Η πρόσφατη πώληση των μεγάλων περιφερειακών αεροδρομίων και η επικείμενη αύξηση του ΦΠΑ στις τουριστικές υπηρεσίες και στα νησιά είναι δύο πράξεις, που η καθεμιά με τον τρόπο της και σε διαφορετικό βάθος χρόνου, θα επηρεάσουν καταλυτικά την εξέλιξη του τουρισμού, πιθανότατα προς δυσμενείς κατευθύνσεις.

Η πώληση για 50 (40 συν 10) χρόνια των δεκατεσσάρων μεγαλύτερων αεροδρομίων της χώρας, πλην «Ελ. Βενιζέλου», περιγράφτηκε ως η μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση του ΤΑΙΠΕΔ, αυτή που πέτυχε μεγαλύτερο τίμημα από το εκτιμώμενο, και ότι η Ελλάδα προσελκύει τους επενδυτές. Πράγματι η πλειοδότρια κοινοπραξία πρόσφερε 1,234 δισ. ευρώ, όταν η ελάχιστη αποτίμηση των συμβούλων PWC και Citibank ήταν υποπολλαπλάσια, έφτανε μόλις τα 350 εκατ. ευρώ. Γιατί φάνηκαν τόσο γενναιόδωροι οι μέτοχοι της ελληνογερμανικής κοινοπραξίας Fraport – Slentel; Και ποιο είναι το απόκτημα;

Κατ’ αρχάς, ποια είναι η κοινοπραξία; Από ελληνικής πλευράς συμμετέχει ο όμιλος Κοπελούζου, τον έλεγχο όμως της κοινοπραξίας έχει ο γερμανικός όμιλος Fraport, στον οποίο συμμετέχουν με πλειοψηφικά πακέτα το γερμανικό κρατίδιο της Εσσης (31,35%) και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Εσσης (20,2%), και ακολουθούν η αεροπορική εταιρεία Lufthansa (8,45%), η αυστραλιανή επενδυτική εταιρεία Rare Infrastructure Limited (5,27%) και άλλοι μέτοχοι (34,91%). Αρα η Fraport, ειδικευμένη διεθνώς στη διαχείριση και εκμετάλλευση αεροδρομίων, είναι εταιρεία συμφερόντων του γερμανικού Δημοσίου. Σημειώνεται επιπλέον ότι τεχνικός σύμβουλος του ΤΑΙΠΕΔ στις ιδιωτικοποιήσεις αερολιμένων από το 2012 είναι η Lufthansa Consulting, θυγατρική του ομώνυμου ομίλου: ο σύμβουλος γίνεται και αγοραστής. Με δύο λόγια, πρόκειται για μια ιδιότυπη μετα-κρατικοποίηση, δηλαδή για μεταφορά των αεροδρομίων από τον έλεγχο του ελληνικού Δημοσίου στο γερμανικό Δημόσιο, κατ’ αναλογίαν της παλαιότερης μεταβίβασης του ΟΤΕ στην Deutsche Telekom.

Ποια αεροδρόμια τίθενται υπό γερμανικό έλεγχο; Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Χανιά, Μύκονος, Σαντορίνη, Ρόδος, Κως, Σάμος, Μυτιλήνη, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος, Ακτιο, Καβάλα και Σκιάθος. Δηλαδή, τα μεγαλύτερα και πιο νευραλγικά της χώρας -όχι μόνο για τον τουρισμό-, ουσιαστικά όλο το δίκτυο μεγάλων αερολιμένων, πλην του «Ελ. Βενιζέλος» των Αθηνών.

Μερικές παρατηρήσεις: Ολα τα αεροδρόμια, πλην ολίγων, παρουσιάζουν κερδοφορία· τα ελλειμματικά βοηθούνται από τα κερδοφόρα. Η λειτουργία τους δεν επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά. Εξυπακούεται ότι η ανταγωνιστική λειτουργία των αεροδρομίων είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για μια εθνική στρατηγική ανάπτυξης στον τουρισμό και τη διατήρηση πλεονεκτημάτων έναντι του ανταγωνισμού. Η πώληση ενός στρατηγικού τομέα, μη ζημιογόνου, μπορεί να αφήσει το ελληνικό κράτος χωρίς εργαλεία σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικής. Παράδειγμα: στη σύμβαση παραχώρησης προβλέπεται αύξηση των «λιμανιάτικων», η οποία θα επιβαρύνει συστοίχως την τιμή των ναύλων, έως διπλασιασμού. Η αύξηση των τελών και ναύλων ευλόγως θα επηρεάζει δυσμενώς την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Υπενθυμίζουμε την αποτυχία του «Ελ. Βενιζέλος», αρχικά υπό τον έλεγχο της γερμανικής Hochtief, να γίνει ταξιδιωτικός κόμβος εξαιτίας ακριβώς των ακριβών τελών.

Η Γερμανία από την έναρξη των ιδιωτικοποιήσεων έχει δείξει αυξημένο ενδιαφέρον για τις ελληνικές υποδομές, και ο έλεγχος των αεροδρομίων εμπίπτει στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της για διεύρυνση του οικονομικού της χώρου, σχεδιασμοί που έλκουν την καταγωγή τους από τον 19ο και τον 20ό αιώνα.

Ο άμεσος κίνδυνος όμως για τον τουρισμό θα προκύψει από την επιβαλλόμενη αύξηση του ΦΠΑ: από 6,5% σε 13%. Ο διπλασιασμός του φόρου απομειώνει την αξία των ήδη κλεισμένων πακέτων, εξασθενεί την ανταγωνιστικότητα του εγχώριου προϊόντος έναντι της εκτός Ευρωζώνης Τουρκίας, ακόμη και έναντι της Ισπανίας και της Ιταλίας, είναι δε βέβαιο ότι θα εκτοξεύσει τη φοροδιαφυγή.

 

ασδραχάς

«Κοίταξε να στήσεις μια συνεργασία με τον Σπύρο, μια σειρά άρθρων. Τηλεφώνησέ του». Τα λόγια του Αντώνη Καρκαγιάννη. Ηταν αρχές του 2009 νομίζω. Είχα να δω ή ν’ ακούσω τον κύριο Σπύρο αρκετό καιρό· η τελευταία φορά που απόλαυσα τον λόγο και τη σκέψη του ήταν το 2002, όταν το κάναμε μια μακρά συνέντευξη με την Ολγα Σελλά. Μας είχε υποδεχθεί στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη μαζί με την κυρία Αικατερίνη· φορούσε σακκάκι και γραβάτα, μας κέρασε ουίσκι. Δεν χώρεσαν όλα τα θαυμαστά εκείνης της βραδιάς στον περιορισμένο χώρο της εφημερίδας. Ολα όμως, εκείνα κι άλλα πολλά προφορικά και γραπτά, του σεβαστού και αγαπημένου κυρίου Σπύρου έμειναν τυπωμένα μέσα μου τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν.

Η σειρά των άρθρων υπό τον τίτλο Υπομνήσεις, που τώρα πήρε μορφή βιβλίου (εκδ. Θεμέλιο), κράτησε περίπου τρία χρόνια, με μικροκαθυστερήσεις εκ μέρους μου, κάθε που δεν έβρισκα ολόκληρη ή δύο τρίτα σελίδας για να χωρέσω το πυκνό κείμενο και να το στολίσω με μια-δυο εικόνες σχετικές, από αυτές που επίμοχθα εντόπιζαν ο συγγραφέας και οι συνεργάτες του σε αρχεία και μουσεία.

Είπα: πυκνό κείμενο. Το ύφος του κυρίου Σπύρου είναι πυκνό, πολυστρωματικό, με πολλές παρενθέσεις και ενδιάμεσες διευκρινίσεις, με μεταπηδήσεις και συστροφές, με ανοιχτά ενδεχόμενα και δηλωμένους δισταγμούς. Ο κύριος Σπύρος είναι το ύφος της πρόζας του. Το ύφος του είναι η κατορθωμένη σκέψή του, ένα ξετύλιγμα· ξετυλίγει ένα πολύμιτο ύφασμα σε κύματα, ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να παρακολουθεί τους κυματισμούς του όλου καθώς χύνεται και σωρεύεται, και ταυτοχρόνως η προσοχή του πρέπει να στρέφεται και στους χρωματισμούς της πρόζας, στην υφή της ύλης, στην μεταβαλλόμενη τονικότητα.

Είναι δύσκολη πρόζα. Οχι ερμητική και ξηροακαδημαϊκή, όχι δημοσιοσχετίστικος λιβανωτός, όχι εργαλειακή ούτε ναρκισσευόμενη, δηλαδή όχι όπως γράφουν συνήθως οι ακαδημαϊκοί στις εφημερίδες, αλλά όχι και κολακεύουσα τον αναγνώστη ― το αντίθετο. Είναι πρόζα πολυνηματική και πολυκύμαντη, με όρη και κοιλάδες, με κλεισούρες και ξέφωτα, με ξαφνικά μεγάλα ανοίγματα, σαν το ανάγλυφο των τοπίων που λεπτολογεί, σαν τους δρόμους του Αρχιπελάγους που ενοράται στα καράβια, σαν τα δημοτικά τραγούδια που ακροάται για να αποκρυπτογραφήσει εμπορικούς δρόμους και δίκτυα κάστρων, σαν τα χαρτιά θανάτων στην πατρίδα του Λευκάδα, σαν τα χαρτιά των ποινών στην πατρίδα μου Μύκονο, αυτά τα χαρτιά που περιέχουν φωνές φανερές και φωνές πνιγμένες, σιωπές, κενά, θρήνους κυριαρχούμενων, καημούς ξεσηκωμένων.

Κάποτε μια δακτυλογραφική αστοχία με οδηγούσε να τηλεφωνήσω στον κύριο Σπύρο για διευκρινίσεις· η διευκρίνιση πολύ σύντομα ξεστράτιζε σε γόνιμα πεδία, για τις αφορμές του τεκμηρίου και τις παράλληλες σκέψεις που γεννούσε, για τις αναλογίες του τότε με το σήμερα, για τις συνέχειες. Συχνά-πυκνά, αργά το βράδυ, χτυπούσε το κινητό και αναγνώριζα το όνομα. Το έλαβες; Εχεις κι άλλο ένα, δες και τις εικόνες που σου έστειλε ο Δημήτρης. Είτα, πάλι ξεστρατίζαμε γλυκά. Μας είχε αρπάξει πια στις δαγκάνες της η κρίση, η σφοδρή ιστορία, κι αναζητούσα παρηγοριά και φανάρι στις κουβέντες του σοφού μου φίλου ― έτσι τον νιώθω, φίλο.

Από τέτοιες συζητήσεις αργά το βράδυ, θυμάμαι θραύσματα, τις πυγολαμπίδες του Παζολίνι: «Νίκο, αναδύονται νέες ταξικότητες, να δούμε πώς θα εκφραστούν πολιτικά τα νέα υποκείμενα… Νίκο, να προσέξομε, μπαίνουμε σε μια μεγάλη διάρκεια, όλη η Ευρώπη, με άγνωστα χαρακτηριστικά». Κυρίως αυτό: «Στοχαζόμενοι τη μεγάλη διάρκεια, νιώθουμε ηρεμία, παίρνουμε μιαν απόσταση για να δούμε ευκρινέστερα τα παρόντα». Μα κύριε Σπύρο, η διάρκεια του βίου είναι βραχεία, πώς θα παρηγορηθούμε για τα βάσανα του παρόντος; «Δεν υπάρχει παρηγοριά, μόνο στοχασμός, και η συνείδηση, ότι είμαστε ιστορικοί άνθρωποι».

2002: «Kοιτάξτε, είμαστε ιστορικός λαός, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό… Kυρίως σημαίνει ευθύνες: έναντι της μνήμης, και έναντι του μέλλοντος. O πολίτης ενός ιστορικού λαού σκέφτεται ότι ζούμε και μετά τον θάνατό μας…»
Κύριε Ασδραχά, υπάρχουν αρετές που τις έχουμε ως ιστορικός λαός;
«Τρομερές. Και υπάρχει και πίκρα… Αυτοί οι οποίοι έχουν την τόλμη να εκφράζονται σ’ ένα υπερκείμενο επίπεδο δεν ξεχνούν την ταυτότητά τους. Θα σας πω κάτι αυτοβιογραφικό. Εγώ δεν είμαι καμιά προσωπικότητα που να συναναστράφηκε ποτέ με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, παρ’ όλο που αν ήθελα θα μπορούσα να τους έχω γνωρίσει. Eίμαι ένας απλός άνθρωπος, ζω στη Νέα Σμύρνη, πηγαίνω στη Λευκάδα, όπου μ’ αγαπάνε οι πατριώτες μου. Kαι αυτό μου αρκεί.»

H πρόζα και τα λόγια του ιστορικού Σπύρου Ασδραχά, το ζωντανό του παράδειγμα, είναι παρηγορητικά, για την ψυχή, για το πνεύμα. Υπομιμνήσκουν την ιστορική μας φύση, την υλικότητα του τόπου και του χρόνου, την περιπέτεια της συνέχειας, τις αναπόφευκτες ρηγματώσεις και τις ασυνέχειες. Υπομιμνήσκει ο κύριος Σπύρος, με έναν σταθερό, οργανωμένο, πολυδαίδαλο ψίθυρο, υπομιμνήσκει, τις συνάφειες, τους κρυμμένους δεσμούς, ανάμεσα σε ένα δημοτικό τραγούδι κι ένα χάνι, ένα κάστρο, ένα πέρασμα, ανάμεσα σε μια νοταριακή πράξη και την ευαισθησία μιας κοινότητας παλαιών ανθρώπων. Υπομιμνήσκει ότι είμαστε παλαιοί, αγκυροβολημένοι στη μεγάλη διάρκεια, και νέοι, ξυλάρμενοι, ανεμοδαρμένοι στη βραχεία διάρκεια. Να, η συνείδηση της ιστορίας, η σκηνή της τραγωδίας.

H πιθανότερη εξέλιξη στη διαπραγμάτευση με την τρόικα είναι η ψήφιση των προτεινόμενων μέτρων, μαζί με τον προϋπολογισμό τροποποιημένο. Στα μέτρα περιλαμβάνονται δυσβάστακτα βάρη 2,5-3 δισ. ευρώ επί ενός πληθυσμού κατάκοπου και μιας οικονομίας αφυδατωμένης. Περιλαμβάνονται αύξηση του ΦΠΑ σε φάρμακα, βιβλία, τύπο, τουριστικές υπηρεσίες, παραμεθόριες περιοχές, νησιά, αναστολή συνταξιοδότησης προ των 62 ετών, κατάργηση της προσφάτως ψηφισμένης ρύθμισης για τις 100/72 δόσεις σε ληξιπρόθεσμες οφειλές.

Η τρόικα υποχρεώνει την ελληνική κυβέρνηση να πει στους πολίτες ότι όλες οι θυσίες της τετραετίας δεν έχουν πιάσει τόπο, δεν αρκούν, απαιτούνται κι άλλες θυσίες, χωρίς ορίζοντα εξόδου. Δυστυχώς, ο πυρήνας και αυτών των μέτρων βρίσκεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα και στο Μνημόνιο, αυτά που ψήφισαν αλλά δεν διάβασαν τότε και νυν υπουργοί. Και δυστυχώς, πάλι μια ελληνική κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια νέα φοροεπιδρομή, ουσιαστικά να σβήσει το φως διεξόδου, να σβήσει την προσδοκία ενός τέλους στο μαρτύριο. Σαν να μην πέρασαν τεσσεράμισι χρόνια από την αποφράδα ημέρα του Καστελόριζου.

Περισσότερο και από το υλικό κόστος, αυτό που βαραίνει πια περισσότερο είναι η ψυχική καταστολή, η βίαιη αφαίρεση ενός βιώσιμου, ανεκτού μέλλοντος. Το πρόγραμμα διάσωσης εγκαθίσταται στις συνειδήσεις ως ατελεύτητο σισύφειο μαρτύριο – αυτό συνιστά απειλεί για την κοινωνική συνοχή και κινητοποιεί βίαιες ανανοηματοδοτήσεις. Ποιο νόημα έχουν πια οι λέξεις «μεταρρύθμιση», «ευρωπαϊκό κεκτημένο»;

Στην Κύπρο το bail in βιώθηκε με ανάκληση του τραύματος της εισβολής του ’74. Η συλλογική συνείδηση έτσι δρα, με συσχετισμούς α-τυπικούς, πλην όμως ισχυρούς. Υπό αυτή την έννοια, η παράταση του σισύφειου μαρτύριου και η αφαίρεση της προοπτικής πώς μπορούν να βιωθούν, ποια μορφή συνείδησης θα δημιουργηθεί; Είναι σαν οι δανειστές-εταίροι να ωθούν το λεγόμενο ελληνικό, μα ουσιαστικά ευρωπαϊκό, πρόβλημα σε μια γεωπολιτική μαύρη τρύπα.

Εχουμε ξανασυζητήσει το θέμα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων: τι είναι, με ποια κριτήρια αποφασίζονται, σε τι αποσκοπούν, ποιες μελέτες σκοπιμότητας και προσδοκώμενων οφελών έχουν προηγηθεί. Εμπειρικά, από την τετραετία των μεταρρυθμίσεων, μπορούμε να συνάγουμε ότι πολλές έχουν διαφημιστεί, πολλές έχουν ψηφιστεί, λίγες έχουν εφαρμοστεί χωρίς εν συνεχεία τροποποιήσεις, και ελάχιστες από αυτές έχουν βελτιώσει τη ζωή των πολιτών ή τις συνθήκες λειτουργίας επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Οι μόνες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ακαριαία είναι όσες αφορούν βαρύτερη φορολόγηση, άμεση ή έμμεση.

Αρκετές μεταρρυθμίσεις μάλιστα όχι μόνο δεν βελτιώνουν τίποτε, αλλά απορρυθμίζουν επί τα χείρω. Οι προωθούμενες αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λ.χ. περιγράφονται ως επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης, στα αστικά δικαστήρια, αίτημα που έχει διατυπωθεί συχνά από πολίτες, επιχειρηματίες, αλλά και από δικηγόρους και δικαστές. Είναι όμως έτσι; Την περασμένη εβδομάδα, οι πρόεδροι των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, συνεπικουρούμενοι, για πρώτη φορά, από τους προέδρους των ενώσεων δικαστών, εξήγησαν πώς οι επιχειρούμενες αλλαγές στον Κώδικα αλλάζουν δραματικά το δικαιικό περιβάλλον προς ζημίαν του πολίτη αλλά και του δημοσίου συμφέροντος.

Ο νομικός κόσμος υποστηρίζει ότι, εν ονόματι της «οικονομίας της δίκης» καταργείται ουσιαστικά η εξέταση μαρτύρων και η προφορική συζήτηση· η δίκη διεξάγεται με έγγραφα, βάσει ενός «προτύπου δίκης», ακόμη και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των δικηγόρων τους.

Ουσιαστικά, πρόκειται για περιστολή των δικαιωμάτων των πολιτών, η οποία αναδεικνύεται και σε κάποιες κρίσιμες λεπτομέρειες του νομοσχεδίου για τη διαδικασία πτωχεύσεων και αποζημιώσεων στην αναγκαστική εκτέλεση. Εως τώρα, από την εκπλειστηριαζόμενη περιουσία μιας πτωχευμένης επιχείρησης, προτεραιότητα στην ικανοποίηση απαιτήσεων είχαν οι εργαζόμενοι και τα ασφαλιστικά ταμεία. Ακολούθως και εφόσον είχαν ικανοποιηθεί αυτοί, από το υπόλοιπο ικανοποιούνταν ο ενυπόθηκος δανειστής (κατά κανόνα, τράπεζες) και το Δημόσιο. Στον νέο Κώδικα, προβλέπεται το αντίθετο: το πλειστηρίασμα διαιρείται εξαρχής και προηγείται η τράπεζα, λαμβάνοντας το 65%, ενώ οι εργαζόμενοι, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία μαζί λαμβάνουν το 25%, και το 10% λαμβάνουν οι προμηθευτές. Δηλαδή, η τράπεζα που επένδυσε εν γνώσει του ρίσκου, αποζημιώνεται με τη μερίδα του λέοντος, έναντι των εργαζομένων που ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται, του Δημοσίου που έπρεπε να εισπράττει φόρους και των ταμείων που έπρεπε να εισπράττουν εισφορές.

Ο νομοθέτης διευκολύνει την τράπεζα να ελαχιστοποιεί το ρίσκο της, και ταυτόχρονα θεσπίζει ότι η εργασία εμπεριέχει ρίσκο και επισφάλεια, άρα και τιμωρία! Είναι εντυπωσιακό επίσης ότι ο νομοθέτης βάζει σε δεύτερη μοίρα ακόμη και τα συμφέροντα του κράτους και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό το επισημαίνει προσφυώς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στην έκθεσή του: «…ενδέχεται να προκληθεί απώλεια εσόδων του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, λόγω της αποδυνάμωσης των ισχυόντων σήμερα προνομίων τους στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης». Τι λένε επ’ αυτού οι εισηγούμενοι υπουργοί Δικαιοσύνης και Οικονομικών; «Η εν λόγω απώλεια εσόδων θα αναπληρώνεται από άλλες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού κατά περίπτωση»! Ητοι, θα μπαίνουν φόροι κατά περίπτωση…

Η αλλαγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχει και άλλα τρωτά ή μαχητά σημεία. Το αναφερθέν παράδειγμα όμως συνοψίζει τον μεταρρυθμιστικό πυρετό: προνόμια για τις τράπεζες, υποχρεώσεις και ρίσκο για τους εργαζόμενους, ζημίες για το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Η εναντίωση δικηγόρων και δικαστών δεν είναι συντεχνιασμός, είναι υπεράσπιση του δικαιικού πολιτισμού, της ισονομίας και της ισοπολιτείας.

andros_1

 

Καμιά φορά αρκούν δυο φωτάκια για να σχίσουν μέσα μας τη βαριά αθυμία, να ανοίξουν παράθυρο στην αισιοδοξία, να ξαναφέρουν την πίστη. Πίστη στη ζωή, στο θαύμα της· πίστη στις δυνάμεις μας· θάρρος ενώπιον του μέλλοντος.

Ενα φωτογραφικό λεύκωμα και ένα μουσικοθεατρικό έργο. Φτιαγμένα από σημερινούς ανθρώπους, αντλημένα από το βιωμένο παρελθόν ή απ’ τη λόγια παράδοση, απευθυνόμενα στους συνανθρώπους του σήμερα, στο θυμικό και τον νου αξεχώριστα, φτιαγμένα για να συγκινήσουν αλλά και για να προκαλέσουν στοχασμό, επώδυνο ίσως αλλά δημιουργικό, ενδεχομένως λυτρωτικό.

Το λεύκωμα το πρόσφερε το ευαίσθητο βλέμμα της Μαρίνας Καραγάτση: «Διαδρομές στην Ανδρο του ’70» (εκδ. Αγρα). Ασκημένο βλέμμα επίσης: η κυρία Καραγάτση έχει μάθει να βλέπει σαν ζωγράφος και σαν συγγραφέας, εκ μητρός και εκ πατρός. Οι φωτογραφίες της αφηγούνται την Ανδρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: το νησί, τη Χώρα, τα ξωκλήσια, τα χτίσματα, μα προ πάντων τους ανθρώπους και τη ζωή, τη ζωή της καθεμέρας και της γιορτής, τη ζωή των παιδιών του σχολείου, τη ζωή των πανηγυριών και των εσπερινών, των παρελάσεων, της αγοράς, του καφενείου.

Συμβαίνει βέβαια, εκείνη τη δεκαετία να ζω κι εγώ στις Κυκλάδες, στην ολοχρονίς Σύρο και στη θερινή Μύκονο, άρα αυτό το σπαρταριστό ντοκυμαντέρ της κας Καραγάτση από τη γειτόνισσα Ανδρο το παίρνω σαν ντοκυμαντέρ της δικής μου ζωής. Εντούτοις, δεν είναι μόνο δική μου εμπειρία, αισθητική, πνευματική, συναισθηματική, αυτή η διαβίωση, αυτή η διαμονή· είναι κοινή εμπειρία πολλών Ελλήνων, ώριμων και μεσήλικων σήμερα, είναι το κοινό θρεπτικό υλικό πάνω στο οποίο βλάστησαν άνθη και αγκάθια. Μερικές σκέψεις λοιπόν:

Η Ανδρος της Μαρίνας Καραγάτση, χωρίς να έχει ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές φιλοδοξίες, διασώζει την Ελλάδα του μεταίχμιου, τη στιγμή που σβήνει ο παλιός κόσμος και αναδύεται φουριόζος ο νέος. Η ζωή στις Κυκλάδες έως και το ’70 ήταν περίπου ίδια με τη ζωή του 16ου ή του 19ου αιώνα ― εννοώ στη βίωση του κυκλικού χρόνου, στο νιώσιμο των εποχών και των γυρισμάτων του καιρού, στις τελετές και τα έθιμα. Είναι σαν τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη: στα ονόματα των γυναικών (Μαρουσώ, Μοσχούλα, Ορσα, Μηλιά, Φρατζέσκα), στη λαλιά, στα βλέμματα, στα μάλλινα, στα κασκέτα.

Εχει εν τω μεταξύ μπει ο ατμός, ο τηλέγραφος, ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο και δειλά η ασπρόμαυρη τηλεόραση, αλλά όλα τ’ άλλα παρέμεναν λίγο-πολύ απαράλλαχτα και στέρεα, αυτάρκη και ολιγαρκή, λίγα και δύσκολα. Ακόμη και η Αθήνα απεκαλείτο «ξενιτιά», παρότι ήταν πρακτικά μια εποικισμένη ενδοχώρα των νησιωτών. Ο τουρισμός δεν είχε προφτάσει να κυριεύσει δια του πλούτου τις μικροκοινωνίες και να επιβάλει τη δική του πρώιμη παγκοσμιοποίηση.

Ολα αυτά τα αναγνωρίζεις στις φωτογραφίες του βιβλίου. Αναγνωρίζεις παλαιούς ανθρώπους, καθαρά βλέμματα, τράπεζες πανηγυριών, υπαίθριο βίο σε μουράγια και αυλές ορεινών ναϊσκων, αχειροποίητες ξερολιθιές, πλακόστρωτους δρόμους, θάλασσα, θάλασσα. Εδώ κι εκεί, το μεταίχμιο: σε μερικά ρούχα, σε χτενίσματα, στα βλέμματα των νεαρών, σπαθίζει ο καινούργιος κόσμος, το μέλλον που επελαύνει.

Σαράντα χρόνια από την ανδριακή ψυχογεωγραφία του ’70, ο σημερινός Ελληνας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον τόπο, τους ανθρώπους, τον βίο. Ακόμη κι όσοι έζησαν αυτά τα μεταιχμιακά χρόνια. Κι όμως η περιπλάνηση σε αυτά τα ψυχοπνευματικά, πολιτισμικά τοπία, πολύ περισσότερο από νοσταλγία και συγκίνηση, προσφέρει ευκαιρίες αυτογνωσίας και τοποθέτησης εν χώρω και χρόνω, αυτό που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τώρα στο δικό μας δραματικό μεταίχμιο.

Με αυτή τη δίψα πήγα να παρακολουθήσω προχθές την όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη. Και ξεδίψασα. Ο Κουμεντάκης της Τήνου συνάντησε τη Φραγκογιαννού της Σκιάθου· αναμετρήθηκε με το πιο στοιχειωμένο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας, μια σπουδή στο κακό και το δαιμονικό, στο μεταιχμιακό πρόσωπο, μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου. Καταδύθηκε στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη, στη μουσική της πρόζας του, και ανέσυρε νανουρίσματα, μοιρολόγια, πολυφωνικά ρίγη, δημώδεις θησαυρούς, αρχαίες τραγωδίες, μαζί με τρόπους και ήχους του 21ου αιώνα.

Το εγχείρημά του έχει ιδιαίτερη αξία διότι κατορθώνει μια τολμηρή και λυσιτελή ανανέωση της παράδοσης, διότι κατορθώνει τη δική του σφριγηλή παράδοση, ορίζει νέα στάνταρ στο μουσικό θέατρο και τις παραστατικές τέχνες, ανάλογα με τις συνεισφορές των Κουν, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, του παλαιού του συνεργάτη Δ. Παπαϊωάννου.

Πέρα όμως από την αμιγώς καλλιτεχνική αξία της όπερας «Φόνισσα», έχει ιδιαίτερη σημασία το τι , το πού, το πότε συμβαίνει., ποιος το πράττει Ο Κουμεντάκης είναι αναμφίβολα από τους πιο προικισμένους και καταρτισμένους καλλιτέχνες της γενιάς του (γ. 1959), αλλά ταυτόχρονα είναι ιστορικό πρόσωπο, δημιουργός και καθολικός διανοούμενος. Αντλεί από την παράδοση και την παγκοσμιότητα, αλλά και από το τοπικό και το βαθύ, το κρυμμένο. Η εργασία του, η στάση του, η σιωπή και ο λόγος του, ως όλον, φανερώνουν πίστη στη ζωή, μεταδίδουν πίστη, εγκαρδιώνουν.

Η όπερα «Φόνισσα» ως συμβάν του μεταιχμιακού 2014 στην πληγωμένη Ελλάδα λέει και αυτό: μες στην αθυμία και την πίκρα των Ελλήνων, μες στον φόβο, μες στην αναρώτηση της γραίας Χαδούλας περί του αίματος, ακούγεται η αγγελική πολυφωνία, «Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πόθε θέλεις να ‘ρθεις, να στρώσω ρόδα στα βουνά, τριαντάφυλλα στους κάμπους». Λύτρωση και υπόσχεση.

φωτ.: Μαρίνα Καραγάτση, Ανδρος, Καθαρή Δευτέρα, 1977.

Σε όλη τη διάρκεια της σαραντάχρονης Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας καμία κυβέρνηση δεν εξάντλησε την τυπικά προβλεπόμενη τετραετία. Με το άλφα ή το βήτα πρόσχημα, συνήθως επικαλούμενος εκκρεμότητες εθνικής σημασίας, ο εκάστοτε πρωθυπουργός επέλεγε τον κατ’ αυτόν καταλληλότερο χρόνο για να προκηρύξει εκλογές. Αν αναλογισθούμε λοιπόν την ιστορική κρισιμότητα της περιόδου που διανύουμε από τις εκλογές 2009 και εφεξής, με τις πρωτόγνωρες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που έχουν εν τω μεταξύ επέλθει, δεν είναι παράξενο να τίθεται και πάλι ζήτημα εκλογών. Ενας κοινωνικός σχηματισμός που αλλάζει τόσο γρήγορα και επώδυνα, ή και καταστροφικά για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, αναζητεί νέες μορφές πολιτικής έκφρασης. Και αυτή η αναζήτηση, συχνά αγωνιώδης, πώς αλλιώς μπορεί να μορφοποιηθεί αν όχι με εκλογές, τουλάχιστον στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας;

Εκφράζεται κι αλλιώς ο μετασχηματισμός, με εξωστρεφείς, δημιουργικούς ή υπόγειους, άδηλους τρόπους· με ανάπτυξη άτυπων συλλογικοτήτων στα μικροκοινωνικά πεδία, με μετατοπίσεις του εκλογικού σώματος που άρχισαν ήδη τον Μάιο 2012, με αναδύσεις νέων πολιτικών σχημάτων, με πολλούς τρόπους. Δημοφιλής είναι, ας πούμε, στα social media και στα χάπενινγκ η άποψη «πρώτα ν’ αλλάξουμε νοοτροπία, πρώτα ν’ αλλάξουμε τον εαυτό μας», καταγόμενη εκ των οδηγών αυτοβελτίωσης. Από άλλες πνευματικές παραδόσεις, βεβαίως, γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι μεμονωμένα, ο καθείς μόνος του και εν απουσία ή εναντίον όλων, δεν μπορούν να καταφέρουν μεγάλα πράγματα. Μόνο λειτουργώντας συλλογικά, οργανωμένοι και σε συνομολογημένο πλαίσιο, μόνο ανατροφοδοτούμενοι με κοινές επιδιώξεις και ηθικά κίνητρα, οι άνθρωποι απελευθερώνουν τις δημιουργικές τους δυνάμεις και πετυχαίνουν τα μεγάλα πράγματα.

Τα κόμματα, τα συνδικάτα, οι επαγγελματικοί και εμπορικοί σύλλογοι, οι επιστημονικές ενώσεις, τα επιμελητήρια, είναι τέτοιες οργανώσεις, με αρετές και ελαττώματα. Η νέα κοινωνική δυναμική οδηγεί σε νέες μορφές οργάνωσης και παράλληλα ωθεί σε αναθεωρήσεις των παλαιών, σε ανακαινίσεις και μετασκευές. Στο ρευστό παρόν, και πάντα στο υφιστάμενο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τα κόμματα και οι εκλογές παραμένουν η κύρια, αν και όχι αποκλειστική, οδός πολιτικής έκφρασης του κυρίαρχου λαού, του πλήθους, των ποικίλων κοινωνικών υποκειμένων.

Ως εκ τούτου, πρέπει να ελέγξουμε κριτικά τον εύκολο ψόγο κατά των κομμάτων συλλήβδην ή κατά των «παλιών» κομμάτων. Ναι, πράγματι τα εν ενεργεία κόμματα κουβαλάνε πολλές αμαρτίες και πολλά σφάλματα, φθαρμένα πρόσωπα, καταδικαστέες πρακτικές. Το έχουμε πει σε ανέφελους καιρούς, τον καιρό που ουδείς εκ των νεόκοπων πολιτικών τα εμέμφετο· αντιθέτως συναγελάζοντο με τα πρόσωπα που τώρα πτύουν.

Παλαιά και νέα κόμματα φέρουν τα ίχνη του παρελθόντος των ανθρώπων τους, των ιδρυτών και ηγετών, των στελεχών τους. Παράγουν μνήμη και κρίνονται διαρκώς.

Οι εκλογές δεν οδηγούν κατ’ ανάγκην και μονοσήμαντα στην αστάθεια, όπως στερεοτυπικά μεταδίδεται. Οι εκλογές γίνονται για να ανανεωθεί και να αναδιατυπωθεί η λαϊκή εντολή, για να εκδιπλωθεί η λαϊκή βούληση στα εκάστοτε νέα δεδομένα. Από την ιστορική εμπειρία, άλλωστε, γνωρίζουμε ότι η Δημοκρατία δεν καταλύθηκε από τις συχνότερες εκλογές, αλλά από την κατάργησή τους.

Η σφοδρή οικονομική κρίση και η εξ αυτής κοινωνική αναστάτωση προκαλούν σύγχυση, φόβο, ανησυχία. Η ομαλή διαδοχή και η ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας μπορούν να λειτουργήσουν αποσυμπιεστικά και να απελευθερώσουν δημιουργικές δυνάμεις, εφόσον όλα γίνονται με τήρηση αποδεκτών απ’ όλους κανόνων.

Παράπλευρα οφέλη επετείων. Με αφορμή την 17η Νοεμβρίου στην τηλεόραση, ιδίως στο κανάλι της Βουλής, προβλήθηκαν μερικές ταινίες, κυρίως ντοκυμαντέρ, για τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας με κατάληξη στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στην τραγωδία της Κύπρου.

Ωφέλιμη η αναδρομή στα χρόνια του ’60 και του ’70, με πολλούς τρόπους. Για τόνωση της ιστορικής γνώσης και της πολιτικής κατανόησης, πρώτα πρώτα. Αλλά και για βαθύτερη επανασύνδεση με την ανθρωπολογία και την ψυχολογία των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια, τα τόσο κρίσιμα από πολλές σκοπιές. Παρατηρώντας ατυπικά στιγμιότυπα συχνά ξανασκέφτεσαι βαθύτερα την κοινωνία, την ιστορική κίνηση, τις προσδοκίες, τους ανθρώπινους τύπους.

Στα κινηματογραφημένα επίκαιρα και μόνο ο χαρακτηριστικός τόνος των εκφωνητών, μαζί με την μιξοκαθαρεύουσα, αρκούν για να σε μεταφέρουν σε ένα κόσμο οικείο, αλλά τόσο πολύ μακρινό. Η αισθητική της χούντας βρίσκεται στη ρητορική του γελοίου Παττακού και του ημιπαράφρονος Παπαδόπουλου, αλλά και στα τσάμικα των στρατοπέδων: ανακαλύπτεις ότι όσο γελοία και νεκρή ήταν η ξύλινη καθαρεύουσα στα χείλη των κολονέλων, άλλο τόσο γελοία ήταν τα αρκουδιάρικα τρεκλίσματα τους. Δεν ήξεραν να μιλήσουν, δεν ένιωθαν να χορέψουν. Κατάφεραν όμως να να κυριαρχήσουν, να εκφοβίσουν και να αποκοιμίσουν.

Ευτυχώς υπήρχαν κινηματογραφιστές στη δίκη των πρωταιτίων της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1975. Για να θυμόμαστε το τρελό βλέμμα και το παραλήρημα του βασανιστή Ιωαννίδη. Για να θυμόμαστε τα δειλά ψελλίσματα συνωμοτών και επίορκων στρατηγών, ψοφοδεή ανθρωπάκια που δεν ενθυμούνται, δεν απαντούν και δεν έχουν άλλον τι να προσθέσουν. Για να θυμόμαστε την ανάδειξη ξενοκίνητων πρακτόρων στην κορυφή της τυραννίας, την διαρκή επίκληση του ερυθρού κινδύνου και των ρωσικών όπλων από τους ανθρώπους που πρόδωσαν την Κύπρο, τη φάμπρικα εθνικοφροσύνης από αυτούς που ταπείνωσαν τη χώρα τους. Για να ανασυνθέτουμε ψηφίδα-ψηφίδα ό,τι προηγήθηκε: τις συνωμοσίες των Ανακτόρων και των στρατηγών, τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα που είχαν προηγηθεί, κυρίως την ιστορική έκρηξη του Ιουλίου 1965.

Μόνο όταν βλέπεις τις λαοθάλασσες του ’65, τη λαχτάρα των υποτελών για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, ανθρώπους με τα πουκάμισα στο χέρι σαν λάβαρα να διεκδικούν τον σεβασμό της ψήφου τους και τον σεβασμό του Συντάγματος, να διεκδικούν μοίρα στον ήλιο και στην ιστορία, μόνο τότε κατανοείς βαθύτερα τις καθαρευουσιάνικες υλακές των δικτατόρων. Τότε η φόρμα, ο τρόπος, αποκτούν βαθύτερο νόημα. Ο λαός του ’60 τραγουδούσε ήδη Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Γκάτσο, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και Τσιτσάνη· ένας νέος κόσμος ανέβλυζε. Αυτός ο κόσμος διακόπηκε και συντρίφτηκε την 21η Απριλίου 1967.

Μα και αργότερα, όταν ανέβλυζαν παράλληλα η ποπ και το ροκ, οι απόηχοι του Μάη, συγκροτείτο ένας κόσμος ελευθερίας και οραμάτων που πάλι ήταν ασύμβατος και ενάντιος στον γύψο των δικτατόρων. Κι ήταν αυτός ο κόσμος των παιδιών «με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», με μπαγκράουντ μικτό αλλά νόμιμο, Ξυλούρη, Σαββόπουλο και Ρόλινγκ Στόουνς, που έφτασε ώς την υπέρβαση του Πολυτεχνείου.

Οπως κι αν δεις τα κινηματογραφημένα αποσπάσματα, θα αντικρίσεις ασύμβατους κόσμους, πολιτικά και πολιτισμικά, ψυχογεωγραφίες ασύμπτωτες και συγκρουσιακές, θα δεις τον λαό να προσπαθεί να ξεχυθεί προς την ελευθερία και την ισότητα, και τις δυνάμεις της φεουδαρχίας να συνωμοτούν και να επιβάλλουν τυραννία. Υπό αυτή την έννοια, η άρνηση του τυραννοκτόνου και απελευθερωτικού χαρακτήρα του συμβάντος «Πολυτεχνείο ’73» πλησιάζει, αναλογικά, την άρνηση του Ολοκαυτώματος.

Ταινίες: Παντελής Βούλγαρης, Θεοδόσης Θεοδοσόπουλος

To σχέδιο ριζικής μεταμόρφωσης της Πανεπιστημίου και της Πατησίων έως την πλατεία Αιγύπτου, γνωστό υπό την ποπ ονομασία Rethink Athens, επικοινωνείται συστηματικά επί δύο χρόνια, ενώ πρόδρομες προτάσεις δημοσιεύονται από το 2010. Αξιοθαύμαστη επιμονή για ένα σχέδιο που φιλοδοξεί να αναπλάσει το πιο νευραλγικό τμήμα στο ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Το χρονικό ωρίμανσης του σχεδίου είναι κι αυτό λίγο-πολύ γνωστό και υπερεπικοινωνημένο. Αυτό που δεν συζητείται αρκετά είναι η πολιτική και συμβολική αξία τέτοιων επεμβάσεων. Δηλαδή, ποια είναι η σημασία της οδού Πανεπιστημίου; Οχι μόνο η συγκοινωνιακή-κυκλοφοριακή, που έχει κι αυτή μεγάλο βάρος, όχι μόνο η εμπορική, αλλά πρωτίστως και κυρίως η συμβολική, ιστορική και ζωτικά πολιτική αξία αυτού του πολεοδομικού άξονα που ενώνει την καρδιά του κράτους, το σύμπλεγμα Κοινοβουλίου, Προεδρικού και Πρωθυπουργικού μεγάρων, υπουργείων, με το διπλό ξέφωτο: με την κλασικιστική Αθηναϊκή Τριλογία στη μία πλευρά, Πανεπιστήμιο – Ακαδημία- Βιβλιοθήκη, πνευματικό πυρήνα του ελληνικού κράτους, και με το δικαστικό-τραπεζικό-εμπορικό σύμπλεγμα, από την άλλη πλευρά. Με λίγα λόγια: οποιαδήποτε χωροταξική-λειτουργική αλλαγή σε αυτό το τμήμα του ιστορικού κέντρου συνεπάγεται αλλαγή στον υλικό συμβολισμό του κράτους.

Ποιος αποφασίζει ότι θα μετασχηματιστούν η όψη, η δομή, η κυκλοφορία και η λειτουργία αυτού του συμβολικού πυκνώματος; Σε οποιαδήποτε λειτουργική δημοκρατία, η πρώτη απάντηση θα ήταν: η εκλεγμένη πολιτική ηγεσία, όλων των βαθμίδων, συνεπικουρούμενη από τους επιστημονικούς και τεχνολογικούς θεσμούς της χώρας, και υπό εκτενή και σε βάθος δημόσια διαβούλευση. Ο δημόσιος χώρος, πολύ περισσότερο ο συμβολικά έμφορτος και πυκνός δημόσιος χώρος, είναι αδιανόητο να γίνει αντικείμενο άλλης διαχείρισης. Η αλλαγή του, εφόσον κριθεί αναγκαία, απαιτεί πολιτική και επιστημονική συνεργασία και συναίνεση· δεν είναι δυνατόν να διεξάγεται με όρους κηποτεχνικού εξωραϊσμού και καλλωπισμού facades, και να προκαλούνται προς τούτο αυθαίρετοι διαγωνισμοί, που θα απαιτήσουν εν συνεχεία ποταμούς δημοσίου χρήματος.

Παρακολουθώ το σχέδιο μεταμόρφωσης της Πανεπιστημίου-Πατησίων από την αρχή. Εχω παρακολουθήσει επίσης το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου διαλόγου περί το σχέδιο, στο οποίο συμμετέχουν κυρίως πολεοδόμοι, χωροτάκτες, αρχιτέκτονες, πρώην υπουργοί Χωροταξίας ― όλοι σχεδόν έχουν αντιρρήσεις για τη μεθόδευση και τη σκοπιπόμητα του έργου. Προξενεί ωστόσο εντύπωση ότι από αυτό τον διάλογο απουσιάζουν οι ολοκληρωμένες και συνεκτικές παρεμβάσεις των πολιτικά αρμοδίων, ήτοι των υπουργών Χωροταξίας και Υποδομών, του δημάρχου Αθηναίων, του περιφερειάρχη Αττικής, αλλά και των σχετικών επιστημονικών και πνευματικών θεσμών: του Τεχνικού Επιμελητηρίου, του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, του Πανεπιστημίου Αθηνών, της Ακαδημίας Αθηνών. Ολα αυτά τα ιδρύματα θα έπρεπε να έχουν κληθεί να καταθέσουν απόψεις, εκθέσεις, γνώμες, στρατηγικές, μελέτες σκοπιμότητας. Εξ όσων γνωρίζω, μπορεί και να μου διαφεύγει κάτι μεγάλο, δεν έχει προκληθεί τέτοια ώσμωση ιδεών.

Απεναντίας, σύμφωνα με την πλούσια αρθρογραφία (πλήθος άρθρων και στην «Καθημερινή») και σύμφωνα με προσφυγή πολιτών και αρχιτεκτόνων στο Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν υπάρχουν ούτε ολοκληρωμένη κυκλοφοριακή μελέτη ούτε στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, για να μείνουμε στις απολύτως τεχνικές και μεθοδολογικές ελλείψεις.

Εχουμε γράψει πολλές φορές για τη σταδιακή εγκατάλειψη του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας, μετά το Ολυμπιακό 2004, και ιδίως μετά το κράχ του 2010, που προκάλεσε εμπορική ερήμωση της Σταδίου, των Χαυτείων, της Σόλωνος. Το βαριά πληγωμένο κέντρο δεν χρειάζεται ένα ακόμη έργο έξωραϊσμού, μια ακόμη διακοσμητική gentrification όπως αυτά που έγιναν στην Ομόνοια και στην Κουμουνδούρου και έσβησαν. Το κέντρο χρειάζεται αναζωογόνηση του εμπορίου, αφύπνιση των ισογείων καταστημάτων, μετάγγιση εργαζόμενου πληθυσμού σε υπουργεία και υπηρεσίες κοινωφελούς χαρακτήρα. Το κέντρο χρειάζεται ξανά ενεργούς πολίτες, εργαζόμενους και συναλλασσόμενους, όχι χασομέρηδες και άεργους σε τραπεζοκαθίσματα και νυκτερινά παρκάκια για νταραβέρι.

Το πτωχευμένο ελληνικό κράτος κλήθηκε να διοχετεύσει σε αυτόν τον αμφιλεγόμενο εξωραϊσμό καταρχάς 80 εκατομμύρια ευρώ, εν συνεχεία 120 εκατομμύρια, αντλημένα κυρίως από το ΣΕΣ 2014-2020. Ολοι γνωρίζουν ότι έργα τέτοιας κλίμακας ξεπερνούν κατά πολύ τον αρχικό προϋπολογισμό. Αλλά το ζήτημα δεν είναι τόσο τα χρήματα (που είναι και αυτό), αλλά η σκοπιμότητα, το μακροπρόθεσμο όφελος, οι ευρύτερες επιπτώσεις, η ιστορική συνέχεια, η πολιτική ευθύνη. Ποιος αναλαμβάνει την ιστορική και πολιτική ευθύνη της μεταμόρφωσης της Αθήνας· με ποιους όρους και ποιο σκεπτικό.

Ο Γιώργος Καρατζαφέρης καθιερώθηκε στον δημόσιο βίο ως ο τυπικός λαϊκιστής πολιτικός, ακροδεξιού προσήμου, που έγινε γνωστός όταν ο Κώστας Καραμανλής τον διέγραψε από τη ΝΔ λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Ιδρυσε κόμμα, διαφημισμένο ως γνησίως ακροδεξιό, και κατάφερνε έκτοτε να βρίσκεται στο προσκήνιο με πολλά πρόσωπα: αυτοπροβαλλόμενος ως ρυθμιστής εξελίξεων, αυτόκλητος εθνοσωτήρας, συγκάτοικος της δεξιάς πολυκατοικίας, συμπαθής ατακαδόρος, τηλεκήρυκας με τσουβαλάτα λόγια αλλά και άφθονα υπονοούμενα, τέλος, ως ιδιοκτήτης πολιτικού «μαγαζιού». Οι επόμενες γενιές δεν θα θυμούνται όλες αυτές τις ιδιότητες, εκτός κι αν τις περιλάβει το οικείο λήμμα στη wikipedia· πιαθνότατα όμως θα τον βλέπουν στα αρχεία του YouTube και θα αναγνωρίζουν στις εμφανίσεις του έναν γραφικό συνεχιστή της ελληνικής φαρσοκωμωδίας.

Τα ύποπτα εμβάσματα από εμπόριο εξοπλισμών προς τις άδηλες υπεράκτιες εταιρείες του αρχηγού του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού αποτελούν δραματικό επεισόδιο που μάς αναγκάζει να αλλάξουμε genre: η  φαρσοκωμωδία μεταπίπτει σε μαύρη κωμωδία. Ο ελισσόμενος συγκάτοικος και συγκυβερνών, ο πρόθυμος λαγός για το καλό του έθνους, ο εναλλάξ τιμητής και χατζηαβάτης της εξουσίας, ο ικανότατος επιβιωτής και χαμαιλέων, δεν γνώριζε πότε να σταματήσει, να αποσυρθεί για να απολαύσει τους καρπούς των ελιγμών του και να γράψει απομνημονεύματα. Οθεν βρέθηκε κρεμασμένος στα μανταλάκια, έκθετος στη χλεύη, ενώπιον της ανθρωπίνης δικαιοσύνης. Εξουδετερωμένος πολιτικά και υποχρεωμένος πλέον να αποδείξει πώς απέκτησε την περιουσία του κατά τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας.

Ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο τελευταίος καρατερίστας, φαίνεται δεν είχε αφομοιώσει τις σοφές ατάκες και τα πικρά διδάγματα του στρατηγού Δεκαβάλλα, στο «Ενας ήρως με παντούφλες». Δεν είχε αφομοιώσει λ.χ. το σχόλιο του θυμόσοφου στρατηγού για το περίφημο άγαλμα, το σύμπλεγμα που του σερβίριζαν: «…Εγώ, η Νίκη, η Δόξα, το άλογο… Από μακριά θα φαινόμαστε σα σούστα.» Και κυρίως λησμόνησε το δραματικό φινάλε, την έξοδο του στρατηγού Δεκαβάλλα, το σοφόκλειο άμα και αριστοφανικό καθαρτήριο «Βρε ουστ!»

Στην γκάμα του καρατερίστα προέδρου δεν περιλαμβάνονταν οι δραματικές αποχρώσεις, οι ανατροπές, η πτώση. Είχε μόνο την μπαλαφάρα, τον «Μπακαλόγατο», τις ευκολίες μιας επιθεώρησης σε λαϊκό αναψυκτήριο. Μα έτσι εβιώνετο η πολιτική και ο δημόσιος βίος έως την μεγάλη πτώση·  γι ‘ αυτό άλλωστε βρήκε χώρο και ευκαιρία να μεσουρανήσει το καινοφανές πολιτικό genre του λαϊκού τηλεκήρυκα, ορμητικού, συνωμοσιολόγου και ασυνάρτητου, ερμηνευτή των πάντων·  σε αυτή την πίστα άνθησαν οι θίασοι ποικιλιών των φωνακλάδων υπερπατριωτών, των ωρυομένων για τα όσια της φυλής και τους άμωμους υπεράκτιους λογαριασμούς. Ετσι εβιώνετο η πολιτική: υποκρισία, απληστία, χρηματισμός, υποδούλωση.

Σε αυτή την ακρολαϊκιστική πίστα έλαμψαν και άλλοι βλαστοί, κήρυκες γελοιότητος και μίσους· όσοι μεταμφιέζουν ιδέες και πεποιθήσεις, προκειμένου να επιπλεύσουν σε νέες ιστορικές δεξαμενές. Η προκληθείσα πτώση του αρχηγού και διδάχου ίσως αποτελεί ένα μήνυμα και προς αυτούς. Toυς το είχε πει ο Πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης το 2011: «Δεν μπορεί το περιθώριο, οι νονοί, τα λαμόγια να κυριαρχούν στην πολιτική ζωή… Το περιθώριο πρέπει να ξαναγυρίσει στο περιθώριο». Ηταν το «ουστ» του στρατηγού Δεκαβάλλα, με περισσότερα λόγια.

 

Στο χθεσινό εντιτόριαλ το διεθνές ειδησεογραφικό δίκτυο Bloomberg θέτει ζήτημα παραίτησης του νεοεκλεγέντος προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλωντ Γιούνκερ. Αφορμή, οι πρόσφατες σαρωτικές αποκαλύψεις της Διεθνούς Σύμπραξης Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) για τις ειδικές συμφωνίες του Λουξεμβούργου με εκατοντάδες πολυεθνικές εταιρείες, προκειμένου να αποφύγουν τη φορολόγηση στις χώρες δραστηριοποίησής τους.

Ο επί εικοσαετία πρωθυπουργός του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, πρώην πρόεδρος του Eurogroup, εξελέγη στην κορυφή της Επιτροπής ύστερα από σκληρές διακρατικές διαπραγματεύσεις, υποσχόμενος να σεβαστεί τις επιθυμίες των ισχυρών εταίρων αλλά και να υπερασπιστεί την δoκιμαζόμενη ομοσπονδιακή συνοχή της Ε.Ε. ― υπόσχεση εκ των πραγμάτων υπερφιλόδοξη, εφόσον θα έπρεπε να συγκεράσει την α λα καρτ Ευρώπη της Μ. Βρετανίας, το δόγμα λιτότητας της Γερμανίας, τη δημοσιονομική ευελιξία που ζητούν Γαλλία και Γερμανία, και τις αμείλικτες πραγματικότητες ανεργίας, ύφεσης και αποπληθωρισμού των μικρών κρατών.

Δεν χρειάστηκε όμως καν να αντιμετωπίσει τα τέραστια προβλήματα της Ε.Ε. για να φθαρεί. Το ηθικό και πολιτικό πλήγμα των LuxLeaks είναι τόσο σφοδρό, που απειλεί να θέσει εκτός μάχης τον Ζ.Κ. Γιούνκερ, και πλήττει μαζί του την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη διαδικασία εκλογής ηγετών. Ως εκ τούτου, πρέπει να αναλογιστούμε, κατά τα γνωστά: Ποιος ωφελείται από μια τραυματισμένη, πολιτικά αδύναμη Ευρώπη; Διότι πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι η Ευρώπη περνά μια κρισιμότατη φάση, στην οποία διακυβεύεται η συνοχή της, η επιβίωση του ιστορικού εγχειρήματος ολοκλήρωσης, αλλά και η οικονομική επιβίωση και η αντοχή των δημοκρατιών στα κράτη-μέλη. Επιπλέον, παρ’ όλα τα σφάλματα και την ολιγωρία, η εκλογή του άτυπου πρωθυπουργού της Ε.Ε. έγινε με αυξημένη πολιτική νομιμοποίηση αντλημένη από τις Ευρωεκλογές.

Από μια άλλη όψη όμως, τα LuxLeaks καταδεικνύουν με τεκμήρια ό,τι ήταν ήδη γνωστό: ότι δηλαδή στην καρδιά της Ευρώπης, εκεί όπου όλοι ομνύουν στον υγιή ανταγωνισμό, τη διαφάνεια, την ισοπολιτεία και την ισονομία, ανθούν φορολογικοί παράδεισοι, εις βάρος των εθνικών οικονομιών και της συνολικής ευρωκοινοτικής πίστης. Κατά κάποιον τρόπο, τα LuxLeaks καταδεικνύουν την υποκρισία που κυριαρχεί στην κορυφή της Ε.Ε., αλλά και τον βαθμό εξάρτησης ηγετών και κρατών από τις μεγάλες εταιρείες. Θυμίζουμε ότι κατά το bail in της Κύπρου ακούστηκαν αιτιάσεις για ξέπλυμα χρήματος στις κυπριακές τράπεζες, και την ίδια στιγμή ήταν ευκρινής ο φόβος της Μάλτας και του Λουξεμβούργου, τουλάχιστον, μήπως έρθει η σειρά τους.

Τα LuxLeaks αποκαλύπτουν κι άλλες πληγές: την ασύγγνωστη διαπίδυση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος. Ο ρόλος του διεθνούς λογιστικού οίκου PwC στη σύναψη 548 φορολογικών συμφωνιών για λογαριασμό 342 επιχειρήσεων, κυρίως το διάστημα 2008-2014, δηλαδή μεσούσης της κρίσης που έριξε στον δημοσιονομικό Καιάδα κράτη και λαούς, μάς οδηγεί στα στελέχη που διενήργησαν αυτές τις νομότυπες πλην ανήθικες συμφωνίες. Μπορούν αυτά τα στελέχη, ικανοί τεχνοκράτες κατά τα άλλα, να αναλαμβάνουν κορυφαίες θέσεις δημόσιων λειτουργών στα κράτη που ζημιώνονται από τη φοροαποφυγή;

Στα LuxLeaks καταγράφονται εννέα εταιρείες ελληνικών συμφερόντων· τις φοροευνοϊκές συμφωνίες με το Λουξεμβούργο τις συνήψε ο οίκος PwC, της οποίας επικεφαλής φοροειδικός (senior tax manager) στον ελληνικό κλάδο, έως τον Ιούνιο 2014, ήταν η κ. Αικατερίνη Σαββαΐδου, νυν γενική γραμματέας Δημοσίων Εσόδων διορισμένη από τον υπουργό Οικονομικών. Ευλόγως γεννάται το ερώτημα: Η κ. Σαββαΐδου γνώριζε τις συμφωνίες; Αν ναι, υπάρχει θέμα ασυμβίβαστου ιδιοτήτων και σύγκρουσης συμφερόντων; Αυτά πρέπει να απαντηθούν γρήγορα και πειστικά.

Η Ida του Πάβελ Παβλικόφσκι είναι η ταινία της χρονιάς, από τώρα· σφραγίζει την ευρωπαϊκή ευαισθησία όπως την σφράγισε πέρυσι η Grande Belezza του Πάολο Σορρεντίνο. Πρόκειται για ταινίες-σπουδές, που μιλούν για την ψυχή των λαών και των ανθρώπων, για την αξεδιάλυτη συνύφανση του ατομικού με το συλλογικό, για το βάρος της μνήμης και της ιστορίας, για την Ευρώπη των νεκρών και των φαντασμάτων.

Στην πολωνική ταινία πρωταγωνιστούν δύο γυναίκες, δύο γενιές, δύο κόσμοι. Η νεαρή δόκιμη μοναχή Αννα, και η ώριμη δικαστίνα Βάντα. Η Αννα είναι η Εβραία Ιντα, ορφανό πολέμου που μεγάλωσε σε μοναστήρι Καθολικών. Η θεία της, αδελφή της μητέρας της, είναι η κομμουνίστρια Κόκκινη Βάντα, πρώην εισαγγελέας, αλκοολική. Η μία πιστεύει, η άλλη όχι. Οι διαφορές σταματούν εδώ. Οι ομοιότητες είναι βαθύτερες: δεν έχουν ρίζες, δεν έχουν οικογένεια, οι ζωές τους ξετυλίγονται πάνω στην έλλειψη, την απουσία, τα θαμμένα μυστικά, τη λήθη. Την παραμονή της κουράς της μοναχής, οι δύο γυναίκες θα ανταμώσουν για πρώτη φορά και θα ξεκινήσουν το μοναδικό κοινό τους ταξίδι, σε αναζήτηση του κοινού τους παρελθόντος. Αναζητούν τους νεκρούς τους, γονείς και παιδιά, τα οστά των δολοφονημένων και χαμένων του Ολοκαυτώματος.

Ολη η ταινία είναι η κάθοδος στον Αδη με τη μορφή ενός road movie στην άχρονη πολωνική ύπαιθρο· σε έναν κάμπο που συμπυκνώνει κάτω από την ακινησία του τον καθολικισμό, τον εβραϊσμό, τη γενοκτονία, τον πόλεμο, τον υπαρκτό σοσιαλισμό, και πάνω απ’ όλα τον ανελέητο, διαρκή αγώνα των ανθρώπων για επιβίωση. Η περιπλάνηση των δύο γυναικών μοιάζει εξωτερικά με τις υπαρξιακές περιπλανήσεις ταινιών του Βέντερς ή του Αντονιόνι, αλλά εδώ το δράμα δεν περιέχει καμία διαφυγή από τη μοίρα, ούτε καν σύγκρουση, το δράμα αντηχεί περισσότερο τις ηθικές και μεταφυσικές δονήσεις του Μπέργκμαν και του Ταρκόφσκι, του Κισλόφσκι και του Ζανούσι. Στο τέλος του δρόμου υπάρχει πάλι κενό, συν την πικρή επίνοια του ταξιδιού.

Ο Παβλικόφσκι μιλώντας για το υπαρξιακό κενό στη Μεσευρώπη του ’60, κατορθώνει να μιλήσει βαθιά και σπαρακτικά για την Ευρώπη του 21ου αιώνα· μάλλον για τη βαριά κληρονομιά του Ευρωπαίου ανθρώπου της νεωτερικότητας, κληρονομιά φρίκης και αναμέτρησης με τα όρια. Η Ευρώπη της Ida είναι στοιχειωμένη από κρυμμένα οστά, ανεύρετους τάφους, πεισματική αμνησία, ηθική απογύμνωση. Ο αγρότης-φονιάς κουλουριάζεται μες στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο, ο θύτης είναι το ίδιο τελειωμένος όσο και τα θύματα. Εχει χαθεί η ιερότητα της ζωής, η ζωή σαν θαύμα.

Η Ιντα ρωτάει τον κούκλο σαξοφωνίστα τι μπορούν να κάνουν μαζί, αφού παίξουν Kολτρέιν σε συναυλίες, αφού παντρευτούν και κάνουν παιδιά. Απλώς, θα ζήσουμε, λέει ο Λις. Η Ιντα, αφιερωμένη του Χριστού, έμπειρη πλέον του θανάτου και της φρίκης, σηκώνεται από το κρεβάτι του παρθενικού έρωτα, φοράει το ράσο της δόκιμης και ακολουθεί την σκολιά οδό. Η κάμερα για πρώτη φορά κινείται σωματικά, και για πρώτη φορά η μουσική που ακούει ο θεατής δεν είναι η μουσική που ακούν οι ήρωες.

Ο Παβλικόφσκι κατορθώνει μια κινηματογραφική αφήγηση λάμπουσα, άρτια, προσωπική, συγκινούσα, χωρίς φορμαλιστική εκζήτηση, αλλά και χωρίς παραχωρήσεις στο τηλεοπτικό γούστο. Τα κάδρα του είναι γεωμετρημένα έτσι ώστε να υπηρετούν ψυχικά πυκνώματα και κενά, να αναδεικνύουν τα πρόσωπα ενώπιον της μοίρας τους· το ασπρόμαυρο είναι στιλπνό και πλούσιο, καταγραφικό και αφαιρετικό μαζί· η φόρμα, παρότι τολμηρή, υπηρετεί και αναδεικνύει, δεν επιδεικνύεται. Ο Παβλικόφσκι πετυχαίνει μια ευτυχή κράση φόρμας και περιεχομένου, επειδή έχει κάτι να πει· για τη ζωή, τις ζωές των ανθρώπων, για τον πυρήνα της ύπαρξης, εκεί που συμφύρονται η ελπίδα, η αφέλεια, η απάθεια, η ερήμωση. Αν πρέπει να περιγράψουμε με μια λέξη την τέχνη του, θα ήταν: οικονομία. Τίποτε δεν λείπει, τίποτε δεν περισσεύει.

Η Ida -όπως και η Grande Belezza, αλλιώς- είναι αφήγηση για το μεταίχμιο της Ευρώπης, και είναι συναναστροφή με τους νεκρούς. Είναι αποδοχή της πολυπλοκότητας και του χάους, χωρίς κρίσεις και διδάγματα. Οι ζωντανοί συναντούν τις ψυχές των απόντων, αγγίζονται, κι ύστερα αποτραβιούνται. Η Βάντα, άδεια, πικρή, επιλέγει το κενό· η Ιντα δακρύζει, λοξοδρομεί, ωριμάζει σε 82 φιλμικά λεπτά, επιλέγει τον όρκο της αναχώρησης.

Πόσο ζυγίζει μια τράπεζα; Πόσο ζυγίζει ένα κράτος; Στη ζυγαριά του Ζαν Κλωντ Τρισέ, τέως προέδρου της ΕΚΤ, τα συμφέροντα των τραπεζών βάραιναν αποφασιστικά περισσότερο από τα συμφέροντα των κρατών και των πολιτών τους. Και με αυτή τη λογική ενήργησε στον χειρισμό της κρίσης σε Ελλάδα και Ιρλανδία, όπως αποκαλύπτουν οι εκβιαστικές επιστολές του προς τις κυβερνήσεις των χωρών, τη διετία 2010-11 («Καθημερινή», χθες και 9.3.2014).

Οι επιστολές επιβεβαιώνουν όσα έχουν υποστηρίξει αναλυτές και πολιτικοί ηγέτες: η Ελλάδα και η Ιρλανδία θυσιάστηκαν για να μην πληγούν οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που είχαν επενδυτικές θέσεις στο ελληνικό κρατικό χρέος και στις ιρλανδικές τράπεζες.

Οι τέτοιες παρεμβάσεις ενός κεντρικού τραπεζίτη, πρακτικά μη ελεγχόμενου πολιτικά και εκτός λογοδοσίας, πρέπει να εξεταστούν πολλαπλώς:

Πρώτον, δείχνουν έναν διευρωπαϊκό οργανισμό, την ΕΚΤ, τυπικά αρμόδιο για το κοινό νόμισμα και την λειτουργία των τραπεζών, να επιβάλλει εξωθεσμικά δημοσιονομική πολιτική και κατ’ επέκτασιν να επηρεάζει αποφασιστικά την ιστορική πορεία των κρατών-μελών του Ευρωσυστήματος.

Δεύτερον, εκ του αποτελέσματος: οι κινήσεις της ΕΚΤ, δειλές ή καθυστερημένες, δεν απέτρεψαν την κρίση· μετακύλησαν το κόστος στα κράτη και έσπρωξαν την Ευρωζώνη σε καθοδική πορεία ύφεσης και αρνητικού πληθωρισμού.

Τρίτον, παρατηρείται μια κρίσιμη μετατόπιση ισχύος στην Ευρώπη: οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί επιβάλλουν τη θέλησή τους σε ευρωπαϊκούς θεσμούς και κυβερνήσεις. Αυτή η τελευταία παρατήρηση ενισχύεται θλιβερά από τις χθεσινές αποκαλύψεις των LuxLeaks για τις μυστικές συμφωνίες του Λουξεμβούργου με 343 πολυεθνικές για φοροαποφυγή στις χώρες καταγωγής τους. Υπεύθυνος του φορολογικού παραδείσου στην καρδιά της Ευρώπης, ο νυν Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ταγμένος, κατά τα άλλα, να πολεμά την φοροδιαφυγή και να προστατεύει τον υγιή ανταγωνισμό στα κυρίαρχα κράτη-μέλη της Ενωσης.

Η κρίση στην Ευρώπη εξελίσσεται ραγδαία σε πολιτική και ηθική, εκτός από οικονομική.

Ολο τον περασμένο χρόνο διαπιστώναμε ότι η πληθωριστική νομοθέτηση, στο πλαίσιο της εφαρμογής μνημονιακών υποχρεώσεων. ενέχει πολλούς κινδύνους, λειτουργικά άσχετους από τον πολιτικό πυρήνα του μνημονίου. Με το πρόσχημα του κατεπείγοντος και με τη μέθοδο των πολυνομοσχεδίων και των εμβόλιμων τροπολογιών, προωθούνται φωτογραφικές διατάξεις προς εξυπηρέτησιν συγκεκριμένων ομάδων ή προσώπων.

Τέτοιες τροπολογίες έχουν επισημανθεί και από βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος: π.χ., το περασμένο καλοκαίρι, ο βουλευτής της ΝΔ Κ. Τζαβάρας είχε επισημάνει διάταξη, μέσα στο νομοσχέδιο για την εργαλειοθήκη ΟΟΣΑ, με την οποία ακυρωνόταν κάθε μελλοντική δίωξη που μπορούσε να ασκηθεί εις βάρος καταχραστών δημοσίου χρήματος, και εξαιρούσε από την ποινική ευθύνη για δωροδοκία όλους τους υπεύθυνους ΝΠΙΔ επιχορηγούμενων από το κράτος. Μετά την ψήφισή του, ο κ. Τζαβάρας μελέτησε το νομοσχέδιο και έσπευσε στον υπουργό Δικαιοσύνης που είχε εισαγάγει την διάταξη: «Τι είναι αυτό το πράγμα, Μπάμπη;» Ο κ. Μπάμπης Αθανασίου ισχυρίσθηκε ότι μπήκε εκ παραδρομής, και με άλλη τροπολογία την κατήργησε. Το περιστατικό είχε περιγράψει στον «Σκάι» η βουλευτής Φωτεινή Πιπιλή, τη δε συγκεκριμένη διάταξη είχε καταγγείλει και η Ενωση Εισαγγελέων. Ο βουλευτής Κ. Τζαβάρας είχε δηλώσει ότι η επίμαχη διάταξη πιθανόν να λειτουργούσε υπέρ των εμπλεκομένων στην υπόθεση Siemens, η οποία εκκρεμεί ακόμη.
Αλλες νομοθετικές ρυθμίσεις δεν εντοπίστηκαν και δεν αποσύρθηκαν. Μία: Στο θερινό τμήμα της Βουλής ψηφίστηκε διάταξη με την οποία ο αρμόδιος υπουργός θα τροποποιεί με απλή απόφαση τα Ρυθμιστικά σχέδια των πόλεων, καταργώντας κάθε αξιολογικό κριτήριο, κάθε διαβούλευση, κάθε θεσμικό ή επιστημονικό όργανο. Αλλη: Με μια εμβόλιμη παράγραφο σε άσχετο (πάντα) νομοσχέδιο επιχειρήθηκε να αφαιρεθεί από τους δικαστικούς λειτουργούς η δυνατότητα να ζητούν άρση τηλεπικοινωνιακού απορρήτου κατά την έρευνα οικονομικών εγκλημάτων.

Πολλές: Προχθές ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρος Ρακιτζής, κατέθεσε στη Βουλή αναλυτική έκθεση με δεκατέσσερις νομοθετικές παρεμβάσεις, που απαλλάσσουν δημόσιους λειτουργούς από ποινικές και αστικές ευθύνες, αναδρομικά ή και μελλοντικά. Σε αντιδιαστολή, η Γενική Γραμματεία Δημοσίων εσόδων ζήτησε από τον γενικό επιθεωρητή να μην υποδεικνύει φορολογικές δράσεις νομικών ή φυσικών προσώπων, εμπελεκομένων σε υποθέσεις διαφθοράς δημόσιων λειτουργών· τον έλεγχο θα τον διεξάγει πλέον η κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών, μέσω «ειδικού συστήματος ανάλυσης κινδύνου».

Προφανώς εγείρεται μέγα θέμα συνταγματικής νομιμότητας και ηθικής τάξεως. Οι βουλευτές, ακουσίως ή εκουσίως, ψηφίζουν νόμους που ξεπλένουν ανομήματα ή δημιουργούν ασπίδα ακαταδίωκτου για μελλοντικές έκνομες ενέργειες. Η δε εκτελεστική εξουσία, όχι μόνο παρανομοθετεί, αλλά επιπλέον απαγορεύει την έρευνα. Αυτός ο τρόπος νομοθετικής αμνήστευσης και ξεπλύματος δεν επιβάλλεται από κανένα μνημόνιο, δεν περιλαμβάνεται στα προαπαιτούμενα για καταβολή δόσεως, και βέβαια δεν τελείται για τη διάσωση της χώρας υπό καθεστώς έκτακτης ανάγκης.

Πολύ περισσότερο που και μόνη η χαοτική, πληθωριστική και ασυνεχής παραγωγή νόμων προκαλεί έμφραγμα στην απονομή δικαιοσύνης, αλλά και στην ομαλή λειτουργία της διοίκησης, της αγοράς και της εθνικής οικονομίας. Το επισήμαναν την περασμένη εβδομάδα, από διαφορετικές αφετηρίες αλλά με παρόμοια αγωνία, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.

Εχουμε περιγράψει την κατάσταση ως ασυγχώρητη υποβάθμιση του Κοινοβουλίου, ως παραβίαση της διάκρισης των εξουσίων, ως διαρκή κατάχρηση της εκτελεστικής εξουσίας, ως επικίνδυνη διάχυση αδικίας πάνω στο πάσχον κοινωνικό σώμα, ως κλονισμό της πίστης των πολιτών στη δημοκρατία. Το έχουμε αποκαλέσει και πλιάτσικο επί ερειπίων.

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

φωτ.: Ηλίας Τσαουσάκης

Πέρυσι αισθάνθηκα αύρα παλαιοβαλκάνια να πνέει πάνω από το μαραμένο κέντρο της Αθήνας. Το ξανάνιωσα. Κατήφεια και εσωστρέφεια, εγκατάλειψη, καθυστέρηση, φτώχεια. Ολο το Σάββατο και την Κυριακή περπατούσα πάλι στο κέντρο. Εξάρχεια, Χαυτεία, Στουρνάρη, Κάνιγγος, Βάθη, Ομόνοια, Ακαδημίας, Σόλωνος, Χ. Τρικούπη, Ασκληπιού. Από την Αθηναϊκή Τριλογία έως την πλατεία Βάθη, κι από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας έως την Ιερά Οδό.

Αρκετά μαγαζιά στα Χαυτεία ήταν ανοιχτά την Κυριακή, τα περισσότερα κλειστά. Πολύς κόσμος στους δρόμους, λίγος στα μαγαζιά για ψώνια. Γεμάτοι οι φούρνοι, γεμάτα τα καφενεία με τραπέζια στη λιακάδα. Η πλατεία Ομονοίας έλαμπε, παράξενα ωραία, κυριακάτικη. Στους δρόμους που δεν τους λάμπρυνε ο ήλιος, δυσοίωνη υγρασία τρύπωνε στα κόκαλα: σπασμένα ρείθρα, βρώμικα πεζοδρόμια, κλειστές βιτρίνες σκεπασμένες με αφίσες και γκράφιτι, αραιά και πού κανένα πωλείται ή ενοικιάζεται, σχισμένα, δεν περιμένουν πια αγοραστές και ενοίκους. Πόλη παρατημένη.

Η αγορά στο υπογάστριο του ιστορικού κέντρου έχει χαρακτήρα τριτοκοσμικό, μικρό Κάιρο· τα φτηνοεμπορεύματα απλωμένα στον δρόμο, κινέζικα με χάρτινες ταμπέλες φωνάζουν την τιμή, πέντε ευρώ φούτερ, είκοσι ευρώ παπούτσια, τυρόπιτες, σουβλάκια, φραπέδες όλα ένα ευρώ. Οι κυριακάτικοι πελάτες σε αυτό το παζάρι μιλούν γλώσσες της μετανάστευσης, τη μοναδική ημέρα σχόλης ξοδεύουν φειδωλά τα λιγοστά του μόχθου.

Το βράδυ της Κυριακής, η Ακαδημίας είναι σκοτεινή, έρημη, μόνο τα σινεμά και η Λυρική κρατούν φως και ανθρώπους. Αδεια, σκοτεινά τα Εξάρχεια, η Νεάπολη, μέχρι την Αλεξάνδρας. Στις σκαλωσιές, Βουλής και Κολοκοτρώνη, άστεγοι-στρουθία έχουν καταλάβει τις θέσεις στα μαδέρια της σκαλωσιάς, έστρωσαν το κρεβάτι τους, κλείνουν τα μάτια κι ακούνε τις μουσικές απ’ τα μπαρ.

Η θλίψη αυτής της πτωχευμένης, αχτένιστης, παρατημένης πόλης αντισταθμίζεται από κρυφές χάρες, αυτές που δεν πολυνιώθαμε στους αμέριμνους καιρούς. Πόλη σε μέτρα ανθρώπινα, μια γειτονιά, αγκαλιά, ακόμη και το κέντρο, μικρές πολυκατοικίες, απρόοπτα ξέφωτα όπου προβάλλουν με χάρη και μεγαλείο οι λόφοι, ο Βράχος. Πόλη με κλίμα διαρκώς γλυκύ, θερμή άνοιξη με διαβαθμίσεις. Πόλη διαρκώς αναμμένη – να, αυτό λιγοστεύει τώρα, το φως, ο βόμβος, η κίνηση, αυτοί οι ζωτικοί χυμοί εγκαταλείπουν τις αρτηρίες του κέντρου. Αυτή η εγκατάλειψη πλακώνει το στήθος και πονάει. Πόλη μου παρατημένη.

Τη Δευτέρα η πόλη ξυπνάει άλλη. Το πρωινό την ωθεί, της σταλάζει κουράγιο. Να όμως και η συμφόρηση: στα χαμηλά της Σόλωνος η αριστερή λωρίδα είναι μονίμως κατειλημμένη από σταθμευμένα οχήματα· λεωφορεία και γιώτα-χι ελίσσονται, αργοπορούν, εκνευρίζονται, το ποτάμι φρακάρει στο δέλτα αντί να ανοίγει. Στην Ακαδημίας τα φορτηγά ξεφορτώνουν μέρα μεσημέρι. Στο κέντρο δεν υπάρχει Τροχαία, ποτέ. Δεν χρειάζεται. Μόνο πάνοπλοι φρουροί.

Η Κομνηνών είναι όρυγμα σε πεδίο πολέμου, ο χειρότερος δρόμος των Αθηνών. Από την Αλεξάνδρας και μετά, σε όλα τα φανάρια που αργούν, άνθρωποι συνωστίζονται για μερικά δεκάλεπτα. Καποδιστρίου: Λεωφόρος της Επαιτείας και της Πρέζας. Αθόρυβα, ταπεινά πλησιάζουν τ’ ανοιχτά παράθυρα των οδηγών. Λέει: «Με τα πενήντα λεπτά, κύριε, συμπλήρωσα να πάρω τσιγάρα, είμαι εκατομμυριούχος, υγεία να ’χετε…». Ενας κούριερ ξεπεζεύει σοβαρός, ανοίγει το πορτ μπαγκάζ της βέσπας, στο εσωτερικό του καπακιού τρεις εικόνες προσεκτικά κολλημένες, η μεγάλη του Χριστού, οι μικρές των προστατών αγίων.

Στην Πειραιώς μια γυναίκα: «Ευλογημένος του Θεού να είσαι, καλό δρόμο, υγεία στην οικογένειά σου, όλες τις ευλογίες του Θεού, κύριε».

Η πόλη λειτουργεί μαγικά, με την εγκαρτέρηση των κατοίκων.

«Σήμερα είμαι άνθρωπος, σήμερα μπορώ να κλάψω». Η γυναίκα που προφέρει αυτά τα βαριά λόγια είναι επιζήσασα του γκέτο της Βαρσοβίας. Παρακολουθεί μια ταινία, με σκηνές από τον τόπο μαρτυρίου εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων, όσων πέθαναν από πείνα και επιδημίες, αφού πρώτα απανθρωπίστηκαν.

Η γυναίκα που μπορεί να κλάψει, ύστερα από 68 χρόνια, τον χρόνο της κινηματογράφησης ήταν κορίτσι δέκα ετών. Στα πεζοδρόμια του γκέτο περπατούσε πλάι σε πτώματα, δεν γυρνούσε ποτέ να τα κοιτάξει, γιατί φοβόταν μην έρθει η δική της σειρά. Τότε δεν μπορούσε να κλάψει. Τώρα είναι ευτυχισμένη που μπορεί.

«Το Γκέτο, μια ταινία που δεν έγινε ποτέ» (A Film Unfinished)) είναι ένα συνταρακτικό ντοκυμαντέρ, γυρισμένο το 2010 από τη σκηνοθέτρια Yael Hersonski, με βάση το κινηματογραφικό υλικό που είχαν γυρίσει γερμανικά συνεργεία, τον Μάιο του 1942. Τριάντα μέρες γυρισμάτων, 62 λεπτά αμοντάριστων πλάνων που βρέθηκαν το 1998· στα κουτιά υήρχε μόνο η λέξη «Das Ghetto».

Η κινηματογράφηση είχε γίνει, όπως πολλές άλλες, για να υπηρετήσει τη ναζιστική προπαγάνδα, μια τρομερή μηχανή κατασκευής αλήθειας και στερεοτύπων· η συγκεκριμένη φιλοδοξούσε, αφενός, να καταδείξει τα φυλετικά γνωρίσματα και τον χαρακτήρα των Εβραίων, αφετέρου, να δείξει ότι μέσα στο γκέτο επικρατούσαν ελευθερία και αφθονία, τέτοιες που οι πλούσιοι Εβραίοι καλοπερνούαν εις βάρος των φτωχών συμπατριωτών τους. Η προπαγανδιστική μηχανή έστησε σκηνές πλούσιων γευμάτων σε εστιατόρια, χορούς, έστησε συγκεντρώσεις, λαμπρές κηδείες. Στο αμοντάριστο υλικό όμως υπήρχε και η άλλη όψη του γκέτο: ο λιμός, η εξαθλίωση, ο απανθρωπισμός, ο θάνατος, τα πτώματα στους δρόμους, οι ομαδικοί τάφοι. Λίγο μετά την αναχώρηση του συνεργείου, τον Ιούλιο, άρχισε η Τελική Λύση στο γκέτο, η μεταφορά και εξόντωση 300.000 ανθρώπων στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα.

Τρία νήματα σκέψης από το ντοκυμαντέρ. Ενα, η διαδικασία απανθρωπισμού, όπως εξελίσσεται σε συνθήκες κράτησης και στέρησης. Η στέρηση δεν είναι μόνο υλική, δεν είναι μόνο καταδίκη σε αργό θάνατο, είναι ταυτοχρόνως στέρηση της ελευθερίας, που συνδυασμένα και σταδιακά γίνεται έλλειψη ενδιαφέροντος για τον κοινωνικό βίο, έλλειψη συμπόνιας, έλλειψη αξιοπρέπειας, έλλειψη ενδιαφέροντος για τη ζωή. Οι άνθρωποι στο γκέτο, άπαξ και περνούσαν ένα κρίσιμο κατώφλι, βυθίζονταν στην απάθεια, περίμεναν απλώς να πεθάνουν. Αυτό μας το έχει μεταδώσει με μοναδικό τρόπο στον 20ό αιώνα, ο σπουδαίος Πρίμο Λέβι, αυτός που γλύτωσε από το Αουσβιτς, για να γίνει μάρτυρας της ανθρώπινης κατάστασης στα άκρα. Ο Λέβι έγραψε: «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος». Η επιζήσασα, που βλέπει στο ντοκυμαντέρ τους απαθείς και τους σωρούς πτώματων, λέει το ίδιο: «Σήμερα είμαι άνθρωπος, σήμερα μπορώ να κλάψω. Είμαι ευτυχισμένη που μπορώ να κλάψω, που είμαι άνθρωπος».

Δεύτερο νήμα: Η προπαγάνδα. Η συστηματική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων, εξαιτίας φυλετικού μίσους, είναι η πιο φανερή όψη του ναζισμού, η μηχανή ολέθρου που εξορκίζεται. Η προπαγάνδα είναι η άλλη μεγάλη μηχανή, αυτή που κατασκευάζει κόσμο, κατασκευάζει αλήθεια, πραγματικότητα, συνεδήσεις· αυτή η μηχανή δεν εξορκίζεται. Αντιθέτως, τα εργαλεία και οι τρόποι της χρησιμοποιούνται πάντα, και τώρα, από πολλούς, με πολλούς τρόπους, για πολιτικούς ή εμπορικούς σκοπούς. Η ταινία «Das Ghetto» τρομάζει όχι μόνο με την περιέχουσα φρίκη, αλλά με τη μέθοδο και με τον σκοπό της: να ξαναγράψει την ιστορία.

Τρίτο νήμα. Απέναντι στην προπαγάνδα της ναζιστικής παρα-τεκμηρίωσης, στέκεται η ανθρωπινότητα δια της μνήμης. Οσο οι Γερμανοί ναζί κατασκεύαζαν τη δική τους ιστορία φυλετικού μίσους και εξολόθρευσης στο Γκέτο, καταρτίζοντας αρχεία και τεκμήρια, ο Ανταμ Ρίνγκελμπλουμ κατέγραφε την ζώσα ιστορία. Ο Πολοωνοεβραίος ιστορικός συνέλαβε το σχέδιο «Χαρά του Σαββάτου», κατά το οποίο δάσκαλοι, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, επιστήμονες, έγραφαν λεπτομερώς και συνέλεγαν ντοκουμέντα γύρω από οτιδήποτε συνέβη στη Βαρσοβία από την αρχή έως την καταστροφή του γκέτο. Το σώμα των μαρτυριών μπήκε σε τρία κάνιστρα γάλακτος και δέκα μεταλικά κουτιά και κατεκρύβη στα θεμέλια του γκέτο. Ολα, πλην ενός, βρέθηκαν, αποδίδοντας 30.000 φύλλα μαρτυριών, μνήμης, ιστορίας. Ο ορισμός του ζώντος αρχείου.

Τι είναι ιστορία; Ο νικητής εξολοθρευτής έγραφε τη δική του, με κινηματογραφικές υπερπαραγωγές, με καταλόγους παπουτσιών και τιμαλφών στα λάγκερ. Το θύμα, ο κυριαρχούμενος, ο ηττημένος, έφτιαξε το δικό του αρχείο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων. Αν υπάρχει μια νίκη για την ανθρωπινότητα, είναι αυτή: το αρχείο των θυμάτων μάς επιτρέπει να μπορούμε να κλαίμε.

H συνάντηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλ. Τσίπρα με τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γ. Στουρνάρα στέλνει ωφέλιμο μήνυμα προς την κοινωνία, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της συζήτησης. Το μήνυμα είναι ότι οι πολιτειακοί παράγοντες, εκλεγμένοι και διορισμένοι, συνομιλούν, ενημερώνονται αμοιβαία, ανταλάσσουν απόψεις και σχέδια, διαπιστώνουν διαφορές θέσεων αλλά και δυνητικά σημεία σύνθεσης. Αλλωστε, καθήκον αμφοτέρων, διακηρυγμένο τουλάχιστον, είναι η ανόρθωση της χώρας, χωρίς προσωπικά ή φατριαστικά φίλτρα. Δεν καλούνται να ταυτιστούν πολιτικά ή ιδεολογικά, αλλά είναι υποχρεωμένοι να βρουν έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, λειτουργικό για την κοινωνία και το δημοκρατικό κράτος.

Για να το δούμε και απέξω: Οι ξένοι βλέπουν την Ελλάδα ενιαία, σαν μια πολιτική συνέχεια, ένα ενιαίο πολιτικό σύστημα, ανεξαρτήτως χρώματος της κυβέρνησης. Φυσικά δεν είναι ίδιες όλες οι κυβερνήσεις, διαφέρουν ιδεολογικά και πολιτικά, αλλά στις σχέσεις και τις διαπραγματεύσεις με τον ξένο παράγοντα, κάθε κυβέρνηση εκπροσωπεί το κοινωνικό όλον, διαχειρίζεται εθνικά συμφέροντα σε ιστορική προοπτική, δεν εκπροσωπεί συμφέροντα προσώπων ή ομάδων ― τουλάχιστον τυπικά. Αλλά στο σημείο που έχει φτάσει η χώρα, το τυπικό πρέπει να είναι και ουσιαστικό, διαρκώς και συνεκτικά.

Ας το δούμε από μέσα: κοινή η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο ανόρθωσης, ολοκληρωμένο και συγκροτημένο. Υπάρχουν προσχέδια, φωτοβολίδες, μονότονη επίκληση ταριχευμένων εννοιών: ανταγωνιστικότητα, νέες τεχνολογίες, νέα επιχειρηματικότητα, start up. Στην προχθεσινή έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής περιγράφεται ωμά: «Δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί ένα εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον μνημόνιο που τελειώνει το 2014. Οσα έχουν αναγγελθεί έως τώρα για ένα τέτοιο σχέδιο επαναλαμβάνουν γενικούς στόχους (ανταγωνιστικότητας, εξωστρέφειας κ.λπ.) χωρίς να συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα, χρονοδιαγράμματα, αιτιολογήσεις. […] Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί από την πλευρά τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ζήτημα του τέλους του μνημονίου. Με τον τρόπο που τίθεται το θέμα δίνεται η εντύπωση ότι από το 2015 η ελληνική οικονομική πολιτική δεν θα υπόκειται σε κάποιες δεσμεύσεις, προκαλούνται ανεδαφικές προσδοκίες για ικανοποίηση πάσης φύσεως απαιτήσεων και τροφοδοτείται η εντύπωση πως ό,τι έγινε ως τώρα ήταν λάθος».

Σχετικά με τα παραπάνω είναι όσα οξυδερκώς έγραψε την περασμένη Δευτέρα στους Financial Times ο αρθρογράφος Tony Barber: «Aυτό που έχει σημασία για την Ελλάδα δεν είναι εάν θα παραμείνει στην κυβέρνηση ο κ. Σαμαράς ή εάν θα τον αντικαταστήσει ο κ. Τσίπρας. Είναι το εάν η πενταετία κακουχιών και υποταγής στην τρόικα οδήγησε στον εκσυγχρονισμό της πολιτικής κουλτούρας και της στάσης του κόσμου προς το κράτος». Ο Τ. Barber φαίνεται ότι γνωρίζει σε βάθος τα ελληνικά πράγματα· κορυφώνει τον συλλογισμό του πικρόχολα: «Οι πελατειακές σχέσεις και ο εγωισμός των οικονομικά ισχυρών επιβίωσαν από όλα τα δεινά του 20ού αιώνα ― δύο παγκόσμιους πολέμους, ξένη κατοχή, εμφύλιο πόλεμο και χούντα. Μην απορείτε εάν επιβιώσουν και από την τρόικα, αφού φύγουν οι τελευταίοι ξένοι ηγεμόνες της χώρας.»

Η Ελλάδα θα επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί τα επόμενα χρόνια σε ευρωπαϊκό περιβάλλον στάσιμο ή και υφεσιακό. Η ανασυγκρότηση άρα θα είναι διπλά δύσκολη, εφόσον οι υφιστάμενοι δεσμοί με το ατελές ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα είναι πολλαπλοί και ζωτικοί. Πιθανολογείται βάσιμα ότι η πολιτική της άκαμπτης λιτότητας θα αλλάξει, προς το καλύτερο. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη από τώρα, για να επωφεληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Γι’ αυτό επείγουν ο εθνικός σχεδιασμός και η ομαλή δημοκρατική συνέχεια.

Τα αποτελέσματα των δοκιμασιών (stress tests) των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών, που διεξήγαγαν οι ΕΒΑ και ΕCB, παρουσιάζονται σαν μισογεμάτο ή μισοάδειο ποτήρι. Λόγου χάριν, διεθνή Μέσα και αναλυτές κάνουν λόγο για έντεχνο μακιγιάζ της πραγματικής κατάστασης των ευρωπαϊκών τραπεζών. Στην περίπτωση των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών που εξετάστηκαν, η συμβατική ανάγνωση των ξένων Μέσων είναι ότι τρεις τράπεζες δεν πέρασαν το στατικό σενάριο και ότι θα απαιτηθούν συνολικά περίπου 8,7 δισ. ευρώ πρόσθετα κεφάλαια, ενώ μία τράπεζα, η Eurobank, απέτυχε και στο δυναμικό σενάριο και μετά τη σχεδιαζόμενη κεφαλαιακή ενίσχυση.

Απεναντίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε: Με βάση την υπόθεση στατικού ισολογισμού, η Εθνική και η Eurobank παρουσιάζουν υστέρηση κεφαλαίων, λαμβάνοντας υπόψη τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποίησαν το 2014. Ωστόσο, όπως αναφέρει η Συγκεντρωτική Εκθεση της Συνολικής Αξιολόγησης, βάσει του δυναμικού ισολογισμού, μία τράπεζα (Εθνική) δεν παρουσιάζει υστέρηση κεφαλαίων και ακόμη μία (Eurobank) στην ουσία δεν παρουσιάζει κεφαλαιακή υστέρηση. Σημειώνεται ότι από 3ης Νοεμβρίου οι τέσσερις συστημικές τράπεζες περνούν στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ.

Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Οι συστημικές τράπεζες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί με περίπου 27,5 δισ. ευρώ απευθείας από το ελληνικό Δημόσιο, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. (Από το 2009, το τραπεζικό σύστημα έχει ενισχυθεί από το Δημόσιο με ροές 46,7 δισ. και εγγυήσεις 158 δισ. ευρώ.) Εν τω μεταξύ, με την είσοδο ιδιωτών επενδυτών στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, η συμμετοχή του ΤΧΣ στις τράπεζες μειώνεται διαρκώς ως μετοχικό ποσοστό, εφόσον αυτό δεν λαμβάνει μέρος στις αυξήσεις. Αλλά μειώνεται και ως αξία: στο τελευταίο κλείσιμο του Χρηματιστηρίου, η αξία ήταν 18,5 δισ., ενώ πριν από επτά μήνες ήταν 25 δισ.

Το μίνι κραχ της προπερασμένης εβδομάδος απομείωσε το ελληνικό Χρηματιστήριο κατά περίπου 8 δισ., απώλεια η οποία εν τω μεταξύ ανακτάται βαθμιαία. Η μίνι θύελλα εντάθηκε εν μέρει όταν σημειώθηκαν μαζικές πωλήσεις τραπεζικών μετοχών και warrants, σε τιμές που θεωρούνται φουσκωμένες, σε σχέση με την εικόνα που έχουμε τώρα για τις τράπεζες. Οι πωλήσεις πυροδότησαν πανικό, με περαιτέρω πωλήσεις σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Είναι πιθανόν αυτοί που ξεφόρτωσαν τραπεζικούς τίτλους να υπέθεταν βάσιμα ότι μετά τα stress tests θα απαιτείτο περαιτέρω κεφαλαιακή ενίσχυση, η οποία θα εξανέμιζε τις θέσεις των υπαρχόντων μετόχων.

Σε κάθε περίπτωση, στις αναμενόμενες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου θα αρχίσει να διαφαίνεται και το ποιος ελέγχει τις τράπεζες. Αγνωστο παραμένει τι θα πράξει το ΤΧΣ με τις μετοχές που κατέχει. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Τράπεζα της Ελλάδος, εποπτεύουσα του ΤΧΣ, σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις προειρηθείσες αξίες από τραπεζικές μετοχές, μαζί με το υπόλοιπο των 11,4 δισ. (το «μαξιλάρι»), σαν μαγιά για την πιστωτική γραμμή στη μεταμνημονιακή εποχή. Σε περίπτωση που αρνηθούν η ΕΚΤ και ο ESM τέτοια χρήση του «μαξιλαριού», όπως ήδη έχουν διαμηνύσει, τότε ίσως πωληθούν οι μετοχές του ΤΧΣ σε ιδιώτες, για να καταγράψει έσοδα το Δημόσιο.

Ερωτήματα: Πρώτον, θα καταφέρει το ΤΧΣ να πάρει πίσω, και σε ποιο χρόνο, τα κεφάλαια που έβαλε στις τράπεζες για τη διάσωσή τους; Δεύτερον, ποιοι θα ελέγχουν τις τράπεζες και με ποιο τίμημα θα τις έχουν αποκτήσει; Τρίτον, ίσως το σημαντικότερο: Πότε και πώς οι διασωθείσες με κρατικό χρήμα τράπεζες θα γίνουν μοχλοί ανάπτυξης, προσφέροντας ρευστότητα στην πραγματική οικονομία;

Π​​ριν από μερικές ημέρες ένα βράδυ έτυχε να παρακολουθήσω από το κανάλι της Βουλής ένα ντοκιμαντέρ για την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε, στην Κρήτη, την 26η Απριλίου 1944. Το ιστορικό γεγονός είναι γνωστό, έχουν δημοσιευθεί βιβλία, άρθρα, συνεντεύξεις και απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών. Η συγκεκριμένη ταινία, ωστόσο, προερχόμενη από το αρχείο της ΕΡΤ, γυρισμένη το 2003 από τον σκηνοθέτη Νίκο Παπαθανασίου, είχε ορισμένες αρετές που αιχμαλώτισαν την προσοχή μου πέρα από τα γεγονότα καθεαυτά, και με κράτησαν καθηλωμένο μπρος στην οθόνη να ρουφάω κάθε λεπτό.

Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ταινίας βασίζεται στην πηγαία, αδιαμεσολάβητη και ανόθευτη αφήγηση των ανθρώπων, των πρωταγωνιστών, κυρίως στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του τελευταίου επιζώντος αντάρτη, του Ηλία Αθανασάκη. Ενας λεβεντάνθρωπος Κρητικός, με το μουστάκι του, καλοστεκούμενος, που μαγνητίζει τον θεατή-ακροατή με την ευθύτητα, τη διαύγεια, τη σαφήνεια και την παραστατική δύναμη του λόγου του. Τίποτε δεν περίσσευε στην αφήγησή του, καμία ανούσια λεπτομέρεια, καμία περιαυτολογία· ακρίβεια χωρική και χρονική· κι όλη η εξιστόρηση τοποθετημένη στο ευρύτερο πλαίσιο, με δραματική κορύφωση στο φινάλε.

Ρέουσα γλώσσα, στέρεα ελληνικά, οικονομία και ακρίβεια λόγου που δείχνουν άνθρωπο που έχει ψηθεί μέσα στην Ιστορία, που έχει περάσει μέσα από πόλεμο, που έχει ζυμωθεί με τον κίνδυνο και τον θάνατο. Σαμποτέρ, κατάσκοπος, αντάρτης, πατριώτης, μαχητής της ελευθερίας. Ο οποίος κατόπιν πολέμησε με τον τρόπο του στον ειρηνικό βίο. Ενας ιστορικός άνθρωπος λοιπόν, μορφωμένος, πεπαιδευμένος μες στη ζωή, από τη ζωή.

Αναπόφευκτα, σύγκρινα αυτόν τον άνθρωπο με τους σημερινούς, τους ανθρώπους της ειρήνης και της έως πρόσφατα ευημερίας: πώς μιλούν και πώς αφηγούνται μπροστά σε μια κάμερα. Θραυσμένα, άτακτα, ανούσια, ναρκισσιστικά. Η σύγκριση είναι συντριπτική.

Προς το τέλος, προστέθηκε η αφήγηση ενός άλλου επιζώντος, του Γιώργου Χαροκόπου, συνδέσμου στην τελική φάση της απαγωγής, στη διαφυγή με βρετανική τορπιλάκατο από τον όρμο Ροδάκινο στο αιγυπτιακό λιμάνι Μάρσα Ματρούχ. Με ανάλογη ενάργεια ο Χαροκόπος πρόσθεσε ανθρώπινες, προσωπικές πινελιές: Αφησαν τα ρούχα και τα παπούτσια τους για να επιβιβαστούν στη βάρκα, κι αυτά θα τα έπαιρναν άλλοι μαχητές πίσω τους, ανυπόδετοι και στερημένοι. Πώς έφτασαν με τις γενειάδες και τα πουκάμισα στην Αίγυπτο, όπου τους έντυσαν και τους παρέθεσαν δείπνο. Τι θυμόταν από το επινίκιο δείπνο; Το άσπρο ψωμί, που είχε να το δει τρία-τέσσερα χρόνια και το σταυροκόπημα ενός Ρώσου συμπολεμιστή, πριν από το φαγητό, μαζί με την ευχή «Κριστός ανέστη». Στη χώρα του κομμουνισμού είχε χριστιανούς…

Είπαμε πριν για τη δραματική κορύφωση του Ηλία Αθανασάκη. Ο νικητής των Γερμανών, ο απαγωγέας του στρατηγού, μετά την άφιξή του στην Αίγυπτο, φυλακίστηκε στο Κάιρο. Είχε ξεσπάσει εν τω μεταξύ το κίνημα του Ναυτικού στη Μέση Ανατολή. Μάταια φώναζε να του φέρουν τον αρχηγό της απαγωγής, τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, να βεβαιώσει ποιος ήταν. Ο Αθανασάκης ήταν ο επικεφαλής πληροφοριών στα Χανιά.

Ο μαχητής, που είχε πολεμήσει τον κατακτητή και τον είχε νικήσει, βρίσκεται αντιμέτωπος με την άλλη όψη της ιστορίας, τη διόλου ηρωική. Αντιμέτωπος με τη μικροψυχία, τη γραφειοκρατία, την καχυποψία, τον εμφύλιο σπαραγμό. Μετά τον πόλεμο, ο αγώνας του δεν αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος, ως στρατιωτική υπηρεσία, διότι ανήκε στο συμμαχικό στρατηγείο… Κι όταν μια κλήση, για να παραστεί ως βασικός μάρτυρας σε δίκη δωσίλογου, δεν φτάνει ποτέ στα χέρια του, τιμωρείται με βίαιη προσαγωγή και δύο χρόνια φυλάκιση· οδηγείται σιδηροδέσμιος από την Αθήνα στην Κρήτη. Ο τόνος της φωνής ανεβαίνει, «πώς πληρώνουνε τους πατριώτες», η φωνή σπάει: «Αυτή ήτονε η απολαβή μου». Σηκώνει το χέρι, δείχνει με το δάχτυλο – την πατρίδα, την Ιστορία; Freeze frame. Η ταινία τελειώνει, ανοιχτή σε όλες τις σκέψεις, όλα τα συμπεράσματα, με τον τρόπο του Θουκυδίδη.

Η ιστορία του Ηλία Αθανασάκη συνοψίζει με τον τρόπο της μια δραματική περίοδο, που επεφύλαξε στιγμές δόξας, τιμής, πείνας, θανάτου και σπαραγμού, από την 28η Οκτωβρίου 1940 έως το τέλος του Εμφυλίου, μια δεκαετία. Με όλα τα δεινά, ήταν μια περίοδος που γαλβάνισε όλο τον ελληνικό λαό, τον έκανε ιστορικό, τον έκανε μαχητή. Προσεγγίζοντας τα τεκμήρια και τις προφορικές αφηγήσεις, δεν ανασυστήνουμε μόνο το παρελθόν, προσεγγίζουμε το παρόν. Μαθαίνουμε να συλλογιζόμαστε συνθετικά και δημιουργικά, δηλαδή συνετά αλλά και θαρρετά, αντίκρυ στις ενδεχομενικότητες, στους δρόμους και στις τροπές της Ιστορίας. Πάντα ζούμε σε μεταίχμιο, με ανατροπές και γυρίσματα, πολύ περισσότερο τώρα.

Καθώς έπεφταν οι τίτλοι τέλους στο ντοκιμαντέρ, και είδα το σήμα της ΕΡΤ, σκέφτηκα ότι αυτή η ταινία είναι ελάχιστο μέρος, πολύτιμο, ενός οπτικοακουστικού αρχείου του νεότερου ελληνισμού. Το 2014, παραμονές της επετείου του ΟΧΙ, έβλεπα μια ταινία του 2003, ήδη παλιά, με φωτογραφικά και έντυπα τεκμήρια, με ιστορική έρευνα, με προφορικές μαρτυρίες. Τότε έκαναν τέτοιες ταινίες. Από το καλοκαίρι του 2013 δεν παράγεται τίποτε, η ΕΡΤ δεν υπάρχει. Αναρωτιέμαι: Τι ντοκιμαντέρ, τι ταινίες θα αφήσουμε πίσω μας από το 2013-2014; Τι θα δούνε από μας οι μελλοντικοί Ελληνες θεατές; Τι τέχνη, τι στοχασμό, τι εικόνες παρήγαγαν οι Ελληνες της κρίσης; Σκέφτομαι ότι απ’ την παρούσα τηλεόραση θα απομείνουν πρωινάδικα και παραθυρο-καβγάδες, πεταμένα στο YouTube.

Η παρουσία τουρκικών πλοίων στα «οικόπεδα» υδρογονανθράκων της κυπριακής ΑΟΖ, στα νοτιοανατολικά της νήσου, συνιστά έργω αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Φυσικά κατά παράβασιν κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου· αλλά η Τουρκία δεν επικαλείται το δίκαιο, επικαλείται την ισχύ και τα συμφέροντά της. Συνεπής σε αυτή την πάγια στρατηγική, ο τωρινός πρωθυπουργός Αχμετ Νταβούτογλου επικαλείται άλλοτε τις συμφωνίες της Ζυρίχης, από τις οποίες ιδρύθηκε η ενιαία και κυρίαρχη Δημοκρατία της Κύπρου, και άλλοτε την ύπαρξη δύο κρατών, εννοώντας το ψευδοκράτος του Κατεχόμενου Βορρά, το οποίο ανακηρύχθηκε το 1983 παραβιάζοντας τις συμφωνίες της Ζυρίχης και τις αρχές του ΟΗΕ. Σκοπός της Τουρκίας προφανώς είναι η στρατιωτική παρουσία και η επικυριαρχία της στα κατεχόμενα και κατ’ επέκτασιν στη στρατηγική περιοχή της ΝΑ Μεσογείου.

H υπερθέρμανση στην Κύπρο, λίγο μετά το αδιέξοδο των συνομιλιών για εξεύρεση λύσης, συμβαίνει σε μια εξόχως θερμή συγκυρία για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία έχει καλλιεργήσει μεγάλες προσδοκίες και φιλοδοξίες για ηγεμονία στον μουσουλμανικό κόσμο, και έχει ανοίξει το στρατηγικό της παίγνιο σε πολλά πεδία ταυτοχρόνως: στην αποτροπή της εθνικής και κρατικής ολοκλήρωσης των Κούρδων, στην ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ, στην ηγεμονική επιβολή επί του Ισραήλ, αλλά και επί της ομόδοξης Αιγύπτου, στον υπόγειο ανταγωνισμό με το σιιτικό Ιράν. Τέλος, επιδιώκει ως περιφερειακή δύναμη μια ιδιότυπη σχέση με τις μεγάλες δυνάμεις, ιδίως με τις ΗΠΑ, αλλά και με την Ευρώπη και τη Ρωσία.

Η Τουρκία είναι «ανοιχτή» σε πολλά πεδία, προσδοκώντας κέρδη από όλα. Αυτό μπορεί όμως να αποβεί και αχίλλειος πτέρνα του νεο-οθωμανικού δόγματος. Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίση, βαθιά κρίση. Η οικονομική της εξουθένωση όμως δεν πρέπει να την οδηγήσει σε γεωπολιτική υποβάθμιση, διότι η οικονομία ανακάμπτει ανά ιστορικούς κύκλους, η κυριαρχία και ο χώρος δεν ανακτώνται αναλόγως.

Ως εκ τούτου επείγει η Αθήνα να συμπαρασταθεί στη Λευκωσία, κατά την υπεράσπιση του ζωτικού της χώρου, στον οποίο ασφαλώς συμπεριλαμβάνεται η ΑΟΖ και οι υποκείμενοι υδρογονάνθρακες. Αλλωστε αν τα ενεργειακά κοιτάσματα αποδειχθούν για την Κύπρο γεωπολιτική ευλογία ή κατάρα, αυτό θα σηματοδοτήσει εν πολλοίς και το μέλλον των ελλαδικών κοιτασμάτων. Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται ότι οι πολυμερείς συμφωνίες Κύπρου και Ελλάδος με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τον Λίβανο έχουν μεγάλη αξία, τέτοια που πυροδότησε την τουρκική προκλητικότητα. Εχει σημασία επίσης να δούμε τις διεθνείς αντιδράσεις: Η Βρετανία, πρώτη, απέτρεψε μια άμεση παρέμβαση της Ε.Ε., ακολουθούμενη από τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Ας μη λησμονούμε άλλωστε ότι βάσει του Σχεδίου Ανάν, η Βρετανία δια των βάσεών της, θα εδικαιούτο ΑΟΖ νοτίως της νήσου. Σε πρώτο χρόνο άρα, η Κύπρος μένει ακάλυπτη από την ευρωπαϊκή της οικογένεια, προς το παρόν τουλάχιστον. Αντιθέτως, κινούνται προς υποστήριξή της, και των δικών τους ζωτικών συμφερόντων ασφαλώς, το Ισραήλ και η Ρωσία.

Εχει σημασία να χρησιμοποιηθούν όλα τα διπλωματικά και νομικά όπλα, από την Κύπρο και την Ελλάδα, για να καταγγείλουν και να ανασχέσουν την επιθετικότητα της Τουρκίας. Ωστόσο θα πρέπει να υπολογίζουμε ότι μεγαλύτερη σημασία έχουν οι συνδυασμένες κινήσεις που, πρωτίστως και κυρίως, θα αποτρέπουν τη δημιουργία τετελεσμένων, και σε δεύτερο χρόνο θα δημιουργούν τις προϋποθέσεις, μέσω συμμαχιών και ισορροπιών, για ευνοϊκότερη τοποθέτηση του ελληνισμού στο ρευστό και κινδυνώδες μωσαϊκό της ΝΑ Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Αυτή η διπλωματική και ιστορική συνέχεια πρέπει να είναι πρώτο μέλημα τόσο της παρούσας όσο και κάθε μέλλουσας κυβέρνησης.

Η είσοδος μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα έχει απασχολήσει με πολλούς τρόπους την ελληνική κοινωνία και την πολιτική διοίκηση, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, πλην, τις περισσότερες φορές, ατελέσφορα. Στις προσεγγίσεις συχνά περίσσευαν η προχειρότητα και οι βραχυπρόθεσμες διευθετήσεις, μαζί με συγκάλυψη των πραγματικών διαστάσεων του προβλήματος. Συχνά επίσης το μεταναστευτικό έγινε πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης και χειρισμού φοβιών. Ελλειψε η ολοκληρωμένη μελέτη και ένα σχέδιο διαχείρισης με συνοχή, διάρκεια και προσαρμοστικότητα.

Μόνο μετά το 2010, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και τη δοαφοροποιημένη ροή, έχουμε μια πρώτη απόπειρα ολοκληρωμένης πολιτικής: αυστηρός έλεγχος των συνόρων, οργανωμένα κέντρα κράτησης και επαναπατρισμός, εθελούσιος και υποβοηθούμενος ή αναγκαστικός. Σε αυτή τη στροφή συνέβαλε η αύξηση της κοινοτικής χρηματοδότησης, για υποδομές και νέες λειτουργίες.

Για πρώτη φορά από τότε, μια πρωτότυπη έρευνα αξιολογεί τις εφαρμοσθείσες πρακτικές, δίνοντας έμφαση στην κοστολόγηση και στην αποτελεσματικότητα. Πρόκειται για το άρτι ολοκληρωθέν Σχέδιο Μίδας (Midas Project), των ερευνητριών του ΕΛΙΑΜΕΠ κ. Αννας Τριανταφυλλίδου, Αγγελικής Δημητριάδη και Δανάης Αγγελή, το οποίο θα παρουσιαστεί δημοσίως στις 30 του μηνός, στο Impact Hub, στου Ψυρρή. Ουσιαστικά πρόκειται για το πρώτο εργαλείο-μόνιτορ πάνω στην ασκηθείσα μεταναστευτική πολιτική του διαστήματος 2008-2013, με σύνδεση κόστους-αποτελέσματος.

Πολλά τα ενδιαφέροντα ευρήματα και οι παρατηρήσεις των ερευνητριών. To πιο ενδιαφέρον είναι το συμπέρασμα: η παρατεταμένη κράτηση, σε χώρους όπως το στρατόπεδο της Αμυγδαλέζας, εκτός από αντιανθρώπινη και συχνά παράνομη, είναι και μάταιη, είναι αναποτελεσματική και πανάκριβη. Το κόστος της Αμυγδαλέζας υπολογίζεται σε 10,5 εκατομμύρια ετησίως. Σε σύγκριση, η Ελλάδα το διάστημα 2008-2013 απορρόφησε από την Ε.Ε. (Ταμείο Επαναπατρισμών) 130 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων μόνο το 50% διατέθηκε για επαναπατρισμό. Το 32% διατέθηκε για τις εγκαταστάσεις κράτησης. Συνολικά, κατά τη συγκεκριμένη πενταετία, η Ελλάδα διέθεσε μισό δισεκατομμύριο ευρώ για συνοριακή επιτήρηση (61%), χορήγηση ασύλου (10%) και επαναπατρισμό (29%). Ο έλεγχος του Αιγαίου είναι το πιο δαπανηρό πεδίο: 76 εκατομμύρια ευρώ το 2014, 62,3 εκατ. το 2013, σύμφωνα με το υπουργείο Ναυτιλίας.

Η αχίλλειος πτέρνα της τρέχουσας πολιτικής είναι η κράτηση, κι αυτό πέραν των αιτιάσεων για τις άθλιες συνθήκες και τον συνήθως παράλογο χρόνο κράτησης. Σύμφωνα με την έρευνα, κάθε κρατούμενος κοστίζει 16 ευρώ ημερησίως· για τους περίπου 5.000 κρατούμενους σήμερα, το κόστος είναι 28,7 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Η πρόβλεψη είναι για 7.500 κρατούμενους, με κόστος 43,2 εκατ., σχεδόν όσος όλος ο προϋπολογισμός του 2013 για κράτηση και επαναπατρισμό.

Σε αντιπαραβολή, το κόστος επαναπατρισμού είναι 1.240 ευρώ ανά άτομο. Απαξ. Ο ναύλος σε αεροσκάφος της γραμμής είναι 404 ευρώ, με συνήθεις προορισμούς Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Αφγανιστάν, Ιράκ, Κίνα. Στο κόστος οικειοθελούς επαναπατρισμού περιλαμβάνεται χρηματικό βοήθημα 400 ευρώ. Πολλοί οικονομικοί μετανάστες δέχονται να επιστρέψουν εθελοντικά. Οι προερχόμενοι από εμπόλεμες ζώνες (Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Ερυθραία) αρνούνται φυσικά· αλλά αυτοί πρέπει να θεωρούνται πρόσφυγες πολέμου. Η ροή από τις εμπόλεμες ζώνες αναμένεται να ενισχυθεί, χωρίς εύκολες λύσεις. Μόνο η συντονισμένη και μοιραζόμενη ευθύνη των χωρών της Ε.Ε. μπορεί να βοηθήσει.

Ευλόγως, προτείνεται να ενισχυθούν οι εργασίες αναγνώρισης και ταυτοποίησης κατά την είσοδο, η παροχή βοήθειας και η όσο το δυνατόν συντομότερη επιστροφή των μεταναστών στις πατρίδες τους. Η κράτηση γεννά περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει ― η παροδική ενίσχυση της μικροοικονομίας που προκαλούν δεν πρέπει να επηρεάζει τη μακρόπνοη πολιτική.

Twitting

  • Νταήδες του γλυκού νερού επιτέθηκαν στον Γιάνη #Βαρουφάκης στα Εξάρχεια. Για τους νταήδες, στόχος είναι όποιος κυκλ… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Eξέλιξη ιστορικής σημασίας. Ο Global South αναδατάσσεται εκτός αγγλοσαξωνικού-ευρωπαϊκού άξονα. Η Κίνα σε ηγεμονικό… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Η ΝΥΧΤΑ ΔΕΡΝΕΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ Ο τουρισμός υπεράνω κράτους δικαίου. Η Μύκονος εκτός Συντάγματος. Η Ελλάδα μαφιο-μπανανία.… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • Η ΜΠΑΝΑΝΙΑ ΤΩΝ ΜΕΝΟΥΜ' ΕΥΡΩΠΗ Η αντιδραστική Παλινόρθωση της Νεοδεξιάς πέτυχε. Ερείπια το κοινωνικό κράτος, κουρέλι… twitter.com/i/web/status/1… 2 weeks ago
  • https://t.co/8DQHFkaqGo 3 weeks ago
  • Ο Πρίαμος πήγε ικέτης για τ' απομεινάρι του Έκτορα, και ο Αχιλλέας τον σεβάστηκε. Οι μισάνθρωποι δεν σέβονται ούτε… twitter.com/i/web/status/1… 3 weeks ago

ποστμαστερ

mail-3.gif

not only

keimena.gif

αρχειο

Blog Stats

  • 1.025.159 hits
Αρέσει σε %d bloggers: