dscn1688_2.jpgdscn1692_2.jpgdscn1680_2.jpgdscn1682_2.jpgdscn1685_2.jpg

Η αναστάτωση στην αστική ζωή των τελευταίων ημερών, με την απρόβλεπτη και επαναλαμβανόμενη συσκότιση, με τους δημόσιους οργανισμούς να ημιλειτουργούν λόγω διακοπών ρεύματος, με τα σκουπίδια να απειλούν να κατακλύσουν τους δρόμους, με το αθηναϊκό κέντρο μονίμως σε αποκλεισμό ή συμφόρηση, προσγειώνει τη σκέψη στην καθημερινότητα. Η αναγκαστική προσγείωση σε κάνει να δεις την πόλη που ζεις, τη ζωή που πρέπει να κατορθώσεις, την κοινωνία που σε περιβάλλει. Τα διαδοχικά βλέμματα οδηγούν αναπόφευκτα στη δυσθυμία.

Ο αστικός βίος στην Ελλάδα, στην Αθήνα πολύ περισσότερο, είναι δοκιμασία σωματική και ψυχική, είναι δοκιμασία πολιτικού ήθους. Με τις απροειδοποίητες διακοπές ηλεκτροδότησης, λ.χ., ακόμη και ο πιο καλοπροαίρετος αναρωτιέται: Με ποιο δικαίωμα ένας κλάδος εργαζομένων σε οργανισμό κοινής ωφέλειας, διά της αποχής από το καθήκον του, τιμωρεί συλλήβδην την κοινωνία; Τον ασθενή, τον ανήμπορο γέροντα, τον ανάπηρο, τη μωρομάνα, τον μικροεπιχειρηματία; Δεν είναι καθήκον μόνο, είναι και εργασία – θα αντέτεινε ο συνδικαλιστής της ΔΕΗ.

Σύμφωνοι. Αλλά είναι και καθήκον, είναι εργασία με ευθύνη έναντι του συνόλου: Κάθε επαγγελματίας που διαχειρίζεται κοινά αγαθά ασκεί κοινωνικό λειτούργημα, έχει αυξημένη, εντοπισμένη κοινωνική ευθύνη – το νοσοκομείο, η πυροσβεστική, το λιμάνι, το αεροδρόμιο, η αποκομιδή σκουπιδιών, η ύδρευση, η ενέργεια, δεν είναι ψιλικατζίδικο ή μπουτίκ, δεν είναι καφέ–μπαρ ή μεζεδοπωλείο, για να κλείσουν τα ρολά και να αναρτήσουν σημείωμα «επιστρέφω τάχιστα». Αν ανασταλούν αυτές οι εργασίες, αναστέλλεται η λειτουργία του κοινωνικού οργανισμού. Εξ ου και η θεσμοθετημένη πρόνοια για προσωπικό ασφαλείας, σε περίπτωση απεργίας. Αλλά για πόσο μπορεί να λειτουργεί εύρυθμα μια κοινωνία με προσωπικό ασφαλείας;

Η διαφύλαξη των εργασιακών κεκτημένων είναι επιβεβλημένη· είναι ιερή στις σύγχρονες δημοκρατίες, προστατεύεται από νόμους, προστατεύεται και από το Σύνταγμα. Η εργασία, κατ’ εξοχήν υλική και διανθρώπινη σχέση, βρίσκεται στον πυρήνα του κοινωνικού συμβολαίου. Και η ιστορία του εργατικού κινήματος στους νεωτερικούς χρόνους είναι εν πολλοίς η ιστορία των δημοκρατικών κοινωνιών· χάρη σ’ αυτό θεωρούμε σήμερα αυτονόητα το πενθήμερο, το οκτάωρο, τις πληρωμένες διακοπές, την ασφάλιση, ό,τι δηλαδή θεμελιώνει την υλική βάση του καθημερινού βίου. Η συνδικαλιστική παράδοση, από τα μισά του 19ου έως το πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα, ήταν το εκκολαπτήριο των μεγάλων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και των μεγάλων (κάποτε και μοιραίων) πολιτικών ουτοπιών. Στο τελευταίο τρίτο του 20ού αιώνα μάλιστα, ο υστερομοντέρνος εργατισμός ασχολήθηκε όχι με τη αύξηση των μισθών, αλλά με έναν ριζικό μετασχηματισμό της εργασίας ως προς τη ζωή, με την ιχνηλάτηση της ουτοπικής δυνατότητας: Για μια ζωή χωρίς την εργασία ως καταναγκασμό.

Στην παρούσα συγκυρία ωστόσο ο τρέχων συνδικαλισμός, εδώ και τώρα, συχνά ξεχνά αυτή την απελευθερωτική και κοινωνιστική παράδοση του νεωτερικού εργατισμού, και ρέπει προς έναν προνεωτερικό συντεχνιασμό. Κάποιες ομάδες εργαζομένων σε νευραλγικούς τομείς, όπως λ.χ. η ενέργεια, οι μεταφορές κ.λπ., αυτονομούνται από το συνολικότερο εργατικό κίνημα, κερδίζουν προνόμια και αγωνίζονται όχι για το κοινό καλό, αλλά πρωτίστως για τη διατήρηση των προνομίων και για την αυτοαναπαραγωγή της κλειστής συντεχνίας. Στην Τράπεζα της Ελλάδος, λ.χ., προσλαμβάνονται προνομιακά τα τέκνα των ήδη εργαζομένων, ενώ η σύνταξη του τεθνεώτος υπαλλήλου της μπορεί να μεταβιβαστεί στην ανύπαντρη θυγατέρα. Στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, οι λιμενεργάτες κατάγονται κυρίως από τη Μάνη και κάποιες άλλες περιοχές και αυτοαναπαράγονται, βαζοντας στη συντεχνία τα δικά τους παιδιά και ορίζοντας μόνοι τους τις υπερωρίες τους κ.λπ. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε έως πρόσφατα με τους τυπογράφους των εφημερίδων, τους εφημεριδοπώλες, τους συμβολαιογράφους και ούτω καθεξής. Αυτή η, οιονεί μεσαιωνική, κλειστή δομή συντεχνίας δεν είναι βέβαια αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο ούτε τωρινό· τα μεγάλα λιμάνια, ας πούμε, ιστορικά και σε όλο τον κόσμο, αποτελούν πεδίο συγκρούσεων για τον έλεγχό τους από συντεχνίες, λόμπι και μαφίες.

Βρισκόμαστε άρα ενώπιον ενός παράδοξου αναχρονισμού: Μια οιονεί προνεωτερική δομή δρα αυτόνομη σε ένα νεωτερικό περιβάλλον, οικονομικά και κοινωνικά. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι όσοι έχουν τη δυνατότητα να μπλοκάρουν κάποια κοινωνικά αγαθά ή ζωτικές λειτουργίες, μπορούν να το κάνουν προς ίδιον όφελος και εις βάρος του συνόλου. Και αυτό συμβαίνει συχνά. Οπως και σε άλλα πεδία της δημόσιας σφαίρας, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των αυτορρυθμιζόμενων αγορών, προνεωτερικοί θύλακοι, όπως οι συντεχνίες και οι κερδοσκόποι, ορίζουν εν πολλοίς τον βηματισμό των νεωτερικών κοινωνιών…

Στις αυτονομούμενες και ενίοτε αντικοινωνικές συντεχνίες δεν μπορεί βέβαια να αντιπαρατεθεί η αδιαφοροποίητη και ποικίλη κοινωνία· η δυσαρέσκειά της δεν μπορεί να εκφραστεί πρακτικά. Απέναντι στις αυθαιρετούσες συντεχνίες μπορεί να βρεθεί μόνο το κράτος, το δημοκρατικό κράτος που εκφράζει την πολιτική κονωνία και όχι τα λόμπι. Πώς αντιπαρατίθενται;

Κι εδώ μπαίνουμε στην καθ’ ημάς πραγματικότητα. Δηλαδή στη μαζική δημοκρατία του κορπορατισμού και των λόμπι, στην πελατειακή διαχείριση της εξουσίας, στον αμοιβαίο εκμαυλισμό πολιτικών και συνδικαλιστών, στον εκμαυλισμό εντέλει των πολιτών: Οι οποίοι διεκδικούν όχι ισοπολιτεία, όχι βελτίωση της εργασιακής συνθήκης (πόσω μάλλον απελευθέρωση από την ξενωτική και απεχθή εργασία), αλλά ένταξη σε μια συντεχνία. Εναν διορισμό… Ιδού. Οταν το κράτος δεν εκφράζει την πολιτική κοινωνία, αλλά ποδηγετείται από λόμπι και ομάδες πίεσης, τότε οι απροστάτευτοι πολίτες αναζητούν ομπρέλα και ένταξη σε προνεωτερικά υποσύνολα: σε μια συντεχνία, σε ένα κλαν…

Σε αυτό το πεδίο συγκρουόμενων συμφερόντων, κυριαρχίας και αλλοτρίωσης, πρέπει να εξετάσουμε την αυτονόμηση των συντεχνιών και τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής· για να αντιληφθούμε και την ασυνάρτητη, κατακερματισμένη καθημερινότητα.

Καθημερινή 09.03.2008
Ζωγραφική: Timothy Sarson, «Nexus» (γκαλερί Astra, έως 12.03.08)

buzz it!