόναχος Σ. (Ολοι τρελαίνονται για iPhone 4, σαν παιδιά.)

Σαράντα περίπου χρόνια από την αρχή της αναγέννησης με την αναβίωση των κοινοβίων, δύο μόλις χρόνια από την υπόθεση Βατοπεδίου, που έγινε κοινόβιο τελευταίο, μόλις το 1991, η μεγαλύτερη μοναστική πολιτεία του κόσμου αναστοχάζεται τον εαυτό της, μεταξύ υλικής διαχείρισης και πνευματικής αποστολής.

Βγαίνουμε. Στην Ουρανόπολη συνωθούνται σαλοί, Ρώσοι, Ρουμάνοι, Μακεδόνες, παλαιοελλαδίτες. Γερμανοί τουρίστες φωτογραφίζουν το πλήθος. Στην έξοδο του πάρκινγκ συνωθούνται BMW X7 και Grand Cherokee. Βρέχει.


«Δύο, τρεις, πέντε, δέκα σταλαγμοί.»

Με ήχους, ρυθμό και υγρασία, ξεκινά ο Ξεπεσμένος Δερβίσης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, μοναδικό κείμενο στη νεοελληνική γραμματεία ― και στη διεθνή. Δεν είναι διήγημα τυπικό, δεν είναι δοκίμιο, δεν είναι ποίημα. Είναι ένα φιλμ με λέξεις και ήχους και αισθήσεις, λυρικό μοντάζ αποσπασμάτων μουσικά αρμοσμένων, με ποιητικό ειρμό. Κι είναι μια ελεγεία για τον αθηναϊκό βίο, τόσο ταιριαστή στα σημερινά μας.

Εξι σελίδες βιβλίου. Το διαβάζω κάθε τόσο, φωναχτά, ψιθυριστά, σιωπηλά, και στη μαγική Αθήνα του 1896 αφουγκράζομαι την πόλη του 21ου αιώνα: τα ράδια και τους στεναγμούς των ακάλυπτων, τις μουσικές από παράθυρα αυτοκινήτων, τον αντίλαλο από συναυλίες σε λόφους και άλση, τα ελαφροπατήματα των νυν άστεγων, ανέστιων, φερέοικων, τα τιτιβίσματα λυγερών νέων με μούσια και κιθάρες, τη μελωδική ντοπιολαλιά γέροντος κοτσωνάτου, την πολύγλωσση βουή της Λαϊκής. Σ’ όλα τα σημερινά μπορείς να ακούσεις τον υπερμοντέρνο Παπαδιαμάντη, τον ψάλτη που εκουρδίζετο στο στασίδι του σαν τραγουδούσε τα βασανάκια των ανθρώπων και τους αχούς της ανατολικής του πόλεως. Γιατί, σαν το σκέφτομαι, αυτός, και μερικοί άλλοι Νεοέλληνες, σαν τον Σολωμό, τον Εγγονόπουλο, τον Πικιώνη, μάς έμαθαν να βλέπουμε τον τόπο που ζούμε, τον τρόπο που ζούμε, να βλέπουμε βαθιά, πραγματικά, ιστορικά, και ταυτοχρόνως να τα φανταζόμαστε υπέρτερα.

Να, κάπως έτσι ο υλικός βίος, ο αισθαντικός: «Εκείνην την βραδιάν τον είχε προσκαλέσει μία παρέα. Επτά ή οκτώ φίλοι αχώριστοι. Αγαπούσαν την ζωήν, τα νιάτα. Ο ένας απ’ αυτούς έβαλλε γιουβέτσι κάθε βράδυ. Οι άλλοι έτρωγαν. […] Αγαπούσαν τα τραγούδια, τα όργανα. Ο Δερβίσης δεν έπινε κρασί, έπινε μαστίχαν. Δερβισάδες ήσαν κι αυτοί.» (Ο ξεπεσμένος δερβίσης). Κι έτσι ο βίος της φαντασίας: «— Πού, σ’ αυτόν τον κόσμο; ―Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. —    Άσκ ολσούν … υπεψιθύρισεν ο σαλεπτσής. Δεν είχε γνωρίσει τον άνθρωπον, αλλά το ένδυμα. Κάθε άλλος θα τον εξελάμβανε ως φάντασμα. Αλλ’ αυτός δεν επτοήθη. Ήτο απ’ εκείνα τα χώματα.» (Ο ξεπεσμένος δερβίσης) Και: «Είπα: “Ἰδοὺ βγαίνουν ακόμη φαντάσματα!” και ησθάνθην κρυφήν χαράν.» (Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις)

Η μεγάλη τέχνη, η ανυπέρβλητη, του Παπαδιαμάντη στον Δερβίση, είναι, αφενός, ο τρόπος που βλέπει, ακροάται, οσμίζεται, αισθάνεται τον αστικό βίο· αφετέρου, ο τρόπος που καταγράφει και φορμάρει: χωρίς μυθοπλασία, χωρίς ηθικό δίδαγμα, χωρίς κρίσεις επί των ανθρώπων, χωρίς να σκαρώνει χαρακτήρες. Είπαμε, λυρικό μοντάζ σκηνών, αποσπάσματα που συναρμόζονται οργανικά ως εκ της παραθέσεως, από το ένα χάραμα στο άλλο, από το πρώτο σαλέπι ώς το τελευταίο, και, κυρίως, ως εκ της μουσικής που διατρέχει και διαποτίζει όλην την αφήγηση, το τραγούδισμα γι΄αυτόν τον φερέοικο: «Νάι, νάι, γλυκύ. Νάζι — κατά έν ζήτα ελαττούται. Αύρα, ουρανός, άσμα γλυκερόν, μελιχρόν, αβρόν, μεθυστικόν. Νάι, νάι. Κατά δύο κοκκίδας, διαφέρει διά να είναι το Ναι, οπού είπεν ο Χριστός. Το Ναι το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το Ναι το φιλάνθρωπον.»

Ο κόσμος του Θησείου, του καφενείου, του σαλεπιτζή μες στο χάραμα, είναι κόσμος ανοιχτός· κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε ο δερβίσης, ποιος είναι, πού κατέληξε· όλοι αναρωτιούνται, όπως ο αφηγητής, μα κανείς δεν πιέζει για μια αληθοφανή απάντηση· προτιμούν να φαντάζονται, αφήνουν μετέωρα τα ερωτήματα. Είναι ο ανοιχτός κόσμος της ανατολικής μητροπόλεως, της ανατέλλουσας φαντασμαγορίας: «Είχεν αναφανεί. Πότε; Προ ημερών, προ εβδομάδων. Πόθεν; Από την Ρούμελην, από την Ανατολήν, από την Σταμπούλ. Πώς; Εκ ποίας αφορμής; Ποίος; Ήτον Δερβίσης; Ήτον βεκτασής, χόντζας, ιμάμης; Ήτον ουλεμάς, διαβασμένος; Υψηλός, μελαψός, συμπαθής, γλυκύς, άγριος. Με το σαρίκι του, με τον τσουμπέν του, με τον δουλαμάν του. Ήτο εις εύνοιαν, εις δυσμένειαν; Είχεν ακμάσει, είχεν εκπέσει, είχεν εξορισθεί; Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.[…] Ζει, απέθανε, περιπλανάται εις άλλα μέρη, ανεκλήθη από της εξορίας, επανέκαμψεν εις τον τόπον του; Κανείς δεν ηξεύρει. Ίσως την ώραν ταύτην ν’ ανέκτησε την εύνοιαν του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των Ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπει ως ιμάμης εις κανέν εξακουστόν τζαμίον. Ίσως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης. Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ.»

Καθόμαστε στο μικρό καφενείο του κόσμου, ίδιο απ’ το 1896 στο 2010. Ο Δερβίσης πίνει πλάι μας μαστίχα κερασμένη, «άστεγος, άνεστιος, φερέοικος». All night long. Στο παρόν και στο μέλλον.

Εικόνα: Χαρακτικό του Δημήτρη Μοράρου, 2004.

«Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντον σχοινίον, παρομοίως κ’ εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ’ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου».

Περιγράφει τον εαυτό του αυτολοιδωρούμενος ο παπαδιαμαντικός αφηγητής, στο “Ονειρο στο κύμα”. Και περιγράφει την παρούσα κατάσταση πικράς αθυμίας του Ελληνος, έτσι δεμένου με κοντό σχοινί, ώστε αν τεντωθεί να κινδυνεύει να πνιγεί, να σχοινιασθή.

Οσες φορές διαβάζω το «Ονειρο στο κύμα», διακρίνω κάτι καινούργιο. Τούτη τη φορά μέσα από την αυτολοιδορία του Παπαδιαμάντη διακρίνω τη σοφή αποδοχή του παρόντος: το παρόν ως ήπια διάψευση προσδοκιών, ως αναπόφευκτη προδοσία του παρελθόντος, το παρόν ως αναπόδραστη πτώση του φυσικού ανθρώπου, του «ωραίου εφήβου, του καστανόμαλλου βοσκού», και ως ανάδυση του μετέωρου μεσήλικου, του «περιωρισμένου και ανεπιτήδειου».

Ετσι ακούει τον σφυγμό της τώρα η γενιά της μεταπολίτευσης: νηματώδη, σιγαλό, σβησμένο· σαν υπόμνηση διαρκούς προδοσίας, σαν αφήγηση μετάλλαξης: «Ημην πτωχόν βοσκόπουλο εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. […] Ημην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις…»

Ημην ο Δάφνις, ο Ορφέας… Και είμαι δεσμώτης, ηττημένος, υπόδουλος και άπραγος. Το ένα άκρο της αφήγησης μάς φέρνει αβίαστα στο άλλο. Ο αφηγητής δεν νοσταλγεί μόνο, περιγράφει εναργώς την προδιαγεγραμμένη πορεία, από την αθωότητα προς τη γνώση, από την ανεμελιά του ευγενούς άγριου προς την κατήφεια του αποξενωμένου μισθωτού. Ωστόσο η αποδοχή της σκληρής μοίρας, ο αυτοοικτιρμός και ο αυτοσαρκασμός, δεν αποτρέπουν τον στεναγμό και τη λαχτάρα της αναπολήσεως: «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!…». Ο πυρήνας είναι πυρακτωμένα ρομαντικός, είναι η αιώνια επιστροφή στη νιότη, ο Παπαδιαμάντης δεν αποδέχεται την προσγείωση στον «περιωρισμένο και ανεπιτήδειο» βίο, αντηχεί τον αιώνιο έφηβο Ρεμπώ, τον παράφορο Μπωντλέρ, τον ειρωνευτή Φλωμπέρ, τον ανατόμο Μπαλζάκ.

Παρόμοια πτώση και παρόμοια άρνηση βιώνει τώρα η γενιά της Μεταπολίτευσης ― όσοι τουλάχιστον μπορούν ακόμη να ανακαλέσουν τη νεανική αθωότητα και να την αισθανθούν. Ακόμη και τα χρόνια του ’70, ώς τις αρχές του ’80, η αθωότητα έμοιαζε με τα χρόνια του Παπαδιαμάντη. Τα νησιά, τα χωριά, οι επαρχιακές πόλεις, είχαν δικούς τους ρυθμούς, χαρακτήρα. Η Αθήνα ήταν μια μεσογειακή πόλη, ράθυμη, με βραδύ βίο, φθηνή διαβίωση· δεν ήταν η σημερινή μητρόπολη των άκρων, των νεόπλουτων και των αποκλεισμένων, του εγκλήματος και της ασυμμετρίας, της φαντασμαγορίας.

Αλλαξαν οι άνθρωποι. Αλλάξαμε. Ξεχάσαμε το χωριό καταγωγής, κι όταν το θυμηθήκαμε είχε αλλάξει και μας πλήγωνε. Ξεχάσαμε τη γενέθλια γειτονιά, κι όταν επιστρέψαμε δεν την αναγνωρίζαμε. Ο τουρισμός κατέφαγε τα νησιά, οι επιδοτήσεις και η αστυφιλία σάρωσαν την επαρχία, οι καφετέριες και τα μπουζούκια κατακυρίευσαν τις πόλεις, οι ντοπιολαλιές σαρώθηκαν από τη lingua των τηλεοπτικών δελτίων και των σίριαλ, τα πρώην βοσκόπουλα μεταβλήθηκαν σε δικηγόρους «με δίπλωμα προλύτου», με δεύτερο ΙΧ, με διαζύγιο και βάρη, φυλή νεόχλιδων με ξεπουλημένες γαίες και δανεικά, με εκσυγχρονισμένα λάιφ-στάιλ.

Γινήκαμε άλλοι. Απληστοι, λιμασμένοι πάντα, και όλο περισσότερο περιωρισμένοι, με όλο και πιο κοντόν σχοινίον εις την αυλή του αυθέντου, αόρατο σχοινί σε αυλή αόρατου αφέντη, υπερτοπικού και διάσπαρτου. Η απώλεια της δικής μας αθωότητας συντελέστηκε αόρατα, δεν την είδαμε, δεν την νιώσαμε καν σαν απώλεια· ίσως τη βιώσαμε κιόλας σαν κέρδος, σαν νίκη, ότι παραχώσαμε βαθιά μες στο τσιμέντο την αθωότητα του χώματος, αυτή τη μισητή σβουνιά της καταγωγής.

Γινήκαμε άλλοι. Αφεύκτως. Μα τη ζήσαμε ασυλλόγιστα αυτή τη μεταμόρφωση, χωρίς να τη στοχαστούμε, να τη ζυγίσουμε, να κρατήσουμε νήματα. Ωστε όταν τέλειωσε ο μετεωρισμός στην εικονική χλιδή, η πτώση ήρθε οδυνηρή, πάνω στο κάγκελο, μες στον κουβά ― του χρηματιστηρίου, των δανεικών, των υπερτροφικών προσδοκιών, της ματαίωσης.

Γινόμαστε άλλοι. Σχοινιασθήκαμε. Ας νοσταλγήσουμε τον φυσικό άνθρωπο, μήπως τον ξαναβρούμε στα πρόσωπα των παιδιών μας («ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος…») Είτα, θα προσφύγουμε στην παρηγορητική ανάγνωση του «Ξεπεσμένου δερβίση».

Ακούω τον ψίθυρο του κύματος απαράλλαχτο. Ακούω γουργουρητό πολυβάλβιδου κινητήρα. Ακούω αναστεναγμούς γερόντων λουομένων. Ακούω λογαριασμούς νεόπλουτων μητέρων, πώς θα μεταφέρουν στο νησί το κέτερινγκ για τα γενέθλια του μικρού – με ελικόπτερο ίσως;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.894 hits
Αρέσει σε %d bloggers: