You are currently browsing the category archive for the ‘μουσικές | rockola’ category.
Tα κυπαρίσσια έγερναν κουρασμένα, κι έσκεπαν τον αποχαιρετισμό, μακρύ, αργόσυρτο, βαθιά σιωπηλό, μες στην κάψα του Ιούλη· μόνο στην αρχή, τη σιωπή διέκοψε δειλά μια μουσική από κινητό, που κράτησε όσο η κάθοδος, πριν τα άνθη και τις χοές: «Τe quiero puta!», ξεχώριζες το τεξ-μεξ μέταλ των Rammstein, ένα υβρίδιο, μια κραυγή ζωής. Ηταν το σήμα μορς του Πάνου που μας άφηνε: «Δύο χιλιάδες διακόσιες εικοσιδύο μέρες πόνου. Δεν του αρκούν. Βρήκε ωραίο χουζούρι στο κορμί μου. Θα μείνει, λέει. Κι άλλο. Μόνο που, όσο θρονιάζεται, τόσο δυναμώνω τα ηχεία και του φωνάζω στο αυτί: ‘Σ’ αγαπάω, πουτάνα ζωή (ακόμη κι έτσι)’. Με αυτήν τη μελωδία. Πάντα.»
Το σαββατοκύριακο είχε πανσέληνο. Το πρώτο μήνυμα ήρθε από τη γυναίκα μου, απ’ το νησί: «Πέθανε ο Κοντραμπάντο, ε;» Σοκαρίστηκα, αν και περίμενα ότι κάποια στιγμή ο Πάνος Οικονόμου, ο κατά ραδιόφωνο και τουίτερ contrabbando ή Καίσαρ Εμμανουήλ, πιθανότατα θα νικιόταν από την αρρώστια που πολεμούσε σθεναρά επί επτά χρόνια. Σοκαρίστηκα όμως. Τον φαντάστηκα στον Ευαγγελισμό, όπου πέρασε τους τελευταίους μήνες, τουιτάροντας με οξύτητα και διαύγεια, όπως πάντα τα τελευταία επτά χρόνια, αφηγούμενος τη ζωή με δίψα και βιωμένη σοφία, βλέποντας τον έξω κόσμο από ένα παράθυρο με θέα, αναμεταδίδοντας τη ζωή ολόχυμη και πεισματάρα, μεταδίδοντας πίστη σ’ εμάς τους απέξω τους λιγόψυχους, τους κλαυθμηρίζοντες. Τον φαντάστηκα όπως τον πρωτογνώρισα, το 2009 (ή ’10;), ρωτώντας τον γιατί Κοντραμπάντο και γιατί Καίσαρ Εμμανουήλ, μια ποιητική συλλογή της Μέλπως Αξιώτη κι ένας φανταιζίστ ποιητής του μεσοπολέμου. Ε, μα ήταν οι αγάπες του, και περίπου το θέμα της διατριβής του.
Η ποίηση λοιπόν· αυτή διαπερνούσε το λόγο του, τις μουσικές που έβαζε, τα γραφτά που διάλεγε να αναγνώσει, αυτή ήταν στο βιβλίο που έγραψε («Το εξώφυλλο δέρμα του χρόνου»). Και η αντίσταση, η ανυπακοή ― κατέναντι της φθοράς, εννοείται, πρώτα απ’ όλα, κι ύστερα έναντι του κομφορμισμού και της άβουλης συγκατάβασης, της μεμψιμοιρίας. Αυτά εδίδαξε ο καθηγητής ιστορίας και ελληνικών Πάνος, απ’ τα σαράντα ώς τα σαράντα επτά του, όχι μόνο στους έφηβους μαθητές του, αλλά κυρίως στους ώριμους της γενιάς του, στους μεσήλικους, σε όλους όσοι βαρυγκομάνε για μια αναποδιά. Αυτό το μάθημα το πρόσφερε με ποίηση και σώμα, κάνοντας την ασθένεια ορμητήριο ζωής: όση είναι, όση υπάρχει, όση μένει: «Η μόνη αξιοπρέπεια είναι να μείνεις ζωντανός. Και να ανταποδώσεις. Όσο κι όπως μπορείς. Και λίγο θα είναι πάλι. Διάφανοι, αδέρφια, είμαστε. Ζώα διάφανα που μας τρομάζει η αντανάκλασή μας στα ποτάμια της ζωής, πάσχοντα από αγνή, καθαρή ύπαρξη.»
Ο Χρήστος έκλαιγε γοερά, ο Αποστόλης άφησε κτερίσματα μια παιδική ζωγραφιά και ρακή, ο Κωστής εκφώνησε ένα σπαρακτικό «γεια σου, αγάπη μου», πύκνωση της φιλίας ως έρωτα, εκατοντάδες φίλοι και γνωστοί, οικείοι με το πρόσωπο ή με τη διαδικτυακή περσόνα, νέοι, ώριμοι, ηλικιωμένοι.
Είτα η Σοφία πρόσφερε ιχθύες και οίνο, για να θυμόμαστε τον γενναίο, οδυνηρά ειλικρινή ποιητή, και πώς έβλεπε την Ελλάδα:
«Τι συμβαίνει όμως με τις χώρες όταν πεθαίνουν; Γιατί καμιά φορά, μέσα στους αιώνες της πηχτής ιστορίας, και οι χώρες πεθαίνουν. Μη μου αναφέρετε το Δημητριάδη και το Σαραμάγκου. Αυτές είναι δυο θεωρήσεις μόνο, όχι η αλήθεια… Τι κάνουν, τελικά, αυτοί που ζουν σε μια ετοιμοθάνατη χώρα; Ο Γκαλεάνο γράφει: ‘Και η μειονότητα των ζωντανών κάνει ό,τι μπορεί για να επιβιώσει’. Εγώ πάλι απλώνω μια μικρή μεξικάνικη κουβέρτα στον εθνικό μας καναπέ, όπου κοιμόμαστε βαθιά.»
Η είδηση του θανάτου της Τζένης Βάνου με οδήγησε ακαριαία στη συνέντευξή της στην Καθημερινή της Κυριακής, τα Χριστούγεννα του 2010 («Ολη η ζωή μου είναι ένα δυνατό μελό»). Θυμήθηκα αχνά το περίτεχνο σκαρίφημα βίου που είχε αποδώσει η Γιώτα Συκκά μέσα από τη συνομιλία της με τη σπουδαία τραγουδίστρια. Ανέτρεξα στο αρχείο και ανασυστήθηκε μπρος στα μάτια μου η συνομιλία, ο πολυκύμαντος βίος, η αδρή προσωπογραφία, μια ολόκληρη εποχή και μια Ελλάδα, όχι μακρινή αλλά μισοξεχασμένη και παρερμηνευμένη.
Οταν είδα εκτενείς αναπαραγωγές αυτής της συνέντευξης (δυστυχώς χωρίς τη δέουσα παραπομπή και απόδοση), θυμήθηκα επίσης τις πολλές συζητήσεις με τη συνάδελφο και φίλη Γιώτα, για την αξία τέτοιων (αυτο)προσωπογραφιών, για την αξία να συναντάς τις περασμένες δόξες, τις μισοξεχασμένες, και να τιμάς τους ανθρώπους. Διότι, τιμώντας τους παλαιούς καλλιτέχνες, τιμάς και το κοινό τους, ανασυστήνεις εποχές, ενώνεις το παρελθόν με το παρόν, κρατάς αναμμένη τη μνήμη, προσφέρεις μαρτυρίες και τεκμήρια στην άγραφη ακόμη Ιστορία.
Αυτή είναι η στερνή γνώση. Στην αφετηρία ωστόσο βασικό μέλημά μας είναι πάντα το ανάγνωσμα να προσφέρει χαρά· χαρά σε αυτούς που το κατασκευάζουν, συνεντευξιαζόμενο και συνεντεύκτη, και κυρίως να προσφέρει χαρά σε αυτούς που το διαβάζουν, αισθητική απόλαυση, ερέθισμα για σκέψη, για αναστοχασμό.
Με αυτά τα κριτήρια, η συνέντευξη της Τζένης Βάνου είχε πετύχει τους στόχους της. Η ζωή ανάβλυζε από κάθε φράση της, από τα συμβάντα, τις περιγραφές, τα αισθήματα, τους επιμέρους απολογισμούς. Διαβάζεις και ακούς ήδη τα τραγούδια της. Ακούς τη Φωνή: την έκταση, το σπάνιο μέταλλο, το χρώμα, το αίσθημα. Σου θυμίζει την έκταση και την ορμή της Ιταλίδας Μίνας. Ταυτοχρόνως, ακούς την εποχή, τις εποχές της φωνής: την «ελαφρά», την τζαζ εποχή του ’60, τα λαϊκά του ’70, τα καψούρικα του ’80. Μια ελληνική διαδρομή. Με ποικίλες προσλήψεις, με ποικίλα ακροατήρια, που αλλάζουν μες στο χρόνο, καθώς αλλάζουν τα γούστα, οι συνήθειες, η κοινωνία. Μια ελληνική διαδρομή σε απρόσμενους τόπους, όπως μου τη διηγήθηκαν φίλοι: τραγούδια έρωτα παιγμένα σε νυχτερινές κούρσες στη Νέα Υόρκη και στην Αβάνα.
Εχουν μεγάλη αξία αυτές οι καταγραφές βίων και αισθημάτων. Αξία όχι μόνο ιστορική, αλλά και παιδευτική, εμψυχωτική, τονωτική του αισθήματος κοινότητας. Βοηθούν να ξαναδούμε το βιωμένο παρελθόν με έμπειρο βλέμμα, να το κρίνουμε και να το αποτιμήσουμε. Προσφέρουν ένα όχημα για να κάνουμε τη νοσταλγία δημιουργική, προωθητική.
Ας πούμε, τα χρόνια του ’60 και του ’70 συχνά παρουσιάζονται ως απωλεσθέντες μικροπαράδεισοι, κυρίως από νεότερους ανθρώπους που προσεγγίζουν το παρελθόν αναχρονιστικά και αισθητικά. Ακούγοντας την εξομολόγηση της Τζένης Βάνου, μαζί με την προσωπική περιπέτεια, ακούς ταυτόχρονα την κοινωνία της εποχής, τις προκαταλήψεις, τη θεσμισμένη βία της, την αισιοδοξία των ανθρώπων, την πίστη στη ζωή. Με διαφορετικές φόρμες ακούς καθαρά ή υπόκωφα όλες τις εποχές και το habitus κάθε εποχής, στα δροσερά τραγούδια του ’60, στα λαϊκά του ’70, στα καψούρικα του ’80, στη διαρκή επίκληση του έρωτα, της αγάπης, του αγγίγματος. Κλιμακωτά και φυγόκεντρα, κυματιστά, με επαναλήψεις και ρήγματα, ακούς τη ζωή.
Tέτοιο καιρό, παλιά, στην αναλογική εποχή, δηλαδή πάρα πολύ παλιά, ετοιμάζαμε δυο-τρεις κασέτες για τις διακοπές. Εξηντάρες, διότι τις ενενηντάρες τις μάσαγαν τα στοιχειώδη κασετοφωνάκια. Στην εξηντάρα χωρούσαν έως είκοσι κομμάτια, μάξιμουμ, άρα η επιλογή έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Ο Ιούλιος μου τα θύμισε, και η νοσταλγία ξεχείλισε, όμως, ψυχρή, συμπαγής, με άλλοτε ακριβείς ενθυμήσεις κι άλλοτε τρεμουλιαστές ανάμεσα σε χρόνους και τόπους.
Σαράντα χρόνια μετά τις πρώτες μου κασέτες, σήμερα θα έφτιαχνα δυο-τρεις, σε φόλντερ με mp3 ή ακόμη και με λίστες YouTube για να τις χαρίσω σε συνομήλικους, που τις νιώθουν ίδια ψυχρά δραματικά με μένα, στον ΚΚΜ, τον Θας, τον Γιωργο Γ., ας πούμε, αλλά και σε πολύ νεότερους, έως και στην ηλικία των γιων μου, για να πορεύονται και να ευφραίνονται.
Θα ξεκινούσα από τα πρώτα εξώφυλλα δίσκων LP που είδα στο Παραντάιζ Μυκόνου, κάμπινγκ χίππηδων, το 1973. Pink Floyd το The Dark Side of the Moon, Frank Zappa το Hot Rats, Rolling Stones το Let it Bleed. Δούλευα σερβιτόρος γενικών καθηκόντων και συχνά ξέμενα βράδια, όταν έστηναν ηχητικά κι έπαιζαν τα βαριά αμερικάνικα βινύλια. Θυμάμαι σαν τώρα το Time και το Money, το ανεπανάληπτο Peaches en Regalia με το οποίο ξεκινούσε τις εκπομπές του ο Γιάννης Πετρίδης στο Δεύτερο, το Gimme Shelter που το ακούσαμε πολύ ωραίο και από τον Πουλικάκο στο ιστορικό crazy love Ζωγράφου το 1979. Και το μελαγχολικό You Can’t Always Get What You Want.
Το φθινόπωρο του ιδίου έτους στο μικροσκοπικό κασετόφωνο Philips, το πρώτο μαζικό της εφευρέτριας του μέσου, έπαιζαν δύο κασέτες BASF, δώρο από Ελβετούς φίλους του καλοκαιριού. Περείχαν δύο ροκ ορόσημα και ένα σόουλ: Jimi Hendrix, Janis Joplin, Ike & Tina Turner. Μυητήρια τελετή στα μπλουζ, τον ηλεκτρισμό, την ψυχεδέλεια, το άπαν του ρωμαντισμού των σίξτις: κεραυνοβολημένος εισήλθα στην νεωτερικότητα της ποπ, και έκτοτε τίποτε δεν ήταν ίδιο. Συγκρατώ: Hey Joe, Purple Haze, Cry Baby, River Deep Mountain High.
Από τον χειμώνα 73-74 οι κασέτες γέμιζαν το σπίτι, ό,τι μπορούσε να βρεθεί στη στενόχωρη ελληνική αγορά. Λίγο αργότερα ήρθε ένα πορτοκαλί φορητό πικάπ Philips· πάνω του έπαιξαν ώρες χιλιάδες, δίσκοι δανεικοί φερμένοι απ’ έξω, από ναυτικούς: θυμάμαι το σοκ David Bowie και τους Genesis. Από τον Μπόουι κρατάω πρώτο το Lady Grinning Soul (She’ll come, she’ll go/ She’ll lay belief on you / Skin sweet with musky oil), που ήταν το τραγούδι της γυναίκας της ζωής μου χωρίς να το ξέρω τότε. Και από τους Genesis το I know what I like, and I like what I know ― δεν καταλάβαινα όλους τους στίχους, αλλά το ρεφρέν κάπως με εξέφρραζε.
Μετά το ’74-’75, τα ορόσημα λιγοστεύουν, αλλά δεν λείπουν. Την ώρα, ας πούμε, που μεταδίδονταν ραδιοφωνικά τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων, εγώ άκουγα The Clash και Sex Pistols σε σπίτι φίλων. Μας διέκοψαν για να μου πουν ότι πέρασα στο πανεπιστήμιο, και συνεχίσαμε. Τον πρώτο φοιτητικό χρόνο ήρθε μια άλλη epiphany: καθόμουν καλοκαίρι βράδυ στο εργένικο δώμα και το Πρώτο Πρόγραμμα είχε την εκπομπή Η Παγκοσμιότητα της Τζαζ. Σάκης Παπαδημητρίου. Η τζαζ ήταν για μένα ένα μυστήριο, ένα απρόσιτο σύμπαν, σαν τη μουσική του Βάγκνερ. Επαιξε το Africa του John Coltrane και ώσπου να τελειώσει το 16λεπτο έπος της free είχα περιπέσει σε έκσταση. Θα το έβαζα μαζί με το My Favorite Τhings σε αλλεπάλληλες εκτελέσεις.
Θα έβαζα ουρά κανα-δυο του συνομήλικου Nick Cave, το Stranger than Kindness ανυπερθέτως και το Carny από τα Φτερά του Ερωτα του Βέντερς. Και διάφορα από τη στάγδην ενηλικίωση σε όλη τη διάρκεια του ’80, έως τον δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας. Το Wild is the Wind και το Nature Boy σε όλες τις εκτελέσεις, το Suspicious Minds μόνο με τον Ελβις, ένα-δυο κοριτσίστικα μονοφωνικά του Phil Spector που τα έβαζε πάντα ο Σκορσέζε στις μαφιόζικες ηθογραφίες, to Il cielo in una Stanza της Μίνας, και κάπου ανάμεσα στα λυρικά το Δρόμοι Παλιοί, των Μίκη Θεοδωράκη – Μανώλη Αναγνωστάκη, σταθερή εμμονή από το εβδομήντα-κάτι.
Ετσι ακούστηκαν σαράντα χρόνια.
Τα χρόνια της Θάτσερ, οι Βρετανοί νέοι της γενιάς μου τα έζησαν ενάντιοι. Στο Λίβερπουλ, στο Μάντσεστερ, στη Γλασκώβη, στο Μπρίξτον, είδαν τους μεσήλικους άνεργους να βουλιάζουν στον αλκοολισμό και στην παραίτηση. Η θατσερική μεταρρύθμιση σάρωνε τους φτωχούς και ήταν αμείλικτη με τους αδύναμους. Οι πιο ευάλωτοι νέοι της εργατικής τάξης έπεφταν στα ναρκωτικά και στην αυτοκαταστροφή. Οι πιο ευαίσθητοι έκαναν τέχνη: τραγούδια, βιβλία, ταινίες.
Την ίδια περίοδο, οι Ελληνες συνομήλικοι βίωναν την εναντίωση ή και την απόγνωση των Βρετανών του θατσερισμού σαν καλλιτεχνική εμπειρία, αλλά και σαν μύηση στην ηθική και υπαρξιακή ουσία της πολιτικής. Clash, Crass, Morrissey, Elvis Costello, Robert Wyatt, Specials τραγουδούσαν στα πικάπ των σπιτιών και των μπαρ για την άλλη Αγγλία, των ονείρων και των αισθημάτων, καίριοι, λυρικοί, σκληροί, γοητευτικοί. Στις κινηματογραφικές αίθουσες ανακαλύπταμε το νέο βρετανικό σινεμά: Στίβεν Φρίαρς, Ντέρεκ Τζάρμαν, Νιλ Τζόρνταν, Μάικ Λι, Κεν Λόουτς. Υψηλή ποπ αισθητική, ρεαλισμός, απελευθερωτικές ηθογραφίες ή σκοτεινές καταδύσεις στην ανθρωπογεωγραφία του θατσερισμού: από τη δύσκολη ελπίδα του «My Beautiful Laundrete» έως το ντοστογιεφσκικό «Naked», τον αβάσταχτο ρεαλισμό του «Raining Stones» και το αιματηρό μελόδραμα «Crying Game».
Στο σινεμά, τουλάχιστον δύο Ελληνες κινηματογραφιστές που έζησαν τον θατσερισμό, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης και ο πρόωρα χαμένος Αλέξης Μπίστικας, έφεραν εδώ την αύρα ενός Ντέρεκ Τζάρμαν εκείνα τα χρόνια. Τέλη δεκαετίας ’80 με αρχές ’90, θυμάμαι το ασπρόμαυρο περιοδικό «Κοντροσόλ στο χάος», με Δημήτρη Παπαϊωάννου, Μπίστικα, Αβούρη, Ζάφο Ξαγοράρη, ζωγράφους, συγγραφείς και κομικσάδες, να μετακενώνει το γκέι πανκ πνεύμα στα Εξάρχεια με αισθητική νεορεαλιστική και μετατσαρούχεια.
Θατσερισμός και γιαπισμός, ατομικισμός και λαϊφστάιλ συγχέονταν αξεδιάλυτα στα κεφάλια των Ελλήνων της εποχής. Δεν μπορούσαμε να νιώσουμε πραγματικά τον πόνο της βρετανικής εργατικής τάξης, την απόγνωση των συνομηλίκων μας, τον ξέφρενο κυνισμό των γκόλντεν μπόις της Γουόλ Στριτ, έως μηδενισμού, όπως τα περιέγραφε ο Μπρετ Ιστον Ελις. Τα βλέπαμε ως έργα τέχνης, ως αισθητικές αποτιμήσεις. Κατά παράδοξο τρόπο, οι άνθρωποι χόρευαν με τους πολιτικούς Clash, με τους λυρικούς πλην κοινωνικά ευαίσθητους Morrissey και Costello, λικνίζονταν με το ζοφερό «Ghost Τοwn» των Specials και ταυτόχρονα διάβαζαν το «Κλικ» και εγαλουχούντο στην πόζα του νεοκυνικού. Κάπως έτσι. Αφαιρούσαμε τα έργα τέχνης από τη ζωτική τους σύμφραση διότι ζούσαμε σε άλλη χρονοσήραγγα: τη δεκαετία του ’80 είχε συμβεί μείζων αναδιανομή εισοδήματος και κοινωνική ανακατάταξη, ή έτσι νομίζαμε. Στο μεσουράνημα της Σιδηράς Θάτσερ και του ηθοποιού Ρέιγκαν, εμείς βλέπαμε εγγύτερα τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Φρανσουά Μιτεράν, τους τελευταίους σοσιαλιστές της Ευρώπης.
Πολύ περισσότερο, στην Ελλάδα μόνο μετά τη Μεταπολίτευση και μετά την Αλλαγή του ’81 υπήρξε χώρος για να εκδιπλωθεί και να αφομοιωθεί το νεανικό κίνημα του ’60-’70, ως νεορομαντισμός και υπαρξιακή αναζήτηση με φόντο τη σοσιαλδημοκρατία και μια ορισμένη αφθονία. Τον καιρό που στην Αγγλία κατεδαφιζόταν το κράτος πρόνοιας, στην Ελλάδα το οικοδομούσαμε, και στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν ακόμη κραταιό. Μόνο η Ιταλία, από τα τέλη του ’70 ήδη, είχε περάσει σε άλλη πίστα, πολιτικά και ανθρωπολογικά: αντί θατσερισμού, εκεί εγκαινιάστηκε η μεταμοντέρνα κοινωνία του θεάματος και της φαυλότητας, η Forza Italia του Μπερλουσκόνι.
Η πρώτη γεύση θατσερισμού ήταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά ήταν σχετικά βραχύβια και συνάντησε αντιστάσεις, διότι διετάρασσε την τάξη του πλιάτσικου· ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος από το Κανάλι 29 τον γκρέμισε ιδεολογικά και το πάρτι της θολούρας επανήλθε σε νέα ρότα. Οι φυλές του γενικευμένου «Κλικ» μεταλλάχθηκαν και γιγαντώθηκαν, ανακάλυψαν χαρούμενες το Χρηματιστήριο ως μηχανισμό αναδιανομής· ο θατσερισμός ξαναμπήκε παραλλαγμένος από την αριστερή πόρτα, μέσω Μπλερ: βαφτίστηκε εκσυγχρονισμός. Το κράτος πρόνοιας έπλεε αμέριμνο με δανεικά στη Ζώνη του Ευρώ.
Ισως φανεί ότι δεν ζήσαμε τον θατσερορεϊγκανισμό. Οχι. Τον ζήσαμε· καθυστερημένα, παράλληλα, διαθλασμένο, ενοφθαλισμένο στο μικροπεδίο μας, αλλά παρομοίως τον έζησε και μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης. Tο μείζον ιστορικό ρήγμα ήταν η πτώση του ανατολικού μπλοκ το ’89, και ό,τι ακολούθησε έκτοτε το ζήσαμε, το ζούμε στην ώρα του: πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, επανένωση Γερμανίας, μαζική μετανάστευση, κλονισμός Ευρωζώνης. Η μεταθατσερική Ευρώπη εδώ ξεκίνησε κι απλώνεται παντού. Τι ωραίο πλιάτσικο, που θα ’λεγε ο αντιθατσερικός Τζόναθαν Κόου.
Πόσο διαφορετικούς ανθρώπους άκουσα χθες να μου λένε σκασμένοι ότι τους σοκάρισε ο θάνατος του Νίκου Παπάζογλου, ότι έχασαν έναν δικό τους, έναν φίλο, ότι ένιωσαν να χάνουν κάτι από τη δική τους ζωή, ένα τραγούδι που τους σημάδεψε. Συμφώνησα με όλους. Κι εγώ έτσι ένιωθα: σαν να τέλειωνε μια εποχή, εποχή αθωότητας, αμεριμνησίας, ανθισμένων αισθημάτων.
Μαζί με τον Μανώλη Ρασούλη, που αποδήμησε πριν από σαράντα μέρες, και με κάποιους άλλους λιγοστούς καλλιτέχνες της γενιάς του, ο Παπάζογλου ανανέωσε το λαϊκό τραγούδι, το απενοχοποίησε, το πήγε ξανά προς τις πηγές του: ανανέωσε τον λυρισμό του, επαναφόρτισε το αίσθημα, πυρπόλησε τις καρδιές και όχι τα ορμέμφυτα, τραγούδησε τον πόνο με τη χαρά, υπενθύμισε τα μάταια και την ουσία. Ετσι, όταν άκουγες τη φωνή του στα λάιβ ή στα ράδια, λυγμική αλλά ποτέ κλαψιάρα, φωνή βυζαντινή, με ήθος κοινότητας και ύφος προσώπου, γείωνες κι εσύ μες στα χώματα της ζωής, αναγνώριζες τον εαυτό σου, όχι σαν μοναχοδαρμένο, αλλά σαν συνέχεια μιας παράδοσης, οργανικό μέλος μιας κοινότητας ανθρώπων που έχουν παρόμοια ντέρτια μ’ εσένα, παρόμοιους φόβους, ίδια φθαρτότητα. Ο Αύγουστος είναι για όλους ίδιος· και πάντα ενώνει μες στην αβάσταχτη γλύκα του.
Στον αειθαλή Αύγουστο του Παπάζογλου, α καπέλα ή με μείξη ηλεκτρικής Fender και μπουζουκιού, ενώθηκαν γενιές: ρεμπέτες και ροκάδες, αριστεροί και αδιάφοροι, υποψιασμένοι και ελαφρούτσικοι, μπατίρια, πλούσιοι, ποδοσφαιρόφιλοι, ράπερ… Κι είχε αλήθεια αυτή η τυχαία συνεύρεση· όση είχε και η στερεοτυπική του αμφίεση επί σκηνής: δεν ήταν πόζα, ήταν η αληθειά του. Τζιν παντελόνι, τζιν ή τζεϊλχάουζ πουκάμισο, όλα θαλασσιά, και μια φλόγα στο λαιμό, η φωνή του, η άλικη μπαντάνα. Σαν ροκάς του αμερικανικού Νότου, ένας Ολμαν Μπράδερ ας πούμε, ή σαν Νιλ Γιανγκ, σαν Μπρους Σπρίνγκστιν. Μα τέτοιας αισθηματικής κλάσεως καλλιτέχνης ήταν, τέτοια ενέργεια σκόρπιζε στα μυθικά καλοκαιρινά του λάιβ, ζυγισμένα, μετρημένα, αλλά και απλόχερα.
Ακόμη προσπαθώ να εξηγήσω την πάνδημη θλίψη που προκάλεσε η αναχώρησή του. Ηταν ένας άνθρωπος εκτός συστήματος, εκτός της βιομηχανίας ψυχαγωγίας, εκτός δημοσίων σχέσεων, εκτός νύχτας, εκτός μπίζνες. Αλλά ήταν εντός ζωής. Βαθιά μες στη ζωή. Χειροτέχνης, αυτοσχεδιαστής, αυτοδίδακτος· άνθρωπος της παρέας, των φίλων, της εργασίας, της συνέπειας, των αρχών. Αυτό του επέστρεφε ο κόσμος σαράντα τόσα χρόνια, αυτό λείπει τώρα από τον κόσμο, τον κόσμο που δάκρυσε μια βραδιά μ’ ένα τραγούδι, ένα στιχάκι, έναν λυγμό του Παπάζογλου: Αυτή η αίσθηση για τη ζωή, δοξαστική και βαθιά, ερωτική και αφτιασίδωτη, γήινη, αυθεντική.
Μιλάνε για το τέλος της Μεταπολίτευσης, για την επιβλαβή κουλτούρα της και το ρέμπελο ήθος της. Ρηχά λόγια, ρηχές σκέψεις. Ο Παπάζογλου διαψεύδει τους αστοιχείωτους και τους στεγνούς, τους άνιωθους, με το ήθος της φωνής του, διηνεκώς: Ηταν ωραίος Ελληνας, καλός, άξιος, ουσιώδης, απ’ τους πολλούς καλούς της Μεταπολίτευσης, απ’ τους πολλούς καλούς κάθε εποχής. Γι’ αυτή την απώλεια κλαίμε.
Κάλαντα στον radiobubble, φιλοξενούμενος του Βυτίου, συντροφιά με τον Sraosha.
Οδυσσέας Τσάκαλος, Δερβίσικο, 2010 (demo)
Shake your hair girl with your ponytail
Takes me right back (when you were young)
Throw your precious gifts into the air
Watch them fall down (when you were young)
Lift up your feet and put them on the ground
You used to walk upon (when you were young)
Lift up your feet and put them on the ground
The hills were higher (when we were young)
Lift up your feet and put them on the ground
The trees were taller (when you were young)
Lift up your feet and put them on the ground
The grass was greener (when you were young)
Lift up your feet and put them on the ground
You used to walk upon (when you were young)
Roxy Music, 1972
Το ταξίδι του ’60 μες στο ‘70 ― sneak preview
Electric Alice (the video)
Don’t the stars look good tonight
Thought Electric Alice
In the pale moonlight
Don’t the moon look big and bright
Thought Electric Alice
In the pale moonlight
I thing I hear a baby cry
Thought Electric Alice as she passed by
Makes me feel like I’m a little child again
Thought Electric Alice in the silver rain
Η Λένα Πλάτωνος ήταν η μούσα της ενηλικίωσής μας. Μια κοπέλα της γενιάς μας, που έβαλε τον λυρισμό των σύνθι της πλάι στους Clash και τους Birthday Party, πλάι στον Σκριάμπιν, και μας έβαλε ν’ ακούσουμε την Αθήνα, την Ελλάδα, τους εαυτούς μας.
Το Σαμποτάζ του ’81, με τα απίστευτα φωνητικά του Παλαμίδα, ο Καρυωτάκης, οι Μάσκες του Ηλιου του ’84, αποκάλυπταν μιαν Ελλάδα μοντέρνα και ακομπλάριστη, πονεμένη και ερωτευμένη, κοσμοπολίτισσα και αυτοφυή. Νιώσαμε περήφανοι, ευάλωτοι, πλούσιοι, νιώσαμε εμείς.
Η Λένα Πλάτωνος με τον electronica λυρισμό της, η έγκλειστη της Αλεξάνδρας, μια οπτασία, μια ζεν μούσα, η πολυφίλητη των φυλών και των γενεών, από το ’80 έως σήμερα, η νεράιδα μιας καλαμένιας ντισκοτέκ*.
Την λατρέψαμε τότε, όταν μαζί ενηλικιωθήκαμε, αργά και βασανιστικά. Την αγαπάμε το ίδιο και σήμερα: είναι το ίδιο τρυφερό λαμπερό ανυπόκριτο πλάσμα.
Καλώς ήλθες πάλι, Λένα. Καλοτάξιδη. Σε προσμένουμε στο Ηρώδειο, στις 28 Ιουλίου.
[περίπου όσα είπα τη βραδιά της 18ης Μαρτίου 2008, στον Ιανό, οργανωμένη από την Οδό Πανός για τον καινούργιο δίσκο της Λ. Π. «Ημερολόγια» ― *καλαμένια ντισκοτέκ: του Ερρίκου Σ.]
«Ποιος μας γηροκομεί / τη σήμερον ημέρα, / ψηστιέρα, καρβουνιέρα, / μούσα δεκεμβριανή. / Πολέμησα καιρό / σε όλα τα πεδία / και με τυφλή μανία / ξέσκιζα τον εχθρό. / Τώρα με χειρουργεί / η αλλήθωρη νεολαία, / μια τσογλανοπαρέα, / που κάνει κριτική.»
Οταν το πρωτάκουσα, στον πλακιώτικο Ρήγα του 1976, ήμουν έφηβος· είδα την παράσταση δύο βραδιές μονορούφι κι έβγαινα στην παγωνιά κατάπληκτος, μαγεμένος. Είχα βυζάξει Μπάλο και Μαύρη Θάλασσα, μ’ αυτά μεγάλωνα, μαζί με Μπόουι και Χέντριξ, αλλά δεν είχα δει ποτέ λάιβ αυτόν τον τροφό.
Πολλά χρόνια αργότερα, σε μια από τις μεταμορφώσεις του Διονύση Σαββόπουλου, σ’ ένα γιγανταιώρημα, στάθηκα απέναντί του, αλλήθωρη νεολαία, τσόγλανος που κάνει κριτική. Ημουν σκληρός, σαν προδομένος γκόμενος· χειρότερα, σαν προδομένος από τον μεγάλο φίλο της εφηβείας μου. Κι ύστερα, με τα χρόνια, όταν επιτέλους τέλειωσε το βάσανο της μακράς εφηβείας, μεσήλιξ πια, στις υπώρειες της λεωφόρου Αλεξάνδρας, ένιωσα πάλι να με διαπερνά ηλεκτρισμός, άλλος πια. Τότε κατάλαβα ότι αυτές οι παλιές αγάπες δεν καταλύονται ποτέ, δεν καταλύεται το κύτταρο.
Προχθές, στην Πέτρου Ράλλη, τριάντα χρόνια από την μυητήρια μάγευση, στα πρώτα μέτρα της Μούσας Καρβουνιαρούς, η συγκίνηση έδωσε τη θέση της στην επίνοια: Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι ιστορικό πρόσωπο, εκφράζει μισό αιώνα βίου, εφήμερου και αιώνιου, εκφράζει τον καιρό, είναι κλασικός. Και είναι πάντα δραστικός.
Δεν μ’ ένοιαζαν πια η ορχήστρα, η ερμηνεία, ο ήχος, ο ηλεκτρισμός· βλέποντας τον Σαββόπουλο, τον μεγάλο φίλο, πλάι στον συνομήλικο φίλο, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, έβλεπα την Ιστορία, έβλεπα την Ελλάδα του βίου μου: μισός αιώνας ξετυλιγόταν συμπαγής, με ουλές, τραύματα, θριάμβους, με στεναγμούς και γέλια, με γεννητούρια και σαντούρια, με θλίψεις και αναδιπλώσεις, με τον έρωτα να σκέπει και να λυγίζει, κι ο χρόνος να πυκνώνει, να πυκνώνει, να πυκνώνει.
Εκρηκτικός και αυστηρός, αρχαίος δαίμων, ο ένας. Ανθρωπος του ’65 και του ’74, του ’81 και του ’89, ηχείο παντός καιρού, σάμπλερ του ραπ και του γκράφιτι· προφήτης. Προφήτης; Ναι, οιωνοσκόπος. Μα κυρίως ποιητής. Ριψοκίνδυνος και δραστικός· απ’ τους δραστικότερους στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Η νεολαία είχε πάει για τον «Θανάση», για τον σκοτεινό λυρισμό του ή για τα λαϊκά του. Αλλά πώς ηλεκτριζόταν με τα τραγούδια του Σαββόπουλου, γραμμένα τριάντα και σαράντα χρόνια πριν… Πολύτιμα μέταλλα, έλαμπαν όπως το Purple Haze και το Κashmir στους αποχαιρετισμούς της ορχήστρας.
Ανθρωπος της μεταπολιτευτικής ευαισθησίας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Με δύο πρόσωπα ο λυρισμός του: Εσωστρεφής, λόγιος και μελαγχολικός, αφενός, αλλά και δημώδης, λαϊκός, βουτηγμένος στη ζωή, αφετέρου· μετεωριζόμενος ανάμεσα στον ηλεκτρισμό, το sampling, τα πνευστά, το ambient, την μπουζουκομάνα και τους δεκαπεντασύλλαβους.
O Σαββόπουλος προϋποθέτει τον Παπακωνσταντίνου, έτσι το βλέπω σήμερα. Και η συνάντησή τους επί σκηνής, κάτω απ’ τον προβολέα, είναι δυνητικά ιστορικής σημασίας· όχι μόνο γιατί συναντιούνται δυο συνεχόμενες γενιές, απ’ το ’60 έως σήμερα, όσο γιατί συναντιούνται δύο σπουδαίοι δημιουργοί, δύο σημαίνουσες προσωπικότητες, που εξέφρασαν τις διαδοχικές εποχές και τις μεταβαλλόμενες ευαισθησίες.
Ο καθένας απ’ τους δύο μιλάει σε διαφορετικά, επικαλυπτόμενα εν μέρει ακροατήρια, με διαφορετικούς, καίτοι παρόμοιους τρόπους. Και οι δύο όμως μαζί επί σκηνής, προσλαμβάνουν άλλο δυναμικό, πολλαπλασιάζονται, και το γινόμενό τους ερεθίζει απρόβλεπτα: από ένα σημείο κι έπειτα, δεν ακούς τραγούδια, δεν προσέχεις μουσικές, δεν κρίνεις ιδιοσυγκρασίες, αλλά αναστοχάζεσαι σύνολα: πού βρίσκεσαι εσύ μέσα σε αυτή την αφήγηση, πώς πορεύεται η ζωή σου, πώς πορεύεσαι απ’ τον προσωπικό χρόνο στον ιστορικό, από το πυρακτωμένο μικροπεδίο της συγκίνησης στο αφαιρετικό μακροπεδίο της σκέψης, πώς αναγνωρίζεσαι στους άλλους, πώς αναγνωρίζεσαι μαζί με άλλους.
Αυτή την ικανότητα την είχε πάντα ο Σαββόπουλος: συντήκει συναίσθημα, σκέψη, αισθητική, και φτιάχνει ένα κράμα ολότελα διαφορετικό από τα πρωτογενή υλικά: τραγουδάει τον κόσμο, ό,τι περιρρέει άμορφο, κοινότοπο και ημιορατό γύρω μας, και τραγουδώντας τον, τον μεταμορφώνει, του δίνει φόρμα, βάθος, αποχρώσεις, νόημα· κάνει τον κόσμο δραματικό και ταυτόχρονα οικείο.
Σε αυτό τη σκολιά, πλην συναρπαστική, οδό περπατάει από καιρό και ο Παπακωνσταντίνου· είναι πια ο μεγάλος φίλος των νεότερων, ειλικρινής και γυμνός, άγρυπνος και ελαφροΐσκιωτος, τούς αφηγείται παλιές ιστορίες με νέο ντύμα.
Οι δύο μαζί μας φανερώνουν τον βίο συμπαγή και υπόκωφο.
Ένα βλέμμα, Καθημερινή, 17.02.2007
άπι νου ίαρ!Scotch mist, by Radiohead
Who sent the rain
who sent the rain
who set the clock
who let me fall
I was a fool
right from
the start
[μέρες που ‘ναι]
Ενα τραγούδι για τις γιορτές:
Belle.
Tο ‘χει γράψει αυτός ο Γαλλορουμάνος, o Alif Tree, που έχει μιξάρει κι αυτό. Το mixage αρχίζει μ’ ένα ελληνικό ποίημα.
Καθαρότατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
τῆς αὐγῆς τὸ δροσάτο ὕστερο ἀστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπερνοῦσε
τ’ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη·
καὶ ἀπὸ κεῖ κινημένο αργοφυσοῦσε
τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ’ ἀέρι,
ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς στῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα
«Γλυκειὰ ἡ ζωὴ κι ὁ θάνατος μαυρίλα»
[Διονύσιος Σολωμός, Λάμπρος]
soso, «Hungover for three days straight (don’t matter)», 2004
Η τίγρις της Κρεμόνα μεγαλώνει στην εργατική Ιταλία του ’50-’60, μεθάει με το ροκ-εν-ρολ και την τζαζ, και γίνεται Η Φωνή των χρόνων του ηδονισμού και της χειραφέτησης, τραγουδώντας όχι την εξέγερση αλλά το πάθος, το σμίξιμο, τον χωρισμό, το τριπ του έρωτα.
Τραγουδάει τον ερωτικό παραδομό σε λαμπρά τηλεοπτικά στούντιο, φουτουριστικά και kitsch, σαν ντεκόρ του Gattaca ή του Solaris, τραγουδάει τα ultima melo, τύφλα να ‘χει η Στρέιζαντ και η Μινέλι, είναι ’60s και ’70s, τραγουδάει στα σκηνικά της RAI με ορχήστρες 400 ατόμων και 130 χορωδούς, κρουνάρει την μεταπολεμική αισιοδοξία, λίγο προτού ξεσπάσει ο ιταλικός εμφύλιος.
Mina Mazzini.
Il cielo in una stanza, 1960
(το βίντεο: live, Νάπολι, 1968)
Ο ουρανός μπήκε στην κάμαρα
Quando sei qui con me
questa stanza non ha piu’
pareti ma alberi
alberi infiniti…
Quando sei qui vicino a me
questo soffitto viola
no non esiste piu’.
Io vedo il cielo sopra noi
che restiamo qui
abbandonati
come se non ci fosse piu’
niente, piu’ niente al mondo.
Suona un’ armonica
mi sembra un organo
che vibra per te e per me
su nell’immensita’
del cielo
per te, per me, nel ciel…
Suona un’armonica
mi sembra un organo
che vibra per te e per me
su nell’immensita’
del cielo.
Per te, per me nel ciel»
Σαν είσαι εδώ μαζί μου
ετούτη η κάμαρα δεν έχει
τοίχους πια μα δέντρα
δέντρα ατελείωτα…
Σαν είσαι εδώ στο πλάι μου
ετούτη η μωβ σοφίτα
πάει δεν υπάρχει πιά
βλέπω τον ουρανό πάνω από μας
που μένουμε εδώ
παραδομένοι
λες δεν υπάρχει
τίποτα τίποτα πια στον κόσμο
Μια φυσαρμόνικα ακούγεται
μού μοιάζει όργανο εκκλησίας
που δονείται για σένα και για μένα
ψηλά στο άπειρο
τ’ ουρανού.
Για σένα, για μένα, στον ουρανό…
* Η μετάφραση από τον Sensualmonk, που του το θύμισα, και μου το χάρισε. Τον ευχαριστώ.
Captain Beefheart (Don Van Vliet) and His Magic Band, Live in Paris, 1973.
Nick Cave with The Birthday Party, 1981.
Rage Against the Machine, 1999.
Rage Against The Machine, Testify