You are currently browsing the tag archive for the ‘ήττα’ tag.

1024px-Eugène_Ferdinand_Victor_Delacroix_017

Σε αλλεπάλληλες συνομιλίες άκουσα αλλόκοτα τον εαυτό μου να αυτοσχεδιάζει γύρω από δύο μοτίβα: το φρόνημα στο παρόν, και ορόσημα του παρελθόντος.

Πρώτα, το φρόνημα. Η μακρά κρίση βιώνεται σαν χαμένος πόλεμος· αν εντοπίσουμε την πρώτη ρήξη στο 2010, από τότε ώς σήμερα το ρήγμα διαρκώς διευρύνεται, το σκάφος βουλιάζει όλο και πιο βαθιά, σε νερά ανεξερεύνητα, τέτοια που ουδέποτε είχαμε φανταστεί. Και για πολλούς είναι ήδη σαφές ότι δεν θα γυρίσουμε ποτέ στην προ ρήξης εποχή, δεν θα την πλησιάσουμε καν· απλούστατα, διότι έχει συντελεστεί ήδη μια ποιοτική μεταβολή. Ακόμη και αν ανακτηθούν εν μέρει οι ποσοτικές απώλειες ζωτικών δεικτών του κοινωνικού βίου, λ.χ. η τοξική ανεργία, η κοπιαστικά αποκτημένη νέα ισορροπία θα βρίσκεται σε εντελώς άλλη ιστορική πίστα, ο κοινωνικός σχηματισμός θα είναι διαφορετικός, είναι ήδη διαφορετικός.

Στα χρόνια της βίαιης προσαρμογής έχουν ήδη μετασχηματιστεί βαθιά η διοίκηση, το εργασιακό περιβάλλον, οι δικαιικές δομές, η κατανομή του πλούτου, οι ταξικές διαστρωματώσεις. Κινούμαστε σαν υπνοβάτες μέσα σε μια νέα πραγματικότητα, που δεν την αντιλαμβανόμαστε γιατί νομίζουμε ότι ζούμε μέσα στο όνειρο κάποιου άλλου ― αλλά αυτός ο άλλος είμαστε εμείς.

Μέσα σε αυτή την επώδυνη υπνοβασία, με όλο και συχνότερα τινάγματα-επαναφορές στην πραγματικότητα, διαπιστώνουμε ότι η μεγαλύτερη απώλεια του ακήρυκτου πολέμου είναι το φρόνημα. Υπό πολλές έννοιες: απώλεια αυτοπεποίθησης, απώλεια αυτοεικόνας, καταρρακωμένο ηθικό, σύγχυση ταυτότητας, βύθιση στην ετερονομία, καταφυγή στη φενάκη. Ευλόγως. Για πολλούς Ελληνες η προσαρμογή έχει σημάνει οιονεί έκλειψη μέλλοντος. Μπορεί όμως να αφαιρεθεί το μέλλον, να τελειώσει η ιστορία; Οχι. Σίγουρα όμως η νέα ιστορική περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας δεν θα είναι περίοδος ακμής υπό τους παραδοσιακούς όρους· θα είναι η ουρά της παρακμής ταυτόχρονα με τη σταθεροποίηση σε άλλη στάθμη· δεν λέω χαμηλότερη, άλλη. Και πορεία σε νέες συντεταγμένες. Αυτό είναι το ευνοϊκότερο σενάριο.

Οσο συντομότερα αντιληφθούμε αυτό τον ιστορικό μετασχηματισμό, τόσο συντομότερη θα είναι η επίπονη συνύπαρξη της ουράς του παρακμιακού παρελθόντος μέσα στην αναδυόμενη σταθεροποίηση. Εδώ υπεισέρχεται η μεγάλη σημασία της ανάκτησης του φρονήματος· μάλλον, η κατασκευή νέου φρονήματος, αναβαπτισμένης αυτοεικόνας και ταυτότητας. Ετσι ώστε να εμφανιστεί ξανά ισχυρή η βούληση, η απόφαση και η δράση των κοινωνικών υποκειμένων. Μόνο αν θέλει να σωθεί με τις δικές της δυνάμεις προς τη δική της κατεύθυνση, θα σωθεί η κοινωνία· μόνο αν σκεφτεί τη σωτηρία ως πρωτίστως και αποκλειστικώς δική της υπόθεση, θα αποφασίσει και θα δράσει. Πολύ αδρά, η ανάκτηση-κατασκευή φρονήματος είναι ο αναγκαίος όρος για την επιβίωση, αλλά σημαίνει επίσης και το αναγκαίο κοπιώδες πέρασμα της κοινωνίας από την παθητική ετερονομία σε μια ενεργητική αυτονομία.

Δεύτερος αυτοσχεδιασμός, η βύθιση σε ορόσημα του παρελθόντος. Παραμονή της 25ης Μαρτίου, ας προσπαθήσουμε να δούμε όχι διαζευκτικά, αλλά επάλληλα και παραπληρωματικά, δύο πηγές νοήματος για τον νεότερο ελληνισμό: το Ναυαρίνο και το Μεσολόγγι. Στο πρώτο, η υλική ισχύς των Μεγάλων Δυνάμεων της θάλασσας κατατρόπωσε τη θνήσκουσα αυτοκρατορία και επέτρεψε στην ηττώμενη Επανάσταση να συνεχίσει, έως την ίδρυση του κράτους· κράτους τυπικά ανεξάρτητου, αλλά υπό την κηδεμονία των Δυνάμεων του Ναυαρίνου.

Εντούτοις οι Ελληνες του νεοπαγούς κρατιδίου τοποθέτησαν την κοιτίδα τους αλλού: σε έναν τόπο υλικής ήττας, συμβολικής θυσίας και νικηφόρου μαρτυρίου, στο Μεσολόγγι. Στον τόπο που πέθανε ο ρομαντικός λόρδος Βύρων, τον τόπο που απαθανάτισε ο ρομαντικός κόμης Σολωμός. Ενα ρομαντικό ορόσημο εμπνέει τον ποιητή, που επινοεί τη γλώσσα της ποιήσεώς του και τη γλώσσα του έθνους-κράτους με υλικά και μέθοδο αμιγώς ρομαντικά. Πολύ περισσότερο: μπολιάζει το έθνος με ρομαντισμό, βάζει τους συγκαιρινούς και τους μεταγενέστερους να αναμετριούνται με το υψηλό, ορίζει το αληθές ως διαρκές χρέος, το κοινό και το κύριο ως παντοτινή έγνοια.

Το Ναυαρίνο είναι η πολιτική, και μια νίκη που δεν είναι δική μας. Το Μεσολόγγι είναι το συμβολικό κεφάλαιο, και μια θυσιαστική ήττα που είναι δική μας νικηφόρος, σαν βούληση και σαν απόφαση. Και τα δύο είναι ιστορία. Ποιο ιδρυτικό Ναυαρίνο μπορούμε να περιμένουμε δύο αιώνες αργότερα; Μάλλον συνέβη, και ήταν το πρόγραμμα διάσωσης, aka Μνημόνιο. Απομένει το Μεσολόγγι, υψηλό, επώδυνο, δραματικό, εξίσου ιδρυτικό.

Εικόνα: Eugène Delacroix, La Grèce sur les ruines de Missolonghi. 1826. Musée des Beaux-Arts de Bordeaux

Ε2Α_2012

Οσοι έχουν δουλειά, έχουν και θερινή άδεια. Το ελληνικό καλοκαίρι παρασύρει ήδη σώματα και πνεύματα στην δική του γλυκιά χαύνωση, χαλαρώνει τα τανυσμένα νεύρα, διοχετεύει ευφορία, ακόμη και εγκαρτέρηση και αγάπη, μια θυμόσοφη διάθεση έναντι της σκληρής ζωής. Αν ανατρέξουμε στους ποιητές και τους φιλόσοφους του μεσογειακού κόσμου, θα βρούμε περιγραφές και εξηγήσεις αυτής της ωκεάνειας αίσθησης, της διεύρυνσης των αισθήσεων και της ευρυχωρίας του πνεύματος.

Και πόσο τα χρειαζόμαστε τέτοια αισθήματα… Πώς μας γειώνουν στην ζεστή πέτρα και το δροσερό νερό, σε έναν σμαραγδένιο κολπίσκο κυκλάδος νήσου, κάτω από μια καλαμωτή με τζιτζίκια, την πιο ψηλή ώρα του μεσημεριού ή στο μυστήριο του δειλινού, κάτω από σκιερά δέντρα σε ρίζες βουνών. Ολοι οι Ελληνες και οι παρεπιδημούντες κοινωνούν αυτή την αίσθηση καλοκαιριού.

Και πόσο ανάγκη την έχουμε την καλοσύνη που σταλάζει στις φλέβες το θέρος… Πρώτα απ’ όλα μήπως και αποσυμπιεστεί η οργή, το μίσος που χύνεται από κάθε πλευρά και έχει θολώσει κρίση, νου και βλέμμα. Με τον καθένα μας να ψάχνει έναν φταίχτη απέναντι, έναν άλλο, να ψάχνει το φταίξιμο, την κύρια και πρώτη αιτία του κακού, και να ’ναι τόσος ο πυρετός που παντού γύρω ν’ αντικρίζεις κακό και φταίχτες. Η μεγαλύτερη ζημιά της κρίσης είναι η πανδημία μίσους· πίσω της φωλιάζει η ήττα, σαν βουβή φλεγμονή.

Πώς χρειαζόμαστε χρόνο, έστω τον γρήγορο χρόνο του καλοκαιριού, να μαλακώσει τις ψυχές, να διαυγάσει τις διάνοιες. Κάθε καλοκαίρι απ΄το ’09 και μετά είναι επείγον, κάθε φορά και περισσότερο, και του ’13 πιο επείγον απ’ όλα. Η κρίση είναι η μόνη σταθερά πλέον, και η κορύφωσή της διαρκής. Μία μία οι σταθερές κλονίζονται, ραγίζουνε και σπάνε· η υλική επάρκεια, η κανονικότητα του καθ΄ημέραν βίου, η μέριμνα της κοινωνίας, η προστασία της οικογένειας, η πολιτεία η ίδια κλονισμένη κι αυτή.

Ο πιο ανησυχητικός κλονισμός: ο ηθικός κλονισμός και ο κλονισμός της δημοκρατίας ως ροής· η εγκαθίδρυση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης ως κανονικότητας, η κατάσταση εξαίρεσης ως διαρκής συνθήκη βίου. Καλοκαίρι ’10: χρεοκοπία και μνημόνιο. Καλοκαίρι ’11: πλατείες και διαδηλώσεις. Καλοκαίρι ’12: εκλογές και νέα γεωγραφία, χωρίς ορατή ανάκαμψη. Καλοκαίρι ’13: εξωγενές ατύχημα Κύπρου, ενδογενές ατύχημα ΕΡΤ, η ανάκαμψη μακραίνει ακόμη.

Προσβλέπουμε λοιπόν στο χρόνο του καλοκαιριού: για ανακούφιση των κατάκοπων νεύρων και για νοητική ανασύνταξη. Καταφυγή στο φως και τη θάλασσα, μακριά από την κουρασμένη ασήκωτη πόλη, απ’ τα μελαγχολικά πρωινά και τις πυρετικές νύχτες. Με τα ελάχιστα ― και θα γυρίσουμε πλήρεις, άνευ μίσους. Κρατώντας ένα φτενό κλειδάκι, κληρονομιά του Οδυσσέα Ελύτη:

«Στις Κυκλάδες οι μικρές εκκλησίες αφθονούν και λάμπουν όπως τα βότσαλα. Άλλου πουθενά χριστιανοί δεν εφάνηκαν ποτέ τόσο ειδωλολάτρες. Και είναι με το μέρος τους ο Θεός».

φωτ.: Κωνσταντίνος Μάνος

Η προληπτική επιστράτευση των καθηγητών και η κατάκτηση του πρωταθλήματος Ευρώπης στο μπάσκετ από τον Ολυμπιακό σφράγισαν τα περασμένα εικοσιτετράωρα. Συνέβησαν στην ίδια χώρα, προκάλεσαν αντίθετα συναισθήματα· άλλοι τα συσχετίζουν, άλλοι όχι· άλλοι επιλέγουν να δουν το αισιόδοξο συμβάν, άλλοι το απαισιόδοξο, πολλοί βιώνουν και τα δύο εξίσου. Μερικοί μένουν ανέγγιχτοι απ’ όλα. Συμβαίνουν και τα δύο ταυτοχρόνως.

Μου άρεσε το παιχνίδι του Ολυμπιακού, η ανάκαμψή του απ’ το κακό ξεκίνημα, το πείσμα, η αφοσίωση, το πάθος. Μου άρεσε που η φτωχότερη ομάδα φέτος, από το φτωχότερο πρωτάθλημα της πιο πτωχευμένης χώρας, με άσημο Ελληνα προπονητή στον πάγκο και Ελληνα ηγέτη στο παρκέ, έπαιξε ωραίο μπάσκετ και νίκησε καθαρά. Με τον τρόπο του ο μπασκετικός Ολυμπιακός έστειλε ένα μήνυμα: Μπορούμε να σταθούμε όρθιοι, αν πιστέψουμε στους εαυτούς μας και παλέψουμε. Τα ομαδικά σπορ έχουν αυτή την ψυχικά ανακουφιστική, συχνά και καθαρτήρια λειτουργία.

Βεβαίως ο καθείς το εκλαμβάνει κατά την επιθυμία του και κατά δύναμιν. Ο οπαδοκάγκουρας θα υπάρχει πάντα, και πάντα θα καίει και θα καίγεται μες στη μονοδιαστάτη χαρά του, αλλά ακόμη κι έτσι αναρωτιέμαι: Σάμπως του έχουν απομείνει πολλές άλλες πηγές χαράς, για να σπάσει τον ζόφο που τον τυλίγει; Βρίσκει την άγρια χαρά του νικητή, βρίσκει προσώρας και λίγη περηφάνια, που τόσο πολύ του λείπει, σε ένα τρίποντο όταν παγώνει ο χρόνος. Για όσο διαρκεί το ματς και ο πανηγυρισμός, η ζωή παίρνει άλλη τροπή, φανερώνονται κρυμμένες δυνατότητες· η ζωή μπορεί να είναι και αλλιώς.

Οταν κοπάσουν οι πανηγυρισμοί, όλοι γυρνάμε στην εξωγηπεδική πραγματικότητα· είναι μουντή και αργή, προβλέψιμα βασανιστική. Αλλά τώρα, κάπως την αντέχουμε καλύτερα ― ακόμη κι αν είναι στη φαντασία μας η αυξημένη αντοχή. Ετσι μπορούμε να αντιληφθούμε μακροσκοπικά και την ματαιωμένη απεργία των εκπαιδευτικών, που ματαιώθηκε βιαίως προτού καν εκδηλωθεί: σαν έναν χαμένο αγώνα σε μια μακρά αλυσίδα αγώνων, και όχι σαν οριστική ήττα.

Αλλωστε αυτός ο αγώνας μάλλον είχε στηθεί εξαρχής λάθος: σε λάθος πεδίο, σε λάθος χρόνο, από λάθος κόουτς και ηγέτες. Οι εκπαιδευτικοί στήθηκαν από τους συνδικαλιστές τους για να χάσουν, σε μια μετωπική σύγκρουση όχι με την κυβέρνηση, αλλά σε σύγκρουση με τα τεντωμένα νεύρα χιλιάδων μαθητών και των οικογενειών τους, δηλαδή βάζοντας σε δοκιμασία τους πραγματικούς φίλους και συμμάχους.

Κι όμως οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί φέτος και πέρυσι ξεπέρασαν τους εαυτούς τους, πάσχισαν, πρόσφεραν ενισχυτικές διδασκαλίες, έστησαν κοινωνικά φροντιστήρια, έτρεξαν να στηρίξουν οικογένειες άπορων μαθητών, να στήσουν συσσίτια και δίκτυα αρωγής. Βρέθηκαν στο πλάι των μαθητών, πραγματικοί δάσκαλοι και φίλοι. Δεν τους άξιζε λοιπόν η προληπτική επιστράτευση, δεν τους άξιζε η ματαίωση, η γεύση ήττας, η στενόχωρη αντιπαράθεση με τους μαθητές τους. Είπαμε όμως: μια προσωρινή ήττα δεν σημαίνει ότι χάθηκε ο μακρύς διαρκής αγώνας, το πρωτάθλημα συνεχίζεται, στα εξεταστικά κέντρα, στις σχολικές αίθουσες, στα προαύλια, στα γήπεδα της ζωής.

smog_Larios

Τον φετινό χειμώνα θα τον θυμόμαστε από μια εικόνα και μια οσμή: την αιθαλομίχλη να σκεπάζει το λεκανοπέδιο και την οσμή του καμένου ξύλου. Μια έξοχη αισθητικά φωτογραφία που ανέβασε ο Γιάννης Λάριος στο Φέισμπουκ, έδειξε την Αθήνα όπως ήταν το Λονδίνο του smog, στη δεκαετία του ’50, και όπως θα ήταν την εποχή του Καρόλου Ντίκενς και του ορφανού Ολιβερ Τουίστ.

Δεν νομίζω ότι ο κ. Λάριος «πείραξε» ψηφιακά την εικόνα, διότι και άλλες παρόμοιες που ανέβηκαν τις προηγούμενες μέρες, στο ντεμπούτο της αιθαλομίχλης, παρόμοια ζοφερό έδειχναν τον ορίζοντα. Αλλωστε η οσμή καιομένου ξύλου, αισθητή σε μεγάλο μέρος του λεκανοπεδίου, ήταν πιο πειστική από την εικόνα. Σε κάθε περίπτωση, η φωτογραφία της νυκτερινής Αθήνας στεφανωμένης από το λευκό σεντόνι της αιθαλομίχλης είχε μια άγρια ομορφιά, που έθελγε και ταυτόχρονα φόβιζε. Ηταν μια εικόνα αποκαλυπτική για το τι ζούμε: τη σύγχυση και το σοκ.

Η κρίση θέρμανσης, που απασχόλησε και το ειδησεογραφικό δίκτυο Bloomberg, συμπυκνώνει με τον τρόπο του τη σύγχυση που κατατρώει την ελληνική κοινωνία. Το κράτος, χωρίς σοβαρή πρόβλεψη των οικονομικών μεγεθών, χωρίς κατανόηση των αναγκών και των δυνατοτήτων των πολιτών, φορολόγησε εκτάκτως το πετρέλαιο θέρμανσης, ανεβάζοντας την τιμή του κατά 48%. Το αποτέλεσμα: το κράτος δεν έχει εισπράξει ούτε το ένα πέμπτο των προβλεπομένων φόρων, πολλές επιχειρήσεις καυσίμων θα κλείσουν, ο αστικός πληθυσμός στα διαμερίσματα παγώνει με σβηστά καλοριφέρ, οι μαθητές στα σχολεία του Βορρά παγώνουν, οι περισσότεροι καίνε ξύλα και όλοι μαζί αναπνέουμε αιθάλη και φονικά μικροσωματίδια. Επιπλέον φουντώνει η λαθροϋλοτόμηση, όχι μόνο στην ύπαιθρο αλλά και στα περιαστικά δάση.

Αναζητώντας αναλογίες από την ιστορική εμπειρία, μόνο στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου μπορείς να βρεις κάτι παρόμοιο. Και στην ημετέρα Κατοχή. Αλλά πόσες ουσιώδεις διαφορές με το 1941-44: πόσο μεγαλύτερος ο σημερινός πληθυσμός, πόσο πιο απαιτητικός και καλομαθημένος, πόσο πιο ανέτοιμος να αντέξει τη σπάνη, πόσο ανέτοιμος ακόμη και να την αντιληφθεί για να την αντιμετωπίσει. Κυρίως: τότε παρενεβλήθη πόλεμος, ήττα, κατοχή. Τώρα; Ποιος είναι ο πόλεμος, ποιες μάχες δόθηκαν, με ποιους εχθρούς; Μήπως η πτώχευση είναι ένα είδος πολέμου; Αθόρυβος μεν, αναίμακτος ίσως, αλλά αναλόγως καταστροφικός για τις ζωές των ανθρώπων και τις προσδοκίες τους; Εξίσου καταστροφικός για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους όσο και για τον εθνικό και ιδιωτικό πλούτο.

Ασφαλώς δεν είναι ίδιες οι καταστάσεις· η κατοχική εμπειρία, η φρίκη του λιμού και της ανελευθερίας ήταν μοναδική. Και ο εχθρός ήταν ορατός: ο κατακτητής. Τώρα σαν να ζούμε μια εσωτερική κατάκτηση, μια άλωση εκ των έσω: με κύρια χαρακτηριστικά τη σύγχυση και τον φόβο των ανθρώπων, την παράλυση του κράτους, και μια ενδοβεβλημένη ήττα σε πολλά επίπεδα. Ολα αυτά σχηματίζουν την ψυχική αιθαλομίχλη πάνω από τέσσερα εκατομμύρια Ελληνες: τη βλέπουμε, τη μυρίζουμε.

φωτ.: Γιάννης Λάριος

Ακούω κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Σκοτεινές, θρηνώδεις, πληκτικά επαναλαμβανόμενες παρατηρήσεις πάνω στο ναρκωμένο σώμα της Ελλάδας, από τα βάθη του χρόνου, καλοκαίρι-φθινόπωρο 2007, άνοιξη 2009, όταν όλα έβαιναν ομαλώς, χωρίς φανερούς γκρεμούς, σχεδόν χωρίς κατήφορο.

Σκαλίζοντας αρχεία, έπεσα πάνω σε ξεχασμένα μουρμουρητά, και κατεπλάγην: ήταν σαν σήμερα, τόσο δυσοίωνα. Μοντάρω πλάνα από παλιά ζουρνάλ:

1.

Ασύμμετρη Ελλάδα. Που κάνεις λαμπρούς Ολυμπιακούς, το 2004, με μια μονάχα πυρκαγιά απ’ τα πυροτεχνήματα του πάρτι, και λαμπαδιάζεις συγκλαδοκορμόριζη δύο μήνες ατέλειωτους προεκλογικούς, το μαρτυρικό καλοκαίρι 2007. Ιδια είσαι τότε και τώρα; Ιδια, άνιση, αντιφατική, μοιραία, ικανή για το άλμα, ικανή για την καταβύθιση.

Ασύμμετροι Ελληνες. Ράθυμοι καταφερτζήδες, κυνικοί ατομιστές, που εξυψώσατε την ατσιδοσύνη και κλείσατε το μάτι στη λαμογιά, που προσκυνήσατε την καταπάτηση και τη βαφτίσατε real estate, που ζηλέψατε τον μαυραγορίτη και τον φοροκλέφτη, που τιμήσατε με την ψήφο σας τον φαύλο και ανεχθήκατε υστερόβουλα τον ανάξιο. Μοιραίοι και άνισοι, που δεν στέρξατε να προσφέρετε ψίχουλο στο Κοινόν των Ελλήνων, μα τα ζητάτε όλα από το κράτος-πατερούλη και εκμαυλιστή.

Ασύμμετρε συνέλληνα, συμπολίτη, συνάνθρωπε, ας αφουγκραστούμε τώρα τη σιωπή της φρυγμένης γης. Νιώθουμε τη στάχτη της ξεκούρδιστης κοινωνίας, βλέπουμε στις οθόνες ανδρείκελα, κομμένες κεφαλές, διαρκείς υπομνήσεις της ενοχής, της δικής τους, και του δικού μας μικρού μερδικού.

Ας σκεφτούμε ποιοι είμαστε, εδώ που φτάσαμε.

[28.08.2007]

2.

Το πλήθος σαλεύει. Αντιδρά. Φορά μαύρα. Στέλνει sms. Αναζητεί την απολεσθείσα συλλογικότητα, το χαμένο σώμα, και το βρίσκει πρόχειρο, ψηφιοποιημένο ήδη, στο address book του κινητού και του λάπτοπ: το τέτοιο συλλογικό σώμα είναι απελπιστικά ρικνό, μια σκιά, είναι ουσιαστικά η παρέα και οι γνωστοί, αλλά είναι το μόνο ίσως σημείο εκκίνησης για την επανεύρεση του συλλογικού παιχνιδιού. Και μπορεί να πολλαπλασιαστεί, να πάει μακριά, σαν αλυσίδα από φρυκτωρίες. Οταν τα νεωτερικά δίκτυα ξεμένουν από σήμα, τα μεταδίκτυα συγκροτούνται ξαναβρίσκοντας το αρχαϊκό φλόγα-με-φλόγα, σώμα-με-σώμα.

Η μεσαία Ελλάδα δυσφορεί. Ξεφυσάει, σιχτιρίζει. Μα όπου κι αν στραφεί, αντικρίζει τοίχους. Εχασε την πίστη, έχασε τον λόγο. Η πίστη έγινε δεισιδαιμονία, έγινε φανατισμός· ο λόγος έχασε την κριτική του δύναμη, έγινε εργαλειακός, έγινε σύμβαση και χειραγώγηση. Η πολιτική διεξάγεται με αναθέσεις σε εργολάβους, με outsourcing. Η έκλειψη όλων αυτών επιτείνει τη δυσφορία. Κενό. […]

Σηκώστε τον ποδόγυρο! Διαπλέουμε τη Μεταδημοκρατία της Δυσφορίας…

[09.09.2007]

3.

Το περίβλημα στέκει όρθιο. Από μέσα όμως συντελείται διαρκώς μια εσωτερική κατάρρευση. Ενας φλοιός μάς συνέχει· η ψίχα φυραίνει αδιάκοπα. Η ψίχα είναι η ψυχή, η συλλογική ψυχή. Που δεν είναι πια ούτε ψυχή ούτε συλλογική […]

Η πολιτική ελίτ αιωρείται μέσα στο περίβλημα, στο κενό της κατάρρευσης, αυτονομημένη από το κοινωνικό σώμα, αυτονομημένη από τις ανάγκες και τις αγωνίες της κοινωνίας, κινούμενη μόνο βάσει των δικών της ιδιοτελών αναγκών, κινούμενη αποκλειστικά για την αυτοαναπαραγωγή της. […]

Οικονομική ελίτ: εν μέρει παρασιτική, εν μέρει υπερεθνική, εν όλω προσοδοθηρική, και σε κάθε περίπτωση ελάχιστα αναπτυξιακή και ριψοκίνδυνη. Η χώρα αντιμετωπίζεται ως πεδίο άντλησης κέρδους και σπανίως ή ποτέ ως δημόσιος χώρος που πρόσφερε ευκαιρίες κερδοφορίας και αξίζει άρα να του επιστραφεί μέρος του κέρδους. Κατάρρευση. Η γνώση των ασυμμετριών, λειψή και στρεβλή το συχνότερο, εκβάλλει πάντα στην πίκρα, στον φθόνο, τη μνησικακία, τη μεμψιμοιρία, τη μοιρολατρική αποδοχή της κατάρρευσης.

Ηττημένος χωρίς μάχη, ο πολίτης μέμφεται και ταυτοχρόνως φθονεί τους προνομιούχους κατεδαφιστές, αυτούς που έχουν το προνόμιο να επιζούν ενώ τα πάντα γύρω τους καταρρέουν. Η μνησικακία όμως ή η διάχυτη μικροδιαφθορά δεν σώζει· δεν προσφέρει αυτοπεποίθηση, πίστη, ελπίδα, δύναμη για να αντιστραφεί η διαδικασία της κατάρρευσης. Ετσι, την κατάρρευση πυροδοτεί κάθε πλευρά: η αυτοαναφορική, σχεδόν αυτιστική πολιτική ελίτ, η προσοδοθηρική, σχεδόν μοχθηρή οικονομική ελίτ, η παραλυμένη από φόβο μεσαία τάξη, τα κατώτερα στρώματα εξουθενωμένα προ πολλού από την ανέχεια και την αμάθεια, ακόμη και η νεολαία που βλέπει το μέλλον της διαψευσμένο και μαύρο προτού καν δοθεί της ζωής.

Χωρίς στοιχειώδη αυτογνωσία, χωρίς αυτοπεποίθηση και στρατήγημα, αυτή η πολυσθενής κοινωνία κινείται φυγόκεντρα και αντινομικά, κανιβαλίζεται […] παράγει κατάρρευση· την κατάρρευσή της.

[18.04.2009]

Οι Ελληνες καυχώνται για την ιστορία τους, αλλά συχνά την υπερερμηνεύουν, έτσι ώστε να την αδειάζουν από τις αντινομίες και τα οδυνηρά της διδάγματα, να την χρησιμοποιούν σαν γλυκαντική ουσία, παρηγορητική, σαν το sweetener που πρόσφερε αυτάρεσκα ο αντιπρόεδρος Βενιζέλος στους πιστωτές. Η υπερερμηνεία, η κατάχρηση, και τα κατοπτρικά ισοδύναμά τους, δηλαδή η άγνοια και η αποδόμηση της ιστορίας, λειτουργούν εντέλει καθ’ όμοιο τρόπο: αφαιρούν κάθε δυνατότητα αυτογνωσίας, αυτοπεποίθησης, αυτοδιάθεσης, αυτονομίας.

Η επέτειος του Ξεσηκωμού του 1821, που πρόκειται να εορταστεί σύντομα, θα μπορούσε να λειτουργήσει ενωτικά και εμψυχωτικά για τους δοκιμαζόμενους Ελληνες του 2012. Αυτή θα έπρεπε να είναι η επιδίωξη των πολιτικών ηγετών πάσης αποχρώσεως, και ίσως έτσι συναντούσαν το λαϊκό αίσθημα και πρόσφεραν μια ψυχική παρηγοριά. Διότι, πέραν του υλικού ζόφου που απλώνεται πάνω σε όλο και ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, η μεγαλύτερη ίσως ζημιά σήμερα είναι η απόγνωση, η έλλειψη πίστης, η ήττα που διαποτίζουν την κοινωνία.

Το ’21 προϋποθέτει τον σημερινό ελληνισμό, το κράτος του και τη δημοκρατία του. Η Επανάσταση είναι η έναρξή μας. Περιέχει την ανάταση, τη μάχη, το όραμα ελευθερίας, την αποκοτιά, τον ηρωισμό, τη δημιουργία. Περιέχει επίσης τον εμφύλιο, τον διχασμό, την προδοσία, την ιδιοτέλεια, την ήττα. Στο ιστορικό μεταίχμιο που στέκουμε σήμερα, γονατισμένοι, βαριά λαβωμένοι, μπορούμε να αντλήσουμε και από τις δύο αυτές δεξαμενές του ξεσηκωμού· μπορούμε επίσης να διδαχθούμε και να μην επαναλάβουμε λάθη.

Δεν είναι εύκολο βέβαια να ορίσουμε βολονταριστικά τον ρου της ιστορίας, υπάρχουν δυνάμεις που μας ξεπερνούν εξ αντικειμένου. Μπορούμε ωστόσο να προσπαθήσουμε: να γείρουμε προς την πλευρά της υπέρβασης, της δημιουργίας, της αναγέννησης, της σύνθεσης. Σε μια τέτοια προσπάθεια, ένα τιτάνιο εγχείρημα ανόρθωσης, θα ‘πρεπε να καλέσουν τους Ελληνες οι ηγέτες τους, αν απέμειναν. Κι ακόμη παραπέρα: οι ίδιοι οι Ελληνες, αναλογιζόμενοι το παρελθόντα πάθη, να γείρουν τη ζυγαριά προς την επιβίωση, εννοούμενη ως συνέχιση του ιστορικού βίου εν δικαιοσύνη και ειρήνη.

Είναι ωφέλιμο να θυμόμαστε και να τελετουργούμε, δίνοντας κάθε φορά νέο περιεχόμενο στην επέτειο. Φέτος, πέρα από ωφέλιμο, είναι αναγκαίο, είναι επείγον. Η 25η Μαρτίου 2012 μπορεί να σημασιοδοτηθεί πολλαπλώς: σαν κορυφαίο ξαναφανέρωμα του αντιστασιακού πνεύματος, σαν σάλπισμα υπεράσπισης της δημοκρατίας, σαν κατανόηση της νεωτερικότητας και των δεινών της, σαν λαχτάρα για δημιουργία, σαν βούληση να διατηρηθεί ακέραιη η χώρα, σαν βούληση να επιβιώσει ο ελληνισμός ― υπό ετέρα μορφή ενδεχομένως, αλλά ορισμένως να επιβιώσει.

Το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου προκάλεσε αναρίθμητες ερμηνείες και συγκρούσεις, ιδίως εντός συνόρων, όπου είχε φανατικούς φίλους και φανατικούς πολέμιους ― διότι στο εξωτερικό ήταν ευρέως αποδεκτός, και σεβαστός. Πώς αλλιώς όμως; Ο Αγγελόπουλος εικονογράφησε κυρίως την Ελλάδα, με μελαγχολικές ελεγείες και βαριά φορτία συμβολισμών, με ακραίο φορμαλισμό και απόλυτο πάγωμα των συναισθημάτων. Η Ελλάδα του είναι μια χώρα μυθική που κείτεται στις στάχτες της ήττας και της διάψευσης, βουλιάζει στην απώλεια, είναι μια χώρα ήττας και πικρού αναστοχασμού. Από τα ’70s της Αναπαράστασης και του Θίασου, την Ελλάδα του Εμφυλίου, έως τα σκοτεινά τούνελ της Δραπετσώνας, την Ελλάδα της χρεοκοπίας.

Χριστιανός ευσεβιστής κατά τα νεανικά του χρόνια, αριστερίζων και άθεος κατά την ωριμότητα, έχτισε έναν καλλιτεχνικό κόσμο απ’ όπου απουσιάζουν ηχηρά ο ερωτισμός, το λαϊκό στοιχείο, τα αισθήματα ― δηλαδή ό,τι σφραγίζει τον νεοελληνικό βίο στα μάτια ιθαγενών και ξένων. Ο ευσεβισμός συναιρούμενος με την αριστερά απέφερε έναν ιδιότυπο πουριτανισμό, τέτοιον που εξόρισε οποιαδήποτε ερωτική σκηνή με κάποια θερμοκρασία από τις ταινίες του, εξόρισε το λαϊκό στοιχείο ως παραγωγό διονυσιασμού και αταξίας, εξόρισε τα αισθήματα ως επαφή, ώσμωση και ανταλλαγή υγρών. Οι άνθρωποι στο αγγελοπουλικό σύμπαν είναι Προμηθείς, μοναχικοί, μόνοι ενώπιον της ιστορίας που τους συντρίβει, ή το πολύ τους γνέφει κάτι αδιόρατο που μόνο αυτοί αντιλαμβάνονται.

Υψηλός φορμαλισμός. Οχι με τον τρόπο του Ιταλού Αντονιόνι που κορυφώνεται στα σύμβολα μα βαθμιαία αφήνεται στα αισθήματα, ή του Γερμανού Φασμπίντερ, του μελοδραματικού-διονυσιακού που εκκινεί από τον ωμό νατουραλισμό και κορυφώνεται στον σπαρακτικό φορμαλισμό του Querelle. Πάντως υψηλός φορμαλισμός, με χαρακτήρα, με υπογραφή.

Δεν ήταν όμως μόνο ένας φορμαλισμός εξ επιλογής και από ιδιορρυθμία, δεν ήταν ο φορμαλισμός ενός ρηχού ναρκισσιστή. Αντιθέτως, φρονώ ότι αυτή η κατεψυγμένη, υπερκαλαίσθητη φόρμα, η σταθερή απομάκρυνση από το ζέον βίωμα και το κινδυνώδες συναίσθημα, το μακρινό αργόσυρτο πλάνο, η καταστολή της θυμικής αντίδρασης του θεατή, ήταν η απόσταση που έπαιρνε από τη ζωή ένας ευαίσθητος, τραυματισμένος άνθρωπος, που δεν έβρισκε απαντήσεις στα οδυνηρά ερωτήματα, ένας μονήρης που δεν τον χωρούσε ο τόπος του. Μάλλον, ένας άνθρωπος διαπορών, περιπλανώμενος στην πραγματικότητα του αίματος και της θηριωδίας που διαμόρφωσαν τα νεανικά του χρόνια, και εντέλει αποστρέφει το πρόσωπό του από τη σάρκα και το χώμα, βουλιάζει στα σύμβολα, τις ιδέες. Θρηνεί για την αποϊεροποίηση του κόσμου, πενθεί την έκλειψη των ηρώων. Ετσι όμως αποστρέφει το βλέμμα του και από τη ζωή εν όλω, και θεραπεύει μια ορισμένη ηττολαγνία πλασμένη με αισθητικούς και ιδεολογικούς όρους.

Υπό μία έννοια, ο τέτοιος κόσμος του Αγγελόπουλου είναι ο κόσμος της μεταπολεμικής ελληνικής Αριστεράς, της ηττημένης, που αναδιπλώθηκε μέσα στην ήττα της και τράφηκε απ΄αυτήν, χωρίς ποτέ να την ξεπεράσει, να περάσει σε άλλη ιστορική φάση, να αντιληφθεί μια νέα πραγματικότητα και να αναμετρηθεί με άλλες προκλήσεις. Σαν να κόλλησε ο χρόνος στη Βάρκιζα του θρήνου, και όχι στη Λαμία του Αρη. Κι έτσι παρήγαγε ποίηση ήττας, ταινίες ήττας, τραγούδια ήττας, ιδεολογία ήττας, ήθος ήττας. Κατά κάποιο τρόπο, ξεχάστηκε ο κλέφτης και ο αντάρτης, ο άτακτος και ο οραματιστής, θάφτηκε το ηρωικό στοιχείο. Επικράτησε ο μικροαστός, ο μικρομεσαίος επιβιωτής, «αυτός που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ» του Κατσαρού, ο οποίος επιπλέον ενώ χτίζει τριάρι με αντιπαροχή και υλικά κατεδαφίσεως, ταυτοχρόνως και κατά αντιδιαστολή τραγουδάει νοσταλγικά το γεράνι και την αυλίτσα.

Ο αντιρεαλισμός του Αγγελόπουλου, τα ιδεολογικά και συμβολικά του φορτία, ενώ φαίνεται να συνομιλούν με ήρωες, ουσιαστικά πραγματεύονται την ήττα, τη διάψευση και την απουσία των ηρώων. Την απουσία νοήματος, την απουσία ζωής εντέλει. Εξ ου και οι ταινίες του όχι μόνο δεν ήταν λαϊκές, αρεστές και αποδεκτές από τον λαό, αλλά έφερναν αδιαφορία, χασμουρητά και δυσφορία στις μάζες. Οπως και η Αριστερά της ίδιας εποχής.

Με όλα αυτά δεν θέλω να αποτιμήσω καλλιτεχνικά το έργο του Αγγελόπουλου, ούτε να βρω ιστορικά λιποβαρή την Αριστερά στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οχι. Αλλά να, μες στις ταινίες του περνάει η Ελλάδα, η ζωή, οι δικές του αντιφάσεις του, οι δικές μας αντινομίες, διαθλασμένα, πρισματικά, μαγικά. Αρκούντως αληθινά.

Είδα βλέμματα σκοτεινιασμένα και πρόσωπα κατηφή, δεν αναγνώριζα τους συγγενείς και φίλους, που τους ξανάβλεπα από το καλοκαίρι. Στην παλιά γειτονιά μου, τα μαγαζιά κλειστά, τα καφενεία βουβά. Τρόμαξα. Και ντρεπόμουνα να πω ότι δεν αντιμετωπίζω προβλήματα, ότι η δουλειά μου πάει καλά…

Αυτή την Ελλάδα είδε ο Ελληνας από τις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 2011. Παρόμοιες εντυπώσεις αποκομίζουν όσοι Ελληνες έρχονται απ’ έξω και βλέπουν την κατάσταση από απόσταση, σαν παρατηρητές. Βλέπουν αυτό που δεν μπορούμε πια να δούμε εμείς, επειδή το νιώθουμε, επειδή το πράττουμε· επειδή δεν μπoρούμε να δούμε τους εαυτούς μας. Οι απ’ έξω μεταφέρουν επίσης την πικρή αίσθηση ψυχρότητας, δυσπιστίας, κάποτε οίκτου, από την επαφή με αλλοεθνείς, κυρίως Ευρωπαίους. Ο Ελληνας αντιμετωπίζεται σαν φτωχός συγγενής που ζητάει δανεικά, μίζερος, οκνηρός, ανεπρόκοπος, πονηρός, ίσως και άτυχος, μα σε κάθε περίπτωση ηττημένος.

Απέναντι σε αυτό το νέο στερεότυπο ήττας και αποτυχίας, ο Ελληνας τι έχει να αντιπαραθέσει; Τη λαμπρή ιστορία, την κουλτούρα, την παράδοση. Δεν πιάνει. Την διεθνή συγκυρία κρίσης και χρέους, τη συστημική ασθένεια της ευρωζώνης και της Ε.Ε. Ούτε αυτό πιάνει. Η στερεοτυπική προπαγάνδα σε λιγότερο από δύο χρόνια κατέφαγε το συμβολικό κεφάλαιο της Ελλάδας, όσο είχε συγκροτηθεί τις τελευταίες δεκαετίες της δημοκρατικής και ευρωπαϊκής πορείας, με δυο-τρεις μηντιακές επιτυχίες του αφρού μάλιστα, το 2004.

Το χειρότερο όμως είναι ότι τη συκοφάντηση και την απαξίωσή μας, αφενός, την προκάλεσαν Ελληνες, με πρώτον τον πρώην πρωθυπουργό Γ. Α. Παπανδρέου: στις απαρχές της κρίσης, διέσυρε τον ίδιο του το λαό που τον εξέλεξε, περιγράφοντάς τον συγκαταβατικά ως διεφθαρμένο, ενώπιον των κατάπληκτων ξένων ηγετών. Προσπαθούσε να αποσείσει από πάνω του την ιστορική ευθύνη για ό,τι φούσκωνε σαν κύμα; Αισθανόταν περισσότερο μέλος της διεθνούς ηγετικής ελίτ παρά μέλος του “καθυστερημένου” ελληνικού λαού; Ηταν ασυγχώρητα αφελής; Ηταν ανίκανος να σταθεί και να φερθεί σαν ηγέτης-πατέρας; Πολλές ερμηνείες μπορούν να δοθούν, το γεγονός όμως παραμένει ένα: η συμπεριφορά του πρώην πρωθυπουργού έπληξε ανεπανόρθωτα τη χώρα σε μια κρίσιμη στιγμή. Στο μέτρο μάλιστα που αυτή η αυτοσυκοφάντηση χρησιμοποιήθηκε εν συνεχεία από τους Ευρωπαίους συνομιλητές του Γ. Παπανδρέου κατά κόρον, για να μετατραπεί σταδιακά η Ελλάδα σε μαύρο πρόβατο της Ευρώπης, μπορούμε να μιλάμε πλέον για εκ μέρους του προδοσία της λαϊκής εντολής και της εθνικής αξιοπρέπειας.

Η κρίση αποκαλύπτει ανθρώπους και ιδεολογίες. Δεν ήταν μόνο ο Γ. Παπανδρέου που έξω ντρεπόταν για τους συμπατριώτες του και τους λοιδορούσε. Κι άλλοι υπουργοί της μοιραίας κυβέρνησής του, μερικοί εκ των οποίων παραμένουν, είχαν παρόμοια συμπεριφορά: στους έξω έκλειναν το μάτι ότι συμφωνούν για το χάλι της χώρας, αλλά πώς να πείσουν τους ιθαγενείς; Ακολούθως στους ιθαγενείς είτε έκαναν κήρυγμα υπέρ αναγκαστικής προσαρμογής στις απαιτήσεις των έξω, είτε δεν έλεγαν τίποτε για να μην έχουν πολιτικό κόστος. Αλλοτε πάλι διάφορα αιματηρά πλην αδικαιολόγητα μέτρα φορτώνονταν στην τρόικα, ενώ η έμπνευση και εφαρμογή ήταν εγχώριας προέλευσης: Αφού το απαιτεί ο ξένος, τι να κάνουμε, να ρισκάρουμε τη δόση για τις συντάξεις;

Σταθερό μοτίβο σε αυτή τη διαδικασία ηθικής ερείπωσης της χώρας ήταν και είναι η πλήρης αποφυγή της ευθύνης, η παραμονή στην εξουσία με κάθε τρόπο, ακόμη κι αν έχει κατεδαφιστεί το κράτος, και τέλος η πνευματική και ψυχική υποτέλεια της κυβερνώσας ελίτ, στο όριο της εθελοδουλίας.

Δεύτερη, και σημαντικότερη ίσως, συνέπεια από τη διαδικασία ηθικής απαξίωσης και κατασπατάλησης του συμβολικού κεφαλαίου, είναι η εσωτερίκευση της ενοχής. Ο ελληνικός λαός, σε κατάσταση διαρκούς σοκ, βομβαρδισμένος από συνεχείς περικοπές εισοδήματος, φόρους, περιστολή των κοινωνικών υποδομών, βομβαρδισμένος και επικοινωνιακά, έφτασε να πιστέψει όλα όσα του προσήπταν, αδιακρίτως. Και τα ενδόβαλε. Και τα ενσωμάτωσε ως δική του αμαρτία και ως δική του παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, ως κυτταρική ανωμαλία, ως εθνικό ιδεότυπο. Ειδικώς για τη διαφθορά και τη χλιδάτη διαβίωση υπεράνω των δυνάμεων του, ο ελληνικός λαός άκουσε, και εν πολλοίς αποδέχθηκε παρότι επίσης εξοργίστηκε, την παγκάλειο απόφανση “μαζί τα φάγαμε”. Μια καθολική εξήγηση για μια σειρά μερικών γεγονότων ― άρα μια ισοπεδωτική εξήγηση. Τούτη η απόφανση ήταν ο κορυφαίος χειρισμός για διάχυση της ευθύνης σε όλο το κοινωνικό σώμα, έτσι ώστε διασπειρόμενη να αραιώσει, να διαλυθεί και να σφραγίσει όλους με τη συλλογική ενοχή. Ολοι ένοχοι, κανείς ένοχος.

Σπατάληση συμβολικού κεφαλαίου, αυτοσυκοφάντηση από στόματα ηγετών, διάχυση ευθυνών, συλλογική ενοχή, υποτέλεια, διγλωσσία, εσωτερίκευση της ενοχής από την κοινωνία. Κάπως έτσι φτάσαμε στην σημερινή ηθική ερείπωση και την εθνική κατάθλιψη. Και αντί να κοιτάμε πώς θα διορθώσουμε τα πολλά και δομικά σφάλματα, πώς θα μετασχηματίσουμε την πολιτική σκηνή με δημιουργική καταστροφή, πώς θα ανατάξουμε την οικονομία και τη χώρα, σπαταλιόμαστε σε μια άγονη καζουϊστική, κατηγορώντας εαυτούς και αλλήλους· βιώνουμε μια καμπή σαν τελειωτική ήττα.

Μια μαυρίλα απλώνεται στη χώρα, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, εκεί όπου ήδη στενάζουν μαγαζιά και μικροεπιχειρήσεις. Πριν ακόμη πλακώσει η ύφεση και στείλει σαραντάρηδες και πενηντάρηδες στην ανεργία, οι ψυχές πλακώνονται από απαισιοδοξία, αυτοϋποτίμηση, αυτολοιδορία· από την ταγκή γεύση της ήττας. Σαν εκκρεμές. Από την έπαρση του Ελληναρά, στην βαθιά αυτοϋποτίμηση του ραγιά. Από την αυθάδεια του αλαζόνα, στην άνευ όρων παράδοση του προσκυνημένου, του ψυχικά ηττημένου.

Πολύ χειρότερη από την χρεοκοπία, ίσως και από την μακρά ύφεση που αναγγέλλεται, είναι η μοιρολατρία, το άφημα στην πτώση, η αποδοχή της ήττας χωρίς αγώνα, χωρίς σκέψη. Η απώλεια της πίστης στις ίδιες δυνάμεις. Αυτογνωσία και πίστη χρειαζόμαστε τώρα. Ποιος μπορεί να εμπνεύσει πίστη και κουράγιο σε αυτό τον δοκιμαζόμενο λαό, τούτη την ώρα της κρίσης; Από πού θα αντλήσουμε κουράγιο, να διορθώσουμε πορεία και να ατενίσουμε το μέλλον; Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Στα καφενεία μέμφονται τους πολιτικούς. Ορθά. Πρόδωσαν την εμπιστοσύνη, πολιτεύτηκαν με ψέματα, εμπορεύτηκαν ελπίδες, καλλιέργησαν τη συναλλαγή, αποθέωσαν την αναξιοκρατία και τον νεποτισμό, έσπειραν τη διαφθορά έως τις εσχατιές της διοίκησης. Και η κοινωνία, εκμαυλισμένη, μπουκωμένη trash, υπερδανεισμένη, χωρίς κρίσιμες πληροφορίες, χωρίς γνώση, υπέκυψε, συναλλάχθηκε, ανέχθηκε· χρεοκόπησε ηθικά και ψυχικά, παραδόθηκε και υποτάχθηκε.

Αυτή την εβδομάδα των παθών, μία από τις πολλές εβδομάδες που θα ΄ρθουν, η Ελλάδα την πέρασε πτυόμενη σε όλα τα ευρωπαϊκά μήντια, με τους Ελληνες αποσυνάγωγους και απορριπτέους, παραδομένους στα πιο αρχαϊκά στερεότυπα της “Ευρώπης των λαών και της δημοκρατία», στα στερεότυπα των βλοσυρών νοικοκυραίων και των κίτρινων φυλλάδων. Χλεύη και ρατσιστικά κλισέ ― ίδια μ’ αυτά που αντιμετωπίζουμε εμείς τους πιο αδύναμους. Στερεοτυπική σκέψη, στενομυαλιά, μνησικακία, υποκρισία: η προαιώνια εξάρτυση των κλειστών κοινωνιών. Σαν ξόρκι απέναντι στον ατυχήσαντα: ευτυχώς που δεν είμαστε εμείς, ευτυχώς που το έπαθε αυτός και όχι εμείς, καλά να πάθει, του άξιζε. Ιδού τι απομένει από το πνεύμα της ενωμένης Ευρώπης των λαών, την Ευρώπη της αλληλεγγύης και της συνοχής: η μνησικακία, η μοχθηρία, η κλειστότητα των νοικοκυραίων. Και η μετακύλιση της ενοχής στους ώμους των άτυχων.

Ομως δεν μας αξίζει η αποδοχή της ενοχής, της ήττας. Κοιτούσα τους σύγχρονους Ελληνες, τους συμπολίτες και συνανθρώπους μου, τούτη την εβδομάδα της χλεύης και της αυτοϋποτίμησης. Τους κοιτούσα στα μάτια, κοιτούσα την κοψιά τους, τις κινήσεις τους, σε μια κορυφαία στιγμή του βίου: στον αποχαιρετισμό του νεκρού.

Στη μία κηδεία, στο ιστορικό Α’ Νεκροταφείο, παρατηρούσα τους ανθρώπους της επιστήμης και των γραμμάτων, έναν πολυπληθή Ελληνισμό με μακραίωνη παράδοση· αρχαιολόγους, ιστορικούς, αρχιτεκτονες, φιλόλογους, λόγιους, δάσκαλους, ερευνητές, με σπουδές, τίτλους και έρευνα, με εργασία και προσφορά, με κοινωνικούς αγώνες. Οι πλείστοι, όλοι σχεδόν, είναι δημόσιοι λειτουργοί. Ζουν με γλίσχρους μισθούς, πτυόμενοι και συκοφαντούμενοι, με μύριες αντιξοότητες υπηρεσιακές, με εχθρική ή αδιάφορη πολιτική ηγεσία, πασχίζοντας να σώσουν κτίρια, μνημεία, αρχεία, μνήμη, ταυτότητα, πολιτισμό, επιστήμη, αυτογνωσία, περηφάνια εντέλει. Αυτοί οι λοιδορούμενοι δημόσιοι λειτουργοί, επιστήμονες και γραμματιζούμενοι, μαζί με τον κόσμο του μόχθου, του αγρού, του εμπορίου, των υπηρεσιών, αυτοί οι αόρατοι και βουβοί Ελληνες, οι αξιοπρεπείς σιωπηλοί, αυτοί κουβαλάνε την Ελλάδα στους ώμους τους. Αγόγγυστα, περήφανα.

Την επομένη, στο νεκροταφείο Σχιστού, αντίκρισα τους ανθρώπους του μόχθου, έναν ελληνισμό ακόμη πιο παραχωμένο και βουβό, χωρίς προσβάσεις, χωρίς γράμματα και άρματα, διαβουκολευμένο, συκοφαντημένο κι αυτό. Άρα τὶς ἐστι, βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός; Μαύρα πουκάμισα, τσαλακωμένα τζιν, στραβοπατημένα παπούτσια, ροζιασμένα χέρια και βαθιές ρυτίδες, αρχαϊκοί θρήνοι για νυφούλες και συντρόφους ζωής. Αξιοπρεπείς μες στον πόνο, μοντέρνοι και ταπεινοί μαζί, ενωμένοι ενώπιον του τέλους, δυνατοί. Το Σχιστό, πρώην χωματερή και νυν βιομηχανικό πάρκο, υποδέχεται τους κεκοιμημένους από τον κόσμο της εργασίας· από τον κόσμο της σιωπής στον κόσμο της σκιάς. Πάντα σκιάς ασθενέστερα…

Αυτοί οι άνθρωποι που αντίκρισα ενώπιον της σκιάς και της κόνεως, προπέμποντας τον Δημήτρη και τον Γιάννη, παλαιούς Ελληνες της γνώσης και της εργασίας, περήφανους και άκακους, αυτοί οι άνθρωποι, εμείς, δεν αξίζουμε την αυτολοιδορία και την ήττα, το γονάτισμα.

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.892 hits
Αρέσει σε %d bloggers: