Δυο διαφορετικές συζητήσεις διασταυρώθηκαν πάνω μου τις περασμένες μέρες: Μια για την κοινή λογική και μια για τον θάνατο και την αγάπη. Μια συζήτηση για το common sense· για την ουσία του εργαλειακού λόγου, που έχει λύσεις για όλα, που δεν βλέπει μπροστά του άλυτα προβλήματα, αλλά προκλήσεις για χρήση εργαλείων. Είναι λόγος που αντηχεί τον επιστημονισμό του 19ου αιώνα, την τυφλή πίστη ότι επιστήμη και τεχνική θα λύσουν κάθε πρόβλημα του ανθρώπου· αντηχεί τον μεσσιανισμό της αιωνίας προόδου, αντηχεί τη λατρεία του καπιταλισμού ως μόνης δυνατότητας οργάνωσης του υλικού και του φαντασιακού.
Αντηχεί βεβαίως και τη θεμιτή αντίσταση στη θολούρα θεωρητικών και ιερέων, αντηχεί την ανάγκη να προάγουμε τον πρακτικό βίο, να διευκολύνουμε τη vita activa. Αλλά οι περισσότερες χρήσεις της λεγομένης κοινής λογικής είναι χρήσεις αυτάρεσκης εργαλειακότητας, εχθρικής και καχύποπτης απέναντι στο απρόβλεπτο, στο χαοτικό, το μη γραμμικό, το μεταφυσικό. Ο εργαλειακός λόγος καυχιέται ότι διευθετεί τα πάντα· πώς να αποδεχτεί την αδυναμία του ενώπιον του μυστηρίου, του ανείπωτου, του μεταφυσικού, ενώπιον της αγάπης, του πόνου ή του θανάτου;
Ενας φίλος αναρωτήθηκε πικρά αν τα εργαλεία μπορούν να σκεφτούν τον εαυτό τους. Προεκτείνω: Τι γίνεται με τους ανθρώπους που σκέφτονται σαν εργαλεία; Που δεν σκέφτονται τον εαυτό τους μέσα στον άλλο, που δεν στοχάζονται την επαφή και τη σύντηξη; Που έχουν εξορίσει από το εννοιολόγιό τους το μηδέν και το άπειρο;
Δύο γυναίκες, με διαφορετικά βιώματα, διαφορετική γλώσσα, άλλες στοχεύσεις, μου απάντησαν με τον τρόπο τους. Η Γαλλίδα ψυχολόγος πόνου Μαρί Ντ’ Ενεζέλ και η Βελγίδα φιλόσοφος Λυς Ιριγκαρέ. Η πρώτη στο βιβλίο της «Μύχιος θάνατος» υποστηρίζει ότι οι ετοιμοθάνατοι μάς μαθαίνουν τη ζωή. Παράδοξο; Η Ντ’ Ενεζέλ εκκινεί από την πράξη: τι έμαθε συνοδεύοντας ανθρώπους έως το κατώφλι του περάσματος. Μιλά παθιασμένα για τη σχέση με τον ανίατο ασθενή, για το άγγιγμα, την απτική σχέση, για την ντροπή του ρημαγμένου σώματος, για τη συμφιλίωση, την παραδοχή, το ειρηνικό και ανεπαίσχυντο τέλος.
«Είμαι το βλέμμα του άλλου»: η περαματάρισσα Ντ’ Ενεζέλ ανακαλεί τον Λακάν, για να θεμελιώσει και θεωρητικά ό,τι της διδάσκει καθημερινά η σχέση της με τον θάνατο του άλλου. Ο άλλος σβήνει εν ειρήνη καθώς καθρεφτίζεται στη συμπόνια και την αποδοχή, όταν δεν αντικρίζει θυμό, αποστροφή ή αδιαφορία. Και η μοίρα μας είναι κοινή: Προστατεύοντας τον ετοιμοθάνατο, προστατεύουμε τον εαυτό μας, λέει η Ντ’ Ενεζέλ. Εκκινώντας από την πραγματικότητα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης, από τον εκμηχανισμό της ιατρικής, φτάνει στη ρίζα της ανθρωπινότητας: πώς αναμετριόμαστε σήμερα με τη φθορά και τον θάνατο.
Από άλλη αφετηρία, στο «Δρόμο της αγάπης» η φιλόσοφος Ιριγκαρέ, πλησιάζει στο ίδιο τέρμα: στον άλλο. Αναζητεί τον δρόμο προς το ξέφωτο του Χάιντεγκερ, δρόμο πάντα κρυμμένο και πάντα φανερό. Η Ιριγκαρέ γράφει σαν σοφός, όχι σαν ακαδημαϊκός· χωρίς υποσημειώσεις και παραπομπές, μα και χωρίς ευκολίες, πυκνά, με απαιτήσεις. Στοχάζεται τη γλώσσα ως άγγιγμα, ως γέφυρα με τον άλλο: «Για να υπάρχει ανταλλαγή, είναι ουσιώδες ο άλλος να μας αγγίζει, ιδίως μέσω των λέξεων…»
Βασιζόμενη στον Χάιντεγκερ και τον Λακάν, η Ιριγκαρέ ακτινογραφεί τη διαφορά, τη μοναδικότητα, τη σχέση, τη ζωή ως θαύμα: «Η ταυτότητα του ανθρώπου δεν προϋποθέτει μια μάλλον ή ήττον καλυμμένη σχέση του ίδιου με τον εαυτό του… Υποδηλώνει τη σχέση του ίδιου με τον άλλο». Η κριτική της προς τον κυρίαρχο σήμερα εργαλειακό ατομικισμό θυμίζει τον πλατωνικό Φαίδρο, όπου ο Σωκράτης αναζητεί διδάγματα στους εν τω άστει ανθρώπους.
Ψαύει την «καταυγάζουσα χάρη της αγάπης», σαν φωτοσκίαση: «Η αγάπη ανοίγει έναν τόπο καταφυγής και στοχαστικής συγκέντρωσης. Προϋποθέτει την ικανότητα για άφημα όσο και για πλάσιμο. Και την αποδοχή ενός μοιράσματος ανάμεσα στη σκιά και το φως».
Υμνεί, κι αυτή, το άγγιγμα: «Το άγγιγμα επιτρέπει την επιστροφή στον εαυτό, στην κατοικία του οικείου φωτός. Αλλά επίσης πηγαίνει να συναντήσει τον άλλο, φωτισμένο-φωτεινό, ξεχειλίζοντας τον δικό του κόσμο, προκειμένου να γευτεί μια άλλη φωτεινότητα. Προκειμένου να δώσει και να λάβει αυτό που φωτίζει τους θνητούς στο μονοπάτι τους».
Να, ο άνθρωπος σκέφτεται τον εαυτό του: σαν μοναδικό έργο τέχνης και όχι σαν εργαλείο.
22 Σχόλια
Comments feed for this article
2 Δεκεμβρίου 2007 στις 5:44 μμ
thas
Υπερασπιζόμαστε το ένα αλλά είμαστε στραμμένοι στο άλλο. Δεν διαθέτουμε πόρους-περάσματα, οπότε η α-πορία είναι η φυσική μας στάση. Διαρκώς δίβουλοι και δίψυχοι. Εκκρεμείς. Η Νοσταλγία του Ταρκόφσκι είναι η εσωτερική βιογραφία μας.
(συντονίζομαι απολύτως με το πνεύμα και το γράμμα του κειμένου σου)
2 Δεκεμβρίου 2007 στις 9:33 μμ
anasthe
Χμμ, τι θα αγοράσω άραγε τα Χριστούγεννα για να διαβάζω το χειμώνα; Πάντα τέτοια φίλτατε.
3 Δεκεμβρίου 2007 στις 8:42 πμ
vassilip
αγαπητε Ξυδακη
επιτρεψτε μου μια ενσταση: ταυτιζετε τον κοινο νου (common sense) με την εργαλειακη λογικη ωστε να δικαιωσετε παρακατω την μεταμοντερνα οντολογια του Λακαν και λοιπων στρουκτουραλιστικων γραφιαδων. φοβαμαι τα πραγματα δεν ειναι ετσι.
ο κοινος νους, ξερετε καλυτερα απο μενα, ειναι κεινη η μη-ιδιωτικη (προ-αστικη) εμπειρικη σοφια (όπου ‘σοφια’, η κοινα βεβαιωμενη εμπειρια της ‘φυσης’ των πραγματων) που εκανε την ζωη της γιαγιας μου και της γιαγιας σας ειρηνικη και διαλογικη.
χωρις αυτον η σχεσεις ειναι καθαρη βια. (δεν ειναι δω ο τοπος και ο χρονος να ανοιξουμε το κεφαλαιο ‘πολιτικες διαστασεις του στρουκτουραλισμου’.)
ο κοινος νους ειναι το ταπεινο χωμα που αναγκαια προϋποτιθεται για να φυτρωση και να ανθιση η–λογικη–σχεση των προσωπων.
και βεβαια, καθε αλλο παρα στεγνος και αγευστος του μυστηριου ειναι. τ’ αναποδο, αυτος ηταν παντα η λαϊκη (αρα και …ασφαλης) διατυπωση του αρητου.
σχωρατε με
καλη συνεχεια
/βψ
3 Δεκεμβρίου 2007 στις 10:46 πμ
tks
σαν δευτερέυουσα παρατήρηση επίσης στη πραγματικότητα ο μαρξισμός ακόμα περισότερο από τον καπιταλισμός «αντηχεί τη λατρεία του … ως μόνης δυνατότητας οργάνωσης του υλικού και του φαντασιακού.» – και τα δύο ρεύματα σκέψης – προερχόμενα από τον διαφωτισμό εντελεί – προκρίνουν τον τρόπο σκέψης που περιγράφεται στις πιο «ακραίες» μορφές τους.
4 Δεκεμβρίου 2007 στις 9:23 πμ
nikoxy
@ vassilip:
E, όχι και μεταμοντέρνος γραφιάς ο Χάιντεγκερ… Ούτε καν ο Λακάν.
Και ο στρουκτουραλισμός πρόσθεσε τρόπους να βλέπουμε τον εαυτό μας και τους πολιτισμούς, τις ετερότητες.
Δεν δοξάζω απροϋπόθετα το λαϊκό. Στήνει κι αυτό τις δικές του τυραννίες.
Λαικό και παράδοση με ωφελούν εφόσον τα επανευρίσκω και τα αναδομώ στον χρόνο μου, φτιάχνω το εκάστοτε ζων λαϊκό — αυτή η σχέση με την παράδοση είναι ρωμαντισμός. Γι’ αυτή την παράδοση, την επανενεργοποιημένη, και όχι ιζηματοποιημένη, μίλησαν και ο Χούσερλ και ο Χαιντεγκερ.
Η τυφλή αποδοχή είναι ευσέβεια. Και στειρότης.
Εν πάση περιπτώσει δεν ταυτίζω τον καθημερινό κοινό νου με τον εργαλειακό λόγο. Ισως δεν εκφράστηκα επακριβώς.
4 Δεκεμβρίου 2007 στις 9:40 πμ
nikoxy
@ tks:
Mαρξισμός δεν είναι μόνο το εργαλειακό υποκατάταστό του που επεκράτησε εκείθεν του Σιδηρού Παραπετάσματος.
Στο ευρύ ρεύμα του μαρξισμού περιέχονται πολύ διαφορετικές σκέψεις: Από τους συμβουλιακούς Πανεκούκ και Κορς, έως Χορκχάιμερ, Αντόρνο και Μπένγιαμιν, έως Καστοριάδη και Ντεμπόρ.
4 Δεκεμβρίου 2007 στις 10:14 πμ
tks
αν και ανοίγει παράλληλη συζήτηση ο μαρξισμός όπως εκφράστηκε πρωταρχικά και κύρια, φαντάζει ως μια απόπειρα νευτώνειας μηχανικής στον κοινωνικό και οικονομικό χώρο, με τρόπο μάλιστα πολύ πιο ορθολογικό και ντετερμινιστικό από οποιοδήποτε ανάλογο του καπιταλισμού.
Σε αυτή την βασική (και πρωταρχική χρονικά) θεώρηση αναφέρομαι και όχι σε όλο το ρεύμα που προφανως μπορεί και ενσωματώνει και μεταγενέστερους προβληματισμούς.
4 Δεκεμβρίου 2007 στις 11:42 πμ
nikoxy
@ tks:
Tα μαρξικά Χειρόγραφα 1844 (που επηρέασαν σφόδρα τους προειρηθέντες) δεν είναι δα και τοοόσο μηχανική…
Εγελιανά ναι, αλλά μηχανικά και ντετερμινιστικά, μάλλον όχι.
Τα περί φετιχιστικού χαρακτήρας του εμπορεύματος, μάλιστα, σαν να προϋποθέτουν όλο τον φροϋδομαρξισμό.
Αλλά πράγματι ανοίγει μια άλλη συζήτηση: περί πρόσληψης της μαρξικής σκέψης.
4 Δεκεμβρίου 2007 στις 11:46 πμ
alberich
@tks
Πράγματι ο Μαρξισμός θεμελιώθηκε -κατά το πνεύμα της εποχής του- στην μεταμφίεση ενός ηθικού αιτήματος -ενυπάρχοντος στο πνεύμα του ουμανισμού- σε ιστορική αναγκαιότητα.Αυτό δεν απαξιώνει το ηθικό αίτημα.
@nikoxy
Τα της Ενεζέλ μου θύμισαν μια ανατριχιαστική φράση του Χάιντεγγερ -από το Hölderlins Hymne «Der Ister»- ως προς το τί βίωνε ο Γερμανός στρατιώτης που έχει διαβάσει Χέλντερλιν μπροστά στο θάνατο (χωρίς να διευκρινίζει αν εννοεί το θάνατο του συντρόφου ή του θύματος).
Για την Ιριγκερέ,όπως και για τον Λακάν, έχω μια κακή γνώμη -η δυσκολία ενός λόγου πολλές φορές οφείλεται στο ότι είναι nonsensial.Μεταξύ άλλων έχει πει ότι o τύπος του Αινστάιν είναι σεξιστικός, διότι «προκρίνει» την ταχύτητα του φωτός έναντι άλλων ζωτικών ταχυτήτων, και ότι η ρευστοδυναμική αδυνατεί να διερευνήσει επαρκώς τις τυρβώδεις ροές, επειδή είναι ανδροκεντρική -ήτοι ενδιαφέρεται για στερεά άκαμπτα και γωνιώδη, αγνοώντας τις καμπύλες και τα υγρά που είναι -κατ’ αυτήν- χαρακτηριστικά του θηλυκού.
Για τον Ταρκόφσκι αντίθετα έχω την καλύτερη δυνατή γνώμη, γιατί η εντιμότητα, η «δυσκολία» και η προσωπική του συμμετοχή στα ερωτήματα που πραγματεύεται, είναι φανερή και πανταχού παρούσα στο έργο οτυ.
4 Δεκεμβρίου 2007 στις 2:51 μμ
nikoxy
@ ALBERICH:
Καλά, αυτά της Ιριγκαρέ περί θηλυκής τυρβώδους ροής, ναι, είναι στο όριο του γελοίου ― παρότι συμφωνώ ότι τα υγρά και οι καμπύλες προφανώς είναι «θηλυκά».
Εν πάση περιπτώσει, πάντως, ο λόγος για τον άλλο, για την κατορθωμένη προσέγγιση, τη δύσκολη σχέση, για μια οντολογία του είναι-ως-σχέση, με γοητεύει και με ερεθίζει.
4 Δεκεμβρίου 2007 στις 3:19 μμ
alberich
Εν τέλει κι εγώ θεωρώ ότι η διερεύνηση του ανθρώπινου είναι -και μάλιστα στην οριακή συνθήκη του θανάτου- καθώς και στη σχέση του με το άλλο ανθρώπινο είναι, αποτελεί ίσως τη μόνη μη μάταια απόπειρα για μια οντολογία του είναι, αν υποθέσουμε ότι ,ως ανθρώπινα όντα,θέτουμε σωστά τους αντίστοιχους ορισμούς και τα ερωτήματα, και είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τις απαντήσεις.
4 Δεκεμβρίου 2007 στις 9:28 μμ
vassilip
αγαπητε Ξυδακη
(α) καταλαβαινω (νομιζω) την διαμαρτυρια σας για τον ακομψο χαρακτηρισμο των Χαιντεγκερ και Λακαν σαν ‘μεταμοντερνους γραφιαδες’. πραγματι χρονολογικα και αυστηρα ακαδημαϊκα ειναι προ-μετα-μοντερνοι. ομως τοσο το πνευμα που καθοδηγουσε τον νου τους (μιλω για την αγωνια να καθαιρεθη το ασηκωτο βαρος του Εγελου, και αλλα, και αλλα), οσο και το πνευμα που κληρονομησαν στους ‘μεταμοντερνους γραφιαδες’ (σχωρατε μου την επιμονη στο ‘γραφιαδες’ — εχει το νοημα της, αλλα δεν ειναι δω ο τοπος για παραπανω κουβεντες) τους κανει ‘μεταμοντερνους’.
(β) ποιος αρνειται την προσφορα του στρουχτουραλισμου στον αγωνα της συνειδησης για κατανοηση; ομως εδω μιλαμε για τις πολιτικες του διαστασεις (επακολουθα) και την βια τους.
(γ) συμφωνω οτι ειναι (καταντησε) επικινδυνη η χρηση του ορου ‘λαϊκο(ς)’. (εδω εφτασα να χαρακτηριστω απο σας … ‘ρωμαντικος’.) ομως τι να κανουμε; πρεπει καθε μας κουβεντα (και μαλιστα τετοιου ηλεκτρονικου κι απροσωπου τροπου σαν των ιστολογιων) να την συνοδευουμε με ενα μικρο εννοιολογικο δοκιμιο; λεει κατι αυτο για την ‘μεταμοντερνα’ μας γλωσσικη κατασταση; τι σοϊ ‘ριζωμα’ και δαυτο.
τελος παντων. λαϊκο λεω το σωμα κεινο που, περα απο την μαζα-οχλο του ολοκληρωτισμου και την ατομικιστικη διασπαση του αστισμου, σαν συλλογικο προσωπο παραγει πολιτικη (οπως ο Αριστοτελης, ή η Αρεντ, ή η Βεϊγ), εμπειρια (οπως ο Αγκαμπεν) και γλωσσα-ποιηση (οπως ο Μπενγιαμιν, ή ο Μπαχτιν, ή ο Γρηγοριος Νυσσης).
ομως,
ισως τελικα ειναι οπως τα λετε, να ειναι ‘ευσεβης στειροτης’ να πιστευη κανεις (δηλαδη εγω) στην φυση σαν προϋποθεση της σχεσης και να βλεπει στις ‘οντολογιες της σχεσης’ την μητρα του νεου (τελικου;) ολοκληρωτισμου και της βιας χωρις ορια.
σας ευχομαι καλη συνεχεια στην γονιμη απορια σας (κι αυτο δεν ειναι Ντεριντα-ειο)
/βψ
4 Δεκεμβρίου 2007 στις 10:10 μμ
nikoxy
@ ΒΨ:
Mε το (γ) του σχολίου σας, νομίζω συνεννοηθήκαμε κάπως. Ηρθαμε στα ίσια μας…
Βεβαιως δεν βάφτισα εσάς ρωμαντικό. Μάλλον διευκρίνισα μια δική μου πρόσληψη/εννόηση του ρωμαντισμού.
Πολλώ μάλλον, δεν θα μου περνούσε απ’ τον νου να σας αποκαλέσω ‘ευσεβή στείρο’. Ενα ρητορικό δίπολο έστησα για να δείξω τη δική μου αντίληψη του λαϊκού και της παράδοσης.
Είπαμε ήδη, το (γ) μάς ισιώνει…
6 Δεκεμβρίου 2007 στις 2:38 μμ
ilias
alberich
στη μετα τον Νίτσε εποχή που η αλήθεια διαχωρίζεται από το νόημα τίποτα δεν μένει ανεπηρέαστο. ίσως ούτε και η ταχύτητα του φωτός.. σύμφωνοι ο άνθρωπος στο σκοτάδι μπορεί πάντα να ανάψει ένα κερί για τον εαυτό του.
Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που το σκοτάδι ΄΄φαίνεται΄΄ περισσότερο;
Στο Σολάρις του Ταρκόφσκι, οι αστροναύτες παίρνουν παραισθησιογόνα για να μετρήσουν την πραγματικότητα…
6 Δεκεμβρίου 2007 στις 4:25 μμ
alberich
Ηλία
Εγώ δέχομαι ότι το νόημα που αποδίδει ο άνθρωπος στον κόσμο είναι εξ’ ολοκλήρου μια ανθώπινη κατασκευή -μια παραίσθηση αλλά λίγο ως πολύ μια κοινή παραίσθηση.Η Ιριγκαρέ λέει ότι η εικόνα του κόσμου που δίνει η επιστήμη είναι κοινωνικά κατασκευασμένη και απηχεί σχέσεις κυριαρχίας και αποκλεισμού.Αυτό το θεωρώ ελάχιστα πιθανό.
Από κει και πέρα έχω τα ίδια αναπάντητα ερωτήματα με όλους.
7 Δεκεμβρίου 2007 στις 12:50 πμ
ilias
όχι ότι εγώ έχω τα απαντημένα ερωτήματα αλλά με βασανίζει εκείνη η παράγραφος από το ΄΄Λυκόφως των ειδώλων΄΄ (κι αν μπορείτε κάντε κάτι) που λέει: ΄΄Τον αληθινό κόσμο τον εξαλείψαμε, ποιος κόσμος μένει τώρα;
Μήπως ο φαινομενικός; Μα όχι μαζί με τον αληθινό κόσμο εξαλείψαμε και τον φαινομενικό.
7 Δεκεμβρίου 2007 στις 8:29 πμ
alberich
Αν συνέβη αυτό που λέει ο Νίτσε -το χάσιμο της επαφής με τον αληθινό κόσμο- συνέβη πολύ παλιότερα απ’ ότι το τοποθετεί.Τώρα για τον φαινομενικό, είπα πιο πάνω πως θεωρώ ότι όσο κατακερματισμένος κι’ αν εμφανίζεται ,είναι ο κοινός μας φαινομενικός κόσμος.
Ρίξε μια ματιά σε αυτή την πρόσφατη οντολογική αναζήτηση.
7 Δεκεμβρίου 2007 στις 11:53 πμ
ilias
Ευχαριστώ για το λινκ αν και δεν πρόκειται για οντολογική αναζήτηση αλλά για μια μαθηματική προσομοίωση κάποιου ή κάποιων παλαιότερων μοντέλων οντολογίας. Η εξαφάνιση του φαινομενικού κόσμου μετά τον αληθινό άλλωστε συνέβη κυρίως εντός της γλώσσας , διαχωρίζοντας εκεί την αλήθεια με το νόημα. Το μαθηματικό οντολογικό μοντέλο που λέτε είναι μια ακόμα κειμενική αφήγηση και η αλήθεια του δεν έχει νόημα.
7 Δεκεμβρίου 2007 στις 12:39 μμ
alberich
Η τελευταία διατύπωσή σας μπορεί να εφαρμοστεί και σε αυτό που μόλις είπατε, και το τέχνασμα που πρότεινε ο Ντερριντά δεν αποτελεί διέξοδο, αλλά μάλλον οδηγεί σε μια fractal διαδικασία, οπότε, εγώ τουλάχιστον, περιμένω τα από δω και πέρα.
7 Δεκεμβρίου 2007 στις 5:07 μμ
ilias
Δεν γνωρίζω αν είναι τέχνασμα του Ντεριντά συγκεκριμένα ,αλλά αν το λες.
Καταλαβαίνω βέβαια την ατέρμονη εξέλιξη της εφαρμογής του παντού αλλά υπάρχει μια διαφορά , αυτό που είπα δεν αξιώνει θέση γενικής θεωρίας και έτσι η εφαρμογή επάνω του δεν έχει ΄΄θεαματικά αποτελέσματα΄΄, ενώ αντίθετα αν εφαρμοστεί στο μαθηματικό μοντέλο σας , που έχει τέτοια αξίωση , προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Κάτι αντίστοιχο άλλωστε ήταν και η κριτική του Βιτγκενστάιν στη θεωρία των συνόλων του Ράσελ από ότι θυμάμαι. Τα από δω και πέρα είναι μάλλον υπόθεση ανεύρεσης τρόπου απεικόνισης των ΄΄ανωμαλιών΄΄ που προκαλούνται μετά την εφαρμογή.
Αυτός θα ήταν μαθηματικός τρόπος;
7 Δεκεμβρίου 2007 στις 6:19 μμ
alberich
Ανέφερα τον Ντερριντά γιατί η κουβέντα μας μου θύμισε τη φράση «δεν θα μπορούσαμε να υποβάλλουμε ένσταση κατά του λόγου παρά μόνο σ’ αυτόν.Δεν μας αφήνει στο πεδίο του, παρά μόνον την προσφυγή στο στρατήγημα (την αποδόμηση)».
Το μοντέλο δεν το παρουσίασα ως ικανοποιητική απάντηση σε οτιδήποτε.Απλώς το βρήκα σχετικό με την συζήτηση για τον αληθινό και τον φαινομενικό κόσμο
in those structures complex enough to contain self-aware substructures (SASs), these SASs will subjectively perceive themselves as existing in a physically «real» world
Αν μιλάμε για το Tractatus, o Russell στην εισαγωγή λέει:»Οι ολότητες για τις οποίες ο W. υποστηρίζει πως είναι αδύνατο να μιλάει κανείς γι’ αυτές λογικά, θεωρούνται παρ’ όλα αυτά από τον ίδιο υπαρκτές και αποτελούν το αντικείμενο του μυστικισμού του.Η μόνη αντίκρουση σ’ όλα αυτά είναι να αρνηθεί κανείς πως υπάρχουν τέτοιες ολότητες.»
Εσείς αναγνωρίζετε σαν ενδεχόμενο το να είναι η γλώσσα -με κάποια στοιχειώδη μορφή σαν τη γλώσσα μηχανής – αναπόδραστη α πριόρι κατάσταση για τα self-aware substructures σαν εμάς, ή είστε βέβαιος για την ύπαρξη κάποιας προγλωσσικής κατάστασης?
8 Δεκεμβρίου 2007 στις 3:24 μμ
ilias
Βέβαιος δεν είμαι, αλλά υποψιασμένος για ένα προγλωσσικό επίπεδο με αντίστοιχες (SASs), είμαι. Αντίστοιχα μιλάει και ο Ντελέζ (desiring machines, abstract machines) , φυσικά τα πλαίσια αναπαράστασης αλλάζουν και μαζί αλλάζει και η πιθανότητα σύμπτωσης των νοημάτων. Για κάτι όμως που είμαι πια σχεδόν βέβαιος είναι πως καμία γνωστική discipline δεν μπορεί να είναι αυθεντία και να βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας. Χρειάζεται συνεργασία.