Ο Εσταυρωμένος πάνω σε ένα βομβαρδιστικό· ένα Σερβάκι κάνει ποδοσφαιρικά ζογκλεριλίκια με μια νεκροκεφαλή για μπάλα· χιλιάδες σκιτσάκια νεκρών στρατιωτών, μωσαϊκό αγγελτηρίων κηδείας· πορτρέτα στρατιωτών στο μέτωπο, από όλη τη διάρκεια του τρομερού 20ού αιώνα, έως σήμερα· τείχη αποκλεισμών και μίσους· κρεβάτια νοσοκομείων· βομβαρδισμένες πόλεις· ανατομία όπλων· λοξές ματιές στον φονταμενταλισμό· μνημονικές ανασυνθέσεις της ατομικής έκρηξης πριν από εξήντα χρόνια.
Ο πόλεμος είναι παρών στην 52η Μπιενάλε. Eντοπίζεται φανερός στους σκοτεινούς χώρους των παλαιών ναυπηγείων της θαλασσοκράτειρας, εντοπίζεται υπόκωφος κι αλλλού, αλλιώς. Και είναι παρών, με ποικίλα ενδύματα, σε όλες τις μπιενάλε των τελευταίων δέκα ετών, και κυρίαρχος στα Ντοκουμέντα του Κάσελ πριν από πέντε χρόνια και παρών στις σοβαρότερες μεγάλες εκθέσεις ανά τον κόσμο.
Δεν είναι μόδα, κάθε άλλο. Θυμόμαστε πάντα πώς εικόνισαν τη φρίκη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου οι Ευρωπαίοι, στη ζωγραφική, και στη λογοτεχνία, θυμόμαστε πάντα τον Γκέοργκ Γκρος, τον Οτο Ντιξ, τον Μαξ Μπέκμαν, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τη Νέα Αντικειμενικότητα που γέννησε ο πόλεμος των χαρακωμάτων. Θυμόμαστε πάντα τα σχέδια του Χένρι Μουρ από τους σταθμούς του λονδρέζικου μετρό, στον Β΄ Παγκόσμιο, όταν ο ήδη αντιηρωικός πόλεμος των μοντέρνων χρόνων είχε μετασχηματισθεί σε βομβαρδισμούς αμάχων. Και από την τέχνη του 20ού, που διαρκεί ακόμη, θα κρατούσαμε ένα έργο–ορόσημο, την Γκουέρνικα του Πικάσο.
Δεν είναι μόδα, ασφαλώς. Ανάγκη είναι. Η τέχνη δεν εικονογραφεί απλώς, δεν αναπαριστά μόνο, η τέχνη εκφράζει όσα ζούμε και όσα φοβόμαστε, μα και όσα δεν έχουν αναδυθεί ακόμη, κι ίσως γι’ αυτό τα φοβόμαστε περισσότερο.
Στο Παλάτσο Ντουκάλε της Βενετίας, πλάι στον σινεμασκόπ Τιντορέτο, βλέπεις τα όπλα της κραταιάς Γαληνοτάτης: τρομακτικά σπαθιά, πελέκια, χατζάρες, πανοπλίες, γάντζους, λόγχες, βλέπεις ακόμη και όργανα βασανισμού. Οι έμποροι και οι μαικήνες συνοδεύονται πάντα από τρομερούς stradioti, από σιδερόφραχτους πολεμιστές και μηχανές καταστροφής. Ο χρυσός αιώνας των Ολλανδών συμπίπτει λίγο–πολύ με την τεράστια συσσώρευση πλούτου από το δουλεμπόριο: τα καράβια τους μετέφεραν σκλάβους από τη Δυτ. Αφρική στην Αμερική. Ο περίφημος χρυσός των Ισπανών σωρεύθηκε με γενοκτονίες γηγενών της Νέας Γης. Και τα λοιπά και τα λοιπά. Η βία, ο πόνος, η εξολόθρευση του άλλου είναι η σκάλα προς την κυριαρχία· προς τη συσσώρευση πλούτου, αλλά και προς τη συσσώρευση υψηλού πολιτισμού. Αν προσεγγίσεις ηθικολογικά αυτή τη δυναμική σχέση πολέμου και ανέλιξης πολιτισμών, κινδυνεύεις να μην καταλάβεις τίποτε από τις περίπλοκες, μη γραμμικές τροπές της ιστορίας.
Ας γυρίσουμε στην αφετηρία. Ο πόλεμος δεν είναι εφήμερη μόδα στην τέχνη, είναι από τα θεμελιώδη της θέματα. Πώς τον είδαμε στην 52η Μπιενάλε, τη μεγαλύτερη έκθεση του κόσμου; Τον είδαμε να εκφράζεται με έργα πικρά, γεμάτα σκεπτικισμό και θλίψη, γεμάτα πένθος, κάποτε με στυφή ειρωνεία, σπάνια με οργή. Συχνά νιώσαμε από κάτω την ήττα, μια παραδοχή αδυναμίας απέναντι στον χείμαρρο του πολέμου, λες και αντιμετωπίζουν τον πόλεμο σαν φυσικό φαινόμενο, αναπότρεπτο, σαν χαλάζι που πίπτει επί των κεφαλών δικαίων και αδίκων.
Να, μια μετατόπιση σημερινή: από το πολιτικό στο υπαρξιακό. Ακόμη και η δραματική περφόρμανς της Σέρβας Μαρίνας Αμπράμοβιτς, το 1997, όταν έτριβε βουνό ματωμένων κοκκάλων με τη βούρτσα και σιγοτραγουδούσε, καθώς η πατρίδα της βυθιζόταν στον εμφύλιο και τον θάνατο, η δράση της, το έργο της, έφερε οργή μαζί με την απελπισία, έφερε εκδραμάτιση, ήταν κραυγή, όχι μόνο θρήνος. Οπως ακριβώς τα έργα των Γερμανών μετά τα σφαγεία του Α΄ Πολέμου.
Στα περισσότερα σημερινά έργα της Μπιενάλε, τα έργα φέρουν μια ενδοβολημένη θλίψη, είναι σχόλια επί του σφαγείου, δεν είναι κραυγή –απόγνωσης, έστω– κατά του σφαγείου, είναι σιωπηρή αποδοχή της μοίρας. (Δεν κρίνουμε εδώ, παρατηρούμε.) Ακόμη κι αν δεχτώ ότι υπήρχε ένα τέτοιο φίλτρο κατά την επιλογή τους, τα έργα αυτά, τα θλιμμένα, πονεμένα και ηττημένα, είναι οπωσδήποτε ειλικρινή και καίρια. Θρηνούν την απολεσθείσα αθωότητα του μεταπολεμικού κόσμου, γεωγραφούν το ταραγμένο πρόσωπο του πλανήτη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, ζωγραφίζουν την εποχή της διαρκούς επισφάλειας, μοιρολογούν τη διάψευση μιας θεμελιώδους παραδοχής: της καντιανής Αιώνιας Ειρήνης, που ράγισε.
Ναι, τα έργα αυτά κάτι βαθύ μας λένε για τον καιρό μας, για μας.
Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 17.06.2007
3 Σχόλια
Comments feed for this article
22 Ιουνίου 2007 στις 9:31 πμ
****
Animae Tristae δεν λες τίποτα… Η πολιτική έχει γίνει ένα υπαρξιακό ζήτημα πράγματι άλλα όχι αρκετά, όχι ακόμα τουλάχιστον. Και ο πόλεμος να μην υπήρχε, η θλίψη θα ήταν παρούσα: η ελευθερία χάνει έδαφος αντί να κερδίζει, η ελεύθερη οικονομία μαζί με μία επίφαση δημοκρατίας έχει γίνει εργαλείο για την εγκαθίδρυση ολοκληρωτικών καπιταλιστικών καθεστώτων ( Ρωσία, Κίνα κλπ), η θρησκοληψία μας απογυμνώνει από την ιδιότητα του πολίτη και μας καταξεφτυλίζει μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Ευτυχώς που υπάρχει και ο πόλεμος δηλαδή γιατί αλλιώς αν σε ρωτούσαν γιατί κλαις, δεν θα’χεις τί να πεις.
Ίσως αν πολιτική γινόταν πραγματικά υπαρξιακό ζήτημα αλλά και τα υπαρξιακά ζητήματα είναι πολυτέλεια των χορτάτων.
Δεν υπάρχει ελπίς, τελείωσε.
22 Ιουνίου 2007 στις 9:50 πμ
Ασμοδαίος
Δε συμμερίζομαι την απαισιόδοξη οπτική σας σε αυτό το ζήτημα. Ο Καντ ορίζει μία σειρά απο προϋποθέσεις που, εάν πληρωθούν, θα οδηγήσουν στην Αιώνια Ειρήνη, μία από τις οποίες είναι και η επικράτηση της ρεπουμπλικανικής διακυβέρνησης. Πράγματι, ποτέ δύο φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν έχουν διεξάγει πόλεμο μεταξύ τους. Επί των ημερών μας γίνονται σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση και ήδη σε ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου (Ευρωπαϊκή Ένωση) ο πόλεμος αποτελεί μακρινή ανάμνηση του παρελθόντος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των ημερών :το Κοσσυφοπέδιο. Κάποιες δεκαετίες πριν, θα αποτελούσε σίγουρα αιτία έκρηξης ενός ακόμη πολέμου. Σήμερα, οι «υπερδυνάμεις» ακονίζουν μόνο τα διπλωματικά τους όπλα. Ίσως, η πρόοδος δεν είναι ικανοποιητική, αλλά οπωσδήποτε δε σημειώνεται οπισθοδρόμηση.
23 Ιουνίου 2007 στις 12:40 πμ
ilias
Μα πως γίνεται να είναι κανείς τόσο αφελής και την ίδια στιγμή να στήνει σαν εθελοντής το Waterloo του? Στ’ αλήθεια η επαρχιώτικη αντίληψη για την Καντιανή pax universalis και τα αποφάγια που περίσσεψαν απο το φαγοπότι των αυτοκρατοριών φαντάζουν τόσο σπουδαία?
LSD έπρεπε να μοιράζει ο Ν.Αλεξίου στο περίπτερο και όχι συμβολικές χειρονομίες /υποκατάστατα ,τουλάχιστον σαν υποβοηθητικά της άμεσης μνήμης. Σιγά μη και το Κοσσυφοπέδιο (και τα μοναστήρια του) μπήκαν σε πρόγραμμα συντήρησης. Στις πλατωνικές σπηλιές κατοικοεδρεύουμε και εκεί παίζεται το παιχνίδι.
Η αγωνία στη σπηλιά. Τι βλέπει κανείς έξω? Το σύνολο της ζωής σαν »αγαθά» και »θεάματα»,
πράγματα τυλιγμένα σαν εικόνες και εικόνες προς πώληση σαν πράγματα. (Σαν πλιάτσικο πολέμου στην συγκεκριμένη περίπτωση?) Εικόνες που θέλουν να εμφανίζονται σαν έπαθλα?
Και που επιπλέον διεκδικούν τον ρόλο του »κυρίου του παιχνιδιού» , ως εαν περί αυτού τελικώς επρόκειτο και δεν υπάρχει τίποτε άλλο? Απο σπηλιά σε σπηλιά οτι εμφανίζεται δεν είναι παρά η ίδια η αγωνία (the fucking digital logic) τόσο άγνωστη στους dealers όσο και στους επαρχιώτες αποδέκτες.
Τι σκατά βλέπει κανείς τελικά? Ότι οτιδήποτε μπορεί να έχει κάποια αξία, απλά και μόνο επειδή τυγχάνει ιεράρχησης? Αρουραίος στη δουλειά και άλογο ιπποδρόμου στην πολιτική? Και στην τέχνη? ‘Οπως στην οικονομία, ένα καζίνο? Μα και η ουτοπική δικαιοσύνη της μεταθάνατον ζωής είναι σικέ. Αυτός που πεθαίνει με τα περισσότερα παιχνίδια κερδίζει. No?
Pax universalis!!!