Η επιστολή της Ιεράς Συνόδου προς το λαό προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις . Η κυβέρνηση είπε ότι το κείμενο «έχει ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα» ― προφανώς με τη δική της πραγματικότητα, της εξουδετερωμένης ουσιαστικά Βουλής και της βαθιάς ύφεσης.
Το ΚΚΕ επίσης κατηγόρησε την Ιεραρχία ότι «αντιστρέφει την πραγματικότητα […] για να κρύψει το πού βρίσκεται η διέξοδος για το λαό […] Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δεν απόλαυσαν καμία ευμάρεια». Είναι προφανές ότι στη θεολογικώς αδρή πραγματικότητα του ΚΚΕ, η εργατική τάξη είναι αθώα, αναμάρτητη, έτοιμη πάντα να εισακούσει την Αλήθεια του Περισσού, προορισμένη να της παραδοθεί ψυχή τε και σώματι καθ’ οδόν προς το τέλος της ιστορίας.
Η Δημοκρατική Αριστερά απέφυγε τη θεολογία της πραγματικότητας, αναγνώρισε ότι ο λαός χειμάζεται, και αρκέστηκε σε μια αιχμή: Κάλεσε την Εκκλησία να αναφέρει «συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και πρακτικά μέτρα για την επίγεια ελάφρυνση κάποιων έστω βαρών από τις πλάτες του χειμαζόμενου ελληνικού λαού». Ο προσεκτικός κ. Φ. Κουβέλης όμως μάλλον βιάστηκε να εγκαλέσει για “πρακτικά μέτρα” έναν οργανισμό που, αν μη τι άλλο, έχει ευρύ κοινωνικό δίκτυο, αλυσιτελές ίσως, παρωχημένο ή κουρασμένο, πάντως υπαρκτό.
[edit: Ο υποστηριζόμενος από την ΔΗ.ΑΡ. και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης, παρεχώρησε τις δωροεπιταγές προς απόρους του Δήμου στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, αναγνωρίζοντάς την «ως αρμόδια για τη στήριξη των ατόμων αυτών»]
Η επιστολή της Εκκλησίας, ως ενέργεια καθ’ εαυτήν, κλονίζει τα στερεότυπα σκέψης της μεταπολιτευτικής ορθότητας. Θέτει ερωτήματα: Πρώτον, ποιος δικαιούται να ομιλεί; Δικαιούται να μιλάει η εκκλησία στην κοινωνία, σε όποιον θέλει να την ακούει; Ισχύει καθολικά η ισηγορία ή υπερισχύει εν προκειμένω ένας παραδημοκρατικός αντικληρικαλισμός; Γιατί ανιχνεύονται σκοτεινότερες προθέσεις στον λόγο ενός ιεράρχη απ’ ό,τι στον λόγο ενός τραπεζίτη ή ενός τεχνοκράτη;
Δεύτερον, το κυριότερο: Σε ποιον ανήκει ο λαός; Στα κόμματα; Στο πελατειακό σύστημα; Στις πολιτικές φαμίλιες; Στα σωματεία; Στις συντεχνίες; Ολοι μιλάνε εξ ονόματός του, όλοι γνωρίζουν το καλό του. Η Εκκλησία δεν πράττει τίποτε παραπάνω απ’ όλους τους παραπάνω θεσμούς και παραθεσμούς. (Παραμένει πάντα ανοιχτή η δυνατότητα της αυτοδιάθεσης του λαού, ως ουτοπία: Ο ενιαίος και ομοούσιος λαός να ανήκει στον εαυτό του…)
8 Σχόλια
Comments feed for this article
23 Δεκεμβρίου 2010 στις 6:41 μμ
Sraosha
Γιατί ανιχνεύονται σκοτεινότερες προθέσεις στον λόγο ενός ιεράρχη απ’ ό,τι στον λόγο ενός τραπεζίτη ή ενός τεχνοκράτη;
Ακριβώς!
23 Δεκεμβρίου 2010 στις 6:52 μμ
zeppos
Βεβαίως δικαιούται να ομιλεί η εκκλησία. Δεν δικαιούται ομως να «διαπιστώνει» οτι ο λαός βρίσκεται «υπό κατοχή». Παρόμοιες εκφράσεις χρησιμοποιούν οι ανεγκέφαλοι πολιτικοί, χωρίς να υπολογίζουν τι αντίκτυπο έχουν στον δοκιμαζόμενο λαό..
Σε τι διαφέρει η επαναλαμβανόμενη «διαπίστωση» του ΚΚΕ οτι είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση, ή οτι ΔΕΝ υπακούει στο Σύνταγμα;
23 Δεκεμβρίου 2010 στις 8:55 μμ
gritz
Το λογικό και δίκαιο λέει ότι η ισηγορία ισχύει (ή πρέπει να ισχύει). Ο αντικληρικαλισμός μοιάζει αντεστραμμένος φονταμενταλισμός.
Αλλά άν ισχύει η ισηγορία, ισχύει και αρνητικά: Ο κρίνων κριθήσεται, ή σε αποστολική γλώσσα «ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων» (Παύλος, πρός Ρωμαίους 2,1).
Κρίνοντας λοιπόν η εκκλησιαστική Ιεραρχία το πολιτικό προσωπικό (και γενικά τις κοσμικές «αυθεντίες») για τη στάση τους στους ανέμελους καιρούς του «αναπτυξιακού πάρτυ», θέτει μόνη της και το αίτημα της αυτοκριτικής. Με λόγους και έργα. Αναμένουμε.
Κατά τα άλλα, η σχέση της πνευματικής με τις κοσμικές «αυθεντίες», άρα και της Εκκλησίας με τους κοσμικούς θεσμούς, όπως και το μεταφορικό «σε ποιόν ανήκει ο λαός» (επειδή ώς κυριολεξία, ανήκει μόνον στον εαυτό του και στον πλανήτη), είναι ερώτημα που βασάνισε και θα βασανίζει πολλούς και σοφούς: Από τον Έγελο το 1800 («Πίστη και γνώση») μέχρι τον Χάμπερμας πρόσφατα (ο τίτλος παραμένει ίδιος). Και δεν πρόκειται να το λύσουμε οριστικά τώρα, στο μέσο της κρίσης: Προς το παρόν, σοφότερη και πιό θεάρεστη είναι η απλή λογική, δηλαδή «για τους ποντικούς καλός ο αγιασμός, αλλά άς φροντίσουμε να δουλέψει και μια γάτα».
23 Δεκεμβρίου 2010 στις 9:33 μμ
rodia
Ο τίτλος υπονοεί το.. αυτονόητο; Οτι δλδ ο λαος ειναι για πούλημα; :)
23 Δεκεμβρίου 2010 στις 10:42 μμ
gritz
Αυτονόητο; Νάτος ο πειρασμός!
Αλλά όχι, πρέπει ν’ αρχίσουμε από την κατάληξη, από το «δέον», όχι από τον τίτλο: Ενιαίος και ομοούσιος ο λαός, σύνολο που ανήκει στον εαυτό του, μόνον ως πολιτική κοινωνία νοείται, ως σώμα πολιτών.
Ως κοινωνική-οικονομική κατηγορία, άν δεν διευκρινισθεί τι «λαός» και τι «μή λαός», μόνον ενιαίος και ομοούσιος δεν ήταν και δεν είναι. Υπάρχουν γύρω και «αγοραστές» και «πωλητές» και «εμπόρευμα».
Εδώ είναι που η ρητορεία πολιτικών, ΜΜΕ και πρόσφατα ιεραρχών δουλεύει σαν το μελάνι της σουπιάς, που όλα τα σκεπάζει: Όχι, «δεν τα φάγαμε όλοι μαζί», άσε τον Αντιπρόεδρο να λέει. Αλλά που να πάρει ο διάολος, ως αλγεβρικό άθροισμα ιδιωτικού πλούτου (μερίδας πολιτών) και δημόσιου χρέους, είμαστε η 26η πλουσιότερη χώρα της υφηλίου!
Ανεπαίσθητα, δίπλα μας, συντελέσθηκε επί δεκαετίες η «αγοραπωλησία», και δεν πήραμε χαμπάρι. Το «εμπόρευμα» είναι σε καλή μεριά και τώρα τρέχουν τα κροκοδείλεια δάκρυα.
24 Δεκεμβρίου 2010 στις 1:13 πμ
dianathenes
Η Εκκλησία δεν πράττει τίποτε παραπάνω απ’ όλους τους παραπάνω θεσμούς και παραθεσμούς.
Με μια διευκρίνιση. Οι θεσμοί αυτοί έχουν να κάνουν με το κοσμικό στοιχείο. Η εκκλησία ανήκει στο πνευματικό στοιχείο του Ανθρώπου. Πιστεύω ότι θέματα τόσης μεγάλης σπουδαιότητας πρέπει να εξετάζονται από όλα τα στοχεία που απαρτίζουν τον άνθρωπο. Η πνευματικότητα ως εργαλείο εκτίμησης μιας κατάστασης απουσιάζει κατά τρόπο που μεγάλα προβλήματα να φαίνονται μικρά και το αντίθετο. Εϊναι ένας μπούσουλας που έχει ξεχαστεί. Εχουμε ξεχάσει ένα μεγάλο κομμάτι του ευατού μας και πλέουμε πεζά με γνώμονα τους οικονομολόγους και τους πολιτικούς. Τόσο έχουν κατακλύσει την αξιολόγηση των πραγμάτων που και τον πνευματικό λόγο – αν υπάρξει από κάπου- τον κρίνουμε με βάση την οικονομία και την πολιτική. Δεν μου προκαλεί επομένως καμιά εντύπωση η αντίδραση των κομμάτων. Πολιτικοί είναι με πολιτικό λόγο θα αντιδράσουν. Με ενδιαφέρει το αντίκτυπο στις καρδιές των ανθρώπων – όσων διάβασαν το κείμενο της Εκκλησίας. Πώς το εξέλαβαν; Σκέφτηκαν μόνο αν έχει δικαίωμα να μιλά η Εκκλησία για αυτά τα θέματα; Αν ναι, τότε το κείμενο απέτυχε. Σημαίνει ότι δεν περιήχε καμιά πνευματικότητα. Και πράγματι εκτίμηση της κατάστασης, κριτική του λαού και της εξουσίας αλλά και αυτοκριτική κάνουν όλοι τόσο καιρό. Και ο λαός και η εξουσία και η Εκκλησία – τώρα, τελευταία και καταίδρωμένη. Αλλος ένας λοιπόν. Μόνο που αυτός σαν πνευματικός οδηγός θα έπρεπε να μιλήσει σε άλλη γλώσσα στο ποίμνιο. Δεν το είδα. Παίζει τον ποιμένα που μιλά σε ποίμνιο ενώ ο λόγος του είναι πολιτικός. Ο πνευματικός λόγος απουσιάζει και εδώ. Είναι απών τόσο και τόσο πολύ καιρό που δύσκολα μπορώ να τον αναλογιστώ ώστε να με οδηγήσει πόσο μάλλον να με ζεστάνει.
26 Δεκεμβρίου 2010 στις 5:15 μμ
Λεωνίδας
Το πραγματικό ερώτημα, και το οποίο μάλλον υφέρπει, στην ανάλυση είναι «ποιός νομιμοποείται να χρησιμοποιεί την έννοια λαός»;
Εξ ονόματος του λαού μιλούν οι κυβερνήσεις που ψηφίστηκαν από ένα μέρος του λαού, κόμματα που παίρνουν ένα μικρό ποσοστό του λαού και παρόλα αυτά μιλούν εξ ονόματος του όλου λαού.
Αλλά μήπως και ο ίδιος ο «λαός» διαθέτει ενότητα; Απαρτίζεται από μέρη με διαφορετικές αξίες, στάσεις, βλέψεις κ.ο.κ.
Η Ιερά Σύνοδος μας λέγει κάτι συγκεκριμένο, ότι δηλαδή «αισθάνεται την ανάγκη να απευθυνθεί στο πλήρωμά της, στο λαό του θεού, αλλά και σε κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο, για να μιλήσει με τη γλώσσα της αληθείας και της αγάπης»
Δεν έχει κανείς παρά να λάβει μέρος εν όψει των συγκεκριμένων ζητημάτων που θέτει, μπορεί να επιχειρηματολογήσει κριτικά απέναντι στα ίδια τα ζητήματα ή τις προτεινόμενες «λύσεις¨ή ό,τι άλλο.
Τι νόημα έχει αυτό το «δεν δικαιούσθε δια να ομιλείτε» όταν δεν είναι απλώς μία έκφανση ιδεοληπτικών;
Μάλλον το ότι ο κλήρος ή η Εκκλησία, στον βαθμό που εκφράζει και τον πιστό λαό, δεν πρέπει να διανοίγει ζητήματα. Στόχος, επαναλαμβάνω αν παρακάμψουμε την ιδεοληψία, δεν μπορεί παρά να είναι η φίμωση. Εξ ονόματος του λαού, όπως και του Θεού άλλωστε, μπορούν να μιλούν άπαντες. Εναπόκειται στη συνείδηση και την κρίση ενός εκάστου ποιον και ποιές αντιλήψεις θα ακολουθήσει ή θα υιοθετήσει.
28 Δεκεμβρίου 2010 στις 1:55 πμ
γεράσιμος μπερεκέτης
«…..παντός του κλήρου και του λαού τού Κυρίου δεηθώμεν»
Κύριε, ελέησον