― Πού πας καημένε; Το μάτι σπίθιζε, ειρωνικό ήδη.
― Μ’ έχουν καλέσει να φάμε να τα πούμε, δίστασα.
― Πού;
― Στην ταβέρνα Φ. ― οπισθοχωρούσα βήμα-βήμα.
― Α! Στα τηγανόλαδα!
― Παρντόν;
― Στα τηγανόλαδα, βρε! Στα νεοταβερνεία σε τρέχουν, με τα τηγανιτά προκατατεψυγμένα, με το χύμα κρασί το τανικό, με τα γιουβετσάκια και τα σαχανάκια… Τι θα πιεις εκεί, βρε γκουρμέ; Και τι θα φας, στομαχικέ; Θα βογγάς ολονυχτίς απ’ τις καούρες!
Κλονίστηκα. Η παρέα ήταν εκλεκτή, αλλά το ταβερνείο πρόβαλλε τώρα απειλητικό για τη χρόνια γαστρίτιδα, την οισοφαγίτιδα και τον ουρανίσκο μου μαζί. Ράγισε ο γκουρμές εντός μου. Αλλά επρόκειτο για πρόσωπα αγαπημένα, αδύνατον να κάνω πίσω. Πήγα.
Το κρασί ήταν το γνωστό ακαθόριστο ερυθρό σε πήλινα κανατάκια, τανικό και κουρασμένο. Το λευκό, ελαφρώς οξειδωμένο, σερβιριζόταν χλιαρόθερμο σε θερμοκρασία δωματίου, 25 βαθμούς…Το φαγητό… Το φαγητό στις νεοταβέρνες της επικράτειας επηρεάζεται κυρίως από δύο παράγοντες: μια σταθερά και μια μεταβλητή. Η σταθερά είναι οι κατάλογοι των προμαγειρευμένων βαθείας καταψύξεως: το φαγάκι πάει από τη βαθεία στον φούρνο ή στον microwave κι από κει στο τραπέζι. Εξ ου και οι πληθωρικοί κατάλογοι εδεσμάτων σε μαγαζιά με λιλιπούτειες κουζίνες και σκιώδεις ή ανύπαρκτους μαγείρους.
Η μεταβλητή είναι το κόνσεπτ του μαγαζιού. Τι μαγαζί είναι; Κουλτουριάρικο; Αλτέρνατιβ; Μικρομεσαιοψαγμένο; Νεορουστίκ; Μάντρα του Αττίκ; Ολα μαζί; Το κόνσεπτ διαμορφώνει το ντεκόρ του χώρου και εν μέρει το μενού: παστέλ ή πλακάτα χρώματα, ψευδοροφές και γύψινα (ευτυχώς μπαίνει και κανένας καλός εξαερισμός), κανα αγκρίκολα στοιχείο στους τοίχους ανέμελα ριγμένο να υπαινίσσεται το χωριό στον έπηλυ θαμώνα, και φωτισμοί είτε της τσίμπλας είτε ανατομείου.
Aπό τον καιρό που ο Δειπνοσοφιστής περιέγραφε βιτριολικά την ταβέρνα με το ψυγείο τοτέμ, τη ρώσικη-με-πέτσα, την ασβεστολιθική φέτα, τα μαραμένα μήλα και το βιβλιάριο ενσήμων ΙΚΑ μέσα στο ψυγείο, έχουν αλλάξει πολλά. Το ασυνάρτητο νεοταβαρνείο δεν έχει βλοσυρό ψυγείο, έχει πάσο-μπαρ· δεν έχει τζουκ-μποξ, έχει δορυφορικά ηχεία στις ψευδοροφές. Αλλαξαν πολλά στο ντεκόρ, άλλαξε το επιπολής κόνσεπτ, δεν άλλαξε τίποτε σχεδόν στο φαί, στην πρωταρχική λειτουργία της ρημαδοταβέρνας.
Η μεταβλητή «κόνσεπτ» μετατόπισε απλώς τον ομφαλό του μαγαζιού: από το ψυγείο, στο σύμπλοκο καταψύκτης-microwave. Ο μετασχηματισμός αυτός εκφράζεται στο τραπέζει με πληθώρα ίδιων, απαράλλαχτων προκάτ εδεσμάτων, που υποδύονται ότι είναι ταυτοχρόνως παραδοσιακά-χωριάτικα και αστικά. Μυζηθροπιτάκια, σαχανάκια, γιουβετσάκια σφηνωμένα μέσα σε σπηλαιώδη πήλινα, μελιτζάνες (χειμώνα-καλοκαίρι) που κολυμπούν ύπτιο σε σκοτεινά λάδια. Προκάτ, προβλέψιμα, άνοστα (και ολέθρια για στομαχικούς).
Και το επιδόρπιο: γιαούρτι made in EU, από κουβά, με ταγκισμένα καρύδια και βουλγάρικο μέλι, ή παγωτό από κουβά. (Ωιμέ! Τέτοιο καϊμάκι παγωτό από κουβά, καθ’ ομολογίαν του σέφ, σέρβιρε προ τριετίας κορυφαίο ρεστωράν με αστέρι Μichelin…)
Τι είναι εντέλει το περιγραφέν γένος της Νεοταβέρνας; Είναι οι άνθρωποι που συχνάζουν εκεί· πάνε εκεί για να «βγουν», όχι για να φάνε. Δεν θέλουν να φάνε. Εξ ου η νεοταβέρνα δεν είναι ρεστωράν, δεν είναι μαγέρικο, δεν έχει κουζίνα, δεν έχει μάγειρα, δεν έχει επαγγελματίες σερβιτόρους, γενικά ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ. Ορίζεται αποφατικά. Και λατρεύεται από ευλαβείς νεοέλληνες, νεοαστούς, νεο-something, με συγκεχυμένη εικόνα της παράδοσης και ραγισμένη εικόνα εαυτού εν τω παρόντι χρόνω.
(Οι παρέες όμως… Πώς θερμαίνουν!)
8 Σχόλια
Comments feed for this article
16 Νοεμβρίου 2007 στις 11:23 πμ
Γεώργιος Χοιροβοσκός
Η Νεοταβέρνα εξυπηρετεί την αυτοπραγμάτωση ώς καταφατική φαγολογία.
Οι παρέες όμως… Πώς θερμαίνουν!
Yποκλίνομαι!
Υ.Γ. Να μας καλέσετε σπίτι σας για φαγητό… με κανένα τραχανά νηστίσιμο και βίνο σφούζο, μπάς και θερμανθούμε ανταλλάσοντας σκέψεις περί της Αγίας Τραπέζης, Αστειεύομαι:)
Δε φαντάζομαι να πεταχτεί απο πουθενά ο 17…κάτι Διαφωτιστής, και
να Διαμαρτυρηθεί Προτεστάντικα;-).
16 Νοεμβρίου 2007 στις 12:45 μμ
fvasileiou
Το ωραίο είναι ότι οι «Νεοταβέρνες» αντλούν τη ζεστασιά / θαλπωρή / επιτυχία / status / …τους μέσω μιας αφηρημένης αναφοράς σε ένα απροσδιόριστο παρελθόν. Στο δε μενού τους πολύ συχνά συμπράττουν η φαντασιακή προχειρότητα της παράδοσης με τη φτήνια μιας σύγχρονης αντίληψης περί υγιεινού φαγητού, δήθεν.
16 Νοεμβρίου 2007 στις 9:39 μμ
Κ.Κ.Μ.
θα ήθελα να το πω όσο πιο απλά γίνεται : ποτέ δεν ένιωσα τόσο θύμα όσο μέσα σε αυτά τα θυσιαστήρια
16 Νοεμβρίου 2007 στις 10:06 μμ
artfish
Πολύ εύστοχα γράφετε πως έχουμε ραγισμένη εικόνα εαυτού.
16 Νοεμβρίου 2007 στις 10:10 μμ
anasthe
Καιρό έχω να επισκεφτώ ταβέρνα. Τι γίνεται εκεί με τις αποδείξεις; Δίνουν με την πληρωμή του λογαριασμού από τον πελάτη ή δεν σηκώνουν αντίρρηση; Όχι τίποτε άλλο, ρωτώ μην τυχόν (κ,π,τ, ορθά έβαλα νι) πάω για φαγητό, ζητήσω απόδειξη και με περιλάβουν φουσκωτοί επειδή μπήκα εμπόδιο στις δουλειές τους. Με τους οδοντογιατρούς στην Αθήνα τι γίνεται όσον αφορά τις αποδείξεις; Ξέρουν να χειρίζονται καλάσνικοφ;
17 Νοεμβρίου 2007 στις 10:32 πμ
Sotiris Koukios
πολύ καλό και εύστοχο άρθρο αλλά και ισοπεδωτικό. Στην γειτονιά μου έσω 2 ταβέρνες που και μάγειρα έχουν και ανοιχτή κουζίνα για να βλέπεις τι μαγειρεύουν. Άρα το παρακάνουμε. Κυρίως αυτό που περιγράφεις είναι στις φοβερές trendy ταβέρνες που αφού πάτε καλά να πάθετε.
http://koukios.wordpress.com
24 Νοεμβρίου 2007 στις 5:00 μμ
no frost
Πλεονασμοί ..βορβορυγμών, ουκ ανδρός σοφού….
28 Νοεμβρίου 2007 στις 1:35 πμ
Θεοχάρης
πολύ μου άρεσε η οπτική γωνια αυτή. Μπραβο. Πολυ καλογραμμένο!