Κάποιος εκ του προχείρου αναλύει τους γονείς των νεαρών αναρχικών ληστών. Οχλος, απόγνωση, σύγχυση, κατάκριση των πάντων, και μια δριμεία ανησυχία όλα τα τυλίγει και περουνιάζει κόκκαλα.
Από την περασμένη Κυριακή η ανησυχία γυρνούσε εναλλάξ σε θλίψη και δύσπνοια, διαρκώς: σκεφτόμουν τα παιδιά και τους γονείς σε αυτόν τον χαλασμό της μεσαίας τάξης, ένιωθα δυσοίωνο το εγγύς μέλλον, έβλεπα κλειστές πύλες μπρος στον κάθε εικοσάχρονο, κι ένιωθα επίσης το μίσος και το χάσμα, τον γκρεμό: «Οτι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής. Τί στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. Ζ13)
Ακαριαία ανέτρεξα σ’ ένα γραφτό πριν δύο χρόνια ακριβώς, (και αυτό) που μου το θύμισε κι ένας φίλος. Εγραφα με μια τεράστια απορία: Για τον θυμό των νέων και για τη διακοπή στην επαφή με τους γονείς, με αφορμή όσα αφηγούντο οι γονείς των συλληφθέντων μελών της Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς. Αυτό:
«[…] Σε αυτούς τους γονείς και σε αυτά τα παιδιά αναγνώριζα κάτι από τις οικογένειες των φίλων μου, και από τη δική μου οικογένεια, οικογένειες, ας πούμε, κανονικές, συνηθισμένες, μικρομεσαίες οικονομικά, με δύο γονείς που δουλεύουν και λείπουν αρκετά απ’ το σπίτι, με παιδιά που παρακολουθούν βαριεστημένα το σχολείο, που ακούνε ροκ και χιπ-χοπ, παίζουν γκέιμς, σουλατσάρουν σε ίντερνετ καφέ, τυραννιούνται με φροντιστήρια, δίνουν πανελλήνιες, φλερτάρουν, κοιμούνται μέχρι αργά, ξενυχτάνε, ψιλοκαυγαδίζουν με τους γονείς τους, τρώνε μαζί τις Κυριακές, επισκέπτονται τους παππούδες και τους νονούς δις τους έτους κ.ο.κ.
»Και ξάφνου, διαβάζω, η σχέση διακόπτεται, απότομα. Το παιδί αναχωρεί απ’ την εστία, μετακομίζει σε δικό του σπίτι, η επαφή αραιώνει ή χάνεται για μήνες, τα τηλεφωνήματα αραιώνουν, γίνονται με “απόκρυψη”. Αυτή η διακοπή με πάγωσε πιο πολύ απ΄όλα. Γιατί; Πώς; Τι θέλει να πει αυτή η διακοπή, η απόκρυψη, η απόσταση, η ρήξη;
»Μπαίνω στη θέση του ‘διακοπέντος’ γονιού: Τι έκανα στραβά; Τι κάνω λάθος; Μπορεί όλα να είναι λάθος, μπορεί και τίποτε. Είναι θυμός, είναι πλήξη, είναι αίσθηση αποκλεισμού; Τι θυμώνει τον νέο τόσο, που διακόπτει τη σχέση με το σπίτι του και ενώνει το θυμό και το χνώτο του με συνομηλίκους όμοια θυμωμένους; Θέλει να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει κάτι μόνος του, ενάντιο ίσως στον ‘σάπιο’ κόσμο των μεγαλύτερων, των εξουσιών, των συστημάτων που τον ντρεσάρουν και τον αποκλείουν; Ενδεχομένως. Είναι η βία ενδημική πια στους νεότερους, κατοπτρική ενός βίου αποθηριωμένου, βίου ευκαιριών ανταγωνισμού, βίου δυνητικής χλιδής και διαρκούς φενάκης, βίου με είδωλα πλουτισμού και καμία ηθική ευθύνη, βίου ατομοκεντρικού και άπιστου, χωρίς σταθερές, χωρίς αξιακές αναφορές; Κι αυτά ισχύουν.
»Κάτι λείπει όμως για να το καταλάβω ολόκληρο. Πιάνω κομματάκια μόνο, κομματάκια ενός θρυμματισμένου κόσμου, που παράγει απέραντο θυμό, βία, αυτοκαταστροφή, διακοπή σχέσεων και αποκλεισμό. Αυτοτροφοδοτούμενες παρέες οργισμένων νέων, αγέλες υπαρξιακά θυμωμένων, που επιστρέφουν στην κοινωνία τον δηλητηριώδη θυμό που τους έχει προξενήσει. Αμετουσίωτη οργή, χωρίς μετασχηματισμό της, χωρίς διέξοδο για ανακούφιση, για αυτοσυγχώρεση και συγχώρεση του άλλου, χωρίς συμπόνια και έλεος, σαν ένα αρχέγονο τραύμα που διαρκώς πονάει. Αυτό το τραύμα, βουβό και χαίνον, βρίσκεται στο σώμα της κοινωνίας, ακατανόητο και ου φωνητό, αυτό δεν θέλουμε όχι να το ψαύσουμε αλλά ούτε καν να ακούσουμε ότι ίσως υπάρχει. Κι ας πονάει.
»Μακάρι να μας γελάει το ένστικτο, μακάρι να πέφτουμε έξω, μακάρι οι φόβοι να είναι παράλογοι, αλλά αυτά τα σημάδια του θυμού, της ρήξης του κανονικού, της “διακοπής” και της “απόκρυψης”, της υπαρξιακής οργής της αγέλης, είναι σημάδια για πέτρινα, για μολυβένια χρόνια. Μακάρι να πέφτουμε έξω.»
Εξακολουθώ να απορώ· και να εύχομαι, με μεγαλύτερη ένταση, με πυρετό: Μακάρι να πέφτω έξω.
[«Βρισκόμαστε στο χώρο της σιωπής. Είτε μιλήσεις, είτε όχι, ούτε θ’ αποκαλύψεις ούτε θα προσθέσεις τίποτα σε τούτη την επίγεια κόλαση. Καλύτερα λοιπόν να μη μιλήσεις. Και τι θα πεις εσύ ο νεκρός, με τόσα χώματα στη γλώσσα;» – Τάκης Σινόπουλος, Ο Χάρτης]
7 Σχόλια
Comments feed for this article
10 Φεβρουαρίου 2013 στις 1:53 μμ
aftercrisis
Η Στενή Πύλη. Από τον Ματθαίο στον Αντρέ Ζιντ και τώρα εδώ, στη μεγάλη ταλάντωση, απο την «ισχυρή Ελλάδα», χώρα στην «εντατική». Πάντα το ίδιο πρόβλημα, παιδιά (του Θεού ή των γονέων) που βαδίζουν σε αδιαπέραστη ομίχλη. Ομίχλη που δεν έφτιαξαν αυτά.
Για μας, για τους γονείς, μιλά ο μύθος. Της μεσαίας τάξης ή λίγο παραπάνω, Βορείων ή άλλων προαστείων, μέσα στην άνοδο και την αλαζονεία ή μέσα στο θρυμματισμένο κόσμο και το χαλασμό, ξεχνάμε πάντα τα θεμελιώδη. Από τον Ζίντ άς πάμε λίγο πίσω, στον πιό κλασικό Γκαίτε. Τι λέει για την αλαζονεία και για τα θεμελιώδη;
Όποιος ποθεί το μέγα, ας πειθαρχεί·
τα όρια κάνουν πρώτα τον τεχνίτη,
και μόνο ο νόμος μάς ελευθερώνει.
Καιρός να ξανασκεφθούμε τα θεμελιώδη, λοιπόν. Το χρωστάμε στα παιδιά μας.
10 Φεβρουαρίου 2013 στις 3:58 μμ
Βαιτσα Κλειτσινικου
σ αυτά. που λες, λέω ναι σωστά , μα κάτι λείπει , μήπως οι γονείς της μεσαίας και +τάξης ,μέσα στην ευημερία που ζουν, ευνουχίζουν τα παιδιά τους εγκλωβισμένοι στην λογική της ευκολίας και της ελάχιστης προσπάθειας; Μήπως στην συνέχεια αυτά τα παιδιά αισθάνονται ανίκανα να ερμηνεύσουν και να παλέψουν τα κακώς κείμενα της ζωής τους και αυτό τα κάνει να μισούν τον ανίκανο εαυτό τους και τους δημιουργούς τους; η χρήση του μπλέντερ. και της μασιμένης τροφής είναι ικανή να καταργήσει τα δόντια και χωρίς δόντια ο άνθρωπος είναι ανάπηρος
10 Φεβρουαρίου 2013 στις 5:39 μμ
Stefanos Max
Τι ομορφο κειμενο!
10 Φεβρουαρίου 2013 στις 9:51 μμ
ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ
Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.
10 Φεβρουαρίου 2013 στις 11:35 μμ
Λιακαδα ©
Οι περισσότερες «επαναστατικες» συμπεριφορές των παιδιών, παραβατικές και μη, συνήθως είναι απόρροια απόρριψής τους από κάποιον γονέα λενε οι ειδικοι! ( ψυχολογοι πχ) , εχω να πω εγω..
Επισης θα σας παραθεσω το σχόλιο μας φιλης στη δικη μου σχετικη αναρτηση , ατόφιο, εδω.
{Κάθε μάνα , όποιο κι αν είναι και ό,τι κι αν έχει κάνει το παιδί της , πονάει όταν το βλέπει να βλάπτεται έστω και μια τρίχα της κεφαλής του . Κάθε μάνα γίνεται θηρίο μαινόμενο για να μην βλαφθεί το παιδί της , αλλά … στα λόγια πρέπει να προσέχει μην και φθάσει στην θέση εκείνης της μάνας της λαϊκής μας παράδοσης , που ο καταδικασμένος σε θάνατο φονιάς γιος της , ζήτησε σαν τελευταία χάρη να φιλήσει την μάνα του που πάντα τούδινε δίκιο απ’ τα μικράτα του , και αντί για φιλί , της έκοψε την γλώσσα …}
11 Φεβρουαρίου 2013 στις 5:18 πμ
4essera
Η μαζική ενοχοποίηση που επιβάλλεται στην ελληνική κοινωνία από τους δωσίλογους νεοχουντικούς και τα ξεφτιλισμένα παπαγαλάκια τους, καλά κρατεί: ούτως ή άλλως, οι μεν έχουν υπογράψει και συναινέσει στην καταστροφή της, οι δε ελπίζουν ότι θα διασωθούν (μαζί με τα αφεντικά τους) από την καταστροφή. Επιπλέον, οι ραγιάδες ανακαλύπτουν διάφορα προσχήματα για να δικαιολογήσουν την υποταγή τους. Ίσως το πιο επικίνδυνο είναι η άποψη ότι το αυτομαστίγωμα είναι προοδευτισμός και, αν δεν είναι το πιο επικίνδυνο, είναι το πιο οπισθοδρομικό. Στα πλαίσια αυτά, ας διερωτηθούμε· το περιστατικό της δολοφονίας τού κολλητού φίλου, αναίτια, από το «κράτος» (που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η δολοφονία του εαυτού που στεκόταν δίπλα) πώς αφήνεται με τόση ευκολία έξω από το κάδρο της διαμόρφωσης μιας προσωπικότητας; Είναι τόσο αμελητέο γεγονός; Επιπλέον, η αριστεία έτερου συλληφθέντα, στις πανελλήνιες εξετάσεις που οδήγησε στην βράβευσή του από υπουργό παιδείας, δεν καταργεί αυτομάτως τις ευθύνες των γονιών, θέτοντας τις βάσεις για περαιτέρω προβληματισμό που αφορά την ευρύτερη κοινωνία; Επιπλέον, πώς συνδέεται η άποψη ότι δεν πρόκειται για «παιδιά» και συγχρόνως η επίθεση στις «μαμάδες» τους; Τα ερωτήματα είναι κραυγαλέας κοινής λογικής ενώ δεν τίθενται. Το αυτομαστίγωμα καλά κρατεί αλλά ευτυχώς δεν μας χωράει όλους το Άγιο Όρος.
17 Φεβρουαρίου 2013 στις 3:06 πμ
Τζόνσον ο Αλογόμυγας
Μήπως όμως κάποιος εκ του προχείρου μεταθέτει τις αιτίες της οργής των νέων από την οικογένεια στην άτιμη ‘κενωνία’;