You are currently browsing the category archive for the ‘οικονομία’ category.
Ενώπιον των κεντρικών τραπεζιτών της Ευρώπης, στη Λουκέρνη, τον περασμένο Ιούνιο, ο διαπρεπής καθηγητής του Χάρβαρντ Benjamin Friedman περιγράφει το αδιέξοδο της Ευρώπης και υπενθυμίζει την ιστορία διαγραφών χρέους υπέρ της Γερμανίας στον 20ό αιώνα.
(Στο λινκ, το πλήρες κείμενο της ομιλίας του, από τον ιστότοπο της Bank of International Settlements)
A debt to history?
Tης Gillian Tett
Financial Times, 16.01.2015
As the crucial election looms in Greece later this month, newspapers have been full of pictures of demonstrations (or riots) in Athens. But there is another image hovering in my mind: an elegant dining hall on the shores of Lake Lucerne in Switzerland.
Last summer I found myself in that spot for a conference, having dinner with a collection of central bank governors. It was a gracious, majestic affair, peppered with high-minded conversation. And as coffee was served, in bone-china crockery (of course), Benjamin Friedman, the esteemed economic historian, stood up to give an after-dinner address.
The mandarins settled comfortably into their chairs, expecting a soothing intellectual discourse on esoteric monetary policy. But Friedman lobbed a grenade.
“We meet at an unsettled time in the economic and political trajectory of many parts of the world, Europe certainly included,” he began in a strikingly flat monotone (I quote from the version of his speech that is now posted online, since I wasn’t allowed to take notes then.) Carefully, he explained that he intended to read his speech from a script, verbatim, to ensure that he got every single word correct. Uneasily, the audience sat up.
For a couple of minutes Friedman then offered a brief review of western financial history, highlighting the unprecedented nature of Europe’s single currency experiment, and offering a description of sovereign and local government defaults in the 20th century. Then, with an edge to his voice, Friedman pointed out that one of the great beneficiaries of debt forgiveness throughout the last century was Germany: on multiple occasions (1924, 1929, 1932 and 1953), the western allies had restructured German debt.
So why couldn’t Germany do the same for others? “There is ample precedent within Europe for both debt relief and debt restructuring . . . There is no economic ground for Germany to be the only European country in modern times to be granted official debt relief on a massive scale and certainly no moral ground either.
“The supposed ability of today’s most heavily indebted European countries to reduce their obligations over time, even in relation to the scale of their economies, is likely yet another fiction,” he continued, warning of political unrest if this situation continued.
There was a frozen silence. Indeed, the room was so stunned that when the conference organisers asked for questions, barely anyone moved. Friedman did not name Greece in particular. But everyone knew what he meant. And while central bankers are normally a genteel, collegiate breed who go to great lengths to avoid causing any offence to each other, Friedman had exposed a deep divide.
To many of the Germans and representatives of other northern European nations present that night, it seemed outrageous — if not immoral — for anyone to suggest that Greece’s debts be written off. After all, they muttered over their coffee, Athens was mired in years of corruption and bureaucratic incompetence, if not fraud. “How can you forgive debt when a country has a retirement age of 50?” one official observed.
Officials from Europe’s periphery nations were even more indignant. To them, Germany faced a moral duty to help places such as Greece, given the aid that it had previously enjoyed (and which Friedman so obligingly listed). In any case, with a debt to GDP ratio reaching 175 per cent, it seemed impossible to see how the country could ever pay off its debts — even if it tried.
. . .
Either way, what became clear that night was that the question of how to handle Greece is a deeply emotional issue, not just a matter of economics — even (or especially) among central bankers. In one sense, that is no surprise.
As David Graeber noted in his seminal book Debt: The First 5,000 Years, credit is a social and political construct. And whenever societies have operated in the past with few constraints on how much credit they can create, this has invariably caused debt to spiral until it either triggered social implosions or the society has used rituals to forgive that debt. In the past, there have been many such safety valves, be it the debt jubilees used in biblical Israel or the practice of “wiping the slate clean” (that recorded debts) in ancient Mesopotamia.
The problem in Europe today, however, is that it is unclear who has the power to wipe the slate clean. For while the western allies had enough control of Germany to restructure its debt after the second world war, power is diffused today in a more muddled and muddied way. Meanwhile, the idea of forgiving debt has acquired so many moral overtones that Americans struggle to accept mortgage write-offs, as the economists Atif Mian and Amir Sufi note in their recent book House of Debt. And in Europe, Friedman thinks that the mood is so punitive that it is akin to the 19th-century “retributive philosophy” that created debtors prisons. Default is deemed immoral.
But the longer that Greece writhes under that debt burden, the more that passions get inflamed — on all sides. Even inside the sombre halls of central banks. Perhaps it is time for someone to distribute Graeber’s book more widely among Europe’s central bankers. Luckily, it is now available in both German — and Greek.
Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας είναι φυσικό να στρέφουν το ενδιαφέρον μας στο εσωτερικό, με κίνδυνο να απομονώσουμε τα εγχώρια προβλήματα και τις πιθανές τους λύσεις από το ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Αρκεί εντούτοις μια προσεκτική ανάγνωση του διεθνούς τύπου και των αναλύσεων των μεγάλων οίκων, μαζί με τις πρόσφατες διαπιστώσεις του ΟΟΣΑ και think tanks μέσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να αντιληφθούμε ότι ολόκληρη η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμο σταυροδρόμι.
Καταρχάς οι επίσημες φωνές. Πριν από τρεις μήνες, ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του χαρακτήρισε την ανάκαμψη στην ευρωζώνη «απογοητευτική»: επεσήμανε τις ισχυρές τάσεις αποπληθωρισμού και την αδύναμη ζήτηση και εμμέσως, πλην σαφώς, ζήτησε τόνωση της ζήτησης στην ευρωζώνη. Με λίγα λόγια, ο ΟΟΣΑ καλεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λάβει μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή αυτό που έχει εξαγγείλει ο Μάριο Ντράγκι, βαλλόμενος από την γερμανική ορθοδοξία: αγορά κρατικών ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, δηλαδή «έκδοση» χρήματος, έως ένα τρισ. ευρώ σε πρώτη φάση.
Η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ αναμένεται προς το τέλος Ιανουαρίου ή αρχές Μαρτίου. Την κίνηση αυτή οι αγορές την έχουν προεξοφλήσει προς το παρόν, γι΄αυτό δεν βλέπουμε καμία ουσιαστική άνοδο των επιτοκίων στα ομόλογα Ισπανίας και Ιταλίας. Αντιθέτως, η προειδοποίηση Ντράγκι προς Ελλάδα και Κύπρο, ότι θα περιληφθούν στην ποσοτική χαλάρωση μόνο αν υπάγονται σε πρόγραμμα επιτήρησης, δεν προστατεύει τα ελληνικά ομόλογα, εξ ου και τα επιτόκια ξεπέρασαν το 9%.
Αστάθεια άρα παράγεται και από πολλούς εξωγενείς διεθνείς παράγοντες, που παράγουν πολιτική, προωθητική ή ανασταλτική λύσεων. Η πολιτική Ντράγκι κινείται προς μια συμβατική λύση, προς τη νομισματική επέκταση και την τραπεζική ένωση· η πολιτική του Βερολίνου επιμένει αντιθέτως στο μείγμα δημοσιονομικής λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, παρότι αυτό δεν έχει επιτύχει και η Ευρώπη βυθίζεται σε ύφεση και αποπληθωρισμό.
Η απειλή για τη σταθερότητα της Ευρώπης, κατά την εξαετία της κρίσης μετά το 2008, δεν προέρχεται από την αναδυόμενη πολιτική βούληση για αλλαγή στρατηγικής, αλλά από την ακολουθούμενη πρακτική των αναβολών και, ακόμη χειρότερα, από το εφαρμοζόμενο δόγμα λιτότητας. Αυτές τι μέρες, η Task Force για τις επενδύσεις στην ΕΕ, αποτελούμενη από εκπροσώπους της ΕΕ, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των κρατών-μελών, δημοσίευσαν την έκθεσή τους για το περίφημο επενδυτικό σχέδιο Γιούνκερ. Διαπιστώνεται και εκεί η παρατεινόμενη κρίση ζήτησης και η συνεπαγόμενη αναστολή επενδύσεων: «Οι εταιρείες και τα νοικοκυριά έχουν αναστείλει τις δαπάνες τους και περιμένουν να δουν τι γίνεται… Η έλλειψη εμπιστοσύνης του ιδιωτικού τομέα προς τη μελλοντική ζήτηση αναστέλλει το μετασχηματισμό των αποταμιευμένων κεφαλαίων σε παραγωγικά κεφάλαια».
Η παραγωγική οικονομία έχει ξεμείνει από ρευστότητα, τα νοικοκυριά το ίδιο, το τραπεζικό σύστημα στέκει παγωμένο και ανολοκλήρωτο, οι κοινωνίες στενάζουν και εξεγείρονται: αυτή η περιγραφή δεν αφορά πια μόνο την Ελλάδα, αλλά και την Ιταλία, την Ισπανία, το Βέλγιο… Ειδικά στην Ελλάδα, πέρα από την εξαετή ύφεση και την οδυνηρή ανεργία, ο επί 21 μήνες συνεχιζόμενος αποπληθωρισμός τινάζει στον αέρα κάθε πρόβλεψη προϋπολογισμού και σχέσης του χρέους προς το ΑΕΠ. Ταυτόχρονα δεν μεταγγίζονται ούτε καν μικρά κεφάλαια σποράς (seed capital) στις νεοφυείς επιχειρήσεις καινοτομίας και έρευνας (1 στις 80 σχετικές αιτήσεις ικανοποιήθηκαν το 2013), πόσο μάλλον κεφάλαια κινήσεως ή ανάπτυξης στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Σε αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο πρέπει να δούμε τις ελληνικές εξελίξεις.
Πολλές όψεις, όχι όλες, του ελληνικού προβλήματος είναι αμιγώς ευρωπαϊκές, πηγάζουν από την κεντρική πολιτική στην ευρωζώνη, γι΄ αυτό άλλωστε εμφανίζονται και στις μεγάλες χώρες του πυρήνα. Τυπικό παράδειγμα, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο των μέτρων που επιχειρούν να εφαρμόσουν η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση, συμμορφούμενες στις επιταγές της Επιτροπής. Είναι ο δυσπρόσιτος στόχος του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, ο οποίος προσκρούει όχι μόνο στα συνδικάτα αλλά και σε στελέχη του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.
Καθ’ όμοιο τρόπο, ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς επιχειρεί να απελευθερώσει την αγορά και να ανοίξει επαγγέλματα: να ανοίγουν τα μαγαζιά δεκαπέντε Κυριακές, αντί για πέντε που ισχύει τώρα, και να διευρυνθεί το ωράριο λειτουργίας σε περιοχές με υψηλή τουριστική κίνηση. Επίσης να ανοίξουν τα κλειστά επαγέλματα του δικηγόρου και του συμβολαιογράφου. Τις μεταρρυθμίσεις απειλούν να καταψηφίσουν οι βουλευτές της αριστερής πτέρυγας των κυβερνώντων σοσιαλιστών.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι χώρες αφενός απειλούνται με κυρώσεις από την Επιτροπή για παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας, αφετέρου, κινδυνεύουν από την πολιτική αστάθεια, λόγω μεταρρυθμίσεων.
Η Ελλάδα, αναγκασμένη και από το Μνημόνιο, έχει νομοθετήσει και εφαρμόσει πολλές από τις εν λόγω μεταρρυθμίσεις. Οι εργασιακές σχέσεις και τα ωράρια έγιναν ευέλικτα, η μερική απασχόληση θεσμοθετήθηκε, τα μαγαζιά ανοίγουν περισσότερες ώρες. Σε κάποιους τομείς η Ελλάδα πρωτοπορεί.
Ποιο το αποτέλεσμα; Το περιέγραψε προχθές η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), στην ετήσια έκθεση που εκπόνησε το θυγατρικό του Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών. Σύμφωνα με την έκθεση, τα νέα για όσους ακόμη έχουν εργασία, δεν είναι ενθαρρυντικά: η μερική απασχόληση διπλασιάστηκε ως προς το 2008, η προσωρινή απασχόληση αυξήθηκε 28% σε ένα χρόνο, το 18% των εργαζόμενων στο εμπόριο δουλεύουν επτά ημέρες την εβδομάδα, οι απλήρωτες υπερωρίες φτάνουν το 63% των περιπτώσεων. Παράλληλα έχει γενικευτεί το φαινόμενο οι εργαζόμενοι να δηλώνονται ως μερικής απασχόλησης και να δουλεύουν πλήρη ωράρια, για να μην καταβάλλονται πλήρεις ασφαλιστικές εισφορές. Δηλαδή, μεγάλο μέρος της εργασίας μετατρέπεται σε γκρίζα. Το Ινστιτούτο συμπεραίνει: «Η αγορά εργασίας στον κλάδο του εμπορίου απορρυθμίζεται λόγω μεταβολών στο θεσμικό πλαίσιο, αλλά κι εξαιτίας δύο αδυναμιών: Οι εργοδότες αδυνατούν να καταβάλουν τους μισθούς και πολύ περισσότερο τις υπερωρίες, και οι μισθωτοί δεν αντιδρούν φοβούμενοι μη χάσουν τη δουλειά τους ή μήπως διακοπεί η λειτουργία της επιχείρησης».
Είναι προφανές ότι η τέτοια επιδείνωση της εργασίας στην Ελλάδα οφείλεται και στη μεγάλη και πολύχρονη ύφεση, σε συνδυασμό με την επί τετραετία δημοσιονομική λιτότητα. Καμία παρόμοια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε περιβάλλον βαθιάς ύφεσης και λιτότητας. Ωστόσο η ίδια μεταρρυθμιστική συνταγή πάει να εφαρμοστεί στην Ιταλία, που εισέρχεται σε ύφεση, και στη Γαλλία, που βρίσκεται σε στασιμότητα και κάμψη. Με ποιες διαφορετικές προσδοκίες άραγε; Καμία βάσιμη προσδοκία δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αντιθέτως, φαίνεται ότι όλο το ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα σύρεται σε τροχιά απίσχνασης όχι μόνο του κόσμου της εργασίας αλλά και της οικονομικής ανάπτυξης.
Οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις αγοράς και εργασίας αποσκοπούν στην αύξηση της προσφοράς, ενώ το μέγα πρόβλημα φαίνεται να είναι η αδύναμη ή ανύπαρκτη τόνωση της ζήτησης, εφόσον λείπει η ρευστότητα στα νοικοκυριά. Αναμένεται με αγωνία, η μεγάλη κίνηση του Μ. Ντράγκι, για ποσοτική χαλάρωση στο τέλος Ιανουαρίου, η οποία εκτιμάται ότι θα ελαφρώσει τα κρατικά χρέη και θα απελευθερώσει ρευστό.
Πρώτες σκέψεις, χθες βράδυ, 9-11 μμ, εκφωνημένες στα ερτζιανά:
1. Οι δανειστές σπρώχνουν άλλη μια κυβέρνηση στον γκρεμό, κατ’ αναλογίαν με το φθινόπωρο 2011, όταν στην Ελλάδα επεβλήθη η υπερψήφιση και ολολκλήρωση του PSI, από κυβέρνηση ειδικού σκοπού.
2. Την ώρα που το Eurogroup έδινε δίμηνη παράταση, η κυβέρνηση επέσπευσε την προεδρική εκλογή. Ωστε στο δίμηνο, αν ψηφιστεί πρόεδρος, να χωρέσουν
(α) η επιβολή των υπολειπόμενων μέτρων
(β) η επιβολή των όρων-μέτρων για το δεύτερο Μνημόνιο-Πιστωτική Γραμμή Στήριξης κλπ.
3. Τούτων δοθέντων:
Υπερψήφιση Προέδρου ισοδυναμεί με Υπερψήφιση μέτρων και Μνημονίου 2.
4. Αν δεν ψηφιστεί πρόεδρος, τότε η διπλή εκκρεμότητα των δανειστών μεταφέρεται στην επόμενη κυβέρνηση. Το πλαίσιο έχει τεθεί.
5. Ο όλος χειρισμός του ελληνικού προβλήματος διεξάγεται εν μέσω πανευρωπαϊκής θύελλας:
5α. Στην Ιταλία, υποβαθμισμένη ήδη πιστοληπτικά σε ΒΒΒ, φουντώνει η ρητορική για Italexit.
5β. Η Μέρκελ επικρίνει Γαλλία και Ιταλία για ατελή μέτρα λιτότητας. Γαλλία και Ιταλία αντιδρούν.
5γ. Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί την ευρωζώνη για ύφεση και αποπληθωρισμό και υποδεικνύει αλλαγή πλεύσης.
5δ. Το σημαντικότερο ίσως: Ο Ντράγκι της ΕΚΤ υπαινίσσεται ότι θα συνεχίσει την ποσοτική χαλάρωση ακόμη και χωρίς την ομόφωνη γνώμη όλων των μελών του Συμβουλίου του (δλδ των Γερμανών).
Αρχές Ιανουαρίου πιθανότατα θα δούμε αγορά ιταλικών ομολόγων.
6. Δυστυχώς, υπό αυτές τις συνθήκες, το πρόσωπο του Προέδρου καταλήγει να μην έχει σημασία.
Η πρόσφατη πώληση των μεγάλων περιφερειακών αεροδρομίων και η επικείμενη αύξηση του ΦΠΑ στις τουριστικές υπηρεσίες και στα νησιά είναι δύο πράξεις, που η καθεμιά με τον τρόπο της και σε διαφορετικό βάθος χρόνου, θα επηρεάσουν καταλυτικά την εξέλιξη του τουρισμού, πιθανότατα προς δυσμενείς κατευθύνσεις.
Η πώληση για 50 (40 συν 10) χρόνια των δεκατεσσάρων μεγαλύτερων αεροδρομίων της χώρας, πλην «Ελ. Βενιζέλου», περιγράφτηκε ως η μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση του ΤΑΙΠΕΔ, αυτή που πέτυχε μεγαλύτερο τίμημα από το εκτιμώμενο, και ότι η Ελλάδα προσελκύει τους επενδυτές. Πράγματι η πλειοδότρια κοινοπραξία πρόσφερε 1,234 δισ. ευρώ, όταν η ελάχιστη αποτίμηση των συμβούλων PWC και Citibank ήταν υποπολλαπλάσια, έφτανε μόλις τα 350 εκατ. ευρώ. Γιατί φάνηκαν τόσο γενναιόδωροι οι μέτοχοι της ελληνογερμανικής κοινοπραξίας Fraport – Slentel; Και ποιο είναι το απόκτημα;
Κατ’ αρχάς, ποια είναι η κοινοπραξία; Από ελληνικής πλευράς συμμετέχει ο όμιλος Κοπελούζου, τον έλεγχο όμως της κοινοπραξίας έχει ο γερμανικός όμιλος Fraport, στον οποίο συμμετέχουν με πλειοψηφικά πακέτα το γερμανικό κρατίδιο της Εσσης (31,35%) και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Εσσης (20,2%), και ακολουθούν η αεροπορική εταιρεία Lufthansa (8,45%), η αυστραλιανή επενδυτική εταιρεία Rare Infrastructure Limited (5,27%) και άλλοι μέτοχοι (34,91%). Αρα η Fraport, ειδικευμένη διεθνώς στη διαχείριση και εκμετάλλευση αεροδρομίων, είναι εταιρεία συμφερόντων του γερμανικού Δημοσίου. Σημειώνεται επιπλέον ότι τεχνικός σύμβουλος του ΤΑΙΠΕΔ στις ιδιωτικοποιήσεις αερολιμένων από το 2012 είναι η Lufthansa Consulting, θυγατρική του ομώνυμου ομίλου: ο σύμβουλος γίνεται και αγοραστής. Με δύο λόγια, πρόκειται για μια ιδιότυπη μετα-κρατικοποίηση, δηλαδή για μεταφορά των αεροδρομίων από τον έλεγχο του ελληνικού Δημοσίου στο γερμανικό Δημόσιο, κατ’ αναλογίαν της παλαιότερης μεταβίβασης του ΟΤΕ στην Deutsche Telekom.
Ποια αεροδρόμια τίθενται υπό γερμανικό έλεγχο; Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Χανιά, Μύκονος, Σαντορίνη, Ρόδος, Κως, Σάμος, Μυτιλήνη, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος, Ακτιο, Καβάλα και Σκιάθος. Δηλαδή, τα μεγαλύτερα και πιο νευραλγικά της χώρας -όχι μόνο για τον τουρισμό-, ουσιαστικά όλο το δίκτυο μεγάλων αερολιμένων, πλην του «Ελ. Βενιζέλος» των Αθηνών.
Μερικές παρατηρήσεις: Ολα τα αεροδρόμια, πλην ολίγων, παρουσιάζουν κερδοφορία· τα ελλειμματικά βοηθούνται από τα κερδοφόρα. Η λειτουργία τους δεν επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά. Εξυπακούεται ότι η ανταγωνιστική λειτουργία των αεροδρομίων είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για μια εθνική στρατηγική ανάπτυξης στον τουρισμό και τη διατήρηση πλεονεκτημάτων έναντι του ανταγωνισμού. Η πώληση ενός στρατηγικού τομέα, μη ζημιογόνου, μπορεί να αφήσει το ελληνικό κράτος χωρίς εργαλεία σχεδιασμού και εφαρμογής πολιτικής. Παράδειγμα: στη σύμβαση παραχώρησης προβλέπεται αύξηση των «λιμανιάτικων», η οποία θα επιβαρύνει συστοίχως την τιμή των ναύλων, έως διπλασιασμού. Η αύξηση των τελών και ναύλων ευλόγως θα επηρεάζει δυσμενώς την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Υπενθυμίζουμε την αποτυχία του «Ελ. Βενιζέλος», αρχικά υπό τον έλεγχο της γερμανικής Hochtief, να γίνει ταξιδιωτικός κόμβος εξαιτίας ακριβώς των ακριβών τελών.
Η Γερμανία από την έναρξη των ιδιωτικοποιήσεων έχει δείξει αυξημένο ενδιαφέρον για τις ελληνικές υποδομές, και ο έλεγχος των αεροδρομίων εμπίπτει στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της για διεύρυνση του οικονομικού της χώρου, σχεδιασμοί που έλκουν την καταγωγή τους από τον 19ο και τον 20ό αιώνα.
Ο άμεσος κίνδυνος όμως για τον τουρισμό θα προκύψει από την επιβαλλόμενη αύξηση του ΦΠΑ: από 6,5% σε 13%. Ο διπλασιασμός του φόρου απομειώνει την αξία των ήδη κλεισμένων πακέτων, εξασθενεί την ανταγωνιστικότητα του εγχώριου προϊόντος έναντι της εκτός Ευρωζώνης Τουρκίας, ακόμη και έναντι της Ισπανίας και της Ιταλίας, είναι δε βέβαιο ότι θα εκτοξεύσει τη φοροδιαφυγή.
H πιθανότερη εξέλιξη στη διαπραγμάτευση με την τρόικα είναι η ψήφιση των προτεινόμενων μέτρων, μαζί με τον προϋπολογισμό τροποποιημένο. Στα μέτρα περιλαμβάνονται δυσβάστακτα βάρη 2,5-3 δισ. ευρώ επί ενός πληθυσμού κατάκοπου και μιας οικονομίας αφυδατωμένης. Περιλαμβάνονται αύξηση του ΦΠΑ σε φάρμακα, βιβλία, τύπο, τουριστικές υπηρεσίες, παραμεθόριες περιοχές, νησιά, αναστολή συνταξιοδότησης προ των 62 ετών, κατάργηση της προσφάτως ψηφισμένης ρύθμισης για τις 100/72 δόσεις σε ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Η τρόικα υποχρεώνει την ελληνική κυβέρνηση να πει στους πολίτες ότι όλες οι θυσίες της τετραετίας δεν έχουν πιάσει τόπο, δεν αρκούν, απαιτούνται κι άλλες θυσίες, χωρίς ορίζοντα εξόδου. Δυστυχώς, ο πυρήνας και αυτών των μέτρων βρίσκεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα και στο Μνημόνιο, αυτά που ψήφισαν αλλά δεν διάβασαν τότε και νυν υπουργοί. Και δυστυχώς, πάλι μια ελληνική κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια νέα φοροεπιδρομή, ουσιαστικά να σβήσει το φως διεξόδου, να σβήσει την προσδοκία ενός τέλους στο μαρτύριο. Σαν να μην πέρασαν τεσσεράμισι χρόνια από την αποφράδα ημέρα του Καστελόριζου.
Περισσότερο και από το υλικό κόστος, αυτό που βαραίνει πια περισσότερο είναι η ψυχική καταστολή, η βίαιη αφαίρεση ενός βιώσιμου, ανεκτού μέλλοντος. Το πρόγραμμα διάσωσης εγκαθίσταται στις συνειδήσεις ως ατελεύτητο σισύφειο μαρτύριο – αυτό συνιστά απειλεί για την κοινωνική συνοχή και κινητοποιεί βίαιες ανανοηματοδοτήσεις. Ποιο νόημα έχουν πια οι λέξεις «μεταρρύθμιση», «ευρωπαϊκό κεκτημένο»;
Στην Κύπρο το bail in βιώθηκε με ανάκληση του τραύματος της εισβολής του ’74. Η συλλογική συνείδηση έτσι δρα, με συσχετισμούς α-τυπικούς, πλην όμως ισχυρούς. Υπό αυτή την έννοια, η παράταση του σισύφειου μαρτύριου και η αφαίρεση της προοπτικής πώς μπορούν να βιωθούν, ποια μορφή συνείδησης θα δημιουργηθεί; Είναι σαν οι δανειστές-εταίροι να ωθούν το λεγόμενο ελληνικό, μα ουσιαστικά ευρωπαϊκό, πρόβλημα σε μια γεωπολιτική μαύρη τρύπα.
Εχουμε ξανασυζητήσει το θέμα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων: τι είναι, με ποια κριτήρια αποφασίζονται, σε τι αποσκοπούν, ποιες μελέτες σκοπιμότητας και προσδοκώμενων οφελών έχουν προηγηθεί. Εμπειρικά, από την τετραετία των μεταρρυθμίσεων, μπορούμε να συνάγουμε ότι πολλές έχουν διαφημιστεί, πολλές έχουν ψηφιστεί, λίγες έχουν εφαρμοστεί χωρίς εν συνεχεία τροποποιήσεις, και ελάχιστες από αυτές έχουν βελτιώσει τη ζωή των πολιτών ή τις συνθήκες λειτουργίας επιχειρήσεων και επαγγελματιών. Οι μόνες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ακαριαία είναι όσες αφορούν βαρύτερη φορολόγηση, άμεση ή έμμεση.
Αρκετές μεταρρυθμίσεις μάλιστα όχι μόνο δεν βελτιώνουν τίποτε, αλλά απορρυθμίζουν επί τα χείρω. Οι προωθούμενες αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας λ.χ. περιγράφονται ως επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης, στα αστικά δικαστήρια, αίτημα που έχει διατυπωθεί συχνά από πολίτες, επιχειρηματίες, αλλά και από δικηγόρους και δικαστές. Είναι όμως έτσι; Την περασμένη εβδομάδα, οι πρόεδροι των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, συνεπικουρούμενοι, για πρώτη φορά, από τους προέδρους των ενώσεων δικαστών, εξήγησαν πώς οι επιχειρούμενες αλλαγές στον Κώδικα αλλάζουν δραματικά το δικαιικό περιβάλλον προς ζημίαν του πολίτη αλλά και του δημοσίου συμφέροντος.
Ο νομικός κόσμος υποστηρίζει ότι, εν ονόματι της «οικονομίας της δίκης» καταργείται ουσιαστικά η εξέταση μαρτύρων και η προφορική συζήτηση· η δίκη διεξάγεται με έγγραφα, βάσει ενός «προτύπου δίκης», ακόμη και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των δικηγόρων τους.
Ουσιαστικά, πρόκειται για περιστολή των δικαιωμάτων των πολιτών, η οποία αναδεικνύεται και σε κάποιες κρίσιμες λεπτομέρειες του νομοσχεδίου για τη διαδικασία πτωχεύσεων και αποζημιώσεων στην αναγκαστική εκτέλεση. Εως τώρα, από την εκπλειστηριαζόμενη περιουσία μιας πτωχευμένης επιχείρησης, προτεραιότητα στην ικανοποίηση απαιτήσεων είχαν οι εργαζόμενοι και τα ασφαλιστικά ταμεία. Ακολούθως και εφόσον είχαν ικανοποιηθεί αυτοί, από το υπόλοιπο ικανοποιούνταν ο ενυπόθηκος δανειστής (κατά κανόνα, τράπεζες) και το Δημόσιο. Στον νέο Κώδικα, προβλέπεται το αντίθετο: το πλειστηρίασμα διαιρείται εξαρχής και προηγείται η τράπεζα, λαμβάνοντας το 65%, ενώ οι εργαζόμενοι, το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία μαζί λαμβάνουν το 25%, και το 10% λαμβάνουν οι προμηθευτές. Δηλαδή, η τράπεζα που επένδυσε εν γνώσει του ρίσκου, αποζημιώνεται με τη μερίδα του λέοντος, έναντι των εργαζομένων που ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται, του Δημοσίου που έπρεπε να εισπράττει φόρους και των ταμείων που έπρεπε να εισπράττουν εισφορές.
Ο νομοθέτης διευκολύνει την τράπεζα να ελαχιστοποιεί το ρίσκο της, και ταυτόχρονα θεσπίζει ότι η εργασία εμπεριέχει ρίσκο και επισφάλεια, άρα και τιμωρία! Είναι εντυπωσιακό επίσης ότι ο νομοθέτης βάζει σε δεύτερη μοίρα ακόμη και τα συμφέροντα του κράτους και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό το επισημαίνει προσφυώς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στην έκθεσή του: «…ενδέχεται να προκληθεί απώλεια εσόδων του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, λόγω της αποδυνάμωσης των ισχυόντων σήμερα προνομίων τους στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης». Τι λένε επ’ αυτού οι εισηγούμενοι υπουργοί Δικαιοσύνης και Οικονομικών; «Η εν λόγω απώλεια εσόδων θα αναπληρώνεται από άλλες πηγές εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού κατά περίπτωση»! Ητοι, θα μπαίνουν φόροι κατά περίπτωση…
Η αλλαγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχει και άλλα τρωτά ή μαχητά σημεία. Το αναφερθέν παράδειγμα όμως συνοψίζει τον μεταρρυθμιστικό πυρετό: προνόμια για τις τράπεζες, υποχρεώσεις και ρίσκο για τους εργαζόμενους, ζημίες για το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Η εναντίωση δικηγόρων και δικαστών δεν είναι συντεχνιασμός, είναι υπεράσπιση του δικαιικού πολιτισμού, της ισονομίας και της ισοπολιτείας.
Στο χθεσινό εντιτόριαλ το διεθνές ειδησεογραφικό δίκτυο Bloomberg θέτει ζήτημα παραίτησης του νεοεκλεγέντος προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλωντ Γιούνκερ. Αφορμή, οι πρόσφατες σαρωτικές αποκαλύψεις της Διεθνούς Σύμπραξης Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) για τις ειδικές συμφωνίες του Λουξεμβούργου με εκατοντάδες πολυεθνικές εταιρείες, προκειμένου να αποφύγουν τη φορολόγηση στις χώρες δραστηριοποίησής τους.
Ο επί εικοσαετία πρωθυπουργός του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, πρώην πρόεδρος του Eurogroup, εξελέγη στην κορυφή της Επιτροπής ύστερα από σκληρές διακρατικές διαπραγματεύσεις, υποσχόμενος να σεβαστεί τις επιθυμίες των ισχυρών εταίρων αλλά και να υπερασπιστεί την δoκιμαζόμενη ομοσπονδιακή συνοχή της Ε.Ε. ― υπόσχεση εκ των πραγμάτων υπερφιλόδοξη, εφόσον θα έπρεπε να συγκεράσει την α λα καρτ Ευρώπη της Μ. Βρετανίας, το δόγμα λιτότητας της Γερμανίας, τη δημοσιονομική ευελιξία που ζητούν Γαλλία και Γερμανία, και τις αμείλικτες πραγματικότητες ανεργίας, ύφεσης και αποπληθωρισμού των μικρών κρατών.
Δεν χρειάστηκε όμως καν να αντιμετωπίσει τα τέραστια προβλήματα της Ε.Ε. για να φθαρεί. Το ηθικό και πολιτικό πλήγμα των LuxLeaks είναι τόσο σφοδρό, που απειλεί να θέσει εκτός μάχης τον Ζ.Κ. Γιούνκερ, και πλήττει μαζί του την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη διαδικασία εκλογής ηγετών. Ως εκ τούτου, πρέπει να αναλογιστούμε, κατά τα γνωστά: Ποιος ωφελείται από μια τραυματισμένη, πολιτικά αδύναμη Ευρώπη; Διότι πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι η Ευρώπη περνά μια κρισιμότατη φάση, στην οποία διακυβεύεται η συνοχή της, η επιβίωση του ιστορικού εγχειρήματος ολοκλήρωσης, αλλά και η οικονομική επιβίωση και η αντοχή των δημοκρατιών στα κράτη-μέλη. Επιπλέον, παρ’ όλα τα σφάλματα και την ολιγωρία, η εκλογή του άτυπου πρωθυπουργού της Ε.Ε. έγινε με αυξημένη πολιτική νομιμοποίηση αντλημένη από τις Ευρωεκλογές.
Από μια άλλη όψη όμως, τα LuxLeaks καταδεικνύουν με τεκμήρια ό,τι ήταν ήδη γνωστό: ότι δηλαδή στην καρδιά της Ευρώπης, εκεί όπου όλοι ομνύουν στον υγιή ανταγωνισμό, τη διαφάνεια, την ισοπολιτεία και την ισονομία, ανθούν φορολογικοί παράδεισοι, εις βάρος των εθνικών οικονομιών και της συνολικής ευρωκοινοτικής πίστης. Κατά κάποιον τρόπο, τα LuxLeaks καταδεικνύουν την υποκρισία που κυριαρχεί στην κορυφή της Ε.Ε., αλλά και τον βαθμό εξάρτησης ηγετών και κρατών από τις μεγάλες εταιρείες. Θυμίζουμε ότι κατά το bail in της Κύπρου ακούστηκαν αιτιάσεις για ξέπλυμα χρήματος στις κυπριακές τράπεζες, και την ίδια στιγμή ήταν ευκρινής ο φόβος της Μάλτας και του Λουξεμβούργου, τουλάχιστον, μήπως έρθει η σειρά τους.
Τα LuxLeaks αποκαλύπτουν κι άλλες πληγές: την ασύγγνωστη διαπίδυση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος. Ο ρόλος του διεθνούς λογιστικού οίκου PwC στη σύναψη 548 φορολογικών συμφωνιών για λογαριασμό 342 επιχειρήσεων, κυρίως το διάστημα 2008-2014, δηλαδή μεσούσης της κρίσης που έριξε στον δημοσιονομικό Καιάδα κράτη και λαούς, μάς οδηγεί στα στελέχη που διενήργησαν αυτές τις νομότυπες πλην ανήθικες συμφωνίες. Μπορούν αυτά τα στελέχη, ικανοί τεχνοκράτες κατά τα άλλα, να αναλαμβάνουν κορυφαίες θέσεις δημόσιων λειτουργών στα κράτη που ζημιώνονται από τη φοροαποφυγή;
Στα LuxLeaks καταγράφονται εννέα εταιρείες ελληνικών συμφερόντων· τις φοροευνοϊκές συμφωνίες με το Λουξεμβούργο τις συνήψε ο οίκος PwC, της οποίας επικεφαλής φοροειδικός (senior tax manager) στον ελληνικό κλάδο, έως τον Ιούνιο 2014, ήταν η κ. Αικατερίνη Σαββαΐδου, νυν γενική γραμματέας Δημοσίων Εσόδων διορισμένη από τον υπουργό Οικονομικών. Ευλόγως γεννάται το ερώτημα: Η κ. Σαββαΐδου γνώριζε τις συμφωνίες; Αν ναι, υπάρχει θέμα ασυμβίβαστου ιδιοτήτων και σύγκρουσης συμφερόντων; Αυτά πρέπει να απαντηθούν γρήγορα και πειστικά.
Πόσο ζυγίζει μια τράπεζα; Πόσο ζυγίζει ένα κράτος; Στη ζυγαριά του Ζαν Κλωντ Τρισέ, τέως προέδρου της ΕΚΤ, τα συμφέροντα των τραπεζών βάραιναν αποφασιστικά περισσότερο από τα συμφέροντα των κρατών και των πολιτών τους. Και με αυτή τη λογική ενήργησε στον χειρισμό της κρίσης σε Ελλάδα και Ιρλανδία, όπως αποκαλύπτουν οι εκβιαστικές επιστολές του προς τις κυβερνήσεις των χωρών, τη διετία 2010-11 («Καθημερινή», χθες και 9.3.2014).
Οι επιστολές επιβεβαιώνουν όσα έχουν υποστηρίξει αναλυτές και πολιτικοί ηγέτες: η Ελλάδα και η Ιρλανδία θυσιάστηκαν για να μην πληγούν οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που είχαν επενδυτικές θέσεις στο ελληνικό κρατικό χρέος και στις ιρλανδικές τράπεζες.
Οι τέτοιες παρεμβάσεις ενός κεντρικού τραπεζίτη, πρακτικά μη ελεγχόμενου πολιτικά και εκτός λογοδοσίας, πρέπει να εξεταστούν πολλαπλώς:
Πρώτον, δείχνουν έναν διευρωπαϊκό οργανισμό, την ΕΚΤ, τυπικά αρμόδιο για το κοινό νόμισμα και την λειτουργία των τραπεζών, να επιβάλλει εξωθεσμικά δημοσιονομική πολιτική και κατ’ επέκτασιν να επηρεάζει αποφασιστικά την ιστορική πορεία των κρατών-μελών του Ευρωσυστήματος.
Δεύτερον, εκ του αποτελέσματος: οι κινήσεις της ΕΚΤ, δειλές ή καθυστερημένες, δεν απέτρεψαν την κρίση· μετακύλησαν το κόστος στα κράτη και έσπρωξαν την Ευρωζώνη σε καθοδική πορεία ύφεσης και αρνητικού πληθωρισμού.
Τρίτον, παρατηρείται μια κρίσιμη μετατόπιση ισχύος στην Ευρώπη: οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί επιβάλλουν τη θέλησή τους σε ευρωπαϊκούς θεσμούς και κυβερνήσεις. Αυτή η τελευταία παρατήρηση ενισχύεται θλιβερά από τις χθεσινές αποκαλύψεις των LuxLeaks για τις μυστικές συμφωνίες του Λουξεμβούργου με 343 πολυεθνικές για φοροαποφυγή στις χώρες καταγωγής τους. Υπεύθυνος του φορολογικού παραδείσου στην καρδιά της Ευρώπης, ο νυν Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, ταγμένος, κατά τα άλλα, να πολεμά την φοροδιαφυγή και να προστατεύει τον υγιή ανταγωνισμό στα κυρίαρχα κράτη-μέλη της Ενωσης.
Η κρίση στην Ευρώπη εξελίσσεται ραγδαία σε πολιτική και ηθική, εκτός από οικονομική.
Τα αποτελέσματα των δοκιμασιών (stress tests) των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών, που διεξήγαγαν οι ΕΒΑ και ΕCB, παρουσιάζονται σαν μισογεμάτο ή μισοάδειο ποτήρι. Λόγου χάριν, διεθνή Μέσα και αναλυτές κάνουν λόγο για έντεχνο μακιγιάζ της πραγματικής κατάστασης των ευρωπαϊκών τραπεζών. Στην περίπτωση των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών που εξετάστηκαν, η συμβατική ανάγνωση των ξένων Μέσων είναι ότι τρεις τράπεζες δεν πέρασαν το στατικό σενάριο και ότι θα απαιτηθούν συνολικά περίπου 8,7 δισ. ευρώ πρόσθετα κεφάλαια, ενώ μία τράπεζα, η Eurobank, απέτυχε και στο δυναμικό σενάριο και μετά τη σχεδιαζόμενη κεφαλαιακή ενίσχυση.
Απεναντίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοίνωσε: Με βάση την υπόθεση στατικού ισολογισμού, η Εθνική και η Eurobank παρουσιάζουν υστέρηση κεφαλαίων, λαμβάνοντας υπόψη τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποίησαν το 2014. Ωστόσο, όπως αναφέρει η Συγκεντρωτική Εκθεση της Συνολικής Αξιολόγησης, βάσει του δυναμικού ισολογισμού, μία τράπεζα (Εθνική) δεν παρουσιάζει υστέρηση κεφαλαίων και ακόμη μία (Eurobank) στην ουσία δεν παρουσιάζει κεφαλαιακή υστέρηση. Σημειώνεται ότι από 3ης Νοεμβρίου οι τέσσερις συστημικές τράπεζες περνούν στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ.
Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Οι συστημικές τράπεζες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί με περίπου 27,5 δισ. ευρώ απευθείας από το ελληνικό Δημόσιο, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. (Από το 2009, το τραπεζικό σύστημα έχει ενισχυθεί από το Δημόσιο με ροές 46,7 δισ. και εγγυήσεις 158 δισ. ευρώ.) Εν τω μεταξύ, με την είσοδο ιδιωτών επενδυτών στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, η συμμετοχή του ΤΧΣ στις τράπεζες μειώνεται διαρκώς ως μετοχικό ποσοστό, εφόσον αυτό δεν λαμβάνει μέρος στις αυξήσεις. Αλλά μειώνεται και ως αξία: στο τελευταίο κλείσιμο του Χρηματιστηρίου, η αξία ήταν 18,5 δισ., ενώ πριν από επτά μήνες ήταν 25 δισ.
Το μίνι κραχ της προπερασμένης εβδομάδος απομείωσε το ελληνικό Χρηματιστήριο κατά περίπου 8 δισ., απώλεια η οποία εν τω μεταξύ ανακτάται βαθμιαία. Η μίνι θύελλα εντάθηκε εν μέρει όταν σημειώθηκαν μαζικές πωλήσεις τραπεζικών μετοχών και warrants, σε τιμές που θεωρούνται φουσκωμένες, σε σχέση με την εικόνα που έχουμε τώρα για τις τράπεζες. Οι πωλήσεις πυροδότησαν πανικό, με περαιτέρω πωλήσεις σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Είναι πιθανόν αυτοί που ξεφόρτωσαν τραπεζικούς τίτλους να υπέθεταν βάσιμα ότι μετά τα stress tests θα απαιτείτο περαιτέρω κεφαλαιακή ενίσχυση, η οποία θα εξανέμιζε τις θέσεις των υπαρχόντων μετόχων.
Σε κάθε περίπτωση, στις αναμενόμενες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου θα αρχίσει να διαφαίνεται και το ποιος ελέγχει τις τράπεζες. Αγνωστο παραμένει τι θα πράξει το ΤΧΣ με τις μετοχές που κατέχει. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Τράπεζα της Ελλάδος, εποπτεύουσα του ΤΧΣ, σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τις προειρηθείσες αξίες από τραπεζικές μετοχές, μαζί με το υπόλοιπο των 11,4 δισ. (το «μαξιλάρι»), σαν μαγιά για την πιστωτική γραμμή στη μεταμνημονιακή εποχή. Σε περίπτωση που αρνηθούν η ΕΚΤ και ο ESM τέτοια χρήση του «μαξιλαριού», όπως ήδη έχουν διαμηνύσει, τότε ίσως πωληθούν οι μετοχές του ΤΧΣ σε ιδιώτες, για να καταγράψει έσοδα το Δημόσιο.
Ερωτήματα: Πρώτον, θα καταφέρει το ΤΧΣ να πάρει πίσω, και σε ποιο χρόνο, τα κεφάλαια που έβαλε στις τράπεζες για τη διάσωσή τους; Δεύτερον, ποιοι θα ελέγχουν τις τράπεζες και με ποιο τίμημα θα τις έχουν αποκτήσει; Τρίτον, ίσως το σημαντικότερο: Πότε και πώς οι διασωθείσες με κρατικό χρήμα τράπεζες θα γίνουν μοχλοί ανάπτυξης, προσφέροντας ρευστότητα στην πραγματική οικονομία;
Η νευρικότητα των αγορών, η εκτόξευση των επιτοκίων των ομολόγων και η φυγή κεφαλαίων απασχολούν τον Τύπο, ελληνικό και ξένο. Η αντίδραση των χρηματαγορών πιέζει τις κυβερνήσεις, άμεσα ή έμμεσα, στη διαμόρφωση πολιτικής· δηλαδή, οι αγορές επηρεάζουν τις αποφάσεις και με τον τρόπο τους ρυθμίζουν την εφαρμοζόμενη πολιτική, δημοσιονομική, παραγωγική, κοινωνική, θεσμική.
Κινούμενοι στον αφρό της επικαιρότητας είναι συχνά δύσκολο να εστιάσουμε στην ευρύτερη εικόνα και στο ιστορικό βάθος· ας μη λησμονούμε όμως ότι το Κραχ του 2008 δεν συνέβη επειδή κάποιες κυβερνήσεις υπερρύθμισαν τις αγορές, αλλά για το ακριβώς αντίστροφο: επειδή επέτρεψαν την πλήρη απορρύθμιση. Κι όταν οι απορρυθμισμένες φούσκες έσκασαν, τα κράτη ―δηλαδή η πολιτική δια του πλούτου των εθνών― έσπευσαν να καλύψουν τις αγορές και τους άπληστους παίκτες, να διορθώσουν, να επαναφέρουν.
Εξι χρόνια αργότερα, οι χρηματαγορές, ενισχυμένες με κρατικούς ποταμούς ρευστότητας, εξακολουθούν το άγριο κερδοσκοπικό τους σαφάρι, και εξακολουθούν να επιβάλλονται στα αδύναμα κράτη. Ισχύει αυτό για όλους; Και στον ίδιο βαθμό; Οχι. Ισχύει προφανώς για την τραυματισμένη Ευρώπη, που δεν έχει κατορθώσει ακόμη να συμφωνήσει σε μια αποτελεσματική πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης· επιπλέον, αντί να αντιμετωπίσει την απορρύθμιση και να περιορίσει τη βουλιμία των αγορών, αντί να τονώσει τη ζήτηση και να προστατεύσει τους πολίτες από την ανεργία, περιορίζει τη δημοσιονομική ευελιξία και πνίγει την ανάπτυξη, πνίγοντας έτσι κράτη και λαούς. Αποτέλεσμα: η περιφέρεια της ευρωζώνης έσπασε πρώτη από μια κρίση ρευστότητας που εξελίχθηκε ταχύτατα σε κρίση χρέους, τώρα πλήττονται τα μεγάλα κράτη του πυρήνα, και όλοι μαζί βυθίζονται σε ύφεση και αποπληθωρισμό. Εντούτοις, ακόμη και τούτη την ώρα, η Ευρώπη δεν αλλάζει πορεία, παρότι είναι ο μεγάλος ασθενής του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, έχουν κατορθώσει να ανατάξουν τον εθνικό τους χώρο, να περιορίσουν το έλλειμμα στο 2,8% του ΑΕΠ, από το 10% προ κρίσης, και να περιορίσουν την ανεργία στο 5,9%, ιστορικό χαμηλό εξαετίας. Πώς; Με χαλάρωση, τυπώνοντας χρήμα και μηδενίζοντας τα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας. Δηλαδή με πολιτική βούληση και πολιτική πράξη. Δεν είναι η τέλεια λύση, δεν υπάρχουν τέλειες λύσεις και ουσιοκρατία στην πολιτική, αλλά είναι μια λύση.
Εναν άλλο δρόμο για την Ευρώπη, υπενθύμισε προχθές με τον τρόπο του ο πρώην καγκελάριος Χέλμουντ Σμιτ, μιλώντας στο Αμβούργο κατά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο υπερενενηντακοντούτης πολιτικός έχει ζήσει τον τρομερό 20ό αιώνα της Ευρώπης, γι’ αυτό εστίασε στην τρομερότερη όψη της κρίσης: «Θυμάμαι την ύφεση του 1929 και αρκετές ακόμη, γι’ αυτό ξέρω τι σημαίνει εκατομμύρια άνθρωποι να είναι άνεργοι ή ποιες είναι οι παραλυτικές επιπτώσεις της ανεργίας των νέων. Γι΄αυτό έχουμε σήμερα επείγουσα ανάγκη από ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε… Απευθύνω έκκληση για ένα πολύ ισχυρότερο ποσοτό κρατικών επενδύσεων… Ούτως ή άλλως η δική μας οικονομία εξασφαλίζει εδώ και χρόνια τα μεγαύτερα πλεονάσματα, τα οποία όμως είναι ελλείμματα των εμπορικών μας εταίρων».
Ο Χ. Σμιτ δεν συμφωνούσε με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, δεν το έχει κρύψει. Απέναντι όμως στην διαμορφωμένη κατάσταση, την κρίση που απειλεί πλέον με πολιτική και κοινωνική ρευστοποίηση τα κράτη της Ευρωζώνης, εκτός και εντός πυρήνα, προτείνει την επαναφορά της πολιτικής, της σωφροσύνης, ενός πραγματισμού δικαιωμένου από την ιστορία, παλαιότερη και πρόσφατη.
Οι επικρίσεις και οι πιέσεις κατά της γερμανικής δημοσιονομικής ορθοδοξίας δεν προέρχονται πλέον από τους λαϊκιστές τζίτζικες του Νότου, ούτε καν από αριστερούς πολιτικούς αναλυτές και φιλελεύθερους οικονομολόγους, τους συνήθεις ύποπτους για κεϋνσιανισμό. Οι σφοδρότερες επικρίσεις πλέον προέρχονται από πολιτικούς ηγέτες, νυν και πρώην, όπως ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζακ Λιου και ο πρώην υπουργός Λάρι Σάμερς, από την ηγεσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, από τον Ευρωπαίο κεντρικό τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι. Ετσι περιγράφεται το κλίμα κατά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην πρόσφατη σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, το οποίο σωρεύεται σε όσα διαδραματίζονται εντός της ευρωζώνης με την άτυπη ανταρσία Γαλλίας και Ιταλίας.
Παράλληλα, και ίσως το σημαντικότερο, ογκούται ρεύμα σφοδρής κριτικής στο εσωτερικό της Γερμανίας. Με βιβλία, άρθρα, αναλύσεις, Γερμανοί ειδικοί εξηγούν γιατί είναι φενάκη ή εν εξελίξει εφιάλτης το ονομαζόμενο Δεύτερο Θαύμα, αυτό που επετεύχθη με πάγωμα μισθών για περίπου μια δεκαπενταετία, με εκτόξευση των mini jobs και της δομικής φτώχειας, με συμπίεση των δημοσίων δαπανών και περιορισμό των επενδύσεων.
Η κεντρώα Sueddeutsche Zeitung κατηγορεί τη Γερμανίδα καγκελάριο ότι μετατρέπει το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα σε Tea Party της Ευρώπης, ενώ η συντηρητική Die Welt κατηγορεί τον Β. Σόιμπλε για τον φετιχισμό των μηδενικών ελλειμμάτων και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.
Γερμανοί και άλλοι αναλυτές επισημαίνουν ότι με τον πεισμωμένο μερκαντιλισμό και την ορθοδοξία της λιτότητας, η Γερμανία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον δημογραφικό μαρασμό, τη ραγδαία γήρανση του πληθυσμού, την έκρηξη των ανισοτήτων και τη φτωχοποίηση στην οποία έχουν καταδικάσει οι νόμοι Hartz 7,4 εκατομμύρια Γερμανούς ημιαπασχολούμενους με mini jobs.
Ο επικεφαλής οικονομικών της Die Welt, Olaf Gersemann, τιτλοφόρησε το βιβλίο του «Η φούσκα της Γερμανίας: Η τελευταία ζητωκραυγή ενός μεγάλου οικονομικού έθνους». Σημειώνει: Η Γερμανία θεώρησε λανθασμένα ότι μια συγκυρία εξαιρετικών συμβάντων ήταν η δική της σταθερή υπεροχή· θεωρεί τον εαυτό της πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά η περηφάνια έρχεται πριν από την πτώση.
Στο δικό του βιβλίο, με τίτλο «Η ψευδαίσθηση της Γερμανίας», ο Marcel Fratzscher, επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου ΟΙκονοικών Ερευνών (DIW), χαρακτηρίζει τον Β. Σόιμπλε φετιχιστή του συνταγματοποιημένου προϋπολογισμού και όμηρο της πλάνης που ερμηνεύει τα δημοσιονομικά σαν να ήταν προϋπολογισμός νοικοκυριού (household fallacy) ― μια πλάνη που την ακούσαμε ως κυρίαρχο αφήγημα και στην αμαρτωλή Ελλάδα.
Οι Γερμανοί αναλυτές επισημαίνουν ότι παρά τη συμπίεση των μισθών η παραγωγικότητα αυξανόταν μόλις κατά 0,3% το διάστημα 2007-2012, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τη στιγμή που σε άλλες χώρες, χωρίς εργασιακό αρμπιτράζ, η παραγωγικότητα αυξανόταν με σαφώς μεγαλυτερους ρυθμούς. Ο Φιλίπ Λεγκραίν, πρώην σύμβουλος του Μπαρόζο, λέει ότι το γερμανικό μοντέλο συμπίεσης μισθών για ενίσχυση των εξαγωγών ωφελεί μόνο τις εταιρικές ελίτ.
Συνοψίζοντας τις κριτικές και προβάλλοντας τα μακροοικονομικά, πολιτικά και δημογραφικά στοιχεία, με δεδομένη τη γήρανση της Γερμανίας και τη δημογραφική άνθηση της Γαλλίας, ο κορυφαίος αναλυτής της βρετανικής «The Telegraph» Ambrose Evans-Pritchard, προβλέπει: «Η Γαλλία μπορεί να εμφανίζεται τώρα ως ο ασθενής της Ευρώπης, αλλά οι συμφορές της Γερμανίας πάνε βαθύτερα… Σε πέντε χρόνια από τώρα, θα είναι εμφανές ότι η Γερμανία θα είναι σε βαθιά αναστάτωση, και ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός δεν θα προσφέρει καμιά προστασία. Σε δέκα χρόνια, η Γαλλία θα είναι η κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη».
Καφενεία, ταχυφαγεία, μεζεδοπωλεία, σουβλατζίδικα, αρτοποιεία, κομμωτήρια, μανικιούρ, αρωματοπωλεία του χύμα, σχολές αυτοάμυνας. Α, και «Αγοράζω Χρυσό Τιμαλφή». Ιδού, η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα της κρίσης. Στην Αθήνα της Μεγάλης Υφεσης.
Προ κρίσης, στις οικονομικές σελίδες των εφημερίδων, τα μαγαζάκια που ανοιγόκλειναν σταθερά, Εβγες, μίνι μάρκετ και ψυλικατζίδικα κυρίως, περιγράφονταν ως επιχειρηματικότητα ανάγκης. Θυμάμαι τον όρο από τα τέλης της δεκαετίας ’90. Χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες ενδεχομένως, χωρίς δυνατότητες να εργαστούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ίσως επειδή δεν ήταν επαρκώς ενταγμένοι σε ένα πελατειακό δίκτυο ή επειδή δεν διέθεταν τα τυπικά προσόντα και μόρια, χωρίς δυνατότητες να απορροφηθούν από τον καχεκτικό παραγωγικό ιστό, για πολλούς λόγους τέλος πάντων, πολλοί συμπολίτες αποφάσιζαν να στήσουν δική τους δουλειά. Ενα μαγαζί.
Ακόμη και χωρίς προτέρα εμπειρία, με ένα μικρό κεφάλαιο ή με δανεικά· πάνω σε μια δική τους ιδέα, όχι ιδιαιτέρως πρωτότυπη συνήθως, ή αγοράζοντας μια άδεια franchise. Δέκα ξεκινούσαν, δώδεκα έκλειναν. Στην αρχή δυσκολεύονταν να πληρώσουν το ΤΕΒΕ, κατόπιν το ΙΚΑ και τον ΦΠΑ, λίγο αργότερα καθυστερούσαν το ενοίκιο. Εκλεινε ένα μαγαζάκι και δίπλα άνοιγε άλλο. Προ κρίσης.
Κάποια περίοδο στο οικοδομικό μας τετράγωνο είχαμε πέντε ψιλικατζίδικα (τώρα, δύο), τρία φαρμακεία (τώρα δύο), τρία καθαριστήρια (τώρα ένα), δύο κομμωτήρια (τώρα, τέσσερα). Καινούργια: δύο μανικιούρ, δύο σχολές αυτομάνυνας, πολεμικών τεχνών, καράτε κ.λπ. Οποιος τεχνίτης καταστηματάρχης βγαίνει στη σύνταξη, το κλείνει και σχεδόν πάντα χάνεται το μαγαζί: συμβαίνει με καθαριστήρια, χασάπικα, ψαράδικα. Υποκαθίστανται από αλυσίδες και μεγάλα σούπερ μάρκετ. Κάπως έτσι ανοίγουν τα κλειστά επαγγέλματα, χωρίς εργαλειοθήκες OOΣΑ και καραμούζες.
Στο καινοφανές εμπορικό περιβάλλον της Μεγάλης Υφεσης, μεγαλύτερη εντύπωση προξενεί η άνθηση των καφενείων, των μανικιούρ-κομμωτηρίων και των σχολών αυτοάμυνας. Ποια ζήτηση έρχονται να καλύψουν; Μπορούμε ευκολότερα να προσεγγίσουμε τα μαγαζιά φτηνής εστίασης, το σουβλάκι, το ρακάδικο, τη νεοταβέρνα· είναι τόποι παρηγοριάς, τόποι που ξεχνιέσαι και συνευρίσκεσαι, συνεχίζουν το καπηλειό του Παπαδιαμάντη και του Βάρναλη, την παράδοση της Ανατολής και της Μεσογείου. Δεν είναι μόνο η οικονομική στενότης, είναι και το ξεκούκκισμα του χρόνου.
Ας δούμε το καφενείο της Μεγάλης Υφεσης. Εκεί ροκανίζεται ο χρόνος της σχόλης, της αργίας, της ανεργίας και της αεργίας. Τα καφενεία εκτείνονται σαν αποικίες μυκήτων, απεγνωσμένες και συγχρόνως αυθάδεις, κατατρώγουν τον λιγοστό δημόσιο χώρο των Αθηνών, πεζοδρόμια, στοές, εσοχές. Οι περιπατητές ελίσσονται ανάμεσα σε τραπεζοκαθίσματα και ομπρέλες, υπαίθριες θερμάστρες, ακροβάτες σερβιτόρους, πλανόδιους μουσικούς και επαίτες ― ή κατεβαίνουν στο οδόστρωμα. Τις καθημερινές στα καφενεία αναπαράγεται πλήξη και κατήφεια, οι περισσότεροι σκαλίζουν σμάρτφοουν, μόνο η νεολαία τιτιβίζει ανέμελη. Συχνά δίνουν η εντύπωση ότι λειτουργούν σαν τέλματα με αργή ανάδευση.
Τα μανικιούρ-κομμωτήρια υπάρχουν εντελώς εξωστρεφή: τζάμι παντού, όλο το μαγαζι είναι μια βιτρίνα-installation και οι πελάτες με τους εργαζόμενους υποκείμενα μιας διαρκούς performance. Τα πιο αγωνιώδη αναγράφουν στη βιτρίνα ή σε πινακίδα πεζοδρομίου τις προσφορές τιμών για νύχια, φορμάρισμα, κούρεμα, από 5 ευρώ, πακέτα και προσφορές. Είναι το τελευταίο αποκούμπι του well being, αχνή υπόμνηση των παλαιών χρόνων, είναι η παραμυθία του beauté με ένα πεντάευρο, είναι η καταφυγή στο σώμα, η περιποίηση του σάρκινου χιτώνα για ελάχιστη ανακούφιση του φέροντος. Βeauté, γυμναστική, τατουάζ: όχι τριμπαλισμός, αλλά το μοναχικό άτομο που πάει να ξεχωρίσει με τα σημάδια της σωματικής αυτάρκειας.
Μόνος με το σώμα σου. Και εναντίον όλων. Στο Depression Εra δεν εμπιστεύεσαι κανέναν. Η κοινωνία ράγισε και σπάει, σπάνε οι συνεκτικοί δεσμοί, τα συμβατικά ήθη του καιρού ειρήνης αλλάζουν. Τώρα είναι πόλεμος. Η άφιλη πόλη κρύβει απειλές, στους δρόμους, στα πάρκα, στις πλατείες. Αστυνομικοί-αστακοί περιπολούν· ματαίως, επιτείνουν την ανασφάλεια. Οι σχολές αυτοάμυνας υπηρετούν αυτή την ανάγκη: τον φόβο και το ένστικτο αυτοσυντήρησης το μοναχόλυκου, αυτού που νιώθει ότι ζει εκτός πλαισίου, εκτός κοινωνικής συστοιχίας, άνευ προστασίας, του ξεμοναχιασμένου ή απορριφθέντος που νιώθει ότι δεν υπάρχει γι’ αυτόν κράτος πρόνοιας και κράτος δικαίου, δεν υπάρχει θεός και αφέντης, μόνο ο εαυτός του, το σώμα του, οι γροθιές και η διαρκής του επαγρύπνηση. Μαθαίνει πάλι την ξεχασμένη τέχνη του πολέμου, κουνγκ φου, καράτε, ζίου ζίτσου, αναπνέει βαθιά, είναι έτοιμος για όλα. Η μητρόπολη έχει γίνει σκοτεινή Γκόθαμ Σίτυ και ο flaneur είναι πληβειο-Μπάτμαν.
H αποσαφήνιση των σχεδίων της ευρωζώνης για την Ελλάδα δεν ήρθε δια της πολιτικής οδού, από τις Βρυξέλες ή κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, αλλά από την κεφαλή του Ευρωσυστήματος, τον Μάριο Ντράγκι. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ διευκρίνισε ότι για να περιληφθούν οι ελληνικές τράπεζες στο διετές πρόγραμμα χορήγησης ρευστότητας, έναντι καλυμμένων ομολόγων και τιτλοποιημένων δανείων, η χώρα θα πρέπει να βρίσκεται σε πρόγραμμα προσαρμογής ή υπό επιτήρηση.
Είναι εύκολα αντιληπτό ότι οι προϋποθέσεις που θέτει η ΕΚΤ συμβαδίζουν με τη βούληση των Βρυξελών και του Βερολίνου για τον βαθμό ελευθερίας που θα έχει εφεξής οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση κατά τη χάραξη και εφαρμογή οικονομικής και συνεκδοχικά παραγωγικής και κοινωνικής πολιτικής.
Είναι φανερό ότι οι εταίροι-δανειστές δεν εμπιστεύονται την Ελλάδα, ακόμη και μετά την επίπονη εφαρμογή του υπερτετραετούς προγράμματος προσαρμογής. Η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρωσύστημα, αλλά με αυστηρά ελεγχόμενες και περιορισμένες εισροές, τραπεζικές και κοινοτικές, τέτοιες που να επιτρέπουν στη χώρα να μη σβήσει, αλλά που μάλλον δεν θα της επιτρέπουν να ανακάμψει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Σημειώνουμε ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν τιτλοποιημένα δάνεια ύψους περίπου 44 δισ. ευρώ, ενώ το εγκριθέν ΕΣΠΑ 2014-2010 ανέρχεται σε 26 δισ. ευρώ. Με τους πόρους αυτούς, και τα κεφάλαια που μπορούν να μοχλευθούν επιπλέον, η ανάκαμψη και η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας φαίνεται δυνατή.
Το κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται τώρα είναι: Η Ευρώπη επιθυμεί ανάκαμψη της Ελλάδας σε εύλογο χρόνο; Προς ποια κατεύθυνση; Με ποιο τίμημα; Δύσκολη η απάντηση. Εξαρτάται από τις εξελίξεις σε Γαλλία και Ιταλία και στο άτυπο μέτωπο Ολάντ-Ρέντσι κατά Βερολίνου, εξαρτάται από τις κατευθύνσεις της έκτακτης συνόδου κορυφής στις 8 του μηνός, δηλαδή από τη ρευστή ισορροπία στον πυρήνα της ευρωζώνης. Και από τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας.
Παρότι η τρέχουσα ειδησεογραφία μονοπωλείται από την επίσκεψη της τρόικας και την, όπως πάντα, επώδυνη υπενθύμιση για τις μνημονιακές υποχρεώσεις, τα προαπαιτούμενα και τα ισοδύναμα, η πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση έχει αρχίσει να διεξάγεται γύρω από δύο άλλα θέματα, μετατροϊκανά και μεταμνημονιακά: τη ρύθμιση του χρέους και την οικονομική ανασυγκρότηση.
Για τη ρύθμιση του χρέους ακούγονται ήδη πολλές προτάσεις, και όλες συγκλίνουν σε έναν σκοπό: πώς θα διαμορφωθεί ένα ρεαλιστικό τοκοχρεωλύσιο, τέτοιο που θα καταφέρει να το εξυπηρετεί η ελληνική οικονομία, η βαριά πληγωμένη από την εξαετή ύφεση και την φονική ανεργία. Τέτοιο που να μη στερεί από την κοινωνία τους απαραίτητους πόρους για την αναπαραγωγή της και βέβαια για την κατεπείγουσα πια ανασυγκρότηση.
Υπό αυτή την έννοια, ο τρόπος ρύθμισης του χρέους είναι ούτως ειπείν τεχνικό ζήτημα· το αιτούμενο αποτέλεσμα όμως είναι πολιτικό: να μπορέσει η χώρα να επιβιώσει όχι ως αποικία χρέους, με κοινωνική και δημογραφική αφυδάτωση, αλλά να ανακτήσει τις προϋποθέσεις ανάπτυξης. Η χρονική επιμήκυνση, η σταθεροποίηση των χαμηλών επιτοκίων, η απομείωση των υψηλών επιτοκίων, η απόσυρση χρέους από την ΕΚΤ, το μορατόριουμ πληρωμής τόκων για ένα κρίσιμο διάστημα, όλα τα τέτοια εργαλεία συντείνουν στο ουσιαστικό κούρεμα του χρέους, το καθιστούν εξυπηρετήσιμο χωρίς να κουρεύουν τις δυνατότητες επιβίωσης όπως συμβαίνει τώρα.
Ακόμη όμως και η ευνοϊκότερη ρύθμιση χρέους, δεν είναι αρκετή για την ανάταξη. Πάλι η πολιτική βούληση και το στρατηγικό σχέδιο παίζουν τον πρωταρχικό ρόλο, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Για να ξεκολλήσει η χώρα από το πρωτοφανές υφεσιακό τέλμα απαιτείται ένα αναπτυξιακό σοκ, τέτοιο που καταρχάς μόνο το κράτος μπορεί να προκαλέσει. Για να το προκαλέσει όμως χρειάζεται ρευστότητα, ροή κεφαλαίων, κυρίως από ευρωπαϊκούς πόρους, εφόσον η χώρα και είναι στεγνωμένη και φυσικά δεν διαθέτει δικό της νόμισμα. Αυτή η ρευστότητα μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω των ποικίλων κοινοτικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων (το ΕΣΠΑ είναι ένα από αυτά), της ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πιστώσεων της Ευρωπαϊκής Επενδύσεων. Ακόμη και οι αντιρρήσεις της Γερμανίας θα καμφθούν αν η Ελλάδα έχει πειστικές προτάσεις για την ανασυγκρότησή της.
Εδώ, δύο ερωτήματα. Πρώτον, αν η Ελλάδα έχει πράγματι να προτείνει πολλές και πειστικές προτάσεις άξιες να χρηματοδοτηθούν. Η απάντηση οφείλει να παραχθεί από τους Ελληνες.
Δεύτερον, ποιος είναι ο λυσιτελέστερος τρόπος για την ένεση ρευστότητας και το αναπτυξιακό σοκ. Φαίνεται ότι οι συμβατικοί τρόποι μεταβίβασης ρευστότητας δεν λειτουργούν. Ιδίως στην ελληνική περίπτωση, όπου ίσως πρέπει να λειτουργήσει μια οικονομία πολέμου, η ρευστότητα δεν μπορεί να χάνεται σε περίπλοκους λαβύρινθους, μεταξύ κοινοτικών, εθνικών και τραπεζικών γραφειοκρατιών. Το χρήμα πρέπει να φτάσει γρήγορα και αδιαμεσολάβητα στους παραγωγούς, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, παρακάμπτοντας τις εμπορικές τράπεζες. Η ιδέα ξεκινά από τον Κέινς, που πρότεινε να αποτίθενται χρήματα σε στοές ορυχείων, και τον Φρίντμαν, που φαντάστηκε ελικόπτερα να ρίχνουν χρήματα, και ωριμάζει με τον ‘Helicopter’ Μπεν Μπερνάνκι που μηδένισε τα επιτόκια της Fed. Εφαρμόστηκε εν μέρει από την Αυστραλία. Και με άλλα λόγια υποστηρίζεται από διαφορετικούς μεταξύ τους οικονομολόγους και κεντρικούς τραπεζίτες. Το περασμένο καλοκαίρι η έγκριτη επιθεώρηση Foreign Affairs φιλοξένησε σχετική μελέτη για την άμεση μεταβίβαση ρευστότητας («Print Less but Transfer More: Why Central Banks Should Give Money Directly to the People»).
Απομένει να δούμε, πρώτον, αν είναι έτοιμη η Ευρώπη για τέτοια μεταφορά πόρων. Και κυρίως να δούμε τον ελληνικό πολιτικό σχηματισμό να διαχειρίζεται λυσιτελώς μια τέτοια πρωτόγνωρη ένεση ρευστότητας. Αυτά, ναι, είναι μεταρρυθμίσεις.
Οι κυβερνητικές ηγεσίες, εντός και εκτός Ελλάδος, διαβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα ολοκληρώνει επιτυχώς το πρόγραμμα σταθεροποίησης, βγαίνει από την επιτήρηση του μνημονίου και θα αναζητήσει χρηματοδότηση από τις αγορές. Φανερά τουλάχιστον, αυτό λέγεται. Ευλόγως. Η ελληνική κυβέρνηση έχει τους δικούς της λόγους: οφείλει να διακηρύξει την επιτυχία της κατά την εκτέλεση του προγράμματος, μήπως και αποκομίσει πολιτικό όφελος. Το Βερολίνο και οι Βρυξέλες υποστηρίζουν σταθερά τον πολιτικό πυρήνα του προγράμματος που οι ίδιοι επινόησαν, άρα έχουν κάθε λόγο να διακηρύσσουν την επιτυχία του. Πολύ περισσότερο υπό την παρούσα συγκυρία: όταν η Ευρώπη περιδινίζεται γύρω από την κρίση της Γαλλίας και της Ιταλίας, των μεγάλων χωρών-πυλώνων, και όχι γύρω από το περιβόητο «ελληνικό πρόβλημα». Οταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χαράσσει τη δική της νομισματική πολιτική, προκαλώντας φανερά τη δυσαρέσκεια του Βερολίνου. Και όταν οι γεωπολιτικές αναταράξεις στην ευρωπαϊκή μεθόριο και, κατά κύριο λόγο, στη Μέση Ανατολή, επιβαρύνουν όχι μόνο τη στασιμότητα και την ύφεση στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά και την ειρήνη στην μείζονα περιοχή.
Το ελληνικό πρόβλημα άρα μπαίνει διακριτικά κάτω από το χαλί των καλών λόγων, για να κερδηθεί χρόνος. Χρόνος για να διευθετηθούν τα προβλήματα της Γαλλίας και της Ιταλίας, χρόνος για να διεξαχθούν τα κρίσιμα stress tests των συστημικών τραπεζών της ευρωζώνης, χρόνος για να αρχίσουν να αποδίδουν τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης του κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι. Χρόνος επίσης για να ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα: οι Ευρωπαίοι βλέπουν ότι η παρούσα δικομματική κυβέρνηση εξασθενεί σταδιακά και ότι είναι πολύ πιθανή, έως την άνοιξη, μια εκλογική αναμέτρηση που μπορεί να οδηγήσει σε άλλο κυβερνητικό σχήμα. Ευλόγως, δεν επιθυμούν να προχωρήσουν σε μακροχρόνιες συμφωνίες στρατηγικού χαρακτήρα με μια κυβέρνηση εν αποδρομή. Το προηγούμενο της επεισοδιακής πτώσης της κυβέρνησης Παπανδρέου το φθινόπωρο του 2011 και του σχηματισμού έκτακτης κυβέρνησης τεχνοκρατών, για την ολοκλήρωση του μνημονίου, είναι δύσκολο ή αδύνατον να επαναληφθεί. Το γνωρίζουν. Γνωρίζουν επίσης ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα είναι κρίσιμη για τη σταθερότητα της χώρας και για την επιβαλλόμενη προσπάθειά της να αναδυθεί από το υφεσιακό σπιράλ και την κοινωνική αποσάθρωση.
Με αυτή την οπτική, μια ενδεχόμενη πολιτική στροφή θα μπορούσε να γίνει ανεκτή. Υπό δύο όρους: Ενας, να συνεχιστεί η ομαλή αποπληρωμή των δανείων. Δύο, να μην ανατραπεί βιαίως η ακολουθούμενη πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, δημιουργώντας προηγούμενο «απείθειας». Στον πρώτο όρο συμφωνούν όλοι οι δανειστές. Στον δεύτερο όρο επιμένει με εντονότερο ζήλο η Γερμανία.
Ο πρώτος όρος προϋποθέτει μια ρύθμιση του χρέους· άλλωστε υπάρχει ρητή δέσμευση των εταίρων δανειστών περί αυτού, αν και χωρίς ποιοτικό προσδιορισμό. Η ρύθμιση του χρέους συζητείται πυρετωδώς στο παρασκήνιο και μια τουλάχιστον μορφή του δημοσιοποιείται διαρκώς: πρόκειται για την επιμήκυνση αποπληρωμής και τη σταθεροποίηση των ήδη χαμηλών επιτοκίων. Σε αυτά προστίθενται ως αιτήματα προς συζήτησιν το μορατόριουμ αποπληρωμής τόκων για ένα χρονικό διάστημα, η σύνδεση της αποπληρωμής με μια ρήτρα ανάπτυξης, και το μερικό κούρεμα. Ρύθμιση θα γίνει· κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η παρούσα Ελλάδα μπορεί να εξυπηρετεί το γιγάντιο χρέος της υπερφορολογώντας τους πολίτες και παράγοντας πλεονάσματα πάνω σε έδαφος ύφεσης, ανεργίας και αποεπένδυσης. Το ζήτημα είναι λοιπόν τι είδους ρύθμιση χρέους θα γίνει ώστε να επιτραπεί στην Ελλάδα να μπει σε ρυθμούς ανάπτυξης και ανασυγκρότησης της οικονομίας της. Εδώ, υπεισέρχεται ο δεύτερος όρος: πώς θα συνυπάρξουν δημοσιονομική πειθαρχία και ανάπτυξη.
Η καγκελάριος Μέρκελ διακριτικά, αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες πιο ανοιχτά, αναγνωρίζουν ότι χρειάζεται επειγόντως ένα αναπτυξιακό σοκ για να αποκολληθεί η οικονομία από το υφεσιακό τέλμα, αφενός, και για να ξαναβρεί συνοχή και δυνάμεις η κοινωνία. Αυτό είναι το κλειδί. Κι εδώ ξαναμπαίνει η πολιτική βούληση και το πολιτικό σχέδιο. Με ποιους πόρους, ποια στρατηγική, προς ποία κατεύθυνση, με ποια ηγεσία, θα επιχειρηθεί η ανασυγκρότηση της πληγωμένης χώρας;
Η γερμανική πρόταση για ανάπτυξη έως τώρα ήταν η συμμετοχή της κρατικής KfW στη δημιουργία του Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου, με έδρα το Λουξεμβούργο. H KfW συμμετέχει με 100 εκατ. ευρώ στο συνολικό κεφάλιο των 700 εκατ. του ταμείου… Αλλοι συμμέτοχοι είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το γαλλικό Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, η Ευρωπαϊκή Τραπεζα Επενδύσεων, το Ιδρυμα Ωνάση, ενώ προβέλεπται η εισροή κονδυλίων από τα ελληνικά ΕΣΠΑ. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος του ΕΕΤ αναφέρουμε ότι το ΕΤΕΑΝ (Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης) διαθέτει κεφάλαια 1 δισ. ευρώ και έχει διαθέσει ήδη 700 εκατ. χωρίς να έχει ανασχέσει τη ραγδαία καταστροφή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αλλοι ουδέτεροι αναλυτές υπολογίζουν ότι για το ελληνικό αναπτυξιακό σοκ απαιτούνται συνολικά κεφάλαια έως 50-60 δισ., σχηματιζόμενα από αρχικές συνεισφορές και μοχλεύσεις κεφαλαίων.
Με λίγα λόγια: Ποιος θα είναι υπεύθυνος για τον στρατηγικό σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός προγράμματος ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα για το άμεσο μέλλον. Και είναι πολιτικό ερώτημα, που απαιτεί πολιτική απάντηση, δημοκρατική λειτουργία, προσήλωση στο εθνικό συμφέρον. Από την απάντηση θα εξαρτηθεί η πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας, είτε προς την πρόοδο και την κοινωνική δικαιοσύνη είτε προς πολλαπλές αποκλίσεις και αποκλεισμούς.
Τα διαδοχικά ταξίδια στο Βερολίνο, των πρωθυπουργών της μεγάλης Γαλλίας και της μικρής Ελλάδας, είναι ενδεικτικά του συσχετισμού ισχύος στην Ευρώπη. Και οι δύο πρωθυπουργοί σπεύδουν να ζητήσουν από τη Γερμανίδα καγκελάριο πολιτικό χρόνο και χαλάρωση· διαφορετικά βέβαια ο καθένας. Ο Γάλλος πιέζεται από τις νόρμες του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας και την άνοδο της Μαρί Λεπέν, ο Ελληνας ασφυκτιά υπό το πολλαπλό βάρος της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής, των σαρωτικών διαρθρωτικών αλλαγών, και κυρίως από την ασυγκράτητη ύφεση και ανεργία.
Η καγκελάριος Μέρκελ δεν θα πει στους κ. Βαλς και Σαμαρά, τουλάχιστον προς το παρόν, κάτι ουσιωδώς διαφορετικό από ό,τι διακήρυξε τις περασμένες ημέρες ο υπουργός της επί των Οικονομικών στο γερμανικό κοινοβούλιο. Ο Β. Σόιμπλε, παρουσιάζοντας το προσχέδιο προϋπολογισμού, υποστήριξε μεταξύ άλλων: «Ο,τι είναι καλό για τη Γερμανία, είναι καλό για την Ευρώπη» (όπου καλό είναι οι διαρκώς και καθολικώς ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί) και «πρέπει να σταματήσει η χρηματοδότηση της οικονομίας με δανεικά».
Η πρώτη δήλωση του κ. Σόιμπλε, αποσπασμένη από τον ισοσκελισμό, είναι ικανή να φουντώσει όχι μόνο το τυφλό, άλογο αντιγερμανικό μένος στους δοκιμαζόμενους πολίτες της ευρωζώνης, αλλά και το μίσος των πληττομένων πολιτών εναντίον της δημοκρατίας και της πολιτικής. Ο ακραία ουσιοκράτης κ. Σόιμπλε θεωρεί ότι όλοι οι άνθρωποι, σε όλους τους τόπους, υπό όλες τις περιστάσεις, πρέπει να υπακούουν στις ίδιες αμετάβλητες προσταγές. Η δεύτερη δήλωσή του δείχνει απλώς έναν πολιτικό που δεν μιλά ούτε ως πολιτικός ούτε ως οικονομολόγος, μιλά απλώς σαν ιεροκήρυκας, που κατέχει εξ αποκαλύψεως την μία και μοναδική αλήθεια και κανονίζει τον ιδεατό κόσμο, τον δικό του κόσμο, ερήμην της πραγματικής ζωής και των υλικών της προϋποθέσεων, ερήμην των περιπλοκών της οικονομίας και των απαιτούμενων ελιγμών.
Στην ουσιοκρατία, αν όχι ιδεοληψία, του κ. Σόιμπλε, απαντούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους πολιτικοί και οικονομολόγοι. Εν όψει της προετοιμασίας της συνόδου κορυφής του G20 τον Νοέμβριο, o Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου απηύθηνε έκκληση προς την Ευρώπη και την Ιαπωνία να ενισχύσουν τη ζήτηση και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Στη διάσκεψη πιθανότατα θα συμφωνηθεί μια χρηματοδοτική ενίσχυση της παγκόσμιας οικονομίας με 2 τρισ. δολάρια με άμεση επιδίωξη τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Ο κ. Σόιμπλε αντιθέτως επιμένει ότι η εξυγίανση θα έρθει μόνο μέσω λιτότητας.
Ο πρόεδρος της ιταλικής Γερουσίας έχει άλλη άποψη: «Η λιτότητα με κάθε κόστος δεν είναι βιώσιμη», λέει ο Πιέτρο Γκράσο. Στην Ιταλία έχουν συγκεντρωθεί ήδη οι αναγκαίες 500.000 υπογραφές υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος για τον τερματισμό της λιτότητας. Στους υπογράφοντες περιλαμβάνονται 54 βουλευτές του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.
Η επισφαλής ισορροπία των Ολάντ-Βαλς στη Γαλλία, η φυγή προς τα εμπρός του Μάριο Ρέντσι στην Ιταλία, η αστάθεια στην εξαντλημένη Ελλάδα, όλα συνηγορούν υπέρ μιας λελογισμένης απεμπλοκής της ευρωζώνης από την πάση θυσία λιτότητα. Προς το παρόν διαφωνεί η πλεονασματική και βραχυπρόθεσμα κερδισμένη Γερμανία. Εντούτοις, μπροστά μας βρίσκονται δύο μεγάλα ραντεβού: η ευρωπαϊκή διάσκεψη κορυφής για την απασχόληση και την ανάπτυξη, που έχουν ζητήσει οι Ρέντσι-Ολάντ, και η διάσκεψη του G20, όπου η βούληση των ΗΠΑ υπέρ της χαλάρωσης είναι δεδομένη. Για πόσο ακόμη η Γερμανία θα λέει όχι σε όλους και για όλα και με ποιο τίμημα;
Στην Αθήνα συζητάμε για το πού θά καταλήξει η τακτική συνάντηση των Ελλήνων υπουργών με την τρόικα, τούτη τη φορά στο Παρίσι. Δηλαδή, οι δανειστές θα δεχθούν ότι η δημοσιονομική περιστολή και οι συνοδές μεταρρυθμίσεις προχωρούν κατά τα συμφωνηθέντα; Θα δεχθούν μια κάποια προσαρμογή του προγράμματος ενώπιον του σημείου μηδέν που έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία;
Ωστόσο, περισσότερο από ποτέ ίσως, η κατάληξη της τέτοιας επιτήρησης-διαπραγμάτευσης δεν εξαρτάται μόνον από την προσέγγιση των δύομερών ούτε από τη σχετική πρόοδο των μεταρρυθμίσεων· η ίδια η φύση της σχέσης Ελλάδας-τρόικας διαμορφώνεται πλέον υπό την σκιά ιστορικών διεργασιών που συγκλονίζουν την Ευρώπη, με τρόπο που δεν έχει ξανασυμβεί από την έναρξη της διεθνούς κρίσης του 2008 και την κρίση χρέους στις χώρες της ευρωπαϊκής επεριφέρειας.
Καταρχάς, το ελληνικό πρόβλημα έχει καταδειχθεί ότι είναι μέρος ενός γενικότερου ευρωπαϊκού προβλήματος· αυτού που ταλανίζει τώρα τους γίγαντες της ευρωζώνης, τη Γαλλία και την Ιταλία. Δεύτερον, η άτεγκτη ορθοδοξία που συνείχε το νεοφιλελεύθερο υβρίδιο με δημοσιονομική λιτότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δεν απέδωσε· αντιθέτως, ευθύνεται για τη βύθιση της ευρωζώνης σε στασιμότητα, ύφεση, ανεργία και αποπληθωρισμό. Τρίτον, αποδεικνύεται επικίνδυνη ή και ολέθρια η δογματική προσήλωση στην απαραβίαστη αρχιτεκτονική του ευρώ, καθώς και η απαγόρευση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λειτουργεί σαν δανειστής εσχάτης καταφυγής.
Τέταρτον, οι επείγουσες ανάγκες των κρατών της ευρωζώνης προσκρούουν όχι μόνο στην πολιτική ορθοδοξία του Βερολίνου, αλλά στην ίδια την κρατική δομή της Γερμανίας: το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρσλρούης δεν αναγνωρίζει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το δικαίωμα να στηρίζει απευθείας τα κράτη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια κρίσιμων ευρωδιασκέψεων, η καγκελάριος Μέρκελ απέφευγε να πάρει θέση, ενόψει γνωματεύσεων του πανίσχυρου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο ουσιαστικά λειτουργεί υπεράνω του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Δηλαδή, οι Γερμανοί δικαστές της Καρλσρούης ρυθμίζουν ή απορρυθμίζουν την ευρωζώνη κατά τις προβλέψεις και τις ερμηνείες του γερμανικού Συντάγματος.
Με πληθωρισμό στο εφιαλτικό όριο 0%, ήταν αναμενόμενη η αντίδραση του Μάριο Ντράγκι, ο οποίος εξήγγειλε στο Τζάκσον Χόουλ «αντισυμβατικές δράσεις» για ενίσχυση της ενεργού ζήτησης και για αποτροπή του αποπληθωρισμού και της συνεχιζόμενης ύφεσης στην ευρωζώνη. Τα «ανορθόδοξα» Draginomics ακολουθούν με καθυστέρηση την πολιτική της αμερικανικής Fed μετά το 2008 και τα ιαπωνικά Αbenomics μετά το 2012· ουσιαστικά κάνουν την ΕΚΤ δανειστή εσχάτης καταφυγής για όλες τις χώρες του Ευρωσυστήματος. Και για την Ελλάδα.
Για να εφαρμοστεί όμως το εύλογο σχέδιο Ντράγκι, προϋποτίθεται πολιτική ευελιξία και συναίνεση· απαιτείται πρωτίστως να καμφθεί η αντίσταση της ηγεμονεύσας Γερμανίας που υπαγορεύει τη λιτότητα. Πώς θα καμφθεί η Γερμανία; Ο,τι φάνταζε αδύνατον το 2010 ή το 2011, φαίνεται εφικτό το 2014, διότι η εθελοτυφλία και οι αναβολές απειλούν με δυσθεώρητο κόστος την ευρωζώνη, και όχι μόνο οικονομικό. Οι κοινωνικές θυσίες στον βωμό της ανεργίας, η πολιτική αστάθεια που πλήττει τον ευρωπαϊκό πυρήνα, η αιφνίδια γεωπολιτική ρωγμή της Ουκρανίας με το βαρύ οικονομικό κόστος, δεν επιτρέπουν την καθήλωση σε καμία ορθοδοξία.
Σε αυτό το μεταβαλλόμενο περιβάλλον η διαπραγμάτευση του χρέους και η ρύθμιση των ελλειμμάτων της Ελλάδας παίρνουν άλλο χαρακτήρα: προφανώς το επιδιωκόμενο θα είναι η τόνωση της ζήτησης, της ανάπτυξης, της απασχόλησης. Δυστυχώς, οι μετατοπίσεις στην ευρωπαϊκή πολιτική είναι συνήθως αργές· ήδη αρχίζουν να συμβαίνουν με τετραετή καθυστέρηση. Αλλά προτιμότερη μια έστω καθυστερημένη αλλαγή, από την αδράνεια και τη συνέχιση της βύθισης.
Αν έχεις την τύχη να ταξιδέψεις για αναψυχή στην ενδοχώρα, μακριά απ’ το άστυ, σου προσφέρεται απλόχερα η δυνατότητα να δεις τον εαυτό σου σε άλλο περιβάλλον, άλλο φως, άλλο χρόνο. Κυρίως, να δεις και να ακούσεις τους ανθρώπους, χωρίς πίεση, χωρίς υποχρεώσεις και δεύτερες σκέψεις.
Στην άγνωστη μου Μακεδονία λοιπόν. Με νωπή ακόμη την ευφροσύνη από τις μυρωδιές και τις όψεις του ευλογημένου τόπου. Σκόρπια στιγμιότυπα από πλατείες χωριών.
Το καφενείο το κρατούν τώρα το καλοκαίρι τα δύο παιδιά του ιδιοκτήτη. Στα είκοσι πέντε τους, έχουν τελειώσει τις σπουδές τους, φιλολογία και οικονομικά, δεν έχουν βρει δουλειά, δεν περιμένουν σχεδόν τίποτε, μόνο «κάτι σταζ της κοροϊδίας, ούτε για παρηγοριά, ξεγελιόμαστε ότι δουλεύουμε». Με χαμόγελο και ευγένεια μιλούν.
Στο διπλανό καφενείο, οι ηλικιωμένοι. Νοικοκυρεμένοι, με τα κοντομάνικά τους, αναλύουν τις συντάξεις τους, κερδισμένες στη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ελλάδα. Το τελευταίο δεκαήμερο του μήνα αραιώνουν, έχει τελειώσει η σύνταξη, μας λέει ο καφετζής.
Παραγωγή. Παντού πουλιέται «κρασί, τσίπουρο, γράπα». Χύμα. Στις μεγάλες ταβέρνες μάς εξηγούν ότι οι κάβες τους δεν διαθέτουν πια κανένα εμφιαλωμένο κρασί, από τις τόσες εκλεκτές ετικέτες που παράγει ο τόπος. Μόνο χύμα στην καράφα, φτηνή ρετσίνα και μπίρες. Εως πριν δυο-τρία χρόνια είχαν πενηντα και εβδομήντα ετικέτες. Στα οινοποεία το καλό κρασί ονομασίας προελεύσεως πουλιέται 6-8 ευρώ η φιάλη.
Ενας ρέκτης μικροαμπελουργός και παρασκευαστής γράπας περιγράφει τη φετινή χρονιά: Το χαλάζι και οι όψιμες βροχές έβλαψαν σοβαρά τους αμπελώνες της Δυτικής Μακεδονίας· φέτος το αεροπλάνο που απέτρεπε τον σχηματισμό επιβλαβών νεφώσεων, δεν πέταξε, κόπηκε το σχετικό κονδύλι. Οι οινοποιοί απεγνωσμένοι αναζητούν σταφύλια από τρίτους.
Στις μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις, άλλος καημός: η αβάσταχτη υπερφορολόγηση. Κάθε μήνα αγωνιούμε να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας, φόρους, εισφορές, πάγιους λογαριασμούς· στο τέλος του μήνα, δεν έχει μείνει ούτε περίσσευμα χρήματος ούτε κουράγιο, να συνεχίσουμε. Εξυπνοι, προκομμένοι, επινοητικοί άνθρωποι τα λένε αυτά, που τις περασμένες δεκαετίες πίστεψαν στον τόπο, στα προϊόντα της γης, έβαλαν γνώση, εργασία, κεφάλαια, παρήγαγαν προστιθέμενη αξία. Γνωρίζουν τα πάντα για νέες καλλιέργειες, για μάρκετινγκ, για δίκτυα διανομής, εξαγωγές. Πιστεύουν ότι μόνο με μεταποίηση και παραγωγή διακεκριμένων προϊόντων, μπορεί να παραχθεί πλούτος και να μείνει ζωντανός ο τόπος. Το έκαναν, πέτυχαν, βραβεύτηκαν.
Τώρα αγκομαχούν, χωρίς ρευστότητα, υπερφορολογημένοι, και το χειρότερο με σβησμένη τη ζήτηση: «Τα διακεκριμένα προϊόντα παραμερίζονται από τα πάμφθηνα, αγνώστου συνθέσεως και προελεύσεως προϊόντα, σαν κι αυτά που συχνά είναι τα ιδιωτικής ετικέτας στα εκπτωτικά σουπερ-μάρκετ. Οι μικρές επιχειρήσεις-μπουτίκ δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς εσωτερική αγορά, με εξαγωγές».
Μάθημα οικονομίας που θα έπρεπε να ακούσουν υπουργοί και τεχνοκράτες της ανάπτυξης. Και να δουν ότι ακόμη και τα πιο εκλεκτά και άφθονα τοπικά προϊόντα, κρασιά, τυροκομικά, νερά, χυμοί, δεν βρίσκουν τη θέση τους στα ράφια των αλυσίδων σούπερ μάρκετ· στα ράφια δεσπόζουν τα προϊόντα των πολυεθνικών αλυσίδων. Προβλήματα διανομής, προβλήματα τιμολόγησης, προβλήματα κλίμακας. Σε τοπικά μαγαζιά πωλούν μυριστικά Κίνας, μέλι Βουλγαρίας, ακόμη και τα εξαίρετα ταχίνια και οι χαλβάδες φτιάχνονται με σουσάμι Αιθιοπίας… Η τοπική παραγωγή συνοψίζεται σε ό,τι βλέπεις σε υπαίθριους πάγκους: γλυκά κουταλιού, τραχανάς, τσάι του βουνού, μέλι. Είναι εκλεκτά, αλλά τόσο λίγα, τόσο μοναχικά και φτωχά, τόσο μακριά και αποκλεισμένα από αγορές που θα τα εκτιμούσαν. Ισα-ίσα φτάνουν να ικανοποιήσουν τον αναιμικό εσωτερικό τουρισμό, ο οποίος κι αυτός ξεκίνησε με κάποιες υποσχέσεις και ναυάγησε μες στη κρίση, τον φόβο και την υποπληροφόρηση. Πόσοι κάτοικοι του Λεκανοπεδίου γνωρίζουν το άφθαστο κάλλος, την ποικιλία τοπίου και τις φτηνές τιμές της Δυτικής Μακεδονίας;
Δεν είναι όλα μαύρα. Ο καταπληκτικός κρεοπώλης Νάσος Κοκκώνας, στη Ροδόπολη Σερρών, αναδεικνύει το βουβαλίσιο κρέας με παραδοσιακά παρασκευάσματα υψηλής ποιότητας και υπερσύγχρονο μάρκετινγκ-διανομή. Ο πληθυσμός του νεροβούβαλου Κερκίνης πριν από δέκα χρόνια ήταν κάτω από χίλια άτομα, έτεινε προς εξαφάνιση και επιδοτείτο η συντήρησή του. Μερικοί επαγγελματίες σαν τον Νάσο Κοκκώνα δούλεψαν, επένδυσαν, συνεργάστηκαν, προώθησαν, εκσυγχρόνισαν. Σήμερα ο πληθυσμός των ζώων είναι υπερτριπλάσιος, η τάση αυξητική και το προϊόν φημισμένο.
Η Δήμητρα Δάρτση πήρε την οικιακή παράδοση γλυκών και ζυμαρικών γύρω από το εύφορο όρος Πάικο και την απογείωσε, γευστικά και επιχειρηματικά, με την ετικέτα Γουμένισσες. Μαζεύει βραβεία και διακρίσεις, παρά τις μεγάλες δυσκολίες της κρίσης. Μια επιχειρηματίας που διδάσκει καλαισθησία, επινοητικότητα, ανάπτυξη, ποιότητα, με τα προϊόντά της και το εργαστήριο της στη Γουμένισσα.
Η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση. Μεταφερμένο στη δημοτική, είναι γραμμένο στη βάση του ανδριάντα του, στην Παλαιά Βουλή. Ο μέγας Χαρίλαος Τρικούπης το είπε μετά την πτώχευση του 1893, για να εμφυσήσει στον λαό αυτοπεποίθηση, πίστη στη ζωή. Το ίδιο πράττουν σήμερα αρκετοί Ελληνες, χωρίς τη μεγαλοπρεπή διατύπωση του Τρικούπη. Τρεις νέοι με λαμπερό βλέμμα, ποντιακής καταγωγής, μου έδειξαν τι σημαίνει πίστη στη ζωή, στους πρόποδες του όρους Μπέλες, μερικά χιλιόμετρα από τα σύνορα: εκεί έχουν μια περίφημη ταβέρνα, την Εβόρα, με σπάνια πιάτα ποντιακής κουζίνας, κι από εκεί εξόρμησαν και ανοίγουν ποντιακό-μεσογειακό εστιατόριο στην Αγγλία, μετά από ενδελεχή έρευνα αγοράς. Τα παιδιά του Παρασκευά και της Ουρανίας Παπαδοπούλου. Από τον Πόντο, στη Θεσσαλονίκη, στο Μπέλες, και στο Μπέρμιγχαμ. Θα ζήσουν. Θα ζήσει.