...Kι ο ήχος απ΄τις ρόδες...

Επανέρχομαι στο Μενίδι. Την περασμένη εβδομάδα διατύπωσα κάποιες σκέψεις, με αφορμή το προσκύνημα του λειψάνου του Αγίου Σεραφείμ του Σάροφ στην Αττική. Ακολούθησαν ποικίλες αντιδράσεις. Τηλεφωνήματα, SMS, μέιλ, σχόλια στο μπλογκ, από γνωστούς και αγνώστους. Ποικίλες αντιδράσεις: ειρωνικές, χλευαστικές, πολεμικές, συγκινημένες, αντιδράσεις που συνέχιζαν τη διερώτηση.

Δεν εξεπλάγην από την έκταση των αντιδράσεων ― ο γράφων δημοσίως κρίνεται. Εξεπλάγην ωστόσο από τη σφοδρότητα ορισμένων· μάλιστα, όσο σφοδρότερη η αντίδραση, τόσο ασθενέστερη η κατανόηση του εναρκτήριου κειμένου, τόσο πιο πεισματική ή άρνηση για προσέγγιση του πυρήνα και των αφορμών. Πυρήνας: η σιωπή, η συγχώρεση, η αναζήτηση παρηγοριάς. Αυτά που σφραγίζουν αδιακρίτως τις ζωές προνομιούχων και φτωχούληδων, υπηρετριών και κυράδων, νοικοκυραίων και κακομοίρηδων.

Αφορμές. Ο ερημίτης που άφησε τη σιωπή για να χυθεί στον κόσμο ― μια αφορμή. Η προσκύνηση του λειψάνου από το ανώνυμο μεικτό πλήθος, στις γκρίζες παρυφές της πρωτεύουσας, στο Μενίδι ― άλλη αφορμή. Αφορμές για να δούμε, να αφουγκραστούμε το συμβάν. Να αναρωτηθούμε τι σημαίνει για τους ανθρώπους που σπεύδουν στο Μενίδι, για τους φτωχούληδες και τις μαντιλοφορούσες, και τι μπορεί να συμβαίνει για όσους δεν σπεύδουν, μα παρ’ όλ’ αυτά κατατρύχονται από παρόμοιους πόνους κι έγνοιες.

Από το είδος και τη σφοδρότητα των αντιδράσεων κατάλαβα μερικά πράγματα. Μερικά τα ήξερα ήδη, και επιβεβαιώθηκαν: Η οποιαδήποτε αναφορά, με οποιονδήποτε τρόπο, στο θρησκευτικό φαινόμενο, ας πούμε, σοκάρει πολλούς, κι τους οδηγεί σε βίαιες αντιδράσεις, σε επίδειξη τσαμπουκαλίδικου αθεϊσμού, σε αμήχανα χάχανα, σε αφορισμούς, σε κατάρες. Παρόμοιες αντιδράσεις προκαλεί οτιδήποτε θεωρείται μεταφυσικό, ή πέραν του ορθολογισμού ή πέραν του εμπειρικού βίου· μα και οτιδήποτε αγγίζει την έσω ύλη, τα αισθήματα, την αγάπη, τον πόνο, τους φόβους· οτιδήποτε αμφιβάλλει και μετεωρίζεται, οτιδήποτε δεν καταλήγει σε συμπαγή αυτάρκη συμπεράσματα.

Καταλαβαίνω τον φόβο των ανθρώπων έναντι του εαυτού τους του ανεξήγητου, έναντι του θαύματος μιανής και μόνο ημέρας, έναντι των θραυσμάτων που εξαπολύει η διαρκής έκρηξη της ζωής. Με αυτό τον φόβο ζούμε όλοι. Μα δεν καταλαβαίνω το γινάτι, τη λυσσαλέα άρνηση να σκεφτούμε αυτά τα θραύσματα, να τα πλησιάσουμε, να τα στοχαστούμε, μήπως και τα αναχωνέψουμε, μήπως και καταλάβουμε κάτι από τον λανθάνοντα εαυτό μας, μήπως και συλλάβουμε κάτι από την πάντα διαφεύγουσα ουσία. Ο,τι και να συλλάβουμε, κέρδος είναι.

Πίσω από την correct εργαλειακή σκέψη, πίσω από την πεισματική άρνηση του μεταϋλικού, της φαντασίας, του συναισθήματος, διαβλέπω επίσης μια άρνηση του πραγματικού. Το πραγματικό είτε χωράει στο σχήμα μας είτε δεν υπάρχει… Ομως πραγματικό είναι ακριβώς αυτό το πλήθος των φτωχούληδων που σπεύδει να προσκυνήσει και να βρει παρηγοριά. Πραγματικό είναι οι άνθρωποι του μόχθου και του ρηχού ορίζοντα, οι χωρίς πτυχία και μάστερ, οι χωρίς πράσινη κάρτα, οι άνθρωποι χωρίς. Γκρίζοι, αόρατοι. Κανείς δεν τους λογαριάζει, δεν έχουν φωνή, δεν έχουν μέλλον· κάποιοι έχουν μια ψήψο στη Β’ Αθηνών, άλλοι δεν έχουν καν. Ποιος αφουγκράζεται αυτό το πραγματικό;

Και το Μενίδι… Πόσο πραγματικό είναι κι αυτό: μια μεγάλη άγνωστη πόλη πλάι στην τεράστια γνωστή, με αυτόχθονες, με Ρωσοπόντιους, με προσωρινές αυτόνομες ζώνες στο Ζεφύρι, με μικρομεσαίους και παραβατικούς, με ντίλερ και οπλοφόρους, με καθηγητριούλες που κλαίνε έντρομες στην αίθουσα του ΤΕΕ. Ενας κόσμος αλλού, μια moderato φαβέλα, μινιατούρα Πόλη του Θεού. Ακρη της Πόλης, την ονόμασε ο Γιάνναρης, και την φιλμάρησε νυκτερινή και σκληρή.

Σε αυτή την Ακρη ακούμπησε το λείψανο. Πέρα από βολικά ιδεολογήματα, πέρα από εδραιωμένες πεποιθήσεις, στην διαρκώς τυρβώδη Ζώνη, στην τύρβη των απέλπιδων και των καταφρονεμένων. Εκεί δοκιμάζονται η λάμπουσα ανεκτικότητα και ο αγοραίος ανθρωπισμός, η άλγεβρα των ευφυολογημάτων. Εκεί, στην Ακρη, δοκιμαζόμαστε.

Αξίζει να τυραννήσουμε τη σκέψη μας για να καταλάβουμε τους φτωχούληδες, τους πιστούς, τα σημαινόμενα του λειψάνου, την Ακρη, τη σιωπή, τους ψίθυρους και τα βάσανα των ανθρώπων, τους φλύαρους εαυτούς μας τους αντιφατικούς και κακομαθημένους, το ζέον μάγμα του καιρού;

Βρίσκω μια απάντηση στο 12λεπτο μονοπλάνο του Ταρκόφσκι από το Στάλκερ, πάνω στο βαγονέτο προς τη Ζώνη: όλα χλοερά, ήσυχα, όλα αινιγματικά, απειλητικά. Και ο ήχος απ’ τις ρόδες.

Ένα βλέμμα, Καθημερινή 19.10.2008