You are currently browsing the monthly archive for Μαΐου 2006.
Τι κάνουν τα κορίτσια του διπλανού γραφείου μετά τη δουλειά;
aka
[πού_πήγε_η_αγάπη;]
Μετά την εβδομάδα του «παρ’ ολίγον θερμού» επεισοδίου στο Αιγαίο, ιδού κάποιες ενδιαφέρουσες απόψεις-αναλύσεις:
- Το άρθρο-παρέμβαση του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπολου, στην Καθημερινή της Κυριακής. Εν τάχει: Στη Χάγη, για λύσεις στο Αιγαίο / Ο διμερής διάλογος απέτυχε – Άγονη η στήριξη Τουρκίας στην Ε.Ε. από την Ελλάδα.
- Ανάλυση του Σταύρου Λυγερού, στην Καθημερινή. Τίτλος: Φόβο και αμηχανία έδειξε άλλη μια φορά η Αθήνα. Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ αντιμετωπίζουν τα ελληνοτουρκικά με τον ίδιο τρόπο.
- Το ντιμπέιτ στο μπλογκ του Γ. Χοιροβοσκού, με αφορμή όσα έγραφε το 1998 ο πάντα επίκαιρος Παναγιώτης Κονδύλης. Τίτλος: Στρατηγικές Παράμετροι ενός Ελληνοτουρκικού Πολέμου.
Διαβάζονται όχι απαραιτήτως με την σειρά που παρατίθενται εδώ.
Οποιος υπήρξε έστω και ελάχιστα χεβιμεταλάς στην εφηβεία του, ασφαλώς θα γελούσε με τον θόρυβο που ξεσήκωσαν οι τερατοκιτσάτοι Φινλανδοί Λόρντι στον τελικό του Eurovision League. Και λογαριάζω ότι από τη δεκαετία του ’70 έως σήμερα πολλοί, πάρα πολλοί Ελληνόπαιδες άκουσαν μέταλλο στο οικιακό πικάπ, στο κασετόφωνο, στο στέρεο, στο γουόκμαν ή στο iPod.
Τα γραπτά απομεινάρια ενός θερμού διαλόγου
για το ρίζωμα της πατρίδας σήμερα,
με αφορμή το δημοψήφισμα
για το Σχέδιο Ανάν στην Κύπρο.
Γράφοντας για την εφημερίδα, ανακατεύω συχνά, συχνότατα, ξένες λέξεις, λατινογράμματες ή ελληνογραμμένες. Ισως παρασύρομαι από τη φόρα της καθημερινής αργκό, μάλλον το παρακάνω, μα τις περισσότερες φορές αυτή η κατάχρηση με βοηθά να πω ακριβώς αυτό που θέλω να πω. Η υιοθέτηση της μικτής αργκό με βοηθά να βάψω τον λόγο με τις φευγαλέες αποχρώσεις του προφορικού λόγου, να υπονομεύσω τις τρέχουσες σημασίες ή απλώς να τις μετατοπίσω, με εξυπηρετεί να περάσει αβίαστα στο γραπτό η πολύτροπη ανάσα της καθημερινότητας, μια αβληχρά ειρωνεία, ένα αδιόρατο κλείσιμο του ματιού. Απλουστεύω: Aφού μιλάμε έτσι, γιατί να μη γράφουμε έτσι;
[Δεν γράφουμε ακριβώς όπως μιλάμε – ξέρω, αλλά…]
Aπόψε η πόλη, η χώρα, η Ευρώπη, βλέπει μπάλα. Ενωμένοι, ομογενοποιημένοι, έχουν κανονίσει από μέρες τη σύνθεση της κερκίδας στο λίβινγκ–ρουμ. Πιτσαδόροι, ντελίβερι, σουβλατζήδες, βαρδιούχοι, παρακολουθούν λοξά, πεταχτά, σε μικρή τηλεόραση στο ράφι. Οι ταξιτζήδες αποσύρονται. Τα φωτισμένα παράθυρα στις πολυκατοικίες πάλλουν στον ίδιο ρυθμό. Τσάμπιονς Λιγκ, Euro, Μουντιάλ, η κατάνυξη αλλάζει πρόσημα, μα είναι πάντα παλλαϊκή.
Aπόψε όλος ο πληθυσμός λατρεύει την ίδια θεά. Αλλά σε κάθε οικιακή κερκίδα, σε κάθε καφενείο, η προσευχή συλλαβίζεται σε άλλη γλώσσα, με άλλες προσδοκίες.
Στο δυάρι της Κυψέλης, Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Πριν από μερικές ημέρες έλαβα μέρος σε μια δίκη. Ημουν μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη του Χρήστου Ιωακειμίδη, επιμελητή της έκθεσης Outlook, που παρουσίασε το βλάσφημο έργο του Τιερύ ντε Κορντιέ. Ο επιμελητής κατηγορήθηκε για δημοσιοποίηση άσεμνου έργου και για σκοπούμενη εξύβριση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Βρεθήκαμε φίλοι και γνωστοί, ποικίλων βαθμών οικειότητας, σε μια κοσμικοκαλλιτεχνική εσπερίδα. Νέοι, μεσήλικες, προφέσιοναλ, μιντιάδες, καλλιτέχνες, ολίγη ιντελιγκέντσια, ψηλόλιγνα κορίτσια. Οι έχοντες θάρρος αναγνωριζόμαστε κάπως έτσι: «καλώς τον μαϊντανό του γκλαμ», «μου την πέφτεις; μου έλειψες» «τι παίζει απόψε;» «ό,τι βλέπεις». Θραύσματα αυτογνωσίας με ολίγο σικ αυτοοικτιρμό. Καθώς τζακντάνιελς και τζιντόνικ δροσίζουν τη χλιαρή νύχτα, οι συζητήσεις αλλάζουν συνομιλητές, πηδούν από θέμα σε θέμα, κουτσομπολιά, πόζες, ψήγματα πολιτικής, συστάσεις, πώς πάνε τα παιδιά στο σχολείο, και αργά, στην ουρά και στο όρθιο, ερχόμαστε και στο προκείμενο: τέχνη σήμερα. Ποιος, πού, σε ποια συμφραζόμενα, με ποια απεύθυνση.
Οι λίγο-πολύ συνομήλικοι έχουν διολισθήσει σε άλλα· απομένω με καλλιτέχνες νεότερους, ορμητικούς, δραστήριους, γεμάτους ερωτήματα. Οι περισσότεροι φοράνε μαύρα, έχουν ξυρισμένα κεφάλια, δεν πίνουν ιδιαιτέρως, δεν καπνίζουν καθόλου. Μερικούς τους ξέρω από παλιά, από τα πρώτα τους βήματα στην καλλιτεχνική σκηνή. Μπορώ να πω ότι τους αισθάνομαι οικείους. Σύντομα βρίσκομαι ευχάριστα στριμωγμένος, να προσπαθώ να απαντήσω σε βροχή ερωτημάτων. Τα ευφυολογήματα δεν αρκούν. Προβάλλω μια εκτίμησή μου, μάλλον μια αίσθηση: Οι καλλιτέχνες πρέπει να ξαναθέσουν ζητήματα που θεώρησε ληγμένα ο μοντερνισμός: την αναπαράσταση, την αφήγηση, το κάλλος, το έμμορφο.
Βρισκόμαστε σε έναν από τους πιο «ιν» ναΐσκους της ποπ –τους προκαλώ– αλλά η τέχνη σας είναι εσωστρεφής, σαν να φοβάται την ανοιξιά και τα ρίσκα της ποπ, τη σκανταλιάρικη επιφανειακότητά της. Είσαστε σχεδόν-ποπ…, εγκλωβισμένοι στο γούστο των κιουρέιτορ και των συλλεκτών, με μια μικρούτσικη μα κρίσιμη υστέρηση ως προς τι παίζει «έξω». Και με προφανή υστέρηση ως προς το εγχώριο χρώμα, τους κραδασμούς της παράδοσης, τον κυματισμό της καθόλου κοινωνίας. Είμαι εμφανώς προκλητικός, αλλά οι συνομιλητές μου δεν τσιμπάνε το δόλωμα εύκολα. Συμφωνούν στις διαπιστώσεις, και παραθέτουν ήρεμα, ειλικρινά τις εμπράγματες απαντήσεις τους. Δεν τρέφουν ψευδαισθήσεις, ξέρουν ότι έξω από τον ποπ ναΐσκο μας, κανείς δεν τους ρωτά τι κάνουν, τι θέλουν να πουν, τι λέει αυτό που κάνουν. Αλλά τι να κάνουμε, να σταματήσουμε να δουλεύουμε; Οχι, ασφαλώς. Τους αναφέρω μια ατάκα του Αμερικανού μυθιστοριογράφου Πέρσιβαλ Εβερετ· ο μεταστρουκτουραλιστής συγγραφέας και πανεπιστημιακός συναντά τη γιατρό αδελφή του. Η σχέση τους είναι τεταμένη, σαν να μην τον παραδέχεται. Μέσα στο πολυτελές κονβέρτιμπλ, γυρνάει και του λέει ειρωνικά αλλά και ειλικρινά: Μπορείς να γράψεις κάτι που να το καταλαβαίνω;
Μπορείτε, βρε παιδιά, να κάνετε κάτι που να το καταλάβει ο «αμύητος» φίλος σας, η μάνα σας ακόμη; Χωρίς να είναι αναγκασμένοι να διαβάσουν ένα κατεβατό του κιουρέιτορ ή να είναι συνδρομητές του Frieze; Αυτό είναι ποπ… Η πρόκληση πέφτει σε καρπερό έδαφος: Αυτό θέλουμε… Ο ερμητισμός δεν μας οδηγεί ούτε στις μεγάλες συλλογές ούτε στο κοινό. Αλλά πώς να διαπεράσουμε τα μίντια, τον αφρό του θεάματος, τον καταιγισμό των διαφημιστικών εικόνων;
Γυρνάμε τη συζήτηση στις συναναστροφές, τις αλληλεπιδράσεις, τις παρέες. Γιατί δεν υπάρχει σήμερα η ώσμωση ζωγράφων, ποιητών, δικιμιογράφων, μουσικών, αρχιτεκτόνων, φιλοσόφων, κινηματογραφιστών, ψυχαναλυτών, που σφραγίζει εν πολλοίς όλα τα πρωτοποριακά κινήματα της νεωτερικότητας (τουλάχιστον); Γιατί, λ.χ., δεν βλέπουμε υπό αναλογία στη σημερινή σκηνή τις διαπιδύσεις της περίφημης γενιάς του ’30; Γιατί οι κατά τα άλλα εννοιακοί εικαστικοί δεν συναναστρέφονται, ή δεν γνωρίζουν καν, τους γραφιάδες ή τους κινηματογραφιστές ή τους τραγουδοποιούς της γενιάς τους; Γιατί το κειμενικό αλισβερίσι περί την εικαστική τέχνη διεξάγεται με όρους και κλισέ βρετανικών μάστερ μονοετούς φοιτήσεως;
Οι συνομιλητές μου συμφωνούσαν, χωρίς φυσικά να αναλαμβάνουν ακεραία την ευθύνη. Δεν την έχουν άλλωστε. Στην Ελλάδα σήμερα οι λόγιοι τρέχουν πίσω από μια θέση λέκτορος ή επίκουρου, οι καλλιτέχνες της βιομηχανίας –μουσικής, κινηματογραφικής…– στενάζουν στα γρανάζια της παραγωγής και της διανομής, οι συγγραφείς κυνηγάνε αλαφιασμένοι το μπεστ-σέλερ, οι ποιητές λοιδωρούνται, οι ζωγράφοι εκλιπαρούν για γκαλερί. Μόνο οι χαλκέντεροι, οι πεισματάρηδες και οι τυχεροί μένουν εντός πεδίου· οι περισσότεροι, συχνά και ταλαντούχοι, εγκαταλείπουν τη μάχη πριν τα τριάντα.
Παρά τις σκοτεινές διαπιστώσεις, δεν απαισιοδοξήσαμε. Πίναμε τα λιωμένα παγάκια, ο χώρος άδειαζε. Ο Δ. μου πέταξε μια σπόντα: Γιατί δεν γράφεις τόσο για τέχνη και ασχολείσαι με την πολιτική; Χμ, για πολιτική ή τέχνη συζητάμε τόση ώρα; Μήπως συμπίπτουν; Σχεδόν συμφωνήσαμε. Ο Π. χαμογελαστός μου πέταξε το τελευταίο: Θα γράψεις αυτά που είπαμε απόψε; Οπωσδήποτε. Οι άνθρωποι στην πόλη με διδάσκουν και όχι τα δέντρα…
Ενα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25.09.05
Του είχε πει του πράκτορα, να μη βγάλει εισιτήριο εφτά το πρωί. Σχόλασε μεσάνυχτα, ήπιε λαίμαργα τέσσερα ουίσκια με τον Δημήτρη, είδε κι ένα άνιμαλ πλάνετ, πήγε τρεις. Χτύπησε το ξυπνητήρι, το 'κλεισε, χτύπησε το κινητό, το 'κλεισε. Τα ξανάκλεισε δυο φορές. Την τρίτη φορά, ανασηκώθηκε ζαλισμένος και αφυδατωμένος. Ηταν παρά είκοσι. Το αίμα ανεβοκατέβηκε σαν έμβολο, είχε χάσει το πλοίο. Επεσε αποκαμωμένος.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
«Tι θέλει μια γυναίκα; Nα της ρίξεις ένα ζακετάκι στον ώμο… Aυτό θέλει».
Oταν είδα την ατάκα αυτή τυπωμένη στην «Kαθημερινή», προ καιρού, έμεινα πάνω της, για ώρα. Hταν ένα ρεπορτάζ της Mαρίας Kατσουνάκη για τις ταινίες γυναικών της ερχόμενης σεζόν – μια γυναίκα συνομιλούσε με γυναίκες σκηνοθέτριες που έκαναν ταινίες με γυναίκες για γυναίκες.
Tο συγκλονιστικά απλό ζακετάκι της ταινίας «Θα το μετανιώσεις» καμπάνιζε στ’ αυτιά μου. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Χλωμός, στα είκοσι-κάτι, ίσιο λαδωμένο μαλλί, λιπόσαρκος, με μακό και αθλητικά παπούτσια. Μιλάει σφυρίζοντας μέσ’ απ’ τα δόντια του, χωρίς να κοιτάζει στα μάτια τον συνομιλητή του:
– Κάθε μέρα πρωινός είσαι;
Από καιρό με τριβελίζει ένα θέμα· να το πω, να το γράψω. Το πλαγιοκοπώ, το μισολέω, το ψιθυρίζω εδώ κι εκεί. Αλλά δεν το θέτω ευθέως. Από ντροπή, από φόβο, ή επειδή μας υπερβαίνει όλους, και τον γράφοντα και τους αναγνώστες.
Η αγάπη. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Η μουσική του καλοκαιριού ερχόταν από παλιά, κι από την Ικαρία. Ηταν ένας σκοπός δημώδης, αγαπημένος, οικείος· ο «καριώτικος» σου ταράζει τα πόδια, σε σπρώχνει στον γύρο, να χορέψεις, να εκφραστείς. Kι ήταν παιγμένος ηλεκτρονικά, techno, κι αυτό παραδόξως τον έκανε ακόμη πιο οικείο, τον έκανε σημερινό, αγαπημένο. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Στον Πέρη
Τρώγανε τριγυρισμένοι από ζωγραφιές. Κατσικάκι στη γάστρα με γενναίο οίνο Νεμέας. Το παλιό αθηναϊκό δίπατο, σε κλιτύ λόφου αρχαίου, αγκάλιαζε τους ανθρώπους μες στη σιγαλιά του αργού απομεσήμερου, αγκάλιαζε τα ελαφρά λόγια τους, τα έργα τους, τη σκόνη του βίου και την παρηγοριά της συντροφιάς.
Αγιοι, θηρία, λιθοδομές, πρόσωπα, τηλεοράσεις και αυτοκίνητα, σγουροί βασιλικοί, ώχρες και χοντροκόκκινα, τεφρά και λουλάκια, χαρτιά και ξύλα, ζωντανεύουν, βγαίνουν από τα κάδρα τους και πλέουν ανάμεσα σε διηγήσεις και τσουγκρίσματα. Τρώγουν και ευφραίνονται και μνημονεύουν. Είναι άνοιξη και είναι Αττική.
Από τον Ιούνιο η νύχτα στην Αθήνα είναι σύντομη και πυκνή. Αργεί να σκοτεινιάσει, ξημερώνει νωρίς, ο ύπνος λιγοστεύει· όσοι μένουν στην πόλη για δουλειά ή από ανημπόρια, διασχίζουν το καλοκαίρι με ένταση και χαύνωση μαζί: ο νους χάνει βάρη, διαυγάζεται, απλώνει· το σώμα ακολουθεί, μπαίνει σε ολιγάρκεια, οικονομεί τους χυμούς του, μα ζητά κιόλας τη σπατάλη. Η λογοτεχνία συχνά έχει ποτίσει τις λέξεις της σε αυτή τη διασταύρωση παραδομού και λαγνείας, στην πόλη με τους ιδρωμένους ανθρώπους· θυμάμαι ανάκατα Εμπειρίκο, Μιχαήλ Μητσάκη, Ταχτσή, Καραγάτση, Μήτσορα και Συμπάρδη. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Ποια προσμονή φέρνουν οξύτερη οι γιορτές; Πάνω απ’ όλα θα έβαζα τον χρόνο. Τον χρόνο της σχόλης, τον χρόνο των επισκέψεων και των τραπεζωμάτων, τον χρόνο που παγώνει για λίγο και αργοκυλάει και σταλάζει σε καναπέδες και φορτωμένες ροτόντες, σε καφενεία και φωτεινούς πεζοδρόμους, που καθυστερεί γενναιόδωρα ακόμη και σε πολύβουα γραφεία όταν με σηκωμένα μανίκια οι χαρτογιακάδες προσομοιώνουν ένα τσούγκρισμα με το κύπελλο του βιαστικού ουίσκι και ανταλλάσσουν ευχές. Είναι ειλικρινείς. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Οταν με ρωτάνε «πώς πάει;» απαντώ χωρίς να σκεφτώ «τρέχω». Οταν αποχαιρετώ κάποιον παλιό φίλο, έναν γνωστό, ύστερα από τυχαία συνάντηση, μάς ακούω σαν τρίτος: «Τα λέμε… Τηλεφώνησε κι εσύ!» Ξέρω την ίδια στιγμή ότι δεν πρόκειται να τα ξαναπούμε, δεν πρόκειται να τηλεφωνηθούμε, εκτός κι αν τα ξαναφέρει η τύχη. Δεν θα πούμε τίποτε. Οχι γιατί δεν έχουμε λόγια, αλλά γιατί δεν έχουμε χρόνο.
Η αργία υπερτερεί της γιορτής. Σκυμμένοι στο μαγγανοπήγαδο, με ανάσα εθισμένη στην πόλη, οι νεοέλληνες πυροδοτούνται από την αναγγελία της σχόλης για να γευτούν μια πενιχρή ανάπαυλα ζωής. Η αργία είναι το έναυσμα· αυτή αιφνιδιάζει τον άνθρωπο-υποζύγιο, τον πετάει έξω από τις ράγες της εργασιακής κανονικότητας, του ανοίγει μια χαραμάδα: τη δυνατότητα της ζωής χωρίς εργασία.
Πώς αντιδρά ο άνθρωπός μας; Σκαρώνει μιαν απόδραση ― όσο επιτρέπει η χαραμάδα. Οι δρόμοι πλημμυρίζουν με τα γιώτα-χι των άτοκων δόσεων. Θηριώδη SUV, μέτρια SUV, σχεδόν SUV. Το φαντασιακό του Ελληνα τρέφεται με 4Χ4, τα αστραφτερά οχήματα στροφάρουν στα όρη αυτάρεσκα, σαν μεταλλικά πέη, δείχνουν τον κάτοχό τους ισχυρό και χλιδάτο.
Ξεφυλλίζω ένα βιβλίο. Είναι μεγάλο, 700 και κάτι σελίδες, πυκνό, ενάντιο στο fast πνεύμα της εποχής. Περιέχει καμιά διακοσαριά κείμενα: άρθρα, επιφυλλίδες, κριτικές, σημειώματα, δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες, το διάστημα 1980-93. Είναι μια συγκεντρωτική έκδοση των σκόρπιων γραπτών του Χρήστου Βακαλόπουλου (1956-1993), υπό τον εύστοχο τίτλο «Η ονειρική υφή της πραγματικότητας». Τα γραπτά συνέλεξε, επιμελήθηκε και υπομνημάτισε υποδειγματικά ο Κώστας Λιβιεράτος – έργο εντυπωσιακής λογιοσύνης και οξυδέρκειας, και κυρίως προσφορά σε ένα πρόσωπο και μια γενιά.
Γιατί κάνω τούτη τη σχοινοτενή εισαγωγή; Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Είναι βαρύ και άχαρο να γράφεις για ποιητές που αποδημούν. Να τους αποχαιρετάς. Βαρύτερο ακόμη όταν ο ποιητής είναι συνομήλικος κι έχεις μοιραστεί κουβέντες μαζί του, μη ποιητικές κατά τον εξωτερικό τύπο, κι έχεις μοιραστεί μια μεσημεριανή μπίρα στις παρόδους της Σόλωνος.
Ο γεννηθείς το ’58 Ηλίας Λάγιος είναι αυτός που αποχαιρετήσαμε τούτη τη στρυφνή βδομάδα. Ενας ποιητής. Τρυφερός έφηβος 47 ετών, ανήλικος και υπερώριμος μαζί, αστραφτερό ταλέντο, σπάταλος με τις λέξεις και τα αισθήματα, σπάταλος προ πάντων με τον εαυτό του. Ποιητής. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »