You are currently browsing the category archive for the ‘Ελλάδα’ category.
Πώς νιώθεις που τώρα δεν δημοσιογραφείς; Με ρώτησαν πρόσφατα.
Χωρίς να το σκεφτώ, απάντησα χωρίς δισταγμό: «Για πρώτη φορά φοβάμαι τους δημοσιογράφους, τι θα γράψουν για μένα. Και για πρώτη φορά δεν το παίρνω κατάκαρδα όταν γράφουν κάτι αρνητικό για μένα. Ο πραγματισμός της πρακτικής πολιτικής διασκεδάζει τον ναρκισσισμό».
Κατόπιν σκέφτηκα πόσες φορές βρέθηκα σε δίκες για αδικήματα τύπου. Πολλές. Πολλές φορές μάρτυρας υπεράσπισης σε ποινικά και αστικά δικαστήρια. Θυμάμαι μια ποινική δίκη, όπου ήμουν μάρτυρας, με κατηγορούμενο τον Αριστείδη Μπαλτά, όταν αρθρογράφησε στην Καθημερινή υπέρ του Στέφανου Τραχανά των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης και εναντίον των απηνών διωκτών του, όταν απεκάλυψε το φαύλο κύκλωμα των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων. Ο Αριστείδης αθωώθηκε με 3-2 ψήφους, οριακά.
Κατηγορούμενος «τύπου» βρέθηκα δύο φορές. Μία φορά για συκοφαντική δυσφήμιση, προ 25ετίας, για ρεπορτάζ μου στον Ταχυδρόμο. Επετεύχθη συμβιβασμός έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου. Δεύτερη φορά κατηγορούμενος το 1994, για άσεμνα δημοσιεύματα, ως εκδότης της εφημερίδας Μυκονιάτικη. Τα «άσεμνα» ήταν σκωπτικά-ερωτικά δημοτικά τραγούδια παρελθόντων αιώνων… Είχαμε συνήγορο τότε τους αείμνηστους Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγκάκη και Μάκη Φρέρη, παρουσιαστήκαμε στην αίθουσα Καϊρη του μεγάρου Τσίλερ στην Ερμούπολη, αλλά δυστυχώς η δίκη δεν διεξήχθη, διότι το αδίκημα τύπου είχε εν τω μεταξύ παραγραφεί.
Δύο φορές κατηγορούμενος λοιπόν, για αδικήματα τύπου, ενώπιον ποινικών δικαστηρίων. Αγωγή δεν «έφαγα» ποτέ. Σκέφτομαι όμως ότι στις πλείστες των περιπτώσεων, οι μηνύσεις και οι αγωγές για δημοσιεύματα, δεν είναι παραγωγικές, ούτε ιδιαίτερα παιδαγωγικές. Πολύ συχνά, σχεδόν πάντα, η διαμάχη μπορεί να λυθεί με επανόρθωση ή εξωδικαστική διευθέτηση ή ακόμη καλύτερα με ανταλλαγή επιχειρημάτων.
Θυμήθηκα τα τραβήγματά μου στα ποινικά, γιατί βλέπω ότι οι αγωγές πέφτουν βροχή. Και βρέχονται όλοι, βρεχόμαστε όλοι εντέλει, κι είναι κρίμα.
Ενώπιον των κεντρικών τραπεζιτών της Ευρώπης, στη Λουκέρνη, τον περασμένο Ιούνιο, ο διαπρεπής καθηγητής του Χάρβαρντ Benjamin Friedman περιγράφει το αδιέξοδο της Ευρώπης και υπενθυμίζει την ιστορία διαγραφών χρέους υπέρ της Γερμανίας στον 20ό αιώνα.
(Στο λινκ, το πλήρες κείμενο της ομιλίας του, από τον ιστότοπο της Bank of International Settlements)
A debt to history?
Tης Gillian Tett
Financial Times, 16.01.2015
As the crucial election looms in Greece later this month, newspapers have been full of pictures of demonstrations (or riots) in Athens. But there is another image hovering in my mind: an elegant dining hall on the shores of Lake Lucerne in Switzerland.
Last summer I found myself in that spot for a conference, having dinner with a collection of central bank governors. It was a gracious, majestic affair, peppered with high-minded conversation. And as coffee was served, in bone-china crockery (of course), Benjamin Friedman, the esteemed economic historian, stood up to give an after-dinner address.
The mandarins settled comfortably into their chairs, expecting a soothing intellectual discourse on esoteric monetary policy. But Friedman lobbed a grenade.
“We meet at an unsettled time in the economic and political trajectory of many parts of the world, Europe certainly included,” he began in a strikingly flat monotone (I quote from the version of his speech that is now posted online, since I wasn’t allowed to take notes then.) Carefully, he explained that he intended to read his speech from a script, verbatim, to ensure that he got every single word correct. Uneasily, the audience sat up.
For a couple of minutes Friedman then offered a brief review of western financial history, highlighting the unprecedented nature of Europe’s single currency experiment, and offering a description of sovereign and local government defaults in the 20th century. Then, with an edge to his voice, Friedman pointed out that one of the great beneficiaries of debt forgiveness throughout the last century was Germany: on multiple occasions (1924, 1929, 1932 and 1953), the western allies had restructured German debt.
So why couldn’t Germany do the same for others? “There is ample precedent within Europe for both debt relief and debt restructuring . . . There is no economic ground for Germany to be the only European country in modern times to be granted official debt relief on a massive scale and certainly no moral ground either.
“The supposed ability of today’s most heavily indebted European countries to reduce their obligations over time, even in relation to the scale of their economies, is likely yet another fiction,” he continued, warning of political unrest if this situation continued.
There was a frozen silence. Indeed, the room was so stunned that when the conference organisers asked for questions, barely anyone moved. Friedman did not name Greece in particular. But everyone knew what he meant. And while central bankers are normally a genteel, collegiate breed who go to great lengths to avoid causing any offence to each other, Friedman had exposed a deep divide.
To many of the Germans and representatives of other northern European nations present that night, it seemed outrageous — if not immoral — for anyone to suggest that Greece’s debts be written off. After all, they muttered over their coffee, Athens was mired in years of corruption and bureaucratic incompetence, if not fraud. “How can you forgive debt when a country has a retirement age of 50?” one official observed.
Officials from Europe’s periphery nations were even more indignant. To them, Germany faced a moral duty to help places such as Greece, given the aid that it had previously enjoyed (and which Friedman so obligingly listed). In any case, with a debt to GDP ratio reaching 175 per cent, it seemed impossible to see how the country could ever pay off its debts — even if it tried.
. . .
Either way, what became clear that night was that the question of how to handle Greece is a deeply emotional issue, not just a matter of economics — even (or especially) among central bankers. In one sense, that is no surprise.
As David Graeber noted in his seminal book Debt: The First 5,000 Years, credit is a social and political construct. And whenever societies have operated in the past with few constraints on how much credit they can create, this has invariably caused debt to spiral until it either triggered social implosions or the society has used rituals to forgive that debt. In the past, there have been many such safety valves, be it the debt jubilees used in biblical Israel or the practice of “wiping the slate clean” (that recorded debts) in ancient Mesopotamia.
The problem in Europe today, however, is that it is unclear who has the power to wipe the slate clean. For while the western allies had enough control of Germany to restructure its debt after the second world war, power is diffused today in a more muddled and muddied way. Meanwhile, the idea of forgiving debt has acquired so many moral overtones that Americans struggle to accept mortgage write-offs, as the economists Atif Mian and Amir Sufi note in their recent book House of Debt. And in Europe, Friedman thinks that the mood is so punitive that it is akin to the 19th-century “retributive philosophy” that created debtors prisons. Default is deemed immoral.
But the longer that Greece writhes under that debt burden, the more that passions get inflamed — on all sides. Even inside the sombre halls of central banks. Perhaps it is time for someone to distribute Graeber’s book more widely among Europe’s central bankers. Luckily, it is now available in both German — and Greek.

Toni Servillo
«Ν’ αφήσουμε τον ελληνικό λαό να αποφασίσει ελεύθερα τη νέα κυβέρνησή του για ν’ αλλάξει η Ελλάδα και ν’ αλλάξει η Ευρώπη». Η πρωτοβουλία Transform Italia για τη δημιουργία ενός κινήματος στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ και του ελληνικού λαού στη μάχη του για να ανατρέψει τις πολιτικές της τρόικας και των Μνημονίων, ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, συνάντησε ένα απρόσμενο κλίμα ευφορίας στον προοδευτικό, δημοκρατικό και αλληλέγγυο κόσμο της Ιταλίας.
Το κάλεσμα προς την ιταλική κοινή γνώμη προέρχεται από τον συνταγματολόγους Στέφανο Ροντοτά και Λουίτζι Φεραγιόλι, την Λουτσιάνα Καστελίνα, ιστορικό στέλεχος της ιταλικής Αριστεράς, τον συγγραφέα Αντρέα Καμιλέρι, τον πρόεδρο της τεράστιας εθελοντικής οργάνωσης Emergency Τζίνο Στράντα, τον ηθοποιό Τόνι Σερβίλο, τους τραγουδιστές Φιορέλα Μανόια και Μπέπε Σερβίλο, τον σκηνοθέτη Τζίνο Μαζέλι, τον οικονομολόγο Λουτσιάνο Γκαλίνο, τον πανεπιστημιακό Μάρκο Ρεβέλι, τον γελοιογράφο Σέρτζιο Στάινο, τη διευθύντρια του «Μανιφέστο» Νόρμα Ραντζέρι και τουλάχιστον άλλες διακόσιες προσωπικότητες της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της Ιταλίας.
Το κάλεσμα συνυπογράφουν οι ευρωβουλευτές της «Άλλης Ευρώπης με τον Τσίπρα» Μπάρμπαρα Σπινέλι, Ελεονώρα Φορέντζα και Κούρτσιο Μαλτέζε, ο πρόεδρος της Αριστεράς Οικολογίας Ελευθερίας Νίκι Βέντολα, ο γραμματέας της Επανίδρυσης Πάολο Φερέρο, ο πρώην δικαστικός Αντόνιο Ινγκρόια, οι βουλευτές του Δημοκρατικού ΚόμματοςΣτέφανο Φασίνα και Πίπο Τσιβάτι και ο γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος Κοραντίνο Μινέο.
Το κείμενο των προσωπικοτήτων της πολιτικής, πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής της Ιταλίας έχει ως εξής:
Αλλάζει η Ελλάδα – Αλλάζει η Ευρώπη
Η Ελλάδα μετατράπηκε αυτά τα χρόνια σε πειραματόζωο για τη διαγραφή του κοινωνικού κράτους και των δημοκρατικών δικαιωμάτων στην Ευρώπη. Τα πακέτα «διάσωσης» των Μνημονίων έσωσαν μόνο τις τράπεζες και κατέστρεψαν τους ανθρώπους, φτωχοποίησαν τον κόσμο και δημιούργησαν τη μαζική ανεργία.
Οι συνέπειες των πολιτικών της τρόικας διαψεύδουν όλα τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για να επιβάλουν τη λιτότητα στην Ευρώπη. Η χώρα οδηγήθηκε σε ακραία όρια, ο λαός βρίσκεται στα όρια της επιβίωσης και σε μια κατάσταση ανθρωπιστικής ανάγκης, ενώ την ίδια στιγμή το χρέος, αντί να μειώνεται, είναι στα ύψη.
Στην Ελλάδα τα θύματα της λιτότητας εξεγέρθηκαν ενάντια στα αυταρχικά τελεσίγραφα των Βρυξελλών. Μαζί και αλληλέγγυα εργαζόμενοι που δεν έχουν πια δουλειά, φοιτητές, συνταξιούχοι, επαγγελματίες και νοικοκυρές συμμάχησαν και έδωσαν ζωή σε μια εξαιρετικά ειρηνική, δημοκρατική και λαϊκή αντίσταση που αποτελεί παράδειγμα για όλη την Ευρώπη.
Το κόμμα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, κατάφερε να κατανοήσει αυτή τη μεγάλη λαϊκή ώθηση. Σήμερα βρίσκεται επικεφαλής σε όλες τις δημοσκοπήσεις και, εάν ψηφίσουν, όπως φαίνεται πιθανό και δυνατόν, εξαιτίας της κατάρρευσης του σημερινού συνασπισμού των μεγάλων συμμαχιών, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση.
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα: να παραμείνει στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη για να αλλάξει την Ευρώπη.
Η κυβέρνησή του θα ζητήσει μια Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για να συζητηθεί εκ νέου το χρέος που αφορά το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών χωρών, το τέλος των πολιτικών της λιτότητας, με την κατάργηση του Δημοσιονομικού Συμφώνου, ένα σχέδιο για την εργασία και τη διάσωση του περιβάλλοντος.
Το αντίθετο από μια αντι-ευρώ και αντιευρωπαϊκή πολιτική, που προσπαθούν να μας περιγράψουν τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης της ηπείρου για να δικαιολογήσουν την επίθεση των αγορών, τη διάδοση του φόβου ανάμεσα στους Ευρωπαίους, να θέσουν όρους εξάρτησης στους ψηφοφόρους στην Ελλάδα και να προκαλέσουν σύγχυση ανάμεσα στις προτάσεις της Αριστεράς και τους ξενόφοβους, ρατσιστικούς και νεοφασιστικούς λαϊκισμούς.
Ο Τσίπρας δεσμεύτηκε να υιοθετήσει άμεσα και ουσιαστικά μέτρα, να επαναπραγμαδιατευτεί τις επιλογές που επέβαλαν οι Βρυξέλλες, η Φραγκφούρτη και το Βερολίνο και να βελτιώσει άμεσα τις κοινωνικές συνθήκες των πολιτών. Ανάμεσα στα μέτρα συμπεριλαμβάνονται: η επαναφορά του ελάχιστου μισθού στα επίπεδα πριν από την κρίση και η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων.
Η αλλαγή της κυβέρνησης στην Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει την αρχή για να επανιδρύσουμε την Ευρώπη στις αρχές των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης.
Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης του Τσίπρα στην Ελλάδα θα αποδείξει ότι οι πολίτες μπορούν να καταρρίψουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την Κεντροδεξιά που αποσυνθέτει και κατακερματίζει διαρκώς περισσότερο την ήπειρό μας.
Αποδεικνύουν ήδη από τώρα ότι ο δρόμος της λιτότητας δεν είναι αναπόφευκτος, εάν η ψήφος συνδέεται με τους αγώνες για τα δικαιώματα, τη λαϊκή συμμετοχή και μια νέα ευρωπαϊκή διάσταση των κοινωνικών συνασπισμών.
Η δέσμευσή μας μπροστά στην εκστρατεία παραπληροφόρησης και την επίθεση των χρηματοοικονομικών αγορών είναι να γνωστοποιήσουμε τις πραγματικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και να υποστηρίξουμε την πρωτοβουλία του.
Τα χρηματιστήρια, ο χρηματοοικονομικός τομέας, η τρόικα, με τη συνενοχή του συστήματος των μέσων ενημέρωσης, ήδη βάζουν στη μάχη όλη τους τη δύναμη για να επηρεάσουν σκληρά την ελληνική ψήφο. Δεν θα σταματήσουν σε τίποτα. Ζητάμε από όποιον έχει στην καρδιά του τη δημοκρατία, την κοινωνική συνοχή και τη δικαιοσύνη να υποστηρίξει το δικαίωμα του ελληνικού λαού να επιλέξει ελεύθερα τη δική του κυβέρνηση.
Είναι ευθύνη όλων μας να σταματήσουμε την πορεία προς την καταστροφή και να αλλάξουμε κατεύθυνση στην Ευρώπη, γιατί με τις σημερινές πολιτικές οδηγείται στην έκρηξη.
Είναι ευθύνη όλων μας να υποστηρίξουμε όποιον θέλει να επανοικοδομήσει την Ευρώπη με τους πολίτες της.
ΠΗΓΗ: http://www.cambialagreciacambialeuropa.eu/appello.html
Στο κατώφλι κάθε αλλαγής είναι δικαιολογημένη η ανησυχία. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Εντούτοις οι επερχόμενες εκλογές της 25ης Ιανουαρίου είναι ένας ακόμη σταθμός σε μια μακρά διαδρομή ανατροπών και μετασχηματισμών, η οποία άρχισε τυπικά με το Καστελόρριζο τον Απρίλιο 2010 και συνεχίζεται. Μπορούμε να εντοπίσουμε σημάδια λήξης στον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης, αρκετά νωρίτερα: ήδη από το ξεθύμασμα της ολυμπιακής ευωχίας.
Το καλοκαίρι του 2007, οι πυρκαγιές σήμαιναν την κορύφωση της γενικευμένης αθυμίας και τη διάχυση μιας δυσφορίας που έφτανε στο όριο της ασφυξίας. Μεσολάβησε ο εν πολλοίς ανερμήνευτος Δεκέμβρης 2008, και ενάμιση χρόνο αργότερα το Καστελόρριζο σήμανε επισήμως τον βίαιο τερματισμό του κύκλου της δυσφορίας και το άνοιγμα ενός κύκλου αγωνίας, αποδιάρθρωσης και αναδιατάξεων. Οι επικείμενες εκλογές βρίσκονται ιστορικά σε αυτόν κύκλο, το αποτέλεσμά τους όμως θα είναι καταλύτης για βαθύτερους μετασχηματισμούς, απαρχή για τον επόμενο ιστορικό κύκλο.
To 2015 δεν είναι 2010, ούτε καν 2012. Η κρίση έφερε πολύ πόνο σε πολλούς ανθρώπους, έχει σωρεύσει κοινωνικά και οικονομικά ερείπια, αλλά φέρνει και τα σπέρματα μιας νέας διάνοιας: Μια επώδυνα αποκτημένη σύνεση, μια φρονιμάδα, η οποία εκφράζεται σαν οικονομία δυνάμεων, σαν επαναπροσδιορισμός αναγκών και προτεραιοτήτων, σαν βαθύτερη συνείδηση εαυτού. Από ανάγκη και με πόνο, αναπροσδιορίζουμε την ταυτότητά μας χωρίς ναρκισσισμό αλλά και χωρίς αυτοϋποτίμηση, μετράμε τις δυνάμεις και τα όριά μας, εντοπίζουμε λανθάνουσες ή υπνώττουσες δυνατότητες.
Αντίρροπα προς την πτώση της κρίσης, εξελίσσεται μια άλλη διαδρομή, ανηφορική, ελικοειδής: προς την πικρή, πλην κερδισμένη, γνώση, την ανανεωμένη αυτοπεποίθηση, με μέτρο, ευψυχία, φρόνημα, θάρρος. Το θάρρος να αναλάβουμε την ιστορική μας ευθύνη, για να σχεδιάζουμε το μέλλον, να ονειρευόμαστε το μέλλον.
Οσο περισσότερο βυθίζουμε τη «σκέψη μας μέσα στην πάσα ώρα» του Σικελιανού, στις δυνατότητες που ανθίζουν, τόσο πιο δυνατοί και άφοβοι αναδυόμαστε.
Aπό το 2010 ώς την αρχή του 2015 αλλάξαμε πολύ. Οχι μόνο ατομικά, αλλά και συλλογικά, σαν κοινωνία. Για πολλούς, η κρίση βιώθηκε σαν καταστροφή· έχασαν τη δουλειά τους, είδαν την επιχείρησή τους ή το επιτήδευμά τους να φθίνει, δεν καταφέρνουν να τα φέρουν βόλτα, αισθάνονται ότι χάνουν την αξιοπρέπειά τους. Για πολλούς περισσότερους η κρίση σήμανε την συρρίκνωση των προσδοκιών και την αδυναμία σχεδιασμού του μέλλοντος, σήμανε την είσοδό τους σε μια περιοχή φόβου και επισφάλειας, ακόμη κι αν διατηρούν τη δουλειά τους, ακόμη κι αν μπορούν να συντηρήσουν κάποιο ευπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Για μια μερίδα, μάλλον την πιο ολιγάριθμη, η κρίση δεν άλλαξε τις ορίζουσες του βίου, αλλά ακόμη κι αυτοί κατά βάθος δεν έχουν μείνει ανέπαφοι συναισθηματικά και διανοητικά.
Ολες αυτές οι ατομικότητες, διαφοροποιημένες ποιοτικά και με διαφορετική ένταση, επηρεαζόμενες από εξωχώριες επιδράσεις, από καχεκτικούς θεσμούς προστασίας και δικαιοσύνης, συνθέτουν στην αυγή του 2015 μια κοινωνία πολύ διαφορετική από την κοινωνία προ του 2010. Πρόκειται καταρχάς για μια κοινωνία που έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό τις αυταπάτες και τα αυτονόητα της προ κρίσης εποχής· ταυτοχρόνως, έχει κλονιστεί το αξιακό σύστημα, έστω αυτό της άκοπης ευμάρειας και της πίστης στην γραμμική πρόοδο, μαζί ωστόσο με θεμιτές προσδοκίες και κανονικότητες, ιστορικά θεμελιωμένες. Το έδαφος τρέμει.
Και πρόκειται επίσης για μια κοινωνία που χαράζεται από καινοφανείς ταξικές τομές: το απέραντο μικρομεσαίο πλήθος διασπάστηκε βίαια και αιφνιδιαστικά, σε πολλών ειδών ομάδες: ολοσχερώς αδύναμους, νεόπτωχους, χρόνια άνεργους, επισφαλείς, μερικώς απασχολούμενους, συντηρούμενους με συντάξεις γονέων, προσωρινά σωζόμενους, διασωθέντες.
Ολες τούτες οι φανερές υλικές αλλαγές, και οι άδηλες ψυχοδιανοητικές μαζί, οδηγούν αναπόδραστα σε έναν καινοφανή ρευστό κοινωνικό σχηματισμό, με νέες ορίζουσες και νέους διαχωρισμούς, ο οποίος αναζητεί σύστοιχες πολιτικές εκφράσεις. Η μετατόπιση είναι φανερή ήδη από τις διπλές εκλογές του 2012, ιδίως τον Μάιο, όταν κονιορτοποιήθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα και άλλαξε όλη η γεωγραφία της Μεταπολίτευσης. Θα ήταν σφάλμα να αποδώσουμε την τέτοιας έκτασης αναδιάταξη μόνο σε οργή, αγανάκτηση ή τιμωρητική διάθεση.
Μια σκέψη για το άμεσο μέλλον. Μάθαμε να λέμε μετά το κραχ του 2008, ότι η πολιτική υπακούει στα κελεύσματα και τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις των αγορών. Κάποιοι συγγραφείς το περιγράφουν ως μεταδημοκρατία και, πρόσφατα, ως τυραννία των μεγάλων εταιρειών. Υπάρχει μια επιπλέον διάσταση: η πολιτική έχει μετατραπεί σε διαμάχη ομάδων συμφερόντων, έχει χάσει τον καθολικό και ενοποιητικό της χαρακτήρα. Κάθε ομάδα συμφερόντων, λόμπι ισχυρών ή συντεχνία, διεκδικεί για λογαριασμό της μια προνομιακή μερίδα παροχών του κράτους πρόνοιας ή των κρατικών επενδυτικών πόρων, και κατά τη διεκδίκηση αυτή αποκλείει όχι μόνο κάθε άλλη ομάδα, αλλά, ακόμη χειρότερα, αποκλείει τη δυνατότητα να αρθρωθεί ένας καθολικός πολιτικός λόγος, να διατυπωθούν διεκδικήσεις με οικουμενικό χαρακτήρα, που θα αφορούν ολόκληρη την κοινωνία και όχι μεμονωμένες ομάδες. Ο συντεχνιασμός, τα προνόμια προστατευμένων θυλάκων, τα ολιγοπώλια, η νομή της εξουσίας και των δημόσιων πόρων από αυτοαναπαραγόμενες ελίτ, ο κατακερματισμός εντέλει του κοινωνικού σώματος, είναι αιτίες της κρίσης που θα πρέπει να αρθούν.
Η έξοδος από την κρίση δεν εξαρτάται μόνο από τη ρύθμιση του χρέους· εξαρτάται πρωτίστως από την λυσιτελή πολιτική έκφραση των νέων κοινωνικών υποκειμένων και από την αποτελεσματική σύνθεση των επιμέρους θεμιτών διεκδικήσεων σε μια πανεθνική επιδίωξη, με αξίωση καθολικότητας, με φιλοδοξία διάρκειας και μακράς πνοής.
Απορροφημένοι, ως φαίνεται, από την καταμέτρηση των ψήφων και τον προεκλογικό πυρετό, οι υπουργοί Παιδείας και Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Α. Λοβέρδος και Κ. Μητσοτάκης δεν έχουν ακούσει ακόμη στην δραματική προειδοποίηση των πρυτάνεων για την αδυναμία λειτουργίας των πανεπιστημίων. Η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση, απόρροιες εν πολλοίς της δημοσιονομικής λιτότητας, οδηγούν τα πανεπιστήμια σε αναστολή λειτουργίας μέσα στο τρέχον έτος. Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί από τις ασυνέχειες και τις παλινωδίες αλλεπάλληλων υπουργών, που εφαρμόζουν ο καθείς τη δική του φιλόδοξη μεταρρύθμιση-απορρύθμιση την τελευταία τετραετία.
Η προσφιλής απάντηση των κυβερνητικών στελεχών στις πολλές παρόμοιες προειδοποιήσεις ήταν ότι οι πανεπιστημιακοί είναι συντεχνία που υπερασπίζεται τα προνόμιά της ή ότι κινούνται με αντιπολιτευτική διάθεση. Μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τους πρυτάνεις σήμερα, τους εκλεγμένους με τον νέο νόμο, που εθέσπισαν και εφάρμοσαν ακριβώς οι ίδιες κυβερνήσεις που προκαλούν τώρα ασφυξία στα πανεπιστήμια;
Ο λόγος τώρα αναβλύζει σκληρά πολιτικός: «Είναι απίστευτο να βγαίνει ο πρύτανης του αρχαιότερου πανεπιστημίου στη χώρα, να λέει ότι το πανεπιστήμιο κλείνει, και οι πολιτικοί να συμπεριφέρονται σαν να είπαμε καλημέρα», λέει ο κ. Θ. Φορτσάκης. Ο πρύτανης του Αθήνησι πέφτει από τα σύννεφα, ανακαλύπτει με οδυνηρό τρόπο την αναλγησία της πολιτικής τάξης. Προεκτείνει με ωμή ειλικρίνεια ο πρύτανης του ΕΜΠ, κ. Ι. Γκόλιας: «Το πανεπιστήμιο καταρρέει και αν δεν γίνει κάτι, πρέπει πλέον να είμαστε βέβαιοι ότι δεν είναι ανικανότητα. Η εντολή μπορεί να έρχεται από τους δανειστές μας, οι οποίοι μπορεί να κρίνουν ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται καλά πανεπιστήμια, παρά μονάχα τουρισμό. Ομως εμείς θα αντιδράσουμε».
Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε τους αριθμούς του μαρασμού. Ας σημειώσουμε μόνο τον υποτριπλασιασμό της χρηματοδότησης και τον υποδιπλασιασμό του διοικητικού προσωπικού, μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ας προσθέσουμε ότι δεν προκηρύσσονται νέες θέσεις καθηγητών, παρά τις αθρόες συνταξιοδοτήσεις.
Αυτά ως προς το δυσοίωνο παρόν. Τώρα, ας δούμε αντιστοίχως πού καταλήγουν οι Ελληνες επιστήμονες, μετά την αποφοίτησή τους από το κατασυκοφαντημένο ελληνικό πανεπιστήμιο. Περιζήτητοι στη Γερμανία οι Ελληνες γιατροί, νηπιαγωγοί, μηχανικοί. Στο κράτος της Ρηνανίας-Βεστφαλίας, το μεγαλύτερο της Γερμανίας, οι Ελληνες γιατροί ήταν η πολυπληθέστερη ομάδα: 1.200 έως το 2013. Περίπου 3.000 σε όλη τη Γερμανία. Θυμάμαι ακόμη τη Γερμανίδα υπουργό Πολιτισμού της Ρηνανίας-Βεστφαλίας να μου λέει: «Στείλτε Ελληνες τεχνικούς και επιστήμονες στην κοιλάδα του Ρουρ, τους εχουμε τόσο ανάγκη!»
Το περασμένο καλοκαίρι πρόσκληση προς τους Ελληνες γιατρούς απηύθυνε και ο Τούρκος υπουργός Υγείας, Μεχμέτ Μουεζίνογλου: «Ξέρουμε ότι περίπου 15.000 Ελληνες γιατροί θα δουλέψουν τα επόμενα χρόνια στη Γερμανία και άλλοι 7.000 θέλουν να εργαστούν στο εξωτερικό. Οι πόρτες μας είναι ανοιχτές».
Ας δούμε τώρα τη σύνολη εικόνα. Σε έδαφος δημογραφικού μαρασμού, ύφεσης και ανεργίας, η Ελλάδα εξάγει πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο, για τον σχηματισμό του οποίου, επί μισό αιώνα, έχουν ματώσει οικογενειακοί προϋπολογισμοί και έχουν δαπανηθεί δημόσιοι πόροι. Συστοίχως, συρρικνώνεται το εκπαιδευτικό σύστημα. Συρρίκνωση κοινωνίας, συρρίκνωση μέλλοντος.
Από το ένα άκρο, του καχεκτικού και δύσμορφου παραγωγικού ιστού, ο οποίος δεν μπορούσε να απορροφήσει ειδικευμένα και υπερπροσοντούχα Ελληνόπουλα, τώρα πάμε στο άλλο άκρο: διώχνουμε όλους τους επιστήμονες και τους ειδικευμένους, και στο εξής παράγουμε ανειδίκευτους εργάτες. Προσαρμογή, πράγματι. Και ανταγωνιστικότητα.
Η ανασκαφή στον τάφο της Αμφίπολης έφερε στο φως πολύτιμα ευρήματα αλλά και μια νοσηρή νοοτροπία, σε ό,τι αφορά την πολιτική και επικοινωνιακή διαχείριση της αρχαιολογίας. Η ανασύσταση του παρελθόντος έχει ασφαλώς ισχυρές συμβολικές προεκτάσεις κατά τη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης και της εθνικής ταυτότητας. Είναι γνωστές οι χρήσεις και οι καταχρήσεις της ιστορίας, η σκοπούμενη σύμφυρση μυθικών και ιστορικών αφηγήσεων, η υπερερμηνεία ή και η διαστρέβλωση των πραγματολογικών στοιχείων, ακόμη και η απόκρυψή ή η αλλοίωση τεκμηρίων, για πολιτικούς και εθνικιστικούς σκοπούς.
Δεν εστιάζουμε όμως σε αυτό το πεδίο το βλέμμα μας. Η επικοινωνιακή κωμικοτραγωδία της Αμφίπολης ανέδειξε και τέτοια στοιχεία, δηλαδή καλλιέργεια προσδοκιών για λαϊκή κατανάλωση, υπεραναπλήρωση, μετατόπιση της πολιτικής ατζέντας. Αλλά έδειξε επίσης και κυρίως την υπερσυγκεντρωτική, αραχνιασμένη και αδιαφανή λειτουργία της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού, αυτής που ουσιαστικά παρέκαμψε την επιστημονική συζήτηση και διόρισε εξωϋπηρεσιακό «εκπρόσωπο τάφου». Μιλάμε για την κυρία Λίνα Μενδώνη, μόνιμη γενική γραμματέα του υπουργείου, από τα τέλη της δεκατίας ’90 έως σήμερα, με ένα διάλειμμα κατά τη θητεία του Χρ. Ζαχόπουλου.
Η κ. Μενδώνη, αρχαιολόγος η ίδια, έχει καταφέρει να φαίνεται απαραίτητη στους εκάστοτε υπουργούς Πολιτισμού, ελάχιστοι εκ των οποίων φθάνουν ενήμεροι για το έργο του του υπουργείου ή δεν προλαβαίνουν να ενημερωθούν. Αλλωστε το ΥΠΠΟ δεν θεωρείται πρωτοκλασάτο παραγωγικό υπουργείο, με δυνατότητες άσκησης ηχηρής πολιτικής και εξυπηρέτησης μεγάλων πελατειακών δικτύων· δεν έχει καν σοβαρό προϋπολογισμό. Μόνη δύναμή του ήταν η εποπτεία του αθλητισμού κα κυρίως τα παχυλά έσοδα από τον ΟΠΑΠ, που μοιράζονταν εκτός κωδικών εθνικού προϋπολογισμού, απευθείας από τα υπουργικό γραφείο. Αλλά με την ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ, χάθηκαν και αυτοί οι ειδικοί λογαριασμοί.
Στο υπουργείο έχει απομείνει η διαχείριση του εθνικού συμβολικού κεφαλαίου: της πολιτιστικής κληρονομιάς και της σύγχρονης τέχνης. Βέβαια και η διαχείριση των εσόδων από τη λειτουργία, την αξιοποίηση και τις πωλήσεις των μνημείων και μουσείων, με ό,τι περίπου ασχολείται το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (ΤΑΠΑ). Και η διαχείριση των ΕΣΠΑ, κεντρικά και περιφερειακά, ύψους περίπου 750 εκατ. ευρώ ― πεδίο διόλου ευκαταφρόνητο, παρότι δεν υπάρχει ολοκληρωμένο τομεακό πρόγραμμα. Ειδικά στο ΕΣΠΑ Αττικής, είδαμε εντάξεις πολυδάπανων έργων από αστείους ή πάμπλουτους ιδιωτικούς φορείς.
Το ΤΑΠΑ και τα κοινοτικά προγράμματα (τώρα ΕΣΠΑ, από του χρόνου ΣΕΣ) είναι τα χρηματοδοτικά και αναπτυξιακά εργαλεία του υπουργείου-μπουτίκ. Αλλά και τα εργαλεία για πελατειακές εξυπηρετήσεις. Μέσω του ΤΑΠΑ εξασφαλίζεται σταθερή ρευστότητα χρήματος, με λαμπρές προοπτικές αύξησης, δεδομένης της σταθερά αυξητικής πορείας του τουρισμού και της διαχρονικής ελκυστικότητας του ελληνικού πολιτιστικού προϊόντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο περίφημο μέιλ που απέστειλε ο υπουργός Οικονομικών Γκ. Χαρδούβελης προς την τρόικα, εκτιμάται ότι τα έσοδα του υπουργείου, από πωλητέα, εισιτήρια χώρων-μουσείων και ηλεκτρονικά εισιτήρια, μπορούν να πολλαπλασιαστούν: από περίπου 50 εκατ. ευρώ σήμερα, να φτάσουν τα 400 εκατ. ευρώ. Η εκτίμηση στηρίζεται στις σχετικές αναπτυξιακές μελέτες της McKinsey και του ΙΟΒΕ.
Τι έχει γίνει κατά τα παρελθόντα προ κρίσης έτη για την ανάπτυξη του ΤΑΠΑ; Πολύ λίγα επί της ουσίας: Γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, μικροσυντεχνιασμός και πελατειακά δίκτυα το καθήλωναν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η λειτουργία των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, που τόσο πολύ συζητείται· ιδίως για τα προβλήματα φύλαξης και ωραρίων επίσκεψης την τουριστική περίοδο. Υπεύθυνοι για τη φύλαξη και το ωράριο είναι οι κατά τόπους αρχιφύλακες, οι οποίοι διευκολύνουν και γκρουπ επισκεπτών πέραν των τυπικών ωραρίων, με ανάλογα φιλοδωρήματα. Οι αρχιφύλακες λοιπόν είναι οι μόνοι υπάλληλοι που δεν ορίζονται από διευθυντές και κατά την υπηρεσιακή ιεραρχία, αλλά απευθείας από τον υπουργό! Το ΤΑΠΑ είναι υπεύθυνο και για την έκδοση του επιστημονικού Αρχαιολογικού Δελτίου, στο οποίο παρουσιάζονται τα ευρήματα των αρχαιολόγων: το Δελτίο έχει να εκδοθεί από το 2004-05…
Τι έγινε τα χρόνια των μεταρρυθμίσεων του μνημονίου; Το καλοκαίρι άρχισε να εφαρμόζεται ο νέος Οργανισμός του υπουργείου, ο οποίος συγχωνεύει και καταργεί διευθύνσεις και εφορείες αρχαιοτήτων, καταργεί 500 κενές οργανικές θέσεις, καταργεί τα τμήματα εκθέσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα μουσεία κ.λπ. ― γενικά συμπτύσσει και συρρικνώνει. Μεγάλο θύμα του νέου Οργανισμού είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η παλαιότερη επιστημονική υπηρεσία του ελληνικού κράτους. Ολοι οι επιφανείς αρχαιολόγοι έχουν ξεσηκωθεί εναντίον αυτής της αποδόμησης, όπως κατεδείχθη και σε εκτενή έρευνα της «Κ» (16.11.2014). Γιατί; Ο αυστηρός επιστήμων και σεβαστός απ’ όλους γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Ακαδημίας Αθηνών, Βασ. Πετράκος, έφτασε να πει στην Καθημερινή: «Η αρχαιολογία έχει ορισμένα ‘’φιλέτα’’, τα οποία κάποιοι θέλουν να εκμεταλλευτούν, να τα περάσουν σε ιδιώτες».
Ενα πιθανό μοντέλο ιδιωτικοποίησης είναι το Μουσείο Ακροπόλεως, προικισμένο όχι μόνο με κτίριο και όνομα, αλλά και με ευέλικτο αυτοτελή οργανισμό, που δεν δηλώνει ούτε μοιράζεται τους πόρους του και έχει στελεχωθεί πελατειακά. Ή ημιδιαφανείς αναθέσεις έργων-φιλέτων με τη μέθοδο του outsourcing.
Διεθνώς αναγνωρισμένοι αρχαιολόγοι και έμπειρα στελέχη του υπουργείου επισημαίνουν ότι η πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να αποδώσει μεγάλο πλούτο, να βοηθήσει τον τουρισμό και το εθνικό εισόδημα, και ταυτόχρονα να διαφυλαχθεί και αναπτυχθεί όπως του αρμόζει. Αναγκαία προϋπόθεση: το αυστηρό, διαφανές πλαίσιο σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για προστασία του δημόσιου συμφέροντος και αποδοτικότητα. Υποδεικνύουν επίσης ότι λόγω των πρόσφατων αλλοπρόσαλλων μεταθέσεων εφόρων και διευθυντών κινδυνεύουν να μην ολοκληρωθούν ομαλά τα ώριμα έργα ΕΣΠΑ, ενώ δεν υπάρχει συντονισμένη στρατηγική για ένταξη νέων έργων στο καινούργιο ΣΕΣ 2014-2020.
Η πολιτιστική κληρονομιά είναι ανεκτίμητο συμβολικό κεφάλαιο, αλλά και πηγή πλούτου. Εχει κακοπάθει, από πελατειακά δίκτυα, ολιγωρία, ιδιοτέλεια, συντεχνιασμό. Το μνημόνιο ήρθε τελευταίο.
Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας είναι φυσικό να στρέφουν το ενδιαφέρον μας στο εσωτερικό, με κίνδυνο να απομονώσουμε τα εγχώρια προβλήματα και τις πιθανές τους λύσεις από το ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Αρκεί εντούτοις μια προσεκτική ανάγνωση του διεθνούς τύπου και των αναλύσεων των μεγάλων οίκων, μαζί με τις πρόσφατες διαπιστώσεις του ΟΟΣΑ και think tanks μέσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να αντιληφθούμε ότι ολόκληρη η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμο σταυροδρόμι.
Καταρχάς οι επίσημες φωνές. Πριν από τρεις μήνες, ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του χαρακτήρισε την ανάκαμψη στην ευρωζώνη «απογοητευτική»: επεσήμανε τις ισχυρές τάσεις αποπληθωρισμού και την αδύναμη ζήτηση και εμμέσως, πλην σαφώς, ζήτησε τόνωση της ζήτησης στην ευρωζώνη. Με λίγα λόγια, ο ΟΟΣΑ καλεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λάβει μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή αυτό που έχει εξαγγείλει ο Μάριο Ντράγκι, βαλλόμενος από την γερμανική ορθοδοξία: αγορά κρατικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, δηλαδή «έκδοση» χρήματος, έως ένα τρισ. ευρώ σε πρώτη φάση.
Η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ αναμένεται προς το τέλος Ιανουαρίου ή αρχές Μαρτίου. Την κίνηση αυτή οι αγορές την έχουν προεξοφλήσει προς το παρόν, γι΄αυτό δεν βλέπουμε καμία ουσιαστική άνοδο των επιτοκίων στα ομόλογα Ισπανίας και Ιταλίας. Αντιθέτως, η προειδοποίηση Ντράγκι προς Ελλάδα και Κύπρο, ότι θα περιληφθούν στην ποσοτική χαλάρωση μόνο αν υπάγονται σε πρόγραμμα επιτήρησης, δεν προστατεύει τα ελληνικά ομόλογα, εξ ου και τα επιτόκια ξεπέρασαν το 9%.
Αστάθεια άρα παράγεται και από πολλούς εξωγενείς διεθνείς παράγοντες, που παράγουν πολιτική, προωθητική ή ανασταλτική λύσεων. Η πολιτική Ντράγκι κινείται προς μια συμβατική λύση, προς τη νομισματική επέκταση και την τραπεζική ένωση· η πολιτική του Βερολίνου επιμένει αντιθέτως στο μείγμα δημοσιονομικής λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, παρότι αυτό δεν έχει επιτύχει και η Ευρώπη βυθίζεται σε ύφεση και αποπληθωρισμό.
Η απειλή για τη σταθερότητα της Ευρώπης, κατά την εξαετία της κρίσης μετά το 2008, δεν προέρχεται από την αναδυόμενη πολιτική βούληση για αλλαγή στρατηγικής, αλλά από την ακολουθούμενη πρακτική των αναβολών και, ακόμη χειρότερα, από το εφαρμοζόμενο δόγμα λιτότητας. Αυτές τι μέρες, η Task Force για τις επενδύσεις στην ΕΕ, αποτελούμενη από εκπροσώπους της ΕΕ, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των κρατών-μελών, δημοσίευσαν την έκθεσή τους για το περίφημο επενδυτικό σχέδιο Γιούνκερ. Διαπιστώνεται και εκεί η παρατεινόμενη κρίση ζήτησης και η συνεπαγόμενη αναστολή επενδύσεων: «Οι εταιρείες και τα νοικοκυριά έχουν αναστείλει τις δαπάνες τους και περιμένουν να δουν τι γίνεται… Η έλλειψη εμπιστοσύνης του ιδιωτικού τομέα προς τη μελλοντική ζήτηση αναστέλλει το μετασχηματισμό των αποταμιευμένων κεφαλαίων σε παραγωγικά κεφάλαια».
Η παραγωγική οικονομία έχει ξεμείνει από ρευστότητα, τα νοικοκυριά το ίδιο, το τραπεζικό σύστημα στέκει παγωμένο και ανολοκλήρωτο, οι κοινωνίες στενάζουν και εξεγείρονται: αυτή η περιγραφή δεν αφορά πια μόνο την Ελλάδα, αλλά και την Ιταλία, την Ισπανία, το Βέλγιο… Ειδικά στην Ελλάδα, πέρα από την εξαετή ύφεση και την οδυνηρή ανεργία, ο επί 21 μήνες συνεχιζόμενος αποπληθωρισμός τινάζει στον αέρα κάθε πρόβλεψη προϋπολογισμού και σχέσης του χρέους προς το ΑΕΠ. Ταυτόχρονα δεν μεταγγίζονται ούτε καν μικρά κεφάλαια σποράς (seed capital) στις νεοφυείς επιχειρήσεις καινοτομίας και έρευνας (1 στις 80 σχετικές αιτήσεις ικανοποιήθηκαν το 2013), πόσο μάλλον κεφάλαια κινήσεως ή ανάπτυξης στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Σε αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο πρέπει να δούμε τις ελληνικές εξελίξεις.
Τις τελευταίες μέρες η ιστορία επύκνωσε και επιταχύνθηκε, πάλι, με τρόπους που θυμίζουν μεν στιγμές της παρελθούσας πενταετίας, αλλά και τις υπερβαίνουν. Η κρίση συνεχίζεται· άλλωστε κανείς προσεκτικός παρατηρητής μετά το 2010 δεν πίστεψε ότι αυτή η κρίση με τα πανευρωπαϊκά και διεθνή χαρακτηριστικά θα παρήρχετο σύντομα ή ανώδυνα ― το αντίθετο.
Η αμφίρροπη προεδρική εκλογή, οι πιθανές εθνικές εκλογές και η ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή συμβαίνουν σε διεθνές περιβάλλον ιδιαιτέρως περίπλοκο και ασταθές, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας. Καταρχάς είναι ταραγμένη η ίδια η Ευρώπη, στην οποία είναι βαθιά ενσωματωμένη η Ελλάδα, οικονομικά και πολιτικά, τουλάχιστον από το 1979, και πολύ περισσότερο στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων μνημονιακών χρόνων. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ανέδειξε τις δομικές ασυμμετρίες του ευρωπαϊκού οικονομικού ολοκληρώματος, αλλά και την επιδεινούμενη θέση της ηπείρου στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος και πλούτου. Ο κλονισμός των μεγάλων χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα, ιδίως της Γαλλίας και της Ιταλίας, ανατρέπουν την ισορροπία δυνάμεων, αλλά όχι αναγκαστικά προς όφελος της Γερμανίας. Η Γερμανία υπό το βάρος των ευρωπαϊκών προβλημάτων, αναγκαζόμενη επιπλέον από τις ΗΠΑ να πάρει αποστάσεις από τη Ρωσία και να της επιβάλει κυρώσεις, βρίσκεται μόνη της να υπερασπίζεται τα βραχυπρόθεσμα εθνικά της συμφέροντας πέραν ή και εναντίον των Ευρωπαίων εταίρων της. Η «σκληρή» στάση της Γερμανίας είναι ουσιαστικά συνέχιση της απόφασης που ελήφθη κατά την έναρξη της κρίσης: ο καθένας για τον εαυτό του. Εκτοτε η δοκιμασία μετετέθη στα κράτη-μέλη και στους δεσμούς συνοχής της ευρωζώνης.
Για την Ελλάδα επιπλέον σημασία έχει η κλιμακούμενη γεωπολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Μεσόγειο, και η εκ παραλλήλου επιθετική στάση της γείτονος Τουρκίας. Οι γεωπολιτικές τρύπες στο Ιράκ και τη Συρία, η τήξη των συνόρων, το ογκούμενο ρεύμα προσφύγων πολέμου, η τουρκική διεκδίκηση των κυπριακών υδρογονανθράκων, είναι μερικές μόνο όψεις της κρίσης που διηθείται στην Ελλάδα από τον Νότο και την Ανατολή. Τέλος, μακάρι να μπορούσαμε να θεωρήσουμε τα Βαλκάνια ως ζώνη σταθερότητας, αλλά ούτε αυτό είναι δεδομένο.
Τούτων δοθέντων, ο ελληνικός λαός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ιστορική πρόκληση· η χρεοκοπία ήταν ο δικός της παράδοξος ελκυστής. Η πρόκληση: Πώς θα σταθεί η χώρα στο διεθνές περιβάλλον, με ποιες συμμαχίες και σε ποιους συσχετισμούς ισχύος, αφενός. Αφετέρου, πώς θα ανακαινίσει τον οίκο του, εξυγιαίνοντας το κράτος και ανασυγκροτώντας τον παραγωγικό ιστό, για να σταθεί στον μεταβαλλόμενο κόσμο. Το δεύτερο καθήκον, το εσωτερικό, αλλά και το πρώτο, προϋποθέτει μια κοινωνία που συνειδητοποιεί και αντιλαμβάνεται την ένταση των προκλήσεων. Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν όλα τα κοινωνικά στρώματα να έχουν κοινή αντίληψη και προσέγγιση σε όλα τα θέματα, αλλά μερικά ζητήματα, τα κρισιμότερα, αφορούν όλους.
Είχαμε περιγράψει παλαιότερα, στο ξέσπασμα της κρίσης, την ανάγκη για ενίσχυση του φρονήματος και για μια νέα γενική διάνοια. Παράλληλα, είχαμε επισημάνει συχνά τον φόβο για την πάντα ελλοχεύουσα διχόνοια, τον διαρκή διχασμό χαμηλής έντασης, ένα χαρακτηριστικό της νεότερης ιστορίας, που το είχαμε μισολησμονήσει και που ασφαλώς δεν είναι μόνο ελληνικό. Εν πάση περιπτώσει, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας ιστορικής φάσης, που άρχισε το 2008-10 και δεν πρόκειται να κλείσει σύντομα ή εύκολα.
Ωστόσο, τώρα συνειδητοποιούμε εναργέστερα ότι η μέχρι τούδε δοκιμασία, με τον πόνο και τη σύγχυση που έχει σωρεύσει, προσφέρει ένα δίδαγμα, υπό τη μορφή ερωτήματος-πρόκλησης: Μπορούμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για επανεκκίνηση, για ανακαίνιση, της οικονομίας, της κοινωνίας, του δημοκρατικού κράτους; Μπορούμε να ανατρέψουμε, ή να ανασχέσουμε τουλάχιστον, τη βραχυμεσοπρόθεσμη δυσμενή τάση που διαμορφώνουν η μετανάστευση των νέων, η δημογραφική φθίση, η διοικητική καχεξία, η απουσία εθνικού παραγωγικού σχεδίου; Προ πάντων: Μπορούμε να ανατρέψουμε ―όχι να ανασχέσουμε― τη διάχυτη μοιρολατρία, τη θλίψη και τον αυτοοικτιρμό, αλλά συστοίχως και την τυφλή οργή, το μίσος, την εκδικητικότητα, τον κερματισμό και την εξαίρεση;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα επιτακτικά, σκληρά ερωτήματα οφείλουν να δοθούν από τους Ελληνες πολίτες καταρχάς προς τους εαυτούς τους, με το βλέμμα στο μέλλον, δηλαδή στους νέους και την ιστορική συνέχεια, δηλαδή στο αν θέλουμε να ανασυγκροτήσουμε τους όρους υγιούς αναπαραγωγής της κοινωνίας. Είναι το διαρκώς επανερχόμενο ζήτημα της ενεργού βούλησης και της απόφασης. Η έκφρασή τους θα διαμορφώσει τα πολιτικά υποκείμενα του νέου ιστορικού κύκλου.
Albrecht Dürer, Ο Αγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριο.
Πολλές όψεις, όχι όλες, του ελληνικού προβλήματος είναι αμιγώς ευρωπαϊκές, πηγάζουν από την κεντρική πολιτική στην ευρωζώνη, γι΄ αυτό άλλωστε εμφανίζονται και στις μεγάλες χώρες του πυρήνα. Τυπικό παράδειγμα, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο των μέτρων που επιχειρούν να εφαρμόσουν η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση, συμμορφούμενες στις επιταγές της Επιτροπής. Είναι ο δυσπρόσιτος στόχος του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, ο οποίος προσκρούει όχι μόνο στα συνδικάτα αλλά και σε στελέχη του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.
Καθ’ όμοιο τρόπο, ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς επιχειρεί να απελευθερώσει την αγορά και να ανοίξει επαγγέλματα: να ανοίγουν τα μαγαζιά δεκαπέντε Κυριακές, αντί για πέντε που ισχύει τώρα, και να διευρυνθεί το ωράριο λειτουργίας σε περιοχές με υψηλή τουριστική κίνηση. Επίσης να ανοίξουν τα κλειστά επαγέλματα του δικηγόρου και του συμβολαιογράφου. Τις μεταρρυθμίσεις απειλούν να καταψηφίσουν οι βουλευτές της αριστερής πτέρυγας των κυβερνώντων σοσιαλιστών.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι χώρες αφενός απειλούνται με κυρώσεις από την Επιτροπή για παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας, αφετέρου, κινδυνεύουν από την πολιτική αστάθεια, λόγω μεταρρυθμίσεων.
Η Ελλάδα, αναγκασμένη και από το Μνημόνιο, έχει νομοθετήσει και εφαρμόσει πολλές από τις εν λόγω μεταρρυθμίσεις. Οι εργασιακές σχέσεις και τα ωράρια έγιναν ευέλικτα, η μερική απασχόληση θεσμοθετήθηκε, τα μαγαζιά ανοίγουν περισσότερες ώρες. Σε κάποιους τομείς η Ελλάδα πρωτοπορεί.
Ποιο το αποτέλεσμα; Το περιέγραψε προχθές η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), στην ετήσια έκθεση που εκπόνησε το θυγατρικό του Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών. Σύμφωνα με την έκθεση, τα νέα για όσους ακόμη έχουν εργασία, δεν είναι ενθαρρυντικά: η μερική απασχόληση διπλασιάστηκε ως προς το 2008, η προσωρινή απασχόληση αυξήθηκε 28% σε ένα χρόνο, το 18% των εργαζόμενων στο εμπόριο δουλεύουν επτά ημέρες την εβδομάδα, οι απλήρωτες υπερωρίες φτάνουν το 63% των περιπτώσεων. Παράλληλα έχει γενικευτεί το φαινόμενο οι εργαζόμενοι να δηλώνονται ως μερικής απασχόλησης και να δουλεύουν πλήρη ωράρια, για να μην καταβάλλονται πλήρεις ασφαλιστικές εισφορές. Δηλαδή, μεγάλο μέρος της εργασίας μετατρέπεται σε γκρίζα. Το Ινστιτούτο συμπεραίνει: «Η αγορά εργασίας στον κλάδο του εμπορίου απορρυθμίζεται λόγω μεταβολών στο θεσμικό πλαίσιο, αλλά κι εξαιτίας δύο αδυναμιών: Οι εργοδότες αδυνατούν να καταβάλουν τους μισθούς και πολύ περισσότερο τις υπερωρίες, και οι μισθωτοί δεν αντιδρούν φοβούμενοι μη χάσουν τη δουλειά τους ή μήπως διακοπεί η λειτουργία της επιχείρησης».
Είναι προφανές ότι η τέτοια επιδείνωση της εργασίας στην Ελλάδα οφείλεται και στη μεγάλη και πολύχρονη ύφεση, σε συνδυασμό με την επί τετραετία δημοσιονομική λιτότητα. Καμία παρόμοια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε περιβάλλον βαθιάς ύφεσης και λιτότητας. Ωστόσο η ίδια μεταρρυθμιστική συνταγή πάει να εφαρμοστεί στην Ιταλία, που εισέρχεται σε ύφεση, και στη Γαλλία, που βρίσκεται σε στασιμότητα και κάμψη. Με ποιες διαφορετικές προσδοκίες άραγε; Καμία βάσιμη προσδοκία δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αντιθέτως, φαίνεται ότι όλο το ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα σύρεται σε τροχιά απίσχνασης όχι μόνο του κόσμου της εργασίας αλλά και της οικονομικής ανάπτυξης.
Οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις αγοράς και εργασίας αποσκοπούν στην αύξηση της προσφοράς, ενώ το μέγα πρόβλημα φαίνεται να είναι η αδύναμη ή ανύπαρκτη τόνωση της ζήτησης, εφόσον λείπει η ρευστότητα στα νοικοκυριά. Αναμένεται με αγωνία, η μεγάλη κίνηση του Μ. Ντράγκι, για ποσοτική χαλάρωση στο τέλος Ιανουαρίου, η οποία εκτιμάται ότι θα ελαφρώσει τα κρατικά χρέη και θα απελευθερώσει ρευστό.
Πρώτες σκέψεις, χθες βράδυ, 9-11 μμ, εκφωνημένες στα ερτζιανά:
1. Οι δανειστές σπρώχνουν άλλη μια κυβέρνηση στον γκρεμό, κατ’ αναλογίαν με το φθινόπωρο 2011, όταν στην Ελλάδα επεβλήθη η υπερψήφιση και ολολκλήρωση του PSI, από κυβέρνηση ειδικού σκοπού.
2. Την ώρα που το Eurogroup έδινε δίμηνη παράταση, η κυβέρνηση επέσπευσε την προεδρική εκλογή. Ωστε στο δίμηνο, αν ψηφιστεί πρόεδρος, να χωρέσουν
(α) η επιβολή των υπολειπόμενων μέτρων
(β) η επιβολή των όρων-μέτρων για το δεύτερο Μνημόνιο-Πιστωτική Γραμμή Στήριξης κλπ.
3. Τούτων δοθέντων:
Υπερψήφιση Προέδρου ισοδυναμεί με Υπερψήφιση μέτρων και Μνημονίου 2.
4. Αν δεν ψηφιστεί πρόεδρος, τότε η διπλή εκκρεμότητα των δανειστών μεταφέρεται στην επόμενη κυβέρνηση. Το πλαίσιο έχει τεθεί.
5. Ο όλος χειρισμός του ελληνικού προβλήματος διεξάγεται εν μέσω πανευρωπαϊκής θύελλας:
5α. Στην Ιταλία, υποβαθμισμένη ήδη πιστοληπτικά σε ΒΒΒ, φουντώνει η ρητορική για Italexit.
5β. Η Μέρκελ επικρίνει Γαλλία και Ιταλία για ατελή μέτρα λιτότητας. Γαλλία και Ιταλία αντιδρούν.
5γ. Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί την ευρωζώνη για ύφεση και αποπληθωρισμό και υποδεικνύει αλλαγή πλεύσης.
5δ. Το σημαντικότερο ίσως: Ο Ντράγκι της ΕΚΤ υπαινίσσεται ότι θα συνεχίσει την ποσοτική χαλάρωση ακόμη και χωρίς την ομόφωνη γνώμη όλων των μελών του Συμβουλίου του (δλδ των Γερμανών).
Αρχές Ιανουαρίου πιθανότατα θα δούμε αγορά ιταλικών ομολόγων.
6. Δυστυχώς, υπό αυτές τις συνθήκες, το πρόσωπο του Προέδρου καταλήγει να μην έχει σημασία.
Με όλα τα πολιτικά σενάρια εξελισσόμενα, με τη χώρα στη γεωπολιτική μέγγενη δανειστών, εταίρων και γειτόνων, με γενικευμένη αθυμία στο εσωτερικό, με την κοινωνία κατάκοπη και διαιρεμένη ενώπιον ενδεχομένων που απαιτούν πιεστικά αποφάσεις και επειγόντως πράξεις, η σκέψη μας ανατρέχει σε έναν πολιτικό φιλόσοφο ο οποίος ανέλυσε τον καιρό του και ρισκάρισε προβολές στο μέλλον.
«Δεν υπάρχει καμμιά τελειωτική λύση και καμμιά ευτυχία που να μη διατρέχει κινδύνους. Όποιος πιστεύει στην ύπαρξη τελειωτικών λύσεων φοβάται απλώς ότι θα χάσει τη βεβαιότητα μιάς ευτυχίας χωρίς κινδύνους.» (Ισχύς και απόφαση, 1991)
Ανατρέχουμε στον Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Μια καίρια επισήμανσή του, μεταξύ πολλών άλλων, για την τύχη του έθνου-κράτους στην πλανητική εποχή, προοικονομεί, 16 χρόνια νωρίτερα, την πρόσφατη ανάλυση του Μαρκ Μαζάουερ (εδώ και εδώ).
«Το ζήτημα δεν είναι αν ‘το έθνος’, γενικά κι αφηρημένα, μπορεί να επιβιώσει ή όχι, αλλά αν τούτο ή εκείνο το υφιστάμενο έθνος εκπληρώνει ή όχι τους όρους της βιώσιμης πολιτικής μονάδας μέσα στην πλανητική εποχή […] Εθνικά κράτη, τα οποία τελούν υπό έμπρακτη πολιτική και οικονομική εξάρτηση: Tο αν θα στέρξουν στη μοίρα τους αυτή, ώστε τουλάχιστον με την υποταγή τους σε μιαν ισχυρότερη δύναμη να μην αποκοπούν ολότελα από την πλανητική εξέλιξη, ή αν θα εξεγερθούν εναντίον αυτής της μοίρας, γιατί θεωρούν τον οικουμενισμό των μεγάλων δυνάμεων μέσο επεκτατισμού και εκβιασμού – αυτό δεν θα το αποφασίσει μόνον η ψυχρή λογική του συμφέροντος, αλλά και βαθύρριζα συναισθήματα. Eπίσης, ανοιχτό είναι το ζήτημα αν η εξέγερση εξυπηρετεί καλύτερα τη συντήρηση της παραδοσιακής ταυτότητας από ό,τι την εξυπηρετεί η υποταγή. Γιατί η εξέγερση, αν θέλει να είναι επιτυχής, απαιτεί γρήγορο εκσυγχρονισμό, ενώ η εκούσια υποταγή μπορεί να συνοδεύεται από την ανακαίνιση παραδοσιακών ψευδοπροσόψεων για λόγους ψυχικής υπεραναπλήρωσης και τουριστικής αξιοποίησης (παράδειγμα η σημερινή Eλλάδα).» (4.7.1996, Καθημερινή)
Η πρόσφατη πώληση των μεγάλων περιφερειακών αεροδρομίων και η επικείμενη αύξηση του ΦΠΑ στις τουριστικές υπηρεσίες και στα νησιά είναι δύο πράξεις, που η καθεμιά με τον τρόπο της και σε διαφορετικό βάθος χρόνου, θα επηρεάσουν καταλυτικά την εξέλιξη του τουρισμού, πιθανότατα προς δυσμενείς κατευθύνσεις.
Η πώληση για 50 (40 συν 10) χρόνια των δεκατεσσάρων μεγαλύτερων αεροδρομίων της χώρας, πλην «Ελ. Βενιζέλου», περιγράφτηκε ως η μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση του ΤΑΙΠΕΔ, αυτή που πέτυχε μεγαλύτερο τίμημα από το εκτιμώμενο, και ότι η Ελλάδα προσελκύει τους επενδυτές. Πράγματι η πλειοδότρια κοινοπραξία πρόσφερε 1,234 δισ. ευρώ, όταν η ελάχιστη αποτίμηση των συμβούλων PWC και Citibank ήταν υποπολλαπλάσια, έφτανε μόλις τα 350 εκατ. ευρώ. Γιατί φάνηκαν τόσο γενναιόδωροι οι μέτοχοι της ελληνογερμανικής κοινοπραξίας Fraport – Slentel; Και ποιο είναι το απόκτημα;
Κατ’ αρχάς, ποια είναι η κοινοπραξία; Από ελληνικής πλευράς συμμετέχει ο όμιλος Κοπελούζου, τον έλεγχο όμως της κοινοπραξίας έχει ο γερμανικός όμιλος Fraport, στον οποίο συμμετέχουν με πλειοψηφικά πακέτα το γερμανικό κρατίδιο της Εσσης (31,35%) και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Εσσης (20,2%), και ακολουθούν η αεροπορική εταιρεία Lufthansa (8,45%), η αυστραλιανή επενδυτική εταιρεία Rare Infrastructure Limited (5,27%) και άλλοι μέτοχοι (34,91%). Αρα η Fraport, ειδικευμένη διεθνώς στη διαχείριση και εκμετάλλευση αεροδρομίων, είναι εταιρεία συμφερόντων του γερμανικού Δημοσίου. Σημειώνεται επιπλέον ότι τεχνικός σύμβουλος του ΤΑΙΠΕΔ στις ιδιωτικοποιήσεις αερολιμένων από το 2012 είναι η Lufthansa Consulting, θυγατρική του ομώνυμου ομίλου: ο σύμβουλος γίνεται και αγοραστής. Με δύο λόγια, πρόκειται για μια ιδιότυπη μετα-κρατικοποίηση, δηλαδή για μεταφορά των αεροδρομίων από τον έλεγχο του ελληνικού Δημοσίου στο γερμανικό Δημόσιο, κατ’ αναλογίαν της παλαιότερης μεταβίβασης του ΟΤΕ στην Deutsche Telekom.
Ποια αεροδρόμια τίθενται υπό γερμανικό έλεγχο; Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Χανιά, Μύκονος, Σαντορίνη, Ρόδος, Κως, Σάμος, Μυτιλήνη, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος, Ακτιο, Καβάλα και Σκιάθος. Δηλαδή, τα μεγαλύτερα και πιο νευραλγικά της χώρας -όχι μόνο για τον τουρισμό-, ουσιαστικά όλο το δίκτυο μεγάλων αερολιμένων, πλην του «Ελ. Βενιζέλος» των Αθηνών.
Μερικές παρατηρήσεις: Ολα τα αεροδρόμια, πλην ολίγων, παρουσιάζουν κερδοφορία· τα ελλειμματικά βοηθούνται από τα κερδοφόρα. Η λειτουργία τους δεν επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά. Εξυπακούεται ότι η ανταγωνιστική λειτουργία των αεροδρομίων είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για μια εθνική στρατηγική ανάπτυξης στον τουρισμό και τη διατήρηση πλεονεκτημάτων έναντι του ανταγωνισμού. Η πώληση ενός στρατηγικού τομέα, μη ζημιογόνου, μπορεί να αφήσει το ελληνικό κράτος χωρίς εργαλεία σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικής. Παράδειγμα: στη σύμβαση παραχώρησης προβλέπεται αύξηση των «λιμανιάτικων», η οποία θα επιβαρύνει συστοίχως την τιμή των ναύλων, έως διπλασιασμού. Η αύξηση των τελών και ναύλων ευλόγως θα επηρεάζει δυσμενώς την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Υπενθυμίζουμε την αποτυχία του «Ελ. Βενιζέλος», αρχικά υπό τον έλεγχο της γερμανικής Hochtief, να γίνει ταξιδιωτικός κόμβος εξαιτίας ακριβώς των ακριβών τελών.
Η Γερμανία από την έναρξη των ιδιωτικοποιήσεων έχει δείξει αυξημένο ενδιαφέρον για τις ελληνικές υποδομές, και ο έλεγχος των αεροδρομίων εμπίπτει στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της για διεύρυνση του οικονομικού της χώρου, σχεδιασμοί που έλκουν την καταγωγή τους από τον 19ο και τον 20ό αιώνα.
Ο άμεσος κίνδυνος όμως για τον τουρισμό θα προκύψει από την επιβαλλόμενη αύξηση του ΦΠΑ: από 6,5% σε 13%. Ο διπλασιασμός του φόρου απομειώνει την αξία των ήδη κλεισμένων πακέτων, εξασθενεί την ανταγωνιστικότητα του εγχώριου προϊόντος έναντι της εκτός Ευρωζώνης Τουρκίας, ακόμη και έναντι της Ισπανίας και της Ιταλίας, είναι δε βέβαιο ότι θα εκτοξεύσει τη φοροδιαφυγή.
H πιθανότερη εξέλιξη στη διαπραγμάτευση με την τρόικα είναι η ψήφιση των προτεινόμενων μέτρων, μαζί με τον προϋπολογισμό τροποποιημένο. Στα μέτρα περιλαμβάνονται δυσβάστακτα βάρη 2,5-3 δισ. ευρώ επί ενός πληθυσμού κατάκοπου και μιας οικονομίας αφυδατωμένης. Περιλαμβάνονται αύξηση του ΦΠΑ σε φάρμακα, βιβλία, τύπο, τουριστικές υπηρεσίες, παραμεθόριες περιοχές, νησιά, αναστολή συνταξιοδότησης προ των 62 ετών, κατάργηση της προσφάτως ψηφισμένης ρύθμισης για τις 100/72 δόσεις σε ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Η τρόικα υποχρεώνει την ελληνική κυβέρνηση να πει στους πολίτες ότι όλες οι θυσίες της τετραετίας δεν έχουν πιάσει τόπο, δεν αρκούν, απαιτούνται κι άλλες θυσίες, χωρίς ορίζοντα εξόδου. Δυστυχώς, ο πυρήνας και αυτών των μέτρων βρίσκεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα και στο Μνημόνιο, αυτά που ψήφισαν αλλά δεν διάβασαν τότε και νυν υπουργοί. Και δυστυχώς, πάλι μια ελληνική κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια νέα φοροεπιδρομή, ουσιαστικά να σβήσει το φως διεξόδου, να σβήσει την προσδοκία ενός τέλους στο μαρτύριο. Σαν να μην πέρασαν τεσσεράμισι χρόνια από την αποφράδα ημέρα του Καστελόριζου.
Περισσότερο και από το υλικό κόστος, αυτό που βαραίνει πια περισσότερο είναι η ψυχική καταστολή, η βίαιη αφαίρεση ενός βιώσιμου, ανεκτού μέλλοντος. Το πρόγραμμα διάσωσης εγκαθίσταται στις συνειδήσεις ως ατελεύτητο σισύφειο μαρτύριο – αυτό συνιστά απειλεί για την κοινωνική συνοχή και κινητοποιεί βίαιες ανανοηματοδοτήσεις. Ποιο νόημα έχουν πια οι λέξεις «μεταρρύθμιση», «ευρωπαϊκό κεκτημένο»;
Στην Κύπρο το bail in βιώθηκε με ανάκληση του τραύματος της εισβολής του ’74. Η συλλογική συνείδηση έτσι δρα, με συσχετισμούς α-τυπικούς, πλην όμως ισχυρούς. Υπό αυτή την έννοια, η παράταση του σισύφειου μαρτύριου και η αφαίρεση της προοπτικής πώς μπορούν να βιωθούν, ποια μορφή συνείδησης θα δημιουργηθεί; Είναι σαν οι δανειστές-εταίροι να ωθούν το λεγόμενο ελληνικό, μα ουσιαστικά ευρωπαϊκό, πρόβλημα σε μια γεωπολιτική μαύρη τρύπα.
Εχουμε ξανασυζητήσει το θέμα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων: τι είναι, με ποια κριτήρια αποφασίζονται, σε τι αποσκοπούν, ποιες μελέτες σκοπιμότητας και προσδοκώμενων οφελών έχουν προηγηθεί. Εμπειρικά, από την τετραετία των μεταρρυθμίσεων, μπορούμε να συνάγουμε ότι πολλές έχουν διαφημιστεί, πολλές έχουν ψηφιστεί, λίγες έχουν εφαρμοστεί χωρίς εν συνεχεία τροποποιήσεις, και ελάχιστες από αυτές έχουν βελτιώσει τη ζωή των πολιτών ή τις συνθήκες λειτουργίας επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Οι μόνες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ακαριαία είναι όσες αφορούν βαρύτερη φορολόγηση, άμεση ή έμμεση.
Αρκετές μεταρρυθμίσεις μάλιστα όχι μόνο δεν βελτιώνουν τίποτε, αλλά απορρυθμίζουν επί τα χείρω. Οι προωθούμενες αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λ.χ. περιγράφονται ως επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης, στα αστικά δικαστήρια, αίτημα που έχει διατυπωθεί συχνά από πολίτες, επιχειρηματίες, αλλά και από δικηγόρους και δικαστές. Είναι όμως έτσι; Την περασμένη εβδομάδα, οι πρόεδροι των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, συνεπικουρούμενοι, για πρώτη φορά, από τους προέδρους των ενώσεων δικαστών, εξήγησαν πώς οι επιχειρούμενες αλλαγές στον Κώδικα αλλάζουν δραματικά το δικαιικό περιβάλλον προς ζημίαν του πολίτη αλλά και του δημοσίου συμφέροντος.
Ο νομικός κόσμος υποστηρίζει ότι, εν ονόματι της «οικονομίας της δίκης» καταργείται ουσιαστικά η εξέταση μαρτύρων και η προφορική συζήτηση· η δίκη διεξάγεται με έγγραφα, βάσει ενός «προτύπου δίκης», ακόμη και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των δικηγόρων τους.
Ουσιαστικά, πρόκειται για περιστολή των δικαιωμάτων των πολιτών, η οποία αναδεικνύεται και σε κάποιες κρίσιμες λεπτομέρειες του νομοσχεδίου για τη διαδικασία πτωχεύσεων και αποζημιώσεων στην αναγκαστική εκτέλεση. Εως τώρα, από την εκπλειστηριαζόμενη περιουσία μιας πτωχευμένης επιχείρησης, προτεραιότητα στην ικανοποίηση απαιτήσεων είχαν οι εργαζόμενοι και τα ασφαλιστικά ταμεία. Ακολούθως και εφόσον είχαν ικανοποιηθεί αυτοί, από το υπόλοιπο ικανοποιούνταν ο ενυπόθηκος δανειστής (κατά κανόνα, τράπεζες) και το Δημόσιο. Στον νέο Κώδικα, προβλέπεται το αντίθετο: το πλειστηρίασμα διαιρείται εξαρχής και προηγείται η τράπεζα, λαμβάνοντας το 65%, ενώ οι εργαζόμενοι, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία μαζί λαμβάνουν το 25%, και το 10% λαμβάνουν οι προμηθευτές. Δηλαδή, η τράπεζα που επένδυσε εν γνώσει του ρίσκου, αποζημιώνεται με τη μερίδα του λέοντος, έναντι των εργαζομένων που ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται, του Δημοσίου που έπρεπε να εισπράττει φόρους και των ταμείων που έπρεπε να εισπράττουν εισφορές.
Ο νομοθέτης διευκολύνει την τράπεζα να ελαχιστοποιεί το ρίσκο της, και ταυτόχρονα θεσπίζει ότι η εργασία εμπεριέχει ρίσκο και επισφάλεια, άρα και τιμωρία! Είναι εντυπωσιακό επίσης ότι ο νομοθέτης βάζει σε δεύτερη μοίρα ακόμη και τα συμφέροντα του κράτους και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό το επισημαίνει προσφυώς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στην έκθεσή του: «…ενδέχεται να προκληθεί απώλεια εσόδων του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, λόγω της αποδυνάμωσης των ισχυόντων σήμερα προνομίων τους στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης». Τι λένε επ’ αυτού οι εισηγούμενοι υπουργοί Δικαιοσύνης και Οικονομικών; «Η εν λόγω απώλεια εσόδων θα αναπληρώνεται από άλλες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού κατά περίπτωση»! Ητοι, θα μπαίνουν φόροι κατά περίπτωση…
Η αλλαγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχει και άλλα τρωτά ή μαχητά σημεία. Το αναφερθέν παράδειγμα όμως συνοψίζει τον μεταρρυθμιστικό πυρετό: προνόμια για τις τράπεζες, υποχρεώσεις και ρίσκο για τους εργαζόμενους, ζημίες για το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Η εναντίωση δικηγόρων και δικαστών δεν είναι συντεχνιασμός, είναι υπεράσπιση του δικαιικού πολιτισμού, της ισονομίας και της ισοπολιτείας.
Καμιά φορά αρκούν δυο φωτάκια για να σχίσουν μέσα μας τη βαριά αθυμία, να ανοίξουν παράθυρο στην αισιοδοξία, να ξαναφέρουν την πίστη. Πίστη στη ζωή, στο θαύμα της· πίστη στις δυνάμεις μας· θάρρος ενώπιον του μέλλοντος.
Ενα φωτογραφικό λεύκωμα και ένα μουσικοθεατρικό έργο. Φτιαγμένα από σημερινούς ανθρώπους, αντλημένα από το βιωμένο παρελθόν ή απ’ τη λόγια παράδοση, απευθυνόμενα στους συνανθρώπους του σήμερα, στο θυμικό και τον νου αξεχώριστα, φτιαγμένα για να συγκινήσουν αλλά και για να προκαλέσουν στοχασμό, επώδυνο ίσως αλλά δημιουργικό, ενδεχομένως λυτρωτικό.
Το λεύκωμα το πρόσφερε το ευαίσθητο βλέμμα της Μαρίνας Καραγάτση: «Διαδρομές στην Ανδρο του ’70» (εκδ. Αγρα). Ασκημένο βλέμμα επίσης: η κυρία Καραγάτση έχει μάθει να βλέπει σαν ζωγράφος και σαν συγγραφέας, εκ μητρός και εκ πατρός. Οι φωτογραφίες της αφηγούνται την Ανδρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: το νησί, τη Χώρα, τα ξωκλήσια, τα χτίσματα, μα προ πάντων τους ανθρώπους και τη ζωή, τη ζωή της καθεμέρας και της γιορτής, τη ζωή των παιδιών του σχολείου, τη ζωή των πανηγυριών και των εσπερινών, των παρελάσεων, της αγοράς, του καφενείου.
Συμβαίνει βέβαια, εκείνη τη δεκαετία να ζω κι εγώ στις Κυκλάδες, στην ολοχρονίς Σύρο και στη θερινή Μύκονο, άρα αυτό το σπαρταριστό ντοκυμαντέρ της κας Καραγάτση από τη γειτόνισσα Ανδρο το παίρνω σαν ντοκυμαντέρ της δικής μου ζωής. Εντούτοις, δεν είναι μόνο δική μου εμπειρία, αισθητική, πνευματική, συναισθηματική, αυτή η διαβίωση, αυτή η διαμονή· είναι κοινή εμπειρία πολλών Ελλήνων, ώριμων και μεσήλικων σήμερα, είναι το κοινό θρεπτικό υλικό πάνω στο οποίο βλάστησαν άνθη και αγκάθια. Μερικές σκέψεις λοιπόν:
Η Ανδρος της Μαρίνας Καραγάτση, χωρίς να έχει ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές φιλοδοξίες, διασώζει την Ελλάδα του μεταίχμιου, τη στιγμή που σβήνει ο παλιός κόσμος και αναδύεται φουριόζος ο νέος. Η ζωή στις Κυκλάδες έως και το ’70 ήταν περίπου ίδια με τη ζωή του 16ου ή του 19ου αιώνα ― εννοώ στη βίωση του κυκλικού χρόνου, στο νιώσιμο των εποχών και των γυρισμάτων του καιρού, στις τελετές και τα έθιμα. Είναι σαν τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη: στα ονόματα των γυναικών (Μαρουσώ, Μοσχούλα, Ορσα, Μηλιά, Φρατζέσκα), στη λαλιά, στα βλέμματα, στα μάλλινα, στα κασκέτα.
Εχει εν τω μεταξύ μπει ο ατμός, ο τηλέγραφος, ο ηλεκτρισμός, το τηλέφωνο και δειλά η ασπρόμαυρη τηλεόραση, αλλά όλα τ’ άλλα παρέμεναν λίγο-πολύ απαράλλαχτα και στέρεα, αυτάρκη και ολιγαρκή, λίγα και δύσκολα. Ακόμη και η Αθήνα απεκαλείτο «ξενιτιά», παρότι ήταν πρακτικά μια εποικισμένη ενδοχώρα των νησιωτών. Ο τουρισμός δεν είχε προφτάσει να κυριεύσει δια του πλούτου τις μικροκοινωνίες και να επιβάλει τη δική του πρώιμη παγκοσμιοποίηση.
Ολα αυτά τα αναγνωρίζεις στις φωτογραφίες του βιβλίου. Αναγνωρίζεις παλαιούς ανθρώπους, καθαρά βλέμματα, τράπεζες πανηγυριών, υπαίθριο βίο σε μουράγια και αυλές ορεινών ναϊσκων, αχειροποίητες ξερολιθιές, πλακόστρωτους δρόμους, θάλασσα, θάλασσα. Εδώ κι εκεί, το μεταίχμιο: σε μερικά ρούχα, σε χτενίσματα, στα βλέμματα των νεαρών, σπαθίζει ο καινούργιος κόσμος, το μέλλον που επελαύνει.
Σαράντα χρόνια από την ανδριακή ψυχογεωγραφία του ’70, ο σημερινός Ελληνας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τον τόπο, τους ανθρώπους, τον βίο. Ακόμη κι όσοι έζησαν αυτά τα μεταιχμιακά χρόνια. Κι όμως η περιπλάνηση σε αυτά τα ψυχοπνευματικά, πολιτισμικά τοπία, πολύ περισσότερο από νοσταλγία και συγκίνηση, προσφέρει ευκαιρίες αυτογνωσίας και τοποθέτησης εν χώρω και χρόνω, αυτό που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ, τώρα στο δικό μας δραματικό μεταίχμιο.
Με αυτή τη δίψα πήγα να παρακολουθήσω προχθές την όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη. Και ξεδίψασα. Ο Κουμεντάκης της Τήνου συνάντησε τη Φραγκογιαννού της Σκιάθου· αναμετρήθηκε με το πιο στοιχειωμένο κείμενο της ελληνικής λογοτεχνίας, μια σπουδή στο κακό και το δαιμονικό, στο μεταιχμιακό πρόσωπο, μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου. Καταδύθηκε στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη, στη μουσική της πρόζας του, και ανέσυρε νανουρίσματα, μοιρολόγια, πολυφωνικά ρίγη, δημώδεις θησαυρούς, αρχαίες τραγωδίες, μαζί με τρόπους και ήχους του 21ου αιώνα.
Το εγχείρημά του έχει ιδιαίτερη αξία διότι κατορθώνει μια τολμηρή και λυσιτελή ανανέωση της παράδοσης, διότι κατορθώνει τη δική του σφριγηλή παράδοση, ορίζει νέα στάνταρ στο μουσικό θέατρο και τις παραστατικές τέχνες, ανάλογα με τις συνεισφορές των Κουν, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, του παλαιού του συνεργάτη Δ. Παπαϊωάννου.
Πέρα όμως από την αμιγώς καλλιτεχνική αξία της όπερας «Φόνισσα», έχει ιδιαίτερη σημασία το τι , το πού, το πότε συμβαίνει., ποιος το πράττει Ο Κουμεντάκης είναι αναμφίβολα από τους πιο προικισμένους και καταρτισμένους καλλιτέχνες της γενιάς του (γ. 1959), αλλά ταυτόχρονα είναι ιστορικό πρόσωπο, δημιουργός και καθολικός διανοούμενος. Αντλεί από την παράδοση και την παγκοσμιότητα, αλλά και από το τοπικό και το βαθύ, το κρυμμένο. Η εργασία του, η στάση του, η σιωπή και ο λόγος του, ως όλον, φανερώνουν πίστη στη ζωή, μεταδίδουν πίστη, εγκαρδιώνουν.
Η όπερα «Φόνισσα» ως συμβάν του μεταιχμιακού 2014 στην πληγωμένη Ελλάδα λέει και αυτό: μες στην αθυμία και την πίκρα των Ελλήνων, μες στον φόβο, μες στην αναρώτηση της γραίας Χαδούλας περί του αίματος, ακούγεται η αγγελική πολυφωνία, «Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πόθε θέλεις να ‘ρθεις, να στρώσω ρόδα στα βουνά, τριαντάφυλλα στους κάμπους». Λύτρωση και υπόσχεση.
φωτ.: Μαρίνα Καραγάτση, Ανδρος, Καθαρή Δευτέρα, 1977.
Παράπλευρα οφέλη επετείων. Με αφορμή την 17η Νοεμβρίου στην τηλεόραση, ιδίως στο κανάλι της Βουλής, προβλήθηκαν μερικές ταινίες, κυρίως ντοκυμαντέρ, για τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας με κατάληξη στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και στην τραγωδία της Κύπρου.
Ωφέλιμη η αναδρομή στα χρόνια του ’60 και του ’70, με πολλούς τρόπους. Για τόνωση της ιστορικής γνώσης και της πολιτικής κατανόησης, πρώτα πρώτα. Αλλά και για βαθύτερη επανασύνδεση με την ανθρωπολογία και την ψυχολογία των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια, τα τόσο κρίσιμα από πολλές σκοπιές. Παρατηρώντας ατυπικά στιγμιότυπα συχνά ξανασκέφτεσαι βαθύτερα την κοινωνία, την ιστορική κίνηση, τις προσδοκίες, τους ανθρώπινους τύπους.
Στα κινηματογραφημένα επίκαιρα και μόνο ο χαρακτηριστικός τόνος των εκφωνητών, μαζί με την μιξοκαθαρεύουσα, αρκούν για να σε μεταφέρουν σε ένα κόσμο οικείο, αλλά τόσο πολύ μακρινό. Η αισθητική της χούντας βρίσκεται στη ρητορική του γελοίου Παττακού και του ημιπαράφρονος Παπαδόπουλου, αλλά και στα τσάμικα των στρατοπέδων: ανακαλύπτεις ότι όσο γελοία και νεκρή ήταν η ξύλινη καθαρεύουσα στα χείλη των κολονέλων, άλλο τόσο γελοία ήταν τα αρκουδιάρικα τρεκλίσματα τους. Δεν ήξεραν να μιλήσουν, δεν ένιωθαν να χορέψουν. Κατάφεραν όμως να να κυριαρχήσουν, να εκφοβίσουν και να αποκοιμίσουν.
Ευτυχώς υπήρχαν κινηματογραφιστές στη δίκη των πρωταιτίων της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1975. Για να θυμόμαστε το τρελό βλέμμα και το παραλήρημα του βασανιστή Ιωαννίδη. Για να θυμόμαστε τα δειλά ψελλίσματα συνωμοτών και επίορκων στρατηγών, ψοφοδεή ανθρωπάκια που δεν ενθυμούνται, δεν απαντούν και δεν έχουν άλλον τι να προσθέσουν. Για να θυμόμαστε την ανάδειξη ξενοκίνητων πρακτόρων στην κορυφή της τυραννίας, την διαρκή επίκληση του ερυθρού κινδύνου και των ρωσικών όπλων από τους ανθρώπους που πρόδωσαν την Κύπρο, τη φάμπρικα εθνικοφροσύνης από αυτούς που ταπείνωσαν τη χώρα τους. Για να ανασυνθέτουμε ψηφίδα-ψηφίδα ό,τι προηγήθηκε: τις συνωμοσίες των Ανακτόρων και των στρατηγών, τα κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα που είχαν προηγηθεί, κυρίως την ιστορική έκρηξη του Ιουλίου 1965.
Μόνο όταν βλέπεις τις λαοθάλασσες του ’65, τη λαχτάρα των υποτελών για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, ανθρώπους με τα πουκάμισα στο χέρι σαν λάβαρα να διεκδικούν τον σεβασμό της ψήφου τους και τον σεβασμό του Συντάγματος, να διεκδικούν μοίρα στον ήλιο και στην ιστορία, μόνο τότε κατανοείς βαθύτερα τις καθαρευουσιάνικες υλακές των δικτατόρων. Τότε η φόρμα, ο τρόπος, αποκτούν βαθύτερο νόημα. Ο λαός του ’60 τραγουδούσε ήδη Ελύτη, Ρίτσο, Σεφέρη, Γκάτσο, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και Τσιτσάνη· ένας νέος κόσμος ανέβλυζε. Αυτός ο κόσμος διακόπηκε και συντρίφτηκε την 21η Απριλίου 1967.
Μα και αργότερα, όταν ανέβλυζαν παράλληλα η ποπ και το ροκ, οι απόηχοι του Μάη, συγκροτείτο ένας κόσμος ελευθερίας και οραμάτων που πάλι ήταν ασύμβατος και ενάντιος στον γύψο των δικτατόρων. Κι ήταν αυτός ο κόσμος των παιδιών «με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», με μπαγκράουντ μικτό αλλά νόμιμο, Ξυλούρη, Σαββόπουλο και Ρόλινγκ Στόουνς, που έφτασε ώς την υπέρβαση του Πολυτεχνείου.
Οπως κι αν δεις τα κινηματογραφημένα αποσπάσματα, θα αντικρίσεις ασύμβατους κόσμους, πολιτικά και πολιτισμικά, ψυχογεωγραφίες ασύμπτωτες και συγκρουσιακές, θα δεις τον λαό να προσπαθεί να ξεχυθεί προς την ελευθερία και την ισότητα, και τις δυνάμεις της φεουδαρχίας να συνωμοτούν και να επιβάλλουν τυραννία. Υπό αυτή την έννοια, η άρνηση του τυραννοκτόνου και απελευθερωτικού χαρακτήρα του συμβάντος «Πολυτεχνείο ’73» πλησιάζει, αναλογικά, την άρνηση του Ολοκαυτώματος.
Ταινίες: Παντελής Βούλγαρης, Θεοδόσης Θεοδοσόπουλος
Στο χθεσινό εντιτόριαλ το διεθνές ειδησεογραφικό δίκτυο Bloomberg θέτει ζήτημα παραίτησης του νεοεκλεγέντος προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλωντ Γιούνκερ. Αφορμή, οι πρόσφατες σαρωτικές αποκαλύψεις της Διεθνούς Σύμπραξης Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) για τις ειδικές συμφωνίες του Λουξεμβούργου με εκατοντάδες πολυεθνικές εταιρείες, προκειμένου να αποφύγουν τη φορολόγηση στις χώρες δραστηριοποίησής τους.
Ο επί εικοσαετία πρωθυπουργός του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, πρώην πρόεδρος του Eurogroup, εξελέγη στην κορυφή της Επιτροπής ύστερα από σκληρές διακρατικές διαπραγματεύσεις, υποσχόμενος να σεβαστεί τις επιθυμίες των ισχυρών εταίρων αλλά και να υπερασπιστεί την δoκιμαζόμενη ομοσπονδιακή συνοχή της Ε.Ε. ― υπόσχεση εκ των πραγμάτων υπερφιλόδοξη, εφόσον θα έπρεπε να συγκεράσει την α λα καρτ Ευρώπη της Μ. Βρετανίας, το δόγμα λιτότητας της Γερμανίας, τη δημοσιονομική ευελιξία που ζητούν Γαλλία και Γερμανία, και τις αμείλικτες πραγματικότητες ανεργίας, ύφεσης και αποπληθωρισμού των μικρών κρατών.
Δεν χρειάστηκε όμως καν να αντιμετωπίσει τα τέραστια προβλήματα της Ε.Ε. για να φθαρεί. Το ηθικό και πολιτικό πλήγμα των LuxLeaks είναι τόσο σφοδρό, που απειλεί να θέσει εκτός μάχης τον Ζ.Κ. Γιούνκερ, και πλήττει μαζί του την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη διαδικασία εκλογής ηγετών. Ως εκ τούτου, πρέπει να αναλογιστούμε, κατά τα γνωστά: Ποιος ωφελείται από μια τραυματισμένη, πολιτικά αδύναμη Ευρώπη; Διότι πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι η Ευρώπη περνά μια κρισιμότατη φάση, στην οποία διακυβεύεται η συνοχή της, η επιβίωση του ιστορικού εγχειρήματος ολοκλήρωσης, αλλά και η οικονομική επιβίωση και η αντοχή των δημοκρατιών στα κράτη-μέλη. Επιπλέον, παρ’ όλα τα σφάλματα και την ολιγωρία, η εκλογή του άτυπου πρωθυπουργού της Ε.Ε. έγινε με αυξημένη πολιτική νομιμοποίηση αντλημένη από τις Ευρωεκλογές.
Από μια άλλη όψη όμως, τα LuxLeaks καταδεικνύουν με τεκμήρια ό,τι ήταν ήδη γνωστό: ότι δηλαδή στην καρδιά της Ευρώπης, εκεί όπου όλοι ομνύουν στον υγιή ανταγωνισμό, τη διαφάνεια, την ισοπολιτεία και την ισονομία, ανθούν φορολογικοί παράδεισοι, εις βάρος των εθνικών οικονομιών και της συνολικής ευρωκοινοτικής πίστης. Κατά κάποιον τρόπο, τα LuxLeaks καταδεικνύουν την υποκρισία που κυριαρχεί στην κορυφή της Ε.Ε., αλλά και τον βαθμό εξάρτησης ηγετών και κρατών από τις μεγάλες εταιρείες. Θυμίζουμε ότι κατά το bail in της Κύπρου ακούστηκαν αιτιάσεις για ξέπλυμα χρήματος στις κυπριακές τράπεζες, και την ίδια στιγμή ήταν ευκρινής ο φόβος της Μάλτας και του Λουξεμβούργου, τουλάχιστον, μήπως έρθει η σειρά τους.
Τα LuxLeaks αποκαλύπτουν κι άλλες πληγές: την ασύγγνωστη διαπίδυση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος. Ο ρόλος του διεθνούς λογιστικού οίκου PwC στη σύναψη 548 φορολογικών συμφωνιών για λογαριασμό 342 επιχειρήσεων, κυρίως το διάστημα 2008-2014, δηλαδή μεσούσης της κρίσης που έριξε στον δημοσιονομικό Καιάδα κράτη και λαούς, μάς οδηγεί στα στελέχη που διενήργησαν αυτές τις νομότυπες πλην ανήθικες συμφωνίες. Μπορούν αυτά τα στελέχη, ικανοί τεχνοκράτες κατά τα άλλα, να αναλαμβάνουν κορυφαίες θέσεις δημόσιων λειτουργών στα κράτη που ζημιώνονται από τη φοροαποφυγή;
Στα LuxLeaks καταγράφονται εννέα εταιρείες ελληνικών συμφερόντων· τις φοροευνοϊκές συμφωνίες με το Λουξεμβούργο τις συνήψε ο οίκος PwC, της οποίας επικεφαλής φοροειδικός (senior tax manager) στον ελληνικό κλάδο, έως τον Ιούνιο 2014, ήταν η κ. Αικατερίνη Σαββαΐδου, νυν γενική γραμματέας Δημοσίων Εσόδων διορισμένη από τον υπουργό Οικονομικών. Ευλόγως γεννάται το ερώτημα: Η κ. Σαββαΐδου γνώριζε τις συμφωνίες; Αν ναι, υπάρχει θέμα ασυμβίβαστου ιδιοτήτων και σύγκρουσης συμφερόντων; Αυτά πρέπει να απαντηθούν γρήγορα και πειστικά.
Ολο τον περασμένο χρόνο διαπιστώναμε ότι η πληθωριστική νομοθέτηση, στο πλαίσιο της εφαρμογής μνημονιακών υποχρεώσεων. ενέχει πολλούς κινδύνους, λειτουργικά άσχετους από τον πολιτικό πυρήνα του μνημονίου. Με το πρόσχημα του κατεπείγοντος και με τη μέθοδο των πολυνομοσχεδίων και των εμβόλιμων τροπολογιών, προωθούνται φωτογραφικές διατάξεις προς εξυπηρέτησιν συγκεκριμένων ομάδων ή προσώπων.
Τέτοιες τροπολογίες έχουν επισημανθεί και από βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος: π.χ., το περασμένο καλοκαίρι, ο βουλευτής της ΝΔ Κ. Τζαβάρας είχε επισημάνει διάταξη, μέσα στο νομοσχέδιο για την εργαλειοθήκη ΟΟΣΑ, με την οποία ακυρωνόταν κάθε μελλοντική δίωξη που μπορούσε να ασκηθεί εις βάρος καταχραστών δημοσίου χρήματος, και εξαιρούσε από την ποινική ευθύνη για δωροδοκία όλους τους υπεύθυνους ΝΠΙΔ επιχορηγούμενων από το κράτος. Μετά την ψήφισή του, ο κ. Τζαβάρας μελέτησε το νομοσχέδιο και έσπευσε στον υπουργό Δικαιοσύνης που είχε εισαγάγει την διάταξη: «Τι είναι αυτό το πράγμα, Μπάμπη;» Ο κ. Μπάμπης Αθανασίου ισχυρίσθηκε ότι μπήκε εκ παραδρομής, και με άλλη τροπολογία την κατήργησε. Το περιστατικό είχε περιγράψει στον «Σκάι» η βουλευτής Φωτεινή Πιπιλή, τη δε συγκεκριμένη διάταξη είχε καταγγείλει και η Ενωση Εισαγγελέων. Ο βουλευτής Κ. Τζαβάρας είχε δηλώσει ότι η επίμαχη διάταξη πιθανόν να λειτουργούσε υπέρ των εμπλεκομένων στην υπόθεση Siemens, η οποία εκκρεμεί ακόμη.
Αλλες νομοθετικές ρυθμίσεις δεν εντοπίστηκαν και δεν αποσύρθηκαν. Μία: Στο θερινό τμήμα της Βουλής ψηφίστηκε διάταξη με την οποία ο αρμόδιος υπουργός θα τροποποιεί με απλή απόφαση τα Ρυθμιστικά σχέδια των πόλεων, καταργώντας κάθε αξιολογικό κριτήριο, κάθε διαβούλευση, κάθε θεσμικό ή επιστημονικό όργανο. Αλλη: Με μια εμβόλιμη παράγραφο σε άσχετο (πάντα) νομοσχέδιο επιχειρήθηκε να αφαιρεθεί από τους δικαστικούς λειτουργούς η δυνατότητα να ζητούν άρση τηλεπικοινωνιακού απορρήτου κατά την έρευνα οικονομικών εγκλημάτων.
Πολλές: Προχθές ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρος Ρακιτζής, κατέθεσε στη Βουλή αναλυτική έκθεση με δεκατέσσερις νομοθετικές παρεμβάσεις, που απαλλάσσουν δημόσιους λειτουργούς από ποινικές και αστικές ευθύνες, αναδρομικά ή και μελλοντικά. Σε αντιδιαστολή, η Γενική Γραμματεία Δημοσίων εσόδων ζήτησε από τον γενικό επιθεωρητή να μην υποδεικνύει φορολογικές δράσεις νομικών ή φυσικών προσώπων, εμπελεκομένων σε υποθέσεις διαφθοράς δημόσιων λειτουργών· τον έλεγχο θα τον διεξάγει πλέον η κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών, μέσω «ειδικού συστήματος ανάλυσης κινδύνου».
Προφανώς εγείρεται μέγα θέμα συνταγματικής νομιμότητας και ηθικής τάξεως. Οι βουλευτές, ακουσίως ή εκουσίως, ψηφίζουν νόμους που ξεπλένουν ανομήματα ή δημιουργούν ασπίδα ακαταδίωκτου για μελλοντικές έκνομες ενέργειες. Η δε εκτελεστική εξουσία, όχι μόνο παρανομοθετεί, αλλά επιπλέον απαγορεύει την έρευνα. Αυτός ο τρόπος νομοθετικής αμνήστευσης και ξεπλύματος δεν επιβάλλεται από κανένα μνημόνιο, δεν περιλαμβάνεται στα προαπαιτούμενα για καταβολή δόσεως, και βέβαια δεν τελείται για τη διάσωση της χώρας υπό καθεστώς έκτακτης ανάγκης.
Πολύ περισσότερο που και μόνη η χαοτική, πληθωριστική και ασυνεχής παραγωγή νόμων προκαλεί έμφραγμα στην απονομή δικαιοσύνης, αλλά και στην ομαλή λειτουργία της διοίκησης, της αγοράς και της εθνικής οικονομίας. Το επισήμαναν την περασμένη εβδομάδα, από διαφορετικές αφετηρίες αλλά με παρόμοια αγωνία, η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Εχουμε περιγράψει την κατάσταση ως ασυγχώρητη υποβάθμιση του Κοινοβουλίου, ως παραβίαση της διάκρισης των εξουσίων, ως διαρκή κατάχρηση της εκτελεστικής εξουσίας, ως επικίνδυνη διάχυση αδικίας πάνω στο πάσχον κοινωνικό σώμα, ως κλονισμό της πίστης των πολιτών στη δημοκρατία. Το έχουμε αποκαλέσει και πλιάτσικο επί ερειπίων.