You are currently browsing the category archive for the ‘ιστολογοι | bloggers’ category.
Η γνωριμία με τον Θάνο Κάππα, άλλως Thas Kas, έγινε με τo μπλογκ Vita Moderna. Ηταν η γνωριμία με την τότε ανατέλλουσα γραφή της εξομολόγησης που γίνεται καθολικό βίωμα μοιραζόμενο. Ενα σπαραγμένο genre στα ύστερα μακρότατου εικοστού αιώνα. Σαν θαμπός απόηχος των θερμών δακρύων του Ιερού Αυγουστίνου στις Εξομολογήσεις του.
Δεν ήξερα αν ο Thas είχε διαβάσει Αυγουστίνο, μάντευα όμως τα άλλα διαβάσματά του, καθώς τον λογάριαζα γενιά μου. Ακουγα τον καρυωτάκη κακι τον τσέχοφ, ολίγο Μπαρτ, άκουγα Βακαλόπουλο και μικρο-Ταχτσή.
Αλλα ας μην κάνω τον φιλόλογο. Ας ακολουθήσω την μέθοδο της εξομολόγησης.
***
Ο Θάνος μού μοιάζει. Εγώ του μοιάζω. Μοιάζουμε. Και δεν τον ζηλεύω, τον καμαρώνω. (Συνήθως ζηλεύουμε ή και φθονούμε όσους μας μοιάζουν.)
Τα Πικρούτσικα του Θάνου τα νιώθω σαν δικά μου παιδιά, παιδιά δύσκολης γέννας, μακρόσυρτης, γέννας που άρχισε στα βάθη των ΄70s και έδωσε ένα παιδί μικρομέγαλο, σαν τη ζωγραφισμένη μορφή του Θείου Βρέφους στην αγκαλιά της παναγίας: ένα παιδί με χαρακτηριστικά και έκφραση ενηλίκου. Ακόμη εναργέστερα: Αποσπώ αυτό το γεροντικό παιδίον από την αγκαλιά της Μητέρας και το βλέπουμε ως Αναπεσόντα, μόνο του, γερμένο στο πλάι:
«Κατακλιθείς ανεπαυσάτο ως λέων και ως σκύμνος: τι αναστήσει αυτόν;» (Αριθμοί)
Τον 15ο αιώνα ο κυρ-Μανουήλ Πανσέληνος, ο περίφημος ζωγράφος εκ Θεσσαλονίκης, για πρώτη φορά εικόνισε αυτή την προφητεία. Ο Αναπεσών. Ένα παιδί λοιπόν, όχι πρόωρα γερασμένο, αλλά γεννημένο, υπάρχον ανέκαθεν, εξ υπαρχής, ως ο Παλαιός των των Ημερών.
Ο αναπεσών είναι ο αφηγητής και ο ήρωας στα Πικρούτσικα. Και δεν είναι ακριβώς ο Θάνος. Είναι και δεν είναι. Είναι ο τεχνίτης που αναβλύζει αυθόρμητα, έκκεντρα και ανυπόταχτα, κυριαρχικά, τυραννικά, μέσα από τον Θάνο. Είναι ο συγγραφέας της ζωής μας, ημών των γεροντόπαιδων, των αναπεσόντων.
Σαν τον Θάνο, έτσι κι εγώ.
Παρακολουθώ μες στη λιγυρή, την πικρούτσικη, τσεχοφική πρόζα του τον άγουρο παίδα, τον χνουδιασμένο έφηβο, που τον χτυπούν οι τρικυμίες και οι ίμεροι της υπερχειλίζουσας ζωής, που μέσα του παραδέρνουν οι πόθοι και τα ερωτήματα, οι προδοσίες της αντρικής φιλίας και η συνταρακτική ανακάλυψη της γυναικείας μυρωδιάς, πώς μοσχοβολούν τα μαλλιά της, το δέρμα της, ποια γεύση έχει το σάλιο της.
Αυτό. Αυτό μένει πάντα.
Και η ζωή κυλά μαλακά, αργά, συρτά, lento, και ο πικρούτσικος Θάνος δεν είναι πια χνουδιασμένος έφηβος. Ή είναι ακόμη;
Είναι ακόμη. Αυτός ο γέρων παις, ο αναπεσών. Έτσι τον νιώθω, έτσι νιώθω κι εγώ.
Και γράφει την πρόζα της ζωής, μικρούτσικα πικρούτσικα ρυάκια, νήματα νερού που σκοντάφτουν στις κοτρόνες του χρόνου, σταλαγματιές ζωής που χτυπούν και σκορπάνε.
Τις ακούω τις σταλαγματιές όπως τις ακούει ο Παπαδιαμάντης στον Ξεπεσμένο Δερβίση. Ακούω τις πικρόγλυκες σταλαγματιές της ζωής μας.
Tα κυπαρίσσια έγερναν κουρασμένα, κι έσκεπαν τον αποχαιρετισμό, μακρύ, αργόσυρτο, βαθιά σιωπηλό, μες στην κάψα του Ιούλη· μόνο στην αρχή, τη σιωπή διέκοψε δειλά μια μουσική από κινητό, που κράτησε όσο η κάθοδος, πριν τα άνθη και τις χοές: «Τe quiero puta!», ξεχώριζες το τεξ-μεξ μέταλ των Rammstein, ένα υβρίδιο, μια κραυγή ζωής. Ηταν το σήμα μορς του Πάνου που μας άφηνε: «Δύο χιλιάδες διακόσιες εικοσιδύο μέρες πόνου. Δεν του αρκούν. Βρήκε ωραίο χουζούρι στο κορμί μου. Θα μείνει, λέει. Κι άλλο. Μόνο που, όσο θρονιάζεται, τόσο δυναμώνω τα ηχεία και του φωνάζω στο αυτί: ‘Σ’ αγαπάω, πουτάνα ζωή (ακόμη κι έτσι)’. Με αυτήν τη μελωδία. Πάντα.»
Το σαββατοκύριακο είχε πανσέληνο. Το πρώτο μήνυμα ήρθε από τη γυναίκα μου, απ’ το νησί: «Πέθανε ο Κοντραμπάντο, ε;» Σοκαρίστηκα, αν και περίμενα ότι κάποια στιγμή ο Πάνος Οικονόμου, ο κατά ραδιόφωνο και τουίτερ contrabbando ή Καίσαρ Εμμανουήλ, πιθανότατα θα νικιόταν από την αρρώστια που πολεμούσε σθεναρά επί επτά χρόνια. Σοκαρίστηκα όμως. Τον φαντάστηκα στον Ευαγγελισμό, όπου πέρασε τους τελευταίους μήνες, τουιτάροντας με οξύτητα και διαύγεια, όπως πάντα τα τελευταία επτά χρόνια, αφηγούμενος τη ζωή με δίψα και βιωμένη σοφία, βλέποντας τον έξω κόσμο από ένα παράθυρο με θέα, αναμεταδίδοντας τη ζωή ολόχυμη και πεισματάρα, μεταδίδοντας πίστη σ’ εμάς τους απέξω τους λιγόψυχους, τους κλαυθμηρίζοντες. Τον φαντάστηκα όπως τον πρωτογνώρισα, το 2009 (ή ’10;), ρωτώντας τον γιατί Κοντραμπάντο και γιατί Καίσαρ Εμμανουήλ, μια ποιητική συλλογή της Μέλπως Αξιώτη κι ένας φανταιζίστ ποιητής του μεσοπολέμου. Ε, μα ήταν οι αγάπες του, και περίπου το θέμα της διατριβής του.
Η ποίηση λοιπόν· αυτή διαπερνούσε το λόγο του, τις μουσικές που έβαζε, τα γραφτά που διάλεγε να αναγνώσει, αυτή ήταν στο βιβλίο που έγραψε («Το εξώφυλλο δέρμα του χρόνου»). Και η αντίσταση, η ανυπακοή ― κατέναντι της φθοράς, εννοείται, πρώτα απ’ όλα, κι ύστερα έναντι του κομφορμισμού και της άβουλης συγκατάβασης, της μεμψιμοιρίας. Αυτά εδίδαξε ο καθηγητής ιστορίας και ελληνικών Πάνος, απ’ τα σαράντα ώς τα σαράντα επτά του, όχι μόνο στους έφηβους μαθητές του, αλλά κυρίως στους ώριμους της γενιάς του, στους μεσήλικους, σε όλους όσοι βαρυγκομάνε για μια αναποδιά. Αυτό το μάθημα το πρόσφερε με ποίηση και σώμα, κάνοντας την ασθένεια ορμητήριο ζωής: όση είναι, όση υπάρχει, όση μένει: «Η μόνη αξιοπρέπεια είναι να μείνεις ζωντανός. Και να ανταποδώσεις. Όσο κι όπως μπορείς. Και λίγο θα είναι πάλι. Διάφανοι, αδέρφια, είμαστε. Ζώα διάφανα που μας τρομάζει η αντανάκλασή μας στα ποτάμια της ζωής, πάσχοντα από αγνή, καθαρή ύπαρξη.»
Ο Χρήστος έκλαιγε γοερά, ο Αποστόλης άφησε κτερίσματα μια παιδική ζωγραφιά και ρακή, ο Κωστής εκφώνησε ένα σπαρακτικό «γεια σου, αγάπη μου», πύκνωση της φιλίας ως έρωτα, εκατοντάδες φίλοι και γνωστοί, οικείοι με το πρόσωπο ή με τη διαδικτυακή περσόνα, νέοι, ώριμοι, ηλικιωμένοι.
Είτα η Σοφία πρόσφερε ιχθύες και οίνο, για να θυμόμαστε τον γενναίο, οδυνηρά ειλικρινή ποιητή, και πώς έβλεπε την Ελλάδα:
«Τι συμβαίνει όμως με τις χώρες όταν πεθαίνουν; Γιατί καμιά φορά, μέσα στους αιώνες της πηχτής ιστορίας, και οι χώρες πεθαίνουν. Μη μου αναφέρετε το Δημητριάδη και το Σαραμάγκου. Αυτές είναι δυο θεωρήσεις μόνο, όχι η αλήθεια… Τι κάνουν, τελικά, αυτοί που ζουν σε μια ετοιμοθάνατη χώρα; Ο Γκαλεάνο γράφει: ‘Και η μειονότητα των ζωντανών κάνει ό,τι μπορεί για να επιβιώσει’. Εγώ πάλι απλώνω μια μικρή μεξικάνικη κουβέρτα στον εθνικό μας καναπέ, όπου κοιμόμαστε βαθιά.»
Κρατάω στα χέρια μου δύο βιβλία, καλοτυπωμένα, στοιχειοθετημένα με Gill Sans, κομψά το καθένα με τον τρόπο του, με εικονογραφήσεις και ωραίο χαρτί, σε μικρό τιράζ, μόλις διακόσια αντίτυπα αριθμημένα η πρώτη έκδοση. Περιγράφω τα βιβλία αλλά ήδη διαβάζω νοερά τα γραψίματά τους, ακούω τα λόγια τους στο διαδίκτυο, βλεφαρίζω την πρόζα τους, υπαινικτική, ελλειπτική, φευγαλέα, κοφτερή, στα μπλογκ τους και στο Facebook. Διότι και τους δύο συγγραφείς τους γνώρισα στο Διαδίκτυο, πριν καμιά δεκαριά χρόνια (πώς πέρασαν…), απόλαυσα την πρόζα τους, εξοικειώθηκα με τις περσόνες τους, σχετίστηκα με τα άβαταρ, και μετά γίναμε φίλοι. (Ναι, κάνεις φίλους στο διαδίκτυο.)
Ο Kώστας Κωστάκος, ο μπλόγκερ Old Boy, oνόμασε το βιβλίο του με την περσόνα του: Old Boy. Κι έβαλε μια περιγραφή σε αγκύλες: {πλέι μολέξεις}. Ο Κάπα Κάπα Μοίρης κράτησε την περσόνα του για συγγραφέα κι ονόμασε το βιβλίο του «Στον καταψύκτη του Χάνσελ και της Γκρέτελ (και άλλες τρομακτικές ιστορίες)». Και τα δύο, εκδόσεις Bibliotheque.
Δεν ταυτίζω τους δύο συγγραφείς. Ο καθείς έχει το ύφος του, τη φυσιογνωμία του, τη φωνή του. Δεν μπορώ όμως να μην επισημάνω ένα κοινό χαρακτηριστικό τους: και οι δύο εισήλθαν στη σφαίρα της δημόσιας γραφής από τα προσωπικά τους μπλογκ, από το Διαδίκτυο. Αυτό το συμβάν από μόνο του δεν θα είχε σημασία βέβαια, αν οι γραφιάδες δεν είχαν αξία, αν δεν τα έλεγαν. Εχουν ταλέντο όμως. Γι’ αυτό άλλωστε είναι δημοφιλείς, διαβάζονται, συζητιούνται, απλώνουν τα ψηφιακά τους ίχνη σε λάπτοπ και ταμπλέτες, έχουν τρυπώσει σε πολλές χιλιάδες σπίτια πολύ πριν τυπώσουν τις πρόζες τους σε διακόσια αντίτυπα.
Η γραφή είναι ένα συνεχές: από τα ολιγόλεκτα sms και τα τουίτ έως τα ποστ και τα στάτους στα μπλογκ και στο Facebook, κι από ‘κει στις πιο γνωστές φόρμες του διηγήματος, του δοκιμίου κ.ά. H λογοτεχνία του καιρού μας γράφεται σε διαδικτυακές φωλιές. Είναι αυτή η οιονεί ημερολογιακή καταγραφή της ζωής, το διαρκώς άγρυπνο βλέμμα στον εαυτό, στους άλλους, στην κοινωνία, στο σινεμά, στα ματς, στις μουσικές· αυτή η παλίνδρομη κίνηση από το εγώ στο εμείς, η παράδοξη υπερέκθεση του εαυτού στα δημόσια fora, η μοναξιά που επιδεικνύεται σοκαριστικά, η συνενοχή του τρολαρίσματος, ο άτυπος συναγωνισμός της ατάκας, τα αόρατα δίκτυα, οι φυλές που αναπτύσσουν και μοιράζονται ένα ιδιόλεκτο, και ωριμάζουν μαζί με το ιδιόλεκτο, και το ιδιόλεκτο σπάει, σκορπάει, διαφορίζεται, και ιδού από τη φυλή των μπλόγκερ ξεπηδούν διαφορετικοί γραφιάδες, με ύφος, με προσωπικότητα, με ονοματεπώνυμο.
Ο Ολντ Μπόι είναι είρων, ψυχρός, κοφτερός ανάποδος· γυρνάει τη φόδρα προς τα έξω, υποδύεται την κοινοτοπία και την κομφορμιστική βλακεία, και το κάνει τόσο πειστικά, που το γραφτό του φτάνει να διαβάζεται ντουμπλ-φας, απ΄την καλή κι απ΄την ανάποδη. Στο βάθος βέβαια, τρεμίζει ο θυμός του, η δίκαιη αγανάκτηση, η συμπόνια, η συστολή ενώπιον του ανθρωπίνου δράματος. Πίσω απ’ την ψυχρότητα και την ειρωνία, υπάρχει πάντα ένας πυρήνας πικρόγλυκος. Αναζητώντας τις καταγωγικές οφειλές του, σκέφτομαι τον Ρέιμοντ Κάρβερ, τον Ντανίλο Κις, τον Χούλιο Κορτάσαρ· περισσότερο όμως λογαριάζω ότι οφείλει το γράψιμό του στο σινεμά, ας πούμε στον Ρόμπερτ Αλτμαν ή στον Τέρι Γκίλιαμ, και φυσικά στο θυελλώδες manga σινεμά του Koρεάτη Παρκ Τσαν-Κουκ (Oldboy, 2003).
Ο Κάπα Κάπα Μοίρης είναι συμπυκωμένο μελό. Πηχτό, πυκνό, βαρύ, ασήκωτο. Ξεκινάει από τη γλύκα και την ελαφρότητα, και καταλήγει στην πίκρα, σε μια μελαγχολική ενατένιση, ένα σκοτάδι που στο φινάλε τυλίγει φυσικά την σκηνή της αφήγησης. Στις διαδικτυακές εμφανίσεις του ο ΚΚΜ συνήθως εκκινεί από τα καθημερινά, τα προφανή, τα πλαγιοφωτίζει, τα υποσκάπτει, τα υπερερμηνεύει, τόσο που τα καθιστά διαφανή, αγνώριστα, αλλόκοτα. Αφήνει όμως πάντα μια χαραμάδα, να πάρεις ανάσα· υποθέτω, ότι η στρατηγική του είναι δια της υπερεκθέσεως να καταλήξει στη χαραμάδα. Στο βιβλίο ο ΚΚΜ διαλέγει να αναποδογυρίσει παραμύθια και μύθους, εδραιωμένες πεποιθήσεις. Εχει εμμονή στις λεπτομέρειες, στα ονόματα, στα αντικείμενα, αναμιγνύει με τόλμη μικρομεσαίους καημούς και τεχνο-κοσμοπολιτισμό. Είναι συμπαγής, συχνά τελεσίδικος, κάποτε σπαρακτικός. Δεν αφήνει χαραμάδες.
Πέρασαν χρόνια από τότε που ανακάλυπτα τον Thas και τον Γεράσιμο Μπερεκέτη στα αρχαία μπλογκ. Μερικοί μπλόγκερ γινήκαμε φίλοι. Και συγγραφείς.
The WordPress.com stats helper monkeys prepared a 2012 annual report for this blog.
Here’s an excerpt:
About 55,000 tourists visit Liechtenstein every year. This blog was viewed about 180,000 times in 2012. If it were Liechtenstein, it would take about 3 years for that many people to see it. Your blog had more visits than a small country in Europe!
To περασμένο Σαββατοκύριακο κάτι άλλαξε στην Ελλάδα. Μερικές ώρες προτού ανοίξουν τα σχολεία χωρίς βιβλία, αλλά πάντα με τον βόμβο των παιδιών, μερικές ώρες προτού κάνει πρεμιέρα η πιο δύσθυμη χρονιά που θυμάμαι ως μεσήλιξ, προτού καν ακούσεις τον πελιδνό πρωθυπουργό να εκτοξεύει χείμαρρους άκυρων και καραfail, ανάκατη η πατρίδα και το δόγμα “ένας εργαζόμενος ανά οικονέγεια”, προτού καν ακούσεις τη λογόρροια του αντιπροέδρου, του “ντου” μ’ ένα χαράτσι σε κάθε ρολόι της ΔΕΗ, προτού ακούσεις πεντέξι υπουργάρες να σχολιάζουν αμερόληπτα ότι δεν υπάρχει κράτος και διοίκηση, δεν μπορούμε να μαζέψουμε φόρους, δεν λειτουργεί τίποτε, προτού καν σκεφτείς ότι μα τούτοι δω έστησαν έτσι αυτό το μαγαζί, δυσλειτουργικό και μπαταχτσίδικο, λελεηλατικό ξεκούρδιστο, τούτοι δω είναι είκοσι-τριάντα χρόνια βουλευτές και υπουργοί, ηγέτες, μάνατζερ οραματιστές, ιδρυτές προβληματικών και αχρείοι διοριστές, και τούτοι δω επευφημούνταν και υπερψηφίζονταν από κουτοπόνηρους πελάτες, προτού καν σκεφτείς, μόνο με ένα βλέμμα, και νοερά εισπνέοντας την περιρρέσουσα ατμόσφαιρα πολλών μηνών, εισπνέοντας ψέματα παλινωδίες αποτυχίες προπαγάνδα κοροϊδία, χωρίς να σκέφτεσαι, μόνο αναπνέοντας πια, ένιωθες πηχτή, υλική, αναπόδραστη, την ήττα.
Χωρίς θυμό, χωρίς οργή, χωρίς μίσος. Με παγωμένα τα αισθήματα. Με υπερδιαύγεια: είχε σκάσει η βόμβα, λάμψη γέμιζε τον ορίζοντα, αστραφτερό μανιτάρι σε σλόου μόσιον, φαντασμαγορία χωρίς ήχο, η βροντή δεν είχε φτάσει με το ωστικό κύμα, αλλά τα πλησιάζοντα είχαν φτάσει ήδη, πριν απ΄τη βοή τους. Κατάλαβαν όλοι, όσοι είχαν ήδη μισοκαταλάβει κι όσοι υποψιάζονταν κι όσοι έχασκαν ανυποψίαστοι.
Μετά. Μετά τη φαντασμαγορία, με τετελεσμένη την καταστροφή ως θέαμα, ως μανιοκατάθλιψη και βασανιστική διακεκομμένη συνεύρεση, αναλογιζόμαστε πώς θα είναι η Ελλάδα μετά. Δηλαδή, από δω και πέρα.
Μερικοί ευαίσθητοι οιωνοσκόποι, γραφιάδες δημοσιολογούντες, αλλά μη τυπικά επαγγελματίες, ας πούμε μπλόγκερ, περιγράφουν ήδη το μετά, τον βίο μετά το προαναγγλεθέν τέλος εποχής. Είναι τριάντα-κάτι, τριάντα παρά κάτι στην ηλικία, μορφωμένοι, πολυπτυχιούχοι, υπερμοντέρνοι, μέτοχοι της ημετέρας παιδείας. Δεν γκρινιάζουν, δεν απαιτούν, δεν μυκτηρίζουν. Διαπιστώνουν την πτώση. Τη διαπιστώνουν σαν μετάπτωση, από ένα habitus σε άλλο, από ένα ήθος βίου σε άλλο, από την υπόσχεση της αυτοπραγμάτωσης, έστω μακρινή, σε μια γυμνή ζωή, χωρίς αξιοπρέπεια. Δεν ζητούν λεφτά, χλιδή, αφθονίες· αξιοπρέπεια ζητούν, υπερηφάνεια, ορθία στάση. Ζητούν όσο μέλλον τους αναλογεί, τίποτε παραπάνω. Αντιγράφω:
«Οι συνθήκες μας κέρδισαν. Ήμαστε λίγοι, αδιάβαστοι, ανοργάνωτοι, χωρίς σκοπό και ιδέες. Οι νικητές τώρα μας πετάνε στα μούτρα, γελαστοί και αεράτοι, ατάκες του στιλ: ‘Μεταναστεύστε ή καθίστε εδώ και πληρώστε. Πληρώστε μέχρι να μη σας μείνει τίποτα. Χρήμα ή αξιοπρέπεια’[…] Ξαναλέω, το πρόβλημα δεν είναι τα λεφτά, το βιοτικό επίπεδο ή ακόμη και η φτώχεια. Είναι το ότι φτάνει στο ακρότατο όριο ένα ήδη υπάρχον φαινόμενο. Άνθρωποι αξιόλογοι, ωραίοι, όμορφοι, γεμάτοι γνώση και ταλέντα. Ήταν και πριν έξω απ’ όλα τα δημόσια τραπέζια, έξω απ’ όλα τα εντυπωσιακά πάρε δώσε. Ζούσαν όμως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τώρα, παλεύουν με νύχια και με δόντια για κάτι λιγότερο απ’ το ελάχιστο». (το βυτίο)
«Δεν φωνάζω “ψυχραιμία”, δεν συστήνω τίποτα. Λέω απλώς ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο που με σχετική ευκολία μπορούμε να ξεφορτωθούμε τα παλιά τοτέμ και ταμπού, που μας βάραιναν και μας καθήλωναν για δεκαετίες. Νομίζω ότι έχουμε την δυνατότητα να δημιουργήσουμε επιτέλους μια καινούργια γλώσσα, που θα εκφράζει τον καθέναν από μας, κυριολεκτικά, χωρίς ξεπερασμένα ρητορικά σχήματα και ανακυκλωμένα ευφυολογήματα. Ας αφουγκραστούμε μόνο τον μέσα μας εαυτό…» (fvasileiou)
«Οι ζωές που ζούμε δεν θα έπρεπε να είναι οι δικές μας. Αυτό το οικομικοκοινωνικοπολιτικό χάλι δεν μας αξίζει. Οι φίλοι μου κι εγώ είμαστε πολύ καλύτεροι απ’ αυτά τα σκατά που ζούμε. Κι έχω λυσσάξει». (ΠανωςΚ)
«[Θέλω μια μέρα] Να σαρκάσω τον κάθε επιστήμονα, τον κάθε διδάκτορα, τον καθένα που διέθεσε τα νιάτα του σε σπουδές για να παράγει έρευνα στο φαληρισμένο Ελλαδιστάν καθώς θα τον βλέπω να κυκλώνει αγγελίες για ντελίβερυ και πλασιέ στη χρυσή ευκαιρία. Τι ανάγκη έχουμε τόσους επιστήμονες; [Θέλω μια μέρα] Να πετάξω αυγά στον κάθε φιλόμουσο, φιλότεχνο και καλλιτέχνη γιατί ήμαστε μια χώρα με υπερπαραγωγή τέχνης και πολιτισμού και τι στο διάολο χρειάζονται τόσα θέατρα, τόσα ποιήματα, τόση λογοτεχνία τη στιγμή που υπάρχει το Mall, τα Starbuck’s και η τηλεόραση με το ψηφιακό σήμα;
Αλλά δε γίνεται. Δεν έχω μέσα μου τόσο εφεδρικό μίσος». (niemandsrose)
Η Ελλάδα Μετά.
εικόνα: Βλάσης Κανιάρης, Εις δόξαν. 1993. Εγκατάσταση. Ομόνοια, 17 Σεπτ. 2011.
Προτού καν ενηλικιωθεί η εγχώρια μπλογκόσφαιρα, το ‘ριξε στην εσωστρέφεια… Μια πρόσφατη έρευνα για την πολιτική κουλτούρα των Ελλήνων μπλόγκερ (περιοδικό Monthly Review και VPRC) και κάποιες μετρήσεις των δημοφιλέστερων μπλογκ-στόχων, κρατούν αναμμένες τις συζητήσεις. Οι οποίες συζητήσεις, οντολογικές, φαινομενολογικές, επιστημολογικές, ψυχαναλυτικές, ουδέποτε έπαψαν, εντός των μπλογκ και περί αυτών, από το καλοκαίρι του 2007.
Ουσιαστικά, λίγο πριν από το καλοκαίρι του ‘07 τα μπλογκ ανακαλύφθηκαν από τα παραδοσιακά μήντια κι άρχισε το hype: η υπερεπένδυση, η υπερερμηνεία, η υπερκατανάλωση. Δικτυακά αναλφάβητοι και τεχνοσπασίκλες μείγδην διείδαν στα μπλογκ έναν μηντιακό Μεσσία, που έδινε φωνή τους πολίτες, μετασχημάτιζε την δύσθυμη δημοκρατία, ανιαδιένειμε ισχύ. Μπλόγκερ έσπευσαν στα μικρόφωνα και τις κάμερες, έγιναν κόλουμνιστ, σπίκερ, ευθυμογράφοι, διδάσκοντες σε σχολές, σύμβουλοι σε κόμματα. Εμφανίστηκε νέο επάγγελμα-ιδιότητα: μπλόγκερ.
Ενάμιση χρόνο μετά τις βουβές και αυθόρμητες διαδηλώσεις, τα μπλογκ στοχάζονται τους εαυτούς τους. Κάποιοι μυκτηρίζουν τον λαϊκισμό, την ανωνυμογραφία και τον υποκειμενισμό· κάποιοι άλλοι λοιδωρούν τις μετρήσεις και τις μεθοδολογίες· άλλοι συνεχίζουν να μπλογκάρουν σαν να μην τρέχει τίποτε… Ωστόσο, κάτι έχει αλλάξει πράγματι.
Καταρχάς έχει αυξηθεί ο αριθμός των μπλογκ, έχουν αυξηθεί οι αναγνώστες, έχει αυξηθεί η εμβέλεια, έχει σωρευτεί άφθονο περιεχόμενο και σωρεύεται καθημερινά. Κι έχουν διαμορφωθεί φυσιογνωμίες, στυλ, είδη. Σύμφωνα με τις μετρήσεις επισκέψεων, τα πιο πολυσύχναστα μπλογκ είναι τα δημοσιογραφικού ή παραδημοσιογραφικού περιεχομένου, τα οποία συγκροτούνται με πλήθος αναδημοσιεύσεων από τον τύπο, με την προσθήκη παραπολιτικών, κουτσομπολιών, μικρολιβέλων ― στη πλειονότητά τους ανωνυμογραφήματα.
Η μέθοδος μετρήσεως επισκέψεων αμφισβητείται, και ήδη επινοούνται νέα εργαλεία για μέτρηση περισσότερων ποιοτικών παραμέτρων, αλλά γεγονός παραμένει ότι στο τρέχον Top 50 των ελληνόφωνων μπλογκ λίγα είναι τα λεγόμενα ποιοτικά, όσα θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις δάφνες του Νέου Μέσου, της Νέας Δημοσιογραφίας, της Δημοσιογραφίας των Πολιτών κ.ο.κ. Γεγονός είναι επίσης ότι τη δυναμική του νέου μέσου έσπευσαν πολύ γρήγορα να εκμεταλλευτούν δημοσιογράφοι των “παλαιών μέσων”, χαμηλού δυναμικού και αισθητικής, πολιτικοί ξύλινης γλώσσας, πικραμένοι και φανατικοί ― το εν γένει οικοσύστημα της εγχώριας δημοκρατίας. Αλλά είπαμε: το νέο μέσο είναι δημοκρατικό.
Η κατάληψη της μπλογκόσφαιρας από αδαείς ώς προς τη γλώσσα του μέσου και την αισθητική του, και από λαϊκιστικό-εντυπωσιοθηρικό περιεχόμενο, δίνει τον τόνο ― αν όχι τον κυρίαρχο, πάντως ισχυρό. Εφόσον συνεχιστεί αυτή η τάση, λαϊκών αποκαλυπτικών μπλογκ, με σαφείς εμπορικές βλέψεις, ο χαρακτήρας της ελληνομπλογκόσφαιρας θα αλλάξει ριζικά: θα μοιάσει με τα φθίνοντα σήμερα λαϊκά κανάλια και ταμπόιντ. Μιλάμε πάντα για τα πιο πολυσύχναστα μπλογκ.
Στην άλλη όχθη πιθανόν να παραμείνουν ολίγοι, εκλεκτοί, μα οπισθοφύλακες, με λίγες επισκέψεις, οι πρωτοπόροι, όσοι έχτισαν την κρίσιμη μάζα της μπλογκόσφαιρας, συνεισφέροντας ουσιώδες περιεχόμενο, φρέσκια γλώσσα, σύγχρονες φόρμες, προσωπικά στυλ. Αυτή η γενιά των πρωτοπόρων ίσως βγάλει (έχει αρχίσει ήδη…) και τα πρώτα επαγγελματικά στελέχη για τα δικτυακά μέσα δεύτερης και τρίτης γενιάς.
Η εσωστρεφής, μάλλον η αναστοχαστική, διάθεση αφορά ακριβώς αυτούς τους πιο “προχωρημένους” μπλόγκερ, όσους η έρευνα Monthly Review/VPRC βρίσκει τώρα σε δεσπόζουσα θέση: ανώτερηςεκπαίδευσης, με υψηλή εξοικείωση στο δίκτυο και τα νέα μέσα, αριστεροί και σκεπτικιστές, σκληροί αναγνώστες εφημερίδων. Αυτοί οι σοφιστικέ μπλόγκερ συγκροτούν ήδη μια κοινότητα γραφιάδων και αναγνωστών, αλληλοανθολογούνται, «μπαζάρουν», δηλ. προτείνουν και προβάλλουν τα πιο προκλητικά κείμενα εγχώριας και διεθνούς παραγωγής, έντυπης και δικτυακής, συχνά προσφέρουν συναρπαστικούς σχολιασμούς στα μπλογκ ή στα ανθολόγια (λ.χ. στο buzz.reality-tape.com).
Τα μέλη τούτης της ελίτ, δημιουργοί και αναγνώστες, ιδρυτές και λειτουργοί της φαντασιακής μπλογκοκοινότητας, πιθανότατα θα είναι οι πρώτοι που θα εγκαταλείψουν το μαζικό τετριμμένο μπλόγκινγκ, για να μεταπηδήσουν στο Επόμενο Μέσο, στο Web 3.0, στο Web ν+1. Μάλλον, το Επόμενο Μέσο θα το υλοποιήσει και στελεχώσει η γενιά των τωρινών εφήβων, ψηφιακή-δικτυακή από τα γεννοφάσκια, που ελάχιστα ενδιαφέρεται για το παρόν μπλόγκινγκ και συγκινείται περισσότερο με τα δικτυακά RPG, με τη φαντασία σε πρώτο ρόλο.
Εως ότου δούμε όμως το Επόμενο Μέσο ―αν το δούμε―, τα μπλογκ θα παρέχουν δυνατότητες και δυναμικό για ανανέωση: της έκφρασης, της πρόζας, της επικοινωνίας, της κυκλοφορίας ιδεών.
Ένα βλέμμα, Καθημερινή 23.11.2008
Μια αμφιλεγόμενη περίπτωση δημοσιογραφικού μπλογκ αρκούσε για να αμαυρώσει την -μάλλον υπερβολικά ειδυλλιακή- εικόνα για τα μπλογκ που εκαλλιεργείτο στα παραδοσιακά μήντια. Από τους ύμνους για τη «δημοσιογραφία των πολιτών» και τις καλοκαιρινές διαδηλώσεις των σιωπηλών, περάσαμε με την ίδια ευκολία στον αναθεματισμό του μπλόγκινγκ και στην ηλεκτρονική εγκληματολογία. Η πραγματικότητα βέβαια δεν βρίσκεται ούτε στην εξιδανίκευση ούτε στη δαιμονολογία και την αστυνόμευση – προπάντων όχι στην αστυνόμευση. Στα μπλογκ βρίσκεις διαμάντια και στάχτες. Βρίσκεις σοβαρούς και υπεύθυνους μπλόγκερ, ανεξαρτήτως του αν είναι επώνυμοι ή ανώνυμοι· βρίσκεις και ανεύθυνους, κίτρινους και χυδαίους: καθρέφτης της κοινωνίας είναι κι αυτή η μορφή επικοινωνίας, αυτή η πλατφόρμα έκφρασης.
Ο καλύτερος τρόπος ρύθμισης των διαδικτυακών τόπων είναι η αυτορρύθμιση των ίδιων των παραγωγών περιεχομένου και η ενημέρωση επισκεπτών και χρηστών – κι ίσως είναι και ο μόνος εφικτός τρόπος.
Η διαδικτυακή επικοινωνία δεν είναι πλέον προνόμιο ειδικών, δεν είναι μόνο τεχνολογία· είναι μέρος του σύγχρονου νοικοκυριού, σαν το τηλέφωνο και την τηλεόραση, σαν το SUV· είναι τόπος ψυχαγωγίας και ενημέρωσης, είναι το οικιακό στόμιο των αγωγών από και προς την πλανητική database. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Αλλά αυτό είναι ήδη πολύ.
Δυστυχώς η πλειονότητα όσων διοικούν και νομοθετούν σήμερα έχει συντριπτική άγνοια για τη φύση και τη δυναμική του μέσου· εξ ου και είναι επιρρεπείς σε θεμελιώδεις παρανοήσεις και επιρρεπείς στην εύκολη καταστολή, την ίδια ώρα που πλήθος συμβατικών παραβιάσεων τελούνται κάτω από τα μάτια τους, και την ίδια ώρα που όλοι τους μιλούν για την ανάγκη ψηφιακών υποδομών και την ανάπτυξη μιας διαδικτυακής κουλτούρας.
Ασφαλώς η ανωνυμία προσφέρει κάποιον μανδύα προστασίας για τον λιβελλογράφο, τον συκοφάντη, τον κίτρινο, τον αφελή διασπορέα ψευδολογιών. Ωστόσο η επισκεψιμότητα, άρα και η επιρροή, αυτών των «κίτρινων» μπλογκ ή σάιτ, είναι πεπερασμένη: το ψέμα έχει βραχύ βίο, η ατιμία διαρκεί περισσότερο… Τα επώνυμα και έγκυρα μπλογκ είναι αυτά που μακροπρόθεσμα προσελκύουν περισσότερους και σταθερότερους επισκέπτες. Τα άλλα, τα ευκαιριακά και κίτρινα, ξεμένουν απλώς στις ακατέργαστες εκφορτώσεις του Google.
Ας σκεφτούμε επίσης σε πόσα κυκλοφορούντα συμβατικά μέσα, έντυπα και ηλεκτρονικά, φιλοξενούνται καθημερινώς βαριά υπονοούμενα, κανιβαλισμοί προσώπων και βίων, ροζ λεπτομέρειες, μόλις καλυμμένοι εκβιασμοί… Κι ας σκεφτούμε επίσης πώς και πόσο τελέσφορα έχει ρυθμιστεί το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο μετά την υποτιθέμενη απελευθέρωση του 1989.
Δεν φαίνεται λοιπόν πως το Διαδίκτυο ή ένας ανώνυμος μπλόγκερ απειλούν τα δημοκρατικά και επικοινωνιακά ήθη – εφόσον βέβαια δεν τελούνται αποδεδειγμένα εγκληματικές πράξεις.
Η βούληση άρα για πάταξη του εγκλήματος δεν πρέπει επ’ ουδενί να συνοδευτεί από μια αντιδημοκρατική και αφιλοσόφητη σπουδή για περιορισμό των επικοινωνιακών και πολιτικών ελευθεριών.
Διαφορετικά, θα οδηγηθούμε σε φαιδρά αλλά κυρίως επικίνδυνα φαινόμενα: να απαγορεύεται λ.χ. νομοθετικά η χρήση ηλεκτρονικών παιχνιδιών (Ελλάδα, 21ος αιώνας), ή κάποιος φανατικός να προκαλεί δικαστικές απαγορεύσεις εναντίον ολόκληρης πλατφόρμας με εκατομμύρια μπλογκ διεθνώς (αντιδαρβινιστής ισλαμιστής φανατικός απέκλεισε τη WordPress από την Τουρκία). Τα μπλογκ δεν θα είναι ίδια, σε πολύ λίγο χρόνο από τώρα· το Διαδίκτυο αλλάζει ραγδαία. Ποιος νόμος μπορεί να προβλέψει και να προκαθορίσει αυτό που κάθε μέρα ξεπερνά και τη μυθοπλασία επιστημονικής φαντασίας;
Καθημερινή, 02.03.2007
Ενα σχετικό Βλέμμα, εδώ.
Πρόπερσι, τα μπλογκ ήταν καμιά δυο χιλιάδες, όχι όλα ενεργά. Μερικά από αυτά έχτιζαν ήδη το μικρό κοινό τους, αντάλλασσαν λινκ και φιλοφρονήσεις, μια ορισμένη άμιλλα θέρμαινε τα γραψίματα και τον σχεδιασμό των templates – σαν να άνθιζε μια μικρή κοινότητα.
Πέρυσι, τα μπλογκ ήταν κάμποσες χιλιάδες, οι φωνές πολλές, μερικές δυνατότερες, άλλες μετακόμιζαν από τη γραφή HTML στον έντυπο λόγο, βγήκαν βιβλιαράκια με μπλογκοκείμενα, φτιάχτηκαν οι πρώτοι σταρ. Επεσαν πάνω τους τα μίντια. Μερικοί αυτοσυστήνονταν στα μικρόφωνα ως «μπλόγκερ», χωρίς άλλη περαιτέρω εξήγηση· δήλωναν επάγγελμα «μπλόγκερ». Κεχηνότες οι δημοσιογράφοι αποδέχονταν την αυτόκλητη αυθεντία του «επαγγελματία μπλόγκερ» και ανακάλυπταν το αναδυόμενο πολιτικό υποκείμενο και τις καινοφανείς μιντιακές περσόνες.
Κάπου εκεί, παραμέρισα για λίγο την ακαταμάχητη γοητεία που μου ασκούσε το μπλόγκινγκ και πήρα μια βαθιά ανάσα. Είναι αλήθεια ότι το μπλόγκινγκ μού χάρισε και μου χαρίζει εμπειρίες και μικροχαρές· διεύρυνε την αντίληψή μου για το γράψιμο και την επικοινώνηση των κειμένων· μου γνώρισε ενδιαφέροντες ανθρώπους· με ξανάνιωσε. Στην αρχή του περασμένου καλοκαιριού, όμως, το είδα κι αλλιώς. Είδα ότι το ογκούμενο κύμα των ελληνόφωνων μπλόγκερ δεν συνιστούσε κοινότητα. Το ότι διαφορετικοί εντελώς άνθρωποι μοιράζονταν την ίδια πλατφόρμα Blogspot ή WordPress και κάποιες μίνιμουμ κοινές συμβάσεις δεν τους καθιστούσε σύνολο με κοινά χαρακτηριστικά, σύνολο που μοιράζεται κοινή συμπεριφορά ή κοινή στάση. Νόμιζω ότι ο κοινός παρονομαστής είναι ο ελάχιστος, και είναι τεχνικός: είναι η πλατφόρμα, το εργαλείο, το μέσον, το οποίο υπαγορεύει μια φόρμα ανάρτησης κειμένων, εικόνων, βίντεο, μουσικών. Από ’κεί και πέρα, παρόμοιο είναι μόνο το κέλυφος. Το περιεχόμενο καθορίζει τα υπόλοιπα, δηλαδή όλα.
Η υπόθεση της Αμαλίας, που προκάλεσε την αντίδραση αρκετών μπλόγκερ, μαζί με τις κινητοποιήσεις των SMS που οδήγησαν στις «βουβές διαδηλώσεις» για το περιβάλλον και τις πυρκαγιές, δημιούργησαν την εντύπωση ότι τα μπλογκ είναι η έκφραση του κινήματος των σιωπηλών. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, απ’ όσους κατέβηκαν στο Σύνταγμα για τις διαδηλώσεις, δεν έχουν μπλογκ, κι ίσως δεν τα διαβάζουν καν. Ολοι όμως είχαν κινητό· το SMS ήταν το medium των «σιωπηλών»…
Τα μπλογκ όμως είχαν μπει πια στην πρώτη σελίδα. Και αβγάτιζαν. Τροφοδοτούσαν τα μίντια με φρέσκο υλικό· μάλλον, με υλικό που έμοιαζε φρέσκο. Διότι μεγάλο μέρος των ελληνικών μπλογκ ανακυκλώνει την εγχώρια μιντιόσφαιρα: τι έγραψαν οι εφημερίδες, τι είπε ο Λαζόπουλος, τι έκραξαν στα παράθυρα. Λίγη είναι η πρωτότυπη ύλη, λίγες είναι οι διαυγείς, καλές πένες, κι αυτές κυρίως σχολιαστικές, αναλυτικές ή λογοτεχνικές. Μάλιστα, καθώς τα μπλογκ πληθαίνουν, η γενική ποιότητα αραιώνει – για να μην πούμε βιαστικά ότι πέφτει. Αναμενόμενο: τα μπλογκ δεν υπερβαίνουν την κοινωνία που τα παράγει, την καθρεφτίζουν μάλλον.
Επιπλέον, πίσω από την παρωνυμία και την ανωνυμία, ο καθείς μπορεί να ασκήσει τον λόγο του δοκιμάζοντας τα όρια αντοχής, τα δικά του και των δυνητικών αναγνωστών. Ο κιτρινισμός, η αναπαραγωγή φημών, τα υπονοούμενα, οι ατεκμηρίωτες αποκαλύψεις, η βωμολοχία, ακόμη και η συκοφάντηση, τελούνται εύκολα από το άυλο και απρόσωπο μπλογκ. Και συχνά αυτό ακριβώς το υλικό φέρνει τους περισσότερους επισκέπτες, σκοράρει τα υψηλότερα νούμερα στα στατιστικά. Παράδειγμα: από τον καιρό που η «Χρυσή Αυγή» ανακάλυψε τα μπλογκ, βρίσκεται συχνά–πυκνά στην κορυφή επισκεψιμότητας της πλατφόρμας WordPress.
Με την υπόθεση του press-gr το εκκρεμές πήγε στο άλλο άκρο. Τα μπλογκ, με την ίδια βιασύνη και άγνοια που βαφτίστηκαν εκφραστές του Νέου Καιρού, τώρα καταδικάζονται ως φωλεές εκβιαστών και συκοφαντών… Ο,τι πιο ανόητο. Και επικίνδυνο. Τώρα αρχίζουν να μιλούν για «ρύθμιση», για tracing, για ηλεκτρονικό έγκλημα, για ανάγκη νέων νόμων που θα περιορίζουν και θα ελέγχουν. Με την ίδια επικίνδυνη γελοιότητα που απαγορεύτηκαν νομοθετικά τα διαδικτυακά και ηλεκτρονικά παιχνίδια στα Ιντερνετ καφέ (χωρίς να μπορεί να εφαρμοστεί έκτοτε η απαγόρευση), για να πληγούν τα «φρουτάκια» και ο δικτυακός τζόγος (που δεν επλήγησαν), τώρα κάποιοι ψιθυρίζουν για περιστολή της «ασύδοτης χρήσης» του Ιντερνετ…
Η παιδική ηλικία των μπλογκ τέλειωσε.
Ένα βλέμμα, Καθημερινή 02.03.2007
Συπληρωματικό op-ed, εδώ.
Πέντε χιλιάδες άνθρωποι, Κυριακή βράδυ, Ιούλιο μήνα, με καύσωνα moderato, συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Συντάγματος, αυτοπροσκεκλημένοι. Δεν ήταν λίγοι. Ηταν η συγκέντρωση των SMS και των μπλογκ, η πρώτη σωματική φανέρωση της τηλεπικοινωνίας των πολιτών.
Οι χρήστες κινητών, οι χρήστες λάπτοπ, οι χρήστες Vista, MacOS και Ubuntu, οι χρήστες ευρυζωνικών συνδέσεων, οι χρήστες των υπερμοντέρνων γκάτζετ και μέσων, προχθές κατέβηκαν στο Σύνταγμα πολίτες. Αποσπάστηκαν από την ψηφιακή ζωή και απέκτησαν σάρκα, οσμή και βλέμμα: κοιτούσαν, ένιωθαν, μύριζαν τους άλλους. Οι άλλοι δεν ήταν πια μια εγγραφή στο Nokia, δεν ήταν μια περσόνα στην μπλογκόσφαιρα· ήταν πρόσωπα.
Η συγκέντρωση έφερε την αμηχανία της μαζί με τη φρεσκάδα της. Οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν αυθορμήτως, προσκαλώντας ο ένας τον άλλο, αλληλοπαρακινούμενοι: να κάνουμε κάτι, να ακουστεί η φωνή μας, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες. Εκαναν κάτι: το βουβό πλήθος των τηλεπικοινωνιών και των mew media διεκδίκησε πολιτική καταγραφή και την κέρδισε. Ποια φωνή; Ακόμη καμία σχηματισμένη. Η δυσφορία, η οργή, η αηδία ακόμη, εκφράστηκαν κυρίως με χειρονομίες, με ένα αμήχανο, παρότι εύγλωττο, φασκέλωμα· δεν συγκροτήθηκαν σε φωνή, σε συντεταγμένο λόγο, έστω σε σύνθημα.
Πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες: Ναι, δεν υπήρχε ωφελιμοθηρία και στενή σκοπιμότητα στην κυριακάτικη συγκέντρωση. Εντούτοις η πολιτική ήταν παρούσα. Πολιτική είναι η συμμετοχή στην προστασία του περιβάλλοντος· πολιτική είναι η οργή κατά των ραθυμούντων πολιτικών· πολιτική είναι η ανάληψη ευθύνης.
Πολιτική είναι και η σωματική δήλωση: είμαστε εδώ, πολίτες υπεύθυνοι και γρηγορούντες, όχι ψηφοφόροι και πελάτες. Το αριστοφανικό φασκέλωμα, πέρα από την έλλειψη καθοδηγούμενου συνθήματος, μεταφέρει κι αυτό το μήνυμα προς τους πολιτικούς διαχειριστές: Κύριοι, ζείτε εκτός πραγματικότητας… Οι κοκορομαχίες, οι δεκάρικοι περί μεταρρυθμίσεων, οι πιρουέτες των δυναστειών, η περιφρόνηση του κοινού νου, δεν εφάπτονται στη ζέουσα πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες.
Οι συγκεντρωμένοι των SMS έρχονται από την απέραντη μεσαία τάξη, των μορφωμένων και δυνάμει νεόπτωχων, κατέχουν τα εργαλεία, δεν κατέχουν την εξουσία, μιλούν τη γλώσσα της νέας εποχής, δεν καταλαβαίνουν –ή δεν θέλουν να καταλάβουν– τη στερεοτυπική μη-γλώσσα της πολιτικής τάξης. Ηταν χαμένοι στα home cinemas. Τώρα διεκδικούν φωνή στην πλατεία. Ας τους αφουγκραστούμε.
Καθημερινή, 10.07.2007
Πρόσφατα συμβάντα, δραματικά, μάς δείχνουν κάτι βαθύτερο από την προφάνεια του δράματός τους. Μάς δείχνουν τη ανάγκη για συλλογική έκφραση και για ανάληψη της ηθικής ευθύνης. Μιλώ για τον θάνατο της καρκινοπαθούς Αμαλίας Καλυβίνου, η οποία μέσω του εξομολογητικού και καταγγελτικού της μπλογκ κινητοποίησε όχι μόνο τους μπλόγκερ και χρήστες του Διαδικτύου, αλλά και τα μαζικά μέσα· και μιλώ για το τραγικό δυστύχημα στον Λούσιο ποταμό, όπου οι επιζήσαντες απέκρουσαν τους τηλε-εισαγγελείς και υπερασπίσθηκαν το θεμελιώδες δικαίωμά τους να καταθέτουν ενώπιον των Αρχών και όχι στις κάμερες.
Στην περίπτωση της μπλόγκερ Αμαλίας, το νέο μέσο πρόσφερε τη δυνατότητα σε μια μοναχική φωνή να αφηγηθεί την ιστορία ζωής, την ιστορία πόνου, με αμεσότητα και ανταπόκριση που εκπλήσσουν όσους αγνοούν τη δυναμική του Δικτύου. Το προσωπικό δράμα παρουσιάστηκε επώνυμα, με παρρησία, και παρότι άργησε σχετικά, εντέλει έφτασε πολλαπλάσιο και ενισχυμένο σε ευρύτατο ακροατήριο, κατά πολύ υπέρτερο της εγχώριας μπλογκόσφαιρας.
Γιατί; Η προσωπική ιστορία, το δράμα, ασφαλώς ― είπαμε. Αυτά είναι ο πυρήνας, ο ακαταμάχητος μες στην αλήθειά του. Αλλά και η επωνυμία, το πρόσωπο που βγαίνει στο προσκήνιο και αναλαμβάνει το κόστος των λόγων του. Κι ακόμη: αυτή η αφήγηση πυροδότησε τη δυνητική, τη φαντασιακή κοινότητα των μπλόγκερ, που έσπευσαν να συμπαρασταθούν σε μια «δική τους». Ιδού: η προσωπική περιπέτεια μετασχηματίζεται σε συλλογική κίνηση, συσπειρώνει και συνεγείρει. Οι μοναχικοί χρήστες, οι τεχνοσπασίκλες, ξεκολλάνε από το αυτιστικό σύμπαν του PC και αφήνουν στο ψηφιακό (και τόσο πραγματικό) τσαντίρι της Α.Κ. μια κουβέντα, ένα λουλούδι, ένα σχόλιο, δηλώνουν παρόντες ψυχικά και σωματικά. Κι έτσι οι κρυπτώνυμοι, ανώνυμοι, άϋλοι μπλόγκερ, οι περσόνες που ακκίζονται και καβγαδίζουν και περιπλανιούνται, αναδύονται ευθύς ως πρόσωπα που συγκινούνται, συναισθάνονται, τάσσονται αλληλέγγυα, και ευαγγελίζονται άτυπα κοινωνικά δίκτυα: νάτο, ένυλο το social networking.
Η συνηθισμένη ετικέτα για τον πλάνητα του Δικτύου είναι «σπασίκλας», αντικοινωνικός, μονόχνωτος. Τα λένε οι τεχνοαναλφάβητοι και οι τεχνοφοβικοί, και δεν έχουν πάντα άδικο. Στην περίπτωση όμως τούτης της δραστικής δικτύωσης, βλέπουμε ότι οι virtual επαφές ανάμεσα σε περσόνες μπορούν υπό προϋποθέσεις να μετασχηματισθούν σε σχέσεις επικοινωνίας και ενσυναίσθησης. Δηλαδή, σε σχέσεις προσώπων.
Ο ατομικισμός του μεταφορντικού καιρού μας, η πηχτή μοναξιά στις μητροπόλεις της μηντιοδημοκρατίας, το αβάσταχτο ennui της ιδιωτικότητας μες στο μετανεωτερικό πλήθος, λυγίζουν ενώπιον του υπαρξιακού ρήγματος, του ανθρώπινου δράματος, στο άκουσμα ενός μοναχικού λυγμού. Ο πλάνητας, ο «καμένος», ο καλωδιωμένος αφουγκράζεται τον λυγμό και τον αισθάνεται σαν κάλεσμα. Τον καλεί το σώμα, το κύτταρο, η φθορά του, του υπενθυμίζει την ανθρώπινη κατάσταση, εντός και εκτός Δικτύου. Κατά τούτο, και παρά τα πρόδηλα συγκινησιακά φορτία, η συσπείρωση των μπλόγκερ γύρω από το κάλεσμα Αμαλίας, και η διασπορά του μηνύματος σε όλο το κοινωνικό σώμα, φέρει δυνάμει σπέρματα συλλογικότητας χειραφετητικής. Το μήνυμα είναι: οι κοινότητες υπάρχουν, με άλλη μορφή, με άλλους τρόπους, με ουσιώδεις πυρήνες, και απαντούν σε πρωταρχικές ανάγκες. Η συμπάθεια προσώπων δημιουργεί κοινότητα, ο ναρκισσισμός περσονών όχι.
Η αυθόρμητη εκδήλωση αλληλεγγύης, ακόμη και επιπόλαια, ακόμη και υπό την επήρεια του συγκινησιακού σοκ, μάς δείχνει και κάτι άλλο για τους μετέχοντες: δέχονται να αναλάβουν κάποιας μορφής ηθική δέσμευση, μπαίνουν στην επικράτεια της συμπάθειας. Ο φιλόσοφος Εμμανουέλ Λεβινάς υποστηρίζει ότι η ηθική στάση συνίσταται στο να υπάρχεις για τον Αλλο. Ηθική στάση σημαίνει να αναλαμβάνεις την ευθύνη για τον Αλλο, να πράττεις χωρίς ανταπόδοση, χωρίς να λογαριάζεις ότι αυτή την πράξη μπορεί να την κάνουν και άλλοι.
Μα τούτη η σημασιοδότηση της ηθικής στάσης μάς φέρνει ήδη ενώπιον της πολιτικής. Στο δημόσιο πεδίο, λέει ο Α. Χίρσμαν, οι άνθρωποι μπορούν να αντιδράσουν με δύο τρόπους: με τη φωνή ή με την αποχώρησή τους. Φωνάζεις για να αλλάξουν τα πράγματα. Αποχωρείς όταν αδιαφορείς και απεμπλέκεσαι. Η φωνή είναι ευθύνη, κι έχει κόστος. Το μπλογκ της Α.Κ. ήταν μια τέτοια φωνή. Και κινητοποίησε εκατοντάδες ή και χιλιάδες άλλες φωνές, σε ένα περιβάλλον όπου όλα σου γνέφουν «πού να μπλέκεις, stay cool».
preview: Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 03.06.2007
ζωγραφική: Ξενοφών Μπήτσικας
Την Πέμπτη .05.2007 διεξάχθηκε μια συζήτηση για τα μπλογκ, οργανωμένη από το Φεστιβάλ Βιβλίου.
Υπό την σκιάν της Ακροπόλεως, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Συμμετείχαν: Αλέξης Σταμάτης, Βασίλης Ρούβαλης, Τιτίκα Δημητρούλια, ο υποφαινόμενος. Συντόνιζε η Ελένη Γκίκα.
Ο Αλ. Σταμάτης αναδημοσιεύει την εισήγησή του στο μπλογκ του, όπου και σχετική συζήτηση.
Τι κρατάω;
Πάνε δύο χρόνια απ’ όταν πρωτόγραψα ενθουσιασμένος περί μπλογκ, και τέσσερα απ’ όταν σκάρωσα το πρώτο μου αδέξιο ιστολόγιο στο blogspot.com. Σήμερα ο ενθουσιασμός έχει καταλαγιάσει· τη θέση του έχει πάρει ο εθισμός. Αλλά και ο αναστοχασμός.
Το παιχνίδι περιγράφεται εδώ και εδώ. Η πρόσκληση μού ήρθε από τον Yorgo και τον Sensual Monk. Thanks guys.
Τα 5 μου, περίπου:
Rite…: Στα 17 μου έπεσα πάνω στον Ξένο του Καμύ. Μου άλλαξε τα φώτα.
…de passage: Στα 30 μου διάβασα όλον τον Φλωμπέρ. Μου άναψε τα φώτα.
Ενδιαμέσως, είχα αρχίσει να γράφω επαγγελματικά.
Στα νιάτα μου: ήμουν αισθητής.»Αυτές» με τρέλαιναν και με αινιγμάτιζαν.
Στη μέση ηλικία: είμαι ευσυγκίνητος. Και με βλέπω, «τα» βλέπω, σε ιστορική προοπτική.
Τώρα τις λατρεύω.
Εφίδρωση: Οταν ξεκίνησα, ίδρωνα δύο μέρες να σκαρώσω 800 λέξεις. Τώρα, τις αραδιάζω, έμμορφες και έρρυθμες, σε μία-δύο ώρες· αβάδιστα. (Και αργοσβήνουν τα κεριά.)
:::
Η σκυτάλη στον Tasso (όταν σχολάσει ο γάμος), στη Dimitra, στον msaz. (Τον γατόφιλο Μπερεκέτη μού τον πρόλαβαν στο τσακ.)
«Είναι μια ταινία για έναν κόσμο όπου απουσιάζει εντελώς η Αγάπη. Ο μικρόκοσμος όπου οι ήρωες του Οικονομίδη παλεύουν ορίζεται από την οικογένεια ως φορέα εξουσίας και καταπίεσης. Με τα υλικά της πλέκεται ένα κλουβί αποκλεισμού, ανέχειας και απαιδευσιάς, μια μίνι κόλαση όπου, ανάμεσα σε όλα αυτά, δεν υπάρχει πουθενά Αγάπη. Η απουσία της Αγάπης και μόνο οδηγεί στη σιωπή κάποιους ήρωες του Μπέργκμαν. Τους ήρωες του Οικονομίδη τους οδηγεί στα σοπάκια, στις κατραπακιές, στη χυδαιολογία, στο μηχανικό μπινελίκωμα και στο άγριο βρισίδι.
Πηγαίνετε στον Μικρόκοσμο. Ή περιμένετε να βγει σε ντιβιντί. Ή καθήστε να ακούσετε να μιλάν άλλοι για την ταινία σε καμμιά δεκαετία — όπως έγινε με το ‘La Haine’. Εμένα πάντως η ταινία με συντάραξε, και (νομίζω) μ’ έκανε καλύτερο άνθρωπο. Αφού πρώτα μου έβγαλε την ψυχή, φυσικά.»
O Sraosha είδε την ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, >>εδώ
Οι Δρόμοι Ζωής σάς προσκαλούν στο ετήσιο χριστουγεννιάτικο παζάρι προς όφελος των κοινωνικά αποκλεισμένων παιδιών και οικογενειών.
Σας περιμένουν διαλεχτά χειροποίητα γλυκίσματα, εδέσματα και deli από όλη την Ελλάδα, παιχνίδια, δώρα. Εχουν μαγειρέψει και φροντίσει, μεταξύ άλλων, δύο εκλεκτοί μπλόγκερ: ο Αθήναιος και η Magica de Spell.
Το Σάββατο 9 Δεκεμβρίου, στην οδό Περσεφόνης 49, Γκάζι, στον 3ο όροφο, από 10 το πρωί έως 8 το βράδυ. Στις 6 μ.μ., παιδική συναυλία.
Ραντεβού.
Ο e-lawyer εντός των ημερών αναρτά στο μπλογκ του την Α΄ δωρεάν έκδοση του Kώδικα Δικαίου Κοινωνίας της Πληροφορίας.
Γκάφα των διωκτικών αρχών, ανάλογη της υπόθεσης Δημήτρη Φωτίου (συνοπτικά εδώ, και αναλυτικά εδώ), είναι σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και η υπόθεση του blogme.gr – Aντώνη Τσιπρόπουλου.
(συνεχίζεται…)
Κι έτσι η Φιόνα είναι καταδικασμένη να ομολογεί εσαεί, στο ίδιο ημισκότεινο δωμάτιο, τον αδιέξοδο έρωτά της στον Τσαρλς, να εισπράττει την παγωμάρα του και να έχει να πορευτεί μ’ αυτήν συντροφιά ως τους τίτλους του τέλους και μετά πάλι ξανά τα ίδια με τους τίτλους της αρχής, χωρίς να μπορεί να αλλάξει το σενάριο της ζωής της.
Δεν σ’ αγαπά, Φιόνα.
O Old Boy κεντάει πάνω στον καμβά του αναπάντητου έρωτα.
Το blogme.gr, του κ. Αντώνη Τσιπρόπουλου, λειτουργούσε σαν ανθολόγιο-monitor ελληνικών blogs. Φυσικά, όπως όπως κάθε ανάλογος ιστότοπος που τροφοδοτείται αυτομάτως και τυχαία με περιεχόμενο τρίτων ιστοτόπων μέσω RSS, δεν ασκούσε κανέναν έλεγχο στο περιεχόμενο που φιλοξενούσε.
Όμως, κάποιο περιεχόμενο κάποιου φιλοξενούμενου μπλογκ κάποιον ενόχλησε, και ο ενοχληθείς άσκησε μήνυση στον Π., ο οποίος συνελήφθη με τη διαδικασία του αυτόφωρου.
Η ταυτότητα του μηνυτή παραμένει άγνωστη. Ολα τα προαναφερόμενα αναμεταδίδονται σύμφωνα με τις μη πλήρεις πληροφορίες που έχει παράσχει ο ίδιος ο διωκόμενος, ο κ. Τσιπρόπουλος.
Ιδού τι ισχυρίζεται ο διωκόμενος, εδώ.
Σύνοψη του στόρυ, εδώ . Πλήθος δημοσιεύσεων σε blogs, > εδώ.
Χαρακτηριστικές αντιδράσεις: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10
Μια ψύχραιμη νομική προσέγγιση της πρωτοφανούς αυτής υπόθεσης δίωξης, με πολλά κενά και σκοτεινά σημεία ακόμη, κάνει το νομικό μπλογκ του e-lawyer, > Εδώ.
Kαι μια πρόταση για αντίδραση, από τον e-lawyer, > Εδώ.