Με ρώτησαν γιατί τα γράφω «μαύρα», γιατί είμαι απαισιόδοξος. Δεν είμαι. Ούτε αισιόδοξος είμαι, καταστατικά. Είμαι και έτσι και αλλιώς, ανάλογα με τον καιρό, όπως όλοι.

Εγραψα την περασμένη εβδομάδα ότι οι Ελληνες δεν έχουν πολλούς λόγους να αισιοδοξούν για το φθινόπωρο που έρχεται. Το συμπέρασμα αυτό το στήριζα σε γεγονότα και εκτιμήσεις, παρατηρούμενα και κατανοητά από όλους: στη συνεχιζόμενη αποσάθρωση του πολιτικού σκηνικού, στην απαξίωση θεσμών και τη συνακόλουθη δυσπιστία απέναντί τους, στην οικονομική κρίση που βαθαίνει, στη διαφθορά που ποτίζει το κοινωνικό σώμα μέχρι και τα πιο χαμηλά στρώματα. Οσο παρατηρούσα, τόσο πιο ανοιχτό έβλεπα το οικοσύστημα, ευάλωτο στους έξωθεν ανέμους, κι έβλεπα τα θεμέλια του αδύναμα, την κοινωνία με λασκαρισμένους τους δεσμούς, με αποχαλινωμένο τον τυφλό ατομικισμό, με χαμηλές τις φιλοδοξίες, με επιβραβευόμενη τη χαμέρπεια.

Ούτε απαισιόδοξος ούτε αισιόδοξος. Σκεφτικός. Και ανήσυχος. Οπως τόσοι και τόσοι που ακούω, που μου μιλούν, που συζητάμε.

Ενας επιφανής επιχειρηματίας και ερασιτέχνης πολιτικός μου περιέγραφε στο τηλέφωνο, προχθές, την βαθιά του απογοήτευση από την αυτοδιοίκηση, από τη διαφθορά και την ανικανότητα που κατατρώνε το κύτταρο της δημοκρατίας.

Παλιοί ακτιβιστές και διανοούμενοι της γενιάς του Πολυτεχνείου, απ’ αυτούς που δεν εξαργύρωσαν δάφνες κι ουλές, στήνουν μέιλινγκ λίστες, μπλογκ, και μαζώξεις: στο σημερινό λεξιλόγιό τους δεν ακούω τίποτε από τα παλιά ξύλινα που συνήθιζαν· ακούω φωναχτή την αγωνία, την ειλικρινή αναζήτηση, την διάθεση για αυτοκριτική και ανατροπή.

Αλλη ομάδα πρωτοβουλίας μαζεύει υπογραφές για ένα μανιφέστο αγωνίας και αναζήτησης, υπέρβασης, εν όψει της επετείου της 34ης επετείου της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Κι άλλοι, αλλού, αλλιώς.

Η δυσθυμία, που στοίχειωνε πέρυσι το καλοκαίρι και φούντωσε με την περιβαλοντική καταστροφή των πυρκαγιών, φέτος μετασχηματίζεται: σε οργή, σε αγωνία. Αλλά η αγωνία δεν σκεπάζει το έλλογο: ακούμε ήδη τις πρώτες προσκλήσεις για ανασυγκρότηση του κοινωνικού, για αναγέννηση του ηθικού, ανάκτηση του φαντασιακού, για ανάκτηση σωμάτων και ψυχών.

Προφανώς, όλες αυτές οι φωνές, σκόρπιες προς το παρόν και ασύντακτες, αδύναμες, κάποτε και αφελείς, δεν θα ανατρέψουν το ισχύον σκηνικό ασυνάρτητου real estate και καφετέριας, μεγαλομανών και φτωχοδιάβολων, λουμπινών και λαμόγιων, ηττημένων και παραιτημένων. Ομως οι φωνές δείχνουν, όλο και καθαρότερα, ότι υπάρχει καθαρό βάθος κάτω από τη δυσώδη επιφάνεια. Η κρίση πολιτικής είναι κυρίως κρίση των διαχειριστών της· η κρίση εμπιστοσύνης των θεσμών είναι κρίση των θεσμικών φυλάκων. Δεν είναι κρίση όλου του κοινωνικού σώματος.

Προφανώς υπάρχουν υγιείς δυνάμεις στην κοινωνία, που πρώτες αυτές και κυρίως αυτές πλήττονται από την αναξιοκρατία και τη διαφθορά, από την οκνηρία και την κενοδοξία. Αυτές οι δυνάμεις αντιδρούν τώρα, φωνάζοντας μεμονωμένα, ασύντακτα. Κι αυτές οι δυνάμεις αναστοχάζονται την κρίση, όχι σαν ήττα τους, αλλά σαν χρεωκοπία του τρέχοντος συστήματος κυριαρχίας· αναστοχάζονται τα όρια της αντιπροσωπευτικότητας και της μαζικής δημοκρατίας, τους τρόπους πολιτικής έκφρασης, την οργάνωση σε σχηματισμούς πέραν των πελατειακών κομμάτων.

Αυτές οι διεργασίες είναι αργές και βασανιστικές, οι φορείς τους ανακλώνται και λοξοδρομούν, πολλές πρωτοβουλίες θα σβήσουν προτού δώσουν έναν ώριμο καρπό. Αλλά όλες ρίχνουν σπέρματα αμφισβήτησης και μετασχηματισμού, επιχειρούν νέους τρόπους να βλέπουμε το κοινωνικό και το πολιτικό, ρισκάρουν λοξές πορείες.

Προ ημερών ένας πολύπειρος κοινωνιολόγος, έμπειρος μα όχι μαραμένος, μας έλεγε: Διαβάζετε τις αδέσποτες αφίσες στους δρόμους, παρακολουθείτε τα γκράφιτι στους τοίχους, περπατάτε στα Εξάρχεια· θα ακούσετε τη βοή των πλησιαζόντων. Εχει δίκιο. Οι τοίχοι μιλάνε όλο και περισσότερο, όλο και πιο εύγλωττα, όλο και πιο πλουραλιστικά· σε μια εποχή υπερεπικοινωνιακότητας, οι αρχαϊκοί τοίχοι είναι ακόμη το πιο λαϊκό, το πιο δημοκρατικό Μέσον: μιλάνε στον αμέριμνο περαστικό, ζωντανεύουν τον δημόσιο χώρο, κάνουν δραστικό και συνεχή έναν υπόκωφο διάλογο. Εως κα το ΠΑΣΟΚ ανακάλυψε εκ νέου τους τοίχους, κολλάει μικρές αφίσες με εμπρηστικό περιεχόμενο, πλάι στον λήρο των αναρχικών. Να κι άλλα σημάδια…

Δεν αισιοδοξώ. Δεν απαισιοδοξώ. Μονολογώ πάνω στην κόψη του Καιρού, γυρεύοντας τον χώρο ανάμεσα στους τοίχους και τον περαστικό, τον χώρο ανάμεσα στον λυρισμό του γκραφιτά και την έκπληξη του περιπλανητή της πόλης. Γυρεύω την Πόλη.

Ένα βλέμμα, Καθημερινή, 20.07.2008

buzz it!